Χωρὶς παραγράφους
Σχολοῦσα στίς 15.00 GMT, ἔφευγα πετάδην γιά Λιοσίων, ἔπαιρνα τό ΚΤΕΛ, ἔφθανα 21:42 GMT ἐπίσης, μέ περίμενε, μέ περίμενε σέ μέρος προσάνεμο μπόλικες λεῦγες μακράν ἀπό τά καλά νερά κι ἀφοῦ τήν ξαναθυμόμουν μετά ἀπό τόσα γαλάζια φιλιά, φεύγαμε. Φθάναμε ἀνυπόμονα στό σπίτι, ἀράζαμε στόν πράσινο βελουτέ καναπέ καί λέγαμε διάφορα χαζά. Πίναμε ἕνα δυό τζίμ μπήμ γιά νά ἀποπροσανατολίσω τήν πολύωρη κλεισούρα τῶν ποδιῶν μου, ξαπλώναμε καὶ περνοῦσα τό ἕνα χέρι μου γύρω ἀπό τόν λαιμό της καθώς μέ τό ἄλλο ψαχούλευα καί ἤλεγχα γιά τυχόν χαλαρούς κόμπους στά κομβία τοῦ ὑποκαμίσου της καί ἀφοῦ χρησιμοποιοῦσα ὡς ἀναλόγιον ἕτερον μέρος τοῦ σώματός μου, τῆς διάβαζα ἀποσπάσματα ἀπό τούς Γραμμές Ὁριζόντων τοῦ Βακαλόπουλου. Μπασσοποιοῦσα μάλιστα καί τραβοποιοῦσα τήν φωνή μου, πετοῦσα λοξές ματιές ἐκεῖ μπάς καί δῶ γλαροειδεῖς βλεφαρικές κινήσεις κι εὐχόμην νά τήν πάρει ὁ ὕπνος καί νά μήν ζητήσει σέξ· ἐνίοτε τό πετύχαινα, ἄλλες φορές ὄχι. Τά πρωινὰ τοῦ σαββάτου ἦσαν σοῦπερ. Σηκωνόμασταν ὥρα καλή, κάναμε ὁμοῦ μπάνιο κι ἐτοιμαζόμασταν γιά καφέ στό κέντρο (πλατεία κάποιας κοτινοδερούσης ναυμαχίας ἤ στήν πρίγκηπος Νικολάου, σέ καφέ μέ τρισύλλαβη ξενική ὀνομασία) πρίν νά ξεκινήσουμε, στήν πρωινή τουαλέττα αἰσθανόμουν κι ἔβλεπα περίεργη τήν ἀνατομία μου, σάν νά εἶχε προηγηθεῖ ὄντως σέξ τήν προηγουμένη, ψάχνοντας στόν κάδο εὕρισκα τεκμήρια ὅτι διά μέθης μέ ἐξεμεταλλεύετο. Μέ αἱματωμένα τά μηλίγγια, διάθεση βεζούβιο καί σχέδια ἁπτόμενα τριμελοῦς κακουργοδικείου, χούφτωνα τό πόμολο τοῦ καμπινέ ἵνα ἐξέλθω καί νά τήν ἀρχίσω μέ τήν ζωστήρα εἰσαγωγικῶ τῷ τρόπῳ πρίν νά τῆς μωλωπίσω τήν μύτη βοηθείᾳ προχείρου τινός τοίχου μά κάτι καταλάβαινε μᾶλλον ἴσως καί ἀπό τά ἠχεῖα ἀκουγόταν μιά σύστασις (τώρα, τώρα πές μου ποιόν πες μου ποιόν θἄχῃς νά τά λές;) νά μετρήσω μέχρι τό δέκα. Στό ἕνδεκα, ἔβγαινα ἀπό τό ἀποχωρητήριο καί ἔνγλυκυς τήν ῥωτοῦσα γιά τήν ὡραιότητα τοῦ μαλλῆ (sic) μου, σούφρωνε τά χείλη, κυττοῦσε ἐκεῖ, ἔφτιαχνε κάτι καί κατόπιν κυττώντας με βαθιά στά μάτια μέ φιλοῦσε κι ἐγώ λιγωνόμουν λιγωνόμουν πολύ λιγωνόμουν τόσο ὥστε ἀρχινοῦσα ἀπότομα (ἐπίρρημα) ἀπότομα (ἐπίθετο) κλάμματα καί τῆς ζητοῦσα νά μέ συγχωρήσῃ. Δέν καταλάβαινε ἀκριβῶς μά καταλάβαινα ὅτι καταλάβαινε πώς ἦταν μιά ἀπό τίς ἀντιδράσεις τῶν αἰτιῶν τῶν ὁποίων εἶχε καταλάβει παλιά πρίν, στά πρῶτα μας ὅταν ἀνεπιτυχῶς τῆς ἔκρυβα μιάν κάποιαν ἀγνωσία συναισθημάτων. Μ’ἄφηνε μόνο μου γιά λίγο, κρυβόταν στήν κουζίνα, ποτέ δέν ἔμαθα τί ἔκανε τέτοιες στιγμές ἐκεῖ, γώ ἔγλυφα τά δάκρυά μου ἐνώπιον τῆς βιβλιοθήκης της καθώς μπροστά ἐκεῖ στεκόμουν στέλνοντας τό βάρος τοῦ σώματός μου ἀπό τήν μιά πατούσα στήν ἄλλη σ’ἀκανόνιστα χρονικά διαστήματα κι ἐπεφύλασσα τό πιό δριμύ κλάμμα ἐνόσῳ ἄγγιζα καί γυρόφερνα τίς ῥάχες τῶν βιβλίων. Στούς τίτλους τοῦ Μάλκολμ Μπράντμπερρυ ξαφνικά ἠρεμοῦσα καί τήν φώναζα μέ ἕνα χαϊδευτικό πού πάντα τό ἀπεχθανόταν. Φεύγαμε. Καθ’ὁδόν γιά τό κέντρο, πάντα συνοδηγός, ἔνοιωθα ὅτι κάτι δέν πήγαινε καλά, μέ ἐμένα, μέ αὐτήν, μέ ἐμᾶς καί ὄχι μόνον στά πρόσεχε στόπ, περτικαλί φανάρι, πεζός! Ἀναρωτιόμουν μά καί προσπαθοῦσα νά θυμηθῶ ποιό ἐπίμονο, ποιό δερματόστικτο, ποιό κακοφορμισμένο καπρίτσιο μέ εἶχε ἐκεῖ, τόσα χιλιόμετρα μακρυά ἀπό τήν ἑστία μου, νά προσπαθῶ νά ἐπιβεβαιώσω κάποιες ἐφηβικῆς χροιᾶς ἀντιδράσεις σέ πατρικά ἀγάπα την ῥέ, μά μήν τό δείχνῃς. Στό καφέ, πίναμε τοὐλάχιστον ἀπό δύο καπουτσίνους, τρώγαμε τά σκοῦρα κέηκ καί κάποια βουτύρου βουτήματα καί ὅ,τι ἡ καλή διάθεσις τοῦ ἐλεήμονος τε καί φιλευσπάχνου ἀλλά καί οἰκείου της, τραπεζοκόμου προαιρεῖτο. Ἔγλυφα τό πιατάκι γιά τίποτε ἀπομειναριασμένα ψίχουλα κέηκ πού μᾶλλον δέν ἔβλεπα, ἔβλεπα πάντως τό ὕφος δυσαρέσκειας τοῦ γνωστοῦ της καί καταλάβαινα ὅτι ἦταν ὥρα νά φύγουμε. Ἀγοράζαμε ἐφημερίδες, μαλλώναμε γιά τά πολιτικά καί γυρνοβολάγαμε στήν ἀγορά μουτρωμένοι χωρίς νά κρατᾷ ὁ εἷς τό χέρι τοῦ ἄλλου. Τό μεσημέρι μάμ σέ φαγητάδικα ἀπέχοντα τρέντυ τοποθεσιῶν, παραγγέλναμε πιάτα καυτερά καί ἐπιδέχοντα παπάρες τριῶν φετῶνε ψωμιοῦ. Ἄλλες, γυρνούσαμε πιό νωρίς στό σπίτι, ἔφτιαχνε κάτι αὐτή (μαγείρισσα οὔσα) καί μετά ἀφοῦ ξαναμαλλώναμε γιά τά πολιτικά, βλέπαμε καμιά ταινία ἐνῷ πρῶτα μαλλώναμε γιά τό ῥεπερτόριο καί τό θέμα της μέ φορτωμένα φυσικά στομάχια καί μιά ἰσχυρή στομαχική δυναμική ἐνέργεια. Ὄχι γιά κάποιον ἄλλον λόγο, μά ἀποκλειστικῶς γιά νά κάψω τίς παραπάνω θερμίδες συναινοῦσα σέ μιά σωματική πάλη στήν ὁποίαν πρωταγωνιστοῦσαν ἀνθ’ ἡμῶν, ἕνα πέος καί ἕνα αἰδοῖον, μά καί ἕνα ζεῦγος 40DD μαστῶν ὅπερ ἦταν ὁ κάθιδρος γκέστ στάρ. Περαίνοντας, μέ ἔπιανε τό σύνδρομο τοῦ νεκροῦ σπέρματος, θρηνοῦσα κασσανδρικά καί μέ ἔπαιρνε ὁ ὕπνος. Τά πρός βράδυ ἀπογεύματα ἔρχονταν κάποιοι φίλοι καί βαριόμουν ἀσύστολα, ἐξοργιζόμην μάλιστα μέ ἐκεῖνα τά κάτι καμμένα ἀτομάκια μέ χάι ἀπόψεις, ἄνετες καί πολύ προχώ, μακράν τῶν συμβάσεων (ποιῶν;) κι ὅ,τι ἄλλη παπαριά μπορεῖ νά ἐπικαλεστεῖ κάποιος γιά νά δικαιολογήσει τούς ἀντικοινωνισμούς καί τά συμπλέγματά του. Μᾶς φορτώνονταν, δέν ἔφερναν μάλιστα τίποτε μαζύ τους ῥεγαλοειδῶς, ἐμεῖς ὅμως τούς φτιάχναμε μεξικάνικο ἄσε πού εἶχα πληρώσει καί ἐγώ στό σοῦπερ μάρκετ γιά τά ὑλικά, μά φίλοι δικοί σου δέν εἶναι; Ὦ, πόσο κόπο ἤθελε νά χαμογελῶ καί νά δείχνω ὅτι δέν μοῦ ἀνακάτευε τά σωθικά ἡ μ’αὐτούς συνανα(σ)τροφή! Τίς νύχτες ἀφοῦ καληνυχτούσαμε τούς ἐν λόγῳ ἄπλυτους (γώ τούς ἔστελνα στήν εὐχή τοῦ ’ωσφόρου) ἡ ξώθυρα δέν εἶχε κλείσει καλά καλά μέ γώ ἤδη τεντωνόμουν καί χασμουριόμουν τόσο ψεύτικα πού ποτέ δέν κατάλαβα γιατί δέν μέ καταλάβαινε. Πώπω, λατρεία μου, τεύχη εἰμί, σπεύδω γιά τοῦφες κι ἔτσι μέ αὐτόν τόν τρόπο ἀπέφευγα τό σέξ. Τήν ἄλλη μέρα, γυρνώντας ἀπό τήν λειτουργία, καθὼς τήν εὕρισκα κοιμωμένη, μέ ἔπιανε ἕνα τρεμάμενο μίσος γιά τήν καριόλα πού δέν ἐρχόταν κι αὐτή στήν ἐκκλησία, τήν ἔφτυνα μέ ἄρρωστο σίελο καί ἔψαχνα πρόχειρο κάποιο ἐγχειρίδιο νά τήν στείλω στόν δημιουργό της μιάν ὥρα ἀρχύτερα ὥστε νά πειστῇ μάλιστα γιά τήν ὕπαρξή του, μά τό κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου τρία τέταρτα πρίν μοῦ εἶχε τροχοπεδίσει πᾶσα ἀνωμαλία καί τέτοιους ἀκτιβισμούς. Κι ὅταν σηκωνόταν, ἀφοῦ πρῶτα στό μεταίχμιο ὕπνου καί σηκώθηκες μωρό μου;, μέ ἔψαχνε στό στρῶμα μέ ἕνα τυφλό χέρι γιά νά ἐκμεταλλευθεῖ τό ἰδιαίτερο πρωινό χαρακτηριστικό τῆς ἀνατομίας τοῦ ἄντρα μά δέν μέ εὕρισκε (τί ἠδονή πού ἀπογοητευόταν, πού δέν κάναμε σέξ ἤ κάλλιον πού δέν μοῦ ἔκανε σέξ) ἐτοιμαζόμασταν καί πάλι τσαρκεύαμε ἀφοῦ πρίν μαλλώναμε γιά τά πολιτικά.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα