τὰ ὤνια τῆς ἑβδομάδοc
Εἶχα σχολάσει νωρίτερα καὶ κίνησα γιὰ τὸ κοντυνὸ μεγαλοσουπερμάρκετ.
Ἐκεῖ, στὸ ταμεῖο, πάντα στὰ ῥέστα ἡ στρογγυλοποίηση γινόταν ὑπὲρ τοῦ καταστημάτου, πολὺ μὲ ἐξενεύριζε τοῦτο μὰ δὲν διέθετα τοὺς ἀδένες νὰ διαμαρτυρηθῶ. Ὕπουλος ὅμως, μνησίκακος καὶ ῥεβανσιστής, τὸ κρατοῦσα μανιάτικο καὶ ἔδινα κρυφομονολογώντας ῥαντεβοὺ γιὰ τὴν ἑπομένη φορά, ἵνα ῥεφάρω τὴν χασούρα. Κουφάλες, θὰ δῇτε τί θὰ σᾶς κάμω! Ἀπὸ μέσα μου τὄλεγα, ναί.
Εἶχα σχολάσει νωρίτερα καὶ ἤμουν στὸ κοντυνὸ τῆς δουλειᾶς μεγαλοσουπερμάρκετ, περιφερόμουν στοὺς διαδρόμους ψάχνοντας τὸν πιὸ λειψάνδριο ἀλλὰ καὶ μὲ ῥαφιῶν ἐκθεμάτων ἀρεστῶν σὲ μένα, προσφερομένων γιὰ πλιάτσικο.
Κάπου βορειοδυτικὰ τῆς ἀχανοῦς ἐκτάσεως ἦταν οἱ σοκοφρέτες, οἱ σερενάτες κι ὅλα τὰ σοκολατοειδῆ. Στὸν πρῶτο ἀνατολικὸ παράλληλο τοῦ ἐν λόγῳ σοκολατοδιάδρομου, ἤντουσταν μάλιστα τὰ γαριδάκια κι ὅ,τι συναφές. Τσίμπησα ὅσες σερενάτες ἀντεῖχε τὸ πιὸ μεγαλόπρεπο χασμουρητὸ τῆς παλάμης μου κι ἄρχισα νὰ γυρνοβολῶ στὸ χάσιμο, μόνον ὁ ἡλιόσπορος μοῦ ἔλειπε τοῦ κιαρατᾶ! Ἔθεσα μιὰν ἐξ αὐτῶν μανικετόκουμπο στὸ μπλουζάκι μου καὶ τῆς διέρρηξα τὴν παρθενία της μὲ τὸ μήκους δύο ἑκατοστῶν νυχάκι τοῦ μικροῦ δακτύλου τοῦ ἀλλουνοῦ φυσικὰ χεριοῦ, ναί. Ἔκοψα μιὰν κυκλώπια μπουκιὰ καὶ τὴν τσιμπούκωσα σὰν γκόμενα δίδουσα ἐξετάσεις πρώτου ῥαντεβοὺ μὲ παντρεμένο. Παραμερίζοντας τὶς μᾶλλον ἐκνευριστικὲς συνήθειες τοῦ Χένρυ Τζέημς κατὰ τὴν βρῶσιν, σχεδὸν ἀμάσητο κατάπια τὸ γλύκισμα ἐνῷ μάθαινα διαβάζοντας – ξεκαρφωματικῶς – σὲ ἕνα ἀλουμινένιο κουτάκι πὼς ῥυθμιστὴς ὀξύτητος σὲ μιὰν κόκα κόλα εἶναι τὸ κιτρικὸ νάτριο καὶ ὀλίγη καφεΐνη.
Προχώρησα παρακάτω στέλνοντας διακριτικὰ βλέμματα, ἄνευ κινήσεως τῆς κεφαλῆς, ψηλὰ γιὰ τυχὸν ψηφιακοὺς ῥουφιάνους μὰ ’ντάξ’, καμμιὰ κάμερα δὲν ἐμπόδαγε τὸ μπινελίκι μου. Κατευθυνόμην νοτίως, προσπέρασα κακομούτσουνους ἐπιμελητὰς ῥαφιῶν, μουστάρδες ἦσαν ἐκεῖ θαρρῶ καὶ μαγιονέζες καὶ ἀφοῦ διεπίστωσα πάλι μοναξιές, αὐνάνισα τὸ περιτύλιγμα μιᾶς ἀκόμα σερενάτας. Γρήγορα, γρήγορα μὲ ἕνα ἀδικαιολόγητο κατοχικὸ σύνδρομο, χρειάστηκα 1,4 (οὔτε κἂν μιάμιση) χαψιὰ γιὰ ἐνστόμωση τῆς γκοφρέτας καὶ κίνησα πρὸς τὴν ἔξοδο.
Ἄχ! Τί ἡδεία ποὺ ἦταν! Τὸ δίχως ἄλλο ἡ γλυκάδα της αὔξανε ἐπειδὴ δὲν εἶχαν δωθεῖ λύτρα γι’ αὐτὴν στὸ ταμεῖον, ἄφθαστο συναίσθημα τὸ προξενούμενο ἀπὸ μιὰν ἀπαλλοτροίωση κάποιου ἀγαθοῦ ἐκ τοῦ ὁποίου ἀναιδῶς καὶ ἀναισχύντως οἱ καπιταλιστὲς καὶ τὸ μεγάλο κεφάλαιο καρποῦνται τὴν ὐπεραξία ἡ ὁποία δημιουργεῖται ἀπὸ λιγωμένους οὐρανίσκους καὶ γλῶσσες, πρὸ ἀλλὰ κυρίως μετὰ ἀπὸ τὴν κατάποση!
Ἀπαλλοτροίωσις λοιπὸν καὶ ὄχι κλοπή! Στὸ λίκνο τοῦ καπιταλισμοῦ μὲ εἶχε πιάσει ἕνας οἶστρος τόσος μὲ τὸ συμπάθειο· ὅμορφος, ὡραῖος, συνειδητοποιημένος λαϊκὸς ἀγωνιστὴς ἤμανε, μαχητὴς κατὰ τῆς ἐκμετάλλευσης ἀπὸ τὸ διεθνὲς καὶ ντόπιο κεφάλαιο. Τότε θυμήθηκα τὰ λειψὰ κέρματα ποὺ κατὰ καιροὺς μοῦ ἔδωνε ἡ ταμίας καὶ τ’ἀπεφάσισα: Θὰ σᾶς πηδήξω σήμερις!
Ἀνέκαμψα, πῆρα τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς πρὸς στὸν γκοφρετοειδὴ διάδρομο καὶ σταμάτησα ἕναν πρίν, στὸν μὲ γαριδάκια. Κύτταξα δεξιά, κύτταξα κι ἀπὸ τὴν ἄλλην, πιὸ κάτω, στὰ σοκολατάκια ἦταν δυὸ ἐσχατόγριες συγκρίνουσαι τιμὰς καὶ ἕνας σεκιούριτυ ~ ἀχνοφαινόταν πέρα στὰς ἀνατολὰς τοῦ διαδρόμου, ἀλλὰ στὸν μπόιchon μου, ἤμουν ἀποφασισμένος σοῦ λέω καὶ δὲν θὰ σκάλωνα ἀκόμη καὶ ἀστυνόμο Α΄ μὲ γουήκυ τώκυ ἀνὰ χείρας νὰ ἔβλεπα· μέχρι καὶ τροχάδην προσαγωγὲς στὴν Ἀσφάλεια φανταζόμουν, μὲ συντρόφους στὸ πεζοδρόμιο νὰ φωνάζουν συνθήματα ὑπὲρ ἐμοῦ, μωρὲ θὰ μὲ ἔσκιαζε ἕνας κοιλαρὰς σεκιούριτης, ντελιβερὰς τὰ βράδια καὶ τέως τηλεφωνικῶς πουλητὴς πιστωτικῶν καρτῶν;
Στὸν ὠκεανὸ τῆς λαϊκῆς ὀργῆς στάθηκα σὲ μιὰν βραχονησίδα παραπόνου καθὼς κυττοῦσα τὰ ῥάφια μὲ τὰ σνάκς, ναὶ ἡ ἐδῶ καὶ χρόνια ἀπουσία/ἀπόσυρση τῶν φοφίκο μοῦ εἶχε δημιουργήσει ψήγματα μελαγχολίας καὶ ἀπαρχὲς κατάθλιψης· γαμημένη νοσταλγία. Γιὰ λίγο τούτη ἡ περισυλλογὴ πάντως, βούτηξα γρήγορα καὶ πάλι στὴν θάλασσα τοῦ ἀχτιβισμοῦ, πετάχτηκα ὡσὰν ἠλεχτρισμένος στὸ ἀπάγκιο τῶν γαριδακίων. Ὄχι ἁπλὰ συνήθη γαριδάκια, τὸ σακουλάκι ποὺ θὰ ἄρμεγα περιέσχε γαριδάκια μὲ περίεργο δέμας, πῶς νὰ τὸ περιγράψω…; Ὄχι λεῖον σουραυλάκι, μὰ μὲ ἐξογκώματα, σὰν καυλόσπυρα, σὰν φλύκταινες, σὰν φουσκάλες, στὶς ὁποῖες φουσκάλες, φλύκταινες, καυλόσπυρα θρονιάζονταν διπλὲς καὶ τριπλὲς δόσεις τυριοῦ – ἐντάξει μυρωδιῶν τυριοῦ. Γαμῶ! Θυμήθηκα μάλιστα κάτι βράδια ταινιοπαρακολούθησης μὲ μιὰν πατσαβούρα δίπλα μου, ἡ ὁποία μοῦ ἔτρωγε τὰ περισσότερα (ὄχι, δὲν ἦταν γι’αὐτὸ πατσαβούρα μὰ δὲν εἶναι τῆς παρούσης, γιατί ἀποπροσανατολίζετε τὸν ἀγωνιζόμενο προλετάριο ἀπὸ τὰ ἀληθῆ του προβλήματα;) γαμημένη νοσταλγία. Γρήγορα (μὴ μὲ θεωρήσουν τίποτε ἐκφυλισμένο τὰ παντοὺ ἰνστρουχτορικῶς μάτια τῶν μᾶς βλέπουν πάντα) ἀγκάλιασα ἕνα σακουλάκι καὶ ξεκοιλιάζοντάς το, μυτίως ἅρπαξα τὶς μυρωδιὲς τοῦ τυριοῦ. Γαμῶ. Βούτηξα καὶ τὰ πέντε δάκτυλα τῆς δεξιᾶς στὸ κοκό· ὁ ἀντίχειρας τῆς ἀριστερᾶς μὲ τὸν δείκτη της βοηθοῦσαν τὴν βούτα στὸ σακουλάκι, σταθεροποιώντας το ἀφοῦ ὁ ἐγκέλαδος τῆς ἀπαλλοτροίωσης ἦταν πυρετώδης. Χωρὶς χρονοτριβὴ ἔστειλα τὴν χούφτα μου στὸ στόμα καὶ ξεφόρτωσα. Τὰ μπουρδέλα δὲν ἦταν τόσο σοκολακτικῶς εὔπλαστα, χρειαζόταν ὑπερωρία τῶν γνάθων καὶ τῶν ὀδόντων φυσικά, ἀλλὰ ὅσο ἀτρόμητος κι ἄν ἤμανε, ὅσο κι ἂν δὲν μασοῦσα τὸν ποῦτσο μου μὲ τοὺς γύρω, οἱ συνθῆκες δὲν ἔμοιαζαν δειπνικές, σιγὰ μὴν ἔπρεπε ἀργὸ μάσημα, μὲ κλειστὸ στόμα καὶ κουβέντα οὐχὶ μὲ γιομάτον τέτοιον, σιγὰ δηλαδὴ μὴν καὶ ζητοῦσα ἀπὸ ὁμοτράπεζο νὰ μοῦ περάσῃ τὸ ἁλάτι (ἢ μήπως τὰ ἁλάτια ἦταν σ’ἄλλον διάδρομο;)
Γι’αυτὸ καὶ μόλις ἐνστόμωσα τὰ γαριδάκια κίνησα - ἀφήνοντας ἐκεῖ τὸ χάσκον σακουλάκι - νὰ φύγω, νὰ πάω σ’ἄλλον διάδρομο νὰ ξεκαρφωθῶ ~ ἤθελα ἕνα μὲ οὐδέτερο πεχὰ σαμπουάν, εἶχα καὶ καλαθάκι ὁ κονιόρδος, τὰ εἶχα προβλέψει ὅλα ἐξόχως μαριγκελικῶς, δὲν ἀφήνουμε τραυματία ἀντάρτη πόλεων στὰ χέρια τοῦ ἐχτροῦ, σιγὰ λοιπὸν ἡ μάσα, μὲ ῥέγουλα, μὴν πνιγοῦμε κιόλας κι ἐπειδὴς ἤμανε μόνος, μὲ φρόντιζα γώ. Δὲν χρειάστηκε μεγάλη βόλτα, τὰ εἶχα καταπιεῖ μέχρι νὰ πῇς Κάρλος ἀλλὰ τὰ γαμημένα, πόσο μοῦ κούρδισαν τὴν ἀπληστία τοῦ στομάχου! Ξαναπῆγα, ξανάδραξα ὅσα ἀντέσχον φούχτα καὶ στόμας καὶ ξανακίνησα νὰ φύγω. Δὲν χρειάστηκε ν’ ἀπομακρυνθῶ – καὶ πάλι. Ὁ στόμας μου δούλευε σὲ πρωταθληματικοὺς ῥυθμοὺς σὰν τὰ γυναικεῖα τέτοια, γιὰ τὴν ἄλλη χρήση γιὰ τὰ ὁποῖα ὑφίστανται τὰ στόματα (τί ἐννοῶ; Ὁμιλία ἢ πεολειχία; Δὲν θὰ σᾶς πῶ.) Δὲν θυμᾶμαι πόσες φορὲς φορὲς ἔκανα αὐτὸ τὸ πᾶνε ἔλα, ἦταν κάμποσες, ’ντὰξ’ δὲν ἄδειασα καὶ τὸ σακουλάκι ἀλλὰ ἤδη ἔνοιωθα ἀναδεύσεις στὸ στομάχι μου, κάτι προοίμια ῥεψίματος, ἄσε ποὺ κύτταξα καὶ τὸ ῥολόι μου, ἔπρεπε νὰ φύγω.
Ἄφησα ἐκεῖ μπροστὰ μπροστὰ ἀνοιχτὸ τὸ λειψὸ σακουλάκι ὥστε ἄμεσα νὰ τὸ ἐπισημάνουν οἱ ὑπαλλῆλοι καὶ τὰ τσιράκια τῶν μπουρζουάδων, ἄφησα καὶ μιὰ ψαρωτικότατη προκήρυξη ποὺ κατέληγε γιὰ τὸ ὅτι δὲν ἐγγυώμεθα (sic) στὸ ἑξῆς γιὰ τὴν σωματικὴ ἀκεραιότητα τῶν ἐνταῦθα ἐργαζομένων ἀλλὰ τῶν καταναλωτῶν οἱ ὁποῖοι προτιμοῦν τὸν τούρκικο χωρὶς καφεΐνη (ἀποδομοῦσα ἔτσι καὶ τὸν ἐγχώριο σωβινισμὸ περὶ τῆς ἰθαγενείας τοῦ καφὲ) καὶ τὶς οἰκογενειακὲς συσκευασίες πλαστικῶν γιὰ πάρτυ πιάτων καὶ ἔφυγα.
Βασικὰ θὰ καθόμανε κι ἄλλο, στὸ μάτι εἶχα βάλει κάτι κουτσομοῦρες στὸ ἰχθυοπωλεῖο τοῦ μεγαλοσουπερμάρκετ, μέχρι καὶ τρόπους τηγανιᾶς εἶχα ἐπινοήσει στὸ θεόρατο τέμενος τοῦ καπιταλισμοῦ, ἀλλὰ εἶχα ῥαντεβού! Ὄχι κάτι πονηρό, ὄχι. Πονηρὸ ἦταν ὡστόσο τὸ ὕφος μου κατὰ τὴν ἀποχώρηση ἀπὸ ἐκεῖ – δὲν στάθηκα φυσικὰ στὰ ταμεῖα, ὡστόσο μωρὴ κάργια δὲν θὰ μὲ κλέψῃς πάλι στὰ ῥέστα, ἀπηυθύνθην σὲ μιὰν ταμία ὄχι μὲ πολλὰ ντεσιμπὲλ φωνῆς γιὰ νἆμαι εἰλικρινής. Τάχεψα τὸ βῆμα μου, εἶχα ῥαντεβού.
Ὄχι κάτι πονηρό, ὄχι. Μιὰ συνεδρία μὲ τὸν ὁμοιοπαθητικό μου μὲ περίμενε, ἐπτάμισυ χιλιόμετρα νοτιοανατολικώτερα. Καθὼς ὁδηγοῦσα στὴν σχεδὸν ἄδεια παραλιακὴ λεωφόρο ἀπελάμβανα, πλὴν τῶν ἀντάρτικων στὸ σιντί, τὰ ἐποχούμενα τύρια ἀπομεινάρια στὰ δόντια, στὸν οὐρανίσκο. Γαμῶ.
Ὁ γιατρός. Ἕνας εὐγενικὸς κύριος, πρόσχαρος, σπουδαγμένος εἰς τὴν ἀλλοδαπήν, περγαμηνῶν καὶ πτυχίων ὄγκου τηλεφωνικοῦ καταλόγου κάππα γράμματος, μὲ χαμηλὴ ἀμοιβή… Τὸ μόνο ποὺ μὲ ἔκανε νὰ πηγαίνω ὀλίγον τί συγκρατημένος στὶς συνεδρίες ἦταν τὸ ὅτι μοῦ τὸν εἶχε συστήσει ἡ ὡς ἄνωθεν καριόλα – ὀρθῶς ἀντελήφθητε, ναί, ἡ τρώγουσα τὰ γαριδάκια μου. Μὲ χάλαγαν λίγο οἱ δύο εἰκόνες, ἁγιογραφίες ποὺ εἶχε στὴν βιβλιοθήκη του, γιατρὸς πράμμα (sic) καὶ ἦταν φὰν τοῦ πρωτομάρτυρος Στεφάνου καὶ τῶν τριάκοντα ἐν καμίνῳ παίδων; Παρὰ ταῦτα τὸν ἔκανα γοῦστο, μὲ ἄφηνε νὰ τοῦ μιλάω, τοῦ ἔλεγα ἄπειρα πράγματα, δὲν ντρεπόμουν μὲ τὴν καμμία, στὸν παπᾶ καὶ τὸν γιατρὸ τὰ λέμε ὅλα καὶ ἐπειδὴς δὲν πιστεύω σὲ παπάδες καὶ θεούς, σ’αὐτὸν ἔλεγα δύο φορὲς τὰ πάντα καὶ ποτὲς δὲν διέκρινα κάποιον μορφασμὸ δυσαρεσκείας στὸ πρόσωπό του. Ἄσε ποὺ μοῦ ἀπευθυνόταν στὸν πληθυντικό, ποῦ τὸ πᾷς αὐτό;
Τὸν σεβόμουν πολὺ τὸν γιατρό. Στὰ πλαίσια ἑνὸς σχεδίου τῆς κομματικῆς ὀργάνωσης βάσης Κοκκινιᾶς (στὴν ὁποίαν περηφάνως ἀνῆκον κι ἀνήκω) γιὰ τὴν ἐκμάθηση, ἐγκόλπωση καὶ ὑιοθέτηση τῆς ποῦρα λαϊκῆς συμπεριφορᾶς μοῦ εἶχε ἐπιβληθῇ νὰ συναναστρέφωμαι μόνον καραλοῦμπεν ἄτομα, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ πιὸ διανοούμενος θἄπρεπε νὰ ἔχῃ βγάλει τὸ πολὺ τὴν πέμπτη δημοτικοῦ μὲ πρόβλημα μάλιστα στὴν Μελέτη τοῦ Περιβάλλοντος, πρόβλημα ἀρνούμενο προβίβασης στὴν ἕκτη. Πιστὸς σὰν τὸν Ἄργο στὰ κελεύσματα τῶν καθοδηγητῶν μου ἀπέφευγα σὰν παλιομερολογίτισσα παρθένα, συνομήγυρη μὲ ἄτομα τῶν ὁποίων δὲν ἤξερα τὴν ἰδιότητα, τὸ ὑπόβαθρο, τὸ ἐπίπεδο· δὲν τὸ ῥισκάριζα. Κι ὅταν λοιπὸν χρειάστηκε καταφυγὴ σὲ ἰατρὸ γιὰ κάποια μικροπροβληματάκια μου μωρὲεεε τίποτε ἰδιαίτερο καὶ τσίμπησα ἄδεια ἀπὸ τὴν πολυχρονεμένη ἐπικεφαλὴς τῆς ἰντελιγκέντσιας τῆς Β΄ Πειραιῶς, ἔκθαμβος στάθηκα μπροστά του· ἐνώπιον ἀνθρώπου ποὺ ἔβγαλε ὁλάκερο δημοτικὸ (οἱ πανεπιστήμιες σπουδὲς ἦσαν τέρρα ἰνκόγκιντα γιὰ μένα) σχολεῖο! Ὦ, ναί!
Πλησίαζα στὸ φανάρι ποὺ θὰ ἔστριβα, πέταξα τὴν γόπα ἔξω (πόσο ἠδονιζόμουν καὶ ἠδονίζομαι ὄταν λερώνω δήμους διάφορους τοῦ δικού μου!) καὶ ἴσιωσα λίγο τὸ μπλουζάκι. Ἤμουν σχεδὸν ἐν τάξει, κυττάχτηκα στὸν καθρέφτη μάλιστα, ὅλα ἐν τάξει, ὄχι ὅλα, τὸ εἶπα πρίν, σχεδὸν ἐν τάξει… Σχεδόν, διότι μιὰ λησμόνια τῆς μάσας φαινόταν ὅτι εἶχε παραμείνει κάπου ἀνάμεσα σὲ δυὸ δόντια στὴν ἄνω γνάθο. Μὲ δυσκόλευε, μοῦ τὴν ἔσπαγε σὰν χαλίκι στὸ παπούτσι ἦταν, πολὺ σπαστικό. Ἐπιστράτευσα τὴν αἰολικὴ ἐνέργεια (ἡ οἰκολογικὴ εὐαισθησία καὶ ἡ χρῆσις ἐναλλακτικῶν μορφῶν τέτοιας εἶναι στὶς ἐπιταγές τῆς κόβας μου) συνεπικουρουμένη μὲ μιὰ δυναμικὴ ἀπὸ τὴν γλώσσα πρὸς τὰ δόντια· οὐκ ὀλίγες φορὲς – τοῦ κάκου. Ῥουφοῦσα σὰν ἐπαγγελματίας στὰ ἀφροδίσια, κόρη μὰ τὸ ἀπολειφάδι παρέμενε ἐκεῖ, σταρχιδίστικο, ἐπίμονο, ἀειθαλές. Σίγουρα θὰ γελοῦσε μὲ τὴν πάρτη μου ἡ ὁποία πάρτη δὲν ἤθελε καὶ πολὺ γιὰ νὰ ἀρχίσῃ νὰ ἀνησυχῇ. Ὁ πανικὸς ἀπεῖχε ἀπὸ τὴν ἀνησυχία, ἑπτὰ γλωσσικὲς ἀνεπιτυχεῖς προσπάθειες καὶ ἕνα πράσινο φανάρι κι ὅπως καταλαβαίνετε, ναί, δὲν μπόρεσα νὰ ὀρθοδοντίσω τὴν γνάθο μου καὶ νομοτελειακῶς πανικοβλήθην.
Τί θὰ ἔκανα τώρα; Πῶς θὰ ξαπόστελνα τὸ ἂς ποῦμε παράσιτο ἀπὸ τὰ δοντάκια μου χωρὶς τὴν συνδρομὴ δακτύλου ἢ καὶ δακτύλων; Διότι σὲ πολὺ λίγο, θὰ ἔπρεπε νὰ δώσω τὸ χέρι μου γιὰ χειραψία στὸν γιατρό, θἆταν δυνατὸν νὰ προσφέρω παλάμη ὄζουσα τυρί; Χαρτομάντηλα δὲν διέθετα στὸ αὐτοκίνητο ἐνῷ δὲν ὑπῆρχε πλησίον κάποιο περίπτερο, κάποιο κατάστημα ὥστε νὰ ἀγόραζα ἀπὸ ἐκεῖ. Τί θὰ ἔλεγε ὁ ἰατρός, τί ἄποψη θὰ σχημάτιζε στὸ δεύτερο κιόλας ῥαντεβοὺ γιὰ τὸν ἐπιεικῶς ῥομὰ ἀσθενῆ του; Ἔψαξα μιὰ τελευταία φορά, στὸ αὐτοκίνητο μήπως καὶ εὕρισκα κάτι αἰχμηρὸ ἀλλὰ τζίφος. Τὸ πιὸ λεπτὸ ἦταν τὸ στόμιο τοῦ πυροσβεστήρα, πίσω, στὸ πὸρτ μπαγκάζ. Τί θὰ ἔκανα Θεέ (sic) μου;
Εἶχε περάσει καὶ ἡ ὥρα γιὰ νὰ ἀποταθῶ κάπου πιὸ μακράν· ἂς ἦταν καλὰ οἱ γκοφρέτες καὶ τὰ γαριδάκια ποὺ μὲ κρατοῦσαν δέσμιο στὸ μεγαλοσουπερμάρκετ καὶ ἔφυγα μὲ τὴν ψυχὴ στὸ στόμα. Τί γελοία παρομοίωση, ἐνδεικτικὴ τοῦ πανικοῦ καὶ τῆς ἀπελπισιᾶς μου. Πρῶτον ψυχὴ δὲν ὑπάρχει – πωπὼ ἔτσι καὶ μὲ ἄκουγαν οἱ ἰδεολογικοὶ καθοδηγητὲς θὰ μοῦ στραπόνιζαν ἄνευ σιέλου τὰ περὶ διαλεκτικοῦ ὑλισμοῦ – δεύτερον κι ἂν ὑπῆρχε, δὲν θὰ μποροῦσα νὰ ἔφευγα μ’αὐτὴν στὸ στόμα ἀπὸ τὸ μεγαλοσουπερμάρκετ καθ’ὅσον τὸ στόμα ἦταν ἀπασχολημένο σὲ κάθε του κυβικὸ ἑκατοστὸ μὲ μιὰν ἄμορφη μάζα τυροειδοῦς σκατοσκευάσματος, μὰ τόσο πανικοβλημένος ἤμουν καὶ στιχοπλοκοῦσα τέτοιες ἰδεολογικῶς ἀνορθόδοξες παρομοιώσεις;
Ἡ σκέψη τῶν ἰνστρουχτόρων – ἀστυνόμων τῆς σκέψης μοῦ παρέλυσε κάθε προσπάθεια ἐξεύρεσης λύσης. Παραιτήθηκα. Σὰν ὑπνωτισμένος στάθμευσα, ὁμοίως κινήθηκα μέχρι τὸ ἰατρεῖο, Κύριος (ὄντως ἀγνώριστος ἤμουν) οἶδε πῶς χτύπησα τὸ ὀρθὸ κουδούνι κι ἀνέβηκα στὸν σωστὸν ὄροφο. Μόνον ὅταν τὸν εἶδα, μὲ ἔνοιωσα λίγο νὰ συνέρχωμαι, ἦρθε καὶ μὲ ἔσωσε αὐτὴ ἡ μεῖξις συνδρόμου πυγμαλιωνισμοῦ μὲ ὀλίγον ἀπὸ οἰδιπόδειο ποὺ νοιώθεις ἐνώπιον ἰατροῦ. Μὲ κυρίευσε, προτοῦ μποῦμε καλὰ καλὰ στὸ ἰατρεῖο του μιὰ ἀκατάσχετη, μιὰ χειμαρρώδης πολυλογία, παρρησία μᾶλλον, τοῦ τὰ εἶπα ὅλα χωρὶς μάλιστα διακοπὲς τῆς γλώσσας γιὰ νὰ στραφῇ στὸν ἐνοχλητικὸ καταληψία μπὰς καί.
Κι ὁ ἰατρός, ἀπολλώνεια ἤρεμος, ἀπολαυστικὰ γαλήνιος, ἀπολύτως ἀτάραχος, χωρὶς νὰ ἐπιτρέψῃ νὰ σχηματιστῇ στὸ πρόσωπό του συναίσθημα συγκατάβασης καὶ ἱλαρότητος γιὰ τὸ ποσόν τε καὶ ποιὸν τῆς λόξας τοῦ ἀπέναντί του, μὲ συνεβούλευσε, ἔτσι ἁπλά:
- Δεξιοχείρως ἡ χειραψία, γιατί δὲν στέλνατε τὰ τῆς ἀριστερᾶς χειρὸς δάκτυλα στὸν ἁρμένια μιαρὸ ἐπισκέπτη τῶν δοντιῶν σας, φίλτατε;
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα