Τώκ, Τώκ!
ΑΕΙ ΓΑΜΗΣΟΥ ΚΑΛΕ!
Καί κάτι νά χαλαρώσης, αναπολών...
Βαγγελακας - est. 2005
… στό δωμάτιο. Τοποθέτησα τό δάκτυλο στό στόμα, ακινητοποιήθην στό μέσον (περίπου) τού δωματίου καί κύτταξα χάμω. «Τί κάνουμε τώρα; Πεινάς;» ρώτησα. Δέν θυμάμαι τί μεσολάβησε (σίγουρα όχι κάποιο σάντουιτς) καί βρεθηκα(με) στό κρεβάτι ζητώντας της νά παλέψωμε. Μ’αυτά καί μ’αυτά, η ποναστερή διάθεσις πρός σύσφιξιν μέ τήν σφυρίχτρα στό στόμα, ζήτησε άπό τά ρούχα όπως αποχωρήσωσιν τού στίβου.
Όλοι οι προοδευτικούληδες κάνουν χάι μέ τήν πρόσφατη εξέλιξη/νομοθέτηση. Τουλάχιστον όμως, τά αποπαίδια, τά ορφανόπουλα, τά έκθετα τών παλαιομαρξιστών δέν θά έπρεπε νά χαλιούνται μέ τήν ταφή.
- Τί δώρο θέλεις νά σέ πάρω, Λάκη μου, πού αύριο γιορτάζεις, πουλί μου;!; Ε;
- Χεχε! Γιορτάζω, ναί! Δώρο; Χμ... Θά ήθελα μιά χρονομηχανή καλό μου θείο! Μιά χρονομηχανή, νά τήν δώκω στούς τόν μπόιτσο κλαίγανε αντιμιλιταριστές, ντεμέκ ειρηνιστές, κλάιν μάιν αντιπατριώτες. Νά ταξιδεύσουν 15-20 χρόνια πίσω στήν Μόσχα, στήν ερυθρά πλατεία.
Σέ κάποιαν επέτειο τής οκτωβριανής επανάστασης.
Νά αράξουν κάτω από μιά άς πούμε μοσχόβιον νερατζιά καί βλέποντες γρασαρισμένα άρματα, ευθυτενείς οπλίτες, γυαλισμένα καί ορεξάτα καλάσνικωφ, υπερσύγχρονους πυραύλους νά παρελαύνουν κάτω από τά τεράστια πορτραίτα τών Μάρξ, Ένγκελς, Λένιν, Στάλιν, νά εκσπερματώνουν από τήν χαρά, τήν εξύψωση τού ιδεολογικού του φρονήματος, τήν απιστεύτου καύλα καθώς αί ερυθραί σημαίαι θά γαργαλούν τά οπίσθια καί τήν πλάτη των, νά κορδώνουν διότι θά βλέπουν τήν ατσάλινη κατάσταση τών οργάνων τού καθεστώτος, αυτού τού επιγείου παραδείσου.
Σπασμωδική, ξετρελλαμένη, ακράτητη κορύφωση όχι όμως μέ γενετικό υλικό αλλά πνευματική εξαχρείωση, κομπλεξισμό βάθους κόλπου Γαβριέλλας, χολερισμό βικτωριανής αγγλίας.
Κι όταν πέση η μπαταρία τής χρονομηχανής, κι επιστρέψουν στό ελλαδιστάν τού 2006 μ.Χ. θά σκουπίσουν τήν υγρή ουρήθρα τους, αυτά τά κατακάθια τής πρωκτικής σκέψης καί θά αρχίσουν. Θά αρχίσουν νά μιλάνε γιά τήν οπισθοδρομικότητα τών παρελάσεων, τό ηλίθιον τέτοιων κινήσεων, γιά τήν μίμηση κάποιων αφρικανικών χωρών καί τής αλβανίας όσον αφορά τίς παρελάσεις*, τόν φασισμό, τόν ελληναραδισμό καί λοιπές άλλες ρανίδες σπέρματος.
* Μπά; Έγινες καί ρατσιστής χρησιμοποιών αρνητικό παράδειγμα τό Ζαΐρ καί τήν Αλβανία; Πιπέρι στό στόμα, τζουτζούκο μου...
Μέ τελείωσαν τά ρεσώ αλλά δέν πάω στό car****** νά πάρω άλλα διότι εκεί, είναι πιό ακριβά άπ’ό,τι στό ικ** τό οποίον όμως κείται μακράν… Ευτυχώς πού αύριον έχομε ισημερίαν καί γενικώς η ημέρα μεγαλώνει.
Ωιμέ! Ένα όνειρο… Λίγο ήθελε, λίγο περισσότερα οκτάνια γιά νά χαρακτηρισθή εφιάλτης…
Σηκώθηκα απότομα καί μέρος τής προσόψεώς μου, θύμιζε προτεταμένο G3 μποντιγκαρά οπλίτου ολίγον πρό τού «προχώρει στό παρασύνθημα!». Ανατρίχιασα μέ τίς θύμησες τών στρατώνων, τών θαλάμων καί τών εν αυτοίς γεμάτων τεστοστερόνη ανδρών, ανατρίχιασα καί μέ αυτό τό χαρακτηριστικόν, στεγνωτικόν ιδρώτος, αεράκι ησύχων θερινών πρωινών.
Γύρισα νά ρίξω κάτι πάνω μου καί είδα τόν Παναγιώτη γυμνό κι αυτόν, στό ημίδιπλο κρεβάτι νά απολαμβάνη τίς εσχατιές τού ύπνου. Μιά έκφραση δυστροπίας εδράστηκε στό πρόσωπό του, ακολούθησαν καί κάποιες (ανησυχητικές) απότομες, σπασμωδικές κινήσεις στό κεφάλι του. Πλησίασα καί άρχισα νά τόν χαϊδεύω στόν γραμμωμένο μηρό του, προσπαθώντας νά τόν ξυπνήσω...
- Παναγιώτη… Παναγιώτη...
Κι αυτός, ακινητοποίησας το κεφάλι, άνοιξε απότομα τά μάτια του, μέ κύτταξε καί φάνηκε κάπως νά ηρεμή αντιλαμβανόμενος τίς μορφεϊκές παραισθήσεις.
- Είσαι εντάξει Πάνο μου;
- Πωπώ, ένα κωλόνειρο, Λεοπόλδε...
Έσκυψε, έκλεισε τά μάτια εντελώς παιδικώ τώ τρόπω κι έτριψε τό μέτωπο, σέρνοντας μιά ρανίδα ιδρώτος.
- Κι εγώ από έναν ολίγον από εφιάλτη σηκώθηκα. Πήγαινα στό καμπινετήριο αλλά σέ είδα νά ανησυχιέσαι καί σταμάτησα.
Χαμογέλασε ο Παναγιώτης, χαμογέλασε καί μέ φίλησε. Κι όταν η γλώττα του απηλευθερώθη μέ ρώτησε.
- Τί όνειρο; Χειρότερον από τό δικό μου, αποκλείεται...
Λιγωμένος από τό λαίμαργο φιλί του, δυσκολεύτηκα νά συγκεντρωθώ. Όχι εντελώς μέ τό μυαλό μου μακράν από τήν ανατομία του, ξεκίνησα νά αναφέρω.
- Σέ είδα νά είσαι κάπελας σέ ένα νησί. Ήλθον απροειδοποιήτως, εισήλθον τώ καπηλειώ, σέ είδα νά ομιλής στήν λαντζέρισσα δίδων οδηγίας γιά τήν τού τύρου ποσότητα τού μπουγιουρντέως. Μέ είδες, εξεπλάγης, κίνησες νά μέ αγκαλιάσης καλωσορίζων με, σέ ζήτησα όμως, κατ’αρχήν νά ξεμπερδεύης μέ τήν δουλειά σου καί κατόπιν αι διαχυτικότητες. Μπόρεσα νά διακρίνω στήν λατζέρισσα τήν χωρίς αμφιβολία, μιά κάποια συμπ.
Αποτόμως ο Παναγιώτης, ηγέρθη καί κάθησε οκλαδόν στό κρεβάτι. Μού έπιασε τά χέρια, μέ κύτταξε καρφωτικά στά μάτια, τών οποίων μου τό οπτικόν πεδίον, δυσκόλως ξέφευγε από τό όρθιον καί δύσκαμπτον μόριόν του όπερ μέ σημάδευε. Διήνθισε βλέμμα, φωνή, πρόσωπο μέ οξεία ταραχή καί μέ ρωτησε.
- Δέν μέ λές μαλακίες ε;… Κι εγώ τό ίδιο είδα… Ακριβώς… Θυμάσαι τήν λατζέρισσα; Εε;
Καίτοι κίνησα θετικώς τό κεφάλι μου, θυμόμην ότι δέν είχα δει τό πρόσωπόν της… Όχι ότι δέν θυμόμην εάν τό είχα δεί· θυμόμην – κατηγορηματικώς ότι δέν τό είχα δεί.
- Ήταν η Ράτσω ρέ! Μόνο στήν θύμησίν της τώρα ανατριχιάζω, ήτο ξέρεις, λίαν ζωντανός κι ο φόβος μου, η δυσφορία μάλλον, τήν ώρα τού ενυπνίου… Έσύ δέν τήν είδες;
- Όχι… Αλλά τώρα πού τό λες… Εκείνη η μυρωδιά… Τού πολυκαιρισμένου φασκόμηλου… Τού υγρού φασκόμηλου πού μόνον η κυρά Ράτσω είχε… Ναί…
Έξω, ήταν ακόμη λυκαυγές καί ακουγόταν ένα αστικόν λεωφορείον νά απομακρύνηται. Ο θνήσκων θόρυβος έδωσε τήν θέση του σέ μιά φραση γιά τήν οποίαν δέν θελήσαμε νά παραδεχθούμε ότι δέν προήρχετο άπό τήν τηλεόραση πού δέν γινόταν νά είναι ανοικτή.
- Θέλετε κάστανα; Προτιμότερα άπό τό μπουγιουρντί…
Νά βρέ, τά τεκμήρια γιά τό μαρσάρισμα πρίν από τό μέ τό θέρος κατάληξη , ταξείδι...
Τό τού βερύκοκου άνθος δρομολογεί, στό βάθος, τό θέρος.
Μηρυκάζοντας χολή πρός οιοδήποτε παίζει τόν ρόλο χαλικιού μέσα στό παπούτσι μας, βρίσκουμε κάποιο κενό καί χαμογελάμε, όταν παρατώντας Μικρούτσικο καί Τατιάνα, βλέπουμε Πανταζή καί Άντζελα νά τονίζουν ότι:
- Οι λαοί δέν έχουν νά χωρίσουν τίποτε. Οι ηγέτες, οι πολιτικοί μάς βάζουν σέ τέτοια τριπάκια, ισχυρίζεται η Λαίδη Άντζυ.
Καίτοι θαυμασταί πεισιθανάτων τόν μπόιτσο κλαίγανε, τραγουδοποιών γουστάρουμε μέ όλα αυτά διότι έρχονται καί δένουν μέ τήν πολιτική ιδεολογία μας. Μιά πολιτική ιδεολογία, μαζοχική κυρίως, χριζούσης περιθάλψεως άπό ιπποκρατομνύους τύπους. Ειμαστε νενέκοι όχι επειδη τήν έχουμε ψάξει αλλά διότι απηυδήσαμε μέσα στήν συμπλεγματική ανθυπομετριότητά μας (ούτε κάν μιά aurea mediocritas), στήν κατάσταση κάμπιας χωρίς πιθανότητα πεταλούδας.
Αυτά… Πού λες, προχθές ο Βουλγαράκης, σέ κάποια εκδήλωση, ανεκοίνωσε τήν αναβαθμιση τών κρατικών βραβείων λογοτεχνικής μετάφρασης. Θεσπίστηκε, γιά τήν μετάφραση δοκιμιακού ή θεωρητικού έργου, βραβείο Παναγιώτη Κονδύλη. Νά αναφερθή τίς ήτο ο Π.Κ. είναι όχι περιττόν βεβαίως αλλά λίγο παράταιρο. Αρκεί η παράθεση ενός μικρού αλλά λίαν χαρακτηριστικού κειμένου του.
Σέ κάποιο έργο του (Θεωρία τού Πολέμου, εκδόσεις Θεμέλιο) ο κορυφαίος αυτός Έλλην φιλόσοφος τού προηγουμένου αιώνος, γράφει:
«Στη συγκαιρινή μας Τουρκία δέν υπάρχει η παραμικρή ή σοβαρή ένδειξη ότι τμήματα του λαού αποδοκιμάζουν μέ οποιονδήποτε τρόπο τήν εξωτερική πολιτική των κυβερνήσεων του, καί ιδιαίτερα στο Αιγαίο καί τήν Κύπρο, όλες οι δημοσκοπήσεις καταδεικνύουν ακριβώς τό αντίθετο.
Δέν του είναι γνωστή καμία ομαδική διαμαρτυρία γιά τήν εκδίωξη του ελληνικού στοιχείου από τήν Κωνσταντινούπολη, τήν Ίμβρο, τήν Τένεδο, ούτε γιά τον εποικισμό της βορείου Κύπρου. Αυτό διόλου δέν σημαίνει ότι κάθε Τούρκος μισεί κάθε Έλληνα, τό ίδιο όπως καί διόλου δέν μισεί προσωπικά κάθε Έλληνας τον κάθε Σκοπιανό όταν του αρνείται νά ονομάζει τό κράτος του «Μακεδονία».
Πρόκειται γιά δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα, γιά αυτό καί υποπίπτουν σέ μια σοβαρή οφθαλμαπάτη όσοι μετά από μία εγκάρδια προσωπική επαφή ή μετά από μία κοινή μπουζουκοκατάνυξη μέ Τούρκους βγάζουν εσπευσμένα πολιτικά συμπεράσματα - χωρίς βέβαια νά έχουν ποτέ αποσπάσει από τους συνομιλητές, συμπότες ή συμπαίκτες τους μία δεσμευτική δήλωση υπέρ μιας συγκεκριμένης ελληνικής καί εναντίον μιας συγκεκριμένης τουρκικής θέσεως.
Η αρχή ότι «οι λαοί δέν έχουν νά μοιράσουν τίποτε μεταξύ τους» αποτελεί εφεύρεση όχι των λαών, αλλά των διανοούμενων, γι’ αυτό άλλωστε δέν αποσύρεται ποτέ, όσο κι αν τήν διαψεύδει η εμπειρία. Αντίθετα, η εμπειρία μεθερμηνεύεται κατάλληλα, έτσι ώστε νά παραμένει αλώβητη η αρχή.
Η τιθάσευση της Τουρκίας μέσω της εντάξεως της στην «Ευρώπη» συνδέεται στενά μέ τις ελπίδες καί τά σφάλματα της ελληνικής πολιτικής. Τό πόσο φρούδες είναι οι ελπίδες τό ομολογεί συνεχώς καί άθελα της η ίδια η ελληνική πλευρά, όταν από τη μία μεριά ισχυρίζεται ότι η αποδοχή των «ευρωπαϊκών αξιών» θά κάνει τήν Τουρκία «πολιτισμένο» καί φιλειρηνικό κράτος, ενώ συνάμα από τήν άλλη είναι υποχρεωμένη νά διαπιστώνει στην πράξη ότι οι Ευρωπαίοι φορείς των «αξιών» τις μεταχειρίζονται πολύ επιλεκτικά καί τις προσπερνούν μέ άνεση όποτε τό κρίνουν συμφέρον, άρα η αποδοχή των «ευρωπαϊκών αξιών» δέν φαίνεται νά βελτιώνει καθ’ εαυτήν τά ήθη.
Τά σφάλματα, πάλι, προκύπτουν από μιαν κακή εκτίμηση της σημασίας της «Ευρώπης» γιά τήν ανερχόμενη Τουρκία. Επειδή η Ελλάδα, αδυνατώντας νά σταθεί μοναχή στα πόδια της, περιμένει τά πλείστα ή τά πάντα από τους άλλους, τείνει εύλογα νά προβάλλει τη δική της κατάσταση καί διάθεση στην κατάσταση καί διάθεση άλλων, νομίζοντας π.χ. ότι η «Ευρώπη» έχει γιά τήν Τουρκία τήν ίδια απόλυτη σημασία όσο γιά τήν Ελλάδα. Γιά τήν Ευρασιατική Τουρκία η Ευρώπη είναι μόνον ένα πεδίο δραστηριοτήτων ανάμεσα σέ άλλα, ενώ γιά τήν Ελλάδα αποτελεί τό μοναδικό, γιατί στα Βαλκάνια δέν μπορεί νά παίξει ηγεμονικό ρόλο καί αυτός βέβαια δέν επιτυγχάνεται επειδή δέκα μικρομεσαίοι κάνουν κέρδη στη Ρουμανία.
Η Τουρκία θά προσπαθήσει νά προσαρμόσει τήν ΕΕ στις επιδιώξεις της, νά κερδίσει τη μάζα.
Στο μελλοντικό πολυετές παζάρι - διελκυστίδα μεταξύ ΕΕ - Τουρκίας, η Ευρώπη δέν θά μπορεί νά ικανοποιεί τις απαιτήσεις της Τουρκίας
Κατά πάσαν πιθανότητα τά σπασμένα του παζαριού θά τά πληρώσει η Ελλάδα. Γιατί τά ισχυρότερα μέλη της ΕΕ θά επιδιώκουν νά κατευνάζουν τήν Τουρκία μέ ελληνικά έξοδα (Αιγαίο, Κύπρο, κλπ).
Αν αυτό πράγματι συμβεί τότε θά δούμε μια ακόμη από τις τραγικές εκείνες ειρωνείες, τις οποίες τόσο συνηθίζει η Ιστορία. Ενώ δηλαδή η Ελλάδα προσανατολίσθηκε ψυχή τε καί σώματι στην «Ευρώπη» γιά νά διασφαλισθεί από τον τουρκικό κίνδυνο, ακριβώς ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της θά μεταβληθεί σέ όργανο de facto μετατροπής της σέ δορυφόρο της Τουρκίας.
Η τουρκική επιρροή θά ασκείται στην Ελλάδα «μετριασμένη» μέσω ευρωπαϊκών καί αμερικανικών αγωγών καί τότε η Ελλάδα θά υποχρεωθεί νά θεωρεί τις «παραχωρήσεις» καί τήν ενδοτική πολιτική ως αυτονόητο καθήκον του «εξευρωπαϊσμού» της (ποιος ασχολείται άλλωστε μέ ξεπερασμένους εθνικιστικούς απαβισμούς;)
Η λύση βέβαια γιά τήν εθνική βιωσιμότητα σέ παραγωγική βάση αποτελεί προϋπόθεση γιά τήν άσκηση σοβαρής εξωτερικής πολιτικής. Οι εθνικοί πόροι πρέπει νά αντιμετωπίζονται μέ γεωπολιτικά καί στρατηγικά κριτήρια. Τό 1% του εθνικού εισοδήματος πού προέρχεται από τον τουρισμό δέν είναι τό ίδιο μέ τό 1% πού δίνει μια σύγχρονη εξοπλιστική βιομηχανία.
Η Ελλάδα μεταβάλλεται σταθερά σέ χώρα μέ περιορισμένα κυριαρχικά δικαιώματα, ενώ η στάση της γίνεται όλο καί περισσότερο παθητική ή αντιφατική.
Η πορεία δορυφοροποιήσεως της Ελλάδος προς τήν Τουρκία μέσω του «ευρωπαϊκού» δρόμου της Τουρκίας είναι τό εύγλωττο επιφαινόμενο μιας βαθύτερης ιστορικής κοπώσεως, μιας προϊούσας, ηδονικής μάλιστα παραλύσεως. Η πορεία των πραγμάτων είναι αντικειμενικά τρομακτική καί ψυχολογικά αφόρητη: η ειρήνη σημαίνει γιά τήν Ελλάδα δορυφοροποίηση.
Δυστυχώς οι μετριότητες, υπομετριότητες καί ανθυπομετριότητες, πού συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό καί παραπολιτικό κόσμο δέν έχουν τό ανάστημα νά θέσουν καί νά λύσουν προβλήματα τέτοιας εκτάσεως καί τέτοιου βάθους.»
ΥΓ: Η μαλακία δέν μπορεί νά φορτώση φώτο…
Τό κέντρο τών Αθηνών τό αποφεύγω διά ροπάλου. Δέν αναφέρομαι σέ ώρες αιχμής, μέ τόν ήλιο στόν ουρανό καί τά ανοικτά μαγαζιά νά κυττάν τούς περαστικούς νά συνεσταλμενοθωρούν τές βιτρίνες των. (Προσέγγισις τής πόλης σέ τέτοιες στιγμές είναι κάτι πού δέν μπορεί νά επιτευχθή ούτε σέ μιά Αθήνα πού νά μοιάζη στήν κόδρειον γιαγιά της). Απλώς μιλάω γιά περιπτώσεις απογευματινής/βραδινής/νυκτερινής εξόδου. Όταν θά χρειαστή νά ανέβω Αθήνα τό λεπόν, ανοίγω λεκανοπεδίου χάρτες, google earth, παλαιά ημερολόγια καί καζαμίες μπάς καί θυμηθώ καμιά καβάτζα σταθμεύσεως.
Τεσπά... Τό βράδυ τής Παρασκευής ήτο γαμάτα ηδύ κι ευχάριστο. Είπα κι εγώ νά κινήσω μιά τσάρκα, όχι γιά κάποιον λόγο παρά μόνον διότι τό σίμκα μου έχει βαρεθεί νά τού βάζω τό πολύ μέχρι 3η ταχύτητα... Σκέφτηκα, προσπάθησα νά ανακαλέσω , κάποιες καβάτζες καί δόξα τώ Κύρω Γρανάζη, θυμήθηκα κάποια. Δυό τρία τελειωμένα, φοβιστερά, στενά, ανήλιαγα, κουτσουλιοπεριστερομύρων δρομάκια, κάθετα στήν Κολοκοτρώνη. Εγγυημένα. Υπήρχαν φορές πού καί σέ ώρες αιχμής εύρισκα άκρη... Οπότε, δέκα παρά, βράδυ (Ναί... Τό γαμάτα ηδύ κι ευχάριστο) θά προσεφέρετο.
Μετά τά μεσάνυκτα γυρίζοντας, βλέποντας στολισμένο το παρμπρίζ σκέφτηκα πόσο μέ ζήλο δουλευτιάρης ήταν ο μοιραστής φυλλαδίων. Ήταν όμως κλήσις... Κλήσις... Βγήκαν παγανιά οι κουφ*λες νύκτα Παρασκευής. Ναί.
Το λεπόν. Ο δήμος Αθηναίων φιλοδοξεί νά πάρη από εμένα κάτι γύρω στά 30 ευρώ. ΟΚ. Μάλλον θά τά πάρη. Άν όμως ξανανέβω Αθήνα νά πιώ κάναν νηφελλοκοκόζωμο γιά νά μού σπιντάρη τό φέρεσθαι, νά αλκοολίσω τό αίμα μου γιά πιό «ελεύθερες» κινήσεις, νά φάω κάναν σούβλακο γιά νά πεθυμήσω τά τού Πειραιώς μέ σάλτσα και τζατζίκι, τότε... Τότε νά ξέρης... Κάτι θά τρέχη μέ μένα. Κάτι ζόρικο καί μέ πολλά ερωτηματικά.
Μέχρι νά ισοσκελίσω τυχόν έσοδα τού έν λόγω δήμου από τά καφέ πού τού δίδουν ένα χί ποσοστόν από τόν καφέ, τήν βότκα καί τόν χυμό, τά οποία ΘΑ παρήγγελνα, δέν πρόκειται νά διαβώ τόν Ρουβικώνα (λέγε μέ Ηριδανό) καί νά ανέβω στήν μπασταρδούπολη. Όσο περνά από τό χέρι μου, έμμεσες προσόδους από εμένα, δέν θά έχη ο δήμος αυτός.
Ενθέρμως αφιερωμένο πρός Τελαμώνα Στόκο…
.
Ο άπό τό τζάμι μπουκαριζόμενος ήλιος, είχε τέτοια κλίση πού μού θύμισε ημίτονο 45 μοιρών. Μαζύ μέ αυτό, θυμήθηκα καί μιά καθηγήτριά μου τών μαθηματικών· προεκάλει τόση σεξουαλική διέγερση όση δημιουργεί η θέα μιάς μασέλας στό μούσκιο. Μέ έπιασε ένα σύγκρυο, μιά αναγούλα, μιά κάποια ναρκοληπτική σκέψις παραιτήσεως άπό τά πάντα, τάχιστα όμως άλλαξε η διάθεσις μου ένεκα τό άσμα πού άκουγα στόν ραδιοσινδή, νά’ούμ’. Κι άρχισα νά τό τραγουδώ φωναχτερά φωναχτερά.
Κι αυτός ο ήλιος δέν έλεγε νά μήν μού υπενθυμίζη μιά κάποια στοματική μου παρατυπία… Πάνω στίς εντάσεις, στίς εκλάμψεις τού ρεφραίν τού ανεβασιάρικου άσματος, σμήνος σιελοσφαιριδίων μέ ταχύτητες φόρμουλα 1 παρέα μέ άπειρα φωτόνια, πάγαιναν πρός τό παρμπρίζ… Σάλια μου μέ ατίθασο καλπασμό πετάγονταν στά πέριξ.
Δέν σκάλωσα όμως, μ’αυτήν τήν μπουλουκοειδή εικόνα μου, μέ αυτήν τήν ασαβούαρβρη στάση… Εδώ δέν χαλάστηκα μέ τήν θύμηση τής μαθηματικού, σκέτη εμμηνόπαυση, θά μέ χάλαγαν δύο - τρία (ψιλεκθέτοντά με κάπως, γιά νά είμαι ειλικρινής) σαλάκια;
Γι’αυτό καί συνέχισα. Νά τραγουδώ συνέχισα. (Καί νά ακουσιοφτύνω βεβαίως). Δέν θέλω νά φανερώσω τό εντελώς περιεχόμενο τού τραγουδιού, διότι έτσι μειούται η αύρα του. Νομίζω (είμαι σχεδόν σίγουρος) ότι οι στίχοι του μέ τά ερωτικά του θέλω, αι βλέψεις αυτών καθώς επίσης καί αι αγαπησιάρικαι επισημάνσεις έσχον μαγικήν επίδραση.
Τό δίχως άλλο, θά έκαναν μιά σουφραζέτα νά καταταγή ανθυποχανούμισσα σέ κάποιο χαρέμι, μιάν καλογριά, υπάλληλο σέ σέξ σόπ στήν οδό Γερανιού στήν Ομόνοια καί κάποια κνίτισσα νά ξυρίση τίς μασχάλες της.
Όλα αυτά τά παραπάνω, έάν γενικώς καί φιλολογικώς εξετάσουμε τούς στίχοι τού άσματος, τήν επίδρασιν τους. Όταν, όμως στον συλλογισμό αυτόν, προσθέσης (τήν νομίζεις ασήμαντον λεπτομέρειαν) ότι ένα τραγουδάκι τέτοιο, εκτελείτο άπό τόν γράφοντα… τότες… Τότες γάματα, γιατρέ…
Αχ αυτοί οι πλατειασμοί! Άς γυρίσω στήν στιγμή πού τό παράκανα μέ τό τραγούδι καί μέ τήν πέριξ αυτού παθιασμένη εκτέλεση του… Άπό τά μπόλικα σάλια, χρειαζόταν υαλοκαθαριστήρας άπό μέσα, χρόνος γιά πατέντες όμως ουδείς… Εξάλλου δέν πρόλαβα νά σκεφτώ τίποτε διότι τότε ακριβώς, συνέβη.
Μόλις είχε ανάψει πράσινο στό φανάρι τού δέλτα τού ποταμού Ηριδανού μέ τήν Ποσειδώνος καί ξεκίνησα. Μιά απίστευτα διαπεραστική κραυγή συνοδευμένη άπό ένα κρώξιμο μαραμπού καί καύσιν ελαστικών στήν άσφαλτον μού άπόχεψαν τήν προσοχή… Είδα στ’αριστερά μου, στό αντίθετον, στό πρός Πειραιά ρεύμα, έναν σκαραβαίο (αφού πρώτα τού έγινε χειροφρενιά στό καπάκι μιάς overdose γκαζιάς) νά παίρνη ύψος, νά δίδη διαπιστευτήρια στάρ τρέκ, ίσως καί στρατηγού Λή καί… Καί νά σκάη ακριβώς μπροστά μου, στό έν κινήσει (πολυαγαπημένο) σίμκα μου τό οποίον αϊρτονσενικώς πρόλαβα νά σταματήσω… Πάνω πού πήγα κι εγώ νά αρχίσω νά φωνάζω, βλασφημώντας περί γαμώ τό ΚΚΕ σου, γαμώ τήν προλεταριακή σου συνείδηση καί γαμώ τόν Αβαλάνο (σικ) καί γαμώ ό,τι πολυπολιτισμικώς έχεις ιερό, άνοιξε η πόρτα τού σκαραβαίου καί ο οδηγός πού βγηκε, μού φύτεψε στό στόμα τό άφες αυτή, ού γάρ οίδε τί ποιεί… Ήτο μιά όχι δίμετρος τύπισσα, μέ μεσογειακόν παράστημα, ολίγον κοντούλα δηλαδής. Μελαχρινή, ουχί αράπω βεβαίως, σταράτη παναπεί, μέ μαλλιά ψιλομακρυά, μακρυά ναί… Μέ ένα κολλητόν παντελόνι, βήμα ελαχιστοποιημένης επαφής μέ τό έδαφος, ύφος μιά ιδέα ανέμελο. Τό λίαν ευδιάκριτον πληθωρικόν αυτής μπούστον, μού έκοψε καρακαταπότομα ένα ελαφρύ κατούρημα πού άπό τό πρωί, ένοιωθα. Έπαυσα νά τήν ελαιογραφώ όταν αντελήφθην ότι προσέγγιζε εμένα καί προσπάθησα νά πάρω ύφος σοβαρόν, νά μαρτυρήσω μιά δέν μέ νοιάζει κατάσταση, μιά δέν εντυπωσιάζομαι φάση, νά κλείσω τό ηλιθίως χάσκον στόμα ενώ έστειλα μιάν μίνι δέηση στόν Γανυμήδη ώστε νά μού επιστρέψη τήν πρός πιπί διάθεσιν… Αί στιγμαί ήσαν περίεργοι. Αί κόρναι τών γύρω αυτοκινήτων είς έντασιν mute, τά πάντα θύμιζαν σαλόνι συνεπούς κρατικής βιβλιοθήκης πρωτευούσης χώρας ανατολικού μπλόκ· ηκούσθη μέχρι καί τό ανεπαίσθητον άλλες φορές τρίξιμο τού τζαμιού τού (αγαπημένου μου) σίμκα νά κατεβαίνη…
Η μανταμίτσα είχε σταυρώσει τά χέρια πάνω στήν πόρτα μου, σκύβοντας. Κι εγώ, ωσάν τον Άτλαντα (καί βάλε) κρατούσα τό βλέμμα μου ψηλά, στο ύψος τών ματιών της, γιά νά μήν χαμηλώση καί βουτήξει στήν ελκυστικά ερεβώδη χαραμάδα τών βαρέων βαρών μασταριών της. Η προσπάθεια αυτή αναιρούσε πάσα ικμάδα ενεργείας τού σώματος καί πνεύματός μου – ουδεμία άλλη λειτουργία τού οργανισμού μου ελειτούργει εκείνη τήν στιγμή. Γι’αυτό παρέμεινα άφωνος, γι’αυτό καί ωμίλησε αυτή πρώτα.
- Τόσην ώρα, 47 δεύτερα, όσο διήρκει τό κόκκινο, σέ έβλεπα νά μέ κυττάς καί νά μέ λες προστυχόλογα χαρμανιασμένου ναυτικού άρτι επιστρέψαντος στήν συζυγική κλίνη, χωρίς ντροπή νά μέ φωνάζης ότι δέν μασάς ενώπιον τών 14 θαλασσινών κόμπων τού κυλλοτακίου μου, μέ αιδώ σατύρου νά συνθέτης εγκώμια γιά κάθε οπή μου… Νομίζω;
Χμ… Μάλιστα… Σιγά τώρα μήν τήν ρωτούσα πως μπόρεσε νά διακρίνη τά μάτια μου μέσα άπό τά σκουρότατα μαύρα γυαλιά μου νά τήν κυττάν…Καί σιγά μήν τής απεκάλυπτα ότι εκείνη τήν στιγμή, τήν μύτη μου στον καθρέπτη ήλεγχα γιά ανεπιθύμητα προϊόντα βλέννας… Καί σιγά μήν τής εξηγούσα ότι ένα τραγουδάκι εγώ ο άξεστος τραγουδούσα, έστω τραγουδάκι τραγουδάρα! Αλλά αφού έτσι τό ορμήνεψε τό ζήτημα… Όχι, δέν απεκάλυψα τίποτις, αλλά ούτε κάν κίνησα τό κεφάλι, μέ κίνηση συμφωνίας ή διαφωνίας… Δέν μπορούσα εξάλλου. Δέν είχε αλλάξει κανένα δεδομένο άπό τά πρίν, αναφορικώς μέ τό βλέμμα μου. Κι αυτή, εξέλαβε τήν όλη στάση μου μιάν ενσάρκωσιν του πνεύματος Κλάρκοτος Γκέημπλ όταν ο μύσταξ αυτού, ολίγον τί ξυνισμένα έλεγε στήν σαλούφα, τήν Σκάρλετ:
- Ειλικρινώς αγαπούλα, δέν δίνω δεκάρα!
Τότε λοιπόν, κάργα πεισθείσα ότι είχε μπροστά της τύχη παρουσιαζομένη κάθε 800.000 έτη (φωτός), ηγέρθη. (Πωπώ κάτι βυζάρες! εσκέφθη ο Άτλας ξεροκαταπίνοντας τήν μέ κανέλλα βουκιά εσπερίου μήλου).
Έβαλε τά χέρια στήν μέση της, έλυσε μιά πλατιά δερμάτινη ζώνη καί μου τήν έδωσε προσέχοντας νά μήν έλθουν σέ επαφή τά χέρια μας.
- Στήν πατρίδα μου, τό Κιλκίς, η παροχή ζώνης μιάς (πάλαι ποτε) παρθένου σέ κάποιον νεανία, φανερώνει παραχώρηση κάτσε καλά νά’ούμ’… Στίς οκτώ τρούπες της ζωνούλας μου είναι γραμμένο κι ένα ψηφίο άπό τό κινητόν μου… Έχω παραλείψει τό δύο πρώτα, 6 καί 9, μήν αγχώνεσαι… Θά περιμένω κλήση σου απόψε. Εισερχομένη. Γιά τά καλά, εισερχομένη.
Λυπήθηκε νά μού αφήση ένα «γειά» κι έφυγε.
Τί σέ κάνει νά νομίζης ότι δέν είσαι κι έσύ μιά μελλοντική διήγηση;
Μέρος (ίσως καί) φλύαρης, μελλοντικής κουβέντας, διακοπτόμενης άπό τζούρες γλυκού καφέ ή παγωμένου αλκοόλ;
Θέση σέ σειρά εικόνων, στιγμών, εμπειριών· χρησίμων όσο κι ένα βρεγμένο σπίρτο;
Ένας αόριστος, ένας παρατατικός, ένας υπερσυντέλικος χωμένος σέ προτάσεις;
Έ;