Παρασκευή, Αυγούστου 31, 2007

Κλειστά παράθυρα, ζέστη, ανοικτά παράθυρα, κουνούπια...


Φανταστείτε τόν εαυτό σας πρωταγωνίστρια σέ όχι φαντασίωση αλλά εφιάλτη. Στόν εφιάλτη νομίζω κάθε γυναίκας, σέ βιασμό.

Κάτι συμβαίνει καί δέν αντιδράτε όπως αντιδρούν όλες οι γυναίκες σέ τέτοια κατάσταση. Ούτε φωνάζετε, ούτε παλεύετε.

Αντιθέτως, ήρεμα μιλάτε στόν «εκπολιτιστή» σας καθώς αυτός αγκομαχά πάνω σας. Διότι κάτι έχετε στόν νού, ναί. Η στάσις σας (ουχί η ερωτική! Η τού σώματος) δέν δείχνει επ’ουδενί στάσι βιασθείσης. Κρύβετε καλά τήν σιχασιά ώστε νά μήν αντιληφθή τίποτε ο βιαίως θίγων τήν στενάδα τού κόλπου σας. Παραμένετε βεβαίως άνυδρη (αυτό έλειπε άλλωστε νά σάς κάνη νά υγρανθήτε ο εμετικά μουγκρίζων «καθοδηγητής») κυρίως επειδή έχετε τήν ψυχραιμία νά στείλετε αλλού τήν σκέψη σας, καθώς καταστρώνετε πλάνο. Μέ διάθεση νά δείξετε ότι σάς αρέσει, κουνάτε τά πόδια σας σέ έναν κάποιον όμοιο ρυθμό μ’αυτόν τού «μέντορά» σας καθώς στέλνετε τά χέρια σας στά οπίσθιά του τά οποία πότε γραμμωμένα, πότε χαλαρά τροχειοδείχνουν τήν χωροδιάταξη τής λαιμαργίας ενός καλοαιματωμένου φαλλού.

Δέν προλαβαίνετε κάν νά αναγουλιάσετε. Τό μυαλό σας καταλήγει σέ κάτι καί σάς πιάνει μιά ταχυπαλμία διότι έν μέσω τού σφυροκοπήματος μιάς βάλανου στά τοιχώματα τού μέσα σας, αντιλαμβάνεστε ότι τό σχέδιό σας έχει αρχή καί τέλος, έχει ελπίδες επιτυχίας. Διακόπτει τήν σκέψη σας μιά αμυδρή στήν αρχή λιγοψυχιάρικη κραυγούλα. Είναι φανερό ότι οι «αγάπες» φθάνουν σέ μιά κορύφωση. Μιά αυτογνωσία βγαλμένη από λούμπεν καί εγκληματικά ψηφιδωτά, παίρνει τήν θέση της στό παράλογο τέμπο. Διότι ο «πυγμαλίων» σας έχει τό σθένος νά αφήση τήν γή τού πυρός πού εδράζεται στό νότιον ημισφαίριον τού κορμιού σας, στήν διώρυγα τών σκελών σας καί μέ σπασμωδικά γρήγορες κινήσεις νά αρχίση νά ικανοποιή τήν δύσκαμπτη παραδοχή τής ελκυστικής σας ανατομίας. Δέν αργεί καθόλου· η υγρή μορφή τής ευαρεσκείας του, cum is in the air, τόσο πεπεισμένη γιά εσάς ώστε φθάνει μέχρι τό στήθος καί τόν λαιμό σας (μιά ρανίς προσγειώνεται στό σαγόνι σας). Καθώς γέρνει πλάι σας κι εσείς υποκριτικά αλλάζετε τούς ρυθμούς τήν αναπνοής σας, αρνείστε νά καθαρίσετε τό σπέρμα από πάνω σας, πρέπει πρέπει πρέπει νά πείσετε. Όθεν, αλείφεστε μέ τό υλικό του, φέρνετε βόλτα τίς θηλές σας μ’αυτό, ιδού η δική σας πινελιά στήν κατακλείδα τής βραδιάς καθώς έχει τελειώσει. Καί λίγο πρίν φύγει μέ τά τρόπαιά του (διότι προηγουμένως σάς έχει κλέψει – δύο σέ ένα ο παίχτουρας!) τού ζητάτε πίσω τό κινητό σας.

- Άσ’το μου… Θέλω νά σέ ξαναδώ… Κάλεσέ με… Είσαι σούπερ! Είσαι γκρόβερ! Είσαι ακράτητος! Είσαι ο σκοτώνω! Θέλεις νά τά πούμε κι από κοντά; Εγώ ναί! Πολύ! Άσ’το μου, λοιπόν!

Έχετε πέσει σέ μαλάκα διαρρήκτη καί βιαστή. Ο κόπανος, πείθεται καί σάς τό αφήνει. Εσείς, τέρας ψυχραιμίας, κανονίζετε μέ τήν αστυνομία. Σάς ζητούν νά περιμένετε νά καλέση. Πράγματι, σάς καλεί. Έρχεστε σέ επαφή μέ τόν βιαστή σας, σάς τηλεφωνεί αυτός, δέν τόν χόρτασε εκείνο τό επιδόρπιο, γουστάρει λιμπιντιάρικο επέκεινα. Κανονίζετε ραντεβού, μετά από λίγες ημέρες.

- Θά είναι καί δύο φίλες μου! Φέρε κι εσύ δικούς σου!

Οι φίλες σας είναι αστυνομικίνες καθώς βγαίνετε γιά μιά σουμάδα. Ο βιαστής συλλαμβάνεται, μαζύ του καί τά δυό φιλαράκια του τά οποία επίσης έχουσιν ποινικό μητρώο κάτσε καλά!

Μιά μικρά λεπτομέρεια:

Ο βιαστής τυγχάνει νά είναι αλβανός, είχε συλληφθεί άλλες δύο φορές, είχε απελαθεί τέσσερις. Ποία η σκοπιμότης τής αναφοράς τής ειδήσεως; Όχι ρατσιστικά απωθημένα βεβαίως - εξάλλου καί οι έλληνες στό Σικάγο τού 1920 ήσαν ελεεινοί, καί οι σπαρτιάτες τού 706 π.Χ. στόν Τάραντα ήσαν απαίσιοι.

Η σκοπιμότης τής αναφοράς τής είδησης γιά νά καταδείξει τήν ανάγκη θέσπισης βαλκανιάδας «μπές βγές». Ο ΣΕΓΑΣ τί κάνει τέλοσπάντων; Η γενική γραμματεία αθλητισμού; Ο υφυπουργός; Γιατί κάθονται μέ σταυρωμένα τά χέρια; Η νεολαία έχει ανάγκη τόν αθλητισμό! Όχι άλλη αδράνεια!

Θά κάψη καρδιές τό καινούριο άθλημα! «Μπές βγές» στό μποuρδέλo πού λέγεται ελλαδιστάν. Στό μποuρδέλo δέ, πληρώνεις, στό ελλαδιστάν τσάμπα τό κάνεις. Τσάμπα καί μέ χροιά s/m.




Γιά περισσότερα στόν Αδέσμευτο Τύπο τής 24/8




Nά τόν χαίρεστε!

Είπε ο Αλαβγάνος:

Τάχθηκε κατά μιας πεντακομματικής Βουλής, γιατί -όπως διευκρίνισε- δεν θέλουμε δυνάμεις, όπως το ΛΑΟΣ, που θα δημιουργούσαν κλίμα ξενοφοβίας και ρατσισμού*.

Ωραία. Γιατί δέν κάνει καί μιάν αίτηση στό συμβούλιο τής επικρατείας, ή έστω σέ κάποιο πρωτοδικείο ώστε νά ματαιωθούν οι εκλογές αφού φαίνεται ότι κάμποσοι χιλιάδες ψηφοφόροι δέν ενστερνίζονται τήν πεφωτισμένη άποψή του καί μάλλον προτιμούν κόμμα «ξενοφοβικό»;

Νά σπεύση μέ μιά αίτηση χαρτοσημασμένη μέ παράβολο ευειδούς, καλοσχηματισμένης άποψης «Εγώ Ξέρω, Βρωμιαρέοι, Εσείς Είστε Ανώριμα Πρόβατα» καί νά επιβάλλη ένα κυνοβούλιο μέ χρυσοποίκιλτο πολυκομματισμό, κάτι τέτοιο δηλαδή:

Αγωνιστικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας
Ενωτική Αντικαπιταλιστική Αριστερά
Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (Μαρξιστικό - Λενινιστικό)
Μέτωπο Ριζοσπαστικής Αριστεράς
Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος
Μαρξιστικό - Λενινιστικό Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας
Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς
Οικολόγοι Εναλλακτικοί
Οικολόγοι Πράσινοι
ΟΑΚΚΕ

ΠΑΣΟΚ

ΝΔ

Μιά τέτοια 12κομματική βουλή, θά’ναι μούρλια! Κάτι τέτοιο γιά τόν αλαβάνο θά απετέλει θρίαμβο τής «δημοκρατίας»!

Τά έχουμε πεί άπειρες φορές. Κάποιοι τό παίζουν δημοκράτες μόνον εάν διακινούνται οι δικές τους (ή έστω συγγενείς) ιδέες. Στό διαφορετικό, ενώπιον τού διαφορετικού, γίνονται οι πιό μασίφ φασίστες! Ανέχεια, ντίπ!

Αλλά εδώ πού τά λέμε, τί δημοκρατικότητα νά αξιώση κάποιος από τόν Αλαβγάνο όταν μέ στόμφο έχει διακηρύξει ότι τόν εμπνέει η μεγάλη σοβιετική επανάσταση!;

Έν πάση περιπτώσει, στόν γκιώνη μας ο αλαβγάνος. Τό στενάχωρο είναι νά βλέπης νέους ανθρώπους, ανθρώπους οι οποίοι δυστροπούν μέ τό «απαγορεύεται», ανθρώπους οι οποίοι είναι φύσει καί θέσει φιλελεύθεροι νά θέλγωνται από τόν πώγωνα καί τίς λοιπές τρίχες τού Αλαβγάνου.

* τό επόμενο βήμα θά είναι νά ζητήση ο υπέρμαχος τής δημοκρατίας Αλαβγάνος όπως κλείση τό κανάλι πού προωθεί τήν ξενοφοβία καί τόν ρατσισμό, τηλεάστυ, νά πάψουν τέτοιες εκδόσεις πού προωθούν τήν ξενοφοβία καί τόν ρατσισμό (εναπομείναντα βιβλία δέ νά ριχθούν σέ θράκες) καί νά στειρωθούν οι φασίστες, οι προωθούντες τήν ξενοφοβία καί τόν ρατσισμό.

Δέν γαμιέστε ρέ μαλάκες;! Ανάψτε όμως κάναν ανεμιστήρα, οι τριβές στούς γλουτούς εφιδρώνουν, κολλάνε καί μιά κωλοσφίξη χαλάει τήν όλη ρομαντσάδα.


Πέμπτη, Αυγούστου 30, 2007

Τό κουίζ (τού υπολοίπου) τής ημέρας,

Ένα σλόγκαν (σέ κάποια αφίσα) λέει:

ΝΔ καί ΠαΣοΚ δέν αλλάζουν.

Άλλαξε εσύ!

Ποιανού σλόγκαν είναι;

Τού ΚΚΕ ή τού κινήματος κατά τής μασχαλίλας στά λεωφορεία/υπέρ τού καθημερινού ντούζ;






Ουχί επίσης, τών εσώρουχων Μινέρβα! Τού ΚΚΕ είν’τό σωστό!













Φλόκο ντ'αργελέ.

Πάντως μaλakείες ρέ παιδιά. Τίς πυρκαγιές περιμέναμε γιά νά αποφασίσουμε νά μήν ψηφίσουμε ΝΔ-ΠΑΣΟΚ;

Δέν υποτιμώ τήν μεγίστη καταστροφή πού συντελέστηκε, αλλά τό σύνολο τού έργου τών κυβερνήσεων τόσα καί τόσα χρόνια δέν είναι ενδεικτικό γιά νά δημιουργήσει βούληση κι άποψη γιά τό μαύρισμα αυτών τών δύο κομμάτων;

Πιέζομαι κι εγώ... Τί νά κάνω;!


Τό πόστ άργησε μιά μέρα.

Χμ... Εάν ο καπετάν Γιώτης, στίς μάχες πού ωλοκληρώθησαν τέτοια ημέρα τό 1949, κέρδιζε τόν πόλεμο, στό καθεστώς πού θά εγκαθίδρυε, θά είχε τήν ευκαιρία νά διαθέτη 200 κοστούμια τά οποία τό απάνθρωπο καπιταλιστικό καθεστώς τού έδωσε τήν δυνατότητα νά αποκτήση;

Ίσως ναί, ίσως όχι, υποθέσεις θά κάνουμε τώρα;

Μιάν υπόθεση όμως μπορούμε νά φιξάρουμε. Φαίνεται σάν μιά απλή μέθοδος τών τριών:

Η χώρα είναι ένα απίστευτα ξεχαρβαλωμένο μπouρδέλo.

Πόσο περισσότερο (σέ κιλοτζάουλ) μπouρδέλo θά ήμαστε, εάν κομμουνιστές ανελάμβαναν τά ηνία τής χώρας τό 49*;
.
.
.
.
Συνεπώς, καίτοι θαμώνες ενός ατελείωτου κωλoxαvείου, δόξα τώ Θεώ νά λέμε πού κέρδισε ο στρατός τότε καί όχι οι υποστηρικτές κάποιων μαστουρμπέισον ιδεών οι οποίες διατηρούν τήν Αλέκα σήμερα στό πολιτικό προσκήνιο μιάς χώρας μπο*ρδέλο.





* Έν τώ μεταξύ ο Τριπολίτης, στό "Σύνοψη" έλεγε:
Με κομπίνες και φτηνές βιοτεχνίες από το 49 κι ως εδώ
λογαριάζοντας συνθήκες κι ευκαιρίες
καί πληρώνοντας συντριπτικό δασμό
Τά άσματα αυτά κυκλοφόρησαν στίς αρχές τού 80.
Άραγε μάθαν ποτέ οι κρίνοντες/κατακρίνοντες τόν καπιταλισμό από υπαρκτοσοσιαλίζουσα άποψη, ότι ο Ούλμπριχτ έχτισε τό τείχος όχι γιά νά μήν μπαίνουν οι δυτικοί, αλλά γιά νά μήν φεύγουν οι ανατολικοί;

Τετάρτη, Αυγούστου 29, 2007

Εκλογές, χρώματα, μέ φρού φρού κι αρώματα... (4)

Δέν είναι δά καί κολυμπήθρα τού Σιλωάμ, έχει όμως μαγικές ιδιότητες η κάλπη!


Ψηφίζοντας τόν κοντό,


στό βάθος φέρνεις τόν χοντρό

καί στό πιό βάθος, στό τέλος έρχεται η ψηλή.


Κλιμακωτώς καβαντζώνουμε εκατοστά· ο λόγος τής γεωμετρικής προόδου ισούται μέ ένα δεκανίκι.

Δεκανίκι τής νουδούλας ο παπαθεμελής.

Τό δίχως άλλο.

Εκλογές, χρώματα, μέ φρού φρού κι αρώματα... (3)

Κάθε κόμμα, είτε μικρό είτε μεγάλο, κοντά στίς εκλογές πάντα, πιστεύει, ελπίζει τά καλύτερα. Στίς τηλεοράσεις, στίς εφημερίδες, σέ όλα τά μμε, μέ στόμφο διακηρύσσει ότι ο κόσμος διά τών εκλογών θά τό ενισχύση όσο δέν πάει!

Τούτο εκφράζεται καί στίς αφίσες βεβαίως.

Τό 93 ο Μητσοτάκης έγραφε : «η Ελλάδα δέν γυρίζει πίσω».

Τό 85 ο Ανδρέας : «Γιά ακόμη καλύτερες μέρες».

Τό ΚΚΕ, «Δεύτερη κατανομή, 17%» .


Σήμερα, η τρέχουσα εκλογική περίοδος έχει μιά γαμάτη αφίσα. Δέν είναι σάν τίς άλλες. Δέν κρύβει τά εσώτερα θέλω της. Δέν υποκρίνεται. Δέν μακιγιάρεται.

Ίσως κάποιοι νά κατεκλύσθησαν από μιά βαριά κρίσι αυτογνωσίας... Διότι τί μπορεί νά σημαίνη τό:

Δέν σημειώνεται πουθενά μιά κατά κάποιο τρόπο υπογραφή, μιά παραπομπή στά δύο μεγάλα κόμματα αυτής τής διαπίστωσης.

Αντιθέτως. Τά χειρότερα έρχονται, κκε, η δύναμή σου!

Έτσι έτσι! Μπράβο παιδιά! Η ειλικρίνεια είναι μισή κολχοζιά! Μήν ντρέπεστε! Ρίχτε τα...

Τί κρίμα πού η αφίσα δέν χώραγε κι άλλα:

Ψηφίστε μας! Ψηφίστε μας, δώστε μας δυνατά ποσοστά καί τά χειρότερα έρχονται. Ήδη, τήν έχουμε όξω, τήν «παιδεύουμε» καί αιματώνεται γιά νά είναι σέ μάχη μάχης. Παρά πόδα πού έλεγε καί ένας προπάτωρ μας! Θά σάς γαμήσωμε καί χωρίς σάλιο νά’ούμ’!

έμ, είμεθα pioneerια στήν τεχνολογία, έμ μάς τήν λέτε κιόλας!


Τρίτη, Αυγούστου 28, 2007

Κρατική μηχανή αμηχανίας.

... καί φθάνει μιά ημέρα καθ'ήν αντιλαμβανόμεθα ότι τά πράγματα δέν ήσαν ποτέ, όπως τά νομίζαμε...



Δευτέρα, Αυγούστου 27, 2007

Πού είν'ο ****, οέο;


Έ, μά!

Η κυβέρνηση (καί όχι μόνον αυτή) έχει δώσει άπειρες εξετάσεις δυσκινησίας, αστοχίας, αποτυχίας σέ περιστατικά καί γεγονότα ηπιότερων θεομηνιών καί ελαφρύτερων κρίσεων.

Γιατί μάς φαίνεται τόσο παράξενο λοιπόν πού σέ μιά τόσο συγκλονιστική, βαθιά ανωμαλία, έδειξε συνεπής στήν ασυνέπειά της; Εδώ καί σοβαρή κυβέρνηση νά είχαμε, θά είχε σηκώσει τά χέρια ψηλά. Όχι η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή...

Τί πιό λογικό;

Τό τραγικό βέβαια, ότι τεκμήριο στήν ανικανότητα είναι οι πάμπολλοι νεκροί.


(η φώτο, από τόν άκρως σουξεδιάρη τίς ημέρες αυτές, καλτσόβρακο)

Περίεργο;

Βλέπεις τόν ρεπόρτερ νά τριγυρνά στήν πλατεία τού οσονούπω καιομένου χωριού.

Προσεγγίζει μιά ηλικιωμένη μέ έτοιμη καί ξεκάθαρη τήν ερώτηση γιά τό πώς νοιώθει.

Προλαβαίνεις εσύ, ώς ενεργός τηλεθεατής καί κλείνεις τήν συσκευή - μέ απαρχές στομαχόπονου όμως.

Αγαθέ μου τηλεθεατά... Καλό μου μέρος ενός τάργκετ γκρούπ... Αθώε μου καταναλωτά... Άκακη ψυχή...

Νομίζεις ότι τούς ξεφορτώθηκες, ε;

Μάθε λοιπόν, ότι τίς στιγμές πού κλείνεις τήν τηλεόραση οι στά πάνελ καί στά παράθυρα απλώς, ξαποσταίνουν. Τά φώτα στά στούντιο χαμηλώνουν, χαλαρώνει κι η διάθεση, μιά ύφεση στό έντονο τών πιό πρίν παρατηρήσεων καί καταγγελιών.

Διότι ναί, εσένα περιμένουν, εσένα αποζητούν μιάς καί από τήν πρώτη στιγμή σέ εσένα καί μόνον σέ εσένα απευθύνονται.

Έν συνεχεία, αφού υπομονετικά περιμένουν, σερβίρονται βυσσινάδα, καί σχολιάζουν τήν περιβολή τών συνπανελιτών. Κάποιοι μασουλάνε κρύα σάντουιτς καί σπεύδουν πρός νερού τους. Δέν λείπουν αυτοί οι οποίοι στά ίδια μέρη, πουδράρουν τήν μύτη τους.

Αιφνιδιάζονται πάντα όταν επανέρχεσαι σεβαστέ μου τηλεθεατά πατώντας τό "4" στό κομπιούτερ τής τηλεοράσεως, αλλά δέν υπάρχει τόσο πρόβλημα· ποτέ δέν αντιλαμβάνεσαι κάποια περίεργες κι ανεξήγητες αλλαγές εκεί, έτσι δέν είναι; Πάντα θά γυρνάς αυτού, πάντα.

Πείτε μας, γιαγιά, πώς νοιώθετε τώρα πού καίγεται τό σπίτι σας; Λίγο σύντομα όμως, πρέπει νά πάμε σέ διαφημιστικό διάλειμμα.

Χωρίς πανάκειες.


Δέν σέ πιάνει μιά ασφυξία;

Καί όχι μόνο από τήν πορτοκαλί ατμόσφαιρα, από τά αιωρούμενα σταχτίδια, τίς αψιές μυρωδιές...

Γενικώς...
Δέν σέ πιάνει;

Τρίτη, Αυγούστου 21, 2007

Εκλογές, χρώματα, μέ φρού φρού κι αρώματα... (2)

Ένα παράδοξο τής συμπεριφοράς κάποιων γονέων παιδιών μικρών είναι τό ότι ενώ κάνουν σούτ, λένε «εεεε», μορφάζουν αποδοκιμαστικά όταν σέ κοινωνικές εκδηλώσεις, κάποιος χρησιμοποιεί λέξη κακιά, δέν εκφράζουν καμιάν ένσταση, όταν προκύπτη ζήτημα αυτά τά μικρά παιδιά νά πάνε σέ ποδοσφαιρικό γήπεδο.

Καί τί γήπεδο.

Γήπεδο μικρών κατηγοριών, τοπικών πρωταθλημάτων.

Ο πατέρας μου λοιπόν, από όσο θυμάμαι τόν εαυτό μου, έπαιρνε εμένα καί τόν αδελφό μου σέ κάτι ξερά γήπεδα τής Νικαίας καί τού Κορυδαλλού. Τραβάγαμε πάντα ποδαράτα αφού στά μικράτα μας, αυτοκίνητο δέν είχαμε, νά δούμε μιάν τοπική ομάδα, τόν Αετό Κορυδαλλού στό γήπεδο τών φυλακών. Κατευθυνόμασταν δυτικά, ο κυριακάτικος δύων ήλιος, η θέα του, μαζύ μέ τήν μυρωδιά τού τσιγάρου πού μόλις έχει ανάψει, είναι κάτι πού επίσης μού έχει μείνει, σηματοδοτεί μιά μελαγχολία χωρίς αιτία γιά κάθε Κυριακή.

Κι όταν καθόμασταν στό τσιμέντο, ο αδελφός μου κοιμόταν, πάντα τόν έπαιρνε ο ύπνος, διηγείται ο πατέρας μου, ενώ εσύ μίλαγες συνέχεια ρέ βρωμιάρη!

Εγώ όμως νομίζω ότι υπήρχαν κάποιες στιγμές πού τό βούλωνα καί παρακολουθούσα τά τεκταινόμενα εκεί κοντά μου.

Οι κερκίδες στά γήπεδα αυτά είναι από ανύπαρκτες έως ελάχιστες. Ο κόσμος λιγοστός. (Εάν δέν πήγαινε ο πατέρας μου, θά’λεγα ότι είναι καί καμμένος). Χωρίς πολλά εμπόδια γίνεσαι κοινωνός όλης αυτής τής εκδηλώσεως, μπορείς κι ακούς, βλέπεις ο,τιδήποτε κάνει ο καθείς.

Παρακολουθούσα λοιπόν, κόλλαγε τό βλέμμα μου μέ μέγιστο ενδιαφέρον στίς αντιδράσεις κάποιων στήν εξέδρα, φίλων τό δίχως άλλο, τού ποδοσφαίρου καί τών ιδεωδών τού αθλητισμού όταν ο πλησίον επόπτης ή ο διατητής (σίκ) σφύραε (σίκ) κάτι πού δέν συνεβάδιζε μέ τήν άποψή των καί τήν έν γένει επίδοση τών αισθητηρίων οργάνων τους.

Ειδικά μέ τήν περίπτωση τών εποπτών, η περίπτωσις ήτο περιπτωσάρα. Διότι τόν έχεις κοντά σου τόν επόπτη, στά γήπεδα αυτά δέν υπάρχει στίβος βεβαίως, απέχεις ελάχιστα, ε όχι μέ τά χέρια, αλλά μέ ένα γιογιό σίγουρα θά τόν πετύχαινες τόν στόν ασβέστη επόπτη.

Κι όπως είπαμε πρίν, κόσμος δέν υπάρχει πολύς στήν κερκίδα ώστε ο διαφωνών οπαδός νά μήν μπορή νά μήν τρέξη πρός τά κάγκελα, οπότε...

Έβλεπα λοιπόν τόν οπαδό, τόν αδιαμφισβητήτως θιασώτη δηλαδή τής ευγενούς άμιλλας νά σπεύδη τροχάδην, τρία τρία τά σκαλιά νά καταπίνη κατεβαίνων, στήν προσπάθειά του νά υποδείξη στόν επόπτη τό λάθος πού έκανε. Η φόρα του ενίοτε (πάντα) ήταν τόση ώστε έσκαγε στά κάγκελα, θόρυβος πολύς, τόν μεγάλωνε η διά τών χειρών του κρούσις στίς λαμαρίνες καί τά σίδερα, ο επόπτης άλλωστε στραμμένος πρός τήν παιδιά δέν έβλεπε τί γινόταν πίσω του. Άκουγε μόνον. Άκουγε τίς συστάσεις τού ξεκάθαρα φίλου τού νους υγιής εν σώματι υγιεί:

- Ρέ αρxiδη, γaμώ τήv aδeρφή σου καί γaμώ τήν μάva σου κι όλα τά θηλυκά τής οικογένειάς σου, δέν είδες ότι ήντουσταν οφσάιντ; Δύο ήντουσταν ρέ! Καί τό 6 καί τό 10! Μιλημένος ήρθες ρέ καρiόλn, γaμώ τό μouνi πού σέ γλύστραγε; Γιά παίξε καλλίτερα...!

Ικανοποιηθείς λοιπόν γιά τό ότι συνείσφερε στό ευ αγωνίζεσθαι κι αφού σκούπιζε σάλια (σίκ) απ’τό σαγόνι γύριζε πάλι στήν θέση του, στόν πασσατέμπο καί τά τσιγαράκια τά κούπερ.

Δέν αργούσε πάλι μιά όχι καί τόσο ξεκάθαρη φάση νά δημιουργήση στόν επόπτη δισταγμούς γιά κάποιαν απόφαση. Δισταγμοί όμως ανύπαρκτοι στόν πούρα εραστή τού αθλητισμού. Πάλι σάν αλεξιπτωτιστής, προσγειωνόταν ακριβώς πίσω από τόν επόπτη, τόν κινούμενο επόπτη. Κινείτο κι αυτός, ακολουθούσε τόν επόπτη προσπαθών νά τού δείξη/αποδείξη σφάλματα:

- Καί γaμώ τά παιδιά σου, καί γaμώ τήν ζωή σου, καί γaμώ τήν Πα**γia σου ! Ρέ κοράκι αβαβά τήν έχετε τήν φάση ρε; Πώς τήν είδες; Γουστάρεις μωρή αδερφάρα νά σού βάλω τό σημαιάκι στόν κώλo; Δέν θά σού κάνω τήν χάρη όμως!

Καί πάλι πάνω. Ξέρω τ’όνομά σου τήν εικόνα σου καί πάλι από τήν αρχή... Όλη αυτή η πρόζα μέ εντυπωσίαζε. Όχι ο τύπος, ο σχεδόν Κουμπερτέν τύπος, αλλά ο...

Αλλά ο επόπτης.

Καθόταν εκεί. Μέ πλάτη πρός τόν τύπο πού είχε βάλει στό μάτι τήν αδελφή του, μέ μόνη επαφή ν’ακούη ωδές γιά τήν μάνα του καί πόσο επαγγελματικά ικανοποιούσε ανοιξιάτικες ανατριχίλες ανδρών πάσης ηλικίας, χωρίς καμιάν αντίδραση πρός αυτόν, απλώς έκανε τήν δουλειά του (καλώς ή κακώς) ήλεγχε τίς ζώνες ευθύνης του. Πλάγια, κόρνερ, οφφσάιντ.

Τούτο μέ έκανε νά παύω τό μπλά μπλά καί νά χαζεύω όχι τήν μπάλα αλλά τόν επόπτη. Αυτήν τήν απίστευτη σκηνή: Ένας μαυροφορεμένος τύπος σ’αθλητική δραστηριότητα κι ένας άλλος πίσω του, δυόμισυ μέτρα πίσω του νά τόν βρίζη χωρίς τελειωμό, ποσοτικό αλλά καί ποιοτικό. Στό θέατρο αυτό, μπορεί νά παρευρίσκοντο 3-4 αστυφύλακες λίγο παραπέρα οι οποίοι περί άλλων ετύρβαζαν.

Τίποτε. Μιά πρόχειρη αλλά καί σίγουρη λύση νά ξεσπάσης, νά ξεθυμάνης νεύρα από τήν δουλειά, από τήν γυναίκα, από τήν κενωνία νά πάς σέ κάποιο γήπεδο καί χωρίς σκάλωμα νά γίνεις Όμηρος τής αργκό. (Τώρα δέ, απαγορεύεται νά πής τόν άλλον, κ*λοσουηδό, κ*λοέλληνα, κ*λοαλβανό, αλλά γaμώ τήν παναγία σου, τόν χριστό σου, τήν μάνα σου, τά πεθαμένα σου, τά ζωντανά σου, τό αίμα σου, είναι οκ!)

Αυτή η θύμησις μού ανεκλήθη εχθές βλέποντας ειδήσεις. Είδα τόν Αλαβάνο νά χαιρετά τούς κατοίκους τής Πρώτης Σερρών. Ήταν στήν πλατεία τού χωριού ο πρόεδρος τού ΣΥΝ όταν, δυό τρία μέτρα παρακεί, ένας σχεδόν παππούς, άρχιζε νά κράζη τόν πρόεδρα όστις ώ τί θαύμα! θυμήθηκε έλληνες! Ε, μά κι εσύ βρέ Αλέκε, στό στόμα τού λύκου πήγες! Ο Αλαβγάνος χαιρετούσε, ο άλλος τόν έκραζε! Κι ο φακός πότε στόν πρόεδρο, πότε στόν καραμανλικό. Τόν έκραζε διότι είχε χαρακτηρίσει νονό, τόν Καραμανλή. Ξαφνικά, η εικών εκείνη μέ Αλαβγάνο καί σερραίο, μού δημιούργησε κλίμα συμπαθείας πρός τόν πρόεδρο. Διότι λίαν αξιοπρεπώς, αγνοούσε τόν κράζοντα. (Θά μού πείς, τί θά’πρεπε νά κάνη; Φάπες νά πά’ νά τού ρίξη;). Έν πάση περιπτώσει, οξεία απέχθεια μού δημιούργησε εκείνος ο σερραίος πού άρχισε νά υπερασπίζεται πρωθυπουργό ο οποίος ανέχεται τήν Κουτσίκου καί κάνει λόγο γιά «μεσαίο χώρο». Ο Αλαβγάνος, στραφείς αλλού, δέν έδωσε σημασία.

Ο οποίος Αλαβγάνος, έδειξε τό καλό πρόσωπο μιάς αριστεράς προχθές έν Πειραιεί νομίζω, όταν είπε:

«Ζούμε στήν Ελλάδα, στήν Αθήνα, μέ τιμές Λονδίνου καί Παρισιού καί μισθό Βουκουρεστίου καί Σόφιας».

Ακριβώς. Θά ήταν ευχής έργον η Αριστερά (καί τό συγκεκριμένο κόμμα) νά έθετε σέ πρώτη προτεραιότητα τέτοιου είδους ζητήματα (αυτά τά οποία ήταν η γενεσιουργός αιτία της) καί όχι τό πώς θά νομιμοποιήσουμε όποιον όποιον όποιον όποιον όποιον όποιον όποιον όποιον όποιον όποιον όποιον όποιον όποιον λαθρομετανάστη σκάσει μύτη στό Ψαλίδι τής Κώ.

Τό’χασε η Βενετιά τελικά...!


Λέει τό in.gr:

Ο κ. Τζαννετάκης ανακοίνωσε ότι αποχωρεί από την πολιτική και δεν θα είναι υποψήφιος στις εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου. «Κάποια στιγμή, όπως έλεγε στον Πλάτωνα ο Σωκράτης, πρέπει κανείς να ξέρει πότε αποχωρεί» είπε χαρακτηριστικά.

Μπά; Εδώ ήταν αυτός; Τόν πήρε χαμπάρι ρέ παιδιά κανένας; Όχι πείτε μου; Ήταν βουλευτής; Ξέρατε ότι υφίστατο; Πήρε γραμμή κανείς ότι υπήρχε; Τόν θυμόσασταν; Εάν σάς ρωτούσε κάποιος, πιό πιθανό δέν θά θεωρούσατε νά κυκλοφορή στήν Βασιλίσσης Σοφίας ο Ντόναλντ Ντάκ απ’ό,τι ο Τζού Τζού; Ρέ τόν Χουντίνι τόν Τζανετάκη! Διότι μόνο μάγος μπορεί νά είσαι ώστε νά αποχωρείς από κάπου πού δέν ήσουν! Κάψτε τώρα τά 8 βιβλία τών Πολιτικών τού Αριστοτέλους! Αφού απεχώρησε κι ο Τζανής από τήν πολιτική... Δέν υπάρχει πιά κανείς λόγος ύπαρξης τής επιστήμης αυτής!

Μπλά, μπλά, μπλά, ντά!

Ο μεσιέ καλτσόβρακος ένα απολαυστικό πόστ, μπομπάτες φώτος καί λεζάντες προεκλογικώ τώ τόνω... Σπεύσατε.

Γιατί νά τό κρύψωμεν άλλωστε; Έχω μιάν κάποια ένσταση μέ τήν θέση του έναντι τού ΛαΟΣ αλλά δέν είναι υποχρεωτικό νά συμφωνούμε όλοι καί πάντα.

Η έμπνευση είναι σούπερ, τ'αποτελέσματά της, πιότερο.



Copyright kaltsovrako

Δευτέρα, Αυγούστου 20, 2007

Σύννεφο πάει. Κι έγινε νέφος.



Τό στην Καλαμαριά δυστύχημα είναι γνωστό σέ όλους. Σέ γενικές γραμμές, γνωστοποιήθηκαν οι συνθήκες τού θανάτου.

Όμως, τό ιντυμήντια ώς άλλος προμηθέας , μάς διαφωτίζει, αποκαλύπτοντας:

Υπάρχουν και κάποιες μαρτυρίες-αναφορές ότι ο μετανάστης σπρώχτηκε από τους αστυνομικούς στο κενό.

Σέ μιά τέτοια φάση , φάση απώλειας ζωής , δέν χωράνε σχόλια περί λαθρομεταναστών, περί παράνομων δραστηριοτήτων κλπ κλπ. Σωπαίνεις. Αλλά η εκμετάλλευση τού περιστατικού αυτού από τούς αντεξουσιαστές, είναι τόσο αισχρή πού θεωρείται ώς σκύλευση νεκρού. Τά ασπόνδυλα αυτά, δολοφονούν τήν μνήμη του αφρικανού, καθώς γιά νανοπολιτικούς λόγους πετάνε μaλaκείες λές καί ο επιθεωρητής Μαιγκρέ τούς ψιθύρισε τήν αλήθεια.

Καί άν δέν κάνουν ό,τι κάνουν λόγω ιδεολογικών εμμονών, αλλά αληθώς τούς πιάνει τόσος πόνος γιά τόν άνθρωπο πού έφυγε, άς μαζέψουν ένα χί ποσό, σημαντικό ποσό καί νά τό στείλουν στήν μητέρα του, στήν Νιγηρία. Μιά τέτοια κίνηση θά απεδείκνυε πάρα πολλά.


Aρxiδια καπαμά όμως.

Εκλογές, χρώματα, μέ φρού φρού κι αρώματα... (1)

Η ψήφος στόν Καρατζαφέρη είναι χαμένη ψήφος, είπε ο νομάρχης Θεσσαλονίκης κύριος Ψωμιάδης, προσπαθώντας νά επιδείξει μάχιμο παραταξιακό ζήλο. Μά γιατί όμως ο κύριος κυρ νομάρχης, στέλεχος κόμματος πού πανηγυρίστικα διαλαλεί τήν μεσαίου χώρου θέση του, ασχολείται μέ κόμμα τής δεξιο-ακροδεξιάς;

Κάνει άραγε ανάλογες συστάσεις ο κύριος κυρ νομάρχης καί στούς ψηφοφόρους τού Συνασπισμού π.χ. , τού ΚΚΕ, τής φιλελεύθερης συμμαχίας, τού μετώπου ριζοσπαστικής αριστεράς, τής ένωσης κεντρώων;

Χαμένη ψήφος;

Σιγά τώρα πού θά βρεί ένας έν δυνάμει ψηφοφόρος τού κόμματος τού Καρατζαφέρη, έναν λόγο (πλήν προσωπικού βολέματος) νά ψηφίσει τήν Νουδούλα αντί τού ΛαΟΣ.

Σοβαροί νά'μαστε κύριε κυρ νομάρχα!

Κάθησον στόν μεσαίο χώρο, άραξον, απόλαυσον κάθε εδάφιο τής ιδεολογίας (;) σας πού τόν στοιχειοθετεί καθώς έχετε αποκηρύξει τήν Δεξιά (ούτε κάν τήν αναφέρετε!) καί μήν ασχολείσαι μέ τούς δεξιούς ψηφοφόρους.

Εκτός κι άν σέ έχει πιάσει πόνος γενικώς κι ασχολείσαι μέ τό τί θά πράξουν όλοι οι ψηφοφόροι καί δίνεις οδηγίες...




Μιλάμε γιά τρελό αδιέξοδο!



Ένα μπάχαλο εδώ στήν δουλειά, ένα μπάχαλο λέμε! Έχουν πάρει όλοι, άδεια. Ε, μαζύ μέ τούς όλοι είναι καί οι καθαρίστριες. Καί επειδή τέτοιες δουλειές δέν τίς κάνουν πλέον έλληνες – παρά μόνον αλλοδαποί (γι’αυτό καί καρα-πολύτιμοι λοιπόν, όπως μάς έχουν πείσει οι αλαβγάνοι καί οι σύν αυτώ), έχουμε πήξει στά άπλυτα (μούχλας σχεδιάκια σάν τόν Μίκυ Μάους, στά κατακάθια τού καφέ), στά σκουπίδια (πωπώ τί ροδαλά κόκκινες σερβιέτες έχουν ξεχειλήσει από τούς κάδους!) καί στήν σκόνη (εκεί γράφω ντροπαλές σημειώσεις). Πολύτιμοι καί ώς έκ τούτου α π α ρ α ί τ η τ ο ι !


Άχ θείο, τί θά γινόταν έτσι καί φεύγαν αυτοί οι ξένοι! Τήν τύφλα μου δέν θά’ξερα! Μέ χρησιμοποιημένο κωλόχαρτο θά σκούπιζα τήν μάπα μου τά πρωινά... (Τί έφαγε χθές η Μαρίνα; Μπιφτέκια; Ναι ναί... Φαίνεται λίγος αχώνευτος δυόσμος καί ψήγματα σκληροτράχηλου κρέατος σέ κείνο τό κομμάτι τού ντέλικα χαρτιού πού εξέχει τού κάλαθου!)

ΚΑΛΗΜΕΡΑ!

Σάββατο, Αυγούστου 18, 2007

Κάνω στράκες απόψε!

Έβλεπα σέ κάποιο κανάλι εχθές, τόν Αλογοσκούφη. Εντελώς αμήχανα σέ κάθε περίοδο τών προτάσεων τών δημοσιογράφων, κινούσε τό κεφάλι του, παραχωρητικά, συγκαταβατικά. Έδειχνε ότι καταλαβαίνε τήν ερώτηση τού ερωτώντος δημοσιογράφου, φαινόταν όμως σάν νά ψιλοσυμφωνούσε μέ τά στηλιτεύοντα, συνεπώς ζητούσε έναν κάποιον οίκτο. Εξάλλου ρέ παιδιά, είμαι καί υποψήφιος στήν πρώτη αθηνών! Οι απαντήσεις ίξεις αφίξεις, θά σάς εξαφανίσωμεν, μαυρογιαλούρικα πράγματα. Όμως δέν δημιουργούσε επ'ουδενί, δυσαρέσκεια στόν τηλεθεατή. Τό νά βάζης έναν υπουργό οικονομικών προεκλογικώς, νά απολογήται ή έστω νά κάνη απολογισμό, είναι σάν νά ζητάς από 3χρονο νά προσέχη τον μουσακά πού μόλις έβαλες στόν φούρνο. Όχι μόνο δέν θά φάς μπεσαμελωτό μάμ, τό μεσημέρι, αλλά θά ψάχνεις σάντουιτς στό κυλικείο τού γενικού κρατικού γιά νά ξεγελάσης τήν πείνα σου καθώς ο ιατρός θά εξετάζη τά εγκαύματα τού 3χρονου.

Λύπη καί μόνον προκαλεί τό θέαμα ενός υπουργού οικονομικών προεκλογικώς νά γίνεται σάκος τού μπόξ σέ δημοσιογράφους μιά στάλα αντιπολιτευομένους. Λύπη. Στήν περίπτωσή μας όμως, υπήρξε καί χάβαλος κατά τήν παρακολούθησι τού υπουργού. Διότι ήταν ηλίου φαεινότερο ότι κάτι πήγε στραβά καί η βαφή τής κόμης του δέν ήτο εντελώς πετυχημένη! Όχι εντελώς καροτί βεβαίως, αλλά τό χρώμα θύμιζε σωματικές εκκρίσεις οι οποίες συνήθως είναι στέρεες αλλά σέ περίπτωση ανωμαλίας, υγροποιούνται ολίγον τί.

Παρασκευή, Αυγούστου 17, 2007

Μαρξισμός έκ τού αφαλούς. (καί τού ασφαλούς)


Κάθονταν ο ένας απέναντι στό άλλο, βουλιάζοντας σέ μαλακές, βαθιές πολυθρόνες μέ ταπετσαρία από δέρμα, στίς δυό άκρες ενός περσικού τάπητα στρωμένου πάνω στό μελί παρκέ. Ο Μόρρις έριξε μιά ματιά στό ευρύχωρο δωμάτιο, στό οποίο λιγοστά επιλεγμένα κομμάτια παλαιάς επίπλωσης είχαν συνταιριαστεί μέ γούστο μέ τά εξοχότερα δείγματα τού σύγχρονου ιταλικού ντιζάιν. Στούς κρέμ τοίχους, όπως είχε επιβεβαιώσει επιθεωρώντας τους από κοντά, ήταν κρεμασμένοι αυθεντικοί πίνακες τών Σαγκάλ, Μάρκ Ρόθκο καί Φράνσις Μπέηκον. «Θέλω μόνο νά μάθω», είπε ο Μόρρις Ζάπ, «πώς τά καταφέρνεις καί συμβιβάζεις τήν ζωή μιάς εκατομμυριούχου μέ τόν μαρξισμό».

Η Φούλβια, πού κάπνιζε τό τσιγάρο της μέ μιά πίπα από ελεφαντόδοντο, τήν κούνησε περιφρονητικά στόν αέρα. «Πολύ αμερικανική ερώτηση, άν μού επιτρέπης τό σχόλιο, Μόρρις. Καί βέβαια αναγνωρίζω τίς αντιφάσεις στόν τρόπο ζωής μας, αλλά αυτές οι ίδιες οι αντιφάσεις είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα τής ύστερης φάσης τού καπιταλισμού τής μπουρζουαζίας, πού τελικά θά τόν οδηγήσουν στήν κατάρρευση. Άν απαρνηθούμε τά λιγοστά μας προνόμια –εδώ η Φούλβια άνοιξε τά χέρια σέ μιά χειρονομία πού δήλωνε πώς η ιδιοκτησία της δέν ήταν δά καί τεράστια, πώς εκείνη καί ο άντρας της απολάμβαναν ένα βιοτικό επίπεδο ελάχιστα ανώτερο από, άς πούμε, μιάς πορτορικάνικης οικογένειας πού ζούσε μέ επίδομα τής Κοινωνικής Πρόνοιας στό Μπάουερι- δέν θά επιταχύνουμε ούτε κατά ένα λεπτό τήν ολοκλήρωση τής διαδικασίας αυτής, η οποία έχει τό δικό της αδυσώπητο ρυθμό καί τήν δική της ορμή, καί καθορίζεται από τήν πίεση τών μαζικών κινημάτων καί όχι από τίς ασήμαντες ενέργειες τών επιμέρους ατόμων. Αφού, στήν ορολογία τού διαλεκτικού υλισμού, δέν παίζει κανένα ρόλο γιά τό ιστορικό προτσές τό άν ο Ερνέστο κι εγώ, ώς άτομα, είμαστε πλούσιοι ή φτωχοί, μπορούμε κάλλιστα νά είμαστε πλούσιοι επειδή είναι ένας ρόλος πού ξέρουμε νά παίζουμε μέ κάποια αξιοπρέπεια. Ενώ τό νά είσαι φτωχός μέ αξιοπρέπεια, φτωχός όπως είναι φτωχοί οι ιταλοί χωρικοί μας, είναι κάτι πού μαθαίνεται εύκολα, είναι κάτι πού περνάει από γενιά σέ γενιά μέσω τού μυελού τών οστών». Η Φούλβια μιλούσε γρήγορα καί μέ ευφράδεια, σάν νά παρέθετε από μνήμης ένα κείμενο πού η ίδια καί ο σύζυγός της χρειάστηκε νά διαβάσουν περισσότερες από μιά φορές.

* Συνοικία τού Μανχάταν όπου συγκεντρώνεται μεγάλος αριθμός αστέγων.



Στά κάγκελα Μήτσο, στά κάγκελα!



Ο πρωτάθλημας αρχιζάει σέ 8-9 ημέρες αλλά μιά απουσία χαλάει τήν όρεξη. Μετά από περίπου 14 χρόνια ο Ιωνικός δέν θά απαντάται στούς κοχλιούς τής Α΄ εθνικής... Τί κρίμα...

Κι άλλο κρίμα τό ότι ο υποβιβασμός του συνέπεσε μέ τόν υποβιβασμό τής Προοδευτικής* στήν Γ΄ εθνική... Δέν θά έχωμε τήν τύχη νά δούμε τό ντέρμπυ μας...

Πού εκείνη η εποχή μέ τόν Γρίμπιλα στό ξερό...




* μέ ένα τέτοιο έμβλημα

δέν μπορούσα ποτέ νά τής κακιώσω!

Πέμπτη, Αυγούστου 16, 2007

Κλούβιο αυγό.

Πιθανώς να είχε φοντάν μαζύ του, μπορεί καί όχι τελικά, μέ άδεια χέρια δηλαδή νά πήγε ο γύφτουλας. Προφανώς, αυτό (δέν) είδαν οι γύρω του καί τόν κακοχαρακτήρισαν. Τό κακοχαρακτήρισαν τό παλληκάρι μας τόν Σταύρο τόν Παράβα καί σύμπασα η κουστωδία τήν είδε αφ’υψηλού κι εξαπέλυσε ομοβροντίες εναντίον του!

Είναι κτήμα όλων ημών τό στόρυ αυτό. Στό «Τό Κοροϊδάκι τής Πριγκηπέσσας» μιά Μπέτυ Αρβανίτη εντελώς μαρκησία, πλήρης βερσαλλίουσα, ανίδρωτη αντουανέττα, μέ phd savoir vivre, διοργανώνει πάρτυ. Χαμογελά ευπροσήγορα σέ όλους, συνοφρυώνεται λίγο καθώς κυττά μέ συγκατάβαση τόν γείτονά τόν μαγκάκο τόν Σταύρο τόν Παράβα καθώς ούτος, εισέρχεται μετά τού αδελφού του. Κι όλη η ομήγυρις, μ’ επικεφαλής τόν Βάσο Ανδριανό, έναν φαβοριτοφόρο κι ώς έκ τούτου λίαν τρέντυ πλέημπόυ, δέν αργεί νά κάνη χαβαλέ μέ τόν λούμπεν, τόν κακόμοιρο, τόν Σταύρο τόν Παράβα τού οποίου οι γνώσεις είναι αντιστρόφως ανάλογες τών τριχών τής κεφαλής του. Τελειωμό δέν έχει η χλεύη.

Όμοιο πάζλ υπήρξε καί στό «Ένα Ασύλληπτο Κορόιδο». Ο Θανάσης Βέγγος, αφελής, μέ άφατη προπέτεια δίνει ρέστα καθώς πρωταγωνιστεί στό πάρτυ υπό τής Νόρας Κατσέλη διοργανούμενο. Η φάπα πέφτει σύννεφο ωσάν στάντμαν, εκσφενδονίζεται από τό μπαλκόνι τού πρώτου ορόφου.

Γενικώς αυτή η φάση [ένας χαζός στήν μέση καί γύρω μερικοί (αυτοπροσδιοριζόμενοι ώς) πανεπιστήμονες αυτόκλητα νά κρίνουν αυτόν τόν χαζό] παίζει καρασυχνάκις. Όχι μόνον στά έργα. Παρατηρείται καί στήν μικροπολιτική (νανοπολιτική αρμόζει καλύτερα, εάν αναλογισθούμε ποιοί ασχολούνται) καφενειακή βλογο-κουβέντα. Βλόγερς τινες, πανεπιστήμονες τό δίχως άλλο, γνώστες αλχημείας καί κάργα Χάρρυ Πόττερ μέ ξεκάθαρη αριστερή - έως καί ελληνοφοβική - τοποθέτηση, κάθονται καί βαυκαλίζονται κρίνοντες τούς ψηφοφόρους τής (sic) ΛαΟΣ (καί γενικώς κάθε ατόμου πού δέν έχει αλλεργία στόν σταυρό, στό πρόσωπο τού Ιησού ή τής θέας τής ελληνικής σημαίας) ώς τελειοφοίτους τρίτης δημοτικού (καί μάλιστα τού δευτέρου τριμήνου), ώς αστοιχείωτους, ώς άσχετους, ώς υπανάπτυκτους, ώς επιπέδου Δελφιναρίου· αυτοί οι Μπεργκμανικοί!

Ωστόσο, η Ελευθεροτυπία τής Κυριακής 22 Ιουλίου διατυπώνει άλλην άποψη:

Έκπληξη δοκίμασαν στήν κυβέρνηση από τήν ποιοτική ανάλυση τών ψηφοφόρων τού ΛΑΟΣ: Ενώ πίστευαν ότι πρόκειται γιά ηλικιωμένους χαμηλής μόρφωσης, οι μετρήσεις δείχνουν ηλικίες 18-30 ετών, άνδρες μέ μέση μόρφωση, οι οποίοι μέ αυτό τόν τρόπο εκδηλώνουν τήν διαμαρτυρία τους.

Τελικά αγαπητοί αριστερίζοντες φωτεινοί παντογνώστες, βάλτε κατά νού ότι όσα βιβλία καί νά έχετε σαρώσει (μ’αποτέλεσμα νά εφιδρώνετε όχι αλμυρό νερό αλλά τσιτάτα τού Ντεριντά) θά υπάρχει πάντα κάποιος πραγματικά ταπεινός ο οποίος θά γνωρίζει πολύ περισσότερα από τά δικά σας. Μήν τόν ψάξετε στά γραμμένα μέλη τού Συνασπισμού, ο υπέρτερος τών γνώσεων είναι ένας απλός σελιδοδείκτης.



Τό "10"

Τ 10



(Τό, άς πούμε, πρώτο κεφαλαιάκι μιάς καί «τεχνικοί λόγοι» δέν επέτρεψαν τήν διάρθωση σέ κεφάλαια)



Εκείνη η νύχτα ήταν η βραχύτερη τής χρονιάς· μά ίσως κι η θερμότερη τού καλοκαιριού. Ύστερ’από άνοιξη δροσισμένη από βροχές καί ψύχρες, τά κυνικά καύματα ήρθαν απότομα, περί τά μέσα Ιουνίου, καταπιέζοντας κι εξουδετερώνοντας, κάτω απ’τήν τεράστια καυτερή κι ιδρωμένη παλάμη τους, τήν ευεξία τών ανθρώπων. άξαφνα γίνηκε η μεταβολή τού καιρού, απ’τούς στεγνούς δροσερούς βοριάδες στίς νοτισμένες φλογερές άπνοιες, πού ήρθαν μουλωχτά από τόν Νότο καί ξάπλωσαν παντού τήν λιοφρυγμένη θαμπάδα τους. Οι οργανισμοί δέν είχαν ευχέρεια νά βολευτούν, όπως θά γινόταν σέ μιά κλιμακωτή αλλαγή. Τό άξαφνο χτύπημα τής κάψας τούς συγκλόνισε, τούς έριξε σέ ατονία καί χαύνωμα. Ο ίδρος ανάβλυσε απ’όλους τούς πόρους καί κάλυψε τά κορμιά μέ τήν γλιτσιασμένη δυσοσμία του. Μές στά βαριά κεφάλια, η σκέψη σιγόπλεγε σάν μισοψόφιο ψάρι σέ χλιό νερό, απόμενε λειψή κι ατερμάτιστη. Η μεγάλη πολιτεία δέχτηκε παθητικά τή λάβα τ’ουρανού κι αποκάρωσε, σάν τεράστιο χταπόδι ξεβρασμένο στήν ακρογιαλιά, πού άπλωσε τά πλοκάμια του πλάι στ’ακύμαντο αχνιστό νερό, καί σιγοψοφάει από καΐλα κι ασφυξία. Η λίμνη τού λιμανιού έπηξε σέ υγρό παχύρρευστο, κιτρινωπό, ασάλευτο καί πεθαμένο, σάν έμπυο κάποιας σάπιας λαβωματιάς. Οι βρωμισιές πού ξέχυναν οι σούδες καί τά βαπόρια έπλεγαν στεκάμενες, μετάλλαζαν σέ σαπρία από ζύμωση γοργή, ανακάτευαν τίς απόπνοιές τους μέ τούς στεκάμενους αχνούς – πού η απανεμιά λές κι είχε κολλήσει πάνω στήν επιφάνεια τού νερού – καί σκόρπιζαν δυσοσμία αβάσταχτη ένα γύρο στούς ντόκους. Τά βαπόρια εισέπλεγαν βαριεστημένα μέσα σέ τούτη τήν κόλαση, σκίζοντας μέ προσπάθεια τό πηχτό καί θολό χλεμπονιάρικο νερό· πλεύριζαν ή έδεναν πρυμάτσες, ξερνούσαν ανόρεχτα επιβάτες καί φορτία στή στεριά, βιάζονταν νά πάρουν άλλους πασατζέρηδες κι άλλα κάρικα· νά σαλπάρουν μιάν ώρα αρχύτερα στό πέλαγο, τό δροσισμένο από πανάλαφρες πνοές. Αργά στριφογύριζαν οι γερανοί στούς ντόκους· σέρνονταν αγκομαχώντας τά καμιόνια στήν αναλυτή άσφαλτο· οι εργάτες τού λιμανιού έκαναν τή δουλειά μέ μηχανικές κινήσεις, σάν ρομπότ υπνωτισμένα, αποδίνοντας τό μισό απ’τό κανονικό. Μικρή κίνηση στά μαγαζιά, τά πνιγμένα στήν ασφυκία τής κάψας· πελάτες ελάχιστοι, όσοι είχαν απόλυτη ανάγκη από κάτι, εξυπηρετούμενοι από πουλητάδες ξεκουρντισμένους, ιδροκοπημένους, νυσταγμένους.

Κανείς δέν χόρταινε ύπνο. Τή νύχτα μόνο μετά τά μεσάνυχτα δρόσιζε κάπως τό ύπαιθρο (τά σπίτια, μέσα, ήσαν φούρνος νύχτα μέρα), κι άνθρωποι αποκάτιαζαν στίς αυλές, τά λιακωτά καί τά μπαλκόνια· μά ο ήλιος, ανατέλλοντας από τίς πέντε, τούς ξυπνούσε μέ τίς πρώτες καυτερές του αχτίνες. Όσο γιά μεσημεριανό ύπνο, λόγος δέν γινόταν. Όπως τά καρωμένα μάτια πήγαιναν νά κλείσουν, κύμα ιδρώτα ανάβλυζε καί σκέπαζε όλο τό κορμί, διώχνοντας τόν ύπνο. Απόμενε η νάρκη, πού γινόμενη πιό έντονη όσο περνούσε η μέρα, σέ συνόδευε ώς τή νύχτα καί σ’έριχνε κατάκοπο στό στρώμα.

Από τίς τέσσερις κιόλας γλυκοχάραζε πάνω απ’τόν Υμηττό. Μιά χλωρή φωτεράδα απλώθηκε σ’όλο τό μάκρος τής βουνοκορφής, χωρίζοντας τόν μουντό όγκο τής ύλης από τ’άυλο σκοτάδι τού στερεώματος. Τά κοντινότερα αστέρια λιγοθύμησαν, εξαφανίστηκαν. Προχωρούσε σιγανά η χαραυγή καλύπτοντας όλο περισσότερο τόν ουρανό τής Ανατολής. Τ’αντιφεγγίσματά της απάλυναν τήν μαυρίλα τής θάλασσας πρός τό σταχτί. Πρίν ξεδιαλύνει τό σκοτάδι, ήταν φανερό πώς ερχόταν τό φώς.

Αυτή η ενδιάμεση κατάσταση ήταν πιό φανερή στό μεγάλο λιμάνι. Σ’όλο τό μάκρος τής προκυμαίας, τά φώτα ξακολουθούσαν νά είναι αναμμένα καί νά διαχέουν τή λαμπεράδα τους στήν αμυδρά γαλατένια καταχνιά. Ψηλότερα, στίς στέγες τών ψηλών κτηρίων, οι πολύχρωμες φωτεινές επιγραφές συνέχιζαν νά διαφημίζουν τά προϊόντα τους στούς ελάχιστους διαβατικούς, πού ο,τιδήποτε άλλο συλλογιόνταν εκείνη τήν ώρα, εξόν ν’αγοράσουν τήν τάδε οδοντόκρεμα ή τή δείνα ηλεκτρική κουζίνα. Τά κόκκινα καί τά πράσινα εναέρια φωτερά τους γράμματα, προβαλλόμενα στό βάθος τ’ουρανού, περιπλέχτηκαν μέ τή χλωρορόδικη χαραυγή, άρχισαν ν’ατονούν. Ένα ακτοπλοϊκό, ερχόμενο από τίς Κυκλάδες, άναψε όλα τά φώτα του καθώς σιγόμπαινε στό λιμάνι καί γέμισε τήν επιφάνειά του μέ οριζόντια κινούμενες φωτερές τρεμουλιαστές λόγχες. Τ’άλλα βαπόρια, τ’αγκυροβολημένα κολλητά τό’να στ’άλλο, σχημάτιζαν, μπροστά στούς ντόκους, ένα σκοτεινό κι ογκώδες τείχος από ατσάλι, στεφανωμένο άρμπυρα καί τσιμινιέρες σπαρμένες ανάκατα κι ασύμμετρα. Πίσωθέ τους κι ακόμη πιό ψηλά, οι ακίνητοι γερανοί όρθωναν στό στερέωμα τίς σβέλτες ατσάλινες κατασκευές τους. Ακόμα πιό πίσω, πάνω στό ψήλωμα, εκτεινόταν τό περίπλοκο συγκρότημα τού μεγάλου εργοστασίου, έντονα φωτισμένο από εκατοντάδες γλόμπους (δούλευε νυχθημερόν). Οι πανύψηλες καμινάδες ξερνούσαν συνεχώς πηχτές τολύπες ανοιχτόχρωμου καπνού, πού ανέβαιναν κάθετα καί νωχελικά στόν ασάλευτο αέρα, προσθέτοντας τήν αψιά αχλύ τους στό πούσι τής χλιάς υγρασίας. Τά δυό φανάρια, στό έμπα τού λιμανιού, αναβόσβηναν ρυθμικά τήν πράσινη καί κόκκινη αναλαμπή τους. Λίγο πιό έξω, στ’ανοιχτά, τέσσερα βαρυφορτωμένα τράμπ είχαν φουντάρει καί πρόσμεναν νά ξημερώσει γιά νά τά μπάσει ο πιλότος στό λιμάνι. Κάμποσοι άνθρωποι βάδιζαν σιωπηλοί στούς λιμανίσιους δρόμους, προσπαθώντας νά ταχύνουν τό βήμα τους όσο τούς επέτρεπε ο κάματος τής νυχτερινής δουλειάς ή τού αχόρταγου ύπνου. Ήσαν οι νυχτερινοί εργάτες πού σκόλαγαν κι επέστρεφαν σπίτια τους, ν’αποκατιάσουν· κι οι άλλοι πού τούς διαδέχονταν στήν πρωινή βάρδια. Τά δυό αντίθετα ρέματα συγκρούονταν στό πάνε-κι-έλα από τίς ταπεινές συνοικίες πρός τήν περιοχή τού λιμανιού. Συγκρούονταν σιωπηλά κι αδιάφορα, δίχως ν’αλλάξουν ματιά ή λόγο. Περίσσευε τό «καλημέρα» γιά μιά ερχόμενη μέρα κακή κι ανάποδη, ύστερα απο τή φεύγουσα νύχτα τού μόχθου καί τής αγρύπνιας. Δέν είναι όμορφη η ζωή γιά όλο τόν κόσμο...

Μιά μόνο γωνιά τού λιμανιού ήταν ζωντανεμένη από κίνηση καί φωνές, καί κάπως περισσότερα φώτα: η ψαρόσκαλα. Έρχονταν οι ψαρόβαρκες από τ’ανοιχτά καί τρύπωναν γοργά στό λιμάνι γεμίζοντάς το μέ τό ρυθμικό κροτάλισμα τής μηχανής καί τήν πετρελαιόμποχα τής κοντής τσιμινιέρας τους. Φθάνοντας στήν ψαρόσκαλα έπαιρναν στροφή, φουντάριχαν σίδερο, έκαναν λίγο τήν προπέλα ανάποδα κι έδεναν κάβο απ’τήν πρύμνη. Αμέσως, τά καφάσια μέ τό ψάρι ξεφορτώνονταν στήν προκυμαία, όπου οι λιανοπουλητάδες τά περικύκλωναν, τά ξέταζαν μέ ματιά έμπειρη κι άρχιζαν περίπλοκες διαπραγματεύσεις μέ τούς χοντρέμπορους – τούς λεγόμενους μανάβηδες. Κάθε πού έκλεινε μιά αγοραπωλησία, ο λιανοπουλητής φόρτωνε τά καφάσια σέ τρίτροχη μοτοσυκλέτα, καβάλαγε κι εκείνος κι έσπευδε πρός τό στέκι του κάπου στό απέραντο συγκρότημα τής πρωτεύουσας, τό περικλεινόμενο ανάμεσα Αιγάλεω, Πάρνηθα, Πεντέλη, Υμηττό καί Σαρωνικό, νά έχει έτοιμη τήν τροφή πού χρειάζεται ο Λιεβιάθαν, μόλις ξυπνήσει. Τή σιωπή τών αυγερινών δρόμων τή γέμιζαν κάθε τόσο οι γοργοδιαβατικές εξατμίσεις τών φορτομοτοσυκλετών, ταράζοντας τόν ανήσυχο ύπνο τού ξεθεωμένου απ’τλη ζέστα κοσμάκη. Ήταν κι ένα ρυμουλκό πού σφύριζε επίμονα καί σπαραχτικά στόν Προλιμένα. Όλοι τούτοι οι θόρυβοι προετοίμαζαν τό γενικό ξύπνημα, πού θά ολοκληρωνόταν μέ τό ξεμύτισμα τού ήλιου πάνω απ’τή βουνοκορφή.

Ο Μικές, ο ψαράς, έφτασε καθυστερημένος στήν ψαρόσκαλα. Γιά νά προφτάση, ήρθε σχεδόν τρεχάτος απ’τού Ξαβερίου, δίχως νά πιεί καφέ. Γιά νά ξεμπαφιάσει απ’τή νύστα τού αχόρταστου ύπνου άναψε τσιγάρο μεσοδρομίς· μά η πρώτη ρουφηξιά τού ανακάτεψε τά σωθικά, τό πέταξε σιχτιρίζοντας χαμηλόφωνα καί τάχυνε τό βήμα. Ξενύχτησε χτές, ώς μετά τά μεσάνυχτα. Έμπλεξε μέ παρέα. Άρχισαν μέ κάτι ούζα στήν Αγορά· κατόπιν πήραν σβάρνα τίς γειτονιές, νά ιδούν τίς κοπέλες πού πηδούσαν τίς φωτιές τού Κλείδωνα. Ζέστα πνιχτική, πού οι φωτιές τήν αυγάτιζαν εξωτερικά, τά ούζα εσωτερικά. Πήδαγαν οι κοπέλες πάνω απ’τίς ψηλές φλόγες, ανασηκώνοντας τά φουστάνια ώς τή μέση τών μεριών. Κι όσο πηδούσαν, τόσο ερεθίζονταν, λές κι οι φλόγες γαργαλούσαν ηδονικά τό υπογάστριό τους.

Πύρωσαν τά μάγουλά τους, αγρίεψαν τά μάτια τους· απ’τά χαυνωτικά μισάνοιχτα χείλια τους αναδίνονταν υστερικές τσιριξιές· σπαρτάριζαν τά στήθια στόν κάθε πήδο. Οι μάγκες, ολόγυρα, τούς έλεγαν διάφορα υπονοούμενα, πού επενεργούσαν σάν νέα δόση κανθαρίδας στήν οχεία τους. Κορέστηκε ο στεκάμενος αγέρας από οσμή καψάλας, καπνιάς, θηλυκού ιδρώτα κι αρσενικιάς βαρβατίλας. Έπρεπε κάποτε καί κάπου νά ξεσπάσει όλος τούτος ο οργασμός. Τά χαμίνια όλο καί τροφοδοτούσαν τίς φωτιές μέ φρύγανα, άχερα, ξαχαρβαλωμένα καφάσια κι ό,τι άλλο πρόχειρο καύσιμο. Θέριευαν οι φλόγες κάθε τόσο, προκαλώντας τήν ορμή τών κοριτσιών. Ο παλμός τού πήδου πάνω απ’τήν καυτερή εστία· η μελαψή σάρκα τής γάμπας καί τού μεριού ροδοκοκκίνιζε γιά μιά στιγμή, γινόταν αφόρητα ελκυστική. Αόρατο καμουτσί μαστιγώνει ανελέητα τά νεφρά τής σερνικής γαλαρίας. Οι δίδυμοι βαραίνουν αφόρητα, πασκίζουν νά ξεριζώσουν τούς βουβώνες. Τ’αριστερά χέρια χώθηαν στίς τσέπες τών πανταλονιών κι αργοσαλεύουν. Τά μάτια, θολά, κοιτούν δίχως ν’αντικρίζουν. Η μεγάλη κάψα κατανίκησε τά πάντα· στέριωσε ακλόνητα τήν κυριαρχία της στά πάντα.

Τήν περιπλάνησή τους, ο Μικές ο ψαράς κι η παρέα του, τή συμπλήρωσαν μέ σταθμούς σέ διάφορους καφενέδες όπου, στ’ορθά, κατέβαζαν καναδυό ούζαμ νά δροσίσουν τή μέσα καί τήν έξω φλόγα, μήν καταλαβαίνοντας πώς οι σπονδές αυτές έφερναν αντίθετο αποτέλεσμα. Αργά, όταν οι φωτιές έσβησαν παρατώντας τίς θράκες καί τίς στάχτες τους στή μέση τών δρόμων, η παρέα κατέληξε στό ταβερνείο τού Βάλβη, ανάμεσα Ξαβερίου καί Προλιμένα, όπου τό γύρισαν στή ρετσίνα. Περί τή μία μεταμεσονύκτιο διαλύθηκαν – κουνουπίδι απαξάπαντες – γιά νά μεταβούν έκαστος είς τά ίδια. Τότε, ο Μικές βρέθηκε σέ δεινή αμηχανία. Κατοικούσε στήν άλλη άκρη τού Περαία, κοντά στό Κερατσίνι, στού διαόλου τή μάνα, κάπου μιά ώρα ποδαρόδρομο (λεωφορεία, τράμ είχαν σταματήσει). Κι έπρεπε πρίν φέξει νά βρίσκεται στήν ψαρόσκαλα, νά προμηθευτεί τό καθημερινό του εμπόρευμα. Πότε νά πάει, πότε νά γυρίσει, πότε νά κοιμηθεί; Μοιραία η προοπτική τής Ελενάρας σχηματίστηκε στή θολούρα τού μυαλού του. Έμενε λίγο πιό πέρα, στό «10» τής οδού Παρασάγγη, σέ μιά υπόγεια κάμαρα τής πίσω μεριάς. Θά τήν ξυπνούσε· θά τού στρωνε ένα χράμι στό πεζοδρόμιο, ν’αποκατιάσει κοντά της. Έτσι τό πράμα βολευόταν...

Βρήκε τήν Ελενάρα ξύπνια, καθισμένη μπροστά στήν πόρτα τού κατωγιού της, νά χτενίζει τόν Σερσέμη, τό σκύλο της, καί νά τού κουβεντιάζει. Μές στό σκοτάδι, ο ακατέργαστος όγκος της έδειχνε απεριόριστα μαύρος, άκρη αντίθεση μέ τό πάλλευκο καί πεντακάθαρο τρίχωμα τού Σερσέμη.

Δέν τής μίλησε· στεκόταν καί τήν κοίταζε. Δέν μπορούσε νά σταθεί στά πόδια του· τραμπαλιζόταν σάν τραμπάκουλο σέ ρεστία. Εκείνη κατάλαβε.

- Τήν τύφλα σου έχεις! Πάρε από μέσα ένα χράμι· στρώσ’το δά κεί καί ψοφολόγα...

Ο Μικές δέν κουνήθηκε· τά θολά του μάτια είχαν καρωθεί στά βρωμερά κουρέλια πού σκέπαζαν τά λάπια τής γριάς. Ξανάβλεπε μέ τή φαντασία τά κορίτσια νά σαλτάρουν πάνω απ’τήν πυρά· τίς σφιχτές γάμπες, τίς ροδισμένες απ’τή φλόγα· τά στήθια τά σπαρταριστά. Ένιωσε χιλιάδες μερμήγκια νά περιδιαβάζουν ανάμμεσα στά μεριά του. Η Ελενάρα κατάλαβε. Σήκωσε μέ κόπο τά γέρικα ξίγκια της, κατέβηκε τά σκαλοπάτια, άνοιξε τήν πορτούλα τού κατωγιού καί μπήκε. Ο ψαράς τήν ακολούθησε. Πρίν δρασκελίσει όμως τό κατώφλι κοντοστάθηκε, έκανε πίσω, μέ φλεμόνια πνιγμένα απ’τήν μπόχα· μά ο σατανάς δείχτηκε δυνατότερος. Μπήκε κι αυτός, σφάλιζε τό θυρόφυλλο. Ο Σερσέμης απόμεινε μονάχος στό πεζοδρόμιο. Καθισμένος, είχε αναγείρει τή μουσούδα του κι ατένιζε τ’αστέρια. Έτσι έκανε πάντα όταν η κυρά του κλεινόταν στό κατώι μέ τόν ψαρά...

Δέν πρόφτασε νά κοιμηθεί, ούτε κιόλας νά ξαποστάσει. Εξεναντίας, οι γενετήσιες παρεκκλίσεις τής Ελενάρας, απαιτητικές κι επίμονες, τόν καρακουρέλιασαν. Δρασκελώντας ξανά τό πορτί τού κατωγιού ανάσανε μέ λυτρωμό τό μόλις δροσισμένο τής χαραυγής, ύστερ’απ’τήν μπόχα καί τήν κάχα τού φούρνου. Σιχαινόταν τόν εαυτό του. Ορκιζόταν μέσα του νά μήν ξαναπέσει σέ τούτη τήν αηδία. Ανησυχούσε κιόλας γιατί αργοπόρεσε, κι ίσως δέν έβρισκε καλό πράμα στήν ψαρόσκαλα.

Πράγματι, έφτασε απ’τούς τελευταίους. Όλα τά ψαράδικα είχαν γυρίσει από ώρα· στήν προκυμαία μόνο πεντ’έξι καφάσια είχαν απομείνει, μέ ψάρια χαμηλής ποιότητας. Βλαστήμησε ενδόμυχα, διστάζοντας ν’αποφασίσει. Νά κιντυνέψει τό καπιτάλι του παίρνοντας τούτη τή σαβούρα; Κι άν δέν τήν πουλήσει; Κάλλιο νά μήν έπαιρνε τίποτα, κι άς έχανε τό υποθετικό κέρδος μιάς ημέρας. Κάλλιο όχι κέρδος, παρά ζημιά. Έφτυσε καταγής αγαναχτισμένος κι έστριψε νά φύγει γιά τό τσαρδί του πέρα, στό Κερατσίνι. Τουλάχιστο θά’χε διάφορο δέκα ώρες ύπνο. Μά ο μανάβης ο Δημήτρης τόν σταμάτησε.

- Στάσου, ρέ φίλε! Τό λαχείο κέρδισες καί περιφρονάς τό μεροκάματο;

- Μέ τούτα τά σκατά θά βγάλω μεροκάματο; αποκρίθηκε ο Μικές κι έδειξε περιφρονητικά τά καφάσια.

- Καί τό σκατό ακόμα, όταν είναι φτηνό, μοσχοπουλιέται.

- Εξαρτάται από τί θές νά πείς λέγοντας φτηνό.

- Δυό δραχμές τήν οκά σού αφήνω τό κοκάλι. Μέ τέσσερις, θά τό ξεπουλήσεις στό πί καί φί.

Ο Μικές σήκωσε τούς ώμους.

- Αστείο πράμα! Ούτε μέ τρείς δέν τ’αγοράζει κι ο πιό μπαντίρης λιμασμένος.

Άπαξ κι οι διαπραγματεύσεις άρχισαν, έπρεπε κάπου νά καταλήξουνε, πρός τό συμφέρον καί τών δυονών. Ο μανάβης ήξερε πώς άν δέν έδινε τό κοκάλι στόν Μικέ, θά τού’μενε ρέστο. Τό’ξερε κι ο Μικές· κι εξεβίαζε τήν κατάσταση. Αλλάχτηκαν επιχειρήματα μέ ύφος διαξιφισμού. Έκαναν κι οι δυό περίπλοκους λογαριασμούς: ο λιανοπουλητής, νά εξασφαλίσει οπωσδήποτε τό κέρδος του· ο μανάβης νά μή χάσει, δίχως όμως νά ξευτελίσει τήν πιάτσα. Τελικά συμφώνησαν στή μία καί σαράντα τήν οκά. Πλήρωσε ο Μικές· πήρε τό πανέρι του απ’τό κοντινό καφενεδάκι· τό γέμισε κοκάλια· τ’απόθεσε στό κεφάλι του· καί βιάζοντας τήν περπατησιά τράβηξε γιά τίς φτωχοσυνοικίες, όπου ήταν η πελατεία του. Είχε ξημερώσει. Τά φώτα τής προκυμαίας έσβησαν. Μερικές φωτεινές επιγραφές πάλευαν ακόμα μέ τό φώς τής αυγής. Τό νερό τού λιμανιού μετάλλαξε σ’ανοιχτό σταχτί, αμυδρά σκεπασμένο μέ λευκούς αχνούς. Οι όγκοι τών βαποριών πήραν υπόσταση· ξεχώρισαν τά σκούρα σκάφη απ’τούς άσπρους χαβαλέδες· οι τσιμινιέρες ξαναβρήκαν τούς χρωματισμούς τους – κίτρινο, μπλέ, άσπρο, μαύρο, καί σέ σχέδια περιπλεγμένα. Έξαφνα, απ’όλους τούς δρόμους ξεμπούκαραν ένα σωρό ταξιά, κι έσπευσαν στού Τζελέπη, όπου παρατάσσονταν σέ τρείς μακριές αράδες. Ήταν η ώρα πού τ’ακτοπλοϊκά έφταναν απανωτά, φίσκα στόν κόσμο. Τό πρώτο μπούκαρε κιόλας στόν Προλιμένα σφυρίζοντας χοντρά, βραχνά. Ένα φορτηγάκι πού σάλπαρε αντισφύριξε μέ τήν ηλεκτρική του κόρνα, πού τριβελίζει τ’αυτιά. Μεμιάς, τό λιμάνι ξύπνησε, ζωντάνεψε, γιά όση ώρα τού επέτρεψε η σχετική δροσιά τής αυγής. Πλήθαιναν οι διαβατικοί, φάνηκαν τά πρώτα τράμ καί λεωφορεία, μ’αναμμένα ακόμα τά φώτα. Ακοστάρισε τό ακτοπλοϊκό κι έχυσε στήν προκυμαία τό λεφούσι τών άγρυπνων κακοπαθιασμένων επιβατών. Φάτσες στραπατσαρισμένες, μάτια υπεραιμικά. Μπαγκάζια, καλάθια, τσουβάλια, φωνές, ανακατωσούρα, σαστιμάρα. Νευρική πείνα θέριζε τά σωθικά· οι κουλουράδες παρουσιάστηκαν άγνωστο από πού, καί δέν πρόφταιναν νά χορτάσουν όλους τούς λιμασμένους. Μετά τό βουλιμικά καταβροχθισμένο κουλούρι γεννήθηκε δίψα αβάσταχτη, πού τήν κατασίγασαν οι λεμονατζήδες μέ τίς «παγωμένες». Δεινή μάχη έδωσαν οι ταξιτζήδες ποιός νά αρπάξει όποιον προφτάσει. Έφευγαν τά γεμάτια ταξιά, έρχονταν άλλα άδεια. Τό δεύτερο ακτοπλοϊκό πλεύρισε λίγο πιό πέρα, ξέρασε κι αυτό ταλαιπωρημένη ανθρωπότητα. Οι θόρυβοι ανάβλυζαν από παντού, δυνάμωναν, γέμιζαν τόν ασάλευτο αγέρα. Αυγάτισε έξαφνα η καταχνιά· σκέπασε μέ ασάφεια όλα τά πάντα. Τά δεμένα φορτηγά, στού Ξαβέριου καί στή Ζώνη, πήραν μορφή ονειρική. Η καμπάνα τού Άι-Νικόλα άρχισε ν’αργοσημαίνει τόν Όρθρο. Καναδυό ευσεβείς σταυροκοπήθηκαν βιαστικά· οι περισσότεροι δέν έδωσαν σημασία· δέν πίστευαν σέ Θεό καί Διάβολο, μόνοι τους έπρεπε νά τά βγάλουν πέρα σέ τούτη τή ζωή, άλλη ζωή δέν υπήρχε...

Κι άξαφνα, ο ήλιος πρόβαλε πάνω απ’τόν Υμηττό. Οι λοξές ακτίνες του σκόρπισαν θαμπό χρυσάφι στ’ασήμια τής ομίχλης· άπλωσαν αμυδρές κιτρινίλες στούς τοίχους τών σπιτιών. Εξόν απ’τό φώς, θά’λεγες πώς τίποτα δέν άλλαξε. Μά η γή περιστρεφόταν γρήγορα· ψήλωσε σύντομα ο ήλιος, γίνηκαν πιό κάθετες οι ακτίνες του, κι έχυσαν παντού αναλυτό μολύβι. Η καινούρια μέρα άρχιζε, ζεστότερη από τίς προηγούμενες.




Παπαρώδης οίηση.

Μια φορά κι έναν καιρό... ήταν ένας συνταγματάρχης. Ένας συνταγματάρχης πυροβολικού. Ένας μουστακαλής συνταγματάρχης πυροβολικού. Ο συνταγματάρχης μας αυτός, εκτός από επιθεωρήσεις σέ πυροβολαρχίες, εγκρίσεις διαταγών κινήσεως καί επιστασίες σέ βολές, είχε κι άλλα ενδιαφέροντα. Έστηνε ξώβεργες κυνηγώντας καρδερίνες καί σπίνους αλλά κυρίως, τά μεσημέρια μετά τήν σχόλη, στήν λέσχη αξιωματικών, στό εστιατόριό της, συνοδευτικά στίς μακαρονάδες δέν είχε κεφαλοτύρι αλλά εφημερίδες. Στίς οποίες έβλεπε μέ κάθε λεπτομέρεια, μάθαινε τά καθέκαστα τής κοινωνίας. Μιά κοινωνία η οποία (πολλοί παράγοντες τό διεπίστωναν) δέν πήγαινε καλά. Βαθειά καί βαριά σήψη τήν ταλάνιζε ενώ τό πιό λυπηρό ήταν ότι διάχυτη η αίσθησις πώς γιατρειά καί λύσις δέν εφαίνετο πουθενά.

Διαπιστώσας τήν κρίσιν, ο μουστακαλής συνταγματάρχης πυροβολικού, δέν ηρκέσθη σ’αυτό. Ήλθε εις επαφήν μέ συναδέλφους του βαθμοφόρους (διόλου υψηλοβάθμους) μέ τούς οποίους μοιράστηκε τούς προβληματισμούς του περί τού μέλλοντος τής πατρίδος. Ηύρε σημεία επαφής μέ αυτούς καί υπεσχέθησαν όπως συνεχίσωσιν τάς τίνι τρόπω, συνεδρίας των. Περατωθεισών αρκετών τοιαύτων συναντήσεων, έφθασαν είς τό διά ταύτα. Όθεν, έκριναν σκόπιμον νά αφήσουν τά λόγια καί νά δράσουν.

Βεβαίως ο θεσμικός ρόλος των, η ιδιότης των δέν τούς επέτρεπε επ’ουδενί νά παρέμβουν είς τό πολιτικόν γίγνεσθαι τής χώρας. Σέ μιάν πολιτισμένη χώρα, οι στρατιωτικοί, επιβάλλεται νά απέχουν από πάσα μή στρατιωτική δραστηριότητα, κυρίως δέ πολιτική. Ουδείς πολίτης, ουδείς ψηφοφόρος έχει εξουσιοδοτήσει μουστακαλήδες συνταγματάρχες πυροβολικού νά παρεμβαίνουν σέ χώρους ανοίκειους γι’αυτούς καί διά τών τεθωρακισμένων νά απολύουν πρωθυπουργούς.
Ή μήπως, ενίοτε, μιά παρέμβαση σέ σχεδόν ανίατη κοινωνικοπολιτική κατάσταση μιάς χώρας από έναν μουστακαλή συνταγματάρχη πυροβολικού μπορεί νά έχη αποτελέσματα;

Χμ... Πού νά ψάχνουμε τώρα... Πού νά αναζητούμε κριτήρια επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας ομοιών κατά τ’άλλα περιστατικών...

Πάντως ο ένας μουστακαλής συνταγματάρχης πυροβολικού (ο Ν.Ζορμπάς) έβγαλε τά στρατά στούς δρόμους, γαμώντας τήν νομιμότητα, καθώς επίσης κι ένας άλλος μουστακαλής συνταγματάρχης πυροβολικού (ο Γ.Παπαδόπουλος) έβγαλε κι αυτός τά στρατά στούς δρόμους, γαμώντας κι αυτός τήν νομιμότητα.

Η συμβατική ιστοριογραφία όμως, χαρακτηρίζει τόν πρώτο ώς επαναστάτη ενώ τόν δεύτερο, πραξικοπηματία. Ο πρώτος θεωρείται μεταρρυθμιστής, ο δεύτερος αυτιστικός δικτάτωρ. Ο πρώτος πανκαλότατος, ο δεύτερος χάλια λέμε... Επειδή προφανώς ο πρώτος, κατεφέρθη κατά τού Στέμματος κι έφερε τόν Βενιζέλο στό προσκήνιο (δοτός συνεπώς ο Λευτεράκης) ενώ ο δεύτερος έβαλε στό ψυγείο τούς πολιτικούς γιά 6,5 χρόνια καί περιόρισε τίς προσπάθειες τών ελληνοφώνων μπολσεβίκων νά φέρουν στό ελλάντα 16βάλβιδα λάντα σάμαρα.

Η ρεπούσεια λογική προκρουστισμού τών γεγονότων χάριν τής ιδεολογίας μας ή τών εμμονών μας δέν είναι κάτι καινούριο...

Είναι πολύ ευχάριστο πάντως νά βλέπης κάποιους νά καθαγιάζουν τίς προθέσεις, τίς πράξεις κάποιων συνταγματαρχών τής 15ης Αυγούστου τού 1909, νά μήν χαλιούνται από τό παράνομο καί επίορκο τής επέμβασης παρά μόνον νά διαπιστώνουν ότι έδωσαν λύσεις κάποιοι στρατιωτικοί. Βάσει τέτοιων κριτηρίων ουδείς μπορεί νά αποκλείση μιάν ωριμοτέρα κρίσι γιά απριλιάτικους συναδέλφους τού Νικολάου Ζορμπά.

ΥΓ: Καί βεβαίως θά ήθελα νά υπενθυμίσω στούς αντιβασιλικούς πώς όταν τούς πιάνη ένα κάποιο ιδεολογικό τρέμουλο καί χορεύουν μέ τρέλα τό «τής αμύνης τά παιδιά διώξανε τόν βασιλιά», χορεύουν, γουστάρουν, επιδοκιμάζουν ένα πραξικόπημα, τά πεπραγμένα ενός στρατοκράτη! No?




Τό δίχως άλλο...


Πορφυρογέννητη Γωνιά.




Σεβίλλη ΑΕΚ 2-0 (Σάντσεθ Πιθχουάν) 15/8/2007
Γ’ Προκριματικός Γύρος Champions’ League – Α΄ Παιγνίδι
32 Μορέτο, 2 Ράμος (62' 1 Καφές), 3 Αρουαμπαρένα, 4 Αλβες, 5 Δέλλας, 8 Ενσαλίβα, 16 Ζήκος (92' 88 Τόζερ), 11 Μαντούκα, 99 Σέζαρ, 10 Ριβάλντο (67' 22 Κονέ), 33 Λυμπερόπουλος.
Σκόρερ: -
Κίτρινες: Αρουαμπαρένα , Ζήκος
Διαιτητής: Λούμπος Μίχελ (Σλοβακία)

Τρίτη, Αυγούστου 14, 2007

Ε, μά γαμώ τόν μπελά μου, δηλαδή!


Δευτέρα, Αυγούστου 13, 2007

Μεγαλεία!

Σάν σήμερα πρίν από 46 χρόνια, πνευματικοί άνθρωποι τής ανατολικής Γερμανίας έν μέσω μιάς απιστεύτου εμπνεύσεως πού οδήγησε σέ έναν ατάραχο οίστρο, ελλείψει γραφικής ύλης, απεφάσισαν όπως καταγράψουν (καί έν συνεχεία εκθέσουν) τά πονήματά των σέ τσιμεντένια ποστεράκια.

Πονήματα τών οποίων τό περιεχόμενο ήταν πινδαρείως εγκωμιαστικό πρός τόν υπαρκτό σοσιαλισμό, τήν οικοδόμησή του στήν έν λόγω χώρα, τήν εκπλήρωση τών όρων γιά τήν δικτατορία τού προλεταριάτου.

Ασταμάτητα η άρχουσα καλλιτεχνική τάξη έπλεκε σέ μορφή πεζή αλλά καί έμμετρη, τά εσώψυχά της, τά αφιερωμένα στήν ευεργετική – γι’αύγουστο - σκιά πού παρέχει τό σφυρί καί τό δρεπάνι, η σκέπη πού χωρά κάθε κολασμένο τής γής ετούτης!

Κι επειδή, χιτάκια γίναν όλα αυτά τά άσματα, τά ποιήματα, οι ωδές, χιτάκια μέ διάθεση αρμένικης βίζιτας, αναγκάστηκε ο Μιχάλης Τσαουσόπουλος εκείνης τής εποχής νά μονιμοποιήση τά μπετό πόστερς πού αναφέραμε! Όλο τό Βερολίνο, μιά μηχανή παρασκευής - τουλάχιστον - κριτικών τέχνης!

Κοντά σέ όλα αυτά, ήρθε κι έδεσε μιά πρακτικότης! Μέ έναν σμπάρο, τριγώνια δυό! Διά τού τσιμεντένιου στό όρθιο, εκθεσιακού χώρου, απομόνωσαν όλο τό ανατολικό βερολίνο από τούς λυσσάρηδες δυτικοβερολινέζους πού σάν χαρμάνια φαντάρια κατά τήν άδεια ορκομωσίας, προσπαθούσαν νά πάρουν κι αυτοί μιά γεύση επιγείου σοσιαλιστικού παραδείσου συρρέοντας κατά μυριάδες στίς στράσσε τής κοινοκτημοσύνης τών μέσων (αυτοί οι έξω, οι δόλιοι οι δυτικοί) παραγωγής.




Δώσον.

Τετάρτη, Αυγούστου 08, 2007

Σεβίγια...



Είναι μάλλον 99% απίθανο νά προκριθούμε. Δέν σημαίνει όμως ότι πρέπει νά νοιώσουμε από τώρα, χαμένοι κι αποκλεισμένοι. Εξάλλου, υπήρξε καί κατά τό παρελθόν, όμοιος περίπτωσις καθ'ήν πετύχαμε τήν υπέρβασιν. Έν πάση περιπτώσει, τό ζήτημα δέν είναι ούτε τό τσάμπιονς λήγκ, ούτε τό ουέφα, ούτε τό ιντερτότο...

Τό ζήτημα είναι ένα:

ΓΗΠΕΔΟ ΤΩΡΑ!

Γκαρσόν! Λεκιάστηκα!

Τούς πειράζει η μέχρι μυελού οστών παρείσφρυση τής εκκλησίας στά τής πολιτείας, θεωρούν δέ ότι η κοινωνία μας είναι σκοταδιστική, οπισθοδρομική καί γιά όλα τά κακά τού σήμερα φταίει τό λιβάνι πού ξεφεύγει από τίς πλαϊνές πόρτες τών εκκλησιών πρός τούς δρόμους τών συνοικιών. Αρχίζω καί πείθομαι. Ένα καυλόσπυρο στήν μύτη μου, μιά σαλτσομακαρονάδικη λαδιά στό λακοστάκι μου τό σιέλ, καθώς επίσης τό άνω τού ενός ευρού αντίτιμο λίτρου μπιτζίνας, ηύραν τόν φταίχτη. Αρχίζω καί πείστηκα. Συνδράμω λοιπόν επισημαίνοντας κάτι αισχρό, ποταπό, ελεεινό, χαρακτηριστικό τής παπαδοκρατίστικης νοοτροπίας τού κράτους!

Ο νομάρχης τού Έβρου, η πολιτεία δηλαδή, αναγκάζεται καί χρησιμοποιεί τέτοιους όρους, εκπορευόμενους από τόν εκκλησιαστικό ζυγό στόν τράχηλο τής πολιτείας! Ακόμη καί τήν γλώσσα μας, σκλάβωσαν οι τραγόπαπες! Γιά νά περιγραφεί μιά φυσική καταστροφή, κάνουν λόγο γιά θεομηνία, όπως φαίνεται στό ιματζάκι από τό
in.gr. Η μήνις τού Θεού! Ποιού Θεού; Τού σουπερβάιζορ τών παπάδων; Ούστ Θεέ! Ούστ τράγοι!


Χωρισμός πολιτείας – εκκλησίας, πότε;






Αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας. (Μικρός!)

Συνήθως αποφεύγω αστυνομικά διότι μέ σκιάζουν τά αίματα, κατασκοπίας, διότι η δαιδαλώδης πλοκή των μέ μπερδεύει, αισθηματικά, επειδής η ακατάσχετος ροή δακρύων επηρεάζει τήν μου επεφυκίτιδα, ιστορικά, μιάς καί αποδέχομαι μόνον τήν ρεπούσειον εκδοχήν γιά τά περασμένα, κωμωδίες, ένεκα χοντράδων άνευ τού παραμικρού ψήγματος φλέγματος.

Συνεπώς διά τής αφαιρετικής μεθόδου έχω καταλήξει στό μου αγαπημένο είδος ταινιών.

Αι τσόνται.

Πάει καιρός όμως, πού η παρακολούθησις αυτών κι η επίδρασίς των είς τήν μου ανατομίαν εφαίνετο άμεσα, ωσάν τά δάκρυα στό Τέλος Μιάς Σχέσεως, τά σκονάκια κι οι υπολογισμοί γιά τό ποιόν τελικώς υπηρετούσε ο σαγόνιας σέ κάποιο Τζέμης Μπόντ καί ό,τι άλλο τελοσπάντων... Δυσκολεύομαι πλέον νά αφοσιωθώ στήν
xxx ταινία, νά αφοσιωθώ όχι στά καρέ επί τής οθόνης αλλά στήν επιρροή τών νοημάτων μιάς άγαρμπης αλλά κάργα τεστοστερόνικης προσεγγίσεως νυμφομανούς νορβηγίδος τινός, υπό σταματογαρδελίζοντος νεαρού, υπαλλήλου ρεκτιφιέ.

Δέν πατώ
pause παρά μόνον λιπαίνω τήν μου παλάμη καί σκουντάω τήν μου ανατομία. Σκύβω τό βλέμμα, αφήνω τόν τύπο στήν ταινία νά αδαμοπεριβολιάζη τήν έν λόγω σκανδιναβή καί διαπιστώνω μετά βδελυγμίας, ένα τέως σφρίγος. Σφρίγος παρελθοντιασμένο σέ βάθος δεκαετιών. Αχ! Πού οι κάποτε ντούροι σάρκινοι σηματοδόται, πού τά πλήρως αιματωμένα αγγεία πρότυπον αρχιτεκτονικής, πού η αέναη σκληράδα, δεκανίκι θριάμβου...!

Έχω μιάν ιδιαιτέραν σχέσι μέ τό πέος μου. Στέλνω τό χέρι μου εκεί σέ κάθε πρώτη ευκαιρία. Ακόμη κι άν τρέχη η μου μύτη, η χαρτομαντίλικη παρέμβαση έπεται τού μπεγλερίσματος τού οσχέου μου. Καί τούτο ανέκαθεν. Καί πιό πρίν από τό έκαθεν. Από εξαπανέκαθεν δηλαδή. Στήν πρός εμβολιασμόν (μαντού) σειρά δέν έκλαιγα από φόβο γιά τήν βελόνα αλλά διότι η μήτηρ μου μέ ενοχλητικά διαβήματα επείραζε τόν μου βραχίονα. Στό νηπιαγωγείον, κατά τό πέρας τής χρονιάς πρώτα έπιασα τό μου πουλάκι καί μετά τό μικρόφωνο γιά ένα ποίημα τού Ζαχαρία Παπαντωνίου. Ομοίως καί στήν έκτη δημοτικού γιά ένα λογύδριον σχετικά μέ τά εκατομμαμύρια τών νεκρών τού πολυτεχνείου. Στήν ουρά τού Ακροπόλ, στήν Ταξιαρχών, περιμένοντας νά δώ τόν Ρότζερ Ράμπιτ, σέ ένα χριστουγεννιάτικο τραπέζι κουβαλώντας σερβίτσια· μέ τό ένα χέρι βεβαίως. Ένα βράδυ, στό Νίκος Γκούμας, μέ τήν Αϊντχόβεν, πωπώ αγωνία! τί όμορφα μ’αγχώλυε η μου έξις! Στήν εφορία, τί ευφορία, στό ΚΕΕΜ μαζύ μέ άλλους νεοσυλλέκτους, καθώς εξεταζόμασταν, στήν μου πρώτη φορά μετά τής Ευανθίας, πόσο ωλιγοτέραν τέρψιν μού προσέφερε όταν τό άφησα απ’τό μου χέρι γιά νά τό βάλω στήν αλμυράν της σχισμήν, τί καλά πού ήμην γρήγορος καί τό επανέφερα στήν μου παλάμη!

Τείνω νά γίνω ο πρώτος χόμο σάπιενς μέ τρία άκρα - από τά πέντε συνήθη γνωστά καί συνήθη, αφού τό μου δεξί χέρι πάντα κολλημένο στό μου μόριον. Αντιλαμβάνεστε συνεπώς τήν απίστευτα ισχυρά έκπληξι ήν ένοιωσα όταν διάβασα (κρατώντας τό βιβλίον μέ τό ένα χέρι εννοείται...) παρά’θιν αλός:

Ο Φίλιπ Σουάλλοου ξυπνάει γιά δεύτερη φορά τούτο τό πρωί καί αγγίζει απαλά, μαλακά, τά γεννητικά του όργανα, μιά χειρονομία αυτοεπιβεβαίωσης τήν οποία κάνει κάθε μέρα από τότε πού ήταν πέντε χρονών• τότε η μάνα του τού είχε πεί ότι άν δέν σταματούσε νά παίζει μέ τό πουλάκι του θά μαραινόταν καί θά τού έπεφτε.

Νταίηβιντ Λότζ – Μικρός πού είναι ο κόσμος!

Εκδόσεις Πόλις


Επιμύθιον:


Μήν αγοράσετε 30φυλλα στές μανάδες τόν ερχόμενο Μάρτιον. Είναι όλο ψέμματα! (Οι μανάδες, όχι τά ρόδα.)


blog stats