Εκλογές, χρώματα, μέ φρού φρού κι αρώματα... (2)
Ένα παράδοξο τής συμπεριφοράς κάποιων γονέων παιδιών μικρών είναι τό ότι ενώ κάνουν σούτ, λένε «εεεε», μορφάζουν αποδοκιμαστικά όταν σέ κοινωνικές εκδηλώσεις, κάποιος χρησιμοποιεί λέξη κακιά, δέν εκφράζουν καμιάν ένσταση, όταν προκύπτη ζήτημα αυτά τά μικρά παιδιά νά πάνε σέ ποδοσφαιρικό γήπεδο.
Καί τί γήπεδο.
Γήπεδο μικρών κατηγοριών, τοπικών πρωταθλημάτων.
Ο πατέρας μου λοιπόν, από όσο θυμάμαι τόν εαυτό μου, έπαιρνε εμένα καί τόν αδελφό μου σέ κάτι ξερά γήπεδα τής Νικαίας καί τού Κορυδαλλού. Τραβάγαμε πάντα ποδαράτα αφού στά μικράτα μας, αυτοκίνητο δέν είχαμε, νά δούμε μιάν τοπική ομάδα, τόν Αετό Κορυδαλλού στό γήπεδο τών φυλακών. Κατευθυνόμασταν δυτικά, ο κυριακάτικος δύων ήλιος, η θέα του, μαζύ μέ τήν μυρωδιά τού τσιγάρου πού μόλις έχει ανάψει, είναι κάτι πού επίσης μού έχει μείνει, σηματοδοτεί μιά μελαγχολία χωρίς αιτία γιά κάθε Κυριακή.
Κι όταν καθόμασταν στό τσιμέντο, ο αδελφός μου κοιμόταν, πάντα τόν έπαιρνε ο ύπνος, διηγείται ο πατέρας μου, ενώ εσύ μίλαγες συνέχεια ρέ βρωμιάρη!
Εγώ όμως νομίζω ότι υπήρχαν κάποιες στιγμές πού τό βούλωνα καί παρακολουθούσα τά τεκταινόμενα εκεί κοντά μου.
Οι κερκίδες στά γήπεδα αυτά είναι από ανύπαρκτες έως ελάχιστες. Ο κόσμος λιγοστός. (Εάν δέν πήγαινε ο πατέρας μου, θά’λεγα ότι είναι καί καμμένος). Χωρίς πολλά εμπόδια γίνεσαι κοινωνός όλης αυτής τής εκδηλώσεως, μπορείς κι ακούς, βλέπεις ο,τιδήποτε κάνει ο καθείς.
Παρακολουθούσα λοιπόν, κόλλαγε τό βλέμμα μου μέ μέγιστο ενδιαφέρον στίς αντιδράσεις κάποιων στήν εξέδρα, φίλων τό δίχως άλλο, τού ποδοσφαίρου καί τών ιδεωδών τού αθλητισμού όταν ο πλησίον επόπτης ή ο διατητής (σίκ) σφύραε (σίκ) κάτι πού δέν συνεβάδιζε μέ τήν άποψή των καί τήν έν γένει επίδοση τών αισθητηρίων οργάνων τους.
Ειδικά μέ τήν περίπτωση τών εποπτών, η περίπτωσις ήτο περιπτωσάρα. Διότι τόν έχεις κοντά σου τόν επόπτη, στά γήπεδα αυτά δέν υπάρχει στίβος βεβαίως, απέχεις ελάχιστα, ε όχι μέ τά χέρια, αλλά μέ ένα γιογιό σίγουρα θά τόν πετύχαινες τόν στόν ασβέστη επόπτη.
Κι όπως είπαμε πρίν, κόσμος δέν υπάρχει πολύς στήν κερκίδα ώστε ο διαφωνών οπαδός νά μήν μπορή νά μήν τρέξη πρός τά κάγκελα, οπότε...
Έβλεπα λοιπόν τόν οπαδό, τόν αδιαμφισβητήτως θιασώτη δηλαδή τής ευγενούς άμιλλας νά σπεύδη τροχάδην, τρία τρία τά σκαλιά νά καταπίνη κατεβαίνων, στήν προσπάθειά του νά υποδείξη στόν επόπτη τό λάθος πού έκανε. Η φόρα του ενίοτε (πάντα) ήταν τόση ώστε έσκαγε στά κάγκελα, θόρυβος πολύς, τόν μεγάλωνε η διά τών χειρών του κρούσις στίς λαμαρίνες καί τά σίδερα, ο επόπτης άλλωστε στραμμένος πρός τήν παιδιά δέν έβλεπε τί γινόταν πίσω του. Άκουγε μόνον. Άκουγε τίς συστάσεις τού ξεκάθαρα φίλου τού νους υγιής εν σώματι υγιεί:
- Ρέ αρxiδη, γaμώ τήv aδeρφή σου καί γaμώ τήν μάva σου κι όλα τά θηλυκά τής οικογένειάς σου, δέν είδες ότι ήντουσταν οφσάιντ; Δύο ήντουσταν ρέ! Καί τό 6 καί τό 10! Μιλημένος ήρθες ρέ καρiόλn, γaμώ τό μouνi πού σέ γλύστραγε; Γιά παίξε καλλίτερα...!
Ικανοποιηθείς λοιπόν γιά τό ότι συνείσφερε στό ευ αγωνίζεσθαι κι αφού σκούπιζε σάλια (σίκ) απ’τό σαγόνι γύριζε πάλι στήν θέση του, στόν πασσατέμπο καί τά τσιγαράκια τά κούπερ.
Δέν αργούσε πάλι μιά όχι καί τόσο ξεκάθαρη φάση νά δημιουργήση στόν επόπτη δισταγμούς γιά κάποιαν απόφαση. Δισταγμοί όμως ανύπαρκτοι στόν πούρα εραστή τού αθλητισμού. Πάλι σάν αλεξιπτωτιστής, προσγειωνόταν ακριβώς πίσω από τόν επόπτη, τόν κινούμενο επόπτη. Κινείτο κι αυτός, ακολουθούσε τόν επόπτη προσπαθών νά τού δείξη/αποδείξη σφάλματα:
- Καί γaμώ τά παιδιά σου, καί γaμώ τήν ζωή σου, καί γaμώ τήν Πα**γia σου ! Ρέ κοράκι αβαβά τήν έχετε τήν φάση ρε; Πώς τήν είδες; Γουστάρεις μωρή αδερφάρα νά σού βάλω τό σημαιάκι στόν κώλo; Δέν θά σού κάνω τήν χάρη όμως!
Καί πάλι πάνω. Ξέρω τ’όνομά σου τήν εικόνα σου καί πάλι από τήν αρχή... Όλη αυτή η πρόζα μέ εντυπωσίαζε. Όχι ο τύπος, ο σχεδόν Κουμπερτέν τύπος, αλλά ο...
Αλλά ο επόπτης.
Καθόταν εκεί. Μέ πλάτη πρός τόν τύπο πού είχε βάλει στό μάτι τήν αδελφή του, μέ μόνη επαφή ν’ακούη ωδές γιά τήν μάνα του καί πόσο επαγγελματικά ικανοποιούσε ανοιξιάτικες ανατριχίλες ανδρών πάσης ηλικίας, χωρίς καμιάν αντίδραση πρός αυτόν, απλώς έκανε τήν δουλειά του (καλώς ή κακώς) ήλεγχε τίς ζώνες ευθύνης του. Πλάγια, κόρνερ, οφφσάιντ.
Τούτο μέ έκανε νά παύω τό μπλά μπλά καί νά χαζεύω όχι τήν μπάλα αλλά τόν επόπτη. Αυτήν τήν απίστευτη σκηνή: Ένας μαυροφορεμένος τύπος σ’αθλητική δραστηριότητα κι ένας άλλος πίσω του, δυόμισυ μέτρα πίσω του νά τόν βρίζη χωρίς τελειωμό, ποσοτικό αλλά καί ποιοτικό. Στό θέατρο αυτό, μπορεί νά παρευρίσκοντο 3-4 αστυφύλακες λίγο παραπέρα οι οποίοι περί άλλων ετύρβαζαν.
Τίποτε. Μιά πρόχειρη αλλά καί σίγουρη λύση νά ξεσπάσης, νά ξεθυμάνης νεύρα από τήν δουλειά, από τήν γυναίκα, από τήν κενωνία νά πάς σέ κάποιο γήπεδο καί χωρίς σκάλωμα νά γίνεις Όμηρος τής αργκό. (Τώρα δέ, απαγορεύεται νά πής τόν άλλον, κ*λοσουηδό, κ*λοέλληνα, κ*λοαλβανό, αλλά γaμώ τήν παναγία σου, τόν χριστό σου, τήν μάνα σου, τά πεθαμένα σου, τά ζωντανά σου, τό αίμα σου, είναι οκ!)
Αυτή η θύμησις μού ανεκλήθη εχθές βλέποντας ειδήσεις. Είδα τόν Αλαβάνο νά χαιρετά τούς κατοίκους τής Πρώτης Σερρών. Ήταν στήν πλατεία τού χωριού ο πρόεδρος τού ΣΥΝ όταν, δυό τρία μέτρα παρακεί, ένας σχεδόν παππούς, άρχιζε νά κράζη τόν πρόεδρα όστις ώ τί θαύμα! θυμήθηκε έλληνες! Ε, μά κι εσύ βρέ Αλέκε, στό στόμα τού λύκου πήγες! Ο Αλαβγάνος χαιρετούσε, ο άλλος τόν έκραζε! Κι ο φακός πότε στόν πρόεδρο, πότε στόν καραμανλικό. Τόν έκραζε διότι είχε χαρακτηρίσει νονό, τόν Καραμανλή. Ξαφνικά, η εικών εκείνη μέ Αλαβγάνο καί σερραίο, μού δημιούργησε κλίμα συμπαθείας πρός τόν πρόεδρο. Διότι λίαν αξιοπρεπώς, αγνοούσε τόν κράζοντα. (Θά μού πείς, τί θά’πρεπε νά κάνη; Φάπες νά πά’ νά τού ρίξη;). Έν πάση περιπτώσει, οξεία απέχθεια μού δημιούργησε εκείνος ο σερραίος πού άρχισε νά υπερασπίζεται πρωθυπουργό ο οποίος ανέχεται τήν Κουτσίκου καί κάνει λόγο γιά «μεσαίο χώρο». Ο Αλαβγάνος, στραφείς αλλού, δέν έδωσε σημασία.
Ο οποίος Αλαβγάνος, έδειξε τό καλό πρόσωπο μιάς αριστεράς προχθές έν Πειραιεί νομίζω, όταν είπε:
«Ζούμε στήν Ελλάδα, στήν Αθήνα, μέ τιμές Λονδίνου καί Παρισιού καί μισθό Βουκουρεστίου καί Σόφιας».
Ακριβώς. Θά ήταν ευχής έργον η Αριστερά (καί τό συγκεκριμένο κόμμα) νά έθετε σέ πρώτη προτεραιότητα τέτοιου είδους ζητήματα (αυτά τά οποία ήταν η γενεσιουργός αιτία της) καί όχι τό πώς θά νομιμοποιήσουμε όποιον όποιον όποιον όποιον όποιον όποιον όποιον όποιον όποιον όποιον όποιον όποιον όποιον λαθρομετανάστη σκάσει μύτη στό Ψαλίδι τής Κώ.
Καί τί γήπεδο.
Γήπεδο μικρών κατηγοριών, τοπικών πρωταθλημάτων.
Ο πατέρας μου λοιπόν, από όσο θυμάμαι τόν εαυτό μου, έπαιρνε εμένα καί τόν αδελφό μου σέ κάτι ξερά γήπεδα τής Νικαίας καί τού Κορυδαλλού. Τραβάγαμε πάντα ποδαράτα αφού στά μικράτα μας, αυτοκίνητο δέν είχαμε, νά δούμε μιάν τοπική ομάδα, τόν Αετό Κορυδαλλού στό γήπεδο τών φυλακών. Κατευθυνόμασταν δυτικά, ο κυριακάτικος δύων ήλιος, η θέα του, μαζύ μέ τήν μυρωδιά τού τσιγάρου πού μόλις έχει ανάψει, είναι κάτι πού επίσης μού έχει μείνει, σηματοδοτεί μιά μελαγχολία χωρίς αιτία γιά κάθε Κυριακή.
Κι όταν καθόμασταν στό τσιμέντο, ο αδελφός μου κοιμόταν, πάντα τόν έπαιρνε ο ύπνος, διηγείται ο πατέρας μου, ενώ εσύ μίλαγες συνέχεια ρέ βρωμιάρη!
Εγώ όμως νομίζω ότι υπήρχαν κάποιες στιγμές πού τό βούλωνα καί παρακολουθούσα τά τεκταινόμενα εκεί κοντά μου.
Οι κερκίδες στά γήπεδα αυτά είναι από ανύπαρκτες έως ελάχιστες. Ο κόσμος λιγοστός. (Εάν δέν πήγαινε ο πατέρας μου, θά’λεγα ότι είναι καί καμμένος). Χωρίς πολλά εμπόδια γίνεσαι κοινωνός όλης αυτής τής εκδηλώσεως, μπορείς κι ακούς, βλέπεις ο,τιδήποτε κάνει ο καθείς.
Παρακολουθούσα λοιπόν, κόλλαγε τό βλέμμα μου μέ μέγιστο ενδιαφέρον στίς αντιδράσεις κάποιων στήν εξέδρα, φίλων τό δίχως άλλο, τού ποδοσφαίρου καί τών ιδεωδών τού αθλητισμού όταν ο πλησίον επόπτης ή ο διατητής (σίκ) σφύραε (σίκ) κάτι πού δέν συνεβάδιζε μέ τήν άποψή των καί τήν έν γένει επίδοση τών αισθητηρίων οργάνων τους.
Ειδικά μέ τήν περίπτωση τών εποπτών, η περίπτωσις ήτο περιπτωσάρα. Διότι τόν έχεις κοντά σου τόν επόπτη, στά γήπεδα αυτά δέν υπάρχει στίβος βεβαίως, απέχεις ελάχιστα, ε όχι μέ τά χέρια, αλλά μέ ένα γιογιό σίγουρα θά τόν πετύχαινες τόν στόν ασβέστη επόπτη.
Κι όπως είπαμε πρίν, κόσμος δέν υπάρχει πολύς στήν κερκίδα ώστε ο διαφωνών οπαδός νά μήν μπορή νά μήν τρέξη πρός τά κάγκελα, οπότε...
Έβλεπα λοιπόν τόν οπαδό, τόν αδιαμφισβητήτως θιασώτη δηλαδή τής ευγενούς άμιλλας νά σπεύδη τροχάδην, τρία τρία τά σκαλιά νά καταπίνη κατεβαίνων, στήν προσπάθειά του νά υποδείξη στόν επόπτη τό λάθος πού έκανε. Η φόρα του ενίοτε (πάντα) ήταν τόση ώστε έσκαγε στά κάγκελα, θόρυβος πολύς, τόν μεγάλωνε η διά τών χειρών του κρούσις στίς λαμαρίνες καί τά σίδερα, ο επόπτης άλλωστε στραμμένος πρός τήν παιδιά δέν έβλεπε τί γινόταν πίσω του. Άκουγε μόνον. Άκουγε τίς συστάσεις τού ξεκάθαρα φίλου τού νους υγιής εν σώματι υγιεί:
- Ρέ αρxiδη, γaμώ τήv aδeρφή σου καί γaμώ τήν μάva σου κι όλα τά θηλυκά τής οικογένειάς σου, δέν είδες ότι ήντουσταν οφσάιντ; Δύο ήντουσταν ρέ! Καί τό 6 καί τό 10! Μιλημένος ήρθες ρέ καρiόλn, γaμώ τό μouνi πού σέ γλύστραγε; Γιά παίξε καλλίτερα...!
Ικανοποιηθείς λοιπόν γιά τό ότι συνείσφερε στό ευ αγωνίζεσθαι κι αφού σκούπιζε σάλια (σίκ) απ’τό σαγόνι γύριζε πάλι στήν θέση του, στόν πασσατέμπο καί τά τσιγαράκια τά κούπερ.
Δέν αργούσε πάλι μιά όχι καί τόσο ξεκάθαρη φάση νά δημιουργήση στόν επόπτη δισταγμούς γιά κάποιαν απόφαση. Δισταγμοί όμως ανύπαρκτοι στόν πούρα εραστή τού αθλητισμού. Πάλι σάν αλεξιπτωτιστής, προσγειωνόταν ακριβώς πίσω από τόν επόπτη, τόν κινούμενο επόπτη. Κινείτο κι αυτός, ακολουθούσε τόν επόπτη προσπαθών νά τού δείξη/αποδείξη σφάλματα:
- Καί γaμώ τά παιδιά σου, καί γaμώ τήν ζωή σου, καί γaμώ τήν Πα**γia σου ! Ρέ κοράκι αβαβά τήν έχετε τήν φάση ρε; Πώς τήν είδες; Γουστάρεις μωρή αδερφάρα νά σού βάλω τό σημαιάκι στόν κώλo; Δέν θά σού κάνω τήν χάρη όμως!
Καί πάλι πάνω. Ξέρω τ’όνομά σου τήν εικόνα σου καί πάλι από τήν αρχή... Όλη αυτή η πρόζα μέ εντυπωσίαζε. Όχι ο τύπος, ο σχεδόν Κουμπερτέν τύπος, αλλά ο...
Αλλά ο επόπτης.
Καθόταν εκεί. Μέ πλάτη πρός τόν τύπο πού είχε βάλει στό μάτι τήν αδελφή του, μέ μόνη επαφή ν’ακούη ωδές γιά τήν μάνα του καί πόσο επαγγελματικά ικανοποιούσε ανοιξιάτικες ανατριχίλες ανδρών πάσης ηλικίας, χωρίς καμιάν αντίδραση πρός αυτόν, απλώς έκανε τήν δουλειά του (καλώς ή κακώς) ήλεγχε τίς ζώνες ευθύνης του. Πλάγια, κόρνερ, οφφσάιντ.
Τούτο μέ έκανε νά παύω τό μπλά μπλά καί νά χαζεύω όχι τήν μπάλα αλλά τόν επόπτη. Αυτήν τήν απίστευτη σκηνή: Ένας μαυροφορεμένος τύπος σ’αθλητική δραστηριότητα κι ένας άλλος πίσω του, δυόμισυ μέτρα πίσω του νά τόν βρίζη χωρίς τελειωμό, ποσοτικό αλλά καί ποιοτικό. Στό θέατρο αυτό, μπορεί νά παρευρίσκοντο 3-4 αστυφύλακες λίγο παραπέρα οι οποίοι περί άλλων ετύρβαζαν.
Τίποτε. Μιά πρόχειρη αλλά καί σίγουρη λύση νά ξεσπάσης, νά ξεθυμάνης νεύρα από τήν δουλειά, από τήν γυναίκα, από τήν κενωνία νά πάς σέ κάποιο γήπεδο καί χωρίς σκάλωμα νά γίνεις Όμηρος τής αργκό. (Τώρα δέ, απαγορεύεται νά πής τόν άλλον, κ*λοσουηδό, κ*λοέλληνα, κ*λοαλβανό, αλλά γaμώ τήν παναγία σου, τόν χριστό σου, τήν μάνα σου, τά πεθαμένα σου, τά ζωντανά σου, τό αίμα σου, είναι οκ!)
Αυτή η θύμησις μού ανεκλήθη εχθές βλέποντας ειδήσεις. Είδα τόν Αλαβάνο νά χαιρετά τούς κατοίκους τής Πρώτης Σερρών. Ήταν στήν πλατεία τού χωριού ο πρόεδρος τού ΣΥΝ όταν, δυό τρία μέτρα παρακεί, ένας σχεδόν παππούς, άρχιζε νά κράζη τόν πρόεδρα όστις ώ τί θαύμα! θυμήθηκε έλληνες! Ε, μά κι εσύ βρέ Αλέκε, στό στόμα τού λύκου πήγες! Ο Αλαβγάνος χαιρετούσε, ο άλλος τόν έκραζε! Κι ο φακός πότε στόν πρόεδρο, πότε στόν καραμανλικό. Τόν έκραζε διότι είχε χαρακτηρίσει νονό, τόν Καραμανλή. Ξαφνικά, η εικών εκείνη μέ Αλαβγάνο καί σερραίο, μού δημιούργησε κλίμα συμπαθείας πρός τόν πρόεδρο. Διότι λίαν αξιοπρεπώς, αγνοούσε τόν κράζοντα. (Θά μού πείς, τί θά’πρεπε νά κάνη; Φάπες νά πά’ νά τού ρίξη;). Έν πάση περιπτώσει, οξεία απέχθεια μού δημιούργησε εκείνος ο σερραίος πού άρχισε νά υπερασπίζεται πρωθυπουργό ο οποίος ανέχεται τήν Κουτσίκου καί κάνει λόγο γιά «μεσαίο χώρο». Ο Αλαβγάνος, στραφείς αλλού, δέν έδωσε σημασία.
Ο οποίος Αλαβγάνος, έδειξε τό καλό πρόσωπο μιάς αριστεράς προχθές έν Πειραιεί νομίζω, όταν είπε:
«Ζούμε στήν Ελλάδα, στήν Αθήνα, μέ τιμές Λονδίνου καί Παρισιού καί μισθό Βουκουρεστίου καί Σόφιας».
Ακριβώς. Θά ήταν ευχής έργον η Αριστερά (καί τό συγκεκριμένο κόμμα) νά έθετε σέ πρώτη προτεραιότητα τέτοιου είδους ζητήματα (αυτά τά οποία ήταν η γενεσιουργός αιτία της) καί όχι τό πώς θά νομιμοποιήσουμε όποιον όποιον όποιον όποιον όποιον όποιον όποιον όποιον όποιον όποιον όποιον όποιον όποιον λαθρομετανάστη σκάσει μύτη στό Ψαλίδι τής Κώ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα