Τὸ 10
(Τό, άς πούμε, πρώτο κεφαλαιάκι μιάς καί «τεχνικοί λόγοι» δέν επέτρεψαν τήν διάρθωση σέ κεφάλαια)
Εκείνη η νύχτα ήταν η βραχύτερη τής χρονιάς· μά ίσως κι η θερμότερη τού καλοκαιριού. Ύστερ’από άνοιξη δροσισμένη από βροχές καί ψύχρες, τά κυνικά καύματα ήρθαν απότομα, περί τά μέσα Ιουνίου, καταπιέζοντας κι εξουδετερώνοντας, κάτω απ’τήν τεράστια καυτερή κι ιδρωμένη παλάμη τους, τήν ευεξία τών ανθρώπων. άξαφνα γίνηκε η μεταβολή τού καιρού, απ’τούς στεγνούς δροσερούς βοριάδες στίς νοτισμένες φλογερές άπνοιες, πού ήρθαν μουλωχτά από τόν Νότο καί ξάπλωσαν παντού τήν λιοφρυγμένη θαμπάδα τους. Οι οργανισμοί δέν είχαν ευχέρεια νά βολευτούν, όπως θά γινόταν σέ μιά κλιμακωτή αλλαγή. Τό άξαφνο χτύπημα τής κάψας τούς συγκλόνισε, τούς έριξε σέ ατονία καί χαύνωμα. Ο ίδρος ανάβλυσε απ’όλους τούς πόρους καί κάλυψε τά κορμιά μέ τήν γλιτσιασμένη δυσοσμία του. Μές στά βαριά κεφάλια, η σκέψη σιγόπλεγε σάν μισοψόφιο ψάρι σέ χλιό νερό, απόμενε λειψή κι ατερμάτιστη. Η μεγάλη πολιτεία δέχτηκε παθητικά τή λάβα τ’ουρανού κι αποκάρωσε, σάν τεράστιο χταπόδι ξεβρασμένο στήν ακρογιαλιά, πού άπλωσε τά πλοκάμια του πλάι στ’ακύμαντο αχνιστό νερό, καί σιγοψοφάει από καΐλα κι ασφυξία. Η λίμνη τού λιμανιού έπηξε σέ υγρό παχύρρευστο, κιτρινωπό, ασάλευτο καί πεθαμένο, σάν έμπυο κάποιας σάπιας λαβωματιάς. Οι βρωμισιές πού ξέχυναν οι σούδες καί τά βαπόρια έπλεγαν στεκάμενες, μετάλλαζαν σέ σαπρία από ζύμωση γοργή, ανακάτευαν τίς απόπνοιές τους μέ τούς στεκάμενους αχνούς – πού η απανεμιά λές κι είχε κολλήσει πάνω στήν επιφάνεια τού νερού – καί σκόρπιζαν δυσοσμία αβάσταχτη ένα γύρο στούς ντόκους. Τά βαπόρια εισέπλεγαν βαριεστημένα μέσα σέ τούτη τήν κόλαση, σκίζοντας μέ προσπάθεια τό πηχτό καί θολό χλεμπονιάρικο νερό· πλεύριζαν ή έδεναν πρυμάτσες, ξερνούσαν ανόρεχτα επιβάτες καί φορτία στή στεριά, βιάζονταν νά πάρουν άλλους πασατζέρηδες κι άλλα κάρικα· νά σαλπάρουν μιάν ώρα αρχύτερα στό πέλαγο, τό δροσισμένο από πανάλαφρες πνοές. Αργά στριφογύριζαν οι γερανοί στούς ντόκους· σέρνονταν αγκομαχώντας τά καμιόνια στήν αναλυτή άσφαλτο· οι εργάτες τού λιμανιού έκαναν τή δουλειά μέ μηχανικές κινήσεις, σάν ρομπότ υπνωτισμένα, αποδίνοντας τό μισό απ’τό κανονικό. Μικρή κίνηση στά μαγαζιά, τά πνιγμένα στήν ασφυκία τής κάψας· πελάτες ελάχιστοι, όσοι είχαν απόλυτη ανάγκη από κάτι, εξυπηρετούμενοι από πουλητάδες ξεκουρντισμένους, ιδροκοπημένους, νυσταγμένους.
Κανείς δέν χόρταινε ύπνο. Τή νύχτα μόνο μετά τά μεσάνυχτα δρόσιζε κάπως τό ύπαιθρο (τά σπίτια, μέσα, ήσαν φούρνος νύχτα μέρα), κι άνθρωποι αποκάτιαζαν στίς αυλές, τά λιακωτά καί τά μπαλκόνια· μά ο ήλιος, ανατέλλοντας από τίς πέντε, τούς ξυπνούσε μέ τίς πρώτες καυτερές του αχτίνες. Όσο γιά μεσημεριανό ύπνο, λόγος δέν γινόταν. Όπως τά καρωμένα μάτια πήγαιναν νά κλείσουν, κύμα ιδρώτα ανάβλυζε καί σκέπαζε όλο τό κορμί, διώχνοντας τόν ύπνο. Απόμενε η νάρκη, πού γινόμενη πιό έντονη όσο περνούσε η μέρα, σέ συνόδευε ώς τή νύχτα καί σ’έριχνε κατάκοπο στό στρώμα.
Από τίς τέσσερις κιόλας γλυκοχάραζε πάνω απ’τόν Υμηττό. Μιά χλωρή φωτεράδα απλώθηκε σ’όλο τό μάκρος τής βουνοκορφής, χωρίζοντας τόν μουντό όγκο τής ύλης από τ’άυλο σκοτάδι τού στερεώματος. Τά κοντινότερα αστέρια λιγοθύμησαν, εξαφανίστηκαν. Προχωρούσε σιγανά η χαραυγή καλύπτοντας όλο περισσότερο τόν ουρανό τής Ανατολής. Τ’αντιφεγγίσματά της απάλυναν τήν μαυρίλα τής θάλασσας πρός τό σταχτί. Πρίν ξεδιαλύνει τό σκοτάδι, ήταν φανερό πώς ερχόταν τό φώς.
Αυτή η ενδιάμεση κατάσταση ήταν πιό φανερή στό μεγάλο λιμάνι. Σ’όλο τό μάκρος τής προκυμαίας, τά φώτα ξακολουθούσαν νά είναι αναμμένα καί νά διαχέουν τή λαμπεράδα τους στήν αμυδρά γαλατένια καταχνιά. Ψηλότερα, στίς στέγες τών ψηλών κτηρίων, οι πολύχρωμες φωτεινές επιγραφές συνέχιζαν νά διαφημίζουν τά προϊόντα τους στούς ελάχιστους διαβατικούς, πού ο,τιδήποτε άλλο συλλογιόνταν εκείνη τήν ώρα, εξόν ν’αγοράσουν τήν τάδε οδοντόκρεμα ή τή δείνα ηλεκτρική κουζίνα. Τά κόκκινα καί τά πράσινα εναέρια φωτερά τους γράμματα, προβαλλόμενα στό βάθος τ’ουρανού, περιπλέχτηκαν μέ τή χλωρορόδικη χαραυγή, άρχισαν ν’ατονούν. Ένα ακτοπλοϊκό, ερχόμενο από τίς Κυκλάδες, άναψε όλα τά φώτα του καθώς σιγόμπαινε στό λιμάνι καί γέμισε τήν επιφάνειά του μέ οριζόντια κινούμενες φωτερές τρεμουλιαστές λόγχες. Τ’άλλα βαπόρια, τ’αγκυροβολημένα κολλητά τό’να στ’άλλο, σχημάτιζαν, μπροστά στούς ντόκους, ένα σκοτεινό κι ογκώδες τείχος από ατσάλι, στεφανωμένο άρμπυρα καί τσιμινιέρες σπαρμένες ανάκατα κι ασύμμετρα. Πίσωθέ τους κι ακόμη πιό ψηλά, οι ακίνητοι γερανοί όρθωναν στό στερέωμα τίς σβέλτες ατσάλινες κατασκευές τους. Ακόμα πιό πίσω, πάνω στό ψήλωμα, εκτεινόταν τό περίπλοκο συγκρότημα τού μεγάλου εργοστασίου, έντονα φωτισμένο από εκατοντάδες γλόμπους (δούλευε νυχθημερόν). Οι πανύψηλες καμινάδες ξερνούσαν συνεχώς πηχτές τολύπες ανοιχτόχρωμου καπνού, πού ανέβαιναν κάθετα καί νωχελικά στόν ασάλευτο αέρα, προσθέτοντας τήν αψιά αχλύ τους στό πούσι τής χλιάς υγρασίας. Τά δυό φανάρια, στό έμπα τού λιμανιού, αναβόσβηναν ρυθμικά τήν πράσινη καί κόκκινη αναλαμπή τους. Λίγο πιό έξω, στ’ανοιχτά, τέσσερα βαρυφορτωμένα τράμπ είχαν φουντάρει καί πρόσμεναν νά ξημερώσει γιά νά τά μπάσει ο πιλότος στό λιμάνι. Κάμποσοι άνθρωποι βάδιζαν σιωπηλοί στούς λιμανίσιους δρόμους, προσπαθώντας νά ταχύνουν τό βήμα τους όσο τούς επέτρεπε ο κάματος τής νυχτερινής δουλειάς ή τού αχόρταγου ύπνου. Ήσαν οι νυχτερινοί εργάτες πού σκόλαγαν κι επέστρεφαν σπίτια τους, ν’αποκατιάσουν· κι οι άλλοι πού τούς διαδέχονταν στήν πρωινή βάρδια. Τά δυό αντίθετα ρέματα συγκρούονταν στό πάνε-κι-έλα από τίς ταπεινές συνοικίες πρός τήν περιοχή τού λιμανιού. Συγκρούονταν σιωπηλά κι αδιάφορα, δίχως ν’αλλάξουν ματιά ή λόγο. Περίσσευε τό «καλημέρα» γιά μιά ερχόμενη μέρα κακή κι ανάποδη, ύστερα απο τή φεύγουσα νύχτα τού μόχθου καί τής αγρύπνιας. Δέν είναι όμορφη η ζωή γιά όλο τόν κόσμο...
Μιά μόνο γωνιά τού λιμανιού ήταν ζωντανεμένη από κίνηση καί φωνές, καί κάπως περισσότερα φώτα: η ψαρόσκαλα. Έρχονταν οι ψαρόβαρκες από τ’ανοιχτά καί τρύπωναν γοργά στό λιμάνι γεμίζοντάς το μέ τό ρυθμικό κροτάλισμα τής μηχανής καί τήν πετρελαιόμποχα τής κοντής τσιμινιέρας τους. Φθάνοντας στήν ψαρόσκαλα έπαιρναν στροφή, φουντάριχαν σίδερο, έκαναν λίγο τήν προπέλα ανάποδα κι έδεναν κάβο απ’τήν πρύμνη. Αμέσως, τά καφάσια μέ τό ψάρι ξεφορτώνονταν στήν προκυμαία, όπου οι λιανοπουλητάδες τά περικύκλωναν, τά ξέταζαν μέ ματιά έμπειρη κι άρχιζαν περίπλοκες διαπραγματεύσεις μέ τούς χοντρέμπορους – τούς λεγόμενους μανάβηδες. Κάθε πού έκλεινε μιά αγοραπωλησία, ο λιανοπουλητής φόρτωνε τά καφάσια σέ τρίτροχη μοτοσυκλέτα, καβάλαγε κι εκείνος κι έσπευδε πρός τό στέκι του κάπου στό απέραντο συγκρότημα τής πρωτεύουσας, τό περικλεινόμενο ανάμεσα Αιγάλεω, Πάρνηθα, Πεντέλη, Υμηττό καί Σαρωνικό, νά έχει έτοιμη τήν τροφή πού χρειάζεται ο Λιεβιάθαν, μόλις ξυπνήσει. Τή σιωπή τών αυγερινών δρόμων τή γέμιζαν κάθε τόσο οι γοργοδιαβατικές εξατμίσεις τών φορτομοτοσυκλετών, ταράζοντας τόν ανήσυχο ύπνο τού ξεθεωμένου απ’τλη ζέστα κοσμάκη. Ήταν κι ένα ρυμουλκό πού σφύριζε επίμονα καί σπαραχτικά στόν Προλιμένα. Όλοι τούτοι οι θόρυβοι προετοίμαζαν τό γενικό ξύπνημα, πού θά ολοκληρωνόταν μέ τό ξεμύτισμα τού ήλιου πάνω απ’τή βουνοκορφή.
Ο Μικές, ο ψαράς, έφτασε καθυστερημένος στήν ψαρόσκαλα. Γιά νά προφτάση, ήρθε σχεδόν τρεχάτος απ’τού Ξαβερίου, δίχως νά πιεί καφέ. Γιά νά ξεμπαφιάσει απ’τή νύστα τού αχόρταστου ύπνου άναψε τσιγάρο μεσοδρομίς· μά η πρώτη ρουφηξιά τού ανακάτεψε τά σωθικά, τό πέταξε σιχτιρίζοντας χαμηλόφωνα καί τάχυνε τό βήμα. Ξενύχτησε χτές, ώς μετά τά μεσάνυχτα. Έμπλεξε μέ παρέα. Άρχισαν μέ κάτι ούζα στήν Αγορά· κατόπιν πήραν σβάρνα τίς γειτονιές, νά ιδούν τίς κοπέλες πού πηδούσαν τίς φωτιές τού Κλείδωνα. Ζέστα πνιχτική, πού οι φωτιές τήν αυγάτιζαν εξωτερικά, τά ούζα εσωτερικά. Πήδαγαν οι κοπέλες πάνω απ’τίς ψηλές φλόγες, ανασηκώνοντας τά φουστάνια ώς τή μέση τών μεριών. Κι όσο πηδούσαν, τόσο ερεθίζονταν, λές κι οι φλόγες γαργαλούσαν ηδονικά τό υπογάστριό τους.
Πύρωσαν τά μάγουλά τους, αγρίεψαν τά μάτια τους· απ’τά χαυνωτικά μισάνοιχτα χείλια τους αναδίνονταν υστερικές τσιριξιές· σπαρτάριζαν τά στήθια στόν κάθε πήδο. Οι μάγκες, ολόγυρα, τούς έλεγαν διάφορα υπονοούμενα, πού επενεργούσαν σάν νέα δόση κανθαρίδας στήν οχεία τους. Κορέστηκε ο στεκάμενος αγέρας από οσμή καψάλας, καπνιάς, θηλυκού ιδρώτα κι αρσενικιάς βαρβατίλας. Έπρεπε κάποτε καί κάπου νά ξεσπάσει όλος τούτος ο οργασμός. Τά χαμίνια όλο καί τροφοδοτούσαν τίς φωτιές μέ φρύγανα, άχερα, ξαχαρβαλωμένα καφάσια κι ό,τι άλλο πρόχειρο καύσιμο. Θέριευαν οι φλόγες κάθε τόσο, προκαλώντας τήν ορμή τών κοριτσιών. Ο παλμός τού πήδου πάνω απ’τήν καυτερή εστία· η μελαψή σάρκα τής γάμπας καί τού μεριού ροδοκοκκίνιζε γιά μιά στιγμή, γινόταν αφόρητα ελκυστική. Αόρατο καμουτσί μαστιγώνει ανελέητα τά νεφρά τής σερνικής γαλαρίας. Οι δίδυμοι βαραίνουν αφόρητα, πασκίζουν νά ξεριζώσουν τούς βουβώνες. Τ’αριστερά χέρια χώθηαν στίς τσέπες τών πανταλονιών κι αργοσαλεύουν. Τά μάτια, θολά, κοιτούν δίχως ν’αντικρίζουν. Η μεγάλη κάψα κατανίκησε τά πάντα· στέριωσε ακλόνητα τήν κυριαρχία της στά πάντα.
Τήν περιπλάνησή τους, ο Μικές ο ψαράς κι η παρέα του, τή συμπλήρωσαν μέ σταθμούς σέ διάφορους καφενέδες όπου, στ’ορθά, κατέβαζαν καναδυό ούζαμ νά δροσίσουν τή μέσα καί τήν έξω φλόγα, μήν καταλαβαίνοντας πώς οι σπονδές αυτές έφερναν αντίθετο αποτέλεσμα. Αργά, όταν οι φωτιές έσβησαν παρατώντας τίς θράκες καί τίς στάχτες τους στή μέση τών δρόμων, η παρέα κατέληξε στό ταβερνείο τού Βάλβη, ανάμεσα Ξαβερίου καί Προλιμένα, όπου τό γύρισαν στή ρετσίνα. Περί τή μία μεταμεσονύκτιο διαλύθηκαν – κουνουπίδι απαξάπαντες – γιά νά μεταβούν έκαστος είς τά ίδια. Τότε, ο Μικές βρέθηκε σέ δεινή αμηχανία. Κατοικούσε στήν άλλη άκρη τού Περαία, κοντά στό Κερατσίνι, στού διαόλου τή μάνα, κάπου μιά ώρα ποδαρόδρομο (λεωφορεία, τράμ είχαν σταματήσει). Κι έπρεπε πρίν φέξει νά βρίσκεται στήν ψαρόσκαλα, νά προμηθευτεί τό καθημερινό του εμπόρευμα. Πότε νά πάει, πότε νά γυρίσει, πότε νά κοιμηθεί; Μοιραία η προοπτική τής Ελενάρας σχηματίστηκε στή θολούρα τού μυαλού του. Έμενε λίγο πιό πέρα, στό «10» τής οδού Παρασάγγη, σέ μιά υπόγεια κάμαρα τής πίσω μεριάς. Θά τήν ξυπνούσε· θά τού στρωνε ένα χράμι στό πεζοδρόμιο, ν’αποκατιάσει κοντά της. Έτσι τό πράμα βολευόταν...
Βρήκε τήν Ελενάρα ξύπνια, καθισμένη μπροστά στήν πόρτα τού κατωγιού της, νά χτενίζει τόν Σερσέμη, τό σκύλο της, καί νά τού κουβεντιάζει. Μές στό σκοτάδι, ο ακατέργαστος όγκος της έδειχνε απεριόριστα μαύρος, άκρη αντίθεση μέ τό πάλλευκο καί πεντακάθαρο τρίχωμα τού Σερσέμη.
Δέν τής μίλησε· στεκόταν καί τήν κοίταζε. Δέν μπορούσε νά σταθεί στά πόδια του· τραμπαλιζόταν σάν τραμπάκουλο σέ ρεστία. Εκείνη κατάλαβε.
- Τήν τύφλα σου έχεις! Πάρε από μέσα ένα χράμι· στρώσ’το δά κεί καί ψοφολόγα...
Ο Μικές δέν κουνήθηκε· τά θολά του μάτια είχαν καρωθεί στά βρωμερά κουρέλια πού σκέπαζαν τά λάπια τής γριάς. Ξανάβλεπε μέ τή φαντασία τά κορίτσια νά σαλτάρουν πάνω απ’τήν πυρά· τίς σφιχτές γάμπες, τίς ροδισμένες απ’τή φλόγα· τά στήθια τά σπαρταριστά. Ένιωσε χιλιάδες μερμήγκια νά περιδιαβάζουν ανάμμεσα στά μεριά του. Η Ελενάρα κατάλαβε. Σήκωσε μέ κόπο τά γέρικα ξίγκια της, κατέβηκε τά σκαλοπάτια, άνοιξε τήν πορτούλα τού κατωγιού καί μπήκε. Ο ψαράς τήν ακολούθησε. Πρίν δρασκελίσει όμως τό κατώφλι κοντοστάθηκε, έκανε πίσω, μέ φλεμόνια πνιγμένα απ’τήν μπόχα· μά ο σατανάς δείχτηκε δυνατότερος. Μπήκε κι αυτός, σφάλιζε τό θυρόφυλλο. Ο Σερσέμης απόμεινε μονάχος στό πεζοδρόμιο. Καθισμένος, είχε αναγείρει τή μουσούδα του κι ατένιζε τ’αστέρια. Έτσι έκανε πάντα όταν η κυρά του κλεινόταν στό κατώι μέ τόν ψαρά...
Δέν πρόφτασε νά κοιμηθεί, ούτε κιόλας νά ξαποστάσει. Εξεναντίας, οι γενετήσιες παρεκκλίσεις τής Ελενάρας, απαιτητικές κι επίμονες, τόν καρακουρέλιασαν. Δρασκελώντας ξανά τό πορτί τού κατωγιού ανάσανε μέ λυτρωμό τό μόλις δροσισμένο τής χαραυγής, ύστερ’απ’τήν μπόχα καί τήν κάχα τού φούρνου. Σιχαινόταν τόν εαυτό του. Ορκιζόταν μέσα του νά μήν ξαναπέσει σέ τούτη τήν αηδία. Ανησυχούσε κιόλας γιατί αργοπόρεσε, κι ίσως δέν έβρισκε καλό πράμα στήν ψαρόσκαλα.
Πράγματι, έφτασε απ’τούς τελευταίους. Όλα τά ψαράδικα είχαν γυρίσει από ώρα· στήν προκυμαία μόνο πεντ’έξι καφάσια είχαν απομείνει, μέ ψάρια χαμηλής ποιότητας. Βλαστήμησε ενδόμυχα, διστάζοντας ν’αποφασίσει. Νά κιντυνέψει τό καπιτάλι του παίρνοντας τούτη τή σαβούρα; Κι άν δέν τήν πουλήσει; Κάλλιο νά μήν έπαιρνε τίποτα, κι άς έχανε τό υποθετικό κέρδος μιάς ημέρας. Κάλλιο όχι κέρδος, παρά ζημιά. Έφτυσε καταγής αγαναχτισμένος κι έστριψε νά φύγει γιά τό τσαρδί του πέρα, στό Κερατσίνι. Τουλάχιστο θά’χε διάφορο δέκα ώρες ύπνο. Μά ο μανάβης ο Δημήτρης τόν σταμάτησε.
- Στάσου, ρέ φίλε! Τό λαχείο κέρδισες καί περιφρονάς τό μεροκάματο;
- Μέ τούτα τά σκατά θά βγάλω μεροκάματο; αποκρίθηκε ο Μικές κι έδειξε περιφρονητικά τά καφάσια.
- Καί τό σκατό ακόμα, όταν είναι φτηνό, μοσχοπουλιέται.
- Εξαρτάται από τί θές νά πείς λέγοντας φτηνό.
- Δυό δραχμές τήν οκά σού αφήνω τό κοκάλι. Μέ τέσσερις, θά τό ξεπουλήσεις στό πί καί φί.
Ο Μικές σήκωσε τούς ώμους.
- Αστείο πράμα! Ούτε μέ τρείς δέν τ’αγοράζει κι ο πιό μπαντίρης λιμασμένος.
Άπαξ κι οι διαπραγματεύσεις άρχισαν, έπρεπε κάπου νά καταλήξουνε, πρός τό συμφέρον καί τών δυονών. Ο μανάβης ήξερε πώς άν δέν έδινε τό κοκάλι στόν Μικέ, θά τού’μενε ρέστο. Τό’ξερε κι ο Μικές· κι εξεβίαζε τήν κατάσταση. Αλλάχτηκαν επιχειρήματα μέ ύφος διαξιφισμού. Έκαναν κι οι δυό περίπλοκους λογαριασμούς: ο λιανοπουλητής, νά εξασφαλίσει οπωσδήποτε τό κέρδος του· ο μανάβης νά μή χάσει, δίχως όμως νά ξευτελίσει τήν πιάτσα. Τελικά συμφώνησαν στή μία καί σαράντα τήν οκά. Πλήρωσε ο Μικές· πήρε τό πανέρι του απ’τό κοντινό καφενεδάκι· τό γέμισε κοκάλια· τ’απόθεσε στό κεφάλι του· καί βιάζοντας τήν περπατησιά τράβηξε γιά τίς φτωχοσυνοικίες, όπου ήταν η πελατεία του. Είχε ξημερώσει. Τά φώτα τής προκυμαίας έσβησαν. Μερικές φωτεινές επιγραφές πάλευαν ακόμα μέ τό φώς τής αυγής. Τό νερό τού λιμανιού μετάλλαξε σ’ανοιχτό σταχτί, αμυδρά σκεπασμένο μέ λευκούς αχνούς. Οι όγκοι τών βαποριών πήραν υπόσταση· ξεχώρισαν τά σκούρα σκάφη απ’τούς άσπρους χαβαλέδες· οι τσιμινιέρες ξαναβρήκαν τούς χρωματισμούς τους – κίτρινο, μπλέ, άσπρο, μαύρο, καί σέ σχέδια περιπλεγμένα. Έξαφνα, απ’όλους τούς δρόμους ξεμπούκαραν ένα σωρό ταξιά, κι έσπευσαν στού Τζελέπη, όπου παρατάσσονταν σέ τρείς μακριές αράδες. Ήταν η ώρα πού τ’ακτοπλοϊκά έφταναν απανωτά, φίσκα στόν κόσμο. Τό πρώτο μπούκαρε κιόλας στόν Προλιμένα σφυρίζοντας χοντρά, βραχνά. Ένα φορτηγάκι πού σάλπαρε αντισφύριξε μέ τήν ηλεκτρική του κόρνα, πού τριβελίζει τ’αυτιά. Μεμιάς, τό λιμάνι ξύπνησε, ζωντάνεψε, γιά όση ώρα τού επέτρεψε η σχετική δροσιά τής αυγής. Πλήθαιναν οι διαβατικοί, φάνηκαν τά πρώτα τράμ καί λεωφορεία, μ’αναμμένα ακόμα τά φώτα. Ακοστάρισε τό ακτοπλοϊκό κι έχυσε στήν προκυμαία τό λεφούσι τών άγρυπνων κακοπαθιασμένων επιβατών. Φάτσες στραπατσαρισμένες, μάτια υπεραιμικά. Μπαγκάζια, καλάθια, τσουβάλια, φωνές, ανακατωσούρα, σαστιμάρα. Νευρική πείνα θέριζε τά σωθικά· οι κουλουράδες παρουσιάστηκαν άγνωστο από πού, καί δέν πρόφταιναν νά χορτάσουν όλους τούς λιμασμένους. Μετά τό βουλιμικά καταβροχθισμένο κουλούρι γεννήθηκε δίψα αβάσταχτη, πού τήν κατασίγασαν οι λεμονατζήδες μέ τίς «παγωμένες». Δεινή μάχη έδωσαν οι ταξιτζήδες ποιός νά αρπάξει όποιον προφτάσει. Έφευγαν τά γεμάτια ταξιά, έρχονταν άλλα άδεια. Τό δεύτερο ακτοπλοϊκό πλεύρισε λίγο πιό πέρα, ξέρασε κι αυτό ταλαιπωρημένη ανθρωπότητα. Οι θόρυβοι ανάβλυζαν από παντού, δυνάμωναν, γέμιζαν τόν ασάλευτο αγέρα. Αυγάτισε έξαφνα η καταχνιά· σκέπασε μέ ασάφεια όλα τά πάντα. Τά δεμένα φορτηγά, στού Ξαβέριου καί στή Ζώνη, πήραν μορφή ονειρική. Η καμπάνα τού Άι-Νικόλα άρχισε ν’αργοσημαίνει τόν Όρθρο. Καναδυό ευσεβείς σταυροκοπήθηκαν βιαστικά· οι περισσότεροι δέν έδωσαν σημασία· δέν πίστευαν σέ Θεό καί Διάβολο, μόνοι τους έπρεπε νά τά βγάλουν πέρα σέ τούτη τή ζωή, άλλη ζωή δέν υπήρχε...
Κι άξαφνα, ο ήλιος πρόβαλε πάνω απ’τόν Υμηττό. Οι λοξές ακτίνες του σκόρπισαν θαμπό χρυσάφι στ’ασήμια τής ομίχλης· άπλωσαν αμυδρές κιτρινίλες στούς τοίχους τών σπιτιών. Εξόν απ’τό φώς, θά’λεγες πώς τίποτα δέν άλλαξε. Μά η γή περιστρεφόταν γρήγορα· ψήλωσε σύντομα ο ήλιος, γίνηκαν πιό κάθετες οι ακτίνες του, κι έχυσαν παντού αναλυτό μολύβι. Η καινούρια μέρα άρχιζε, ζεστότερη από τίς προηγούμενες.