Δευτέρα, Φεβρουαρίου 21, 2011

Crassula radicans.

Ἡ πρώτη φορὰ ποὺ θυμᾶμαι τὸν ἑαυτό μου ἦταν ἕνα γιομάτο ὑγρασία πρωινό. Ὁ δείκτης, ὁ μέσος καὶ ὁ ἀντίχειρας ἑνὸς δεξιοῦ χεριοῦ κάποιου Μαορὶ οἰκονομικοῦ μετανάστη στὴν Γουατεμάλα, μὲ πέταξε σὲ χῶμα σκέτη μούργα· σκόνη δηλαδή, περιφερόμενη σκόνη σὲ διάσημα ὑψίπεδα 190 χιλιόμετρα μακρὰν τῆς πόλεως τῆς Γουατεμάλα. Μόλις ποὺ πρόλαβα νὰ δῶ τὸ φῶς τοῦ ἔξω, ἡ ἐν λόγῳ παλάμη μοῦ πασπάλισε αὐτὸ τὸ τσίπικο χῶμα καὶ ἔχασα πᾶσα ἐπαφὴ μὲ τὸ περιβάλλον.

14 ἡμέρες μετά, ξύπνησα ἀπὸ τὸν λήθαργο καὶ τεντώθηκα πολύ, πάρα πολύ, πόσο θὰ τεντωνόσαστε ἐσεῖς ἂν κοιμόσαστε μισὸ μήνα;

Κι ἔτσι ὅπως τεντώθηκα, μὲ κατάλαβα νὰ ἁπλώνομαι καὶ τσούπ! Ξετρούπωσα ἀπὸ τὸ χωμάτινο πάπλωμα καὶ βγῆκα στὸ φῶς. Γιὰ πολὺ διάστημα ἄραζα τεμπέλικα κι ἄφηνα νὰ μὲ χτυπᾷ ὁ ἥλιος, ὅλα ἦταν τέλεια, ἢ μᾶλλον ὄχι, τέλεια θἄταν ἂν εἴχαμε ἕνα ταβλάκι νὰ παίζουμε μὲ τὰ παιδιά, τοὺς γύρω μου ἀλητάμπουρες ποὺ κι αὐτοὶ λιοθεραπιζόσαντε.

Ἕνα πρωινό, κάτι περίεργοι ντηζελοειδεῖς θόρυβοι μᾶς ἀνησύχησαν. Μετὰ ἀπὸ λίγο, κάποιες ἰθαγενεῖς κόρες, ἄγουρες ἐντελῶς, τῆς φυλῆς τῶν Κακτσικέλ, κόπιασαν καὶ ἀφοῦ μᾶς χούφτωσαν ἀπὸ πολὺ βαθιά, μᾶς ἀπίθωσαν σὲ κάτι ξύλινα κιβώτια. Ἕνας σπανὸς χειριστὴς τρέηλερ τσίμπησε ὅλην τὴν παλέττα καὶ ἄγαρμπα καὶ νευρικὰ ὅσο δὲν γίνεται (καθ’ὅσον τὸ ἴδιο πρωὶ εἶχε μάθει ὅτι ἡ 14χρονη κόρη του εἶχε γονιμοποιηθῇ ἀπὸ τὸν τσιφλικὰ τῆς περιοχῆς, ὁ ὁποῖος μάλιστα ἦταν καὶ ἰδιοκτήτης τοῦ φυτωρίου μας) καὶ μᾶς πέταξε στὴν καρότσα ἑνὸς φορτηγοῦ. Ἔδεσε τὸ χειρόφρενο τοῦ κλάρκ, ἔσβησε τὴν μηχανὴ καὶ πῆγε στὸ φορτηγό, ὅλα τοῦτα γιομάτα βλασφήμιες. Μετὰ ἀπὸ κάμποσες ὧρες καὶ χοροὺς λαμπάντα στὶς λακοῦβες τῶν χωμάτινων δρόμων, φθάσαμε στὸ πουέρτο Μπάρριος. Μὲ συνοπτικὲς διαδικασίες φορτωθήκαμε σὲ ἕνα πλοῖο βανουατικῆς σημαίας μὲ προορισμὸ τὸ λιμάνι τοῦ Ῥότερνταμ.

Ἦταν ἕνα ταξίδι μᾶλλον ἐντάξει, ἂν ἐξαιρέσῃς ὅτι μαῦροι ἀρουραῖοι μὲ εἶχαν βρεῖ πρόθυμο καὶ χέζαν ἀσύστολα· μὴν χαλιέσαι, μὲ καθησύχαζαν πάντως γείτονες φίλοι, σὲ λιπαίνουν κουτό, θὰ σοῦ χρειαστῇ ἐκεῖ ποὺ πᾷς.

Ποῦ πηγαίναμε ὅμως οὐδεὶς ἤξερε.

Στὸ Ῥότερνταμ, φορτωθήκαμε ἐκ νέου σὲ κάτι τριαξονικάτα φορτηγὰ κι ἀρχίσαμε νὰ διασχίζουμε τὴν γηραιὰ ἥπειρο. Ἀλαφρυνθήκαμε πολὺ στὸ Βέλγιο, στὴν Γερμανία καὶ στὴν Ἑλβετία. Σύντροφοι κατέβηκαν καὶ στὴν Αὐστρία, πολὺ τατσιάρικοι ἀποχαιρετισμοί, τί νὰ σᾶς λέω, θὰ σήκωνα, δίκην χαιρετισμοῦ, τὸ δεξὶ χέρι μου ψηλὰ σὲ σφιχτὴ γροθιά, ἂν εἶχα χέρι κι ἂν εἶχα καὶ γροθιά, μὰ φαντάζομαι ὅτι μοῦ κατάλαβαν τὸ ὥρα καλὴ οἱ φίλοι μου. Γιὰ μένα, τὸ ῥιζικὸ μὲ ἔστειλε στὸ τέλος τοῦ ταξειδιοῦ, στὸ ἄκρον τῆς ἡπείρου· ἔφθασα στὴν Ἀθήνα μετὰ ἀπὸ πολὺ καιρὸ, τὴν ἡμέρα μάλιστα τῆς ἄφιξής μου στὰ ντεπὼ μεγάλης ἑταιρείας φυτωρίων, στὸ δυτικὸ ἡμισφαίριο, γεννιόταν ὁ καρπὸς (ἀγοράκι) ἑνὸς μουρντάρικου καὶ παράνομου ἔρωτα ἑνὸς τσιφλικὰ καὶ μιᾶς κόρης ὁδηγοῦ.

Μὴν τὰ πολυλογῶ, βρέθηκα σὲ εὐήλιο ῥάφι σὲ ἕνα σοῦπερ μάρκετ βησιγοτθικῶν συμφερόντων, ἀπέναντι ἀπὸ τὶς σερβιέτες. Γιὰ μέρες τὸ διασκέδαζα, περνοῦσαν κυρίες, κύριοι, δεσποινίδες, ἔφηβοι, μειράκια, ὅλο καὶ κάτι ἔπαιρνε τὸ αὐτί μου ἀπὸ τὰ λίγα ποὺ προλάβαινα νὰ ἀκούσω καὶ ἔτσι δὲν βαριόμουν. Τώρα ὅμως μὲ ἔχει πιάσει ἀσήκωτη ἀνία, δὲν ἐνδιαφέρομαι νὰ ἀκούω παράπονα γιὰ τὶς τιμὲς ἀπὸ συνταξιούχους, οὔτε φοβισμένα βλέμματα νὰ διακρίνω σὲ προσώπατα τυπάδων μόλις κλεψάντων σοκοφρέτες μὰ οὔτε καὶ αἰσχρὰ πορνικὰ ὑπονοούμενα ξαναμμένων ἄστεγων ζευγαριῶν πάνω ἀπὸ ταμπὸν καὶ καπότες.

Κι αὐτὸς ὁ φόβος γιὰ τὸ ποῦ θὰ καταλήξω… Ποῦ θὰ καταλήξω Περσεφόνη μου; Λὲς νὰ μὲ πάρῃ κἄνα μαλακιστήρι δημοτικοῦ σχολιαρόπαιδο καὶ νὰ μὲ ἐγκαταλείψῃ στὸ παράθυρο κάποιας σχολικῆς αἴθουσας νὰ ἀκούω τὰ περιεχόμενα τοῦ ἀντιρατσιστικοῦ βαλιτσακίου; Ἢ κάποια ὑπέρβαρη κατὰ βάθος ἔχω ἄλλα χαρίσματα μὲ σπουδαῖες περγαμηνὲς κι εὐαισθησίες γιὰ τοὺς τῆς γῆς κολασμένους, θὰ μὲ μαστουρώνῃ μὲ χίλια μύρια καλούδια καὶ ἀπὸ τὴν πολλὴ φροντίδα νὰ νοιώθω σὰν πουλερικὸ πρὶν ἀπὸ τὸ φουὰ γκρά; Κι ἂν γίνω, κάποιου κακολαϊκοῦ ταπετσιέρη τὸ ἄχαρο μέσον πειθοῦς γιὰ ἕνα ἀγχωμένο τσιμπούκι ἀπὸ μιὰ γειτόνισσά του; Τί ἐπιτυχίες μπορεῖ νὰ ἔχῃ ἕνας κάγκουρας ἔστω γιὰ μιὰν πίπα; Σίγουρα θὰ μὲ πετάξῃ θιγμένη ἡ γειτόνισσα, λέγουσα: μὰ σὲ ταπετσιέρη; Χάθηκε ἕνας ἐξέκιουτιβ πωλήσεων νὰ τὰ καταπιοῦμε κιόλας!

Μὲ τέτοιες φοβίες καὶ πανικοὺς περνοῦσα τὶς μέρες μου, ἂχ τί καλὰ ποὺ ἦταν στὴν Γουατεμάλα! Ποῦ θὰ κατέληγα ἄραγες;

Οἱ προβληματισμοὶ κράτησαν μέχρι τὸ μεσημέρι τῆς Τετάρτης. Οἱ διάδρομοι ἄδειοι, μόνον μότορχεντ ἀκούγοντο ἀπὸ τὰ ἠχεῖα καὶ ὁ ἦχος τοῦ παρακειμένου ψυγείου τῶν ἀλλαντικῶν. Ἡσυχία καὶ ἠρεμία καὶ ἐρημιά, τόση ποὺ ἕνας τυπὰς σκάλιζε τὴν μύτη του χωρὶς πολὺ ἄγχος μπὰ καὶ τὸν δοῦν. Περιφερόταν ἄσκοπα χωρὶς καλάθι ἢ καρότσι, ἄλλος ἕνας χάλιας ποὺ δὲν ἤξερε τί νὰ κάνῃ. Πέρασε ἀπὸ τὶς βαφὲς μαλλιῶν, διῆλθε τῶν ἀξεσουὰρ τζακιοῦ, κύτταζε τὰ εἴδη ἐνυδρίου. Δὲν θὰ ἔδινα σημασία μέχρι ποὺ μὲ προσέγγισε. Ἦρθε κοντά, πολὺ κοντά, ἐντελῶς ἀπὸ πάνω μου, συνοφρυώθηκε καὶ μὲ κύτταξε. Ξάφνου χαμογέλασε, πολὺ καὶ διάπλατα καὶ ἔτεινε τὸ χέρι του, τσακώνοντάς με. Μεταβόλαρε καὶ κίνησε γιὰ τὶς σερβιέτες. Ἐκεῖ, μιὰ κόρη ξανθὴ ἔψαχνε τὴν ἡμερομηνία λήξεως μιᾶς κέαρφρη καὶ δὲν πρόσεξε τὸν τυπὰ ἀλλὰ καὶ μένα ἔ; ποὺ ἔσκυψε καὶ προσκύνησε τὸ πίσω μέρος τοῦ αὐτιοῦ της δαγκώνοντάς το μάλιστα μήπως καὶ τὴν ἔπειθε νὰ τοῦ ἀγοράσῃ γαριδάκια. Γύρισε κοκκινισμένη καὶ τὸν ἀπώθησε, Βαγγέλακα! Ὄχι καὶ ἐδῶ ῥὲ χάλια!

Τοῦ εἶπε κι ἄλλα ἀλλὰ ἐγὼ δὲν ἄκουγα τίποτε πιά. Διότι… Βαγγέλακα; Εἶχε πεῖ Βαγγέλακα; Ναί, εἶχε πεῖ Βαγγέλακα! Ὥστε αὐτὸς ἤντουνα ὁ Βαγγέλακας γιὰ τὸν ὁποῖον ὅλοι ψιθύριζαν αὐτὲς τὶς μέρες στὸ σοῦπερ μάρκετ ἀναφέροντας πράγματα τὰ ὁποῖα ὡστόσο δὲν ἐδυνάμην νὰ ἀντιληφθῶ ἐπειδὴς ὅπως ξέρετε δὲν παίζει ἐγκέφαλος στὰ φυτά… Αὐτὸς θὰ ἦταν, ναί! Ὦ, θεοὶ τῆς γονιμότητος, τοῦ ὑετοῦ καὶ τῆς βρεγμένης γῆς! Ποιά καλότυχος μοίρα μὲ ἔφερε στὸν κόρφο τουτουνοῦ τοῦ αθρώπου τόσα μέγκα χιλιόμετρα μακρὰν τοῦ λίκνου μου; Χαλάλι οἱ ἀγωνίες τόσου καιροῦ καὶ τὰ ἄυπνα βραδινὰ ἐδῶ… Ἡ καρδιά μου (ποὺ πάντως δὲν διέθετα) κτυποῦσε δυνατὰ καὶ ἄπειρες ἀντιδράσεις χλωροσφαιρίων μέσα μου μοῦ προκαλοῦσαν ζάλη. Δὲν ἤξερα τί μοῦ γινόταν.

Καὶ ἦρθε ἕνα ἀπότομο τέλος, πολὺ ἄχαρο ναί, παρότι ὅλα πρὸς στιγμὴν φάνηκαν τόσο εὐοίωνα καὶ τόσο λαμπερά· σὰν μιὰ τσάρκα κάτω ἀπὸ τὸν τροπικὸ τοῦ Αἰγόκερω χωρὶς Κόττεν, χωρὶς Μπέργκμαν, χωρὶς τὸν μαῖτρ, δὲν ἤμουν κι ἐγὼ ἐκεῖ γιὰ νὰ τὰ περιγράψω. 


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats