Δεκαέξι.
Μόλις εἶχα ἐξαπολύσει τὴν τελευταία ῥίψη καὶ κυττοῦσα ’κεῖ πέρα στὶς ἐσχατιὲς τοῦ ὀρίζοντος τὴν ἐπίδοση! Ἡ προσπάθεια μετρήσεως διεκόπη ἀπὸ ἕνα οὐάου. Οὐάου φώναξε σὲ μιὰν ἔξαρση γλωττικοῦ σωβινισμοῦ ἡ παρακειμένη Φαιναρέτη. Παλαμοκρότησε, χοροπήδησε καὶ τσίριξε ἐρχομένη καταπάνου μου, μπράβο ἀγάπη μου, μπράβοοοοο! Σπουδαία ἐπίδοσις, 78 γκὲλ τὸ βότσαλο στὴν φρεαττύδικη θαλασσίτσα, μέγα βαλκανικὸν ῥεκόρ! Παρότι οὐὰνς ἀγκαὶν εἶχα σκίσει κι ἤθελα τόσο νὰ κραυγάσω γιούπι, τήρησα ὕφος λίαν ἀπολλώνειο· ἴσα ποὺ ἐπέτρεψα στὸ γιομάτο ἄπειρα φ πρόσωπόν μου μιὰν ὑποψία χαμόγελου. Καὶ πρότεινα μπάνικο δικέφαλο στὰ σκέρτσα καὶ τοὺς ἐνθουσιασμοὺς τῆς καλῆς μου.
Καὶ τώρα, τί θὰ κάνουμε; Ἀδημονῶ νὰ μὲ τέρψουν αὐτὰ τὰ χέρια, οἱ βραχίονες οὗτοι, αἱ παλάμαι γιὰ τὴν ἀκρίβεια! Πᾶμε γουτσουγοῦτσο μου; Τάδε ἔφη ἡ Φαιναρέτη καὶ κόλλησε κι ἄλλο πάνω μου τριβάμενη παντελῶς ῥόζ.
Ἐγνώριζα ὅμως ὅτι μὲ τοὺς γονιοὺς οἴκοι δὲν ἦτο εὔκολον νὰ βουτήξω σὲ ἀφροδίσια μετὰ τῆς λίαν φωναχτερῆς κατὰ τὴν στιγμὴν τῆς ὑγρᾶς κορυφώσεως Φαιναρέτης, ἐνῷ τσιγκουνευόμην κάργα τὸ σπεύσιμον σὲ δίωρον ξενοδοχεῖον, γι’αὐτὸ καὶ ἀπεκρίθην...
Δὲν μπορῶ μάνα ‘μ’, ἔχω πονοκέφαλο.
Καὶ φάνηκε νὰ καθαρίζω. Φάνηκε. Φάνηκε ὅμως καὶ μιὰ συννεφίλα ὀξείας ἀπογοήτευσης στὰ χαρακτηριστικά της, ὦ ῥὲ στρέητ μου δὲν τὴν γλυτώνω τὴν μουρμούρα ἐσκέφθην κι ἔτσι ἄρχισα νὰ σκέπτωμαι τίποτις ἄλλο νὰ τῆς προτείνω, καθὼς χέρι χέρι πιασθήκαμε καὶ ἀνηφορίσαμε πρὸς τὴν παραλιακὴν ὁδὸν φεύγοντες τῆς παραλίας.
Φαιναρέτη μωρό μου, εἶναι ὑπέροχη ἡ βραδιά! Τί θὰ ἔλεγες νὰ ἀνεβαίναμε στὰς Ἀθήνας: Σὲ τίποτε Συντάγματα, τίποτε πλατεῖες καὶ κατηφορώντας τὴν κοιλάδα τῆς Ἑρμοῦ νὰ σταματήσωμε στὸ πρῶτο προσηνὲς γαλακτοπωλεῖον ὅπερ θὰ εὕρωμεν. Δὲν σὲ λέω ποῖο, θὰ τὸ καταλάβῃς. Ὑπάρχουσιν κάποια τέτοια, ἀτμοσφαιρικῶς θερμὰ (καίτοι ἕνα μαδημένο ψυχρὸ μωσαϊκὸ ἀπ’ἄκρη σ’ἄκρη τοῦ μέρους κυριεύει τὸν χῶρο καὶ σὲ κάνει νὰ κουμπώνῃς τὸ πανωφόρι σου καὶ νὰ οἰκτίρῃς ἑαυτὸν ποὺ ἐξῆλθες ἄνευ κυλότας) ἐν οἷς ζωντανεύουν παλαιαὶ θύμησές τινες... Ἄχ! Ὅταν τότες προσπαθοῦσα μὲ θέλγητρο μιὰ πάστα νουγκατίνα νὰ ῥίξω τὸ καλλιοπάκι ἀλλὰ τίποτε αὐτό! Τὸ μυαλό της μόνον στὸ σχολειό, δύσκολη πολὺ ἡ πέμπτη δημοτικοῦ μοῦ ἔλεγε καὶ μοῦ ζητοῦσε, λίγο συννεφιασμένη, νὰ πάρω τὰ χέρια μου ἀπὸ πάνω της. Κάπου ἐκεῖ, ἂν προκριθῇ τὸ κέντρον τοῦ ἄστεος, ὡσὰν ἐκδρομὴ συνταξιούχων κάποιας ὀργάνωσης ἀγωνιστῶν τῆς ἐθνικῆς ἀντίστασης πρὸς τὰ λουτρὰ τῆς Αἰδηψοῦ, θὰ σταματήσωμε ἔξωθεν τοῦ ἐν λόγῳ καταστημάτου, γιὰ πολὺ λίγο θὰ κυττάξωμε ἐλεγκτικῶς ΣΔΟΕ ὕφους τὸν μέσα χῶρο καὶ ἄμεσα σὰν τὶς ἀκρίδες κάποιας πληγῆς τῆς Ἀποκαλύψεως θὰ χωθοῦμε μέσα γιὰ πάστες, τουλοῦμπες καὶ κουρκουμπίνια.
Ἔ; Τί λὲς Φαιναρέτη, ἀγάπη μου;
Ἡ Φαιναρέτη ὅμως σκεπτικὴ κι ἀνόρεκτη κυττοῦσε χαμαί, προχωροῦσε καὶ ἠγνόει τὰ διερχόμενα τουτού. Τὸ ἀρρωστιάρικα κίτρινο φῶς μιᾶς κολωνάτης λάμπας τῆς φώτιζε τὸ ἀριστερό της προφὶλ – τὸ ὀλιγώτερο εὔμορφο καὶ ἡ ἀμιλησιά της μὲ ἄγχωνε. Συνέχισα πιότερο ἐνθουσιωδῶς νὰ τῆς καταθέτω ἄποψες.
Ἂν πάλι δὲν θέλῃς νὰ μὲ ἀφήσῃς σὲ κυκεῶνες νοσταλγιῶν ἄγουρων κι ἀνολοκληρώτων ἐρώτων καὶ δὲν ψήνεσαι, μποροῦμε γιὰ κάτι ἄλλο, λίαν ψαγμένο καὶ σοῦπερ ντοῦπερ οὐάου ἀλτέρνατιβ - ὅπερ ὑμνοῦν θεσπεθιστὶ στὶς μόνιμες στῆλες τους κάτι λοῦγκρες δημοσιογράφοι σὲ γνωστὲς κωλοφυλλάδες τύπου λίφο κι ἄθενς βόις. Μποροῦμε νὰ πᾶμε σὲ ἕνα λουκουματζίδικο ἐπὶ τῆς Ἱερᾶς ὁδοῦ στὸ Αἰγάλεω. Καρέκλες ξύλινες μὲ ξύλινο πάτο κι ἄβολο πατουσακουμπιστῆρι, μαρμάρινα στρογγυλὰ τραπέζια μὲ πάνω τους τοὺς προβλεπόμενους λεκέδες ἀπὸ τὰ πετιμέζια, τσίγκινα τασάκια μὲ τρεῖς θέσεις σιγαρέττων καὶ σβέλτο τραπεζοκόμο - ἀμίλητον ὡστόσο. Περίπτωση παραμονῆς ἄνω τῶν 38 λεπτῶν σὲ κάνει νὰ νομίζῃς ὅτι ὁσονούπω μύτη θὰ σκάσῃ ἀσθμαίνοντας ὁ ἑλληναρᾶς Νῖκος Μπελογιάννης μὲ ἕνα ψωμωμένο σὲ κουβέρτα κρυμμένο ἀντικείμενο ὑπὸ μάλης.
Ἑφτὰ φορὲς τὴν μάζεψα, ἑφτὰ φορὲς τὴν μάζεψα, ἀλλὰ δὲν τὴν συμμάζεψα ἠκούσθη ὁ Μενιδιάτης ἀπὸ ἕνα λαμὲ ζαντῶν καὶ χαμηλωμένο νισσὰν ποὺ περνοῦσε μπροστά μας τὸ ὁποῖον, ὁ ὁδηγός του, τράβηξε τὸ κουρασμένο κατὰ τ’ἄλλα ὕφος τῆς Φαιναρέτης. Ἀγχώθηκα, στράβωσα, μὰ γαμῶ τὸν κάτσο μου, περίοδον οἴστρου διέρχεται τὸ νυμφίδιον καὶ τσιγκλίζεται τόσο ἀπὸ τὸν πᾶσα ἕνα; Ἔβαλα κι ἄλλο τὰ δυνατά μου καὶ συνέχισα:
Ἐὰν Φαιναρέτη μου, δὲν εἶσαι τοῦ γλυκοῦ καὶ σὲ λιγώνει ὁ λουκουμᾶς, κάτι ἐναλλακτικὸ εἶναι νὰ πᾶμε γιὰ μπιλιάρδο. Κι ἂν τὸ μπιλιάρδο σοῦ βγάζει λίγο καγκουριὰ καὶ καφρίλα, τότε δυνάμεθα νὰ πᾶμε γιὰ βελάκια! Σπουδαία πρότασις, ναί. Θὰ πιοῦμε μπύρες, θὰ τσιμπᾶμε τὶς γκαρσόνες, θὰ μιλᾶμε γιὰ ἀθλητικὰ καὶ θὰ κάνουμε διαγωνισμὸ γιὰ τὴν πιὸ θορυβώδη προσπάθεια τοῦ στομάχου νὰ μιλήσῃ.
Τότε μόνον, κάμποση ὥρα μετὰ καὶ γιὰ πρώτη φορὰ κατόπιν τῆς ἀρνήσεώς μου μὲ κύτταξε. Μὲ καταματοκύτταξε καὶ σχημάτισε ἕνα μορφασμόν, ἐντελῶς ὑποκατάστατο τῆς χειρονομίας μὲ σφιχτὴ χούφτα κινούμενη πάνω κάτω. Πόνεσα. Μὰ συνέχισα.
Ἂν ὅλα τὰ παραπάνω, οὐχὶ μόνον παγερὰ ἀδιάφορη σὲ ἀφήνουν ἀλλὰ καὶ μιὰν ἰαχὴ ἀγανακτήσεως σοῦ φέρνουν στὸν λάρυγγα, ἂν εἶσαι ἀπὸ αὐτὲς οἱ ὁποῖες ντρέπονται γιὰ τὴν ζέστα τους καὶ γιὰ τὴν ἀνθρωπιά τους ἐνῷ μιλιούνια ἀξιοπαθούντων, μὴ προνομιούχων, ἀνέργων, δυστύχων οἰκονομικῶν μεταναστῶν δὲν ἔχουν οὔτε σέντσι γιὰ σουσάμι, ἐὰν πέρα ἀπὸ τὰ ντολτσοβίτια, πέρα ἀπὸ τὶς ῥαθύμιες παρέα μὲ φραπόγαλο, πέρα ἀπὸ ἐξόδους καὶ διασκεδάσεις, σὲ ἀπασχολεῖ, Φαιναρετάκι, τρομερὰ ἡ ἀλληλεγγύη μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ἐὰν μὲ μιὰ λέξη ἀρνεῖσαι τὸν τίνι τρόπῳ καλοπερασακισμὸ ὅταν ἄλλοι πένονται, τότε ὑπάρχει καὶ κάτι ἄλλο ποὺ θὰ καλύψῃ κι ἐσέ, τὶς ζόρικες περίπτωσες. Μποροῦμε νὰ ἐπισκεφθοῦμε κάποιο κυριακάτικο (sic) σχολειὸ μεταναστῶν ὅπου θὰ τραγουδᾶμε σολφεζάκια πὼς κανεὶς ἄνθρωπας δὲν εἶναι λαθραῖος καὶ θὰ μανθάνουμε γραικάνικα σὲ ἀφγανοὺς καὶ σομαλοὺς οἰκονομικοὺς μετανάστες (sic) ὥστε νὰ μποροῦν κι αὐτοὶ νὰ μεταδώσουν ὁμογλώσσως τὰ πολύτιμα διαμαντάκια τοῦ πολιτισμοῦ τους στὸν δικό μας τέτοιο. Καὶ στὴν κατακλείδα τῆς σεπτῆς ταύτης ἐκδηλώσεως, στὶς ὄψιονς ἡμῶν, μποροῦμε πρὸς ἀχβὰχ τσιμπλιριρὸμ νὰ τσιμπήσωμε καμιὰ μαυρούλα ἢ μαυροῦκο - ἐξαρτήσει τοῦ ἄρθρου τὸ ὁποῖον χρησιμοποιεῖς ὅταν συστήνεσαι διὰ τοῦ θυροτηλεφώνου στὸν διαχειριστὴ τῆς πολυκατοικίας σου.
Μὰ τί λές, ἄθλιε; Πονοκέφαλο δὲν ἐπεκαλέσθης πρίν; Καὶ μάλιστα αὐτὸς ὁ πονοκέφαλος ἐκτὸς τῶν ἄλλων, σὲ ἔκανε νὰ λησμονήσῃς τὸ σημερινὸ ἰδιαιτεράκι. Κλείνουμε σήμερα ἕναν χρόνο μαζύ, τίποτε δὲν θυμᾶσαι πιά;
Πωπώωω, γι’αὐτὸ καὶ κουβαλοῦσα αὐτὸν τὸν κόμπο ἀπὸ ἐχθές, τήν ἑπέτειον ἔδει νὰ θυμηθῶ! Ποῖος τῆν ἀκούει τὴν κάργια! Ἔχει καὶ τὰ δίκια της τὸ δίχως ἄλλο! Τώρα Εὐάγγελε, σκάσε καὶ ἀπόλαυσε!
Μὰ αὐτὴ μελαγχολικῶς παραιτημένα στάθηκε ἐνώπιόν μου, δὲν συνέχισε τὸ στόλισμα, ἀμίλητη πιά, εἶχαν σωθῇ οἱ γκρίνιες. Ἔψαξε τὰ χέρια μου, κύλησε στὶς παλάμες καὶ μοῦ ἀπίθωσε ῞ένα κουτάκι. Ἔφυγε χωρὶς νὰ πῇ κάτι μὰ ἐγὼ ἄκουσα ξεκάθαρα ἕνα μὴ μὲ ξαναπάρῃς τηλέφωνο, γούρουνε.
Ἔφθασα σέρνοντας τὰ βήματά μου σπίτι. Ὄχι μαμμμμὰ δὲν πεινῶ φώναξα τῇ μητρί μου ἡ ὁποία ἐπὶ 46 ὁλάκερα ἔτη ἐπιμένει νὰ μοῦ φτιάχνῃ φαγητὸν καὶ κλείστηκα στὸ δωμάτιόν μου. Ἔπεσα στὸ κρεββάτι ἔνθα θὰ ἀνελυόμην σὲ δάκρυα ἐφήβου κόρης ἄρτι ἀπωλεσθεισάσης τοῦ πλέον πολυτιμοτέρου ἐφοδίου της. Κι ἔτσι ὅπως προσγειώθην στὸ στρώμα, πετάχθην ἀστραπιαίως, εἶχα κάτσει πάνω στὸ κυτίον, στὴν κωλότσεπη τὸ εἶχα βάλει ὁ τίποτας! Σηκώθηκα, πῆγα στὸ γραφεῖον καὶ ἄρχισα νὰ τὸ ξετυλίγω χάνοντας βαθμηδὸν τὴν διαυγὴν ὁπτικὴν ἐπαφὴν μετ’ αυτοῦ· δάκρυα γὰρ ἐκύλιον εἰς τὰς παρειάς μου. Τὸ ἄνοιξα μὲ τὰ πολλὰ καὶ εἶδα μιὰ πιπούλα ἥστινος τὸ σχέδιον πολλάκις ἀποθέωνα παρουσίᾳ τῆς Φαιναρέτης.
Καὶ τώρα δωράκι τὴν εἶχα ἀλλὰ γιὰ ἑορτὴ μὴ τιμηθεῖσα. Τί κρίμα, ἂχ Φαιναρέτη μου καὶ τί δὲν θὰ ἔδινα νὰ ἴσχυε ξανὰ τὸ κτητικόν!
Ἀλλὰ καθὼς ἠσχολούμην μὲ τὸ νιόφερτο καπνοσυρίγγι, διεπίστωσα ὅτι ἦταν λίγο κλάιν μάιν. Τὸ τένον δὲν ἔχει τὴν παραμικρὰν συνάφειαν μὲ τὸ σάνκ· προφανῶς τσιγκουνεύτηκε ἡ καραβλαχάρα καὶ ἠγόρασε κάτι πολὺ φτενὸ - μωρὲ καλὰ τῆς ἔκανα ποὺ τῆς ἔδωσα σούτ! Θὰ δυσκολευτῶ λίγο νὰ καπνίζω μὲ τὸν φόβον τῆς πτώσεως ἀλλὰ δὲν συνουσιάζεται!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα