Sina ira et studio
Ἦταν ὅμορφη ~ σὰν δόντι τερηδονισμένο, ἑλκυστικὴ σὰν μυρωδιὰ μούχλας καὶ ποθητὴ σὰν τσιρλιπιπί· μὰ ἐν τάξει, μὲ ἰδιόκτητον νεότευκτον οἰκίαν (καὶ δίπατον οἷαν) στὴν Γλυφάδα ἀλλὰ καὶ ἐργασίαν δική της, πιχείρα δηλαδής, μὲ φισταμένους καὶ go do this, go do that, ποὺ ἔλεγε κι ὁ Μπόρατ, μιὰ χαρὰ ἦταν!
Ἦτο ἐπίσης γλυκομίλητος, λίαν γλυκομίλητος λέγω· σὰν ἐπιλοχίας στὰ στρατά, στοῦ Πάγκαλου τὰ χρόνια. Στὶς ἀρχὲς ποὺ τὴν ἔβλεπα νὰ μιλᾷ τοιουτοτρόπως στὸν γκόμενό της, εἶχα κλάσει στὸ γέλιο, τί πλάκα ποὺ ἔχει ἡ Δακρούλα, μὰ πῶς τὰ λέει μωρέ, μπὰ σὲ καλό της ἀσοῦμε… Εἶχα ὅμως λαθέψει. Λίγο οἱ ὁλονὲν πυκνούμενες πισκέψεις στὸ σπιτάκι της, λίγο τὸ ἐξ αὐτῶν ξεθάρρεμα, τῆς ἔβγαινε πιὸ εὔκολα ἐκεῖνο τὸ ὕφος ποὺ δὲν ἦταν ἁπλῶς δόντι τερηδονισμένο, ἦταν ὄζον βέγκε τέτοιο μὲ πασπαλισμένο λίγο αἷμα, ἄρτι ὑπὸ ὀδοντιάτρου ἐξαχθέν.
Μπορεῖ κάπως ἔτσι νὰ δίνω νὰ καταληφθῇ, ὅτι βαθμηδὸν τῆς ἀντελήφθην τὸ εὔχαρον, ἀλλὰ κατὰ πὼς λὲν οἱ ἀρχαῖοι ἡμῶν προγόνοι, ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα – μιὰ τέτοια λοξὴ κατάσταση δὲν χρειάζεται καιρὸς καὶ πλῆθος περιστατικῶν γιὰ νὰ τὴν ἀνθιστῇς.
Ἤμανε, ἤμεθα κάπου σὲ μέρος πανίδος κενταυρικῆς, διακοπὲς ἦσαν καὶ γύρω γύρω ταξιδάκι, κάποιο μάλιστα ξενοδοχεῖο καὶ ὥρα ποὺ ὅσο κι ἂν καταπνίγῃς τὰ γινάτια τοῦ παχέος ἐντέρου ἕνεκα φρέσκια γκόμενα, δὲν γινόταν. Μόλις εἶχα χέσει λοιπὸν κι ἔνιπτα τὰς χεῖράς μου, ὁ νιπτῆρι ῥόχθος δὲν ἦταν καὶ τόσο φασαριόζος, ἤκουα τὰ στὸ ἄλλο δωμάτιον εἰπωνόμενα τηλεφώνῳ (ἢ μήπως λόγῳ τοῦ ποιοῦ τῆς ἐκεῖ τύπισσας, ὑπονόμου_νομενα;) Μὲ σκούπισα σὲ μιὰ βελουτὲ πετσέτα (τὴν ὁποίαν ὁ χέστης δὲν εἶχα κλέψει κατὰ τὸ τσὲκ ἄουτ) καὶ ἐξῆλθον. Πῆγα καὶ ξάπλωσα δίπλα της, ἦταν στὸ κρεββάτι καὶ ὡμίλει ἡ μοιραζομένη τῶν ἐξόδων τοῦ χοτέλ, στὸ τηλέφωνο μὲ τὴν Δακρούλα.
Καὶ ναὶ Δακρούλα μου, εἶναι ὑπέροχα ἐδῶ καὶ τί ὡραῖα καὶ πόσο μὲ ἀρέζουν τὰ πάντα καὶ κομμάτι ἀπὸ κάτι ἀκόμα τῶν πάντων καὶ ναὶ ἀρέζουν καὶ σ’αὐτόν. Ναὶ ναὶ ναί!
Εἶχα ξαπλώσει δίπλα της λοιπὸν καὶ τὴν κυττοῦσα στὰ χείλη, τί ὅμορφη ποὺ ἦτο, τί ὀφθαλμοί, τί ὀφρύες, τί ῥινούλα (ποὺ ὁ λόγος λέγει) τί χείλη, τί στόμα~~~~στοματάκι, ἂχ ἄλλες γκοῦτ, πόσα γοῦστα ἔβγαζα μὲ οἵον αἰδοῖον, αἰδοῖον κλινῆρες παρ’ἐμοῦ! Καὶ αἰσθανόμην τὰ πάντα της τόσο γνώριμα μὲ μιὰ ἀνεκλάλητη τάσι κτητισμοῦ, καρφωμένος στὸ παλλόμενο, φθόγγους ἐκφερόμενο στόμα της – ὅταν σοῦ ἔχει καταπιῇ μάλιστα τὰ τσόκια ἀπὸ τὴν πρώτην κιόλας πεολειχία οὐχὶ ἀδίκως τὸ οἰκεῖον. Τῆς ἔπιασα καὶ τὸ χέρι ἀποσπώντας ἕνα βλέμμα της, μιὰ λοξοματιά της στὴν ὁποίαν χαμογέλασα, χαμόγελο νωπερωτευμένου, σορόπια πρώτης! Χαμογέλασε κι αὐτή· μοῦ ἔστειλε μάλιστα κι ἕνα ἐξουθενώσεις ὑποσχόμενο φιλάκι, ἀλλὰ ἐστράφη πάλι στὸ τηλέφωνο, πιὸ ἐπισταμένως καὶ σύνοφρις αὐτὴν τὴν φορά.
Τί λὲς Δακρούλα μου; Τί πῶς; Ἔλα, μὲ κοροϊδεύεις, χιχιχί, ἄιντε, κόψε πιά! Σταμάτα τὰ χωρατά, τί λὲς καλέ; Τί πῶς τὸν λένε; Καλέ; Μὲ δουλεύεις;
Ὄχι ἡ Δακρούλα δὲν τὴν δούλευε. Ὅπως ἔμαθα στὰ κατόπια, ἁπλῶς τὴν ῥωτοῦσε τὸ ὄνομά μου. Ντάξ, δὲν εἴχαμε καὶ δεκαετίες σχέση ἀλλὰ δὲν ἦμην χθεσινὸ ἔπαθλο, ἦταν κάποιες βδομάδες, κοντὰ δυὸ μῆνες (μωρὲ μήπως τρεῖς; Πιθανὸν καὶ τέσσαρες) ποὺ ἔσχον βάσανο στὴν καμπούρα μου, φυσικὰ ἀρχῆς ἐξ’ἐξαρχῆς εἶχα πᾶσι συστηθῇ. Παρὰ ταῦτα δὲν θυμόταν τὸ ὀνοματάκι μου. Καὶ πάλι ντάξ, μπορεῖς νὰ πῇς ὅτι λαχαίνουν τέτοια, δὲν εἶναι καὶ ὅλοι οἱ αθρῶποι τέρατα μνημονικοῦ, ἀλλὰ ὅταν ἡ συνκρέββατή μου τῆς ἀπεκάλυψε πῶς μὲ φωνάζουν, ἡ ἄλλη παρέμενε εἰσέτι μέσα στὰ ἄει μωρή πές μου ἐπιτέλους πῶς τὸν λένε... Καὶ ξανὰ μανὰ ντάξ, πὲς πὼς δὲν θυμᾶσαι τὸ ὄνομα κάποιου, σοῦ διαφεύγει, ἄθρωπας εἶσαι μωρέ, σεβαστόν. Ἀλλὰ ὅταν στὸ λένε, σοῦ φωτίζουν ὅ,τι δὲν θυμόσουν, πόσο χάλιας μπορεῖ νὰ εἶσαι γιὰ νὰ ἐξακολουθῇς ἐπίμονα νὰ ζητᾷς πὲ τὸ ὄνομα μαρή! Θυμηθῇτε τοὺς ἑαυτούς σας (sic) ὅταν δὲν μποροῦσατε νὰ ἀνακαλέσετε κάτι (μωρὲ κάτω ἀπὸ τὴν γλῶττα μου τὄχω!) καὶ ἕνας δίπλα σας σᾶς τὸ ὑπενθύμιζε, τί καὶ πόσο ἀνακουφιστικὸ (συναίσθημα) σᾶς καθόταν! Καὶ ὅ,τι μέχρι πρότινος ἄγνωστο τώρα γνωστὸ καὶ πώπω τὄχω χάσει ποὺ δὲν θυμόμουν τό... Ἒ κάτι τέτοιο μὲ τὴν Δακρούλα νάδα! Ἄλλα ’ντ’ ἄλλα τῆς Παρασκευῆς τὸ γάλα καὶ σιγὰ μὴν τὴν ἐμπιστευθεῖς νὰ στὸ ζεστάνῃ λίγο – στάχτη καὶ μπούρμπερη ὁλάκερο τὸ σπίτι!
Δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ κάνει τέτοια, μοῦ ἀφηγιότανε μετὰ ἡ φίλη τῆς Δακρούλας, ἀφοῦ νὰ φανταστῇς τὰ προσκλητήρια τῆς Θεοδοσίας αὐτὴ εἶχε τυπώσει, τὸ μυστήριο, θέμα μας καὶ κουβέντα καιρὸ πολὺ πρὶν νὰ γίνῃ, τρεῖς ἐπίσης ἡμέρες πρό, κάναμε κι ἐκεῖνο τὸ οὕτως εἰπεῖν μπάτσελορ, ἀλλὰ ἐν τέλει, εἶχε ξεχάσει νὰ ἔλθῃ στὸν γάμο. Ὅταν εἴδαμε κι ἀποείδαμε μὲ τὴν καθυστέρηση, τῆς τηλεφωνήσαμε, ποῦ εἶσαι μωρή; ἦταν στὸ Ἀλεποχώρι γιὰ σουκοῦ, τὴν εἴχομεν πετύχει πάνω στὴν τρίτη μετὰ τοῦ καλοῦ της πυτζαμάτη μπιρίμπα, ἆρον ἆρον ἦλθε!
Ὅτι νἆναι ποὺ λένε νιόφαντοι φιλόσοφοι, ἀπολαυστικότατο φυσικά. Ἀπὸ ἕνα σημεῖο καὶ μετά, τὴν λόγιζα θησαυρό, ἄλλοι πλερώνουν ἐννέα εὐρὼ σὲ μούλτι σινεμάδες, γὼ τὴν εἶχα τζάμπα μερικὰ βράδια σαββάτων. Καθόμανε σὲ μιὰν ἄκρη στὸ σαλόνι της, προσεκτικὰ καὶ συνεσταλμένα ἵνα μὴ μὲ τὴν ἀνάσα μου (ἀλλὰ καὶ τὸ τσουνάμι ἀνέμου ποὺ προκαλεῖ ἕνα κάθε δέκα δευτερόλεπτα, παλλόμενον βλέφαρον) φθείρω τὸ ἀκριβὸ τραπεζάκι ὅπερ οὕτως ἢ ἄλλως εἶχε καλυφθῇ μὲ μιὰ κουρελοῦ καὶ μάζωχνα ὡσὰν καλύμνιος βουτηχτὴς τὰ στὸν βυθὸ ποὺ ἦταν κρυμμένα της.
Καὶ γιατί πᾷς καθημερινῶς ἀπὸ τόσο νωρὶς Δακρούλα στὴν δουλειά;
Τὸ εἶχα κι αὐτὸ ἀκούσει ἀπὸ τὴν φίλη της ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ ὅρια στὴν ἀλλοκοτιά, δὲν ἐδυνάμην νὰ τὸ πιστεύσω κι ἔτσι τὸ εἶχα θίξει ἕνα βράδυ ἐκεῖ.
Μὰ ἔχει βρὲ περίεργε (οὕτως μὲ εἶχε ἀποκαλέσει) πολλὴ κίνηση τὸ ἄστυ, ποῦ νὰ σταθμεύσῃς ἂν κινήσῃς ὥρα κανονικιά, δὲν θὰ βρίσκαμε!
Κι ἔτσι, ἄτιμος κίνησις! ἡ Δακρούλα, ξυπνοῦσε στὶς τρεῖς τὰ ξημερώματα καθημερινῶς, ἔπαιρνε τὴν τουαλέττα της κι ὅλα τὰ προβλεπόμενα ποὺ ξηγιοῦνται οἱ μουζίκοι καὶ πάγαινε γιὰ τὴν δουλειά της. Ἐκεῖ, ὥρα νὰ ποῦμε τρεὶς καὶ μισή; κάπου τόσο τέλος πάντων, ἀφοῦ ἔφτανε στὸ μαγαζί, τὴν ξαναέπεφτε μεγαλόπρεπα ἀλλὰ καὶ ὀλίγον σταχανοβικὰ ὥστε καὶ πάλι νὰ ἐγερθῇ στὶς ἐννέα παρὰ καὶ νὰ διαθέσῃ ἑαυτὸν καὶ ὑπηρεσίας στοὺς πελάτας.
Θάμβος ἀγλαόν, ὢ Θεοί, ὢ ἄνθρωπε, ἰκανὲ γιὰ τὸν ἀφρὸ μὰ καὶ γιὰ τὴν μούργα! Ἄλλο νὰ τὸ ἀκοῦς ἀπὸ κάποιον τρίτον κι ἄλλο ἀπὸ τὸν ἴδιο, τὸν διαπράξαντα μιὰν τέτοια σοφία, τὸν διαθέτοντα τοσούτη ἀγχίνοια, τὴν ὁποίαν ἂν ἀκολουθούσαμε ὅλοι οἱ κατοῖκοι τῆς ταλαιπώρου πόλεως ταύτης, πολλὰ θὰ ἤντουσταν πολλὰ καλλίτερα. Δὲν μὲ θυμᾶμαι πάντως ἀκριβῶς στὴν ἐκφορὰ τοῦ ἐσχάτου φθόγγου τῆς τελευταίας λέξεως αὐτῆς τῆς ξήγας, νὰ ξεσπάω σὲ ἔνδακρεις φωναχτεροτάτους γέλωτας καὶ νὰ χτυπῶ τὰ γόνατά μου – γιατί ἄραγε; Δὲν νομίζω νὰ μὲ συνεκράτουν οἱ ἄγραφοι τῆς φιλοξενίας νόμοι, ἴσως νὰ σεβόμην αὐτὴν τὴν λόξα μὲ τὸν σκεπτικισμὸ ποὺ ἐπιφυλλάσουμε ἐνώπιον νεωτερισμοῦ τινός ὅστις κατ’ ἀρχὰς πάντοτε παραξενεύει τοὺς ἄλλους ἀλλὰ ὅταν γίνεται κανὼν, τὸν ἀποδεχόμεθα καὶ παραδεχόμεθα καὶ κραυγάζομεν: μέγας εἷ ῥὲ μάγκα!
Τὰ Σαββάτῳ οἴκοι της μπιενάλε ἔσχον ποικιλία. Συνεζητούσαμε περὶ τῶν πολιτιστικῶνε, συνεφωνούσαμε γιὰ βόλτες στὶς λυρικές, σὲ μουσεῖα, κριτικαρίζαμε βιβλία, παράστασες... Τὴν ἄκουα κυρίως· καθ’ὅσον δὲν διέθετον τὴν ποιοτικὴν αὐτῆς στάθμην καὶ παρενέβαινα μόνον ὅταν ἔκρινα σκόπιμον ἵνα μὴ χαρακτηρισθῶ ἐν τέλει ἀκαλλιέργητος ἀγροῖκος - πετιόμανε μὲ ὅσα θυμόμουν ἀπὸ μιὰν ἐν τάχει ἀνάγνωσιν τοῦ ἀθηνοράματος. Σὲ αὐτὸ τὸ τέμπο, πιστοτάτη στὴν ἀπαρέγκλιτη τήρηση τοῦ εὖ, συνιστοῦσε (κράξε με: ὑπεχρέωνε) τὸν ἀγαπημένο της ὅπως ἀποκηρύξῃ μετὰ βδελυγμίας παρακολούθηση μέινστρημ ταινιακίων καὶ νὰ τὸ γυρίσῃ σὲ Μακαβέγιεφ, Ἀγγελόπουλα καὶ τὸν ἄλλον μὲ τὴν σκουλαρικάτη σκατόφατσα. Συνιστοῦσε. Μὲ τὸ γλυκὺ ὕφος δεσμοφύλακος σὲ γκούλαγκ, προτάσσοντας γνώση, ἐπαϊοντισμὸ καὶ ἕναν πατερναλισμὸ ποὺ δὲν σήκωνε ἀντίρρησες. Κι ὅλα τοῦτα χωρὶς τὸν βραχνὰ τῶν 9 εὐρώ! Χώρια καὶ τὰ παρελκόμενα - ἒ ἕνα ποπκορνάκι καὶ μιὰ γκαζόζα δὲν θὰ τὴν ἔπαιρνες;
Τὴν θυμήθηκα οὐχὶ γὼ μὰ μιὰ ὑπενθύμισις στὸ κινητό μου. Ἓν ἔτος ἔλεγε. Ἦταν τότε ποὺ ἐγγράφως παρότρυνε τὴν φίλη της νὰ στέῃ μακρὰν τοῦ τοῦ τοῦ τοῦ τοῦ τοῦ τοῦ ἂχ πῶς τὸν εἴπαμε μωρέ;
Στέει μακρὰν διότι γιοῦ νέβερ νόου, εἶναι παράξενος καὶ περίεργος ὁ ἐγὼ (ἐγὼ ντέ! Ὁ ποὺ γράφω) δὲν ξὲς τί μπορεῖ νὰ σὲ κάνῃ, ξές; Καὶ τὰ ὑπεστήριζε αὐτὰ ἡ Δακρούλα, ἥτις ἐτήρει ἐπαφὴν μὲ ἕναν κάποιον ἀπὸ τὸ παρελθόν της οὕτινος τὸ ποιὸν εὐκόλως μπορεῖ νὰ γίνῃ ἀντιληπτὸ ἀπὸ τὸ ὅτι καίτοι ἐκ τῆς κάαααποτε βιομηχανικῆς περιοχῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Ῥέντη συστηνόταν ὡς κόμης ἐκ Καστέλλας – κόμης μὲν δανεικὰ ζητὼν δέ... Τίς οἶδε, ἴσως ἔκτοτε νὰ εἶχε κρίση τὸ ταριφεπάγγελμα... Ἂχ Δακρούλα, ἀδιαλείπτως ἀλλὰ καὶ ἐσαεὶ σχεδὸν δελφινάριος ἐπιθεώρησις! Ἓν ἔτος μετὰ καὶ ἐκεῖνοι της οἱ φόβοι πόσο ἀληθεῖς βγῆκαν! Μιὰ τούρτα στὸ προσωπάκι της, 365 δράμια κρέμας πατισερὶ κι ἂς τῆς ἐξέχῃ ἡ ῥίνα...
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα