Τετάρτη, Οκτωβρίου 05, 2011

Paradigm Shift


Ψεῖρες παρελαύνουν σὲ κάθε διαθέσιμο τετραγωνικό μου ἑκατοστό, εἴτε πέτσινο εἴτε ὑφασμάτινο, ἡ βρώμα ὁσονούπω θὰ ζητήσῃ μερίδιο στὴν διαχείριση τοῦ σβέρκου μου ἕνεκα χρησικτησία καὶ οἱ τεθνεωτίζουσες μυρωδιὲς ἀπωθοῦν λοιπὰ ἔντομα.

Παρὰ ταῦτα εἶμαι χαρούμενος διότι χωρὶς στίξη

Νενικήκαμεν!   κακῶς τὸ κεφαλαῖο μὰ δὲν μεγαλοπρεπίζει τόσο ὅσο τὸ μπάνικο χρησιμοποιηθέν.

Εἶμαι λοιπὸν βρώμικος, κουρασμένος καὶ μόνος. Τὸ λουκάνικο ἀνάμεσα στὰ πόδια καὶ περιμένω. Ἕνα μ’αὐτόματο πιλότο στάγιερ μὲ τσιμπᾷ ἀπὸ τοὺς Μεταξάδες καὶ μὲ ἀφήνει πιὸ κεντρικὰ, κάπου στὸν μόνο ἀρσενικό νομό τῆς χώρας, νὰ ἐπιβιβαστῶ στὸν καρβουνιάρη.

Κι ἐπιβιβάζομαι.

Κάθε φύσημα ἀτμοῦ του συνοδεύει καὶ δικό μου ἀναστεναγμό, ἡ σκέψη τῆς συζύγου μαχητικοῦ κι ἀσυμβιβάστου ργατοπατρὸς νὰ μὲ ὑποδέχῃται στὸ κατώφλι τῆς μικροαστικῆς τους κατοικίας μοῦ ὑγραίνει τὴν βάλανο (ἡ παραφωνία μάλιστα τῆς ἀνατομίας μου μοῦ ἀποτρέπει νὰ σηκωθῶ νὰ πάω στὸ ἐντευκτήριο - πεινάω ὁ κιαρατᾶς) καὶ μοῦ κλείνει τὰ μάτια ἀμολώντας κι ἄλλα σχέδια.

Μιὰ σφιχτὴ ἀγκαλιὰ μὲ χωρὶς ἔγνοιες γιὰ τὶς ματιὲς τῶν γειτόνων, μιὰ πούρα ἀγάπης ἀγκαλιὰ ποὺ δὲν δυσαρεστεῖται ἀπὸ τὴν δυσωδία ἑνὸς ἄρτι ἐπιστρέψαντος μαχητῆ, ἴσως καὶ μιὰ σχεδὸν μητρικὴ ἀγκάλη. Μὲ φιλᾷ κατ’ἀρχὰς στὸ μέτωπο, εὐχαριστῶ ποὺ ἦρθες ποὺ ἔμεινες ζωντανός, μοῦ λέει καὶ χαλιέμαι ποὺ δὲν μὲ νομίζει Στῆβεν Σίγκαλ. Ἡ ἀγκαλιὰ πολλαπλασιάζεται μὲ τὸ ὀκτὼ καὶ εἶμαι ὅλος χαμένος πάνω της, ἐπαναδιατάσσω τὰ σκέλη μου καὶ τῆς χαρτουριάζω πάνω, τὸ δύσκαμπτο ὑδραυλικό μου, δὲν παραλείπω νὰ τῆς τριφτῶ λίγο. Τῆς ἀντιλαμβάνομαι ἕνα στιγμιαῖο ῥῖγος τὸ ὁποῖο προτείνει, δὲν πᾶμε μέσα;

Ἄντε μωρὴ ῥουφιόλα, ποτὲ δὲν θὰ τὄλεγες; 

Σφίγγει τὸ χέρι μου καὶ μὲ τραβᾷ. Μπαίνουμε. Δὲν κλειδώνει. Δὲν βάζει τὸ κλειδὶ ἀπὸ μέσα. Τί ὅμορφα διακοσμημένο τσαρδί, πόσο γουστόζος καὶ μερακλὴς ὁ τίμιος ργατοπατέρας. Βλέπω τοὺς γοφοὺς τοῦ στεφανιοῦ του νὰ τηροῦν ἕνα καλλιεπὲς βῆμα, ἕνα δύο, ἕνα δύο καθὼς κατευθύνεται στὸ λουτρό.

Σβήνει τὸν θερμοσίφωνα, ἀνάβει τὸ φῶς τοῦ καμπινέ, ἀνοίγει τὴν πόρτα του, ἔλα τζιέρι μου, ἔλα νὰ τὸ πλύνῃ ἡ μαμάκα!

Εἶμαι σούζα. Σκέπτομαι τοὺς ἀγάμους μῆνες στὸ μέτωπο καὶ τὰ γράμματά της. Σφυροκοπᾶνε τὰ μηλίγγια μου, οἱ βουβῶνες μου ἀσφυκτιοῦν, ἡ ῥαχοκοκκαλιά μου ἔχει ἱδρώσει, μπορῶ ὅμως καὶ περπατῶ ἔστω λίγο ἀστεῖα. Μπαίνω, φθάνω στὴν μπανιέρα, ἐπὶ τῆς μπανιέρας πάω γιὰ μιὰν τῶν χειρῶν ἀνάταση, μὲ σταματᾷ, ἡ μαμάκα θὰ σὲ γδύσῃ, ἡ μαμάκα θὰ σὲ πλύνῃ, ἡ μαμάκα θὰ σὲ φροντίσῃ. Περίεργο, σκέπτομαι, γιατί δὲν χρησιμοποιεῖ τὴν αἰτιατικὴ τοῦ ἀνδρός της;

Ντρέπομαι μιὰ στάλα καθὼς μὲ γδύνει καὶ βλέπει τὴν ποικιλία τῶν χρωμάτων ποὺ μπορεῖ τὸ ἀνθρώπινο κορμὶ νὰ δημιουργήσῃ καὶ νὰ ἀποτυπώσῃ στὰ βρακιὰ καὶ τὶς φανέλλες μὰ μιὰ ἔνσταση πατριωτικοῦ περιεχομένου μοῦ ματαιώνει τὶς ντροπές, γιὰ σένα πολέμησα μωρὴ ψόφια! Γιὰ σένα καὶ τὸ ἄτρωτο τοῦ μισθουδάκου τοῦ κορώνα στὸ κεφάλι σου, ἀντρός σου! Κι αὐτὴ σοφὰ σκεπτομένη, ὁρμωμένη μάλιστα ἰσχυρᾶς ἀλληλεγγύης ἡ ὁποία δὲν κλείνει μάτια ἀλλὰ μύτη σφραγίζει, σκύβει καὶ χυμᾷ στὸ πορφυροκόκκινο ῥαβδί μου, ἐνστοματώνοντάς το μὴ παραλείποντας φυσικὰ καὶ τὸ σάρκινο σακὶ μὲ τὰ καλαμπαλίκια μου. Τί δύναμις ἡ γλῶττα!

Δὲν κάνει ἱδρωμένοι νὰ μπαίνουμε γιὰ μπάνιο, γνωματεύει καὶ ἀργὰ μὲ ἕναν ζηλευτὰ τέλειο ῥυθμὸ γλείφει στεγνώνοντας τὸν ἐλαφρῶς δεξιὰ κλινάμενο ἱστό μου.

Κι ἐγὼ εἶμαι πολὺ γρήγορος, τρεῖς μόνον μπουκιές της στὴν κοκόνα μου μοῦ ἀπαλείφουν μῆνες ἀποχῆς καὶ μοῦ ξαναθυμᾶνε τὸ ἄθλημα τελειώνοντάς με. Ἢ μήπως ἄγχος μὲ ἔχει κυριεύσει, καθ’ὅσον κοντεύει μεσημέρι καὶ ὅπου νἆναι θὰ ἐπιστρέψῃ ὁ κύριος σύζυγος; Σηκώνεται, καθαρίζει τὸν λαιμό της ἀπὸ τὰ νιόφερτα ὑγρὰ καὶ μὲ ἕνα πειραχτικὸ γελάκι ἄιντε μπές. Ντριμπλάρω τὴν ῥάχη τῆς μπανιέρας καὶ περιμένω τὸν ὑετό.

Ὄχι πιὰ δάκρυα κι ἂς ἀρχίζη πάλι νὰ δακρύζῃ ἡ οὐρήθρα μου. Εἶναι ἔξω καὶ μοῦ ξεβγάζει τὸ κεφάλι. Μὲ ἀφρολουτρίζει μὲ κάτι περίεργα σομὸν παχύρευστα ὑγρὰ (πόσο ζηλιάρες οἱ γυναῖκες!) ἀλλὰ παίρνει μηδὲν στὰ οἰκοκυρικά. Διότι παραμελεῖ κάθε ἄλλο μέρους τοῦ ταλαιπωρημένου μου κορμιοῦ γιὰ χάριν ἑνὸς ἄλλου τὸ ὁποῖο ἐνθαρρυμένο αὐτῆς τῆς εὐνοησιᾶς, ξανασηκώνει κεφάλι. Δὲν μὲ πλένει πιά, δοκιμάζει τὶς ἀντοχὲς τῆς πόσθης μου μὲ συνεχεῖς ἀνακαταράξεις καὶ τὶς ἀντίστοιχες τῆς ἐλαστικότητας τοῦ ὀσχέου. Δὲν θέλω πολύ, ξανατελειώνω ἄμεσα, φὰκ τὸ περίμενα ἀλλιώτικα τὴν φορὰ αὐτή, πιὸ ὁριζόντια, πιὸ διευσδυτικά, στὸ κρεββάτι της τὸ συζυγικό, νὰ λερώσω τὸ σεντόνι μὲ τὸ ὁποῖο θὰ σκεπαστῇ τὸ βράδυ ὁ μαγκάκος ργατοπατήρ. Οὕτινος ἡ σύζυγος δὲν στενοχωριέται μὲ τὶς βιασύνες μου, ἔχει δεῖ πολὺ οἱ ἄνεμοι τοῦ πολέμου καὶ ἀνθίζεται κάργα τὶς ψυχολογίες στρατευμένων. Βγάζει τὴν μπλούζα της, μένει μὲ τὸ σουτιὲν καὶ καταθέτω μιὰ τρίτη ἐπιβράβευση χωρὶς νὰ συνεισφερθῇ κάποιο χεράκι, ἂχ τί μπαλκόνια εἶναι τοῦτα μάνα μου, τί βυζοχαράδρα, σὲ θέλω πολύ. Ἀλαφρύνεται καὶ τῶν κάτω φορτίων της καὶ ἀφοῦ μὲ φωτογραφίζει μὲ ἕνα τριχερὸ καὶ μᾶλλον τυχερὸ αἰδοῖο ἔρχεται κι αὐτὴν στὴν μπανιέρα.

Πολὺ πρόστυχα, πολὺ ἀγροῖκα, πολὺ βησιγότθεια μπαίνω μέσα της, ἀφοῦ πρῶτα μοῖρες 180 τὴν ἀποστρέφω ἀπὸ τὸ μαῦρο προσώπατό μου καὶ τὶς αὐτῷ γελοῖες ἕνεκα ἡ ὀχεία, ἔκφρασες. Αὐτὴ μαζεύει τὸ σῶμα της, τὸ διπλώνει, τὸ προσφέρει. Κυλίομαι εὔκολα στὸ παραδοθέν της κατσουλάκι καὶ γιὰ λόγους καθαρὰ προστασίας τῆς σωματικῆς μου ἀκεραιότητας, γλυστερὰ γὰρ πορσελάνη χάμου, τῆς γραπώνω τὰ μαστάρια. Ὤ λαλά, πολὺ γαμῶ, εἶναι ὅλα ὑπέροχα, ἂν μοῦ φτιάξῃ καὶ μουσακὰ μετὰ θὰ τὸ σημειώσω καὶ στὸ ἡμερολόγιό μου, ἄσε ποὺ πρέπει νὰ χύσω καὶ τὴν κρεββατοκάμαρά τους, δὲν ξέρω, νὰ τῆς τὸ πῶ ἢ θὰ μὲ παραξηγήσῃ; Τί νὰ παρεξ ἄααααααιχχχχχ, ὤωωωωωωωω!

Μὰ τί πιὰ μὲ κάνει καὶ τελειώνω ἔτσι γρήγορα; Γαμῶ τὸν κάτσο μου! Λὲς καὶ κάποια μαινάδα μὲ μούτζωσε, λὲς καὶ ἡ Ἑστία χαλιέται ποὺ τοῦ γαμῶ τὴν γυναίκα, μὰ κι αὐτὸς σὰν πολὺ δὲν ἄργησε; Μόνον μιὰν ἔκτακτον συνέλευσιν εἶχε σήμερα, μόνον. Ἴσως μιὰ φοβία γιὰ ξαφνικὸ ἐδῶ ἀρριβάρισμά του νὰ μὲ κάνῃ νὰ τελεύω ἄμεσα. Ἴσως.

Τέλεψε ἡ σκέψη καὶ ἔτσι ποὺ ἔβγαλα τὸν ἕσχατο στεντόρειο ἀναστεναγμὸ γιὰ τὸ μεγαλοπρεπὲς χύσιμο, μὲ μιὰ κρυάδα ἀπὸ τὸ νερὸ στὰ πόδια, ἐξῆλθον τῆς μπανιέρας καὶ ἦλθα ἐνώπιόν του. Εἶχε γυρίσει, εἶχε ἔλθει, εἶχε στὸ μπάνιο μπεῖ ἀθόρυβα. Καθόταν πάνω στὸν κάδο τῶν ἀπλύτων μὲ ἕνα παρθένο τσιγάρο στὸ στόμα, τὴν τσουτσού του στὰ χέρια καὶ μᾶς κύτταζε. Μᾶς κύτταζε μὲ ἥσυχο βλέμμα, ἤρεμη ματιά, σχεδὸν διάθεση εὐχαριστίας.

Πήδηξε στὸ ἀμίλητα πάτωμα ἀπὸ ἀμίλητα τὸν κουβὰ ἀμίλητα μὲ τὰ λερὰ ἀμίλητα καὶ βγαίνοντας ἀμίλητα τοῦ μπάνιου, εἶπε:

Μὲ μελιτζάνα ὁ μουσακάς, δὲν ἀκούω τίποτε!


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats