Κυριακή, Φεβρουαρίου 27, 2011
Εἶχα σχολάσει νωρίτερα καὶ κίνησα γιὰ τὸ κοντυνὸ μεγαλοσουπερμάρκετ.
Ἐκεῖ, στὸ ταμεῖο, πάντα στὰ ῥέστα ἡ στρογγυλοποίηση γινόταν ὑπὲρ τοῦ καταστημάτου, πολὺ μὲ ἐξενεύριζε τοῦτο μὰ δὲν διέθετα τοὺς ἀδένες νὰ διαμαρτυρηθῶ. Ὕπουλος ὅμως, μνησίκακος καὶ ῥεβανσιστής, τὸ κρατοῦσα μανιάτικο καὶ ἔδινα κρυφομονολογώντας ῥαντεβοὺ γιὰ τὴν ἑπομένη φορά, ἵνα ῥεφάρω τὴν χασούρα. Κουφάλες, θὰ δῇτε τί θὰ σᾶς κάμω! Ἀπὸ μέσα μου τὄλεγα, ναί.
Εἶχα σχολάσει νωρίτερα καὶ ἤμουν στὸ κοντυνὸ τῆς δουλειᾶς μεγαλοσουπερμάρκετ, περιφερόμουν στοὺς διαδρόμους ψάχνοντας τὸν πιὸ λειψάνδριο ἀλλὰ καὶ μὲ ῥαφιῶν ἐκθεμάτων ἀρεστῶν σὲ μένα, προσφερομένων γιὰ πλιάτσικο.
Κάπου βορειοδυτικὰ τῆς ἀχανοῦς ἐκτάσεως ἦταν οἱ σοκοφρέτες, οἱ σερενάτες κι ὅλα τὰ σοκολατοειδῆ. Στὸν πρῶτο ἀνατολικὸ παράλληλο τοῦ ἐν λόγῳ σοκολατοδιάδρομου, ἤντουσταν μάλιστα τὰ γαριδάκια κι ὅ,τι συναφές. Τσίμπησα ὅσες σερενάτες ἀντεῖχε τὸ πιὸ μεγαλόπρεπο χασμουρητὸ τῆς παλάμης μου κι ἄρχισα νὰ γυρνοβολῶ στὸ χάσιμο, μόνον ὁ ἡλιόσπορος μοῦ ἔλειπε τοῦ κιαρατᾶ! Ἔθεσα μιὰν ἐξ αὐτῶν μανικετόκουμπο στὸ μπλουζάκι μου καὶ τῆς διέρρηξα τὴν παρθενία της μὲ τὸ μήκους δύο ἑκατοστῶν νυχάκι τοῦ μικροῦ δακτύλου τοῦ ἀλλουνοῦ φυσικὰ χεριοῦ, ναί. Ἔκοψα μιὰν κυκλώπια μπουκιὰ καὶ τὴν τσιμπούκωσα σὰν γκόμενα δίδουσα ἐξετάσεις πρώτου ῥαντεβοὺ μὲ παντρεμένο. Παραμερίζοντας τὶς μᾶλλον ἐκνευριστικὲς συνήθειες τοῦ Χένρυ Τζέημς κατὰ τὴν βρῶσιν, σχεδὸν ἀμάσητο κατάπια τὸ γλύκισμα ἐνῷ μάθαινα διαβάζοντας – ξεκαρφωματικῶς – σὲ ἕνα ἀλουμινένιο κουτάκι πὼς ῥυθμιστὴς ὀξύτητος σὲ μιὰν κόκα κόλα εἶναι τὸ κιτρικὸ νάτριο καὶ ὀλίγη καφεΐνη.
Προχώρησα παρακάτω στέλνοντας διακριτικὰ βλέμματα, ἄνευ κινήσεως τῆς κεφαλῆς, ψηλὰ γιὰ τυχὸν ψηφιακοὺς ῥουφιάνους μὰ ’ντάξ’, καμμιὰ κάμερα δὲν ἐμπόδαγε τὸ μπινελίκι μου. Κατευθυνόμην νοτίως, προσπέρασα κακομούτσουνους ἐπιμελητὰς ῥαφιῶν, μουστάρδες ἦσαν ἐκεῖ θαρρῶ καὶ μαγιονέζες καὶ ἀφοῦ διεπίστωσα πάλι μοναξιές, αὐνάνισα τὸ περιτύλιγμα μιᾶς ἀκόμα σερενάτας. Γρήγορα, γρήγορα μὲ ἕνα ἀδικαιολόγητο κατοχικὸ σύνδρομο, χρειάστηκα 1,4 (οὔτε κἂν μιάμιση) χαψιὰ γιὰ ἐνστόμωση τῆς γκοφρέτας καὶ κίνησα πρὸς τὴν ἔξοδο.
Ἄχ! Τί ἡδεία ποὺ ἦταν! Τὸ δίχως ἄλλο ἡ γλυκάδα της αὔξανε ἐπειδὴ δὲν εἶχαν δωθεῖ λύτρα γι’ αὐτὴν στὸ ταμεῖον, ἄφθαστο συναίσθημα τὸ προξενούμενο ἀπὸ μιὰν ἀπαλλοτροίωση κάποιου ἀγαθοῦ ἐκ τοῦ ὁποίου ἀναιδῶς καὶ ἀναισχύντως οἱ καπιταλιστὲς καὶ τὸ μεγάλο κεφάλαιο καρποῦνται τὴν ὐπεραξία ἡ ὁποία δημιουργεῖται ἀπὸ λιγωμένους οὐρανίσκους καὶ γλῶσσες, πρὸ ἀλλὰ κυρίως μετὰ ἀπὸ τὴν κατάποση!
Ἀπαλλοτροίωσις λοιπὸν καὶ ὄχι κλοπή! Στὸ λίκνο τοῦ καπιταλισμοῦ μὲ εἶχε πιάσει ἕνας οἶστρος τόσος μὲ τὸ συμπάθειο· ὅμορφος, ὡραῖος, συνειδητοποιημένος λαϊκὸς ἀγωνιστὴς ἤμανε, μαχητὴς κατὰ τῆς ἐκμετάλλευσης ἀπὸ τὸ διεθνὲς καὶ ντόπιο κεφάλαιο. Τότε θυμήθηκα τὰ λειψὰ κέρματα ποὺ κατὰ καιροὺς μοῦ ἔδωνε ἡ ταμίας καὶ τ’ἀπεφάσισα: Θὰ σᾶς πηδήξω σήμερις!
Ἀνέκαμψα, πῆρα τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς πρὸς στὸν γκοφρετοειδὴ διάδρομο καὶ σταμάτησα ἕναν πρίν, στὸν μὲ γαριδάκια. Κύτταξα δεξιά, κύτταξα κι ἀπὸ τὴν ἄλλην, πιὸ κάτω, στὰ σοκολατάκια ἦταν δυὸ ἐσχατόγριες συγκρίνουσαι τιμὰς καὶ ἕνας σεκιούριτυ ~ ἀχνοφαινόταν πέρα στὰς ἀνατολὰς τοῦ διαδρόμου, ἀλλὰ στὸν μπόιchon μου, ἤμουν ἀποφασισμένος σοῦ λέω καὶ δὲν θὰ σκάλωνα ἀκόμη καὶ ἀστυνόμο Α΄ μὲ γουήκυ τώκυ ἀνὰ χείρας νὰ ἔβλεπα· μέχρι καὶ τροχάδην προσαγωγὲς στὴν Ἀσφάλεια φανταζόμουν, μὲ συντρόφους στὸ πεζοδρόμιο νὰ φωνάζουν συνθήματα ὑπὲρ ἐμοῦ, μωρὲ θὰ μὲ ἔσκιαζε ἕνας κοιλαρὰς σεκιούριτης, ντελιβερὰς τὰ βράδια καὶ τέως τηλεφωνικῶς πουλητὴς πιστωτικῶν καρτῶν;
Στὸν ὠκεανὸ τῆς λαϊκῆς ὀργῆς στάθηκα σὲ μιὰν βραχονησίδα παραπόνου καθὼς κυττοῦσα τὰ ῥάφια μὲ τὰ σνάκς, ναὶ ἡ ἐδῶ καὶ χρόνια ἀπουσία/ἀπόσυρση τῶν φοφίκο μοῦ εἶχε δημιουργήσει ψήγματα μελαγχολίας καὶ ἀπαρχὲς κατάθλιψης· γαμημένη νοσταλγία. Γιὰ λίγο τούτη ἡ περισυλλογὴ πάντως, βούτηξα γρήγορα καὶ πάλι στὴν θάλασσα τοῦ ἀχτιβισμοῦ, πετάχτηκα ὡσὰν ἠλεχτρισμένος στὸ ἀπάγκιο τῶν γαριδακίων. Ὄχι ἁπλὰ συνήθη γαριδάκια, τὸ σακουλάκι ποὺ θὰ ἄρμεγα περιέσχε γαριδάκια μὲ περίεργο δέμας, πῶς νὰ τὸ περιγράψω…; Ὄχι λεῖον σουραυλάκι, μὰ μὲ ἐξογκώματα, σὰν καυλόσπυρα, σὰν φλύκταινες, σὰν φουσκάλες, στὶς ὁποῖες φουσκάλες, φλύκταινες, καυλόσπυρα θρονιάζονταν διπλὲς καὶ τριπλὲς δόσεις τυριοῦ – ἐντάξει μυρωδιῶν τυριοῦ. Γαμῶ! Θυμήθηκα μάλιστα κάτι βράδια ταινιοπαρακολούθησης μὲ μιὰν πατσαβούρα δίπλα μου, ἡ ὁποία μοῦ ἔτρωγε τὰ περισσότερα (ὄχι, δὲν ἦταν γι’αὐτὸ πατσαβούρα μὰ δὲν εἶναι τῆς παρούσης, γιατί ἀποπροσανατολίζετε τὸν ἀγωνιζόμενο προλετάριο ἀπὸ τὰ ἀληθῆ του προβλήματα;) γαμημένη νοσταλγία. Γρήγορα (μὴ μὲ θεωρήσουν τίποτε ἐκφυλισμένο τὰ παντοὺ ἰνστρουχτορικῶς μάτια τῶν μᾶς βλέπουν πάντα) ἀγκάλιασα ἕνα σακουλάκι καὶ ξεκοιλιάζοντάς το, μυτίως ἅρπαξα τὶς μυρωδιὲς τοῦ τυριοῦ. Γαμῶ. Βούτηξα καὶ τὰ πέντε δάκτυλα τῆς δεξιᾶς στὸ κοκό· ὁ ἀντίχειρας τῆς ἀριστερᾶς μὲ τὸν δείκτη της βοηθοῦσαν τὴν βούτα στὸ σακουλάκι, σταθεροποιώντας το ἀφοῦ ὁ ἐγκέλαδος τῆς ἀπαλλοτροίωσης ἦταν πυρετώδης. Χωρὶς χρονοτριβὴ ἔστειλα τὴν χούφτα μου στὸ στόμα καὶ ξεφόρτωσα. Τὰ μπουρδέλα δὲν ἦταν τόσο σοκολακτικῶς εὔπλαστα, χρειαζόταν ὑπερωρία τῶν γνάθων καὶ τῶν ὀδόντων φυσικά, ἀλλὰ ὅσο ἀτρόμητος κι ἄν ἤμανε, ὅσο κι ἂν δὲν μασοῦσα τὸν ποῦτσο μου μὲ τοὺς γύρω, οἱ συνθῆκες δὲν ἔμοιαζαν δειπνικές, σιγὰ μὴν ἔπρεπε ἀργὸ μάσημα, μὲ κλειστὸ στόμα καὶ κουβέντα οὐχὶ μὲ γιομάτον τέτοιον, σιγὰ δηλαδὴ μὴν καὶ ζητοῦσα ἀπὸ ὁμοτράπεζο νὰ μοῦ περάσῃ τὸ ἁλάτι (ἢ μήπως τὰ ἁλάτια ἦταν σ’ἄλλον διάδρομο;)
Γι’αυτὸ καὶ μόλις ἐνστόμωσα τὰ γαριδάκια κίνησα - ἀφήνοντας ἐκεῖ τὸ χάσκον σακουλάκι - νὰ φύγω, νὰ πάω σ’ἄλλον διάδρομο νὰ ξεκαρφωθῶ ~ ἤθελα ἕνα μὲ οὐδέτερο πεχὰ σαμπουάν, εἶχα καὶ καλαθάκι ὁ κονιόρδος, τὰ εἶχα προβλέψει ὅλα ἐξόχως μαριγκελικῶς, δὲν ἀφήνουμε τραυματία ἀντάρτη πόλεων στὰ χέρια τοῦ ἐχτροῦ, σιγὰ λοιπὸν ἡ μάσα, μὲ ῥέγουλα, μὴν πνιγοῦμε κιόλας κι ἐπειδὴς ἤμανε μόνος, μὲ φρόντιζα γώ. Δὲν χρειάστηκε μεγάλη βόλτα, τὰ εἶχα καταπιεῖ μέχρι νὰ πῇς Κάρλος ἀλλὰ τὰ γαμημένα, πόσο μοῦ κούρδισαν τὴν ἀπληστία τοῦ στομάχου! Ξαναπῆγα, ξανάδραξα ὅσα ἀντέσχον φούχτα καὶ στόμας καὶ ξανακίνησα νὰ φύγω. Δὲν χρειάστηκε ν’ ἀπομακρυνθῶ – καὶ πάλι. Ὁ στόμας μου δούλευε σὲ πρωταθληματικοὺς ῥυθμοὺς σὰν τὰ γυναικεῖα τέτοια, γιὰ τὴν ἄλλη χρήση γιὰ τὰ ὁποῖα ὑφίστανται τὰ στόματα (τί ἐννοῶ; Ὁμιλία ἢ πεολειχία; Δὲν θὰ σᾶς πῶ.) Δὲν θυμᾶμαι πόσες φορὲς φορὲς ἔκανα αὐτὸ τὸ πᾶνε ἔλα, ἦταν κάμποσες, ’ντὰξ’ δὲν ἄδειασα καὶ τὸ σακουλάκι ἀλλὰ ἤδη ἔνοιωθα ἀναδεύσεις στὸ στομάχι μου, κάτι προοίμια ῥεψίματος, ἄσε ποὺ κύτταξα καὶ τὸ ῥολόι μου, ἔπρεπε νὰ φύγω.
Ἄφησα ἐκεῖ μπροστὰ μπροστὰ ἀνοιχτὸ τὸ λειψὸ σακουλάκι ὥστε ἄμεσα νὰ τὸ ἐπισημάνουν οἱ ὑπαλλῆλοι καὶ τὰ τσιράκια τῶν μπουρζουάδων, ἄφησα καὶ μιὰ ψαρωτικότατη προκήρυξη ποὺ κατέληγε γιὰ τὸ ὅτι δὲν ἐγγυώμεθα (sic) στὸ ἑξῆς γιὰ τὴν σωματικὴ ἀκεραιότητα τῶν ἐνταῦθα ἐργαζομένων ἀλλὰ τῶν καταναλωτῶν οἱ ὁποῖοι προτιμοῦν τὸν τούρκικο χωρὶς καφεΐνη (ἀποδομοῦσα ἔτσι καὶ τὸν ἐγχώριο σωβινισμὸ περὶ τῆς ἰθαγενείας τοῦ καφὲ) καὶ τὶς οἰκογενειακὲς συσκευασίες πλαστικῶν γιὰ πάρτυ πιάτων καὶ ἔφυγα.
Βασικὰ θὰ καθόμανε κι ἄλλο, στὸ μάτι εἶχα βάλει κάτι κουτσομοῦρες στὸ ἰχθυοπωλεῖο τοῦ μεγαλοσουπερμάρκετ, μέχρι καὶ τρόπους τηγανιᾶς εἶχα ἐπινοήσει στὸ θεόρατο τέμενος τοῦ καπιταλισμοῦ, ἀλλὰ εἶχα ῥαντεβού! Ὄχι κάτι πονηρό, ὄχι. Πονηρὸ ἦταν ὡστόσο τὸ ὕφος μου κατὰ τὴν ἀποχώρηση ἀπὸ ἐκεῖ – δὲν στάθηκα φυσικὰ στὰ ταμεῖα, ὡστόσο μωρὴ κάργια δὲν θὰ μὲ κλέψῃς πάλι στὰ ῥέστα, ἀπηυθύνθην σὲ μιὰν ταμία ὄχι μὲ πολλὰ ντεσιμπὲλ φωνῆς γιὰ νἆμαι εἰλικρινής. Τάχεψα τὸ βῆμα μου, εἶχα ῥαντεβού.
Ὄχι κάτι πονηρό, ὄχι. Μιὰ συνεδρία μὲ τὸν ὁμοιοπαθητικό μου μὲ περίμενε, ἐπτάμισυ χιλιόμετρα νοτιοανατολικώτερα. Καθὼς ὁδηγοῦσα στὴν σχεδὸν ἄδεια παραλιακὴ λεωφόρο ἀπελάμβανα, πλὴν τῶν ἀντάρτικων στὸ σιντί, τὰ ἐποχούμενα τύρια ἀπομεινάρια στὰ δόντια, στὸν οὐρανίσκο. Γαμῶ.
Ὁ γιατρός. Ἕνας εὐγενικὸς κύριος, πρόσχαρος, σπουδαγμένος εἰς τὴν ἀλλοδαπήν, περγαμηνῶν καὶ πτυχίων ὄγκου τηλεφωνικοῦ καταλόγου κάππα γράμματος, μὲ χαμηλὴ ἀμοιβή… Τὸ μόνο ποὺ μὲ ἔκανε νὰ πηγαίνω ὀλίγον τί συγκρατημένος στὶς συνεδρίες ἦταν τὸ ὅτι μοῦ τὸν εἶχε συστήσει ἡ ὡς ἄνωθεν καριόλα – ὀρθῶς ἀντελήφθητε, ναί, ἡ τρώγουσα τὰ γαριδάκια μου. Μὲ χάλαγαν λίγο οἱ δύο εἰκόνες, ἁγιογραφίες ποὺ εἶχε στὴν βιβλιοθήκη του, γιατρὸς πράμμα (sic) καὶ ἦταν φὰν τοῦ πρωτομάρτυρος Στεφάνου καὶ τῶν τριάκοντα ἐν καμίνῳ παίδων; Παρὰ ταῦτα τὸν ἔκανα γοῦστο, μὲ ἄφηνε νὰ τοῦ μιλάω, τοῦ ἔλεγα ἄπειρα πράγματα, δὲν ντρεπόμουν μὲ τὴν καμμία, στὸν παπᾶ καὶ τὸν γιατρὸ τὰ λέμε ὅλα καὶ ἐπειδὴς δὲν πιστεύω σὲ παπάδες καὶ θεούς, σ’αὐτὸν ἔλεγα δύο φορὲς τὰ πάντα καὶ ποτὲς δὲν διέκρινα κάποιον μορφασμὸ δυσαρεσκείας στὸ πρόσωπό του. Ἄσε ποὺ μοῦ ἀπευθυνόταν στὸν πληθυντικό, ποῦ τὸ πᾷς αὐτό;
Τὸν σεβόμουν πολὺ τὸν γιατρό. Στὰ πλαίσια ἑνὸς σχεδίου τῆς κομματικῆς ὀργάνωσης βάσης Κοκκινιᾶς (στὴν ὁποίαν περηφάνως ἀνῆκον κι ἀνήκω) γιὰ τὴν ἐκμάθηση, ἐγκόλπωση καὶ ὑιοθέτηση τῆς ποῦρα λαϊκῆς συμπεριφορᾶς μοῦ εἶχε ἐπιβληθῇ νὰ συναναστρέφωμαι μόνον καραλοῦμπεν ἄτομα, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ πιὸ διανοούμενος θἄπρεπε νὰ ἔχῃ βγάλει τὸ πολὺ τὴν πέμπτη δημοτικοῦ μὲ πρόβλημα μάλιστα στὴν Μελέτη τοῦ Περιβάλλοντος, πρόβλημα ἀρνούμενο προβίβασης στὴν ἕκτη. Πιστὸς σὰν τὸν Ἄργο στὰ κελεύσματα τῶν καθοδηγητῶν μου ἀπέφευγα σὰν παλιομερολογίτισσα παρθένα, συνομήγυρη μὲ ἄτομα τῶν ὁποίων δὲν ἤξερα τὴν ἰδιότητα, τὸ ὑπόβαθρο, τὸ ἐπίπεδο· δὲν τὸ ῥισκάριζα. Κι ὅταν λοιπὸν χρειάστηκε καταφυγὴ σὲ ἰατρὸ γιὰ κάποια μικροπροβληματάκια μου μωρὲεεε τίποτε ἰδιαίτερο καὶ τσίμπησα ἄδεια ἀπὸ τὴν πολυχρονεμένη ἐπικεφαλὴς τῆς ἰντελιγκέντσιας τῆς Β΄ Πειραιῶς, ἔκθαμβος στάθηκα μπροστά του· ἐνώπιον ἀνθρώπου ποὺ ἔβγαλε ὁλάκερο δημοτικὸ (οἱ πανεπιστήμιες σπουδὲς ἦσαν τέρρα ἰνκόγκιντα γιὰ μένα) σχολεῖο! Ὦ, ναί!
Πλησίαζα στὸ φανάρι ποὺ θὰ ἔστριβα, πέταξα τὴν γόπα ἔξω (πόσο ἠδονιζόμουν καὶ ἠδονίζομαι ὄταν λερώνω δήμους διάφορους τοῦ δικού μου!) καὶ ἴσιωσα λίγο τὸ μπλουζάκι. Ἤμουν σχεδὸν ἐν τάξει, κυττάχτηκα στὸν καθρέφτη μάλιστα, ὅλα ἐν τάξει, ὄχι ὅλα, τὸ εἶπα πρίν, σχεδὸν ἐν τάξει… Σχεδόν, διότι μιὰ λησμόνια τῆς μάσας φαινόταν ὅτι εἶχε παραμείνει κάπου ἀνάμεσα σὲ δυὸ δόντια στὴν ἄνω γνάθο. Μὲ δυσκόλευε, μοῦ τὴν ἔσπαγε σὰν χαλίκι στὸ παπούτσι ἦταν, πολὺ σπαστικό. Ἐπιστράτευσα τὴν αἰολικὴ ἐνέργεια (ἡ οἰκολογικὴ εὐαισθησία καὶ ἡ χρῆσις ἐναλλακτικῶν μορφῶν τέτοιας εἶναι στὶς ἐπιταγές τῆς κόβας μου) συνεπικουρουμένη μὲ μιὰ δυναμικὴ ἀπὸ τὴν γλώσσα πρὸς τὰ δόντια· οὐκ ὀλίγες φορὲς – τοῦ κάκου. Ῥουφοῦσα σὰν ἐπαγγελματίας στὰ ἀφροδίσια, κόρη μὰ τὸ ἀπολειφάδι παρέμενε ἐκεῖ, σταρχιδίστικο, ἐπίμονο, ἀειθαλές. Σίγουρα θὰ γελοῦσε μὲ τὴν πάρτη μου ἡ ὁποία πάρτη δὲν ἤθελε καὶ πολὺ γιὰ νὰ ἀρχίσῃ νὰ ἀνησυχῇ. Ὁ πανικὸς ἀπεῖχε ἀπὸ τὴν ἀνησυχία, ἑπτὰ γλωσσικὲς ἀνεπιτυχεῖς προσπάθειες καὶ ἕνα πράσινο φανάρι κι ὅπως καταλαβαίνετε, ναί, δὲν μπόρεσα νὰ ὀρθοδοντίσω τὴν γνάθο μου καὶ νομοτελειακῶς πανικοβλήθην.
Τί θὰ ἔκανα τώρα; Πῶς θὰ ξαπόστελνα τὸ ἂς ποῦμε παράσιτο ἀπὸ τὰ δοντάκια μου χωρὶς τὴν συνδρομὴ δακτύλου ἢ καὶ δακτύλων; Διότι σὲ πολὺ λίγο, θὰ ἔπρεπε νὰ δώσω τὸ χέρι μου γιὰ χειραψία στὸν γιατρό, θἆταν δυνατὸν νὰ προσφέρω παλάμη ὄζουσα τυρί; Χαρτομάντηλα δὲν διέθετα στὸ αὐτοκίνητο ἐνῷ δὲν ὑπῆρχε πλησίον κάποιο περίπτερο, κάποιο κατάστημα ὥστε νὰ ἀγόραζα ἀπὸ ἐκεῖ. Τί θὰ ἔλεγε ὁ ἰατρός, τί ἄποψη θὰ σχημάτιζε στὸ δεύτερο κιόλας ῥαντεβοὺ γιὰ τὸν ἐπιεικῶς ῥομὰ ἀσθενῆ του; Ἔψαξα μιὰ τελευταία φορά, στὸ αὐτοκίνητο μήπως καὶ εὕρισκα κάτι αἰχμηρὸ ἀλλὰ τζίφος. Τὸ πιὸ λεπτὸ ἦταν τὸ στόμιο τοῦ πυροσβεστήρα, πίσω, στὸ πὸρτ μπαγκάζ. Τί θὰ ἔκανα Θεέ (sic) μου;
Εἶχε περάσει καὶ ἡ ὥρα γιὰ νὰ ἀποταθῶ κάπου πιὸ μακράν· ἂς ἦταν καλὰ οἱ γκοφρέτες καὶ τὰ γαριδάκια ποὺ μὲ κρατοῦσαν δέσμιο στὸ μεγαλοσουπερμάρκετ καὶ ἔφυγα μὲ τὴν ψυχὴ στὸ στόμα. Τί γελοία παρομοίωση, ἐνδεικτικὴ τοῦ πανικοῦ καὶ τῆς ἀπελπισιᾶς μου. Πρῶτον ψυχὴ δὲν ὑπάρχει – πωπὼ ἔτσι καὶ μὲ ἄκουγαν οἱ ἰδεολογικοὶ καθοδηγητὲς θὰ μοῦ στραπόνιζαν ἄνευ σιέλου τὰ περὶ διαλεκτικοῦ ὑλισμοῦ – δεύτερον κι ἂν ὑπῆρχε, δὲν θὰ μποροῦσα νὰ ἔφευγα μ’αὐτὴν στὸ στόμα ἀπὸ τὸ μεγαλοσουπερμάρκετ καθ’ὅσον τὸ στόμα ἦταν ἀπασχολημένο σὲ κάθε του κυβικὸ ἑκατοστὸ μὲ μιὰν ἄμορφη μάζα τυροειδοῦς σκατοσκευάσματος, μὰ τόσο πανικοβλημένος ἤμουν καὶ στιχοπλοκοῦσα τέτοιες ἰδεολογικῶς ἀνορθόδοξες παρομοιώσεις;
Ἡ σκέψη τῶν ἰνστρουχτόρων – ἀστυνόμων τῆς σκέψης μοῦ παρέλυσε κάθε προσπάθεια ἐξεύρεσης λύσης. Παραιτήθηκα. Σὰν ὑπνωτισμένος στάθμευσα, ὁμοίως κινήθηκα μέχρι τὸ ἰατρεῖο, Κύριος (ὄντως ἀγνώριστος ἤμουν) οἶδε πῶς χτύπησα τὸ ὀρθὸ κουδούνι κι ἀνέβηκα στὸν σωστὸν ὄροφο. Μόνον ὅταν τὸν εἶδα, μὲ ἔνοιωσα λίγο νὰ συνέρχωμαι, ἦρθε καὶ μὲ ἔσωσε αὐτὴ ἡ μεῖξις συνδρόμου πυγμαλιωνισμοῦ μὲ ὀλίγον ἀπὸ οἰδιπόδειο ποὺ νοιώθεις ἐνώπιον ἰατροῦ. Μὲ κυρίευσε, προτοῦ μποῦμε καλὰ καλὰ στὸ ἰατρεῖο του μιὰ ἀκατάσχετη, μιὰ χειμαρρώδης πολυλογία, παρρησία μᾶλλον, τοῦ τὰ εἶπα ὅλα χωρὶς μάλιστα διακοπὲς τῆς γλώσσας γιὰ νὰ στραφῇ στὸν ἐνοχλητικὸ καταληψία μπὰς καί.
Κι ὁ ἰατρός, ἀπολλώνεια ἤρεμος, ἀπολαυστικὰ γαλήνιος, ἀπολύτως ἀτάραχος, χωρὶς νὰ ἐπιτρέψῃ νὰ σχηματιστῇ στὸ πρόσωπό του συναίσθημα συγκατάβασης καὶ ἱλαρότητος γιὰ τὸ ποσόν τε καὶ ποιὸν τῆς λόξας τοῦ ἀπέναντί του, μὲ συνεβούλευσε, ἔτσι ἁπλά:
- Δεξιοχείρως ἡ χειραψία, γιατί δὲν στέλνατε τὰ τῆς ἀριστερᾶς χειρὸς δάκτυλα στὸν ἁρμένια μιαρὸ ἐπισκέπτη τῶν δοντιῶν σας, φίλτατε;
Γιούπι γιὰ γιὰ γιούπι γιούπι γιάαααααα!
Ἦταν Νοέμβριος τοῦ 1984 ὅταν ὁ Στράτος Διονυσίου κυκλοφόρησε δίσκο μὲ τίτλο Μόνο οἱ Ἐρωτευμένοι.
Τὰ δεκατέσσερα τραγούδια τοῦ ἄλμπουμ δὲν ἔμελλε νὰ παραμείνουν γιὰ πολὺ μαζύ. Ὁ συνθέτης ἑνὸς ἐξ αὐτῶν, τοῦ Μετακομίζω Γιατὶ Χωρίζω, Ἀντύπας, προσέφυγε στὴν δικαιοσύνη αἰτούμενος τὴν ἀπόσυρση τοῦ τραγουδιοῦ διότι δὲν τοῦ εἶχε ζητηθῇ ἡ ἄδεια. Δικαιώθηκε καὶ ἔτσι οἱ περαιτέρω κυκλοφορίες περιέσχον μόνον 13 τραγούδια. Βινύλια περιλαμβάνοντα τὸ ἀμφιλεγόμενο τραγούδι ἦσαν πραγματικὰ σπάνια.
Προσπαθοῦσα καιρὸ νὰ βρῶ ἕνα τέτοιο μιᾶς καὶ τὸ στὴν κατοχή μου ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ post tenebras. Ἔψαξα ἀρκετά, ἀπευθύνθηκα παντού, ὅπου φανταζόμουν ὅτι μπορεῖ νὰ εἶχε ἀποτέλεσμα, ἀλλὰ δὲν βρῆκα τίποτε. Ἤλπιζα πάντως ὅτι κάποια στιγμὴ θὰ ἀνέβαινε στὸ δίκτυο μὰ μέχρι καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ περασμένου ἔτους δὲν ὑπῆρχε κάτι κι ἀφοῦ μέχρι τότε δέν, μᾶλλον ποτέ. Καὶ κάπως (ὄχι ὁλωσδιόλου φυσικά!) τὸ ξέχασα…
Ὅλως τυχαίως ὅμως χθές, στὸ γιουτιοῦμπ……………….
ΥΓ: Ἔχει ἐνδιαφέρον ἡ ἀκρόαση τῆς ἐκτέλεσης τοῦ Ἀντύπα, στὰ καπάκια αὐτῆς τοῦ Στράτου.
Πέμπτη, Φεβρουαρίου 24, 2011
Χωρὶς παραγράφους
Σχολοῦσα στίς 15.00 GMT, ἔφευγα πετάδην γιά Λιοσίων, ἔπαιρνα τό ΚΤΕΛ, ἔφθανα 21:42 GMT ἐπίσης, μέ περίμενε, μέ περίμενε σέ μέρος προσάνεμο μπόλικες λεῦγες μακράν ἀπό τά καλά νερά κι ἀφοῦ τήν ξαναθυμόμουν μετά ἀπό τόσα γαλάζια φιλιά, φεύγαμε. Φθάναμε ἀνυπόμονα στό σπίτι, ἀράζαμε στόν πράσινο βελουτέ καναπέ καί λέγαμε διάφορα χαζά. Πίναμε ἕνα δυό τζίμ μπήμ γιά νά ἀποπροσανατολίσω τήν πολύωρη κλεισούρα τῶν ποδιῶν μου, ξαπλώναμε καὶ περνοῦσα τό ἕνα χέρι μου γύρω ἀπό τόν λαιμό της καθώς μέ τό ἄλλο ψαχούλευα καί ἤλεγχα γιά τυχόν χαλαρούς κόμπους στά κομβία τοῦ ὑποκαμίσου της καί ἀφοῦ χρησιμοποιοῦσα ὡς ἀναλόγιον ἕτερον μέρος τοῦ σώματός μου, τῆς διάβαζα ἀποσπάσματα ἀπό τούς Γραμμές Ὁριζόντων τοῦ Βακαλόπουλου. Μπασσοποιοῦσα μάλιστα καί τραβοποιοῦσα τήν φωνή μου, πετοῦσα λοξές ματιές ἐκεῖ μπάς καί δῶ γλαροειδεῖς βλεφαρικές κινήσεις κι εὐχόμην νά τήν πάρει ὁ ὕπνος καί νά μήν ζητήσει σέξ· ἐνίοτε τό πετύχαινα, ἄλλες φορές ὄχι. Τά πρωινὰ τοῦ σαββάτου ἦσαν σοῦπερ. Σηκωνόμασταν ὥρα καλή, κάναμε ὁμοῦ μπάνιο κι ἐτοιμαζόμασταν γιά καφέ στό κέντρο (πλατεία κάποιας κοτινοδερούσης ναυμαχίας ἤ στήν πρίγκηπος Νικολάου, σέ καφέ μέ τρισύλλαβη ξενική ὀνομασία) πρίν νά ξεκινήσουμε, στήν πρωινή τουαλέττα αἰσθανόμουν κι ἔβλεπα περίεργη τήν ἀνατομία μου, σάν νά εἶχε προηγηθεῖ ὄντως σέξ τήν προηγουμένη, ψάχνοντας στόν κάδο εὕρισκα τεκμήρια ὅτι διά μέθης μέ ἐξεμεταλλεύετο. Μέ αἱματωμένα τά μηλίγγια, διάθεση βεζούβιο καί σχέδια ἁπτόμενα τριμελοῦς κακουργοδικείου, χούφτωνα τό πόμολο τοῦ καμπινέ ἵνα ἐξέλθω καί νά τήν ἀρχίσω μέ τήν ζωστήρα εἰσαγωγικῶ τῷ τρόπῳ πρίν νά τῆς μωλωπίσω τήν μύτη βοηθείᾳ προχείρου τινός τοίχου μά κάτι καταλάβαινε μᾶλλον ἴσως καί ἀπό τά ἠχεῖα ἀκουγόταν μιά σύστασις (τώρα, τώρα πές μου ποιόν πες μου ποιόν θἄχῃς νά τά λές;) νά μετρήσω μέχρι τό δέκα. Στό ἕνδεκα, ἔβγαινα ἀπό τό ἀποχωρητήριο καί ἔνγλυκυς τήν ῥωτοῦσα γιά τήν ὡραιότητα τοῦ μαλλῆ (sic) μου, σούφρωνε τά χείλη, κυττοῦσε ἐκεῖ, ἔφτιαχνε κάτι καί κατόπιν κυττώντας με βαθιά στά μάτια μέ φιλοῦσε κι ἐγώ λιγωνόμουν λιγωνόμουν πολύ λιγωνόμουν τόσο ὥστε ἀρχινοῦσα ἀπότομα (ἐπίρρημα) ἀπότομα (ἐπίθετο) κλάμματα καί τῆς ζητοῦσα νά μέ συγχωρήσῃ. Δέν καταλάβαινε ἀκριβῶς μά καταλάβαινα ὅτι καταλάβαινε πώς ἦταν μιά ἀπό τίς ἀντιδράσεις τῶν αἰτιῶν τῶν ὁποίων εἶχε καταλάβει παλιά πρίν, στά πρῶτα μας ὅταν ἀνεπιτυχῶς τῆς ἔκρυβα μιάν κάποιαν ἀγνωσία συναισθημάτων. Μ’ἄφηνε μόνο μου γιά λίγο, κρυβόταν στήν κουζίνα, ποτέ δέν ἔμαθα τί ἔκανε τέτοιες στιγμές ἐκεῖ, γώ ἔγλυφα τά δάκρυά μου ἐνώπιον τῆς βιβλιοθήκης της καθώς μπροστά ἐκεῖ στεκόμουν στέλνοντας τό βάρος τοῦ σώματός μου ἀπό τήν μιά πατούσα στήν ἄλλη σ’ἀκανόνιστα χρονικά διαστήματα κι ἐπεφύλασσα τό πιό δριμύ κλάμμα ἐνόσῳ ἄγγιζα καί γυρόφερνα τίς ῥάχες τῶν βιβλίων. Στούς τίτλους τοῦ Μάλκολμ Μπράντμπερρυ ξαφνικά ἠρεμοῦσα καί τήν φώναζα μέ ἕνα χαϊδευτικό πού πάντα τό ἀπεχθανόταν. Φεύγαμε. Καθ’ὁδόν γιά τό κέντρο, πάντα συνοδηγός, ἔνοιωθα ὅτι κάτι δέν πήγαινε καλά, μέ ἐμένα, μέ αὐτήν, μέ ἐμᾶς καί ὄχι μόνον στά πρόσεχε στόπ, περτικαλί φανάρι, πεζός! Ἀναρωτιόμουν μά καί προσπαθοῦσα νά θυμηθῶ ποιό ἐπίμονο, ποιό δερματόστικτο, ποιό κακοφορμισμένο καπρίτσιο μέ εἶχε ἐκεῖ, τόσα χιλιόμετρα μακρυά ἀπό τήν ἑστία μου, νά προσπαθῶ νά ἐπιβεβαιώσω κάποιες ἐφηβικῆς χροιᾶς ἀντιδράσεις σέ πατρικά ἀγάπα την ῥέ, μά μήν τό δείχνῃς. Στό καφέ, πίναμε τοὐλάχιστον ἀπό δύο καπουτσίνους, τρώγαμε τά σκοῦρα κέηκ καί κάποια βουτύρου βουτήματα καί ὅ,τι ἡ καλή διάθεσις τοῦ ἐλεήμονος τε καί φιλευσπάχνου ἀλλά καί οἰκείου της, τραπεζοκόμου προαιρεῖτο. Ἔγλυφα τό πιατάκι γιά τίποτε ἀπομειναριασμένα ψίχουλα κέηκ πού μᾶλλον δέν ἔβλεπα, ἔβλεπα πάντως τό ὕφος δυσαρέσκειας τοῦ γνωστοῦ της καί καταλάβαινα ὅτι ἦταν ὥρα νά φύγουμε. Ἀγοράζαμε ἐφημερίδες, μαλλώναμε γιά τά πολιτικά καί γυρνοβολάγαμε στήν ἀγορά μουτρωμένοι χωρίς νά κρατᾷ ὁ εἷς τό χέρι τοῦ ἄλλου. Τό μεσημέρι μάμ σέ φαγητάδικα ἀπέχοντα τρέντυ τοποθεσιῶν, παραγγέλναμε πιάτα καυτερά καί ἐπιδέχοντα παπάρες τριῶν φετῶνε ψωμιοῦ. Ἄλλες, γυρνούσαμε πιό νωρίς στό σπίτι, ἔφτιαχνε κάτι αὐτή (μαγείρισσα οὔσα) καί μετά ἀφοῦ ξαναμαλλώναμε γιά τά πολιτικά, βλέπαμε καμιά ταινία ἐνῷ πρῶτα μαλλώναμε γιά τό ῥεπερτόριο καί τό θέμα της μέ φορτωμένα φυσικά στομάχια καί μιά ἰσχυρή στομαχική δυναμική ἐνέργεια. Ὄχι γιά κάποιον ἄλλον λόγο, μά ἀποκλειστικῶς γιά νά κάψω τίς παραπάνω θερμίδες συναινοῦσα σέ μιά σωματική πάλη στήν ὁποίαν πρωταγωνιστοῦσαν ἀνθ’ ἡμῶν, ἕνα πέος καί ἕνα αἰδοῖον, μά καί ἕνα ζεῦγος 40DD μαστῶν ὅπερ ἦταν ὁ κάθιδρος γκέστ στάρ. Περαίνοντας, μέ ἔπιανε τό σύνδρομο τοῦ νεκροῦ σπέρματος, θρηνοῦσα κασσανδρικά καί μέ ἔπαιρνε ὁ ὕπνος. Τά πρός βράδυ ἀπογεύματα ἔρχονταν κάποιοι φίλοι καί βαριόμουν ἀσύστολα, ἐξοργιζόμην μάλιστα μέ ἐκεῖνα τά κάτι καμμένα ἀτομάκια μέ χάι ἀπόψεις, ἄνετες καί πολύ προχώ, μακράν τῶν συμβάσεων (ποιῶν;) κι ὅ,τι ἄλλη παπαριά μπορεῖ νά ἐπικαλεστεῖ κάποιος γιά νά δικαιολογήσει τούς ἀντικοινωνισμούς καί τά συμπλέγματά του. Μᾶς φορτώνονταν, δέν ἔφερναν μάλιστα τίποτε μαζύ τους ῥεγαλοειδῶς, ἐμεῖς ὅμως τούς φτιάχναμε μεξικάνικο ἄσε πού εἶχα πληρώσει καί ἐγώ στό σοῦπερ μάρκετ γιά τά ὑλικά, μά φίλοι δικοί σου δέν εἶναι; Ὦ, πόσο κόπο ἤθελε νά χαμογελῶ καί νά δείχνω ὅτι δέν μοῦ ἀνακάτευε τά σωθικά ἡ μ’αὐτούς συνανα(σ)τροφή! Τίς νύχτες ἀφοῦ καληνυχτούσαμε τούς ἐν λόγῳ ἄπλυτους (γώ τούς ἔστελνα στήν εὐχή τοῦ ’ωσφόρου) ἡ ξώθυρα δέν εἶχε κλείσει καλά καλά μέ γώ ἤδη τεντωνόμουν καί χασμουριόμουν τόσο ψεύτικα πού ποτέ δέν κατάλαβα γιατί δέν μέ καταλάβαινε. Πώπω, λατρεία μου, τεύχη εἰμί, σπεύδω γιά τοῦφες κι ἔτσι μέ αὐτόν τόν τρόπο ἀπέφευγα τό σέξ. Τήν ἄλλη μέρα, γυρνώντας ἀπό τήν λειτουργία, καθὼς τήν εὕρισκα κοιμωμένη, μέ ἔπιανε ἕνα τρεμάμενο μίσος γιά τήν καριόλα πού δέν ἐρχόταν κι αὐτή στήν ἐκκλησία, τήν ἔφτυνα μέ ἄρρωστο σίελο καί ἔψαχνα πρόχειρο κάποιο ἐγχειρίδιο νά τήν στείλω στόν δημιουργό της μιάν ὥρα ἀρχύτερα ὥστε νά πειστῇ μάλιστα γιά τήν ὕπαρξή του, μά τό κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου τρία τέταρτα πρίν μοῦ εἶχε τροχοπεδίσει πᾶσα ἀνωμαλία καί τέτοιους ἀκτιβισμούς. Κι ὅταν σηκωνόταν, ἀφοῦ πρῶτα στό μεταίχμιο ὕπνου καί σηκώθηκες μωρό μου;, μέ ἔψαχνε στό στρῶμα μέ ἕνα τυφλό χέρι γιά νά ἐκμεταλλευθεῖ τό ἰδιαίτερο πρωινό χαρακτηριστικό τῆς ἀνατομίας τοῦ ἄντρα μά δέν μέ εὕρισκε (τί ἠδονή πού ἀπογοητευόταν, πού δέν κάναμε σέξ ἤ κάλλιον πού δέν μοῦ ἔκανε σέξ) ἐτοιμαζόμασταν καί πάλι τσαρκεύαμε ἀφοῦ πρίν μαλλώναμε γιά τά πολιτικά.
μιὰ τεχνητὴ ἀναπνοὴ στὸ πέντε
Ἡ ἀποθέωση τοῦ κίτς, Θεέ μου, ποῦ ἦταν ὁ Κώστας Καζάκος νὰ (κατα) δικάσῃ τὴν τρόικα;
Ὁ ἑλληναρᾶς συνδικαλιστής, πίθηκας φυσικά, πίθηκας σέ κάθε περίπτωση, ὑποκρίνεται καὶ μὲ τὴν ἀφθάστου τέχνη του, θὰ τὸ ῥίξῃ τὸ σύστημα, νὰ τὸ δῇς ἄπιστε Θωμᾶ!
ΥΓ: Ἡ ἡμερομηνία στὸ πανὼ γιὰ νὰ μὴν μπερδευόμαστε μὲ τὶς ἀλλεπάλληλες ἀπεργιακὲς κινητοποιήσεις τῶν ἀγωνισταράδων συνδικαλιστῶν.
Τετάρτη, Φεβρουαρίου 23, 2011
Kαὶ κάφροι;
Τί λέγεται γιὰ τὰ πρωτοσέλιδα καὶ τὶς γι’ αὐτὰ σκοπιμότητες, τὴν ποσόστωση ἐμφανίσεως δηλαδὴ συγκεκριμένων ὁμάδων, τὶς γκρίνιες αὐτῶν, τὸ ἐσὺ μὲ ἔβαλες μόνον φορὲς ἑπτά, ἐνῷ τὸν ἄλλον ἑπτάμισυ ἐνῷ τὸν παράλλο ὀκτὼ παρὰ εἴκοσι;
Κάτι λέγεται τέλος πάντων.
Φυσικὰ βγάζουμε στὴν ἀπέξω τὸ βασικότατο καὶ κυριότατο κίνητρο πρωτοσελιδοποίησης. Πάντα ποδόσφαιρο, πάντα μεγάλη ὁμάδα, πάντα κάτι (πρωταρχικὸ ἀξίωμα δημοσιογραφίας) φρεσκότατο, χθεσινό δηλαδή.
Σήμερα ἡ ἀθλητικὴ φυλλάδα ἑνὸς συμπατριώτου μας ὁ ὁποῖος στὸ διάλειμμα τῆς ἐνασχόλησης μέ τό μεράκι τῆς δημοσιογραφίας, ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἀνάληψη δημοσίων ἔργων, κάνει λόγο (πρωτοσέλιδα, μὲ συνθηματάκια τοῦ συρμοῦ) γιὰ ῥατσιστικὰ ἐπεισόδια τὸ περασμέεεεενο Σάββατο σὲ ἀγώνα παιδικοῦ πρωταθλήματος χάντμπωλ (sic).
Πάντως, στοὺς ἐμπνευστὲς ἑνὸς τέτοιου πρωτοσέλιδου, τοῦ τίτλου μᾶλλον, τοὺς πρέπει ἕνα ἐντατικὸ μάθημα ἀντιρατσισμοῦ, στὸ ῥατσιστὲς εἶναι περιττὸ κάθε πρόθεμα πρὸς περαιτέρω βδελυγμότητα.
Δευτέρα, Φεβρουαρίου 21, 2011
Crassula radicans.
Ἡ πρώτη φορὰ ποὺ θυμᾶμαι τὸν ἑαυτό μου ἦταν ἕνα γιομάτο ὑγρασία πρωινό. Ὁ δείκτης, ὁ μέσος καὶ ὁ ἀντίχειρας ἑνὸς δεξιοῦ χεριοῦ κάποιου Μαορὶ οἰκονομικοῦ μετανάστη στὴν Γουατεμάλα, μὲ πέταξε σὲ χῶμα σκέτη μούργα· σκόνη δηλαδή, περιφερόμενη σκόνη σὲ διάσημα ὑψίπεδα 190 χιλιόμετρα μακρὰν τῆς πόλεως τῆς Γουατεμάλα. Μόλις ποὺ πρόλαβα νὰ δῶ τὸ φῶς τοῦ ἔξω, ἡ ἐν λόγῳ παλάμη μοῦ πασπάλισε αὐτὸ τὸ τσίπικο χῶμα καὶ ἔχασα πᾶσα ἐπαφὴ μὲ τὸ περιβάλλον.
14 ἡμέρες μετά, ξύπνησα ἀπὸ τὸν λήθαργο καὶ τεντώθηκα πολύ, πάρα πολύ, πόσο θὰ τεντωνόσαστε ἐσεῖς ἂν κοιμόσαστε μισὸ μήνα;
Κι ἔτσι ὅπως τεντώθηκα, μὲ κατάλαβα νὰ ἁπλώνομαι καὶ τσούπ! Ξετρούπωσα ἀπὸ τὸ χωμάτινο πάπλωμα καὶ βγῆκα στὸ φῶς. Γιὰ πολὺ διάστημα ἄραζα τεμπέλικα κι ἄφηνα νὰ μὲ χτυπᾷ ὁ ἥλιος, ὅλα ἦταν τέλεια, ἢ μᾶλλον ὄχι, τέλεια θἄταν ἂν εἴχαμε ἕνα ταβλάκι νὰ παίζουμε μὲ τὰ παιδιά, τοὺς γύρω μου ἀλητάμπουρες ποὺ κι αὐτοὶ λιοθεραπιζόσαντε.
Ἕνα πρωινό, κάτι περίεργοι ντηζελοειδεῖς θόρυβοι μᾶς ἀνησύχησαν. Μετὰ ἀπὸ λίγο, κάποιες ἰθαγενεῖς κόρες, ἄγουρες ἐντελῶς, τῆς φυλῆς τῶν Κακτσικέλ, κόπιασαν καὶ ἀφοῦ μᾶς χούφτωσαν ἀπὸ πολὺ βαθιά, μᾶς ἀπίθωσαν σὲ κάτι ξύλινα κιβώτια. Ἕνας σπανὸς χειριστὴς τρέηλερ τσίμπησε ὅλην τὴν παλέττα καὶ ἄγαρμπα καὶ νευρικὰ ὅσο δὲν γίνεται (καθ’ὅσον τὸ ἴδιο πρωὶ εἶχε μάθει ὅτι ἡ 14χρονη κόρη του εἶχε γονιμοποιηθῇ ἀπὸ τὸν τσιφλικὰ τῆς περιοχῆς, ὁ ὁποῖος μάλιστα ἦταν καὶ ἰδιοκτήτης τοῦ φυτωρίου μας) καὶ μᾶς πέταξε στὴν καρότσα ἑνὸς φορτηγοῦ. Ἔδεσε τὸ χειρόφρενο τοῦ κλάρκ, ἔσβησε τὴν μηχανὴ καὶ πῆγε στὸ φορτηγό, ὅλα τοῦτα γιομάτα βλασφήμιες. Μετὰ ἀπὸ κάμποσες ὧρες καὶ χοροὺς λαμπάντα στὶς λακοῦβες τῶν χωμάτινων δρόμων, φθάσαμε στὸ πουέρτο Μπάρριος. Μὲ συνοπτικὲς διαδικασίες φορτωθήκαμε σὲ ἕνα πλοῖο βανουατικῆς σημαίας μὲ προορισμὸ τὸ λιμάνι τοῦ Ῥότερνταμ.
Ἦταν ἕνα ταξίδι μᾶλλον ἐντάξει, ἂν ἐξαιρέσῃς ὅτι μαῦροι ἀρουραῖοι μὲ εἶχαν βρεῖ πρόθυμο καὶ χέζαν ἀσύστολα· μὴν χαλιέσαι, μὲ καθησύχαζαν πάντως γείτονες φίλοι, σὲ λιπαίνουν κουτό, θὰ σοῦ χρειαστῇ ἐκεῖ ποὺ πᾷς.
Ποῦ πηγαίναμε ὅμως οὐδεὶς ἤξερε.
Στὸ Ῥότερνταμ, φορτωθήκαμε ἐκ νέου σὲ κάτι τριαξονικάτα φορτηγὰ κι ἀρχίσαμε νὰ διασχίζουμε τὴν γηραιὰ ἥπειρο. Ἀλαφρυνθήκαμε πολὺ στὸ Βέλγιο, στὴν Γερμανία καὶ στὴν Ἑλβετία. Σύντροφοι κατέβηκαν καὶ στὴν Αὐστρία, πολὺ τατσιάρικοι ἀποχαιρετισμοί, τί νὰ σᾶς λέω, θὰ σήκωνα, δίκην χαιρετισμοῦ, τὸ δεξὶ χέρι μου ψηλὰ σὲ σφιχτὴ γροθιά, ἂν εἶχα χέρι κι ἂν εἶχα καὶ γροθιά, μὰ φαντάζομαι ὅτι μοῦ κατάλαβαν τὸ ὥρα καλὴ οἱ φίλοι μου. Γιὰ μένα, τὸ ῥιζικὸ μὲ ἔστειλε στὸ τέλος τοῦ ταξειδιοῦ, στὸ ἄκρον τῆς ἡπείρου· ἔφθασα στὴν Ἀθήνα μετὰ ἀπὸ πολὺ καιρὸ, τὴν ἡμέρα μάλιστα τῆς ἄφιξής μου στὰ ντεπὼ μεγάλης ἑταιρείας φυτωρίων, στὸ δυτικὸ ἡμισφαίριο, γεννιόταν ὁ καρπὸς (ἀγοράκι) ἑνὸς μουρντάρικου καὶ παράνομου ἔρωτα ἑνὸς τσιφλικὰ καὶ μιᾶς κόρης ὁδηγοῦ.
Μὴν τὰ πολυλογῶ, βρέθηκα σὲ εὐήλιο ῥάφι σὲ ἕνα σοῦπερ μάρκετ βησιγοτθικῶν συμφερόντων, ἀπέναντι ἀπὸ τὶς σερβιέτες. Γιὰ μέρες τὸ διασκέδαζα, περνοῦσαν κυρίες, κύριοι, δεσποινίδες, ἔφηβοι, μειράκια, ὅλο καὶ κάτι ἔπαιρνε τὸ αὐτί μου ἀπὸ τὰ λίγα ποὺ προλάβαινα νὰ ἀκούσω καὶ ἔτσι δὲν βαριόμουν. Τώρα ὅμως μὲ ἔχει πιάσει ἀσήκωτη ἀνία, δὲν ἐνδιαφέρομαι νὰ ἀκούω παράπονα γιὰ τὶς τιμὲς ἀπὸ συνταξιούχους, οὔτε φοβισμένα βλέμματα νὰ διακρίνω σὲ προσώπατα τυπάδων μόλις κλεψάντων σοκοφρέτες μὰ οὔτε καὶ αἰσχρὰ πορνικὰ ὑπονοούμενα ξαναμμένων ἄστεγων ζευγαριῶν πάνω ἀπὸ ταμπὸν καὶ καπότες.
Κι αὐτὸς ὁ φόβος γιὰ τὸ ποῦ θὰ καταλήξω… Ποῦ θὰ καταλήξω Περσεφόνη μου; Λὲς νὰ μὲ πάρῃ κἄνα μαλακιστήρι δημοτικοῦ σχολιαρόπαιδο καὶ νὰ μὲ ἐγκαταλείψῃ στὸ παράθυρο κάποιας σχολικῆς αἴθουσας νὰ ἀκούω τὰ περιεχόμενα τοῦ ἀντιρατσιστικοῦ βαλιτσακίου; Ἢ κάποια ὑπέρβαρη κατὰ βάθος ἔχω ἄλλα χαρίσματα μὲ σπουδαῖες περγαμηνὲς κι εὐαισθησίες γιὰ τοὺς τῆς γῆς κολασμένους, θὰ μὲ μαστουρώνῃ μὲ χίλια μύρια καλούδια καὶ ἀπὸ τὴν πολλὴ φροντίδα νὰ νοιώθω σὰν πουλερικὸ πρὶν ἀπὸ τὸ φουὰ γκρά; Κι ἂν γίνω, κάποιου κακολαϊκοῦ ταπετσιέρη τὸ ἄχαρο μέσον πειθοῦς γιὰ ἕνα ἀγχωμένο τσιμπούκι ἀπὸ μιὰ γειτόνισσά του; Τί ἐπιτυχίες μπορεῖ νὰ ἔχῃ ἕνας κάγκουρας ἔστω γιὰ μιὰν πίπα; Σίγουρα θὰ μὲ πετάξῃ θιγμένη ἡ γειτόνισσα, λέγουσα: μὰ σὲ ταπετσιέρη; Χάθηκε ἕνας ἐξέκιουτιβ πωλήσεων νὰ τὰ καταπιοῦμε κιόλας!
Μὲ τέτοιες φοβίες καὶ πανικοὺς περνοῦσα τὶς μέρες μου, ἂχ τί καλὰ ποὺ ἦταν στὴν Γουατεμάλα! Ποῦ θὰ κατέληγα ἄραγες;
Οἱ προβληματισμοὶ κράτησαν μέχρι τὸ μεσημέρι τῆς Τετάρτης. Οἱ διάδρομοι ἄδειοι, μόνον μότορχεντ ἀκούγοντο ἀπὸ τὰ ἠχεῖα καὶ ὁ ἦχος τοῦ παρακειμένου ψυγείου τῶν ἀλλαντικῶν. Ἡσυχία καὶ ἠρεμία καὶ ἐρημιά, τόση ποὺ ἕνας τυπὰς σκάλιζε τὴν μύτη του χωρὶς πολὺ ἄγχος μπὰ καὶ τὸν δοῦν. Περιφερόταν ἄσκοπα χωρὶς καλάθι ἢ καρότσι, ἄλλος ἕνας χάλιας ποὺ δὲν ἤξερε τί νὰ κάνῃ. Πέρασε ἀπὸ τὶς βαφὲς μαλλιῶν, διῆλθε τῶν ἀξεσουὰρ τζακιοῦ, κύτταζε τὰ εἴδη ἐνυδρίου. Δὲν θὰ ἔδινα σημασία μέχρι ποὺ μὲ προσέγγισε. Ἦρθε κοντά, πολὺ κοντά, ἐντελῶς ἀπὸ πάνω μου, συνοφρυώθηκε καὶ μὲ κύτταξε. Ξάφνου χαμογέλασε, πολὺ καὶ διάπλατα καὶ ἔτεινε τὸ χέρι του, τσακώνοντάς με. Μεταβόλαρε καὶ κίνησε γιὰ τὶς σερβιέτες. Ἐκεῖ, μιὰ κόρη ξανθὴ ἔψαχνε τὴν ἡμερομηνία λήξεως μιᾶς κέαρφρη καὶ δὲν πρόσεξε τὸν τυπὰ ἀλλὰ καὶ μένα ἔ; ποὺ ἔσκυψε καὶ προσκύνησε τὸ πίσω μέρος τοῦ αὐτιοῦ της δαγκώνοντάς το μάλιστα μήπως καὶ τὴν ἔπειθε νὰ τοῦ ἀγοράσῃ γαριδάκια. Γύρισε κοκκινισμένη καὶ τὸν ἀπώθησε, Βαγγέλακα! Ὄχι καὶ ἐδῶ ῥὲ χάλια!
Τοῦ εἶπε κι ἄλλα ἀλλὰ ἐγὼ δὲν ἄκουγα τίποτε πιά. Διότι… Βαγγέλακα; Εἶχε πεῖ Βαγγέλακα; Ναί, εἶχε πεῖ Βαγγέλακα! Ὥστε αὐτὸς ἤντουνα ὁ Βαγγέλακας γιὰ τὸν ὁποῖον ὅλοι ψιθύριζαν αὐτὲς τὶς μέρες στὸ σοῦπερ μάρκετ ἀναφέροντας πράγματα τὰ ὁποῖα ὡστόσο δὲν ἐδυνάμην νὰ ἀντιληφθῶ ἐπειδὴς ὅπως ξέρετε δὲν παίζει ἐγκέφαλος στὰ φυτά… Αὐτὸς θὰ ἦταν, ναί! Ὦ, θεοὶ τῆς γονιμότητος, τοῦ ὑετοῦ καὶ τῆς βρεγμένης γῆς! Ποιά καλότυχος μοίρα μὲ ἔφερε στὸν κόρφο τουτουνοῦ τοῦ αθρώπου τόσα μέγκα χιλιόμετρα μακρὰν τοῦ λίκνου μου; Χαλάλι οἱ ἀγωνίες τόσου καιροῦ καὶ τὰ ἄυπνα βραδινὰ ἐδῶ… Ἡ καρδιά μου (ποὺ πάντως δὲν διέθετα) κτυποῦσε δυνατὰ καὶ ἄπειρες ἀντιδράσεις χλωροσφαιρίων μέσα μου μοῦ προκαλοῦσαν ζάλη. Δὲν ἤξερα τί μοῦ γινόταν.
Καὶ ἦρθε ἕνα ἀπότομο τέλος, πολὺ ἄχαρο ναί, παρότι ὅλα πρὸς στιγμὴν φάνηκαν τόσο εὐοίωνα καὶ τόσο λαμπερά· σὰν μιὰ τσάρκα κάτω ἀπὸ τὸν τροπικὸ τοῦ Αἰγόκερω χωρὶς Κόττεν, χωρὶς Μπέργκμαν, χωρὶς τὸν μαῖτρ, δὲν ἤμουν κι ἐγὼ ἐκεῖ γιὰ νὰ τὰ περιγράψω.
Κυριακή, Φεβρουαρίου 20, 2011
καὶ ἔτσι.
Ποιός Μάρλον Μπράντο, ποιός Μοντγκόμερυ Κλίφτ, ποιός Τζαίημς Ντήν…
Ποιός Γουῶρεν Μπήττυ, ποιός Κλὶντ Ἤστγουντ, ποιός Ῥόμπερτ Ρέντφορντ…
Ποιός Γκρέγκορυ Πέκ, ποιός Λῶρενς Ὀλιβιέ, ποιός Στὴβ ΜὰκΚουήν…
Ποιός Γκάρυ Κοῦπερ, ποιός Κλὰρκ Γκέημπλ, ποιός Ῥίτσαρντ Μπάρτον…
Ποιός Κάρυ Γκράντ, ποιός Γουΐλλιαμ Χόλντεν, ποιός Τζαίημς Στιούαρτ… (σόρρυ Τζίμμυ!)
Πῶλ Νιούμαν!
Τί τέλειος στὸ Δὲ Χάσλερ!
Δὲ Χάσλερ
Σὲ ὅλες μὰ ὅλες τὶς ταινίες, ἡ παρτεναὶρ τοῦ πρωταγωνιστῆ παίζει ῥόλο γλάστρας. Ἐξαίρεση ἴσως ἀποτελεῖ ἡ Πατρίσια Ἀρκὲττ* στὸ Λὸστ Χάυγεουέυ – δὲν μιλᾶμε γιὰ περιπτώσεις Κάθυ Μπέητς φυσικά.
Οἱ διπλανὲς τῶν στὰρ τὸ λοιπόν, ἔχουν λίγο ὣς πολὺ διεκπεραιωτικὸ ῥόλο· λόγῳ αὐτοῦ σπάνια τὶς θυμᾶσαι καὶ πέρα ἀπὸ αὐτό, ἡ ὅλη ἐξέλιξις τοῦ καλλιτεχνικοῦ των βίου ἀποδεικνύει τὸ προειρηθέν, ἂ συγγνώμη ἡ Σάντρα Μποῦλοκ γύρισε τὸ Μὶσς Κονζέλιαλιτυ, ἐντάξει.
Ἡ περίπτωσις ὅμως τῆς Πάιπερ Λώρυ φάνηκε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ὅτι θὰ ἦταν διαφορετική. Τὴν πρωτοσυναντᾶμε σὲ ἕνα ἄδειο καφέ, νὰ εἶναι ἀπορροφημένη στὸ βιβλίο της. Ὁ Ἔντυ μετὰ ἀπὸ νύκτα κολασμένη τὴν προσεγγίζει – νομίζω ὅτι θὰ τὴν προσέγγιζε ἀκόμη κι ἂν δὲν ἦταν ἡ μοναδικὴ θαμώνας στὸ καφέ, ἀκόμη κι ἂν ὑπῆρχαν πολλὲς γκόμενες στὰ πέριξ. Ἀλλάζουν δυὸ κουβέντες ὥστε νὰ ἀρχίσῃ νὰ δέσῃ ἡ σάλτσα – χωρὶς πάντως πολλὲς πρὸς μοιραῖον ῥομάντζο κοινοτοπίες – καὶ μετὰ ἀπὸ μιὰ δεύτερη στὰ καπάκια τυχαία συνάντηση, συμφωνοῦν καὶ συναινοῦν -ὡς ἐνήλικες φυσικὰ- νὰ φύγουν μαζύ. Καθὼς φεύγουν, μαθαίνουμε καὶ κάτι ἄλλο τὸ ὁποῖο διόλου συνηθίζεται γιὰ παρτεναὶρ πρωταγωνιστῆ· κουτσαίνει. Ἡ πίστωσις (σὶκ) τέτοιου χαρακτηριστικοῦ σὲ μιὰν ξανθὴ πρωταγωνίστρια (συμπρωταγωνίστρια μάλιστα τοῦ Πῶλ Νιούμαν) τὸ νὰ μὴν τὴν ἔχῃ ὁ σκηνοθέτης ἐντελῶς ἀφτασίδιωτη, μὲ ἔκανε νὰ τὴν ἐρωτευτῶ κι ἐγώ - ἀθέμιτος ὡστόσο συναγωνισμός, ναί – γιὰ τὸν Νιούμαν, τί νόμισες; Ἐπὶ τέλους, θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ πῇ. Μιὰ γκόμενα ἡ ὁποία δὲν σηκώνεται ἀπὸ τὸν ὕπνο βαμμένη! Ἡ ἐξέλιξη τοῦ ἔργου δὲν μοῦ ἄλλαξε τὴν ἐντύπωση. Εἶναι μιὰ ἁλκοολικὴ (ἔπινε ἄλλωστε ἐκεῖνο τὸ πρῶτο πρωὶ) μόνη, ζῇ σὲ ἕνα μικρὸ διαμέρισμα λαϊκῆς γειτονιᾶς, σχεδὸν ἀπόβλητη. Ἡ πλοκὴ ἀπὸ μόνη της, τὸ ὅτι ἀφήνεται (σχεδὸν δίνεται) σὲ ἕναν ἄγνωστο, μαρτυρᾷ τὶς συνιστῶσες (Ἄχ! Πῶς τὰ λέει ἕνας ἐρωτευμένος!) μιᾶς συγκεκριμένης ψυχοσύνθεσης, ἐξόχως ἐρωτεύσιμης εἰδικὰ γιὰ (ἐμ)ἕνα ἀρρωστάκι.
Μπορεῖ ὁ Νιούμαν νὰ τὸ παίζῃ (καὶ νὰ εἶναι, ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε) πολὺ ῥοκαβλὼν ἀλλὰ ὑπάρχουν φορὲς ποὺ ψαρώνει, ἕνα πρωὶ τὴν ῥωτᾷ, κυττώντας τὴν βιβλιοθήκη της, ἔχεις διαβάσει ὅλα αὐτὰ τὰ βιβλία; μὰ ἐκτὸς ἀπὸ παθητικὴ σχέση μὲ τὰ βιβλία, εἴδαμε καὶ ἐνεργητική, ἐνώπιον μιᾶς γραφομηχανῆς, προσπαθοῦσε ὄχι σὲ νηφάλια κατάσταση νὰ γράψῃ κάτι. Εἶναι καὶ κουλτουριάρα, μὲ οἶστρο ἢ ὄχι, τὸ προσπαθεῖ, τὸ παλεύει… Περνᾷ λίγο ὁ καιρός, δὲν μαθαίνουμε πολλὰ πράγματα γιὰ τὸ παρελθόν της, μᾶς τὰ ἀποκαλύπτει σχεδὸν συγχρόνως μὲ τὴν ἐξομολόγηση πρὸς τὸν μᾶλλον συγκάτοικό της παρὰ ἐραστή της, πὼς τὸν ἀγαπᾷ· τοῦ τὸ λέει λιγωμένα καὶ λίγο παραπονιάρικα ὅπως παραπονιάρικα μπορεῖ νὰ τὸ πῇ μιὰ μοναχικὴ ψυχὴ λίγο περιθωριακὴ καὶ ἄσχημη, λιγωμένα εἰδικῶς ἐπειδὴ αὐτὸς δὲν ἀνταποδίδει τὸ ἐρωτόλογο. Θὰ πάρῃ πολλὴ ὥρα/καιρὸ γιὰ νὰ ἐκδηλωθῇ κι αὐτός, θὰ τὸ κάνῃ ὅταν δῇ τὸ ξέσπασμα τῆς ἀνασφαλείας της, τὴν ἐξομολογημένη φοβία της πὼς κι αὐτὸς δὲν διαφέρει ἀπὸ ἄλλους (ἴδιοι εἶστε ὅλοι! Ἄ! Συνηθίζεται καὶ στὸ δυτικὸ ἥμισφαίριο τοῦτο;). Τὸ τέλος ἐνῷ διαφαίνεται πὼς ἀρχίζει νὰ ἀλλάζει ἡ μοίρα τῶν καταραμένων ἡρώων, εἶναι τραγικό, λίγο ἀπρόσμενο. Εἶναι ὑπέροχα τὰ ἀνχάππυ ἔντ. Κι ἐπειδὴ πάντα μοῦ ἄρεσε νὰ ἀποκαλύπτω τὸ τέλος κάποιων ἔργων σὲ φίλους, θὰ σοῦ πῶ ὅτι ἡ τύπισσα αὐτοκτονεῖ.
* Ἐν τάξει, ἐξαιρεῖται καὶ ἡ Ἔμμα Τόμσον
Καὶ ἡ Εὔα Μαρὶ Σαίντ.
Καὶ ἡ Σάλμα Χάγιεκ. (Θεὲ καὶ Κύριε!)
Καὶ ἡ Ἕλενα Μπόναμ Κάρτερ.
Καὶ ἡ Κέητ Μπλάνσεττ.
Καὶ ἡ Μαντλὴν Στόου.
Καὶ φυσικὰ ἡ ἀγαπημένη, ἡ ἀείμνηστη, ἡ γιὰ πάντα Ἄννα Νικὸλ Σμίθ.
Σάββατο, Φεβρουαρίου 19, 2011
ῥὸφλ
Στὴν Αἴγυπτο, ὁ Στρατὸς ἀνακοίνωσε ὅτι δὲν ἐπιτρέπονται πλέον οἱ ἀπεργίες, προειδοποιώντας ὅτι ὅσοι παραλύουν τὴν παραγωγή στὴ χώρα θὰ ἀντιμετωπίσουν τὶς συνέπειες.
Ἀπὸ τί νὰ ξεκινήσῃ κανείς; Ἀπὸ τὴν τοὐλάχιστον οὐδέτερη μέχρι καὶ ψιλοθετικούλως ἀντιμετώπιση τῆς εἰδήσεως ἀπὸ τὸν ΔΟΛ; [τοῦτο πρέπει νὰ σημαίνῃ πολλὰ γιὰ τὸν ὑποτιθέσθω ἕλληνα ἀξιωματικὸ ὁ ὁποῖος ἀφήνει ἀκαλλιέργητη τὴν σκέψη μέσα του πὼς πρέπει ἐπὶ τέλους νὰ τραβήξῃ τὸ καζανάκι καὶ νὰ διαολοβοθροστείλῃ τὸν κοινοβουλευτισμὸ καὶ τὴν δημοκρατία. Μὲ κάποιες κατάλληλες προηγουμένως ῥυθμισοῦλες δὲν θὰ σκάλωνε κανεὶς ἐὰν στὴν χώρα ποὺ ἡ δημοκρατία γεννήθηκε (λέμε τώρα) ἐτάφη μεγαλοπρεπῶς καὶ μετὰ πολλῶν ἐπαίνων κιόλας μὲ ἀρρωστιάρικους ψαλμοὺς φυσικά].
Τὸ θὰ ἀντιμετωπίζουν τὶς συνέπειες, εἶναι ἐπίσης πολὺ κωμικό, πιὸ κωμικὸ κι ἀπὸ τὴν ὑποθετικὴ εἰκόνα τῶν πολιτικῶν μας ὅπως θὰ σκούζουν στὶς εὐρῶπες ὅταν μὲ τὸ καλὸ ἐκθρονιζμένοι θὰ περιφέρωνται καὶ θὰ ἐπαφίενται στὸ ποσὸν ἐπαφῆς τῶν εὐρωπαίων συναδέλφων τους μὲ τὸ φολκλὸρ τῆς ψωροκώσταινας.
Ἐπίσης, προσπαθῶ, κλείνοντας τὰ μάτια καὶ σφίγγοντάς τα, νὰ πλάσω μιὰν συνέπεια στὴν ὁποίαν θὰ μποροῦσε νὰ ὑποβάλλῃ ἕνας ἀπὸ τὸ Φαγιοῦμ ἀνθυπασπιστὴς (κάτι σὰν τοὺς ἐδὼ ΕΜΘ) γαλουχηθεὶς μὲ τὰ ἀνθρωπιστικὰ ἰδανικὰ τῶν ταλιμπάν, μὲ μπουργκάτη γυναίκα, πολύτεκνος μὲ τέσσερις κόρες, μὰ ποῦ ὁ υἱός, γαμῶ τὸν προφήτη μου; ἐντὸς μιᾶς σκοτεινῆς ὑγρῆς ὑπόγας, σὲ κάποιο γελοῖο κατακάθι τῆς μάζας ποὺ νομίζει ὅτι παραίτησε τὸν Μουμπάρακ…
Τέλος, ἡ χρῆσις ἀνωδύνου λεξιλογίου εἶναι ἀστειούλα, ὄχι καλέ μου δὲν σοῦ ἀπαγορεύω νὰ ἀπεργήσῃς, αὐτὰ τὰ ἔκανε ὁ Μουμπάρακ, ἁπλὰ ἐγὼ δὲν σοῦ ἐπιτρέπω!
Ἄντε καὶ στὰ δικά μας!
Πορφυρόγεννητος Γωνιὰ
ΑΕΚ Ἄρης 1-2 (ΟΑΚΑ) 5/2/2011
Πρωτάθλημα – 21η Ἀγωνιστικὴ
22 Ἀραμπατζῆς, 17 Αργυρίου, 13 Νταντόμο, 4 Μανωλᾶς, 6 Ματέος, 11 Μίτσελ (46΄ 39 Μπαχᾶ), 14 Μάκος (72΄ 90 Γκέντζογλου), 7 Γκερέιρο (46΄ 21 Ντιὸπ), 18 Μπλάνκο, 32 Σκόκκο, 24 Μπὲρνς
Σκόρερ: 51΄ Μπλάνκο
Κίτριναι: Σκόκκο Γκέντζογλου
Κόκκιναι: Ματέος (δύο κίτρ.)
Διαιτητής: Θάνος
ΠΑΟ ΑΕΚ 3-1 (ΟΑΚΑ) 13/2/2011
Πρωτάθλημα – 22α Ἀγωνιστικὴ
23 Σάχα, 8 Γιάχιτς, 15 Καράμπελας, 4 Μανωλᾶς, 5 Δέλλας, 11 Μίτσελ (50΄ 32 Σκόκκο), 14 Μάκος, 21 Ντιὸπ (76΄ 1 Καφὲς), 19 Λαγὸς (67΄ 18 Μπλάνκο), 33 Λυμπερόπουλος, 39 Μπαχὰ
Σκόρερ: 58΄ Σκόκκο
Κίτριναι: Μίτσελ Ντιὸπ Δέλλας
Διαιτητής: Παμπορίδης
Παρασκευή, Φεβρουαρίου 18, 2011
ἄντε πάαααααλι...
Κάποιοι, θεωροῦν ὅτι ὁ χρόνος ξεκινᾷ κάθε μία τοῦ μηνὸς Ἰανουαρίου.
[Ἀρχαιογκαγκὰ δέ, ἀντὶ τοῦ Ἰανουαρίου, βάζουν Γαμηλιῶνος. Ὁ Ῥιζοσπάστης στὴν ταυτότητά του πρωτοσέλιδα (=ἐπίρρημα) τὸν ὀνομάζει Γενάρη.]
Κάποιοι ἄλλοι, θεωροῦν ὅτι ὁ χρόνος ξεκινᾷ τὸν Ὀκτώβριο· εἶναι οἱ καναλάνθρωποι ποὺ παρουσιάζουν τὸ νέο πρόγραμμα μὲ κάτι μπιτοειδῆ τζιγκλάκια ἑπαιρόμενοι ὣς τὰ μπούνια γιὰ τὴν ἀφθάστου ποιότητα στὰ καινούρια ῥηάλιτυς καὶ σήριαλ. [Ὁ Ῥιζοσπάστης αὐτὸν τὸν μήνα, τὸν ὀνομάζει Ὀκτώβρη – δὲν ἀφήνεται ἐντελῶς στὸ ῥηξικέλευθο, προφανὰ (sic) κάποιος δάχτυλος (sic) ἀντιδραστικὸς καὶ φραξιονιστικὸς καὶ εἰσοδιστικὸς καὶ ὁπορτούνικος ἀρνεῖται τὸ μεγάλη ἱστορία σέρνον «ὀχτώβρη». Οἱ ἀρχαιόπληκτοι τὸν ὀνομάζουν Πυανεψιῶνος.]
Μεγαλοσχήμονες παράγοντες τινες, παρ’ὁλίγον ἢ ὁσονούπω ἢ τέως φυλακόβιοι, ὑπηρετοῦντες τὴν ἀθλητικὴ ἄμιλλα ὅπως αὐτὴ ἀποθεοῦται στὰ ποδοσφαιρικὰ γήπεδα, πιστεύουν ὅτι ὁ χρόνος ἀρχινᾷ ἐκεῖ πρὸς τὸ τέλος τοῦ Αὐγούστου (ποῦ καὶ ποῦ δὲ στὶς ἀρχὲς Σεπτεμβρίου) ὅταν τὸ πρωτάθλημα ἀρχίζῃ. [ἀρχαιογκαγκαδιστὶ Μεταγειτνιῶνος, Ῥιζοσπαστικῶς δὲν ἀλλάζει, ἀλλὰ πάλι ἕνας τέτοιο ὄνομα ἀφιερωμένο σὲ ἀπόλυτο ἀρχοντα, στὸ πρωτοσέλιδο τῆς φυλλάδας τοῦ «τιμημένου» κόμματος;! Λὸλ].
Καθηγητάδες καὶ δασκάλοι, στὸ μέσον τοῦ Σεπτέμβρη, εὔχονται καλὴ χρονιὰ ἀφοῦ πρῶτα ἔχουν μουτζώσει τὸν παπᾶ τὸν ὁποῖον τὸ ὑπουργεῖο τοὺς καπελώνει τόσα χρόνια καὶ φτιάχνει (αὐτοὶ οἱ λὰρτζ πάντως καὶ προφανῶς καὶ τὸ δίχως ἄλλο σπούδασαν σὲ σχολειὰ τοῦ ἐξωτερικοῦ, ὄχι στὰ σκοταδιστικὰ χριστιανοκεντρικὰ ἑλλαδικά, γιὰ νὰ ἔχουν βγῇ ἔτσι ἀπαγκιστρωμένοι θρησκειῶν καὶ τὰ ῥέστα) χριστιανοταλιμπὰν τοὺς μαθητάδες. (ἀρχ.: Βοηδρομιῶνος, ῥίζο: Σεπτέμβρη ἂν καὶ θἄπρεπε Ἑπτέμβρη, πάλι αὐτὸς ὁ προβοκατόρικος δάχτυλος!)
Γιὰ κάποιους ἄλλους ὅμως ἡ χρονιὰ θὰ ξεκινήσῃ στὶς 23 Φεβρουαρίου (οἱ ὦ Ζεῦυυυυυ!: Ἀνθεστηριῶνος, τὸ ὄργανο τῆς Κ.Ε. τοῦ Κ.Κ.Ε.: Φλεβάρη). Οἱ ἑορτάζοντες τότε τὴν πρωτοχρονιά, εἶναι κάτι τυπάδες ποὺ τριγυρνοῦν σὲ στέκια καὶ μέρη ὅπου μυρίζει σάρκα, φρέσκια ἢ θνήσκουσα, σὲ οἶστρο ἢ ἐμμηνόπαυση, τσίτα ἢ σταφυδιασμένη, φορώντας μόνο τὸ ἕνα μανίκι τοῦ ἐνισχυμένου στοὺς ἀγκῶνες σακακιοῦ τους· μιλλένιουμ κουτσαβάκια ποὺ καβλώνουν μὲ τὴν δημοσιότητα καὶ ἕναν κλάιν μάιν κενταυριντισμό. Ναὶ μωρέ, πρόκειται γιὰ τοὺς συνδικαλιστάδες μας ἢ καλλίτερα τοὺς συνδικαλισταράδες μας οἱ ὁποῖοι συνεχίζουν τὸν ἀγώνα ἐναντίον τοῦ ἄσπλαχνου συστημάτου καὶ ἐφέτος! Στὶς 23 Φεβρουαρίου (Ἀνθεστηριῶνος/Φλεβάρη) χῶρα λαμβάνει ἡ πρώτη (πρώτη) ἀπεργία τοῦ χρόνου, σὲ μιὰν περίοδο ποὺ ὅπως ἔχει ξαναφερθῇ δὲν ἔχει ὑπάρξει ὅμοια ἐδῶ καὶ 113 χρόνια ὅσον ἀφορᾷ τὴν οἰκονομικὴ κατάσταση. Ἡ πρώτη (πρώτη) ἀπεργία (μονοήμερη φυσικά, σὰν τὶς στ’ Ἀνάπλι σχολικὲς ἐκδρομὲς) στὸ τέλος τοῦ πρώτου διμήνου τοῦ χρόνου, ὅταν αὐτὸς διαθέτῃ ἔξι τέτοια.
Θεέ μου! Ὁ Μάης τοῦ 68, οἱ σπαρτακιστές, οἱ ἐρυθροὶ χμέρ, τὰ γκούλαγκς, τὸ τσεγκεβαρικὸ ἡ ἐργασία θὰ σᾶς κάνῃ ἄντρες, ἡ ΝΕΠ, ἡ ἀνέγερσις τοῦ ἀντιφασιστικοῦ τείχους τοῦ Βερλίνου, ὁ νταλγκὰς τοῦ Κροπότκιν στὰ στερνά του, οἱ σοβιετίᾳ κατεδαφίσεις ἐκκλησιῶν, ἡ πεζοδρομιαία λαχτάρα τοῦ Λῆμπνεχτ, οἱ ντούρας αὐταπάρνησης παρτιζάνοι, ὁ παιδικὸς αὐθορμητισμὸς τοῦ Θωμᾶ Μόρ, φαντάζουν παιδικὴ ἐκδρομὴ μπροστὰ στὴν ἀποφασιστικότητα τοῦ ἑλληνικοῦ συνδικαλιστικοῦ κινήματος ἐν μέσῳ ΔΝΤ!
Στὴν Αἴγυπτο, διαδηλώσεις καὶ κινήσεις δεκαοκτὼ ἡμερῶν μποροῦν (;) καὶ ῥίχνουν ἕνα 56χρονο στρατοκρατικὸ ἐθνικοσοσιαλιστικὸ (ἢ καὶ ἐθνικομπολσεβικικὸ) καθεστώς, καθεστὼς μάλιστα μὲ τόσο πολλὲς πλάτες ἀπὸ τὶς ΗΠΑ. Στὴν Ἑλλάδα, τὴν χειμαζόμενη Ἑλλάδα τοῦ μνημονίου, τὸ ἐγχώριο συνδικαλιστικὸ κίνημα, παλεύει μὲ μιᾶς (μίας) μέρας ἀπεργίες κάθε δυὸ μῆνες καὶ στὰ καπάκια φυσικὰ ψάχνει venus victoria καλσὸν χρώματος καραμελέ.
Μαλάκα ἂς ποῦμε ἀθῶε, δάγκα, χάλια ἑλληναρὰ ἐσαεὶ γελοῖε, ἀνέκαθεν βρωμερέ, μὲ τὴν καμμία γιατρευόμενε, τρέχα τρέχα τρέχα σὲ πορεῖες καὶ νοιῶσε τὸ πουλάκι σου νὰ μαζώχνῃ αἷμα καθὼς 2,5 ἑκατοστὰ νοτιώτερα μιὰ ζαρωμένη ὀπὴ (κι αὐτὴ δικιά σου) ἐξαπολύει ἀέρια στοὺς ὄρχεις τοῦ συστήματος.
ΥΓ: Ἐξαιροῦνται φυσικὰ ὑπάρξεις μὲ ἐντελῶς διαφορετικὸ κίνητρο συμμετοχῆς σὲ πορεῖες καίτοι ξεθυμαίνει ἀπὸ πρωταγωνίστρια μιὰ γινωμένη κωλοτρυπίδα.
Πέμπτη, Φεβρουαρίου 17, 2011
Κυριακή, Φεβρουαρίου 06, 2011
ἐνυδατικὴ
Kι ὅταν τὸ στομάχι γκαρίξῃ ἢ ἡ κύστη λύσῃ τὰ κορδόνια της, ἀφήνω κάθε ἄλλη ἀσχολία νὰ χάσκῃ στὸν πάγκο καὶ κατεβαίνω δύο πατώματα.
Πρὶν ἀπὸ τὴν τελικὴ πρὸς τὴν κουζίνα εὐθεία, στρέφω τὸ κεφάλι μου δεξιά.
Τὴν βλέπω, ὅσο μοῦ ἐπιτρέπει ~ μιὰ δεκαεπτὰ ἰντσῶν κωλοθόνη ~ τῆς καλύπτει τὸ στόμα καὶ τὴν μύτη.
Φαίνονται ὅμως τὰ μάτια της, ἄβαφτα μὲ συνηθισμένα μάλιστα τσίνορα χωρὶς σαλωμικὰ φτασίδια.
Τὸ μαλλὶ κατάμαυρο, σὲ μιὰν ἄτακτη ἀνάταση, ἀχτένιστα μισοφέγγαρα νὰ τροχιοδείχνουν τὸ πρόσωπο.
Προσπαθῶ νὰ θυμηθῶ πότε εἶχα ξανανοιώσει ἔτσι γιὰ μιὰν κοπέλα ἀλλὰ δὲν θυμᾶμαι· μᾶλλον ὄχι, θυμᾶμαι ὅτι δὲν μοῦ ἔχει ξανατύχει.
Κάτι πρέπει (νὰ βρῶ) νὰ τῆς πῶ.
Πέμπτη, Φεβρουαρίου 03, 2011
κι ἄλλη πορφυρογέννητος γωνιὰ
Νίκο ποὺ λὲς εἶχα πάει ψὲς στὸ γήπεδο, μὲ ἕναν συνάδελφο, πάνω σὲ μοτοσυκλέττα ἀπὸ τὸν Ἅλιμο γιὰ Ἀμαρούσιο, μέσῳ τῆς περιφεριακῆς τοῦ Ὑμηττοῦ. Προηγουμένως, εἶχα βάλει ῥοῦχο ποσότης ποὺ εἶχε ξανασυναντηθῇ μόνον σὲ κάτι νυκτερινὲς στὸν στρατό, ναί, τὰ λεγόμενα σκηνάκια. Φανελλάκι τιραντέ, φανέλλα, ὑποκάμισο, μπλούζα μάλλινη φυσικά, ζακέττα, μπουφάν. Σκοῦφος καὶ γάντια. Καὶ κασκώλ. Ἀπὸ τὴν μέση καὶ κάτω ὅμως, μόνον ἕνα παντελόνι, εἶχα ξεχάσει ὁ κόπανος νὰ ἔχω ἀπὸ τὰ μέσα καὶ καμιὰ πυτζαμούλα, θὰ ἤμουν ἀρχηγὸς ἄν! Ἀπὸ τὴν Ἡλιούπολι ἄρχισα νὰ νοιώθω εὐάερα τὰ σκέλη μου, στὸ ὕψος τῆς Καισαριανῆς θυμήθηκα τὸν ἐπίλογο τοῦ ἀριζόνα ντρὴμ μὲ Τζ. Λιούις καὶ Τζ. Ντὲπ ἐνῷ ὅταν μπαίναμε στὴν ἀττικὴ ὁδό, συνέθετα μοιρολόι γιὰ τὰ @@ μου, τί κρίμα ποὺ δὲν πρόλαβα νὰ τεκνοποιήσω, μεμψιμοιροῦσα.
Στὸ γήπεδο μὲ θυμήθηκα κομμάντο, σκαρφαλώσαμε καὶ μπήκαμε στὴν 4, ἐκεῖ κάποιοι προπονοῦντο μὲ σιδεριὲς παρέα μὲ κρανοφόρα ὄργανα τῆς τάξεως κι ἔτσι δὲν ὑπῆρχον ἐλεγκτὲς στὴν θύρα. Ὅλα ἄρχισαν ἰδανικά, γέμισα εὐφορία καὶ μιὰ ἀνάτασις ὅμοια μὲ τὴν τῆς 25ης Μαρτίου μοῦ ἔδινε κι ἄλλο ὕψος ἀπὸ τὸ ἤδη ἀνυπέρβλητο τοῦ ἐξώστου τῆς θύρας. Εἶχαν φέρει κάτι γνωστοὶ ῥακὴ σὲ πλαστικὸ ποτήρι τοῦ καφὲ μὲ καλαμάκι μάλιστα, γύριζε, ἀλλὰ σὰν ληγμένη μοῦ ἔκανε. Γύριζαν ἐπίσης καὶ κάτι στριφτὰ γεμιστά, δὲν τζούρωσα, εἶχα μητρὶ ὑποσχεθῇ πὼς θἄμανε καλὸ παιδί. Κι ἀπὸ τὸ 3-1 καὶ μετά… Εἶχα τὸ τσιμπούκι σφιχτὰ στὰ δόντια, χέρια στὶς τσέπες, φτυστὸς Μαιγκρὲ μὰ λύσι δὲν εὕρισκα. Ἕνα βαρὺ ξενέρωμα ποὺ μὲ τὰ πεπραγμένα τοῦ πρωταθλήματος πάγωναν περισσότερο (πόσο ἀκόμα;) τὴν ἀτμόσφαιρα. Στὸ τέλος, πρὸς τὸ τέλος, ἕνα σοὺτ τοῦ Σκόκκου, ἄααααχ, ἄλλο ἕνα τοῦ Μπαχᾶ (ἄ! Καλῶς τον!) ψηλὸ μὰ ποῦ πάει, λές; Λὲς νὰ παγαίνῃ ἐκεῖ ποὺ πρέπει; Μὰ θόρυβοι κι ἰαχὲς δὲν ἀκούγοντο, δὲν πήγαινε ἐκεῖ ποὺ ἔπρεπε ἡ μπάλα καίτοι ξεκινοῦσε ἀπὸ σωστὰ μέρη καὶ μὲ καλὴ τροχιὰ μὰ περνοῦσε πάνω ἀπὸ τὰ δοκάρια τί κρίμα!
Τίποτε…
Τζίφος.
Ἀπελπισία, χρώματος μαύρου.
Μὰ πόσο θέλει ἀκόμα;
Κι αὐτὴ ἡ πολικὴ αἴσθησις μιᾶς παγωμένης στὸν κῶλο σιδεριᾶς ὅπου εἶχα ἀράξει γιὰ νὰ συνταιριάξω τὴν αἴσθηση τῆς παραίτησης, διόλου δὲν μὲ πείραζε…
Στὴν γκροτέσκο φάση ἦρθε κι ἔδεσε ἕνας τρεχαλητὸς τύπος μὲ ὄχι κίτρινα μὰ πορτοκαλὶ ἐκεῖ κάτω στὰ πράσινα πεδία. Ἔτρεχε ὁ Σάχας, ἔτρεχε νὰ πάῃ κι αὐτὸς στὸ τέρμα τοῦ ἄλλου τέρμα (ὁ τέρμας τοῦ τέρμα) ὤωωω χαρὰ στὸ κουράγιο του, τέτοιες στιγμὲς κατήφειας καὶ καβουκισμοῦ, ἤθελε κοχόνες μιὰ τέτοια ἀπόφαση τέτοια ὥρα ἢ μήπως τὸ πνεῦμα τοῦ κλέφτη τῶν ποδηλάτων εἶχε φθάσει στὴν Καλογρέζα; Ἕνας κίτρινος πάνω ἀπὸ τὴν σφαίρα, ἴσα ποὺ τὴν ἔβλεπα, δὲν τὴν ἔβλεπα δηλαδή, τὴν εἶδα ὅμως ἐλάχιστα πιὸ μετὰ νὰ ἀνέρχεται καὶ νὰ ξεκινᾷ μιὰ βόλτα ἐντελῶς ἀνέμελη, μᾶλλον ἄκουγα καὶ τὸ σχετικὸ σφύριγμά της, ἤθελε νὰ ἐπιδείξῃ μιὰν ἀδιαφορία ὄχι στὸ 90 φεύγα ἀλλὰ στὸ 100 παρά. Μὲ περιέργως μεγάλη διάρκεια στὸν ἀέρα ἡ σφαίρα μὲ τὸν λοιπὸ θίασο νὰ τὴν βλέπῃ μὲ κεφάλι πρὸς τὰ πάνω, τοὺς εἶχε κυριεύσει ἕνας κομπαρσισμός. Κι αὐτὴ ἡ μπάλα… Μὰ καλούλα πορεία εἶχε, σὲ μὲ χαμηλωμένο φρύδι παρακολούθησης ἡ πορεία της καὶ δὲν γίνεται, πολλὴ ὥρα ἵπταται καὶ ἀκόμα παραμένει σὲ πολὺ εὔστοχο πεδίο ἂν μάλιστα ἐξακολουθήσει νὰ
Τὰ δίκτυα τινάχτηκαν καὶ σταμάτησαν τὴν καυλωμένη πορεία τῆς σφαίρας, ἦταν ἀλήθεια αὐτὸ ποὺ ἔβλεπα, μοῦ τὸ φώναξαν μάλιστα τόσοι ἄλλοι θεατές, μοῦ τὸ φώναξαν μὲ φθόγγους ἀκατάληπτους χωρὶς συντακτικὲς ὀρθοδοξίες καὶ σαβουὰρ βίβρια! Ὁ σκόρερ ἐρχόταν πρὸς τὸ μέρος μου μὲ σηκωμένα τὰ χέρια νὰ δείχνουν τὸν Κύριο ὅστις τὰ πανθ’ὁρᾶ, ἀκολούθησαν καὶ οἱ ἄλλοι κίτρινοι ἐνῷ πράσινοι διαμαρτύρονταν στὸν ἂς ποῦμε μαῦρο - τί εἰκόνα! Νὰ διαμαρτύρωνται πράαααασινοι γιὰ ἀδικία! Ἕνας ἀξύριστος μ’ἀγκάλιασε, ἡ φωνή μου δὲν ἔβγαινε, κρύωνε μᾶλλον καὶ προτιμοῦσε τὴν θαλπωρὴ τοῦ λάρυγγα, τὸ κεφάλι μου πήγαινε νὰ σπάσῃ, προσπαθοῦσα νὰ τὸ πιστέψω, ἐμεῖς!
Ἄξιζε τὰ λεφτά του, ναί!
τελείωσε καὶ ὁ μπὶγκ μπράδερ... :-(
- Ἕνα εὐρὼ ἔχουν τὰ εἰσιτήρια;
- Ποιά εἰσιτήρια;
- Αὐτὰ ἐδῶ.
- Γιὰ τζιβάνα τὰ εἶχα, μὰ στράβωσε.
- Τὰ πετάω.
- Στὴν θέση σου, δὲν θὰ τὸ ἔκανα· κάποια μέρα, θὰ κοστίζῃ τριάντα γκίγκα ῥούβλια τὸ ὑπ’ἐμοῦ ἀγγιχθὲν τουτοσὶ χαρτάκι.
- Χαχαχά! Ἔλεος! Ἡ χειρότερη μαλακία ἔβερ!
- Κι ὅταν πληρωθῇ ὁ χρόνος, ὅταν θὰ ἔχω στὰ κατώτατα κατέλθει καὶ θἆμαι γιὰ σένα μιὰ ἀστραπιαῖα παλλόμενη σέπια εἰκόνα, θὰ βγάζῃς στὸ σφυρὶ κάθε μικραντικείμενο μὲ τὸ ὁποῖο ἦλθα σὲ ἐπαφὴ καὶ θὰ προσθέτῃς πολλὰ μηδενικὰ στὸν ἀριθμὸ τῆς σούμας στὸν τραπεζικό σου λογαριασμό.
- Ἄ, εἶναι σοβαρὴ ἡ περίπτωσή σου.
- Καὶ κάποια στιγμὴ θὰ δείχνῃς γυμνὰ τὰ βυζιά σου στὴν κάμερα, σὲ λάιβ ῥηάλιτυς καὶ θὰ λὲς σὲ πουλιτζεράτους δημοσιογράφους, ἐτοῦτα τὰ βυζιὰ ἐδῶ, τὰ εἶχε πλειστάκις στάξει ὁ Βαγγέλακας.
ἐτοῦτα τὰ βυζιὰ ἐδῶ, τὰ νάτσουραλ μπομπάτα
τὰ μὲ χαράδρα ἄβυσσο, τὰ παλαμῶν γεμάτα.
τἆχε γευμένα ἔκπαλε, τἆχε γευθῇ σταράτα.
- Ἀγάααααπη μου!