Σάββατο, Οκτωβρίου 29, 2011
Τὸ ὅτι ὁ θεσμὸς τοῦ πρόεδρα τῆς δημοκρατίας εἶναι γιὰ τὸν φαλλὸ ἀποτελεῖ τόπο κοινό. Συνήθως προϊὸν συναλλαγῆς κυβέρνησης (φθινούσης κυρίως δημοτικότητος, μὲ τὸν φόβο τοῦ 180) μὲ συνταξιούχους πολιτικάντηδες τῆς ἀντίθετης πλευρᾶς, ὥστε νὰ συνεχιστῇ ἡ θητεία της, ἡ ἐπαφὴ μὲ τὴν κουτάλα δηλαδή, ἒ τί ἄλλο θὰ γινόταν νὰ εἶναι; Κοντὰ σὲ αὐτά, τὰ μέσα χειραγώγησης ὑπηκόων, ἀπότομα καὶ ξαφνικά, ἀπονέμουν αφείδωτα στὸν ἐκάστοτε πρόεδρα θετικότατους χαρακτηρισμούς, φτιάχνοντές του, ἕνα προφὶλ κύρους. Σὲ ποιόν; Σὲ κάποιον πολιτικάντη. Ὁ ὁποῖος κατὰ κανόνα μὲ τὴν προτέρα του ἰδιότητα τὰ εἶχε κάνει Λαΐδα. Καὶ ὁ ὁποῖος αὐτομάτως γίνεται «θεσμὸς».
Καὶ τώρα δάκρυα χύνονται ἀπὸ τὰ τσιράκια τοῦ συστήματος ἐπειδὴ ματαιουμένης μιᾶς ἐκδηλώσεως, δὲν δείχτηκε ὁ δέων σεβασμὸς στὸν θεσμό. Καὶ γιατί δηλαδὴ νὰ εἶναι στὸ ἀπυρόβλητο καὶ νὰ μὴν πρέπῃ νὰ ἐπιτεθῇς στὸν πρόεδρα; Ἐκτὸς ἀπὸ εὐχολόγια καὶ νηπιακοῦ ἐπιπέδου διαπιστώσεις γιὰ τὴν κρίση, τί ἔχει κάνει; Ἄλλως τε, εἶναι ὁ ἀρχηγὸς τοῦ κράτους! Κράτους τὸ ὁποῖο συστηματικὰ κλέβει, ἀδιαφορεῖ, τυρβάζει περὶ ἄλλων, δημαγωγεῖ, κωφεύει, ψεύδεται.
Παρασκευή, Οκτωβρίου 28, 2011
ποῦλος
Τὸ 1965, μαθητὴς Γυμνασίου, στὶς καλογριὲς μάλιστα, συμμετεῖχα σὲ ἕνα πρωτοποριακὸ γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐγχείρημα. Στὰ πλαίσια ἐπαφῆς μὲ χῶρες διαφορετικῆς κουλτούρας, ἄρχισε μιὰ ἀνταλλαγὴ μαθητῶν μεταξὺ εὐρωπαϊκῶν σχολείων. Γιὰ λόγους ποὺ δὲν εἶναι τῆς παρούσης, τὸ δικό μου ἐπελέγη νὰ διασκελίσει τὸν ἁτλαντικὸ καὶ νὰ ἀρριβάρει στὸν Νέο Κόσμο - ὄχι στὸ Κουκάκι καλέ, στὶς ΗΠΑ! Ἐκεῖ, κάπου στὸ Τέξας, γιὰ 15 ἰούλιες μέρες θὰ φιλοξενούμαστε σὲ μιὰν κώμη γιομάτη ρέντνεκς.
Γεμάτος λαχτάρα κι ἀνυπομονησία ἐτοιμαζόμουν ἀρκετὲς μέρες πρὶν τὴν ἀναχώρηση καὶ ἕνα ἀξημέρωτο πρωί, λαβὼν τὴν εὐχὴ καὶ εβδομῆντα ὀκάδες συμβουλῶν ἀπὸ τοὺς γονεῖς, ἔφυγα γιὰ τὸ ἀεροδρόμιο μὲ τὸν αὐτοκινητοῦχο πατέρα ἑνὸς ἀχώνευτου κατὰ τ’ἄλλα συμμαθητῆ.
Γεμάτος λαχτάρα κι ἀνυπομονησία ἐτοιμαζόμουν ἀρκετὲς μέρες πρὶν τὴν ἀναχώρηση καὶ ἕνα ἀξημέρωτο πρωί, λαβὼν τὴν εὐχὴ καὶ εβδομῆντα ὀκάδες συμβουλῶν ἀπὸ τοὺς γονεῖς, ἔφυγα γιὰ τὸ ἀεροδρόμιο μὲ τὸν αὐτοκινητοῦχο πατέρα ἑνὸς ἀχώνευτου κατὰ τ’ἄλλα συμμαθητῆ.
Δὲν εἶχα ξαναυπάρξει ταξιδευτὴς στὸν ἀέρα, τὸ περιβάλλον στὸ ἀεροδρόμιο μοῦ ἔκανε πολὺ ἐπίσημο, μόνον ἀπὸ λιγοστὲς ταινίες ποὺ εἶχα δεῖ, εἶχα παραστάσεις. Μὰ δὲν ἔνοιωσα καθόλου ἄβολα. Γρήγορα ἀποσπάστηκα ἀπὸ τὰ πηγαδάκια τῶν φωνασκούντων συμμαθητῶν μὰ καὶ ἀπὸ τοὺς γκρὶ συνοδοὺς καὶ ἄρχισα νὰ γυρνοβολῶ. Υἱοθέτησα μάλιστα καὶ ἕνα ὕφος πολὺ περὶ πολλοῦ, σκέτο Φιλέας Φόγκ νὰ ποῦμε καὶ χωνόμουν στὰ πέριξ, ἄχ! πόσο συμπαθητικὸ μειράκιο θὰ φαινόμουν μὲ αὐτὴν τὴν τί κάνετε ἐσεῖς ἐδῶ; ἔκφραση ποὔχα!
Οἱ ἀδελφοὶ Ράιτ ἦταν δεξιόχειρες; Καρφωτὲς πετάει τὶς ταχύτητες στὴν ἀπογείωση, ὁ κυβερνήτης; Ὁ Κλὰρκ Κὲντ ποῦ ἔκρυβε τὸ πηδάλιο ὅταν ἀρχινοῦσε τὸ βίρααα; Ἡ ἄνωση; Ποτὲ δὲν μπερδεύεται στὸν πολλαπλασιασμό; Σερβίρουν ἄραγε φαγητό, θὰ ἔχει καὶ γλυκάκι; Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐξόχως βαρυσήμαντα μὲ ἀπασχολοῦσαν καθὼς μασουλοῦσα ἕνα κουλούρι περιμένοντας νὰ ἀκούσω ἀπὸ τὰ μεγάφωνα, μία ὅλο σιρόπι φωνὴ ποὺ ἤξερε τὰ πάντα γιὰ τὴν πτήση μας. Ἡ βόλτα μὲ ἔστειλε κι ἔξω, στὸ μελλισολόι αὐτοκινήτων κι ὁδοιπόρων, πουθενὰ φουστάνι, πουθενὰ μαντήλι, ὅλοι μοναχικά. Δὲν ἄφησα πάντως νὰ μὲ κυριεύσει μελαγχολία, ταξίδευα σὲ πολὺ λίγο, θὰ πάγαινα Ἀμέρικα! Κοίταξα ἕνα ψηλὰ ρολόι, τίναξα κάποια σουσάμια ἀπὸ τὸ πουκάμισο, ξανακοίταξα τὸ ρολόι καὶ σουσάμι ἄνοιξε ἔσπρωξα τὴν πόρτα μπαίνοντας μέσα.
Δὲν πρόλαβα νὰ καλοκοιτάξω γύρω νὰ δῶ ποῦ ἡ διμοιρία τῶν ὁμοταξιδευτῶν καὶ γρήγορα νὰ χωθῶ ἀνάμεσά τους πάλι. Μυρωδιὰ ἄκουα βέλβα μεταλλάχθηκε σὲ χέρι βησιγοτθικὸ ποὺ εἶχε προηγούμενα μὲ τὰ αὐτιά μου, ρὲ τί γίνεται ἐδῶ; γύρισα ἀπότομα πίσω καὶ εἶδα τὸν δάσκαλό μου νὰ μὲ ἔχει τσακώσει ποῦ γυρνᾷς ρέ, φάγαμε τὸν κόσμο, θέλεις νὰ σὲ γυρίσω στὸν πατέρα σου; Ὄχι δὲν ἤθελα κι ἀδιαμαρτύρητα δέχθηκα τὸν διασυρμό μου σὲ ὅλη τὴν ὁμήγυρη ἀφικνουμένων, ἀναχωρητῶν, κυλικιαρχῶν, ὑπαλλήλων καὶ ὅποια ἄλλη συνομοταξία συναντᾶται στὰ ἀεροδρόμια. Καρότσακι μὲ πῆγε μέχρι τὸ γκισὲ ὁ κύριος Καραχάλιος, μιὰ εὐγενὴς φυσιογνωμία δασκάλου μὲ πεσταλοτσικὲς παιδαγωγικὲς μεθόδους, γιομάτες σάλια ποὺ ἀνακατεύονταν μὲ τὶς πρὸς ἐμένα ἀπειλές.
Ἤμουν νὰ μὲ κλαῖς, γέλια ἀκούγονταν πανταχόθεν, μὰ πονοῦσαν περισσότερο κι ἀπὸ τὶς δαγκάνες στὰ αὐτιά, κάποια χάχανα συμμαθητριῶν, ἄχ, δὲν ξεκινοῦσε καλὰ ἡ ἐκδρομούλα! Ἡ καταρρακωμένη αὐτοπεποίθησή μου ἐλαφρῶς ἔγιανε ἀπὸ τὸ μεγαλόπρεπο καί χουβαρδάδικο χαμόγελο τῆς ὑπαλλήλου στό γκισέ, ἦταν ἀκριβῶς τὴν στιγμὴ τῆς ἀπελευθέρωσης παρέα μὲ κάποιες ἀποφωνήσεις τοῦ κυρίου Καραχάλιου. Μὰ δὲν ἄκουγα τίποτε, ὄχι ἐπειδὴ τὸ αὐτὶ βούιζε σὰν τὶς ἔξω τουρμπίνες ἀλλὰ ἐπειδὴ ταξίδευα σὲ πολὺ λίγο, θὰ πάγαινα Ἀμέρικα!
Μᾶς ἔλεγξαν τὰ διαβατήρια, ἀκούσαμε πάλι νουθεσίες σχεδὸν δεσμοφυλικὲς καὶ ἀνεβήκαμε στὸ σκάφος. Ὡραῖα ποὺ ἦταν! Τόσο ὅμορφα ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ βρῶ κάποια τῆς προκοπῆς παρομοίωση νὰ τὴν πῶ σὲ μία πολλὰ ὑποσχομένη συμμαθήτρια - μὲ ἀνοιχτὸ στόμα τί μπορεῖς νὰ πεῖς στὸν μπροστινό σου ἄλλωστε; Ἄσε ποὺ ὁ κάθε πίσω σκόνταφτε στὸν μπροστὰ ἀφοῦ κοιτοῦσε ὁπουδήποτε παρὰ μπροστά του. Κάθισα στὴν μπλὲ βελουτὲ θέση, μὲ σφραγισμένο στόμα ποὺ δηλητήριο ἔνιωθε τὸ σάλιο καὶ τὴν παλάμη μου στὸ μάγουλο· προσπαθοῦσα νὰ κρατήσω τὶς ἀνάσες σὲ φυσιολογικὲς συχνότητες.
«Πρώτη φορά πετᾷς μικρέ;»
Ἕνα τέλειο βάλσαμο στὰ πρὶν δασκαλικὰ χάδια, ἡ χαμογέλεια ἐρώτηση μιᾶς μελαχροινότατης σὲ στολὴ κυρίας ποὺ κάποιο ρόλο ἔπαιζε ἐκεῖ καθόσον διέθετε μιὰν ἀνεξήγητη οἰκειότητα μὲ τὸν χῶρο· μωρὲ μπράβο, βάλανε καὶ γυναῖκες ὁδηγούς; Πιὸ μετὰ ἔμαθα (ναί, ἀπὸ τὸν κύριο Καραχάλιο ποὺ τὴν εἶχε πολὺ στὸν τσίριμιρι) πὼς δὲν ἤτανε ὁδηγός, γκαρσόνα ἦταν καὶ νοσοκόμα - ἂν εἶχες πρόβλημα μὲ τὴν πτήση. Μὲ μιὰ λέξη, μεγαλεῖα! Ὄχι μόνον λόγῳ τῆς πολυτέλειας μὰ κυρίως ἐπειδὴ ταξίδευα σὲ πολὺ λίγο, θὰ πάγαινα Ἀμέρικα!
Πέταγα στὰ σύννεφα!
Ἔτσι ποὺ λές, μὲ μπόλικες χημικὲς κάψουλες πρὸς ἀντιμετώπιση τῶν κρίσεων πανικοῦ (ποὺ ἀκόμα μὲ ταλαιπωροῦν) πετάξαμε στὶς τρεῖς ἰούλιου ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸ καὶ φθάσαμε ξημερώματα τῆς ἐκεῖ ἐθνικῆς ἑορτῆς. Τσακώσαμε μιὰν ἀκόμα ντομέστικ πτήση καὶ ἀφίχθημεν ἀπόγευμα στὸν προορισμό μας, ἐν συνεχείᾳ, στὸν ξενώνα στὸν ὁποῖον θὰ γινόταν διαλογὴ καὶ ταξινόμηση γιὰ τὰ περαιτέρω - ἤμουν στὸ σπίτι ὅπου θὰ φιλοξενούμουν γύρω στὶς ἔξι τὸ ἀπόγευμα. Ὡστόσο, ἕνεκα ἡ ἑορτή, δὲν μοῦ ἐδώθη ἡ δέουσα προσοχὴ ἀπὸ τοὺς ἀμφιτρύωνες, μιὰ πολύτεκνη οἰκογένεια κατ’ἀρχὰς συμπαθή. Γύρω στὶς ἑπτὰ, ἔφυγαν γιομάτοι σημαῖες, βαμμένοι στὰ χρώματα τῆς ἀστερόεσσας. Μοῦ ἄφησαν τὰ κλειδιά, ζήτησαν νὰ μὴν ξεχάσω νὰ κλείσω τὸν θερμοσίφωνα ἀφοῦ θἄκανα μπάνιο καὶ μὲ ἕνα μπάνικο σόρρυ μπούκαραν στὸ ἀγροτικὸ ντότζ τους.
Βεβαιωθεὶς ὅτι εἶχαν φύγει, ἄρχισα νὰ σκαλίζω τὰ πάντα στὸ σαλόνι, στὴν κουζίνα καὶ στὸ ὑπνοδωμάτιο τοῦ ζεύγους, ἡ μήτηρ ἦταν (τώρα ποὺ τὴν καλοθυμᾶμαι μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια) μιὰ κυρία σκέτος ἵμερος, ἔσταζε παύλα (sic) καὶ περισπωμένη, φυσικότατη ἡ πολυτεκνία τί νὰ λέμε τώρα, μὰ δὲν ἔπαιξα μὲ τὰ ἐσώρουχά της, δὲν εἶχα ἔτι ὡριμάσει σωματικῶς. Ἔτσι, ἀσχολήθηκα μόνον μὲ τὸ φυστικοβούτυρο ἕνα πάτωμα πιὸ κάτω, στὴν κουζίνα. Εἶχα ὅμως μιὰν μικρούλα ταραχή, τὸ τζὲτ λὰνγκ δὲν μὲ ἄφηνε νὰ ἠρεμήσω γι’αὐτὸ καὶ βγῆκα στὴν βεράντα νὰ μὲ χτυπήσει τ’ ἀεράκι. Λικνίστηκα στὴν κούνια μπέλα τους μὰ χωρὶς νὰ τὸ θέλω, μοῦ φάνηκε πὼς κεῖ πίσω, πίσω μου ἦταν ἡ μήτηρ Κάρολ καὶ ἔσπρωχνε αὐτή, νόμισα πὼς ἐκείνη μὲ πιλάτευε σὲ ρυθμοὺς κύλα – σταμάτα, κύλα – σταμάτα, πιὸ ἀργὰ πιὸ γρήγορα πιὸ δυνατά. Ναὶ ἦταν ξεκάθαρο, διατελοῦσα ἐν συγχύσει. Σηκώθηκα ἄμεσα καὶ κατέβηκα στὴν αὐλή, τὸ ἕνα βῆμα ἔφερε τὸ ἄλλο καὶ προχωρώντας εἰσῆλθα στὰ ὅρια ἑνὸς δασυλίου.
Ἡ ὥρα ἦταν προκεχωρημένη, οὕτως ἢ ἄλλως ὁ ἥλιος ψόφαγε ὁπότε κεῖ μέσα στὸ δασάκι τὰ πάντα ἦταν σκοτεινά. Τόσο, ποὺ φαινόταν στὸ βάθος, ὅσο μποροῦσα νὰ διακρίνω ἐν μέσῳ θεόρατων φτερῶν μιὰ φωτεινὴ βράχου κούρμπα. Ἀκολούθησα τὸ φῶς καὶ χωρὶς φόβο προσέγγιζα. Φαίνεται ὅτι ἔγινα ἀντιληπτὸς καὶ ἡ φλόγα (διότι περὶ φλόγας ἐπρόκειτο) ἀπότομα ἔσβησε. Παρὰ ταῦτα δὲν σταμάτησα, ἤμουν κοντά, γρήγορα ἔφθασα στὸ μέρος ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο δύσκολα θὰ ἔχανες ἀφοῦ ὁ καπνὸς τῆς τέως φωτιᾶς ἦταν θαλερὸς καὶ τὸ γαλάζιο του φαινόταν στὶς ἔσχατες ἡλίου ἀκτίνες. Στάθηκα, ἀφικνούμενος στὸ ξέφωτο, μὲ ἔπαιρναν τὰ ντουμάνια τοῦ καπνοῦ καὶ κατάλαβα ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ ἕναν οἰονεὶ βωμό, ψυλλιάστηκα δηλαδὴ μὰ βεβαιώθηκα ὅτι ὄντως ἦταν τέτοιος ὅταν εἶδα ὀκλαδὸν λίγο ἀπόμερα ἕναν τυπὰ ποὺ νόμιζα ὅτι ὑπῆρχε μόνον στὶς ταινίες μὲ Τζὼν Γουέην καὶ Τζαίημς Στιούαρτ.
Ὁ ἱνδιάνος μὲ κύτταξε μέσα ἀπὸ τὰ καφετιὰ φτερὰ ποὺ περικύκλωναν τὸ σταχτὶ πρόσωπό του καὶ ρώτησε σὲ χωρὶς ἐμπρόθετους προσδιορισμοὺς ἀγγλικὰ ποιός ἤμουν. Τοῦ ἐξήγησα ἐν τάχει καὶ χωρὶς νὰ ζητήσω ἄδεια κάθησα δίπλα του. Ἀντιληφθεὶς πὼς δὲν τοῦ ἀπειλοῦσα τὴν ἡσυχία ξανάβαλε φωτιὰ καὶ συνέχισε νὰ ψήνει κάτι μπιφτέκια, μεγαλοπρεπέστερα τῶν ἡμετέρων. Ταχέως κατάλαβα ὅτι ἡ ἀμφίεσή του εἶχε νὰ κάνει μὲ τὴν ἡμέρα, ὁ σερίφης τῆς κομητείας εἶχε ζητήσει ἀπὸ ὅλους τοὺς κατοίκους νὰ κάνουν ὅ,τι περνᾷ ἀπὸ τὸ χέρι τους ὥστε νὰ αἰσθανθοῦν τὰ νεοφερμένα μειράκια, ὁ ἀνθὸς τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, οἱ μέλλοντες τὴν τύχη τῆς χώρας τους κρατοῦντες, πλησιέστερα στὴν ὑφηλίῳ γνωστὴ εἰκόνα τῆς Ἀμερικῆς, στὰ στερεότυπά της θὰ ἔλεγα ἂν τότε γνώριζα τὴν λέξη. Ἒ κι ὁ ἱνδιάνος ἦταν μέρος αὐτῆς τῆς πρόζας. Μὲ κέρασε μπιφτεκάκι, ἤπιαμε μπύρα χωρὶς νὰ μοῦ ζητήσῃ ταυτότητα ἐνῷ κι ἐγὼ τὸν τράταρα κάτι σέρτικα ἀγρινίου ζούλα περασμένα ἀπὸ τρία ἀεροδρόμια. Μὲ συμπάθησε ὅταν τοῦ ἀνέφερα ὅτι ἔρχομαι ἀπὸ Ἑλλάδα, ὄχι ὅτι ἤξερε τὸ παραμικρὸ ἀπὸ τὴν Ψωροκώσταινα μὰ τὸ ὄνομα ἔκανε ρίμα μὲ κάτι μᾶλλον ἀγαπημένο του τὸ ὁποῖο ὅποτε σκεπτόταν χρησιμοποιοῦσε παρατατικὸ ἢ ἀόριστο χρόνο· δὲν μοῦ εἶπε λεπτομέρειες μὰ τὰ κατάλαβα ἀπὸ τὴν παραπονιάρα κλίση τοῦ κεφαλιοῦ του.
Μὲ συμπάθησε λοιπὸν καὶ ἄρχισε νὰ πολυλογεῖ ἐπὶ παντὸς ἐπιστητοῦ. Τί γιὰ οὐσίες, τί γιὰ ἀθλητικά, τί γιὰ πολιτική, τί γιὰ γυναῖκες εἶπε (κάτι σύννεφα ἔσμιξαν ἀπότομα ἐκείνη τὴν στιγμὴ καὶ κάποιες βλάσφημες βροντὲς τάραξαν τὴν ὕπαιθρο) παραδόξως δὲν τὸν βαριόμουν. Κάποια στιγμὴ τὸ γύρισε καὶ στὴν βοτανολογία, στὰ φυτά. Ἀφοῦ μὲ ρώτησε γιὰ τὸ ἂν μοῦ ἄρεσε τὸ μπιφτέκι κι ἐγὼ θετικῶς ἀπεκρίθην, τόνισε πὼς εἶναι τόσο φίνο ἐπειδὴ προσθέτει λίγο σκορδάκι ἀπὸ μιὰν πανάρχαια ποικιλία ἡ ὁποία ἔφθασε σ’αὐτὸν πάππου πρὸς πάππου (κατήγετο ἀπὸ τὴν φυλὴ τῶν Σακότα Σιοῦ). Θέλεις νὰ σοῦ δώκω; ρώτησε, θέλω βέβαια καὶ τὸ ρωτᾷς θεῖο; ἀντέτεινα καὶ συνέχισε: Θὰ σοῦ δώκω μόνον μιὰν σκελίδα μὰ μὴν τὴν χρησιμοποιήσεις κατ’εὐθείαν γιὰ φαγητό, νὰ τὴν φυτέψεις. Μὰ ἡ φύτευσις μικρέ, δὲν εἶναι τόσο ἁπλή, θὰ πρέπει νὰ ξεφλουδίσει τὰ σκληρὰ ἐπιφυλλίδια του σὲ μέρες χάσης τῆς σελήνης, μιὰ εἰκοσάχρονη παρθένος κόρη τὴν ὁποίαν καλὸν θἆναι ἐκείνη τὴν στιγμὴ νὰ γαργαλᾷς ὥστε συνταρασσομένη ἀπ’τὰ λιγωτικὰ γέλια τὰ νύχια της νὰ γδέρνουν ἀνεπαίσθητα τὴν σάρκα τῆς σκελίδος. Ἀπὸ ἐκεῖ ὁ σκόρδιος αἰθέρας θὰ μπορεῖ πιὸ εὔκολα νὰ τρανέψῃ. Κατάλαβες;
Εἶχα καταλάβει. Βέβαια λίγο δύσκολα ὅπως τὰ ζητοῦσε, ἄντε νὰ ψάχνω εἰκοσάχρονες καὶ νὰ τὶς ρωτῶ, συγγνώμη μήπως ἔχετε γεννηθεῖ μεταξὺ 24 Αὐγούστου καὶ 22 Σεπτεμβρίου; ζόρικαι ἀπαιτήσεις, ἀλλὰ ἐντάξει σὲ γενικὲς γραμμὲς εἶχα καταλάβει, μὰ ἐπίσης εἶχα καταλάβει ὅτι ὁ Τζερώνυμο ἦταν ὀλίγον μωρὲ μιὰ στάλα πολυλογάς, φοβόμουν πὼς θὰ μοῦ ἄρχιζε κουβέντα γιομάτη θεωρίες συνομωσίας καὶ δὲν θὰ εἴχαμε τελειωμό. Ἄσε ποὺ μὲ κούραζε μιὰ κενοδοξία του γιὰ τὸ ὅτι εἶναι ὕπατος μέγας γενικὸς ἐπιθεωρητὴς τῶν πιστῶν τοῦ Παμμεγίστου Μανιτοῦ καὶ ξέρει ἄπειρα ξόρκια. Σηκώθηκα κάπως κουμπωμένα εἶν’ἡ ἀλήθεια καὶ τοῦ ζήτησα συγγνώμη, ἔχω ξεκλείδωτα, εἶναι ἀναμμένος κι ὁ θερμοσίφωνας τόση ὥρα, θὰ μὲ σκίσωσιν οἱ οἰκοδεσπόται… Θὰ ἀφήσω πάντως τὴν διεύθυνσή μου στὴν Κάρολ, μπορεῖς νὰ στείλῃς τὴν σκελίδα ὅποτε μπορέσεις. Ἠγέρθη κι αὐτός, μ’ἀγκάλιασε μὲ ἕνα πομπῶδες ὕφος ποὺ νόμισα ὅτι θὰ μοῦ ζητοῦσε νὰ γίνουμε ἀδελφοποιτοί, ψιθύρισε κάτι σὲ μιὰν ἀκατάληπτη γλώσσα καὶ χωρίσαμε.
Οἱ ἑπόμενες ἡμέρες κύλησαν σὲ βαρετὰ μαθήματα τὰ πρωινὰ καὶ σὲ εὔχαρες παραδόσεις τὰ βράδια ἀπὸ τὴν Κάρολ ἡ ὁποία μὲ μύησε στὸν κόσμο τῆς ντροπῆς, ὅταν ὅλοι ἐκοιμῶντο. Στὶς 18 ἰουλίου ἤμουν στὸ JFK (sic) καὶ 18 ὧρες μετὰ στὸ ἑλληνικό. Δὲν θυμόμουν καθόλου τὴν φάση τῆς σκελίδας - ἄντε ἴσως λίγο τὸν Τζερώνυμο νὰ ἔφερνα στὸν νοῦ ὅποτε ἔβλεπα γουέστερν στὴν ΥΕΝΕΔ. Κι ἂν δὲν θυμόμουν τό σκορδάκι 20-30 ἡμέρες μετὰ ἀπὸ ταξιδάκι πῶς θὰ γινόταν νὰ τὸ θυμᾶμαι 30-45 χρόνια μετά;
Μέχρι ποὺ μιὰ ἑβδομάδα πρίν, ὅταν ἔσπευσα στὰ ΕΛΤΑ τῆς γειτονιᾶς γιὰ τὴν κατάθεση χρημάτων στὸν φιλοτελικὸ λογαριασμό μου, μὲ κάλεσε μέσα ὁ διευθυντής. Ἀνέλαβε ἕνα γλοιῶδες χαμόγελο, ἀναφέρθηκε στὴν οἰκονομικὴ κρίση ἡ ὁποία ἔχει ἀποσυντονίσει τοὺς μηχανισμοὺς καὶ τὴν κατὰ τὰ δέοντα εὔρυθμον λειτουργίαν των καὶ τελικὰ μοῦ παρέδωσε ἕναν φάκελλο 46 ἔτη μετά. Δὲν πῆγε τὸ μυαλό μου οὔτε ὅταν ἄδραξα τὸν φάκελλο ὁ ὁποῖος εἶχε μερικὰ σβολαράκια μέσα, οὔτε κἂν ὅταν εἶδα σφραγίδα EMS καὶ ἀγγλικὰ στὸ πεδίο ἄνω ἀριστερά. Στὸ σπίτι τὸν ἄνοιξα καὶ εἶδα τέσσερις σκελίδες σκόρδου οἱ ὁποῖες δὲν ἔδειχναν καθόλου γιὰ 46χρονες - εἶδες γιὰ νὰ ἔχεις βύσμα τὸν Μεγάλο Μανιτοῦ; Συγκινήθηκα σὲ βαθμὸ ἐπικίνδυνο γιὰ μιὰν ἀορτὴ τῆς καρδιᾶς μου (εὐτυχῶς ποὺ δὲν μὲ εἶδε ἡ παλιόγρια γιὰ νὰ γκρινιάξει ὑποκριτικὰ γιὰ τὴν ὑγίεια μου) καὶ θυμήθηκα τὸν καλό μου Τζερώνυμο, εἶχε στείλει τέσσερις ἀντὶ μιᾶς σκελίδος! Στενοχωρήθην ποὺ ἀδίκως θὰ περίμενε μιὰν εὐχαριστήρια ἀπάντηση τὴν ὁποίαν οὐδέποτε ἔλαβε ἀπὸ τὸν ἀχάριστο Γραικό· τώρα θὰ ἦταν ἀργὰ φυσικά, θὰ ἔχῃ πρὸ πολλοῦ ταξιδέψῃ καὶ πλέον θὰ παίζῃ μπαρμπούτι καὶ κολτσίνα μὲ τὸν Δημιουργό του.
Στὸ μεσημβρινὸ γεῦμα ἔχυσα λίγο κρασὶ σπονδικὰ κι εὐχαριστήρια γιὰ τὴν ψυχή του Τζερώνυμο. Τὸ ἑπόμενο πρωὶ ἀφοῦ ἀκολούθησα ὅλες τὶς πρὸς στάνταρ εὐδοκίμηση ὁδηγίες του, φύτεψα τὰ σκορδάκια.
Βεβαιωθεὶς ὅτι εἶχαν φύγει, ἄρχισα νὰ σκαλίζω τὰ πάντα στὸ σαλόνι, στὴν κουζίνα καὶ στὸ ὑπνοδωμάτιο τοῦ ζεύγους, ἡ μήτηρ ἦταν (τώρα ποὺ τὴν καλοθυμᾶμαι μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια) μιὰ κυρία σκέτος ἵμερος, ἔσταζε παύλα (sic) καὶ περισπωμένη, φυσικότατη ἡ πολυτεκνία τί νὰ λέμε τώρα, μὰ δὲν ἔπαιξα μὲ τὰ ἐσώρουχά της, δὲν εἶχα ἔτι ὡριμάσει σωματικῶς. Ἔτσι, ἀσχολήθηκα μόνον μὲ τὸ φυστικοβούτυρο ἕνα πάτωμα πιὸ κάτω, στὴν κουζίνα. Εἶχα ὅμως μιὰν μικρούλα ταραχή, τὸ τζὲτ λὰνγκ δὲν μὲ ἄφηνε νὰ ἠρεμήσω γι’αὐτὸ καὶ βγῆκα στὴν βεράντα νὰ μὲ χτυπήσει τ’ ἀεράκι. Λικνίστηκα στὴν κούνια μπέλα τους μὰ χωρὶς νὰ τὸ θέλω, μοῦ φάνηκε πὼς κεῖ πίσω, πίσω μου ἦταν ἡ μήτηρ Κάρολ καὶ ἔσπρωχνε αὐτή, νόμισα πὼς ἐκείνη μὲ πιλάτευε σὲ ρυθμοὺς κύλα – σταμάτα, κύλα – σταμάτα, πιὸ ἀργὰ πιὸ γρήγορα πιὸ δυνατά. Ναὶ ἦταν ξεκάθαρο, διατελοῦσα ἐν συγχύσει. Σηκώθηκα ἄμεσα καὶ κατέβηκα στὴν αὐλή, τὸ ἕνα βῆμα ἔφερε τὸ ἄλλο καὶ προχωρώντας εἰσῆλθα στὰ ὅρια ἑνὸς δασυλίου.
Ἡ ὥρα ἦταν προκεχωρημένη, οὕτως ἢ ἄλλως ὁ ἥλιος ψόφαγε ὁπότε κεῖ μέσα στὸ δασάκι τὰ πάντα ἦταν σκοτεινά. Τόσο, ποὺ φαινόταν στὸ βάθος, ὅσο μποροῦσα νὰ διακρίνω ἐν μέσῳ θεόρατων φτερῶν μιὰ φωτεινὴ βράχου κούρμπα. Ἀκολούθησα τὸ φῶς καὶ χωρὶς φόβο προσέγγιζα. Φαίνεται ὅτι ἔγινα ἀντιληπτὸς καὶ ἡ φλόγα (διότι περὶ φλόγας ἐπρόκειτο) ἀπότομα ἔσβησε. Παρὰ ταῦτα δὲν σταμάτησα, ἤμουν κοντά, γρήγορα ἔφθασα στὸ μέρος ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο δύσκολα θὰ ἔχανες ἀφοῦ ὁ καπνὸς τῆς τέως φωτιᾶς ἦταν θαλερὸς καὶ τὸ γαλάζιο του φαινόταν στὶς ἔσχατες ἡλίου ἀκτίνες. Στάθηκα, ἀφικνούμενος στὸ ξέφωτο, μὲ ἔπαιρναν τὰ ντουμάνια τοῦ καπνοῦ καὶ κατάλαβα ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ ἕναν οἰονεὶ βωμό, ψυλλιάστηκα δηλαδὴ μὰ βεβαιώθηκα ὅτι ὄντως ἦταν τέτοιος ὅταν εἶδα ὀκλαδὸν λίγο ἀπόμερα ἕναν τυπὰ ποὺ νόμιζα ὅτι ὑπῆρχε μόνον στὶς ταινίες μὲ Τζὼν Γουέην καὶ Τζαίημς Στιούαρτ.
Ὁ ἱνδιάνος μὲ κύτταξε μέσα ἀπὸ τὰ καφετιὰ φτερὰ ποὺ περικύκλωναν τὸ σταχτὶ πρόσωπό του καὶ ρώτησε σὲ χωρὶς ἐμπρόθετους προσδιορισμοὺς ἀγγλικὰ ποιός ἤμουν. Τοῦ ἐξήγησα ἐν τάχει καὶ χωρὶς νὰ ζητήσω ἄδεια κάθησα δίπλα του. Ἀντιληφθεὶς πὼς δὲν τοῦ ἀπειλοῦσα τὴν ἡσυχία ξανάβαλε φωτιὰ καὶ συνέχισε νὰ ψήνει κάτι μπιφτέκια, μεγαλοπρεπέστερα τῶν ἡμετέρων. Ταχέως κατάλαβα ὅτι ἡ ἀμφίεσή του εἶχε νὰ κάνει μὲ τὴν ἡμέρα, ὁ σερίφης τῆς κομητείας εἶχε ζητήσει ἀπὸ ὅλους τοὺς κατοίκους νὰ κάνουν ὅ,τι περνᾷ ἀπὸ τὸ χέρι τους ὥστε νὰ αἰσθανθοῦν τὰ νεοφερμένα μειράκια, ὁ ἀνθὸς τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, οἱ μέλλοντες τὴν τύχη τῆς χώρας τους κρατοῦντες, πλησιέστερα στὴν ὑφηλίῳ γνωστὴ εἰκόνα τῆς Ἀμερικῆς, στὰ στερεότυπά της θὰ ἔλεγα ἂν τότε γνώριζα τὴν λέξη. Ἒ κι ὁ ἱνδιάνος ἦταν μέρος αὐτῆς τῆς πρόζας. Μὲ κέρασε μπιφτεκάκι, ἤπιαμε μπύρα χωρὶς νὰ μοῦ ζητήσῃ ταυτότητα ἐνῷ κι ἐγὼ τὸν τράταρα κάτι σέρτικα ἀγρινίου ζούλα περασμένα ἀπὸ τρία ἀεροδρόμια. Μὲ συμπάθησε ὅταν τοῦ ἀνέφερα ὅτι ἔρχομαι ἀπὸ Ἑλλάδα, ὄχι ὅτι ἤξερε τὸ παραμικρὸ ἀπὸ τὴν Ψωροκώσταινα μὰ τὸ ὄνομα ἔκανε ρίμα μὲ κάτι μᾶλλον ἀγαπημένο του τὸ ὁποῖο ὅποτε σκεπτόταν χρησιμοποιοῦσε παρατατικὸ ἢ ἀόριστο χρόνο· δὲν μοῦ εἶπε λεπτομέρειες μὰ τὰ κατάλαβα ἀπὸ τὴν παραπονιάρα κλίση τοῦ κεφαλιοῦ του.
Μὲ συμπάθησε λοιπὸν καὶ ἄρχισε νὰ πολυλογεῖ ἐπὶ παντὸς ἐπιστητοῦ. Τί γιὰ οὐσίες, τί γιὰ ἀθλητικά, τί γιὰ πολιτική, τί γιὰ γυναῖκες εἶπε (κάτι σύννεφα ἔσμιξαν ἀπότομα ἐκείνη τὴν στιγμὴ καὶ κάποιες βλάσφημες βροντὲς τάραξαν τὴν ὕπαιθρο) παραδόξως δὲν τὸν βαριόμουν. Κάποια στιγμὴ τὸ γύρισε καὶ στὴν βοτανολογία, στὰ φυτά. Ἀφοῦ μὲ ρώτησε γιὰ τὸ ἂν μοῦ ἄρεσε τὸ μπιφτέκι κι ἐγὼ θετικῶς ἀπεκρίθην, τόνισε πὼς εἶναι τόσο φίνο ἐπειδὴ προσθέτει λίγο σκορδάκι ἀπὸ μιὰν πανάρχαια ποικιλία ἡ ὁποία ἔφθασε σ’αὐτὸν πάππου πρὸς πάππου (κατήγετο ἀπὸ τὴν φυλὴ τῶν Σακότα Σιοῦ). Θέλεις νὰ σοῦ δώκω; ρώτησε, θέλω βέβαια καὶ τὸ ρωτᾷς θεῖο; ἀντέτεινα καὶ συνέχισε: Θὰ σοῦ δώκω μόνον μιὰν σκελίδα μὰ μὴν τὴν χρησιμοποιήσεις κατ’εὐθείαν γιὰ φαγητό, νὰ τὴν φυτέψεις. Μὰ ἡ φύτευσις μικρέ, δὲν εἶναι τόσο ἁπλή, θὰ πρέπει νὰ ξεφλουδίσει τὰ σκληρὰ ἐπιφυλλίδια του σὲ μέρες χάσης τῆς σελήνης, μιὰ εἰκοσάχρονη παρθένος κόρη τὴν ὁποίαν καλὸν θἆναι ἐκείνη τὴν στιγμὴ νὰ γαργαλᾷς ὥστε συνταρασσομένη ἀπ’τὰ λιγωτικὰ γέλια τὰ νύχια της νὰ γδέρνουν ἀνεπαίσθητα τὴν σάρκα τῆς σκελίδος. Ἀπὸ ἐκεῖ ὁ σκόρδιος αἰθέρας θὰ μπορεῖ πιὸ εὔκολα νὰ τρανέψῃ. Κατάλαβες;
Εἶχα καταλάβει. Βέβαια λίγο δύσκολα ὅπως τὰ ζητοῦσε, ἄντε νὰ ψάχνω εἰκοσάχρονες καὶ νὰ τὶς ρωτῶ, συγγνώμη μήπως ἔχετε γεννηθεῖ μεταξὺ 24 Αὐγούστου καὶ 22 Σεπτεμβρίου; ζόρικαι ἀπαιτήσεις, ἀλλὰ ἐντάξει σὲ γενικὲς γραμμὲς εἶχα καταλάβει, μὰ ἐπίσης εἶχα καταλάβει ὅτι ὁ Τζερώνυμο ἦταν ὀλίγον μωρὲ μιὰ στάλα πολυλογάς, φοβόμουν πὼς θὰ μοῦ ἄρχιζε κουβέντα γιομάτη θεωρίες συνομωσίας καὶ δὲν θὰ εἴχαμε τελειωμό. Ἄσε ποὺ μὲ κούραζε μιὰ κενοδοξία του γιὰ τὸ ὅτι εἶναι ὕπατος μέγας γενικὸς ἐπιθεωρητὴς τῶν πιστῶν τοῦ Παμμεγίστου Μανιτοῦ καὶ ξέρει ἄπειρα ξόρκια. Σηκώθηκα κάπως κουμπωμένα εἶν’ἡ ἀλήθεια καὶ τοῦ ζήτησα συγγνώμη, ἔχω ξεκλείδωτα, εἶναι ἀναμμένος κι ὁ θερμοσίφωνας τόση ὥρα, θὰ μὲ σκίσωσιν οἱ οἰκοδεσπόται… Θὰ ἀφήσω πάντως τὴν διεύθυνσή μου στὴν Κάρολ, μπορεῖς νὰ στείλῃς τὴν σκελίδα ὅποτε μπορέσεις. Ἠγέρθη κι αὐτός, μ’ἀγκάλιασε μὲ ἕνα πομπῶδες ὕφος ποὺ νόμισα ὅτι θὰ μοῦ ζητοῦσε νὰ γίνουμε ἀδελφοποιτοί, ψιθύρισε κάτι σὲ μιὰν ἀκατάληπτη γλώσσα καὶ χωρίσαμε.
Οἱ ἑπόμενες ἡμέρες κύλησαν σὲ βαρετὰ μαθήματα τὰ πρωινὰ καὶ σὲ εὔχαρες παραδόσεις τὰ βράδια ἀπὸ τὴν Κάρολ ἡ ὁποία μὲ μύησε στὸν κόσμο τῆς ντροπῆς, ὅταν ὅλοι ἐκοιμῶντο. Στὶς 18 ἰουλίου ἤμουν στὸ JFK (sic) καὶ 18 ὧρες μετὰ στὸ ἑλληνικό. Δὲν θυμόμουν καθόλου τὴν φάση τῆς σκελίδας - ἄντε ἴσως λίγο τὸν Τζερώνυμο νὰ ἔφερνα στὸν νοῦ ὅποτε ἔβλεπα γουέστερν στὴν ΥΕΝΕΔ. Κι ἂν δὲν θυμόμουν τό σκορδάκι 20-30 ἡμέρες μετὰ ἀπὸ ταξιδάκι πῶς θὰ γινόταν νὰ τὸ θυμᾶμαι 30-45 χρόνια μετά;
Μέχρι ποὺ μιὰ ἑβδομάδα πρίν, ὅταν ἔσπευσα στὰ ΕΛΤΑ τῆς γειτονιᾶς γιὰ τὴν κατάθεση χρημάτων στὸν φιλοτελικὸ λογαριασμό μου, μὲ κάλεσε μέσα ὁ διευθυντής. Ἀνέλαβε ἕνα γλοιῶδες χαμόγελο, ἀναφέρθηκε στὴν οἰκονομικὴ κρίση ἡ ὁποία ἔχει ἀποσυντονίσει τοὺς μηχανισμοὺς καὶ τὴν κατὰ τὰ δέοντα εὔρυθμον λειτουργίαν των καὶ τελικὰ μοῦ παρέδωσε ἕναν φάκελλο 46 ἔτη μετά. Δὲν πῆγε τὸ μυαλό μου οὔτε ὅταν ἄδραξα τὸν φάκελλο ὁ ὁποῖος εἶχε μερικὰ σβολαράκια μέσα, οὔτε κἂν ὅταν εἶδα σφραγίδα EMS καὶ ἀγγλικὰ στὸ πεδίο ἄνω ἀριστερά. Στὸ σπίτι τὸν ἄνοιξα καὶ εἶδα τέσσερις σκελίδες σκόρδου οἱ ὁποῖες δὲν ἔδειχναν καθόλου γιὰ 46χρονες - εἶδες γιὰ νὰ ἔχεις βύσμα τὸν Μεγάλο Μανιτοῦ; Συγκινήθηκα σὲ βαθμὸ ἐπικίνδυνο γιὰ μιὰν ἀορτὴ τῆς καρδιᾶς μου (εὐτυχῶς ποὺ δὲν μὲ εἶδε ἡ παλιόγρια γιὰ νὰ γκρινιάξει ὑποκριτικὰ γιὰ τὴν ὑγίεια μου) καὶ θυμήθηκα τὸν καλό μου Τζερώνυμο, εἶχε στείλει τέσσερις ἀντὶ μιᾶς σκελίδος! Στενοχωρήθην ποὺ ἀδίκως θὰ περίμενε μιὰν εὐχαριστήρια ἀπάντηση τὴν ὁποίαν οὐδέποτε ἔλαβε ἀπὸ τὸν ἀχάριστο Γραικό· τώρα θὰ ἦταν ἀργὰ φυσικά, θὰ ἔχῃ πρὸ πολλοῦ ταξιδέψῃ καὶ πλέον θὰ παίζῃ μπαρμπούτι καὶ κολτσίνα μὲ τὸν Δημιουργό του.
Στὸ μεσημβρινὸ γεῦμα ἔχυσα λίγο κρασὶ σπονδικὰ κι εὐχαριστήρια γιὰ τὴν ψυχή του Τζερώνυμο. Τὸ ἑπόμενο πρωὶ ἀφοῦ ἀκολούθησα ὅλες τὶς πρὸς στάνταρ εὐδοκίμηση ὁδηγίες του, φύτεψα τὰ σκορδάκια.
Ἄχ, ἔχουν περάσει πιὰ τὰ χρόνια, ἡ καρδιά μου εἶναι εὔθραυστη καὶ δὲν ἐνδείκνυνται ταξίδια, μὰ τὶς τελευταῖες μέρες βλέπω συνεχῶς στὸν ὕπνο μου ἐκεῖνο τὸ μέρος. Δὲν ξέρω πῶς, μὰ πιστεύω ὅτι μὲ κάποιον ἀπρόσμενο τρόπο θὰ μοῦ παρουσιαστεῖ μιὰ εὐκαιρία καὶ θὰ ἐκπληρώσω ἕνα ἂς ποῦμε χρέος.
Σκανδαλῶδες indeed
Ἡ διπλὴ ὀδυνηρὴ ἐμπειρία. Ὁ Χόρχε Σεμπροὺν ἔζησε ἀφ’ἑνὸς τὴν κόλαση τοῦ χιτλερισμοῦ (στὸ στρατόπεδο τοῦ Μπούχενβαλντ) καὶ ἀφ’ἑτέρου τὴν ἄλλη κόλαση τοῦ σταλινισμοῦ στὸ παράνομο τότε κομμουνιστικὸ κόμμα Ἰσπανίας (τοῦ ὁποίου ἦταν ἡγετικὸ στέλεχος· τὸν διέγραψαν τὸ 1964). Δὲν σώπασε οὔτε στὴν μία οὔτε στὴν ἄλλη περίπτωση. Ἀπεναντίας. Τὰ βιβλία του τὸ δείχνουν περίτρανα. Δὲν ἔμεινε ὅμως κολλημένος στὸ παρελθόν. Προχώρησε συνδέοντας πάντα τὸ παρελθὸν μὲ τὸ παρόν. Δική του εἶναι ἡ φράση «Ἡ Εὐρώπη γεννήθηκε στὸ Μπούχενβαλντ». Ὁ Χόρχε Σεμπροὺν εἶναι ἀπὸ τοὺς λίγους ποὺ ἀποκάλυψαν καὶ κατήγγειλαν ὅτι τὸ Μπούχενβαλντ εἶχε καὶ «δεύτερη ζωή»... Ναζιστικὸ στρατόπεδο στὴν ἀρχὴ (1937-1945). Σοβιετικὸ στρατόπεδο στὴν συνέχεια (1945-1950). Τὸ Μπούκενβαλντ ἔκλεισε, τὸν Ἰούνιο τοῦ 1945, μὲ τὴν ἧττα τῶν ναζί. Ἡ περιοχὴ βρέθηκε στὴν σοβιετικὴ ζώνη κατοχῆς (τμῆμα τῆς μετέπειτα ἀνατολικῆς Γερμανίας). Οἱ σοβιετικοὶ ἄνοιξαν ξανὰ τὸ Μπούκενβαλντ τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1945. Ἔβαλαν ἐκεῖ τοὺς ἀντιπάλους τοῦ κομμουνισμοῦ, ἰδίως σοσιαλδημοκράτες. Στὰ πέντε χρόνια τῆς λειτουργίας του ὑπὸ τὴν νέα διεύθυνση «φιλοξενήθηκαν» 28.455 κρατούμενοι. 7.113 πέθαναν ἀπὸ τὸ ψύχος καὶ τὴν πείνα. Εἶναι σκανδαλῶδες ὅτι ἡ «δεύτερη ζωὴ» τοῦ Μπούκενβαλντ παραμένει ἔως σήμερα ἕνα σχεδὸν ἄγνωστο γεγονός.
Odium generis humani
Στὶς προχθεσινὲς (sic) φάπες μεταξὺ ΚΚΕ καὶ ἀντεξουσιαστῶν (γιὰ νἆμαι εἰλικρινής, ἠσθάνθην λίγο χαροῦλες βλέποντάς τες, μὰ γρήγορα ἡ ἐθνικιστική μου φύσις μὲ συνέφερε καθ’ὅσον οἱ ἐμφύλιοι, οἱ μεταξὺ Ἑλλήνων σπαραγμοὶ δέον νὰ ὦσιν πρὸς περισυλλογὴν καὶ οὐχὶ πρὸς τέρψιν) θυμήθηκα τὴν πρὸ ἑβδομάδων συνέντευξη ἑνὸς σημαντικοῦ στελέχους τῆς μιᾶς πλευρᾶς (;).
Διάβασα λοιπὸν πὼς ὁ κύριος Νῖκος Μαζιώτης νοιώσας ἐντόνως καὶ ἐνάλγως τὸ μένος τοῦ (ἀστικοῦ) κράτους, ἀποφυλακίστηκε πρὶν ἀπὸ δέκα περίπου ἡμέρας, μετὰ ἀπὸ κάτι τερτίπια περὶ 18μήνου καὶ τὰ λοιπά.
Τὸ Βῆμα, φιλοξένησε δηλώσεις του ἐπικεφαλίδας πὼς ἡ ἔνοπλη ἐπαναστατικὴ δράση δὲν πρόκειται νὰ τελειώσει.
Δὲν ξέρω πόθεν ἐπήγαζε ἡ βεβαιότης, ἴσως νὰ ἀλοίφῃται (ἡ ἔνοπλος ἐπαναστατικὴ δράσις) μὲ κάποιο ἐπιβραδυντικὸ ὑγρό, μπορεῖ νὰ κάνει τίποτε γιόγκα, νὰ μετέρχῃται ταντρικῶν τεχνασμάτων, πιθανῶς νὰ σκέπτῃται κατὰ τὶς αἰσχροποιὲς στιγμὲς τὸ ἑπομένης ἡμέρας σέρβις στὸ τουτοῦ (φίλτρο βενζίνης, λαδιῶν, ἀέρος ἴσως καὶ τακάκια).
Συνέχιζε χειμαρρώδης - σὲ ἀστικὸ φυσικὰ μέσον ἐπικοινωνίας – σὰν σὲ μανιφέστο, νὰ διαφημίζῃ τὶς ἰδέες του καὶ σὲ μιὰν ἀποθέωση μετριοφροσύνης, σὰν ἄλλος Φώτιος Σινάτρα ποὺ στὴν ἐκπνοὴ τῆς ἐσχάτης νότας, πάνω στὸ παραληρηματικὸ μπιζάρισμα ἁπλώνει τὸν βραχίονα καὶ δείχνει τὴν ὀρχήστρα (ἒ ῥὲ Ἄκης Πάνου ποὺ σᾶς χρειάζεται!) νὰ τονίζῃ ὅτι «ὡς ἀναρχικὸς δὲν δέχεται τὸν τίτλο τοῦ ἀρχηγοῦ καὶ εἶναι ἀντίθετος σὲ ὁποιαδήποτε μορφὴ ἱεραρχίας». Ἐλάχιστες ὡστόσο ἀράδες παρακάτω, υἱοθέτησε, γιὰ νὰ καταδείξῃ προφανῶς τὴν σημαίνουσα θέση κάποιου (κάτι τὸ ὁποῖον ἀρνεῖται γιὰ τὰ τοῦ ἑαυτοῦ του) αὐτὴν τὴν μόλις πρὸ ὀλίγου ἀπορριπτέα ἱεραρχία. Ὁ Βουλγαράκης γίνεται ἀρχιεγκληματίας.
Ὀλίγον διπλωματικά, ἐνῷ θὰ ἔπρεπε νὰ στηλιτεύσῃ διαπρυσίως τὴν προφανῶς τζούφια (εἰδικῶς γιὰ τὰ δικά του δεδομένα) στάση τῆς Ἀριστερᾶς ἔναντι τῆς γενικῆς ἀναταραχῆς τοῦ σήμερα, δὲν κάνει τὴν παραμικρὰ νύξι σχετικῶς. Μάλιστα, κλείνοντας ἴσως τὸ μάτι στὴν ὀρθόδοξη κομμουνιστικὴ τέτοια, χρησιμοποιεῖ ὄρους (τὸ δοσιλογικὸ καὶ τὸ μεταπολεμικὸ μοναρχοφασιστικὸ καθεστὼς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης τοὺς κατηγοροῦσε ὡς “συμμορίτες”...) τῆς δεκαετίας τοῦ 40, χρησιμοποιηθέντες ἀπὸ τὸ ΚΚΕ ὅταν αὐτὸ προσπαθοῦσε νὰ δικαιολογήσῃ τὴν ἀνταρσία του.
Παρὰ ταῦτα, ἀξίζει ἕνα μεγάλο μπράβο γιὰ τὴν παρρησία του, τὴν εἰλικρίνειά του ὅταν ἀναφέρεται στὴν βία καὶ τὴν σημασία της σὲ κάποια λαϊκὴ ἐξέγερση. Καμιὰ ἐπανάσταση δὲν ἔγινε χωρὶς βία ἀναφέρει, ξεχωρίζοντας ἑαυτὸν ἀλλὰ καὶ τὸν χῶρο του ἀπὸ αὐτὸν τῆς λοιπῆς Ἀριστερᾶς ἡ ὁποία σὰν παρθένος κορασὶς κοκκινίζει, ἀποστρέφει τὸ βλέμμα ἀλλαχοῦ ὅταν κουβέντα πάει στὴν βία κι ἀλλάζει θέμα γιὰ καθαρὰ ψηφοθηρικοὺς λόγους ἐνῷ κατὰ τ’ἄλλα ῥίχνει τὸ ἀνάθεμα στὴν ἄκρα Δεξιὰ ἐπειδὴ ἐνίοτε τραμπουκίζει...
Πέμπτη, Οκτωβρίου 27, 2011
Κυριακή, Οκτωβρίου 23, 2011
ἂς μὴν ξεχνιόμαστε!
Τοῦ αἰδοίου τὸ πανοΰρ γίνεται ὄξω!
Ἡ ξυνὴ ἔκφραση ποὺ λαμβάνεις ὅταν ἔρχεται ἡ λυπητερὴ ἑνὸς κάπου ἔξω γιὰ φαγητό, ἔχει μπαστακωθῇ σὲ ἑκατομαμύρια προσώπατων Ἑλλήνων εἰς τὴν δεκάτην. Πρωτόγνωρες κατάστασες, ἡ χῶρα πτωχεύει! ἀπανωτὰ κρὰχ μὲ ἀλλεπάλληλες καταρράκωσες τῆς ἀξιοπρεπείας μας, ἀνεργία, μιζέρια κυρίως ἀπόγνωση, μέλον... Τί μέλον; Καὶ ἕνα λάμδα μεῖον, ἔτσι γιὰ νὰ καλοκαταλάβουμε τὴν ῎ενδεια. Πρωτόγνωρες κατάστασες λέμε.
Μέσα σ’αὐτὴν τὴν μὴ ξανασυναντητέα περίπτωση, πότε ἐπιτέλους Ἀλέξη Τσίπρα θὰ ἐμφανίσῃς τὸν μανίκοθεν ἄσσο;
Θὰ εἶσαι στὴν γνωστὴ πλατεία μὲ ἄπειρους διαμαρτυρομένους μαζύ. Θὰ εἶσαι καὶ ὅμορφος (πιότερο τοῦ γνωστοῦ, τοῦ προκαλέσαντος ἐκεῖνα τὰ διψήφια ποσοστὰ πρὸ περίπου τριετίας – τί ξώφυλλα στὴν σοῦπερ Κατερίνα καὶ μαλακίες!) στοὺς δρόμους ἐκεῖ ὅπου σὲ καλεῖ τὸ ἀγωνιστικὸ καθῆκον μαζὺ μὲ ὅλον αὐτὸν τὸν κόσμο. Μὲ ὕφος σφίγγας, ἀμίλητος, σφικτῶν χειλέων ἔκφραση θὰ ἔχῃς καί. Καὶ πλήρης θριάμβιου χαμόγελου, μὲ τὰ βλέφαρα νὰ πάλλωνται λίγο περισσότερο παραπάνω τοῦ κανονικοῦ μὰ καὶ πιὸ ἀργά, σὰ σὲ ἀργὴ ῥηπλέυ κίνηση θὰ τὰ κλείνῃς. Ἴσως καὶ νὰ ξερογλύφεσαι, κανεὶς δὲν θὰ σὲ ἀδικήσῃ ἂν ξέρῃ τὸν μανικίῳ ἄσσο ποὺ ἔχεις, Ἀλέξη Τσίπρα!
Καὶ μετά, ὅταν θὰ ξεμανικωθῆς, ὅταν τὸν ἄσσο θὰ ὑψώσῃς στὸν ἀττικὸ οὐρανὸ καὶ οἱ ἡλίου ἀκτίνες θὰ γλύφουν τὸ πλαστικὸ τῆς κάρτας τότες ὅλοι οἱ ἐξαθλιωμένοι θὰ πέσουν στὰ πόδια σου, οἱ ζητωκραυγές τους θὰ μουσκεύωνται ἀπὸ δάκρυα χαρᾶς καὶ ἡ ὁχλαγωὴ ποὺ οἱ ἴδιοι σιάχνουν θὰ τοὺς ὑπνωτίζῃ. Μιὰ χασισικὴ δερβισάδα θὰ κυριεύσῃ ὅλον τὸν ντουνιά, θὰ εἶναι στὰ πόδια σου, θὰ κλαῖνε ἀπὸ εὐδαιμονία καὶ δὲν θὰ ἀργήσουν νὰ σὲ πάρουν στοὺς ὤμους, νὰ σὲ περιφέρουν σὰν ἀφιερωμένο στὸν Ἄη Λαό, τρόπαιο στὶς λεωφόρες τῆς Ἁγίας Ἐπανάστασης. Μὲ ἀκανόνιστες κινήσεις, μὲ μιὰ ταραχὴ γιὰ τὸ ποιὸς θὰ σὲ πρωτοπάρῃ ἐπ’ὤμου, θὰ ἀναδεύεσαι σὲ χέρια καὶ κορμιὰ τσακισμένων καὶ τσούπ! Γαμῶ τὸ στανιό σας, ἔπεσε ὁ ἄσσος! Προσοχὴ μαλακισμένα, μὴν τὸ πατήσῃ κανείς, σᾶς γάμευσα!
Ἀπότομα νεκρικὴ σιγὴ σὲ ὅλην τὴν γνωστὴ πλατεία, παντοῦ ἔκφρασες ἐνοχῆς κι ἐσὺ Ἀλέξη Τσίπρα, ἐς ἔδαφος προσγειωθεὶς θὰ ξεσκονιστῇς ἀπὸ τὸν κονιορτὸ τῶν πολλῶν καὶ εἰδὼν κάτω, μεταξὺ ῥοχαλῶνε καὶ γοπῶνε, τσιχλῶνε καὶ φεηγβολάν, οὔφ! εὐτυχῶς τὸν βρῆκα! Καὶ τότε μὲ κίνηση σώματος ῥὸκ στὰρ πολλὰ ψωνισμένου θὰ ψάξῃς μιὰν ἄκρη, μιὰν γωνιὰ γιὰ νἄχῃς ὅλον τὸν πλατείας κόσμο μπροστά σου. Ἴσως νὰ σταθῇς καὶ σὲ κάποιο βάθρο ποὺ σχηματίζεται ἀπὸ τὶς κοῦτες, τελάρα κοντυνοῦ περιπτέρου γιὰ νὰ σὲ δοῦν ὅλοι, ὅλοι ὅταν ἐντελῶς φανερώσῃς τὸν ἄσσο στὸ μανίκι, τὴν λύση ποὺ προτείνει ἡ aristera στὸ δήλιο πρόβλημα τοῦ σήμερα.
Νὰ τὸ πῶ; Νὰ σοῦ κάνω χαλάστρα Ἀλέξη Τσίπρα;
Ὁ πρόεδρος τοῦ Συνασπισμοῦ, ὁ ἐπικεφαλῆς τῆς κοινοβουλευτικῆς ὁμάδος τοῦ Τσίριζα ὅπως εἶχε μὲ γαμῶ στόμφο διακηρύξει πρὸ 1-2 ἐτῶν, θὰ μᾶς γειάνῃ ἀπὸ τὴν πανώλη τῆς τρόικας καὶ τοῦ δικομματισμοῦ μὲ τὰ πετρέλαια τοῦ συντρόφου Τσάβεζ.
Σάββατο, Οκτωβρίου 22, 2011
Ξαφνιάζει τὸ τιμημένο ΚΚΕ!
«κάπα, κάπα, ἔψιλον. Τρία κόκκινα γράμματα... Πολὺ πονέσαμε σύντροφοι, πολὺ ξαγρυπνήσαμε πολὺ μακριὰ κοιτάξαμε ἀπὸ κανέναν δὲν τὸ δανειστήκαμε τὸ κόκκινο. - δικό μας αἷμα τρία κόκκινα γράμματα σεμνὴ ὑπογραφὴ τοῦ λαοῦ μας στὶς λεωφόρους του μέλλοντος ὁ δρόμος φεύγει γρήγορα ἡ Ἱστορία δὲν γυρίζει πίσω...»
Γιάννης Ῥίτσος
Γιάννης Ῥίτσος
Κάπως ἔτσι τὸ ΚΚΕ, δίπλα, ὁμοῦ μὲ τὰ ὄργανα καταστολῆς ὑπὲρ τοῦ τεμένους τῆς δημοκρατίας καὶ τοῦ συστήματος, πολεμᾷ γιὰ τὴν κατάργηση τῶν καπιταλιστικῶν σχέσεων παραγωγῆς ἵνα μᾶς ἀπελευθερώσῃ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς μισθωτῆς σκλαβιᾶς.
Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, προστατεύοντας τὸν κοινοβουλευτισμό, ἀνοίγει τὸν δρόμο γιὰ τὴν παραγωγὴ καὶ τὴν ἀνάπτυξη τῶν ἐπιστημῶν, μὲ στόχο τὴν ἱκανοποίηση τῶν λαϊκῶν ἀναγκῶν.
Ὅλοι θὰ ἔχωμε ἐξασφαλισμένη ἐργασία, δημόσια δωρεὰν ἰατρικὴ περίθαλψη καὶ Παιδεία, παροχὴ φθηνῶν ὑπηρεσιῶν ἀπὸ τὸ κράτος, κατοικία, πρόσβαση στὴν πνευματικὴ καὶ πολιτιστικὴ δημιουργία.
Παρὰ τὰ ὅποια προβλήματα ποὺ μπορεῖ νὰ προκύψουν, τὸ σοσιαλιστικὸ σύστημα ποῦ θὰ διαμορφωθῇ ἀπὸ τὸν πρωτοπόρο τῶν ἀγώνων, τὸ ΚΚΕ δηλαδή, θὰ ἀποδείξῃ τὴν ἀνωτερότητα τοῦ σοσιαλισμοῦ ἔναντι τοῦ καπιταλισμοῦ καὶ τὰ τεράστια πλεονεκτήματα ποὺ παρέχει γιὰ τὴν ἐργασία καὶ τὴν ζωὴ τῶν ἐργαζομένων.
Οἱ κατακτήσεις τῶν ἐργαζομένων στὴν αὐριανὴ Ἑλλάδα, ἡ ὁποία θὰ οἰκοδομηθῆ σοσιαλιστικῶς ἀπὸ τὸ ΚΚΕ σὲ ἀγαστὴ συνεργασία μὲ τὴν ΕΛ.ΑΣ., γιὰ ἀρκετὲς δεκαετίες θὰ εἶναι σημεῖο ἀναφορᾶς καὶ θὰ συμβάλλῃ στὴν ἀπόσπαση κατακτήσεων ἀπὸ τὸ ἐργατικὸ καὶ λαϊκὸ κίνημα τῶν καπιταλιστικῶν κοινωνιῶν.
Ἡ ἀστικὴ τάξη θέλει νὰ ἀφαιρέσῃ ἀπὸ τὶς συνειδήσεις τῶν λαϊκῶν μαζῶν τὸν σοσιαλισμὸ ὄχι μόνον ὡς ὅραμα, ἀλλὰ καὶ ὡς προοπτικὴ τῆς ταξικῆς πάλης τῆς ἐργατικῆς τάξης, ἐπειδὴ ἀκριβῶς αὐτὸ εὐνουχίζει τὴν ἴδια τὴν ταξικὴ πάλη ἀπὸ τὸ κύριο, τὸ ζήτημα τῆς ἐξουσίας.
Ἡ ἀναζωογόνηση τῶν ἰδανικῶν του σοσιαλισμοῦ, ἡ προβολὴ καὶ ὑπεράσπιση τῶν κατακτήσεών του, εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ἀντίβαρα στὴ σημερινὴ καπιταλιστικὴ τάξη πραγμάτων, ἕνα ἀποτελεσματικὸ ὅπλο στὸν ἀγῶνα τῆς ἐργατικῆς τάξης καὶ τῶν ἄλλων λαϊκῶν στρωμάτων γιὰ τὸν τελικὸ σκοπό, τὴν οἰκοδόμηση τῆς ἀταξικῆς κοινωνίας ἡ ὁποία τὸ δίχως ἄλλο ναοῦμε θὰ ἐπιτελεσθῇ ἀπὸ τὸ Κομμουνιστικὸ Κόμμα Ἑλλάδας τὸ ὁποῖο προβάλλῃ τὴν μέθοδό του στὴν παραπάνω φῶτο.
Ο (κεφαλαῖο) πολιτικὸς
Ὄχι ὅτι αὐτὸς ἔφταιξε μόνον, ἢ ὅτι ἡ ἀρχὴ ἔγινε τὸ 81, τριάντα ἀκριβῶς χρόνια πίσω, ἀλλὰ πιὸ γλοιῶδες δημαγωγικὸ περίττωμα δὲν πρέπει νὰ ὑπῆρξε ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ κατοικήθηκε ἡ ἑλληνικὴ χερσόνησος. Δὲν τόλμησα νὰ ἀποδελτιώσω τὶς δακρύβρεχτες, καλοπιαστικές, ἀπατεωνίστικες παπαριές του ἀπὸ τὸ παρακάτω βίντεο.
Προσκυνῶ τὴν χάρι σου, Λαέ μου!
Θὰ τοὺς δῇς στὰ πρῶτα ἄρθρα τοῦ συντάγματος, στὶς παρόλες πολιτικάντηδων σὲ τηλεοράσεις καὶ ἐφημερίδες, στὰ σχολικὰ βιβλία προπαγάνδας. Τοὺς ὕμνους δηλαδὴ πρὸς τὴν πεμπτουσία τῆς δημοκρατίας, τὸν κυρίαρχο λαό! Ὅλα γίνονται ἀπὸ αὐτόν, γιὰ αὐτόν, δι’αὐτοῦ, μέσῳ αὐτοῦ, πρὸς αὐτόν· ὅλες οἱ προθέσεις ἐδῶ μαζεμένες (καλότατες φυσικά, ναί)!
Αὐτὸς ὁ κυρίαρχος λαός, τὸ ἄθροισμα τῶν κουκιῶν του - ἕνα γιὰ τὸν καθένα, ὁρίζει κυβερνήσεις καὶ πεπρωμένα. Τὸ πιὸ ἀνήθικο σύστημα ἀπὸ ἐξαπανέκαθεν. Ἐνίοτε ὅμως γίνεται αἰτία γιὰ χοντρὸ χαβαλέ.
Ἡ νούμερο εἴκοσι μὲ συμπαθὲς χαμόγελο καὶ ὕφος, θέλει ΠΑΣΟΚ γιατὶ πιστεύουμε σ’αὐτὸν ὅτι θὰ πραγματοποιήσῃ ὅλα αὐτὰ ποὺ λέει.
Δὲν ὑπάρχει πιὸ ὡραῖο πρᾶγμα λέει ὁ δεκαοκτώ. Θέμα αἰσθητικῆς γιὰ τὸ ποιὸς θὰ σὲ κυβερνᾷ, ἄντε, μὲ τὸ καλὸ καὶ ἡ Τερέζα Ὀρλόφσκι στοῦ Μαξίμου.
Ἡ δεκαπέντε θέλει ΠΑΣΟΚ διότι εἶναι μὴ προνομιοῦχος ἕλληνας καὶ θέλει νὰ ζήση λίγο καλλίτερα. (ἀκούγεται ἐνιστάμενος ἀπὸ πίσω ὁ 30φυλλόπουλας: καὶ γιατί νὰ μὴν ἔρθῃ τὸ ΚΚΕ στὴν ἐξουσία, ἄει κᾶνε ἔρωτα ῥὲ Μάκη!)
Ὁ δεκατέσσερα τὴν εἶδε λεβενμπρόυ, γιατὶ ἔτσι μ’ ἀρέσει, γιατὶ εἶναι καλός!
Ἡ δώδεκα ἀναφέρει κάτι ποὺ πάντα ἄκουγα σὲ κινδυνολογίες ἀντιπολιτευομένων μὰ ποτὲ δὲν πίστευα ὅτι θὰ συμβῇ: Τὰ παιδιά μας δὲν θὰ ἔχουν μέλλον. Συνέβη καλή μου κυρία, ἔστω μὲ πρωθυπουργὸ τὸν θέλω σου.
Στὸ ἕνδεκα συγχωρῶ τὰ πάντα! Μέχρι καὶ ζήτω τὸ ΚΚΕ θὰ ἀνεφώνουν γιὰ πάρτη του!
Ὁ δέκα ἔχει μιὰν ἔφεση στοὺς ἐπιθετικοὺς προσδιορισμούς. Παπανδρεϊκὴ ἀνθρωπιὰ διαθέτει ὁ Γιῶργος καὶ ἀπέραντη κοινωνικὴ εὐαισθησία. Ἄ! Ὁ Γιῶργος εἶναι ἀπὸ τοὺς λίγους ἕλληνες πολιτικοὺς ποῦ λένε τὴν ἀλήθεια.
Ἡ ἐννιὰ μοῦ κάνει σκόντο κάθε Σάββατο στὴν λαϊκὴ ἀγορά, δὲν μοῦ πάει νὰ πῶ κάτι ἄσχημο!
Ἡ ὀκτὼ διαπιστώνει ἀνθρωπιὰ στὸν Γ. Παπανδρέου.
Ἡ ἑπτὰ καθὼς ἀναφέρεται μὲ τὸσο καλὰ λόγια στὸ ΠΑΣΟΚ, σηκώνει τὰ χέρια ψηλά. Ἄχ, ἄραγε φανταζόταν πόσο θὰ δικαιωνόταν ἡ ἀθέλητη αὐτὴ κίνησή της;
Γιὰ τὴν ἔξι δὲν μπορῶ νὰ σχολιάσω, δὲν μιλῶ γαλλικά.
Γιὰ τὸν πέντε τί νὰ πῇ κανείς; Βλέποντάς τον στὴν ἀρχὴ νά σηκώνῃ χειρόφρενο μὲ τέτοιο τρόπο, γεννᾶται μιὰ συμπάθεια, δικό μας παιδί, μὰ μὲ ὅ,τι κάνει μετά... Ἐπειγόντως μιὰ κράτηση στὸν πρῶτο εὔκαιρο θάλαμο ἀερίων παρακαλῶ..
Ὁ τέσσερα ἀναμένει ἀπὸ τὴν κυβέρνηση νὰ δώσῃ στὸν φτωχὸ λαὸ μιὰ ἐλπίδα καὶ πιστεύει ὅτι λόγῳ τοῦ ὅτι ὁ φρεσκοπρωθυπουργὸς εἶναι πρόεδρος τῆς σοσιαλιστικῆς διεθνοῦς τί ἄλλο καλλίτερο ἤθελε ἡ Ἑλλάδα αὐτὴν τὴν στιγμή; Ὅταν ἔχῃς ἕναν πρόεδρο σοσιαλιστικοῦ διεθνοῦς εἶσαι ὁ καλλίτερος στὴν Εὐρώπη καὶ σὲ ὑπότ καὶ σὲ ἀνὰ καὶ σὲ ἔεε σὲ ἀκοῦνε οἱ εὐρωπαῖοι γιατὶ ἔχεις φωνὴ ποιὸς ἄλλος μποροῦσε νὰ ἔχῃ αὐτὴν τὴν φωνὴ ποὺ ἔχει ὁ Παπανδρέου.
Ἡ τρία βλέπει φαντάσματα τῆς κακιᾶς δεξιᾶς καὶ διαπιστώνει ὅτι ὁ Γιῶργος εἶναι ὅ,τι καλλίτερο μποροῦσε νὰ ὑπάρξῃ γιὰ τὴν Ἑλλάδα, εἶναι 100 χρόνια μπροστά.
Ὁ δύο σοῦπερ εἰδικὰ ἐκεῖ ποὺ ἀρχίζει καὶ ξιφομαχεῖ μὲ μᾶλλον ψηφοφόρους τῆς ΝΔ, ἐνῷ γιὰ τὸν ἕνα...
Ἐνῷ γιὰ τὸν ἕνα…
Τί νὰ σκέπτεται τώρα ὁ καψερός...
Ὑπέροχο καὶ τὸ τέλος τοῦ βίντεο. Ὁ Γεώργιος Παπανδρέου ἀνακοινώνει ὅτι λεφτὰ ὑπάρχει, ἡ κυρία χορεύει μὲ μιὰ σημαία, τὸ ἡμιεπίσημο τραγούδι τοῦ ΠΑΣΟΚ γλεντᾷ κι αὐτό...
Παρασκευή, Οκτωβρίου 21, 2011
Πορφυρογέννητος Γωνιὰ
Ξάνθη ΑΕΚ 3-4 (Γήπεδον Πηγαδίων) 21/9/2011
Πρωτάθλημα – 2α Ἀγωνιστικὴ
Πρωτάθλημα – 2α Ἀγωνιστικὴ
99 Ἀραμπατζῆς, 2 Κοντοές, 15 Καράμπελας 4 Μανωλᾶς, 5 Δέλλας, 90 Γκέντσογλου (60΄ 10 Κάρλος), 14 Μάκος, 21 Βάργκας, 33 Λυμπερόπουλος (74΄ 22 Γκούντγιονσεν), 7 Γκερέιρο, 8 Μπέλεκ (89΄ 77 Κλωναρίδης)
Σκόρερ: 23΄ Βάργκας 38΄ Λυμπερόπουλος 75΄ Γκούντγιονσεν 91΄ Κλωναρίδης
Κίτριναι: Καράμπελας Μάκος Βάργκας Λυμπερόπουλος Ἀραμπατζῆς Γκούντγιονσεν
Διαιτητής: Τριτσώνης
ΠΑΟΚ ΑΕΚ 3-0 (Γήπεδον Τούμπας) 25/9/2011
Πρωτάθλημα – 4η Ἀγωνιστικὴ
Πρωτάθλημα – 4η Ἀγωνιστικὴ
99 Ἀραμπατζῆς, 31 Γεωργέας (60΄ 10 Κάρλος), 15 Καράμπελας, 4 Μανωλᾶς, 5 Δέλλας, 6 Κάλα (46΄ 8 Μπέλεκ), 14 Μάκος, 9 Λεονάρντο, 22 Γκουντγιόνσεν, 21 Βάργκας, 33 Λυμπερόπουλος (46΄ 7 Γκερέιρο)
Σκόρερ: –
Κίτριναι: Καράμπελας Βάργκας Δέλλας Κάλα Μάκος
Διαιτητής: Κάκος
ΑΕΚ Στοῦρμ Γκρὰτς 1-2 (ΟΑΚΑ) 29/9/2011
Γιουρόπα Λῆγκ –Πλέυ ὂφφς – 2ος ἀγὼν
Γιουρόπα Λῆγκ –Πλέυ ὂφφς – 2ος ἀγὼν
22 Ἀραμπατζῆς, 2 Κοντοές, 5 Δέλλας, 6 Κάλα, 19 Λαγός, 7 Γκερέιρο (55' 47 Μπουγαΐδης), 21 Βάργκας, 10 Κάρλος, 22 Γκούντγιονσεν, 9 Λεονάρντο (67' 77 Κλωναρίδης), Μπέλεκ (87' Λυμπερόπουλος)
Σκόρερ: 50΄ Κάρλος
Κίτριναι: Λαγὸς Κάλα
Κόκκιναι: Δέλλας (δύο κίτρ.)
Διαιτητής: Λὴ Πρόμπερτ (Ἄγγλος)
Πανιώνιος ΑΕΚ 0-1 (Γήπεδον Ν. Σμύρνης) 2/10/2011
Πρωτάθλημα – 5η Ἀγωνιστικὴ
Πρωτάθλημα – 5η Ἀγωνιστικὴ
99 Ἀραμπατζῆς, 2 Κοντοές, 19 Λαγός, 4 Μανωλᾶς, 6 Κάλα, 14 Μάκος, 21 Βάργκας, 9 Λεονάρντο (37΄ 11 Σιαλμᾶς), 8 Μπέλεκ, 33 Λυμπερόπουλος (69΄ 7 Γκερέιρο), 10 Κάρλος (58΄ 22 Γκούντγιονσεν)
Σκόρερ: Mανωλᾶς 92΄
Κίτριναι: Λαγὸς Λυμπερόπουλος Μανωλᾶς Μάκος
Διαιτητής: Δασκαλόπουλος
ΑΕΚ ΟΣΦΠ 1-1 (ΟΑΚΑ) 15/10/2011
Πρωτάθλημα – 6η Ἀγωνιστικὴ
Πρωτάθλημα – 6η Ἀγωνιστικὴ
99 Ἀραμπατζῆς, 31 Γεωργέας (85' Κοντοές), Καράμπελας, 4 Μανωλᾶς, 6 Κάλα, 9 Λεονάρντο (76' 10 Κάρλος), 14 Μάκος, 19 Λαγός, 21 Βάργκας, 22 Γκούντγιονσεν (46' 1 Καφές), 33 Λυμπερόπουλος
Σκόρερ: 43΄ Λεονάρντο
Κίτριναι: Βάργκας Μανωλάς Γκούντγιονσεν Λαγός
Κόκκιναι: Μάκος (2 κίτρ.)
Διαιτητής: Κωνσταντινέας
Λοκομοτὶβ ΑΕΚ 3-1 (Στάδιον Λοκομοτὶβ) 20/10/2011
Γιουρόπα Λῆγκ –Πλέυ ὂφφς – 3ος ἀγὼν
99 Ἀραμπατζῆς, 2 Κοντοές, 15 Καράμπελας, 4 Μανωλᾶς, 6 Κάλα, 90 Γκέντζογλου, 21 Βάρκας (59΄ 1 Καφὲς), 24 Μπὲρνς (65΄ 9 Λεονάρντο), 8 Μπέλεκ, 10 Κάρλος, 19 Λαγὸς (73΄ 11 Σιαλμᾶς)
Σκόρερ: 89΄ Σιαλμᾶς
Κίτριναι: –
Διαιτητής: Πὼλ Φὰν Μπόεκελ (Ὁλλανδὸς)
Τετάρτη, Οκτωβρίου 19, 2011
«Τὸ μόνο ποὺ ἀπομένει εἶνε ὁ στρατὸς»
Κι ὅποτε στριμώχνωνται τὰ πράγματα, ὅταν οἱ θεσμοὶ (οἱ ὁποῖοι πάντως, κάθε 24 ἰουλίου ἀπὸ τὰ στόματα τῶν ἐξοχωτάτων μαθαίναμε ὅτι λειτουργοῦν τέλεια ἐν ἀντιθέσει μὲ τὰ ἄλλα, τὰ παλαιώτερα, μὴ δημοκρατικὰ χρόνια) τὰ ἔχουν κάνει πουτάνα, τότε τὸ μόνο ποὺ (μᾶς) ἀπομένει εἶνε ὁ στρατός! Ὄχι ὅμως μόνον γιὰ τὰ ἀπορρίματα, Δήμαρχε, ἔ;
Δευτέρα, Οκτωβρίου 17, 2011
Κυριακή, Οκτωβρίου 16, 2011
Δεκαέξι.
Μόλις εἶχα ἐξαπολύσει τὴν τελευταία ῥίψη καὶ κυττοῦσα ’κεῖ πέρα στὶς ἐσχατιὲς τοῦ ὀρίζοντος τὴν ἐπίδοση! Ἡ προσπάθεια μετρήσεως διεκόπη ἀπὸ ἕνα οὐάου. Οὐάου φώναξε σὲ μιὰν ἔξαρση γλωττικοῦ σωβινισμοῦ ἡ παρακειμένη Φαιναρέτη. Παλαμοκρότησε, χοροπήδησε καὶ τσίριξε ἐρχομένη καταπάνου μου, μπράβο ἀγάπη μου, μπράβοοοοο! Σπουδαία ἐπίδοσις, 78 γκὲλ τὸ βότσαλο στὴν φρεαττύδικη θαλασσίτσα, μέγα βαλκανικὸν ῥεκόρ! Παρότι οὐὰνς ἀγκαὶν εἶχα σκίσει κι ἤθελα τόσο νὰ κραυγάσω γιούπι, τήρησα ὕφος λίαν ἀπολλώνειο· ἴσα ποὺ ἐπέτρεψα στὸ γιομάτο ἄπειρα φ πρόσωπόν μου μιὰν ὑποψία χαμόγελου. Καὶ πρότεινα μπάνικο δικέφαλο στὰ σκέρτσα καὶ τοὺς ἐνθουσιασμοὺς τῆς καλῆς μου.
Καὶ τώρα, τί θὰ κάνουμε; Ἀδημονῶ νὰ μὲ τέρψουν αὐτὰ τὰ χέρια, οἱ βραχίονες οὗτοι, αἱ παλάμαι γιὰ τὴν ἀκρίβεια! Πᾶμε γουτσουγοῦτσο μου; Τάδε ἔφη ἡ Φαιναρέτη καὶ κόλλησε κι ἄλλο πάνω μου τριβάμενη παντελῶς ῥόζ.
Ἐγνώριζα ὅμως ὅτι μὲ τοὺς γονιοὺς οἴκοι δὲν ἦτο εὔκολον νὰ βουτήξω σὲ ἀφροδίσια μετὰ τῆς λίαν φωναχτερῆς κατὰ τὴν στιγμὴν τῆς ὑγρᾶς κορυφώσεως Φαιναρέτης, ἐνῷ τσιγκουνευόμην κάργα τὸ σπεύσιμον σὲ δίωρον ξενοδοχεῖον, γι’αὐτὸ καὶ ἀπεκρίθην...
Δὲν μπορῶ μάνα ‘μ’, ἔχω πονοκέφαλο.
Καὶ φάνηκε νὰ καθαρίζω. Φάνηκε. Φάνηκε ὅμως καὶ μιὰ συννεφίλα ὀξείας ἀπογοήτευσης στὰ χαρακτηριστικά της, ὦ ῥὲ στρέητ μου δὲν τὴν γλυτώνω τὴν μουρμούρα ἐσκέφθην κι ἔτσι ἄρχισα νὰ σκέπτωμαι τίποτις ἄλλο νὰ τῆς προτείνω, καθὼς χέρι χέρι πιασθήκαμε καὶ ἀνηφορίσαμε πρὸς τὴν παραλιακὴν ὁδὸν φεύγοντες τῆς παραλίας.
Φαιναρέτη μωρό μου, εἶναι ὑπέροχη ἡ βραδιά! Τί θὰ ἔλεγες νὰ ἀνεβαίναμε στὰς Ἀθήνας: Σὲ τίποτε Συντάγματα, τίποτε πλατεῖες καὶ κατηφορώντας τὴν κοιλάδα τῆς Ἑρμοῦ νὰ σταματήσωμε στὸ πρῶτο προσηνὲς γαλακτοπωλεῖον ὅπερ θὰ εὕρωμεν. Δὲν σὲ λέω ποῖο, θὰ τὸ καταλάβῃς. Ὑπάρχουσιν κάποια τέτοια, ἀτμοσφαιρικῶς θερμὰ (καίτοι ἕνα μαδημένο ψυχρὸ μωσαϊκὸ ἀπ’ἄκρη σ’ἄκρη τοῦ μέρους κυριεύει τὸν χῶρο καὶ σὲ κάνει νὰ κουμπώνῃς τὸ πανωφόρι σου καὶ νὰ οἰκτίρῃς ἑαυτὸν ποὺ ἐξῆλθες ἄνευ κυλότας) ἐν οἷς ζωντανεύουν παλαιαὶ θύμησές τινες... Ἄχ! Ὅταν τότες προσπαθοῦσα μὲ θέλγητρο μιὰ πάστα νουγκατίνα νὰ ῥίξω τὸ καλλιοπάκι ἀλλὰ τίποτε αὐτό! Τὸ μυαλό της μόνον στὸ σχολειό, δύσκολη πολὺ ἡ πέμπτη δημοτικοῦ μοῦ ἔλεγε καὶ μοῦ ζητοῦσε, λίγο συννεφιασμένη, νὰ πάρω τὰ χέρια μου ἀπὸ πάνω της. Κάπου ἐκεῖ, ἂν προκριθῇ τὸ κέντρον τοῦ ἄστεος, ὡσὰν ἐκδρομὴ συνταξιούχων κάποιας ὀργάνωσης ἀγωνιστῶν τῆς ἐθνικῆς ἀντίστασης πρὸς τὰ λουτρὰ τῆς Αἰδηψοῦ, θὰ σταματήσωμε ἔξωθεν τοῦ ἐν λόγῳ καταστημάτου, γιὰ πολὺ λίγο θὰ κυττάξωμε ἐλεγκτικῶς ΣΔΟΕ ὕφους τὸν μέσα χῶρο καὶ ἄμεσα σὰν τὶς ἀκρίδες κάποιας πληγῆς τῆς Ἀποκαλύψεως θὰ χωθοῦμε μέσα γιὰ πάστες, τουλοῦμπες καὶ κουρκουμπίνια.
Ἔ; Τί λὲς Φαιναρέτη, ἀγάπη μου;
Ἡ Φαιναρέτη ὅμως σκεπτικὴ κι ἀνόρεκτη κυττοῦσε χαμαί, προχωροῦσε καὶ ἠγνόει τὰ διερχόμενα τουτού. Τὸ ἀρρωστιάρικα κίτρινο φῶς μιᾶς κολωνάτης λάμπας τῆς φώτιζε τὸ ἀριστερό της προφὶλ – τὸ ὀλιγώτερο εὔμορφο καὶ ἡ ἀμιλησιά της μὲ ἄγχωνε. Συνέχισα πιότερο ἐνθουσιωδῶς νὰ τῆς καταθέτω ἄποψες.
Ἂν πάλι δὲν θέλῃς νὰ μὲ ἀφήσῃς σὲ κυκεῶνες νοσταλγιῶν ἄγουρων κι ἀνολοκληρώτων ἐρώτων καὶ δὲν ψήνεσαι, μποροῦμε γιὰ κάτι ἄλλο, λίαν ψαγμένο καὶ σοῦπερ ντοῦπερ οὐάου ἀλτέρνατιβ - ὅπερ ὑμνοῦν θεσπεθιστὶ στὶς μόνιμες στῆλες τους κάτι λοῦγκρες δημοσιογράφοι σὲ γνωστὲς κωλοφυλλάδες τύπου λίφο κι ἄθενς βόις. Μποροῦμε νὰ πᾶμε σὲ ἕνα λουκουματζίδικο ἐπὶ τῆς Ἱερᾶς ὁδοῦ στὸ Αἰγάλεω. Καρέκλες ξύλινες μὲ ξύλινο πάτο κι ἄβολο πατουσακουμπιστῆρι, μαρμάρινα στρογγυλὰ τραπέζια μὲ πάνω τους τοὺς προβλεπόμενους λεκέδες ἀπὸ τὰ πετιμέζια, τσίγκινα τασάκια μὲ τρεῖς θέσεις σιγαρέττων καὶ σβέλτο τραπεζοκόμο - ἀμίλητον ὡστόσο. Περίπτωση παραμονῆς ἄνω τῶν 38 λεπτῶν σὲ κάνει νὰ νομίζῃς ὅτι ὁσονούπω μύτη θὰ σκάσῃ ἀσθμαίνοντας ὁ ἑλληναρᾶς Νῖκος Μπελογιάννης μὲ ἕνα ψωμωμένο σὲ κουβέρτα κρυμμένο ἀντικείμενο ὑπὸ μάλης.
Ἑφτὰ φορὲς τὴν μάζεψα, ἑφτὰ φορὲς τὴν μάζεψα, ἀλλὰ δὲν τὴν συμμάζεψα ἠκούσθη ὁ Μενιδιάτης ἀπὸ ἕνα λαμὲ ζαντῶν καὶ χαμηλωμένο νισσὰν ποὺ περνοῦσε μπροστά μας τὸ ὁποῖον, ὁ ὁδηγός του, τράβηξε τὸ κουρασμένο κατὰ τ’ἄλλα ὕφος τῆς Φαιναρέτης. Ἀγχώθηκα, στράβωσα, μὰ γαμῶ τὸν κάτσο μου, περίοδον οἴστρου διέρχεται τὸ νυμφίδιον καὶ τσιγκλίζεται τόσο ἀπὸ τὸν πᾶσα ἕνα; Ἔβαλα κι ἄλλο τὰ δυνατά μου καὶ συνέχισα:
Ἐὰν Φαιναρέτη μου, δὲν εἶσαι τοῦ γλυκοῦ καὶ σὲ λιγώνει ὁ λουκουμᾶς, κάτι ἐναλλακτικὸ εἶναι νὰ πᾶμε γιὰ μπιλιάρδο. Κι ἂν τὸ μπιλιάρδο σοῦ βγάζει λίγο καγκουριὰ καὶ καφρίλα, τότε δυνάμεθα νὰ πᾶμε γιὰ βελάκια! Σπουδαία πρότασις, ναί. Θὰ πιοῦμε μπύρες, θὰ τσιμπᾶμε τὶς γκαρσόνες, θὰ μιλᾶμε γιὰ ἀθλητικὰ καὶ θὰ κάνουμε διαγωνισμὸ γιὰ τὴν πιὸ θορυβώδη προσπάθεια τοῦ στομάχου νὰ μιλήσῃ.
Τότε μόνον, κάμποση ὥρα μετὰ καὶ γιὰ πρώτη φορὰ κατόπιν τῆς ἀρνήσεώς μου μὲ κύτταξε. Μὲ καταματοκύτταξε καὶ σχημάτισε ἕνα μορφασμόν, ἐντελῶς ὑποκατάστατο τῆς χειρονομίας μὲ σφιχτὴ χούφτα κινούμενη πάνω κάτω. Πόνεσα. Μὰ συνέχισα.
Ἂν ὅλα τὰ παραπάνω, οὐχὶ μόνον παγερὰ ἀδιάφορη σὲ ἀφήνουν ἀλλὰ καὶ μιὰν ἰαχὴ ἀγανακτήσεως σοῦ φέρνουν στὸν λάρυγγα, ἂν εἶσαι ἀπὸ αὐτὲς οἱ ὁποῖες ντρέπονται γιὰ τὴν ζέστα τους καὶ γιὰ τὴν ἀνθρωπιά τους ἐνῷ μιλιούνια ἀξιοπαθούντων, μὴ προνομιούχων, ἀνέργων, δυστύχων οἰκονομικῶν μεταναστῶν δὲν ἔχουν οὔτε σέντσι γιὰ σουσάμι, ἐὰν πέρα ἀπὸ τὰ ντολτσοβίτια, πέρα ἀπὸ τὶς ῥαθύμιες παρέα μὲ φραπόγαλο, πέρα ἀπὸ ἐξόδους καὶ διασκεδάσεις, σὲ ἀπασχολεῖ, Φαιναρετάκι, τρομερὰ ἡ ἀλληλεγγύη μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ἐὰν μὲ μιὰ λέξη ἀρνεῖσαι τὸν τίνι τρόπῳ καλοπερασακισμὸ ὅταν ἄλλοι πένονται, τότε ὑπάρχει καὶ κάτι ἄλλο ποὺ θὰ καλύψῃ κι ἐσέ, τὶς ζόρικες περίπτωσες. Μποροῦμε νὰ ἐπισκεφθοῦμε κάποιο κυριακάτικο (sic) σχολειὸ μεταναστῶν ὅπου θὰ τραγουδᾶμε σολφεζάκια πὼς κανεὶς ἄνθρωπας δὲν εἶναι λαθραῖος καὶ θὰ μανθάνουμε γραικάνικα σὲ ἀφγανοὺς καὶ σομαλοὺς οἰκονομικοὺς μετανάστες (sic) ὥστε νὰ μποροῦν κι αὐτοὶ νὰ μεταδώσουν ὁμογλώσσως τὰ πολύτιμα διαμαντάκια τοῦ πολιτισμοῦ τους στὸν δικό μας τέτοιο. Καὶ στὴν κατακλείδα τῆς σεπτῆς ταύτης ἐκδηλώσεως, στὶς ὄψιονς ἡμῶν, μποροῦμε πρὸς ἀχβὰχ τσιμπλιριρὸμ νὰ τσιμπήσωμε καμιὰ μαυρούλα ἢ μαυροῦκο - ἐξαρτήσει τοῦ ἄρθρου τὸ ὁποῖον χρησιμοποιεῖς ὅταν συστήνεσαι διὰ τοῦ θυροτηλεφώνου στὸν διαχειριστὴ τῆς πολυκατοικίας σου.
Μὰ τί λές, ἄθλιε; Πονοκέφαλο δὲν ἐπεκαλέσθης πρίν; Καὶ μάλιστα αὐτὸς ὁ πονοκέφαλος ἐκτὸς τῶν ἄλλων, σὲ ἔκανε νὰ λησμονήσῃς τὸ σημερινὸ ἰδιαιτεράκι. Κλείνουμε σήμερα ἕναν χρόνο μαζύ, τίποτε δὲν θυμᾶσαι πιά;
Πωπώωω, γι’αὐτὸ καὶ κουβαλοῦσα αὐτὸν τὸν κόμπο ἀπὸ ἐχθές, τήν ἑπέτειον ἔδει νὰ θυμηθῶ! Ποῖος τῆν ἀκούει τὴν κάργια! Ἔχει καὶ τὰ δίκια της τὸ δίχως ἄλλο! Τώρα Εὐάγγελε, σκάσε καὶ ἀπόλαυσε!
Μὰ αὐτὴ μελαγχολικῶς παραιτημένα στάθηκε ἐνώπιόν μου, δὲν συνέχισε τὸ στόλισμα, ἀμίλητη πιά, εἶχαν σωθῇ οἱ γκρίνιες. Ἔψαξε τὰ χέρια μου, κύλησε στὶς παλάμες καὶ μοῦ ἀπίθωσε ῞ένα κουτάκι. Ἔφυγε χωρὶς νὰ πῇ κάτι μὰ ἐγὼ ἄκουσα ξεκάθαρα ἕνα μὴ μὲ ξαναπάρῃς τηλέφωνο, γούρουνε.
Ἔφθασα σέρνοντας τὰ βήματά μου σπίτι. Ὄχι μαμμμμὰ δὲν πεινῶ φώναξα τῇ μητρί μου ἡ ὁποία ἐπὶ 46 ὁλάκερα ἔτη ἐπιμένει νὰ μοῦ φτιάχνῃ φαγητὸν καὶ κλείστηκα στὸ δωμάτιόν μου. Ἔπεσα στὸ κρεββάτι ἔνθα θὰ ἀνελυόμην σὲ δάκρυα ἐφήβου κόρης ἄρτι ἀπωλεσθεισάσης τοῦ πλέον πολυτιμοτέρου ἐφοδίου της. Κι ἔτσι ὅπως προσγειώθην στὸ στρώμα, πετάχθην ἀστραπιαίως, εἶχα κάτσει πάνω στὸ κυτίον, στὴν κωλότσεπη τὸ εἶχα βάλει ὁ τίποτας! Σηκώθηκα, πῆγα στὸ γραφεῖον καὶ ἄρχισα νὰ τὸ ξετυλίγω χάνοντας βαθμηδὸν τὴν διαυγὴν ὁπτικὴν ἐπαφὴν μετ’ αυτοῦ· δάκρυα γὰρ ἐκύλιον εἰς τὰς παρειάς μου. Τὸ ἄνοιξα μὲ τὰ πολλὰ καὶ εἶδα μιὰ πιπούλα ἥστινος τὸ σχέδιον πολλάκις ἀποθέωνα παρουσίᾳ τῆς Φαιναρέτης.
Καὶ τώρα δωράκι τὴν εἶχα ἀλλὰ γιὰ ἑορτὴ μὴ τιμηθεῖσα. Τί κρίμα, ἂχ Φαιναρέτη μου καὶ τί δὲν θὰ ἔδινα νὰ ἴσχυε ξανὰ τὸ κτητικόν!
Ἀλλὰ καθὼς ἠσχολούμην μὲ τὸ νιόφερτο καπνοσυρίγγι, διεπίστωσα ὅτι ἦταν λίγο κλάιν μάιν. Τὸ τένον δὲν ἔχει τὴν παραμικρὰν συνάφειαν μὲ τὸ σάνκ· προφανῶς τσιγκουνεύτηκε ἡ καραβλαχάρα καὶ ἠγόρασε κάτι πολὺ φτενὸ - μωρὲ καλὰ τῆς ἔκανα ποὺ τῆς ἔδωσα σούτ! Θὰ δυσκολευτῶ λίγο νὰ καπνίζω μὲ τὸν φόβον τῆς πτώσεως ἀλλὰ δὲν συνουσιάζεται!