ποῦλος
Τὸ 1965, μαθητὴς Γυμνασίου, στὶς καλογριὲς μάλιστα, συμμετεῖχα σὲ ἕνα πρωτοποριακὸ γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐγχείρημα. Στὰ πλαίσια ἐπαφῆς μὲ χῶρες διαφορετικῆς κουλτούρας, ἄρχισε μιὰ ἀνταλλαγὴ μαθητῶν μεταξὺ εὐρωπαϊκῶν σχολείων. Γιὰ λόγους ποὺ δὲν εἶναι τῆς παρούσης, τὸ δικό μου ἐπελέγη νὰ διασκελίσει τὸν ἁτλαντικὸ καὶ νὰ ἀρριβάρει στὸν Νέο Κόσμο - ὄχι στὸ Κουκάκι καλέ, στὶς ΗΠΑ! Ἐκεῖ, κάπου στὸ Τέξας, γιὰ 15 ἰούλιες μέρες θὰ φιλοξενούμαστε σὲ μιὰν κώμη γιομάτη ρέντνεκς.
Γεμάτος λαχτάρα κι ἀνυπομονησία ἐτοιμαζόμουν ἀρκετὲς μέρες πρὶν τὴν ἀναχώρηση καὶ ἕνα ἀξημέρωτο πρωί, λαβὼν τὴν εὐχὴ καὶ εβδομῆντα ὀκάδες συμβουλῶν ἀπὸ τοὺς γονεῖς, ἔφυγα γιὰ τὸ ἀεροδρόμιο μὲ τὸν αὐτοκινητοῦχο πατέρα ἑνὸς ἀχώνευτου κατὰ τ’ἄλλα συμμαθητῆ.
Γεμάτος λαχτάρα κι ἀνυπομονησία ἐτοιμαζόμουν ἀρκετὲς μέρες πρὶν τὴν ἀναχώρηση καὶ ἕνα ἀξημέρωτο πρωί, λαβὼν τὴν εὐχὴ καὶ εβδομῆντα ὀκάδες συμβουλῶν ἀπὸ τοὺς γονεῖς, ἔφυγα γιὰ τὸ ἀεροδρόμιο μὲ τὸν αὐτοκινητοῦχο πατέρα ἑνὸς ἀχώνευτου κατὰ τ’ἄλλα συμμαθητῆ.
Δὲν εἶχα ξαναυπάρξει ταξιδευτὴς στὸν ἀέρα, τὸ περιβάλλον στὸ ἀεροδρόμιο μοῦ ἔκανε πολὺ ἐπίσημο, μόνον ἀπὸ λιγοστὲς ταινίες ποὺ εἶχα δεῖ, εἶχα παραστάσεις. Μὰ δὲν ἔνοιωσα καθόλου ἄβολα. Γρήγορα ἀποσπάστηκα ἀπὸ τὰ πηγαδάκια τῶν φωνασκούντων συμμαθητῶν μὰ καὶ ἀπὸ τοὺς γκρὶ συνοδοὺς καὶ ἄρχισα νὰ γυρνοβολῶ. Υἱοθέτησα μάλιστα καὶ ἕνα ὕφος πολὺ περὶ πολλοῦ, σκέτο Φιλέας Φόγκ νὰ ποῦμε καὶ χωνόμουν στὰ πέριξ, ἄχ! πόσο συμπαθητικὸ μειράκιο θὰ φαινόμουν μὲ αὐτὴν τὴν τί κάνετε ἐσεῖς ἐδῶ; ἔκφραση ποὔχα!
Οἱ ἀδελφοὶ Ράιτ ἦταν δεξιόχειρες; Καρφωτὲς πετάει τὶς ταχύτητες στὴν ἀπογείωση, ὁ κυβερνήτης; Ὁ Κλὰρκ Κὲντ ποῦ ἔκρυβε τὸ πηδάλιο ὅταν ἀρχινοῦσε τὸ βίρααα; Ἡ ἄνωση; Ποτὲ δὲν μπερδεύεται στὸν πολλαπλασιασμό; Σερβίρουν ἄραγε φαγητό, θὰ ἔχει καὶ γλυκάκι; Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐξόχως βαρυσήμαντα μὲ ἀπασχολοῦσαν καθὼς μασουλοῦσα ἕνα κουλούρι περιμένοντας νὰ ἀκούσω ἀπὸ τὰ μεγάφωνα, μία ὅλο σιρόπι φωνὴ ποὺ ἤξερε τὰ πάντα γιὰ τὴν πτήση μας. Ἡ βόλτα μὲ ἔστειλε κι ἔξω, στὸ μελλισολόι αὐτοκινήτων κι ὁδοιπόρων, πουθενὰ φουστάνι, πουθενὰ μαντήλι, ὅλοι μοναχικά. Δὲν ἄφησα πάντως νὰ μὲ κυριεύσει μελαγχολία, ταξίδευα σὲ πολὺ λίγο, θὰ πάγαινα Ἀμέρικα! Κοίταξα ἕνα ψηλὰ ρολόι, τίναξα κάποια σουσάμια ἀπὸ τὸ πουκάμισο, ξανακοίταξα τὸ ρολόι καὶ σουσάμι ἄνοιξε ἔσπρωξα τὴν πόρτα μπαίνοντας μέσα.
Δὲν πρόλαβα νὰ καλοκοιτάξω γύρω νὰ δῶ ποῦ ἡ διμοιρία τῶν ὁμοταξιδευτῶν καὶ γρήγορα νὰ χωθῶ ἀνάμεσά τους πάλι. Μυρωδιὰ ἄκουα βέλβα μεταλλάχθηκε σὲ χέρι βησιγοτθικὸ ποὺ εἶχε προηγούμενα μὲ τὰ αὐτιά μου, ρὲ τί γίνεται ἐδῶ; γύρισα ἀπότομα πίσω καὶ εἶδα τὸν δάσκαλό μου νὰ μὲ ἔχει τσακώσει ποῦ γυρνᾷς ρέ, φάγαμε τὸν κόσμο, θέλεις νὰ σὲ γυρίσω στὸν πατέρα σου; Ὄχι δὲν ἤθελα κι ἀδιαμαρτύρητα δέχθηκα τὸν διασυρμό μου σὲ ὅλη τὴν ὁμήγυρη ἀφικνουμένων, ἀναχωρητῶν, κυλικιαρχῶν, ὑπαλλήλων καὶ ὅποια ἄλλη συνομοταξία συναντᾶται στὰ ἀεροδρόμια. Καρότσακι μὲ πῆγε μέχρι τὸ γκισὲ ὁ κύριος Καραχάλιος, μιὰ εὐγενὴς φυσιογνωμία δασκάλου μὲ πεσταλοτσικὲς παιδαγωγικὲς μεθόδους, γιομάτες σάλια ποὺ ἀνακατεύονταν μὲ τὶς πρὸς ἐμένα ἀπειλές.
Ἤμουν νὰ μὲ κλαῖς, γέλια ἀκούγονταν πανταχόθεν, μὰ πονοῦσαν περισσότερο κι ἀπὸ τὶς δαγκάνες στὰ αὐτιά, κάποια χάχανα συμμαθητριῶν, ἄχ, δὲν ξεκινοῦσε καλὰ ἡ ἐκδρομούλα! Ἡ καταρρακωμένη αὐτοπεποίθησή μου ἐλαφρῶς ἔγιανε ἀπὸ τὸ μεγαλόπρεπο καί χουβαρδάδικο χαμόγελο τῆς ὑπαλλήλου στό γκισέ, ἦταν ἀκριβῶς τὴν στιγμὴ τῆς ἀπελευθέρωσης παρέα μὲ κάποιες ἀποφωνήσεις τοῦ κυρίου Καραχάλιου. Μὰ δὲν ἄκουγα τίποτε, ὄχι ἐπειδὴ τὸ αὐτὶ βούιζε σὰν τὶς ἔξω τουρμπίνες ἀλλὰ ἐπειδὴ ταξίδευα σὲ πολὺ λίγο, θὰ πάγαινα Ἀμέρικα!
Μᾶς ἔλεγξαν τὰ διαβατήρια, ἀκούσαμε πάλι νουθεσίες σχεδὸν δεσμοφυλικὲς καὶ ἀνεβήκαμε στὸ σκάφος. Ὡραῖα ποὺ ἦταν! Τόσο ὅμορφα ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ βρῶ κάποια τῆς προκοπῆς παρομοίωση νὰ τὴν πῶ σὲ μία πολλὰ ὑποσχομένη συμμαθήτρια - μὲ ἀνοιχτὸ στόμα τί μπορεῖς νὰ πεῖς στὸν μπροστινό σου ἄλλωστε; Ἄσε ποὺ ὁ κάθε πίσω σκόνταφτε στὸν μπροστὰ ἀφοῦ κοιτοῦσε ὁπουδήποτε παρὰ μπροστά του. Κάθισα στὴν μπλὲ βελουτὲ θέση, μὲ σφραγισμένο στόμα ποὺ δηλητήριο ἔνιωθε τὸ σάλιο καὶ τὴν παλάμη μου στὸ μάγουλο· προσπαθοῦσα νὰ κρατήσω τὶς ἀνάσες σὲ φυσιολογικὲς συχνότητες.
«Πρώτη φορά πετᾷς μικρέ;»
Ἕνα τέλειο βάλσαμο στὰ πρὶν δασκαλικὰ χάδια, ἡ χαμογέλεια ἐρώτηση μιᾶς μελαχροινότατης σὲ στολὴ κυρίας ποὺ κάποιο ρόλο ἔπαιζε ἐκεῖ καθόσον διέθετε μιὰν ἀνεξήγητη οἰκειότητα μὲ τὸν χῶρο· μωρὲ μπράβο, βάλανε καὶ γυναῖκες ὁδηγούς; Πιὸ μετὰ ἔμαθα (ναί, ἀπὸ τὸν κύριο Καραχάλιο ποὺ τὴν εἶχε πολὺ στὸν τσίριμιρι) πὼς δὲν ἤτανε ὁδηγός, γκαρσόνα ἦταν καὶ νοσοκόμα - ἂν εἶχες πρόβλημα μὲ τὴν πτήση. Μὲ μιὰ λέξη, μεγαλεῖα! Ὄχι μόνον λόγῳ τῆς πολυτέλειας μὰ κυρίως ἐπειδὴ ταξίδευα σὲ πολὺ λίγο, θὰ πάγαινα Ἀμέρικα!
Πέταγα στὰ σύννεφα!
Ἔτσι ποὺ λές, μὲ μπόλικες χημικὲς κάψουλες πρὸς ἀντιμετώπιση τῶν κρίσεων πανικοῦ (ποὺ ἀκόμα μὲ ταλαιπωροῦν) πετάξαμε στὶς τρεῖς ἰούλιου ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸ καὶ φθάσαμε ξημερώματα τῆς ἐκεῖ ἐθνικῆς ἑορτῆς. Τσακώσαμε μιὰν ἀκόμα ντομέστικ πτήση καὶ ἀφίχθημεν ἀπόγευμα στὸν προορισμό μας, ἐν συνεχείᾳ, στὸν ξενώνα στὸν ὁποῖον θὰ γινόταν διαλογὴ καὶ ταξινόμηση γιὰ τὰ περαιτέρω - ἤμουν στὸ σπίτι ὅπου θὰ φιλοξενούμουν γύρω στὶς ἔξι τὸ ἀπόγευμα. Ὡστόσο, ἕνεκα ἡ ἑορτή, δὲν μοῦ ἐδώθη ἡ δέουσα προσοχὴ ἀπὸ τοὺς ἀμφιτρύωνες, μιὰ πολύτεκνη οἰκογένεια κατ’ἀρχὰς συμπαθή. Γύρω στὶς ἑπτὰ, ἔφυγαν γιομάτοι σημαῖες, βαμμένοι στὰ χρώματα τῆς ἀστερόεσσας. Μοῦ ἄφησαν τὰ κλειδιά, ζήτησαν νὰ μὴν ξεχάσω νὰ κλείσω τὸν θερμοσίφωνα ἀφοῦ θἄκανα μπάνιο καὶ μὲ ἕνα μπάνικο σόρρυ μπούκαραν στὸ ἀγροτικὸ ντότζ τους.
Βεβαιωθεὶς ὅτι εἶχαν φύγει, ἄρχισα νὰ σκαλίζω τὰ πάντα στὸ σαλόνι, στὴν κουζίνα καὶ στὸ ὑπνοδωμάτιο τοῦ ζεύγους, ἡ μήτηρ ἦταν (τώρα ποὺ τὴν καλοθυμᾶμαι μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια) μιὰ κυρία σκέτος ἵμερος, ἔσταζε παύλα (sic) καὶ περισπωμένη, φυσικότατη ἡ πολυτεκνία τί νὰ λέμε τώρα, μὰ δὲν ἔπαιξα μὲ τὰ ἐσώρουχά της, δὲν εἶχα ἔτι ὡριμάσει σωματικῶς. Ἔτσι, ἀσχολήθηκα μόνον μὲ τὸ φυστικοβούτυρο ἕνα πάτωμα πιὸ κάτω, στὴν κουζίνα. Εἶχα ὅμως μιὰν μικρούλα ταραχή, τὸ τζὲτ λὰνγκ δὲν μὲ ἄφηνε νὰ ἠρεμήσω γι’αὐτὸ καὶ βγῆκα στὴν βεράντα νὰ μὲ χτυπήσει τ’ ἀεράκι. Λικνίστηκα στὴν κούνια μπέλα τους μὰ χωρὶς νὰ τὸ θέλω, μοῦ φάνηκε πὼς κεῖ πίσω, πίσω μου ἦταν ἡ μήτηρ Κάρολ καὶ ἔσπρωχνε αὐτή, νόμισα πὼς ἐκείνη μὲ πιλάτευε σὲ ρυθμοὺς κύλα – σταμάτα, κύλα – σταμάτα, πιὸ ἀργὰ πιὸ γρήγορα πιὸ δυνατά. Ναὶ ἦταν ξεκάθαρο, διατελοῦσα ἐν συγχύσει. Σηκώθηκα ἄμεσα καὶ κατέβηκα στὴν αὐλή, τὸ ἕνα βῆμα ἔφερε τὸ ἄλλο καὶ προχωρώντας εἰσῆλθα στὰ ὅρια ἑνὸς δασυλίου.
Ἡ ὥρα ἦταν προκεχωρημένη, οὕτως ἢ ἄλλως ὁ ἥλιος ψόφαγε ὁπότε κεῖ μέσα στὸ δασάκι τὰ πάντα ἦταν σκοτεινά. Τόσο, ποὺ φαινόταν στὸ βάθος, ὅσο μποροῦσα νὰ διακρίνω ἐν μέσῳ θεόρατων φτερῶν μιὰ φωτεινὴ βράχου κούρμπα. Ἀκολούθησα τὸ φῶς καὶ χωρὶς φόβο προσέγγιζα. Φαίνεται ὅτι ἔγινα ἀντιληπτὸς καὶ ἡ φλόγα (διότι περὶ φλόγας ἐπρόκειτο) ἀπότομα ἔσβησε. Παρὰ ταῦτα δὲν σταμάτησα, ἤμουν κοντά, γρήγορα ἔφθασα στὸ μέρος ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο δύσκολα θὰ ἔχανες ἀφοῦ ὁ καπνὸς τῆς τέως φωτιᾶς ἦταν θαλερὸς καὶ τὸ γαλάζιο του φαινόταν στὶς ἔσχατες ἡλίου ἀκτίνες. Στάθηκα, ἀφικνούμενος στὸ ξέφωτο, μὲ ἔπαιρναν τὰ ντουμάνια τοῦ καπνοῦ καὶ κατάλαβα ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ ἕναν οἰονεὶ βωμό, ψυλλιάστηκα δηλαδὴ μὰ βεβαιώθηκα ὅτι ὄντως ἦταν τέτοιος ὅταν εἶδα ὀκλαδὸν λίγο ἀπόμερα ἕναν τυπὰ ποὺ νόμιζα ὅτι ὑπῆρχε μόνον στὶς ταινίες μὲ Τζὼν Γουέην καὶ Τζαίημς Στιούαρτ.
Ὁ ἱνδιάνος μὲ κύτταξε μέσα ἀπὸ τὰ καφετιὰ φτερὰ ποὺ περικύκλωναν τὸ σταχτὶ πρόσωπό του καὶ ρώτησε σὲ χωρὶς ἐμπρόθετους προσδιορισμοὺς ἀγγλικὰ ποιός ἤμουν. Τοῦ ἐξήγησα ἐν τάχει καὶ χωρὶς νὰ ζητήσω ἄδεια κάθησα δίπλα του. Ἀντιληφθεὶς πὼς δὲν τοῦ ἀπειλοῦσα τὴν ἡσυχία ξανάβαλε φωτιὰ καὶ συνέχισε νὰ ψήνει κάτι μπιφτέκια, μεγαλοπρεπέστερα τῶν ἡμετέρων. Ταχέως κατάλαβα ὅτι ἡ ἀμφίεσή του εἶχε νὰ κάνει μὲ τὴν ἡμέρα, ὁ σερίφης τῆς κομητείας εἶχε ζητήσει ἀπὸ ὅλους τοὺς κατοίκους νὰ κάνουν ὅ,τι περνᾷ ἀπὸ τὸ χέρι τους ὥστε νὰ αἰσθανθοῦν τὰ νεοφερμένα μειράκια, ὁ ἀνθὸς τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, οἱ μέλλοντες τὴν τύχη τῆς χώρας τους κρατοῦντες, πλησιέστερα στὴν ὑφηλίῳ γνωστὴ εἰκόνα τῆς Ἀμερικῆς, στὰ στερεότυπά της θὰ ἔλεγα ἂν τότε γνώριζα τὴν λέξη. Ἒ κι ὁ ἱνδιάνος ἦταν μέρος αὐτῆς τῆς πρόζας. Μὲ κέρασε μπιφτεκάκι, ἤπιαμε μπύρα χωρὶς νὰ μοῦ ζητήσῃ ταυτότητα ἐνῷ κι ἐγὼ τὸν τράταρα κάτι σέρτικα ἀγρινίου ζούλα περασμένα ἀπὸ τρία ἀεροδρόμια. Μὲ συμπάθησε ὅταν τοῦ ἀνέφερα ὅτι ἔρχομαι ἀπὸ Ἑλλάδα, ὄχι ὅτι ἤξερε τὸ παραμικρὸ ἀπὸ τὴν Ψωροκώσταινα μὰ τὸ ὄνομα ἔκανε ρίμα μὲ κάτι μᾶλλον ἀγαπημένο του τὸ ὁποῖο ὅποτε σκεπτόταν χρησιμοποιοῦσε παρατατικὸ ἢ ἀόριστο χρόνο· δὲν μοῦ εἶπε λεπτομέρειες μὰ τὰ κατάλαβα ἀπὸ τὴν παραπονιάρα κλίση τοῦ κεφαλιοῦ του.
Μὲ συμπάθησε λοιπὸν καὶ ἄρχισε νὰ πολυλογεῖ ἐπὶ παντὸς ἐπιστητοῦ. Τί γιὰ οὐσίες, τί γιὰ ἀθλητικά, τί γιὰ πολιτική, τί γιὰ γυναῖκες εἶπε (κάτι σύννεφα ἔσμιξαν ἀπότομα ἐκείνη τὴν στιγμὴ καὶ κάποιες βλάσφημες βροντὲς τάραξαν τὴν ὕπαιθρο) παραδόξως δὲν τὸν βαριόμουν. Κάποια στιγμὴ τὸ γύρισε καὶ στὴν βοτανολογία, στὰ φυτά. Ἀφοῦ μὲ ρώτησε γιὰ τὸ ἂν μοῦ ἄρεσε τὸ μπιφτέκι κι ἐγὼ θετικῶς ἀπεκρίθην, τόνισε πὼς εἶναι τόσο φίνο ἐπειδὴ προσθέτει λίγο σκορδάκι ἀπὸ μιὰν πανάρχαια ποικιλία ἡ ὁποία ἔφθασε σ’αὐτὸν πάππου πρὸς πάππου (κατήγετο ἀπὸ τὴν φυλὴ τῶν Σακότα Σιοῦ). Θέλεις νὰ σοῦ δώκω; ρώτησε, θέλω βέβαια καὶ τὸ ρωτᾷς θεῖο; ἀντέτεινα καὶ συνέχισε: Θὰ σοῦ δώκω μόνον μιὰν σκελίδα μὰ μὴν τὴν χρησιμοποιήσεις κατ’εὐθείαν γιὰ φαγητό, νὰ τὴν φυτέψεις. Μὰ ἡ φύτευσις μικρέ, δὲν εἶναι τόσο ἁπλή, θὰ πρέπει νὰ ξεφλουδίσει τὰ σκληρὰ ἐπιφυλλίδια του σὲ μέρες χάσης τῆς σελήνης, μιὰ εἰκοσάχρονη παρθένος κόρη τὴν ὁποίαν καλὸν θἆναι ἐκείνη τὴν στιγμὴ νὰ γαργαλᾷς ὥστε συνταρασσομένη ἀπ’τὰ λιγωτικὰ γέλια τὰ νύχια της νὰ γδέρνουν ἀνεπαίσθητα τὴν σάρκα τῆς σκελίδος. Ἀπὸ ἐκεῖ ὁ σκόρδιος αἰθέρας θὰ μπορεῖ πιὸ εὔκολα νὰ τρανέψῃ. Κατάλαβες;
Εἶχα καταλάβει. Βέβαια λίγο δύσκολα ὅπως τὰ ζητοῦσε, ἄντε νὰ ψάχνω εἰκοσάχρονες καὶ νὰ τὶς ρωτῶ, συγγνώμη μήπως ἔχετε γεννηθεῖ μεταξὺ 24 Αὐγούστου καὶ 22 Σεπτεμβρίου; ζόρικαι ἀπαιτήσεις, ἀλλὰ ἐντάξει σὲ γενικὲς γραμμὲς εἶχα καταλάβει, μὰ ἐπίσης εἶχα καταλάβει ὅτι ὁ Τζερώνυμο ἦταν ὀλίγον μωρὲ μιὰ στάλα πολυλογάς, φοβόμουν πὼς θὰ μοῦ ἄρχιζε κουβέντα γιομάτη θεωρίες συνομωσίας καὶ δὲν θὰ εἴχαμε τελειωμό. Ἄσε ποὺ μὲ κούραζε μιὰ κενοδοξία του γιὰ τὸ ὅτι εἶναι ὕπατος μέγας γενικὸς ἐπιθεωρητὴς τῶν πιστῶν τοῦ Παμμεγίστου Μανιτοῦ καὶ ξέρει ἄπειρα ξόρκια. Σηκώθηκα κάπως κουμπωμένα εἶν’ἡ ἀλήθεια καὶ τοῦ ζήτησα συγγνώμη, ἔχω ξεκλείδωτα, εἶναι ἀναμμένος κι ὁ θερμοσίφωνας τόση ὥρα, θὰ μὲ σκίσωσιν οἱ οἰκοδεσπόται… Θὰ ἀφήσω πάντως τὴν διεύθυνσή μου στὴν Κάρολ, μπορεῖς νὰ στείλῃς τὴν σκελίδα ὅποτε μπορέσεις. Ἠγέρθη κι αὐτός, μ’ἀγκάλιασε μὲ ἕνα πομπῶδες ὕφος ποὺ νόμισα ὅτι θὰ μοῦ ζητοῦσε νὰ γίνουμε ἀδελφοποιτοί, ψιθύρισε κάτι σὲ μιὰν ἀκατάληπτη γλώσσα καὶ χωρίσαμε.
Οἱ ἑπόμενες ἡμέρες κύλησαν σὲ βαρετὰ μαθήματα τὰ πρωινὰ καὶ σὲ εὔχαρες παραδόσεις τὰ βράδια ἀπὸ τὴν Κάρολ ἡ ὁποία μὲ μύησε στὸν κόσμο τῆς ντροπῆς, ὅταν ὅλοι ἐκοιμῶντο. Στὶς 18 ἰουλίου ἤμουν στὸ JFK (sic) καὶ 18 ὧρες μετὰ στὸ ἑλληνικό. Δὲν θυμόμουν καθόλου τὴν φάση τῆς σκελίδας - ἄντε ἴσως λίγο τὸν Τζερώνυμο νὰ ἔφερνα στὸν νοῦ ὅποτε ἔβλεπα γουέστερν στὴν ΥΕΝΕΔ. Κι ἂν δὲν θυμόμουν τό σκορδάκι 20-30 ἡμέρες μετὰ ἀπὸ ταξιδάκι πῶς θὰ γινόταν νὰ τὸ θυμᾶμαι 30-45 χρόνια μετά;
Μέχρι ποὺ μιὰ ἑβδομάδα πρίν, ὅταν ἔσπευσα στὰ ΕΛΤΑ τῆς γειτονιᾶς γιὰ τὴν κατάθεση χρημάτων στὸν φιλοτελικὸ λογαριασμό μου, μὲ κάλεσε μέσα ὁ διευθυντής. Ἀνέλαβε ἕνα γλοιῶδες χαμόγελο, ἀναφέρθηκε στὴν οἰκονομικὴ κρίση ἡ ὁποία ἔχει ἀποσυντονίσει τοὺς μηχανισμοὺς καὶ τὴν κατὰ τὰ δέοντα εὔρυθμον λειτουργίαν των καὶ τελικὰ μοῦ παρέδωσε ἕναν φάκελλο 46 ἔτη μετά. Δὲν πῆγε τὸ μυαλό μου οὔτε ὅταν ἄδραξα τὸν φάκελλο ὁ ὁποῖος εἶχε μερικὰ σβολαράκια μέσα, οὔτε κἂν ὅταν εἶδα σφραγίδα EMS καὶ ἀγγλικὰ στὸ πεδίο ἄνω ἀριστερά. Στὸ σπίτι τὸν ἄνοιξα καὶ εἶδα τέσσερις σκελίδες σκόρδου οἱ ὁποῖες δὲν ἔδειχναν καθόλου γιὰ 46χρονες - εἶδες γιὰ νὰ ἔχεις βύσμα τὸν Μεγάλο Μανιτοῦ; Συγκινήθηκα σὲ βαθμὸ ἐπικίνδυνο γιὰ μιὰν ἀορτὴ τῆς καρδιᾶς μου (εὐτυχῶς ποὺ δὲν μὲ εἶδε ἡ παλιόγρια γιὰ νὰ γκρινιάξει ὑποκριτικὰ γιὰ τὴν ὑγίεια μου) καὶ θυμήθηκα τὸν καλό μου Τζερώνυμο, εἶχε στείλει τέσσερις ἀντὶ μιᾶς σκελίδος! Στενοχωρήθην ποὺ ἀδίκως θὰ περίμενε μιὰν εὐχαριστήρια ἀπάντηση τὴν ὁποίαν οὐδέποτε ἔλαβε ἀπὸ τὸν ἀχάριστο Γραικό· τώρα θὰ ἦταν ἀργὰ φυσικά, θὰ ἔχῃ πρὸ πολλοῦ ταξιδέψῃ καὶ πλέον θὰ παίζῃ μπαρμπούτι καὶ κολτσίνα μὲ τὸν Δημιουργό του.
Στὸ μεσημβρινὸ γεῦμα ἔχυσα λίγο κρασὶ σπονδικὰ κι εὐχαριστήρια γιὰ τὴν ψυχή του Τζερώνυμο. Τὸ ἑπόμενο πρωὶ ἀφοῦ ἀκολούθησα ὅλες τὶς πρὸς στάνταρ εὐδοκίμηση ὁδηγίες του, φύτεψα τὰ σκορδάκια.
Βεβαιωθεὶς ὅτι εἶχαν φύγει, ἄρχισα νὰ σκαλίζω τὰ πάντα στὸ σαλόνι, στὴν κουζίνα καὶ στὸ ὑπνοδωμάτιο τοῦ ζεύγους, ἡ μήτηρ ἦταν (τώρα ποὺ τὴν καλοθυμᾶμαι μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια) μιὰ κυρία σκέτος ἵμερος, ἔσταζε παύλα (sic) καὶ περισπωμένη, φυσικότατη ἡ πολυτεκνία τί νὰ λέμε τώρα, μὰ δὲν ἔπαιξα μὲ τὰ ἐσώρουχά της, δὲν εἶχα ἔτι ὡριμάσει σωματικῶς. Ἔτσι, ἀσχολήθηκα μόνον μὲ τὸ φυστικοβούτυρο ἕνα πάτωμα πιὸ κάτω, στὴν κουζίνα. Εἶχα ὅμως μιὰν μικρούλα ταραχή, τὸ τζὲτ λὰνγκ δὲν μὲ ἄφηνε νὰ ἠρεμήσω γι’αὐτὸ καὶ βγῆκα στὴν βεράντα νὰ μὲ χτυπήσει τ’ ἀεράκι. Λικνίστηκα στὴν κούνια μπέλα τους μὰ χωρὶς νὰ τὸ θέλω, μοῦ φάνηκε πὼς κεῖ πίσω, πίσω μου ἦταν ἡ μήτηρ Κάρολ καὶ ἔσπρωχνε αὐτή, νόμισα πὼς ἐκείνη μὲ πιλάτευε σὲ ρυθμοὺς κύλα – σταμάτα, κύλα – σταμάτα, πιὸ ἀργὰ πιὸ γρήγορα πιὸ δυνατά. Ναὶ ἦταν ξεκάθαρο, διατελοῦσα ἐν συγχύσει. Σηκώθηκα ἄμεσα καὶ κατέβηκα στὴν αὐλή, τὸ ἕνα βῆμα ἔφερε τὸ ἄλλο καὶ προχωρώντας εἰσῆλθα στὰ ὅρια ἑνὸς δασυλίου.
Ἡ ὥρα ἦταν προκεχωρημένη, οὕτως ἢ ἄλλως ὁ ἥλιος ψόφαγε ὁπότε κεῖ μέσα στὸ δασάκι τὰ πάντα ἦταν σκοτεινά. Τόσο, ποὺ φαινόταν στὸ βάθος, ὅσο μποροῦσα νὰ διακρίνω ἐν μέσῳ θεόρατων φτερῶν μιὰ φωτεινὴ βράχου κούρμπα. Ἀκολούθησα τὸ φῶς καὶ χωρὶς φόβο προσέγγιζα. Φαίνεται ὅτι ἔγινα ἀντιληπτὸς καὶ ἡ φλόγα (διότι περὶ φλόγας ἐπρόκειτο) ἀπότομα ἔσβησε. Παρὰ ταῦτα δὲν σταμάτησα, ἤμουν κοντά, γρήγορα ἔφθασα στὸ μέρος ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο δύσκολα θὰ ἔχανες ἀφοῦ ὁ καπνὸς τῆς τέως φωτιᾶς ἦταν θαλερὸς καὶ τὸ γαλάζιο του φαινόταν στὶς ἔσχατες ἡλίου ἀκτίνες. Στάθηκα, ἀφικνούμενος στὸ ξέφωτο, μὲ ἔπαιρναν τὰ ντουμάνια τοῦ καπνοῦ καὶ κατάλαβα ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ ἕναν οἰονεὶ βωμό, ψυλλιάστηκα δηλαδὴ μὰ βεβαιώθηκα ὅτι ὄντως ἦταν τέτοιος ὅταν εἶδα ὀκλαδὸν λίγο ἀπόμερα ἕναν τυπὰ ποὺ νόμιζα ὅτι ὑπῆρχε μόνον στὶς ταινίες μὲ Τζὼν Γουέην καὶ Τζαίημς Στιούαρτ.
Ὁ ἱνδιάνος μὲ κύτταξε μέσα ἀπὸ τὰ καφετιὰ φτερὰ ποὺ περικύκλωναν τὸ σταχτὶ πρόσωπό του καὶ ρώτησε σὲ χωρὶς ἐμπρόθετους προσδιορισμοὺς ἀγγλικὰ ποιός ἤμουν. Τοῦ ἐξήγησα ἐν τάχει καὶ χωρὶς νὰ ζητήσω ἄδεια κάθησα δίπλα του. Ἀντιληφθεὶς πὼς δὲν τοῦ ἀπειλοῦσα τὴν ἡσυχία ξανάβαλε φωτιὰ καὶ συνέχισε νὰ ψήνει κάτι μπιφτέκια, μεγαλοπρεπέστερα τῶν ἡμετέρων. Ταχέως κατάλαβα ὅτι ἡ ἀμφίεσή του εἶχε νὰ κάνει μὲ τὴν ἡμέρα, ὁ σερίφης τῆς κομητείας εἶχε ζητήσει ἀπὸ ὅλους τοὺς κατοίκους νὰ κάνουν ὅ,τι περνᾷ ἀπὸ τὸ χέρι τους ὥστε νὰ αἰσθανθοῦν τὰ νεοφερμένα μειράκια, ὁ ἀνθὸς τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, οἱ μέλλοντες τὴν τύχη τῆς χώρας τους κρατοῦντες, πλησιέστερα στὴν ὑφηλίῳ γνωστὴ εἰκόνα τῆς Ἀμερικῆς, στὰ στερεότυπά της θὰ ἔλεγα ἂν τότε γνώριζα τὴν λέξη. Ἒ κι ὁ ἱνδιάνος ἦταν μέρος αὐτῆς τῆς πρόζας. Μὲ κέρασε μπιφτεκάκι, ἤπιαμε μπύρα χωρὶς νὰ μοῦ ζητήσῃ ταυτότητα ἐνῷ κι ἐγὼ τὸν τράταρα κάτι σέρτικα ἀγρινίου ζούλα περασμένα ἀπὸ τρία ἀεροδρόμια. Μὲ συμπάθησε ὅταν τοῦ ἀνέφερα ὅτι ἔρχομαι ἀπὸ Ἑλλάδα, ὄχι ὅτι ἤξερε τὸ παραμικρὸ ἀπὸ τὴν Ψωροκώσταινα μὰ τὸ ὄνομα ἔκανε ρίμα μὲ κάτι μᾶλλον ἀγαπημένο του τὸ ὁποῖο ὅποτε σκεπτόταν χρησιμοποιοῦσε παρατατικὸ ἢ ἀόριστο χρόνο· δὲν μοῦ εἶπε λεπτομέρειες μὰ τὰ κατάλαβα ἀπὸ τὴν παραπονιάρα κλίση τοῦ κεφαλιοῦ του.
Μὲ συμπάθησε λοιπὸν καὶ ἄρχισε νὰ πολυλογεῖ ἐπὶ παντὸς ἐπιστητοῦ. Τί γιὰ οὐσίες, τί γιὰ ἀθλητικά, τί γιὰ πολιτική, τί γιὰ γυναῖκες εἶπε (κάτι σύννεφα ἔσμιξαν ἀπότομα ἐκείνη τὴν στιγμὴ καὶ κάποιες βλάσφημες βροντὲς τάραξαν τὴν ὕπαιθρο) παραδόξως δὲν τὸν βαριόμουν. Κάποια στιγμὴ τὸ γύρισε καὶ στὴν βοτανολογία, στὰ φυτά. Ἀφοῦ μὲ ρώτησε γιὰ τὸ ἂν μοῦ ἄρεσε τὸ μπιφτέκι κι ἐγὼ θετικῶς ἀπεκρίθην, τόνισε πὼς εἶναι τόσο φίνο ἐπειδὴ προσθέτει λίγο σκορδάκι ἀπὸ μιὰν πανάρχαια ποικιλία ἡ ὁποία ἔφθασε σ’αὐτὸν πάππου πρὸς πάππου (κατήγετο ἀπὸ τὴν φυλὴ τῶν Σακότα Σιοῦ). Θέλεις νὰ σοῦ δώκω; ρώτησε, θέλω βέβαια καὶ τὸ ρωτᾷς θεῖο; ἀντέτεινα καὶ συνέχισε: Θὰ σοῦ δώκω μόνον μιὰν σκελίδα μὰ μὴν τὴν χρησιμοποιήσεις κατ’εὐθείαν γιὰ φαγητό, νὰ τὴν φυτέψεις. Μὰ ἡ φύτευσις μικρέ, δὲν εἶναι τόσο ἁπλή, θὰ πρέπει νὰ ξεφλουδίσει τὰ σκληρὰ ἐπιφυλλίδια του σὲ μέρες χάσης τῆς σελήνης, μιὰ εἰκοσάχρονη παρθένος κόρη τὴν ὁποίαν καλὸν θἆναι ἐκείνη τὴν στιγμὴ νὰ γαργαλᾷς ὥστε συνταρασσομένη ἀπ’τὰ λιγωτικὰ γέλια τὰ νύχια της νὰ γδέρνουν ἀνεπαίσθητα τὴν σάρκα τῆς σκελίδος. Ἀπὸ ἐκεῖ ὁ σκόρδιος αἰθέρας θὰ μπορεῖ πιὸ εὔκολα νὰ τρανέψῃ. Κατάλαβες;
Εἶχα καταλάβει. Βέβαια λίγο δύσκολα ὅπως τὰ ζητοῦσε, ἄντε νὰ ψάχνω εἰκοσάχρονες καὶ νὰ τὶς ρωτῶ, συγγνώμη μήπως ἔχετε γεννηθεῖ μεταξὺ 24 Αὐγούστου καὶ 22 Σεπτεμβρίου; ζόρικαι ἀπαιτήσεις, ἀλλὰ ἐντάξει σὲ γενικὲς γραμμὲς εἶχα καταλάβει, μὰ ἐπίσης εἶχα καταλάβει ὅτι ὁ Τζερώνυμο ἦταν ὀλίγον μωρὲ μιὰ στάλα πολυλογάς, φοβόμουν πὼς θὰ μοῦ ἄρχιζε κουβέντα γιομάτη θεωρίες συνομωσίας καὶ δὲν θὰ εἴχαμε τελειωμό. Ἄσε ποὺ μὲ κούραζε μιὰ κενοδοξία του γιὰ τὸ ὅτι εἶναι ὕπατος μέγας γενικὸς ἐπιθεωρητὴς τῶν πιστῶν τοῦ Παμμεγίστου Μανιτοῦ καὶ ξέρει ἄπειρα ξόρκια. Σηκώθηκα κάπως κουμπωμένα εἶν’ἡ ἀλήθεια καὶ τοῦ ζήτησα συγγνώμη, ἔχω ξεκλείδωτα, εἶναι ἀναμμένος κι ὁ θερμοσίφωνας τόση ὥρα, θὰ μὲ σκίσωσιν οἱ οἰκοδεσπόται… Θὰ ἀφήσω πάντως τὴν διεύθυνσή μου στὴν Κάρολ, μπορεῖς νὰ στείλῃς τὴν σκελίδα ὅποτε μπορέσεις. Ἠγέρθη κι αὐτός, μ’ἀγκάλιασε μὲ ἕνα πομπῶδες ὕφος ποὺ νόμισα ὅτι θὰ μοῦ ζητοῦσε νὰ γίνουμε ἀδελφοποιτοί, ψιθύρισε κάτι σὲ μιὰν ἀκατάληπτη γλώσσα καὶ χωρίσαμε.
Οἱ ἑπόμενες ἡμέρες κύλησαν σὲ βαρετὰ μαθήματα τὰ πρωινὰ καὶ σὲ εὔχαρες παραδόσεις τὰ βράδια ἀπὸ τὴν Κάρολ ἡ ὁποία μὲ μύησε στὸν κόσμο τῆς ντροπῆς, ὅταν ὅλοι ἐκοιμῶντο. Στὶς 18 ἰουλίου ἤμουν στὸ JFK (sic) καὶ 18 ὧρες μετὰ στὸ ἑλληνικό. Δὲν θυμόμουν καθόλου τὴν φάση τῆς σκελίδας - ἄντε ἴσως λίγο τὸν Τζερώνυμο νὰ ἔφερνα στὸν νοῦ ὅποτε ἔβλεπα γουέστερν στὴν ΥΕΝΕΔ. Κι ἂν δὲν θυμόμουν τό σκορδάκι 20-30 ἡμέρες μετὰ ἀπὸ ταξιδάκι πῶς θὰ γινόταν νὰ τὸ θυμᾶμαι 30-45 χρόνια μετά;
Μέχρι ποὺ μιὰ ἑβδομάδα πρίν, ὅταν ἔσπευσα στὰ ΕΛΤΑ τῆς γειτονιᾶς γιὰ τὴν κατάθεση χρημάτων στὸν φιλοτελικὸ λογαριασμό μου, μὲ κάλεσε μέσα ὁ διευθυντής. Ἀνέλαβε ἕνα γλοιῶδες χαμόγελο, ἀναφέρθηκε στὴν οἰκονομικὴ κρίση ἡ ὁποία ἔχει ἀποσυντονίσει τοὺς μηχανισμοὺς καὶ τὴν κατὰ τὰ δέοντα εὔρυθμον λειτουργίαν των καὶ τελικὰ μοῦ παρέδωσε ἕναν φάκελλο 46 ἔτη μετά. Δὲν πῆγε τὸ μυαλό μου οὔτε ὅταν ἄδραξα τὸν φάκελλο ὁ ὁποῖος εἶχε μερικὰ σβολαράκια μέσα, οὔτε κἂν ὅταν εἶδα σφραγίδα EMS καὶ ἀγγλικὰ στὸ πεδίο ἄνω ἀριστερά. Στὸ σπίτι τὸν ἄνοιξα καὶ εἶδα τέσσερις σκελίδες σκόρδου οἱ ὁποῖες δὲν ἔδειχναν καθόλου γιὰ 46χρονες - εἶδες γιὰ νὰ ἔχεις βύσμα τὸν Μεγάλο Μανιτοῦ; Συγκινήθηκα σὲ βαθμὸ ἐπικίνδυνο γιὰ μιὰν ἀορτὴ τῆς καρδιᾶς μου (εὐτυχῶς ποὺ δὲν μὲ εἶδε ἡ παλιόγρια γιὰ νὰ γκρινιάξει ὑποκριτικὰ γιὰ τὴν ὑγίεια μου) καὶ θυμήθηκα τὸν καλό μου Τζερώνυμο, εἶχε στείλει τέσσερις ἀντὶ μιᾶς σκελίδος! Στενοχωρήθην ποὺ ἀδίκως θὰ περίμενε μιὰν εὐχαριστήρια ἀπάντηση τὴν ὁποίαν οὐδέποτε ἔλαβε ἀπὸ τὸν ἀχάριστο Γραικό· τώρα θὰ ἦταν ἀργὰ φυσικά, θὰ ἔχῃ πρὸ πολλοῦ ταξιδέψῃ καὶ πλέον θὰ παίζῃ μπαρμπούτι καὶ κολτσίνα μὲ τὸν Δημιουργό του.
Στὸ μεσημβρινὸ γεῦμα ἔχυσα λίγο κρασὶ σπονδικὰ κι εὐχαριστήρια γιὰ τὴν ψυχή του Τζερώνυμο. Τὸ ἑπόμενο πρωὶ ἀφοῦ ἀκολούθησα ὅλες τὶς πρὸς στάνταρ εὐδοκίμηση ὁδηγίες του, φύτεψα τὰ σκορδάκια.
Ἄχ, ἔχουν περάσει πιὰ τὰ χρόνια, ἡ καρδιά μου εἶναι εὔθραυστη καὶ δὲν ἐνδείκνυνται ταξίδια, μὰ τὶς τελευταῖες μέρες βλέπω συνεχῶς στὸν ὕπνο μου ἐκεῖνο τὸ μέρος. Δὲν ξέρω πῶς, μὰ πιστεύω ὅτι μὲ κάποιον ἀπρόσμενο τρόπο θὰ μοῦ παρουσιαστεῖ μιὰ εὐκαιρία καὶ θὰ ἐκπληρώσω ἕνα ἂς ποῦμε χρέος.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα