ἐνυδατικὴ
Kι ὅταν τὸ στομάχι γκαρίξῃ ἢ ἡ κύστη λύσῃ τὰ κορδόνια της, ἀφήνω κάθε ἄλλη ἀσχολία νὰ χάσκῃ στὸν πάγκο καὶ κατεβαίνω δύο πατώματα.
Πρὶν ἀπὸ τὴν τελικὴ πρὸς τὴν κουζίνα εὐθεία, στρέφω τὸ κεφάλι μου δεξιά.
Τὴν βλέπω, ὅσο μοῦ ἐπιτρέπει ~ μιὰ δεκαεπτὰ ἰντσῶν κωλοθόνη ~ τῆς καλύπτει τὸ στόμα καὶ τὴν μύτη.
Φαίνονται ὅμως τὰ μάτια της, ἄβαφτα μὲ συνηθισμένα μάλιστα τσίνορα χωρὶς σαλωμικὰ φτασίδια.
Τὸ μαλλὶ κατάμαυρο, σὲ μιὰν ἄτακτη ἀνάταση, ἀχτένιστα μισοφέγγαρα νὰ τροχιοδείχνουν τὸ πρόσωπο.
Προσπαθῶ νὰ θυμηθῶ πότε εἶχα ξανανοιώσει ἔτσι γιὰ μιὰν κοπέλα ἀλλὰ δὲν θυμᾶμαι· μᾶλλον ὄχι, θυμᾶμαι ὅτι δὲν μοῦ ἔχει ξανατύχει.
Κάτι πρέπει (νὰ βρῶ) νὰ τῆς πῶ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα