Κυριακή, Φεβρουαρίου 20, 2011

καὶ ἔτσι.

Ποιός Μάρλον Μπράντο, ποιός Μοντγκόμερυ Κλίφτ, ποιός Τζαίημς Ντήν…

Ποιός Γουῶρεν Μπήττυ, ποιός Κλὶντ Ἤστγουντ, ποιός Ῥόμπερτ Ρέντφορντ…

Ποιός Γκρέγκορυ Πέκ, ποιός Λῶρενς Ὀλιβιέ, ποιός Στὴβ ΜὰκΚουήν…

Ποιός Γκάρυ Κοῦπερ, ποιός Κλὰρκ Γκέημπλ, ποιός Ῥίτσαρντ Μπάρτον…

Ποιός Κάρυ Γκράντ, ποιός Γουΐλλιαμ Χόλντεν, ποιός Τζαίημς Στιούαρτ… (σόρρυ Τζίμμυ!)




 
Πῶλ Νιούμαν!

Τί τέλειος στὸ Δὲ Χάσλερ! 

Δὲ Χάσλερ
Σὲ ὅλες μὰ ὅλες τὶς ταινίες, ἡ παρτεναὶρ τοῦ πρωταγωνιστῆ παίζει ῥόλο γλάστρας. Ἐξαίρεση ἴσως ἀποτελεῖ ἡ Πατρίσια Ἀρκὲττ* στὸ Λὸστ Χάυγεουέυ – δὲν μιλᾶμε γιὰ περιπτώσεις Κάθυ Μπέητς φυσικά.

Οἱ διπλανὲς τῶν στὰρ τὸ λοιπόν, ἔχουν λίγο ὣς πολὺ διεκπεραιωτικὸ ῥόλο· λόγῳ αὐτοῦ σπάνια τὶς θυμᾶσαι καὶ πέρα ἀπὸ αὐτό, ἡ ὅλη ἐξέλιξις τοῦ καλλιτεχνικοῦ των βίου ἀποδεικνύει τὸ προειρηθέν, ἂ συγγνώμη ἡ Σάντρα Μποῦλοκ γύρισε τὸ Μὶσς Κονζέλιαλιτυ, ἐντάξει.

Ἡ περίπτωσις ὅμως τῆς Πάιπερ Λώρυ φάνηκε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ὅτι θὰ ἦταν διαφορετική. Τὴν πρωτοσυναντᾶμε σὲ ἕνα ἄδειο καφέ, νὰ εἶναι ἀπορροφημένη στὸ βιβλίο της. Ὁ Ἔντυ μετὰ ἀπὸ νύκτα κολασμένη τὴν προσεγγίζει – νομίζω ὅτι θὰ τὴν προσέγγιζε ἀκόμη κι ἂν δὲν ἦταν ἡ μοναδικὴ θαμώνας στὸ καφέ, ἀκόμη κι ἂν ὑπῆρχαν πολλὲς γκόμενες στὰ πέριξ. Ἀλλάζουν δυὸ κουβέντες ὥστε νὰ ἀρχίσῃ νὰ δέσῃ ἡ σάλτσα – χωρὶς πάντως πολλὲς πρὸς μοιραῖον ῥομάντζο κοινοτοπίες – καὶ μετὰ ἀπὸ μιὰ δεύτερη στὰ καπάκια τυχαία συνάντηση, συμφωνοῦν καὶ συναινοῦν -ὡς ἐνήλικες φυσικὰ- νὰ φύγουν μαζύ. Καθὼς φεύγουν, μαθαίνουμε καὶ κάτι ἄλλο τὸ ὁποῖο διόλου συνηθίζεται γιὰ παρτεναὶρ πρωταγωνιστῆ· κουτσαίνει. Ἡ πίστωσις (σὶκ) τέτοιου χαρακτηριστικοῦ σὲ μιὰν ξανθὴ πρωταγωνίστρια (συμπρωταγωνίστρια μάλιστα τοῦ Πῶλ Νιούμαν) τὸ νὰ μὴν τὴν ἔχῃ ὁ σκηνοθέτης ἐντελῶς ἀφτασίδιωτη, μὲ ἔκανε νὰ τὴν ἐρωτευτῶ κι ἐγώ - ἀθέμιτος ὡστόσο συναγωνισμός, ναί – γιὰ τὸν Νιούμαν, τί νόμισες; Ἐπὶ τέλους, θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ πῇ. Μιὰ γκόμενα ἡ ὁποία δὲν σηκώνεται ἀπὸ τὸν ὕπνο βαμμένη! Ἡ ἐξέλιξη τοῦ ἔργου δὲν μοῦ ἄλλαξε τὴν ἐντύπωση. Εἶναι μιὰ ἁλκοολικὴ (ἔπινε ἄλλωστε ἐκεῖνο τὸ πρῶτο πρωὶ) μόνη, ζῇ σὲ ἕνα μικρὸ διαμέρισμα λαϊκῆς γειτονιᾶς, σχεδὸν ἀπόβλητη. Ἡ πλοκὴ ἀπὸ μόνη της, τὸ ὅτι ἀφήνεται (σχεδὸν δίνεται) σὲ ἕναν ἄγνωστο, μαρτυρᾷ τὶς συνιστῶσες (Ἄχ! Πῶς τὰ λέει ἕνας ἐρωτευμένος!) μιᾶς συγκεκριμένης ψυχοσύνθεσης, ἐξόχως ἐρωτεύσιμης εἰδικὰ γιὰ (ἐμ)ἕνα ἀρρωστάκι.

Μπορεῖ ὁ Νιούμαν νὰ τὸ παίζῃ (καὶ νὰ εἶναι, ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε) πολὺ ῥοκαβλὼν ἀλλὰ ὑπάρχουν φορὲς ποὺ ψαρώνει, ἕνα πρωὶ τὴν ῥωτᾷ, κυττώντας τὴν βιβλιοθήκη της, ἔχεις διαβάσει ὅλα αὐτὰ τὰ βιβλία; μὰ ἐκτὸς ἀπὸ παθητικὴ σχέση μὲ τὰ βιβλία, εἴδαμε καὶ ἐνεργητική, ἐνώπιον μιᾶς γραφομηχανῆς, προσπαθοῦσε ὄχι σὲ νηφάλια κατάσταση νὰ γράψῃ κάτι. Εἶναι καὶ κουλτουριάρα, μὲ οἶστρο ἢ ὄχι, τὸ προσπαθεῖ, τὸ παλεύει… Περνᾷ λίγο ὁ καιρός, δὲν μαθαίνουμε πολλὰ πράγματα γιὰ τὸ παρελθόν της, μᾶς τὰ ἀποκαλύπτει σχεδὸν συγχρόνως μὲ τὴν ἐξομολόγηση πρὸς τὸν μᾶλλον συγκάτοικό της παρὰ ἐραστή της, πὼς τὸν ἀγαπᾷ· τοῦ τὸ λέει λιγωμένα καὶ λίγο παραπονιάρικα ὅπως παραπονιάρικα μπορεῖ νὰ τὸ πῇ μιὰ μοναχικὴ ψυχὴ λίγο περιθωριακὴ καὶ ἄσχημη, λιγωμένα εἰδικῶς ἐπειδὴ αὐτὸς δὲν ἀνταποδίδει τὸ ἐρωτόλογο. Θὰ πάρῃ πολλὴ ὥρα/καιρὸ γιὰ νὰ ἐκδηλωθῇ κι αὐτός, θὰ τὸ κάνῃ ὅταν δῇ τὸ ξέσπασμα τῆς ἀνασφαλείας της, τὴν ἐξομολογημένη φοβία της πὼς κι αὐτὸς δὲν διαφέρει ἀπὸ ἄλλους (ἴδιοι εἶστε ὅλοι! Ἄ! Συνηθίζεται καὶ στὸ δυτικὸ ἥμισφαίριο τοῦτο;). Τὸ τέλος ἐνῷ διαφαίνεται πὼς ἀρχίζει νὰ ἀλλάζει ἡ μοίρα τῶν καταραμένων ἡρώων, εἶναι τραγικό, λίγο ἀπρόσμενο. Εἶναι ὑπέροχα τὰ ἀνχάππυ ἔντ. Κι ἐπειδὴ πάντα μοῦ ἄρεσε νὰ ἀποκαλύπτω τὸ τέλος κάποιων ἔργων σὲ φίλους, θὰ σοῦ πῶ ὅτι ἡ τύπισσα αὐτοκτονεῖ.



* Ἐν τάξει, ἐξαιρεῖται καὶ ἡ Ἔμμα Τόμσον
Καὶ ἡ Εὔα Μαρὶ Σαίντ.
Καὶ ἡ Σάλμα Χάγιεκ.  (Θεὲ καὶ Κύριε!) 
Καὶ ἡ Ἕλενα Μπόναμ Κάρτερ.
Καὶ ἡ Κέητ Μπλάνσεττ.
Καὶ Μαντλὴν Στόου.
Καὶ φυσικὰ ἡ ἀγαπημένη, ἡ ἀείμνηστη, ἡ γιὰ πάντα Ἄννα Νικὸλ Σμίθ.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats