κι ἄλλη πορφυρογέννητος γωνιὰ
Νίκο ποὺ λὲς εἶχα πάει ψὲς στὸ γήπεδο, μὲ ἕναν συνάδελφο, πάνω σὲ μοτοσυκλέττα ἀπὸ τὸν Ἅλιμο γιὰ Ἀμαρούσιο, μέσῳ τῆς περιφεριακῆς τοῦ Ὑμηττοῦ. Προηγουμένως, εἶχα βάλει ῥοῦχο ποσότης ποὺ εἶχε ξανασυναντηθῇ μόνον σὲ κάτι νυκτερινὲς στὸν στρατό, ναί, τὰ λεγόμενα σκηνάκια. Φανελλάκι τιραντέ, φανέλλα, ὑποκάμισο, μπλούζα μάλλινη φυσικά, ζακέττα, μπουφάν. Σκοῦφος καὶ γάντια. Καὶ κασκώλ. Ἀπὸ τὴν μέση καὶ κάτω ὅμως, μόνον ἕνα παντελόνι, εἶχα ξεχάσει ὁ κόπανος νὰ ἔχω ἀπὸ τὰ μέσα καὶ καμιὰ πυτζαμούλα, θὰ ἤμουν ἀρχηγὸς ἄν! Ἀπὸ τὴν Ἡλιούπολι ἄρχισα νὰ νοιώθω εὐάερα τὰ σκέλη μου, στὸ ὕψος τῆς Καισαριανῆς θυμήθηκα τὸν ἐπίλογο τοῦ ἀριζόνα ντρὴμ μὲ Τζ. Λιούις καὶ Τζ. Ντὲπ ἐνῷ ὅταν μπαίναμε στὴν ἀττικὴ ὁδό, συνέθετα μοιρολόι γιὰ τὰ @@ μου, τί κρίμα ποὺ δὲν πρόλαβα νὰ τεκνοποιήσω, μεμψιμοιροῦσα.
Στὸ γήπεδο μὲ θυμήθηκα κομμάντο, σκαρφαλώσαμε καὶ μπήκαμε στὴν 4, ἐκεῖ κάποιοι προπονοῦντο μὲ σιδεριὲς παρέα μὲ κρανοφόρα ὄργανα τῆς τάξεως κι ἔτσι δὲν ὑπῆρχον ἐλεγκτὲς στὴν θύρα. Ὅλα ἄρχισαν ἰδανικά, γέμισα εὐφορία καὶ μιὰ ἀνάτασις ὅμοια μὲ τὴν τῆς 25ης Μαρτίου μοῦ ἔδινε κι ἄλλο ὕψος ἀπὸ τὸ ἤδη ἀνυπέρβλητο τοῦ ἐξώστου τῆς θύρας. Εἶχαν φέρει κάτι γνωστοὶ ῥακὴ σὲ πλαστικὸ ποτήρι τοῦ καφὲ μὲ καλαμάκι μάλιστα, γύριζε, ἀλλὰ σὰν ληγμένη μοῦ ἔκανε. Γύριζαν ἐπίσης καὶ κάτι στριφτὰ γεμιστά, δὲν τζούρωσα, εἶχα μητρὶ ὑποσχεθῇ πὼς θἄμανε καλὸ παιδί. Κι ἀπὸ τὸ 3-1 καὶ μετά… Εἶχα τὸ τσιμπούκι σφιχτὰ στὰ δόντια, χέρια στὶς τσέπες, φτυστὸς Μαιγκρὲ μὰ λύσι δὲν εὕρισκα. Ἕνα βαρὺ ξενέρωμα ποὺ μὲ τὰ πεπραγμένα τοῦ πρωταθλήματος πάγωναν περισσότερο (πόσο ἀκόμα;) τὴν ἀτμόσφαιρα. Στὸ τέλος, πρὸς τὸ τέλος, ἕνα σοὺτ τοῦ Σκόκκου, ἄααααχ, ἄλλο ἕνα τοῦ Μπαχᾶ (ἄ! Καλῶς τον!) ψηλὸ μὰ ποῦ πάει, λές; Λὲς νὰ παγαίνῃ ἐκεῖ ποὺ πρέπει; Μὰ θόρυβοι κι ἰαχὲς δὲν ἀκούγοντο, δὲν πήγαινε ἐκεῖ ποὺ ἔπρεπε ἡ μπάλα καίτοι ξεκινοῦσε ἀπὸ σωστὰ μέρη καὶ μὲ καλὴ τροχιὰ μὰ περνοῦσε πάνω ἀπὸ τὰ δοκάρια τί κρίμα!
Τίποτε…
Τζίφος.
Ἀπελπισία, χρώματος μαύρου.
Μὰ πόσο θέλει ἀκόμα;
Κι αὐτὴ ἡ πολικὴ αἴσθησις μιᾶς παγωμένης στὸν κῶλο σιδεριᾶς ὅπου εἶχα ἀράξει γιὰ νὰ συνταιριάξω τὴν αἴσθηση τῆς παραίτησης, διόλου δὲν μὲ πείραζε…
Στὴν γκροτέσκο φάση ἦρθε κι ἔδεσε ἕνας τρεχαλητὸς τύπος μὲ ὄχι κίτρινα μὰ πορτοκαλὶ ἐκεῖ κάτω στὰ πράσινα πεδία. Ἔτρεχε ὁ Σάχας, ἔτρεχε νὰ πάῃ κι αὐτὸς στὸ τέρμα τοῦ ἄλλου τέρμα (ὁ τέρμας τοῦ τέρμα) ὤωωω χαρὰ στὸ κουράγιο του, τέτοιες στιγμὲς κατήφειας καὶ καβουκισμοῦ, ἤθελε κοχόνες μιὰ τέτοια ἀπόφαση τέτοια ὥρα ἢ μήπως τὸ πνεῦμα τοῦ κλέφτη τῶν ποδηλάτων εἶχε φθάσει στὴν Καλογρέζα; Ἕνας κίτρινος πάνω ἀπὸ τὴν σφαίρα, ἴσα ποὺ τὴν ἔβλεπα, δὲν τὴν ἔβλεπα δηλαδή, τὴν εἶδα ὅμως ἐλάχιστα πιὸ μετὰ νὰ ἀνέρχεται καὶ νὰ ξεκινᾷ μιὰ βόλτα ἐντελῶς ἀνέμελη, μᾶλλον ἄκουγα καὶ τὸ σχετικὸ σφύριγμά της, ἤθελε νὰ ἐπιδείξῃ μιὰν ἀδιαφορία ὄχι στὸ 90 φεύγα ἀλλὰ στὸ 100 παρά. Μὲ περιέργως μεγάλη διάρκεια στὸν ἀέρα ἡ σφαίρα μὲ τὸν λοιπὸ θίασο νὰ τὴν βλέπῃ μὲ κεφάλι πρὸς τὰ πάνω, τοὺς εἶχε κυριεύσει ἕνας κομπαρσισμός. Κι αὐτὴ ἡ μπάλα… Μὰ καλούλα πορεία εἶχε, σὲ μὲ χαμηλωμένο φρύδι παρακολούθησης ἡ πορεία της καὶ δὲν γίνεται, πολλὴ ὥρα ἵπταται καὶ ἀκόμα παραμένει σὲ πολὺ εὔστοχο πεδίο ἂν μάλιστα ἐξακολουθήσει νὰ
Τὰ δίκτυα τινάχτηκαν καὶ σταμάτησαν τὴν καυλωμένη πορεία τῆς σφαίρας, ἦταν ἀλήθεια αὐτὸ ποὺ ἔβλεπα, μοῦ τὸ φώναξαν μάλιστα τόσοι ἄλλοι θεατές, μοῦ τὸ φώναξαν μὲ φθόγγους ἀκατάληπτους χωρὶς συντακτικὲς ὀρθοδοξίες καὶ σαβουὰρ βίβρια! Ὁ σκόρερ ἐρχόταν πρὸς τὸ μέρος μου μὲ σηκωμένα τὰ χέρια νὰ δείχνουν τὸν Κύριο ὅστις τὰ πανθ’ὁρᾶ, ἀκολούθησαν καὶ οἱ ἄλλοι κίτρινοι ἐνῷ πράσινοι διαμαρτύρονταν στὸν ἂς ποῦμε μαῦρο - τί εἰκόνα! Νὰ διαμαρτύρωνται πράαααασινοι γιὰ ἀδικία! Ἕνας ἀξύριστος μ’ἀγκάλιασε, ἡ φωνή μου δὲν ἔβγαινε, κρύωνε μᾶλλον καὶ προτιμοῦσε τὴν θαλπωρὴ τοῦ λάρυγγα, τὸ κεφάλι μου πήγαινε νὰ σπάσῃ, προσπαθοῦσα νὰ τὸ πιστέψω, ἐμεῖς!
Ἄξιζε τὰ λεφτά του, ναί!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα