Τρίτη, Μαρτίου 29, 2011
Ἐχθὲς τὸ βράδυ, βραδύτατα, εἶπα, ζήτησα ἀπὸ τὴν σύζυγον μήπως καὶ μποροῦσε νὰ ἀνεχώρει λίγο νωρίτερα τοῦ κεκανονισμένου γιὰ τὸ χωριὸ διότι θὰ ἤρχοντο κάποιοι φίλη (sic) νὰ τὸ γιορτάσουμε. Ἐδέχθη. Ἀπὸ τὶς ἐννέα καὶ μισὴ σήμερα λοιπόν, ἔμεινα μόνος ἀναμένων, τακτοποιοῦσα μάλιστα τὸ σπίτι, ἔσιαχνα ἄβολα σαμαράκια στὰ τρέντυ σεμεδάκια μας. Ὡστόσο οἱ φίλοι (sic) καθυστέρησε μιὰ στάλα, μιλήσαμε γύρω στὶς 10:30, μετὰ κοιμήθηκα λίγο, ξύπνησα στὶς 11:30 – 12:00 μὰ καμμία ἀπόκρισις, οὐδὲν τὸ νεώτερον.
Τέλος πάντων, μὴν ἀναλώνομαι σὲ περιττὲς δίκην χρονικοῦ λεπτομερείας, ἦλθε οἱ φίλοι (sic) γύρω στὶς 14:30, ἔσπευσα Ἀθηνῶν καὶ Ἀτταλείας ὁπόθεν τὴν περισυνέλλεξα. Ἦταν μὲ λευκὸν καπέλο καὶ μαῦρο γυαλί, βλέμμα χαμηλὸ καὶ μιὰν τυπικότητα, μιὰν ἀπόσταση καλλίτερα. Ἀνηφορίσαμε τὴν μεθόριον Νικαίας Κορυδαλλοῦ διατηρώντας μεταξύ μας αὐτὴν τὴν ἀπόσταση σὲ μεγέθος ἑνάμισυ ἀνθρώπου, ἒ κάποια στιγμὴ ἀφίχθημεν οἴκοι, εἰσήλθομεν πίσωθεν ἔνθα συναντήσαμε ῥαδιοφώνῳ μιὰ περίεργον σύμπτωσιν. Κλείδωσα κι ἄναψα τὸ καλοριφὲρ μὰ πλὴν τοῦ μπουφὰν δὲν ἔβγαλε τὸ ἄλλο – μακρὺ – πανωφοράκι της. Ἐτοίμασα καφὲ καὶ πήγαμε πρὸς τὸ σαλόνι μαζὺ μὲ ἕνα ψωμωμένο ξανθὸ μὲ ἐρυθρὲς ἀνταύγειες γλυκὸ τὸ ὁποῖο μετεφέρθη σὲ σακούλα προδίδουσα τὸ γεωγραφικὸν στῖγμα προελεύσεως. Ἐν σαλονίῳ ἕνεκα γειτνιάσεως μὲ ἕνα ἔχον θέαν καὶ προσβασιμότητα στὸν οὕτως εἰπεῖν κῆπον μπαλκόνι, βγήκαμε λίγο νὰ κοζάρουμε τὰ φυτά, πιὸ πολὺ καμάρωσα γιὰ τὸ ἐλατάκι μου. Ἐπιστροφὴ στὸ σαλόνι, σὲ ἕναν μαζὺ μὲ καφὲ (ῥόφημα) καφὲ (χρῶμα) δεσπόζοντα τοῦ χώρου καναπὲ ἔνθα ἀράξαμε ὄχι πρὸς ἐλάφρυνση τοῦ κάματου τῆς οὕτως ἢ ἄλλως βραχείας πεζοπορίας μὰ ἐπειδὴ ἀνολοκλήρωτη εἶχα ἀφήσει μιὰν ἀγκάλη καὶ μιὰν δέσμη φιλιῶν.
Ἀντιληφθεὶς μιὰν δυσκολίαν ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, τὸ ἀνέφερα, εὕρισκα μιὰ πόρτα ἑρμητικῶς κλειστὴ μὲ σκουριασμένα μάνταλα καὶ πολλὰ ὑποσχόμενο μεντεσέδων τρίξιμο. Πῶς γίνεται νὰ ἀλλάξουν τὰ δεδομένα, νὰ χαλαρώσουν αἱ δικαίως ἐνιστάμεναι ἀντιστάσεις; Ἐν πρώτοις ἔκλεισα τὸ παντζούρι καὶ πῆγα πάλι κοντά. Πρὸς διασκέδασιν κάποιας ἰσχυρᾶς τροχοπέδης, ἄρχισα νὰ λέω κάτι χαζὰ ποὺ οὔτε νὰ θυμᾶμαι δὲν θέλω, λίγο γλοιώδη δηλαδὴ μὰ καλοπροαίρετα, μὴ μὲ παρεξηγῇς τὸν φλούφλη! Φίλος τὸ φιλί, φίλτερος τὸ γλώττης τέτοιο, φίλτατο ὅμως τὸ καρφωμένο βλέμμα στὰ χαρακτηριστικά της. Λίγωσης χείλη, μάτια σειρηνικά. Μήπως ὑπεισέρχομαι σὲ πολλὲς λεπτομέρειες; Δὲν θὰ μὲ πείραζε, μὰ νομίζω ὅτι ἴσως πειραχτῇ ἡ σωστὴ σειρὰ τῶν γεγονότων καὶ χαλάσει τὴν ὅποια ἐντύπωση ἐξαχθῇ συμπερασματικῶς. Μετὰ ἀπὸ τὴν ἐνδελεχῆ ἐξέταση τῶν τοῦ προσώπων της χαρακτηριστικῶν, ἔσυρα τὶς κουρτίνες τῆς θέας μου καὶ τσαλαπάτησα τὰ χείλη, τὴν γλώσσα της κι ὅ,τι ἄλλο λειψὰ ἀπόκρυφο. Ἕνα σημάδι μιᾶς ποιοτικῆς ἀνελίξεως ἦταν τὸ ὅτι πλέον τὰ φιλιὰ ἐδίδοντο σὲ ὁριζοντιοποιημένη κατάσταση. Τὰ χέρια εἶπαν νὰ ἀναλάβουν μιὰ κάποια πρωτοβουλία καὶ ἄρχισαν νὰ ἐπιδεικνύουν μιὰν ἔμπρακτη ἐχθρότητα πρὸς τὰ ῥοῦχα ἢ γιὰ νὰ εἴμαστε ἀκριβεῖς πρὸς τὰ ἐσώρουχα καὶ ὅ,τι μεταλλικὸ συντηροῦσε τὴν ἀνάσχεση τῆς λίμπιντο. Τὸ σουτιὲν χαλάρωσε καὶ ἄφησε ἐλεύθερους τοὺς καταλυτικοὺς συντελεστὲς τῆς ἑορτῆς. Γδύθηκα κι ἐγὼ καὶ συνέχισα τὰ φιλιά, πότε ἐγὼ ἀπὸ κάτω πότε αὐτή.
Μὲ κάποια λεπτούλια στὴν καμπούρα μας τὰ ὁποῖα ὅμως ἦσαν καταληκτικὰ γιὰ τὸν γράφοντα ὥστε νὰ ἀποφασίσῃ νὰ δώσῃ ὅ,τι πολυτιμότερο ἔχει, ἄφησα τὸν καναπὲ καὶ τὴν ἐν αὐτῷ σειρήνα καὶ ὄρθιος, ἰσιώνοντας τὴν πλάτη μου, ῥουφώντας τὴν κοιλιὰ καὶ προτάσσοντας περήφανα τὸν θώρακα, ἀπότομα ἔσκυψα καὶ ἐξόρυξα τὸ σλίπ μου σὲ ῥυθμὸ ὄχι καὶ τόσο παθιάρικο καὶ αἰσθησιακὸ ὅπως ἴσως ἔδει νὰ γίνῃ· μιὰ ἀργόσυρτος π.χ. κάθοδος τοῦ ἐσώρουχου ἀφοῦ πρῶτα θὰ σκάλωνε (ἐπιτηδευμένα φυσικὰ) στὸ ἐρεθισμένο μάνταλο τῆς ἀγνότητός μου.
Εἰδὼν τὴν παρτεναὶρ νἆναι ὕπτια στὸν καναπέ, ἐπανέκαμψα στὰ ἡδονίσια. Ἡ ἀπόσταση ποὺ μᾶς χώριζε ἦταν ἀρκετὴ γιὰ νὰ ἀλλάξω τὰ δεδομένα τοῦ χάρτη πορείας, κάθησα στὴν λεκάνη της καὶ ἔδωσα τὴν σκυτάλη στὸ ὑπογάστριο παραμιλητό μου. Καίτοι προηγουμένως εἶχα ἀντιληφθῇ μιὰν ὀρρώδειο στάση τὴν ὁποίαν φυσικὰ κατενοοῦσα (ἴσως μάλιστα καὶ νὰ ἀποζητοῦσα) καὶ πίστωνα ὄχι εὐάριθμες δικαιολογίες οἱ ὁποῖες μὲ ἔπεισαν πὼς κατακλειδικῶς δὲν θὰ λαρυγγίζαμε ὑγρὲς οἰμωγές, ἡ ὅλη διάρθωση τῶν κορμιῶν μας καὶ ὅ,τι θεαματικῶς προσέφεραν, δὲν διέκοψαν τὴν ῥοὴ τοῦ αἵματος στὸ μὲ τᾶ φῶτα πάνω του ἄκρον τοῦ σώματός μου – τοὐναντίον, προοργασμικὰ ὑγρὰ κατέκλυσαν τὴν χώρα τῆς βαλάνου. Ἐνοχληθὲν τὸ πέος μου ἀπὸ τὸν φόρτο καὶ τὴν πίεση τῆς ὀρέξεως μὲ τράβηξε πάνω της, τοῦ ἀκολούθησα πειθήνια τὸ ἔνστικτο. Ἔστειλε τὰ χέρια μου πάνω της, στὸ στῆθος της τὸ ὁποῖον λόγῳ τῆς βαρύτητος εἶχε φυγοκεντριστῇ. Μάζεψα τοὺς μαστούς της καὶ μὲ ἕνα γλυκύτατο μητρικὸ συναίσθημα τοὺς ἔπλασα σὲ μιὰν θερμὴ πρὸς τὸ πέος μου ἀγκάλη, στὴν ὁποίαν ἀγκάλη τὸ ὄργανόν μου, ἀνταποκριθὲν στὸ ἀναδυόμενο θερμὸ συναίσθημα ἄρχισε νὰ τρίβεται πάνω τους, μέσα τους (κυρίως ἐντὸς μεγαλοπρεποῦς αὔλακος) προσπαθοῦσε νὰ ἐξοικειωθῇ, ἐξερευνήσῃ, γνωρίσῃ κάθε σημεῖο ἐκεῖ κυρίως τὶς στιγμὲς ποὺ ὁλόκληρο καλύπτετο καὶ ἀφίετο στὸ σκότος τῆς ἀναίδειας.
Ἴσως ἐκεῖ, ἴσως πιὸ πρίν, μᾶλλον ὅμως τότε ἤκουσα μιὰν ἀναφορὰ στὸ ὑποκείμενο τῆς θαλπωρῆς, στὸ μέγεθός του γιὰ τὴν ἀκρίβεια, μὲ ἕνα γράμμα βαρβαρικοῦ ἀλφάβητου μὴ ὑπάρχοντος στὸ ἡμέτερον, γράμμα μὲ πρόβλημα στὴν μύτη χρείαν ἔχον ῥινοπλαστικῆς ἐπεμβάσεως. Μὴ ἔχων ξανασυναντήσει οἷον μέγεθος μὰ καὶ σφριγηλότητα, μεστότητα, βάρος, συμμετρία αἰσθάνθηκα μιὰν ἔντονον ἐγκεφαλικὴν δόνησιν γιὰ τὸ καθ’ἑαυτὸ γεγονὸς τῆς νομῆς μὰ ἔνοιωσα καὶ μιὰν περαιτέρω ὄχληση στὸ μόριό μου τὸ ὁποῖον ἀκοῦσαν κι αὐτὸ ὅ,τι εἰπώθηκε, ἐφίδρωνε ἀσταμάτητα.
Παρὰ ταῦτα μιὰ προβλημάτιος σκέψη γιὰ τὸ ποσὸν τοῦ ἐρεθισμοῦ τῆς Η ὑπῆρχε, γι’αὐτὸ καὶ ἕνα κλιμάκιον ἐρεύνης (ἤτοι ἡ δεξιά μου παλάμη ἀφήσασα τὴν στήθῳ διείσδυση) ἐστάλη ἀνάμεσα στὰ πόδια της. Τὰ χείλη της ἦταν θερμῶς δροσερὰ καὶ διευκόλυναν ὁλισθηρῶς τὴν στὸν κόλπο ἄφιξη τῶν δακτύλων, ὑγρὸς κόλπος προσφερόμενος γιὰ μιὰ γυροφερνιά. Ἄφησα ἀπότομα καὶ ἀδικαιολόγητα γιὰ τὴν περιλάλητη ἐμμονή μου, τὸν πάνε ἔλα φαλλικὸ περίπατο στὴν κοιλάδα τοῦ στήθους της καὶ στράφηκα, ἔσκυψα στὸ ἐφήβαιό της. Μὲ τὴν γλώσσα μου διερευνητικὰ διέτρεξα τὴν περιφέρεια τοῦ αἰδοίου καὶ βούτηξα στὸν κόλπο. Τὰ δάκτυλα μου ἀνέσυραν τὴν κλειτορίδα καὶ ἐπιμέρισαν τὸ πεδίον δράσεως τῆς γλώσσας, τώρα πιὰ ὅμως βοηθοῦσε ὁ δείκτης, ὁ μέσος· προσπαθοῦσα κλειτοριδικῶς τε καὶ κολπικῶς νὰ τῆς ὑγράνω τὴν ἀγάπη μὲ κάθε μέσον εὔκαιρον, κατὰ τ’ἄλλα ἀφῆς καὶ γεύσης ὄργανα.
Μιὰ ἐδῶ καὶ καιρὸ ἔντονη, μιὰ ἔμμονη ἰδέα, παραληρηματικὴ σχεδόν, ἡ ὁποία ἐνώπιον τῆς ἐκπλήρωσής της, μοῦ ἐξίταρε πολὺ τὴν διάθεση καὶ τὴν ὀχεία. Ἀφήσας παραδίπλα κάποια ἄλλα ἀπωθημένα καὶ ἰδιαίτερες προτιμήσεις, ἤθελα ἁπλὰ νὰ ῥουφήξω, νὰ γλύψω, νὰ πιῶ τοὺς χυμούς της, τὰ γενετικά της ὑγρά, ὅ,τι δημιουργίας διέθετε ὑλικό ~~~~~~ μοῦ εἶχε ἀσύστολα γαμήσει τὸ μυαλό, ναί, ἤθελα κι ἐγὼ νὰ ἐγκολπώσω, νὰ ἐστερνιστῶ, νὰ βαπτισθῶ μὲ τὴν ἀναπαραγωγική της οὐσία, τὸ ἀοίδιό της εἶναι, τὴν πρωταρχικὴ κι ἄναρχη συνιστώσα της.
Νομιζείμαι σίγουρος πώς, καίτοι δὲν ἐκσπερμάτισα, ἦταν τὸ καλλίτερό μου γαμήσι.
Μαζὺ τὰ φάγανε!
Τελικὰ ὅποτε συμβαίνει κάποιο σοῦπερ ντοῦπερ γεγονός, ἐμβληματικὸ συμβὰν δηλαδὴ γύρω ἀπὸ τὸν ἀγώνα τῶν μεταναστῶν (sic) στὴν κωλοχώρα αὐτή, κάτι προκύπτει στὸ τέλος καὶ γίνεται σοῦπερ ντοῦπερ πρώτη ὕλη γιὰ Δελφινάριο.
Ἡ κυρία Χρυσάνθη Κωσταντακάτου-Ῥουτζούνη ἰδιοκτήτρια τοῦ μεγάρου Ὑπατία ἀφοῦ εἶδε κι ἀπόειδε καὶ θεώρησε ὅτι εἶναι λίαν ἀμπσοῦρντ ποιητικῶς τὸ λαοῦ θυμοσοφίας τσιτάτο ὅποιος ἀνακατεύεται μὲ τὰ πίτουρα τὸν τρῶνε οἱ κότες καὶ δὲν κατάλαβε τίποτε, πέρασε στὴν ἀντεπίθεση δημοσιεύοντας στὸ facebook τὰ ἑξῆς σοβαρότατα φαιδρά:
Κατ’ἀρχὰς στὸν συρφετὸ τῶν ἀλληλέγγυων στοὺς 300 μετανάστες (sic) ἀπεργοὺς πείνας (sic) ἀνῆκε καὶ ἡ κυρία Κωσταντακάτου-Ῥουτζούνη - ἡ παραχώρηση χώρου στοὺς ἀπεργοὺς πείνας (καραλὸλ καὶ sic) ἦταν μιὰ ἀποθέωση τῆς ἰδιωτικῆς πρωτοβουλίας· ἀλήθεια τοῦτο πῶς φάνηκε στοὺς κρατιστὲς τῆς Συριζᾶ καὶ τῶν ἄλλων κομμουνιστικῶν παραομάδων; Οὐδεὶς ὑποχρέωσε τὴν κυρία Κωσταντακάτου-Ῥουτζούνη νὰ κάνῃ ὅ,τι ἔκανε κι ἂν ἰσχυριστῇ ὅτι δὲν πίστευε πὼς δὲν θὰ ἄφηναν τὸ μέγαρο, πουτάνα οἱ ἀπεργοὶ πείνας (καραρὸφλ καὶ sic) δὲν θὰ τὴν πιστέψουμε.
Ἐν πάσῃ περιπτώσει, γιὰ τὸ ξεβράκωμα ποὺ ῥίχνει ἡ κα Κωσταντακάτου-Ῥουτζούνη, στοὺς μεταναστολάγνους, τῆς ἀξίζει ἕνα βαρβάτο ῥησπέκτ, μὰ γιατί ἄραγε βάζει σὲ εἰσαγωγικὰ τὸ ἀπεργοί; «…ενημερώστε τους συντρόφους σας εκ 'των απεργών', που υπεξαίρεσαν…». Μήπως ξέρει κάτι περισσότερο ἀπὸ μᾶς τοὺς κοινοί θνητοὶ οἱ ὁποῖοι ἄλλωστε δὲν διαβάσαμε καὶ κάποιες γνωματεύσεις ἰατρῶν στοὺς ὁποίους ἔσπευσαν οἱ πονεμένοι ἀπεργοὶ πείνας (καραρὸφλ καὶ sic) ;
Προφανῶς κάτι ξέρει διότι ἀπειλεῖ πὼς ἐὰν δὲν ἐπιστραφοῦν τὰ κλεμμένα (μαζὺ τὰ φάγατε) θὰ ἀνεβάσῃ τὰ σχετικὰ βίντεο στὸ γιουτιούμπι. Ἐὰν ὑλοποιήσῃ τὶς ἀπειλές της κι ἀνεβάσῃ τὰ βίντεο πάντως θὰ πρέπῃ νὰ βάλῃ θολωμένα πίξελς στὴν φίρμα τῶν συσκευασιῶν τῶν ντελίβερυ ποὺ κατέφθαναν τὶς νύχτες στὸ φεστιβὰλ ἀπεργίας πείνας (μπουχαχαχὰ καὶ sic) τῶν ταλαίπωρων μεταναστῶν. Ἔ, μὴν διαφημίζουμε καὶ τζάμπα τὸ ΤΑΚΑ ΤΑΚΑ ΜΑΜ!
ΥΓ: Δὲν ξέρω μήπως καὶ παίχτηκε καμιὰ ἐξέλιξη μέχρι τὰ τώρα ποὺ ἄρδην νὰ ἀλλάζῃ τὰ δεδόμενα…
Δευτέρα, Μαρτίου 28, 2011
Φιλί, γλυκειά μου;
Τὸ 1965, μαθητὴς στὴν δευτέρα Γυμνασίου ὤν, στὶς καλογριὲς μάλιστα, συμμετέσχον σὲ ἕνα πρωτοποριακὸ γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐγχείρημα. Στὰ πλαίσια σύσφιξης τῶν σχέσεων τῶν διαφορετικῶν (μὰ καὶ ἴσων!) πολιτισμῶν ἄρχισε μιὰ ἀνταλλαγὴ μαθητῶν μεταξὺ εὐρωπαϊκῶν σχολείων. Γιὰ λόγους ποὺ δὲν εἶναι τῆς παρούσης, τὸ δικό μου ἐπελέγη νὰ διασκελίσῃ τὸν ἁτλαντικὸ καὶ νὰ ἀρριβάρῃ στὸν Νέο Κόσμο - ὄχι στὸ Κουκάκι καλέ, στὶς ΗΠΑ. Ἐκεῖ, κάπου στὴν πολιτεία τοῦ Τέξας, γιὰ 15 ἰούλιες μέρες θὰ φιλοξενούμαστε σὲ μιὰν κώμη γιομάτη ῥέντνεκς.
Μὲ μπόλικες χημικὲς κάψουλες πρὸς ἀντιμετώπιση τῶν κρίσεων πανικοῦ (αἵτινες εἰσέτι μὲ ταλαιπωροῦν) πετάξαμε στὶς τρεῖς ἰούλιου ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸ (rip) καὶ φθάσαμε ξημερώματα τῆς ἐθνικῆς τους ἑορτῆς. Τσακώσαμε μιὰν ἀκόμα ντομέστικ πτήση καὶ ἀφίχθημεν ἀπόγευμα στὸν προορισμό μας, ἐν συνεχείᾳ, στὸν ξενώνα στὸν ὁποῖον θὰ γινόταν διαλογὴ καὶ ταξινόμηση γιὰ τὰ περαιτέρω - ἤμουν στὸ σπίτι ὅπου θὰ φιλοξενούμην γύρω στὶς ἔξι τὸ ἀπόγευμα. Ὡστόσο, ἕνεκα ἡ ἑορτή, δὲν μοῦ ἐδώθη ἡ δέουσα προσοχὴ ἀπὸ τοὺς ἀμφιτρύωνες, μιὰ πολύτεκνη οἰκογένεια κατ’ἀρχὰς συμπαθή. Γύρω στὶς ἑπτὰ τὸ ἀπόγευμα, ἔφυγαν γιομάτοι σημαῖες καὶ βαμμένοι στὰ χρώματα τῆς ἀστερόεσσας, μοῦ ἄφησαν τὰ κλειδιά, ζήτησαν νὰ μὴν ξεχάσω νὰ κλείσω τὸν θερμοσίφωνα ἀφοῦ θἄκανα μπάνιο καὶ μὲ ἕνα μπάνικο σόρρυ μπούκαραν στὸ ἀγροτικὸ ντότζ τους.
Βεβαιωθεὶς ὅτι εἶχαν φύγει, ἄρχισα νὰ σκαλίζω τὰ πάντα στὸ σαλόνι, στὴν κουζίνα καὶ στὸ ὑπνοδωμάτιο τοῦ ζεύγους, ἡ μήτηρ ἦταν (τώρα ποὺ τὴν καλοθυμᾶμαι μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια) ἕνα μιλφόνι σκέτος ἵμερος, ἔσταζε παύλα(sic) καὶ περισπωμένη, φυσικότατη ἡ πολυτεκνία τί νὰ λέμε τώρα, μὰ δὲν ἔπαιξα μὲ τὰ ἐσώρουχά της, δὲν εἶχα ἔτι ὡριμάσει σωματικῶς καὶ ἔτσι ἀσχολήθηκα μόνον μὲ τὸ φυστικοβούτυρο ἕνα πάτωμα πιὸ κάτω, στὴν κουζίνα. Εἶχα ὅμως μιὰν μικρούλα ταραχή, τὸ τζὲτ λὰνγκ δὲν μὲ ἄφηνε νὰ ἠρεμήσω γι’αὐτὸ καὶ βγῆκα στὴν βεράντα νὰ μὲ χτυπήσῃ τ’ ἀεράκι. Λικνίστηκα στὴν κούνια μπέλα τους μὰ χωρὶς νὰ τὸ θέλω, μοῦ φάνηκε πὼς κεῖ πίσω, πίσω μου ἦταν ἡ μήτηρ Κάρολ καὶ ἔσπρωχνε αὐτή, νόμισα πὼς ἐκείνη μὲ πιλάτευε σὲ ῥυθμοὺς κύλα – σταμάτα, κύλα – σταμάτα, κύλα – σταμάτα, πιὸ ἀργὰ πιὸ γρήγορα πιὸ δυνατὰ ναὶ ἦταν ξεκάθαρο, διατελοῦσα ἐν συγχύσει. Σηκώθηκα ἄμεσα καὶ κατέβηκα στὴν ἀυλή, τὸ ἕνα βῆμα ἔφερε τὸ ἄλλο καὶ προχωρώντας μπῆκα στὰ ὅρια ἑνὸς δασυλίου.
Ἡ ὥρα ἦταν προκεχωρημένη, οὕτως ἢ ἄλλως ὁ ἥλιος ψόφαγε ὁπότε κεῖ μέσα στὸ δασάκι τὰ πάντα ἦταν σκοτεινά. Τόσο ποὺ φαινόταν στὸ βάθος, ὅσο μποροῦσα νὰ διακρίνω ἐν μέσῳ θεόρατων φτερῶν μιὰ φωτεινὴ βράχου κούρμπα. Ἀκολούθησα τὸ φῶς καὶ χωρὶς φόβο προσέγγιζα. Φαίνεται ὅτι ἔγινα ἀντιληπτὸς καὶ ἡ φλόγα (διότι περὶ φλόγας ἐπρόκειτο) ἀπότομα ἔσβησε. Παρὰ ταῦτα δὲν σταμάτησα, ἤμουν κοντά, γρήγορα ἔφθασα στὸ μέρος ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο δύσκολα θὰ ἔχανες ἀφοῦ ὁ καπνὸς τῆς τέως φωτιᾶς ἦταν θαλερὸς καὶ τὸ γαλάζιο του φαινόταν στὶς ἔσχατες ἡλίου ἀκτίνες. Στάθηκα, ἀφικνούμενος στὸ ξέφωτο, μὲ ἔπαιρναν τὰ ντουμάνια τοῦ καπνοῦ καὶ κατάλαβα ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ ἕναν οἰωνεὶ βωμό, ψυλλιάστηκα δηλαδὴ μὰ κατάλαβα καὶ βεβαιώθηκα ὅτι ὄντως ἦταν τέτοιος ὅταν εἶδα ὀκλαδὸν λίγο ἀπόμερα ἕναν τυπὰ ποὺ νόμιζα ὅτι ὑπῆρχε μόνον στὶς ταινίες μὲ Γκάρυ Κοῦπερ, Τζὼν Γουέην καὶ Τζαίημς (ἄχ!) Στιούαρτ.
Ὁ ἱνδιάνος μὲ κύτταξε μέσα ἀπὸ τὰ καφετιὰ φτερὰ ποὺ περικύκλωναν τὸ σταχτὶ πρόσωπό του καὶ ῥώτησε σὲ χωρὶς ἐμπρόθετους προσδιορισμοὺς ἀγγλικὰ τίς ἤμην. Τοῦ ἐξήγησα ἐν τάχει καὶ χωρὶς νὰ ζητήσω ἄδεια κάθησα δίπλα του. Ἀντιληφθεὶς πὼς δὲν τοῦ ἀπειλοῦσα τὴν ἡσυχία ξανάβαλε φωτιὰ καὶ συνέχισε νὰ ψήνῃ κάτι μπιφτέκια θαρρῶ, μεγαλοπρεπέστερα τῶν ἡμετέρων. Ταχέως κατάλαβα ὅτι ἡ ἀμφίεσή του εἶχε νὰ κάνῃ μὲ τὴν ἡμέρα, ὁ σερίφης τῆς κομητείας εἶχε ζητήσει ἀπὸ ὅλους τοὺς ἐμπλεκομένους νὰ κάνουν ὅ,τι περνᾷ ἀπὸ τὸ χέρι τους ὥστε νὰ αἰσθανθοῦν τὰ νεοφερμένα μειράκια, ὁ ἀνθὸς τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, οἱ μέλλοντες τὴν τύχη τῆς χώρας τους κρατοῦντες, πλησιέστερα στὴν ὑφηλίῳ γνωστὴ εἰκόνα τῆς Ἀμερικῆς, στὰ στερεότυπά της θὰ ἔλεγα ἂν τότε γνώριζα τὴν λέξη. Ἒ κι ὁ ἱνδιάνος ἦταν μέρος αὐτῆς τῆς πρόζας, σὰν τοὺς ἰταλοὺς ντυμένους μονομάχους ἔξωθεν τοῦ κολοσσαίου ποὺ βλέποντες πῶς εἶναι γραμμένο τὸ ΡΩΜΗ στὸν ταξιδιωτικό σου ὁδηγὸ σοῦ λένε καλημέρα ἢ γκοῦτεν τάγκ. Μὲ κέρασε μπιφτεκάκι, ἤπιαμε καὶ μπύρα, δὲν σκέφτηκε κἂν νὰ μοῦ ζητήσῃ ταυτότητα ἐνῷ κι ἐγὼ τὸν τράταρα κάτι σέρτικα ἀγρινίου ζούλα περασμένα ἀπὸ τρία ἀεροδρόμια. Μὲ συμπάθησε ὅταν τοῦ ἀνέφερα ὅτι ἔρχομαι ἀπὸ Ἑλλάδα, ὄχι ὅτι ἤξερε τὸ παραμικρὸ ἀπὸ τὴν Ψωροκώσταινα μὰ τὸ ὄνομα ἔκανε ῥίμα μὲ κάτι μᾶλλον ἀγαπημένο του τὸ ὁποῖο ὅποτε σκεπτόταν χρησιμοποιοῦσε παρατατικὸ ἢ ἀόριστο χρόνο· δὲν μοῦ εἶπε λεπτομέρειες μὰ τὰ κατάλαβα ἀπὸ τὴν παραπονιάρα κλίση τοῦ κεφαλιοῦ του.
Μὲ συμπάθησε λοιπὸν καὶ ἄρχισε νὰ πολυλογῇ ἐπὶ παντὸς ἐπιστητοῦ. Τί γιὰ ντρόγκες, τί γιὰ ἀθλητικά, τί γιὰ ὑπουργεῖα, τί γιὰ γυναῖκες εἶπε (κάτι σύννεφα ἔσμιξαν ἀπότομα ἐκείνη τὴν στιγμὴ καὶ κάποιες βλάσφημες βροντὲς τάραξαν τὴν ὕπαιθρο) παραδόξως δὲν τὸν βαριόμουν. Κάποια στιγμὴ τὸ γύρισε καὶ στὴν βοτανολογία, στὰ φυτά. Ἀφοῦ μὲ ῥώτησε γιὰ τὸ ἂν μοῦ ἄρεσε τὸ μπιφτέκι κι ἐγὼ θετικῶς ἀπεκρίθην, τόνισε πὼς εἶναι τόσο γαμῶ ἐπειδὴ προσθέτει λίγο σκορδάκι ἀπὸ μιὰν πανάρχαια ποικιλία ἡ ὁποία ἔφθασε σ’αὐτὸν πάππου πρὸς πάππου (κατήγετο ἀπὸ τὴν φυλὴ τῶν Σακότα Σιοῦ). Θέλεις νὰ σοῦ δώκω; ῥώτησε, θέλω βέβαια καὶ τὸ ῥωτᾷς θεῖο; ἀντέτεινα καὶ συνέχισε: Θὰ σοῦ δώκω μόνον μιὰν σκελίδα μὰ μὴν τὴν χρησιμοποιήσῃς κατ’εὐθείαν γιὰ φαγητό, νὰ τὴν φυτέψῃς. Μὰ ἡ φύτευσις μικρέ, δὲν εἶναι τόσο ἁπλή, θὰ πρέπει νὰ ξεφλουδίσῃ τὰ σκληρὰ ἐπιφυλλίδια του σὲ μέρες χάσης τῆς σελήνης, μιὰ εἰκοσάχρονη παρθένος κόρη τὴν ὁποίαν καλὸν θἆναι ἐκείνη τὴν στιγμὴ νὰ γαργαλᾷς ὥστε συνταρασσομένη ἀπ’τὰ λιγωτικὰ γέλια τὰ νύχια της νὰ γδέρνουν ἀνεπαίσθητα τὴν σάρκα τῆς σκελίδος. Ἀπὸ ἐκεῖ ὁ σκόρδιος αἰθέρας θὰ μπορῇ πιὸ εὔκολα νὰ τρανέψῃ. Κατάλαβες;
Εἶχα καταλάβει, ναί. Βέβαια λίγο δύσκολα ὅπως τὰ ζητοῦσε, ἄντε νὰ ψάχνω εἰκοσάχρονες καὶ νὰ τὶς ῥωτῶ, συγγνώμη μήπως ἔχετε γεννηθῇ μεταξὺ 24 Αὐγούστου καὶ 22 Σεπτεμβρίου; ζόρικαι ἀπαιτήσεις, ἀλλὰ ἐν τάξει σὲ γενικὲς γραμμὲς εἶχα καταλάβει, μὰ ἐπίσης εἶχα καταλάβει ὅτι ὁ Τζερώνυμο ἦταν ὀλίγον μωρὲ μιὰ στάλα πολυλογάς, φοβόμουν πὼς θὰ μοῦ ἄρχιζε κουβέντα γιομάτη θεωρίες συνομωσίας καὶ δὲν θὰ εἴχαμε τελειωμό. Ἄσε ποὺ μὲ κούραζε μιὰ κενοδοξία του γιὰ τὸ ὅτι εἶναι ὕπατος μέγας γενικὸς ἐπιθεωρητὴς τῶν πιστῶν τοῦ Παμμεγίστου Μανιτοῦ καὶ ξέρει ἄπειρα ξόρκια. Σηκώθηκα κάπως κουμπωμένα εἶν’ἡ ἀλήθεια καὶ τοῦ ζήτησα συγγνώμη, ἔχω ξεκλείδωτα, εἶναι ἀναμμένος κι ὁ θερμοσίφωνας τόση ὥρα, θὰ μὲ γαμήσωσιν οἱ οἰκοδεσπόται… Θὰ ἀφήσω τὴν διεύθυνσή μου στὴν Κάρολ, μπορεῖς νὰ στείλῃς τὴν σκελίδα ὅποτε μπορέσῃς. Ἠγέρθη κι αὐτός, μ’ἀγκάλιασε μὲ ἕνα πομπῶδες ὕφος ποὺ νόμισα ὅτι θὰ μοῦ ζητοῦσε νὰ γίνουμε ἀδελφοποιτοί, ψιθύρισε κάτι σὲ μιὰν ἀκατάληπτον γλώττα καὶ ἐχωρίσθημεν.
Οἱ ἑπόμενες ἡμέρες κύλησαν σὲ βαρετὰ μαθήματα τὰ πρωινὰ καὶ σὲ εὔχαρες παραδόσεις τὰ ἀπογεύματα μὰ καὶ βράδια ἀπὸ τὴν Κάρολ ἡ ὁποία μὲ μύησε στὸν κόσμο τῆς ντροπῆς, ὅταν ὅλοι ἐκοιμῶντο. Στὶς 18 ἰουλίου ἤμουν στὸ JFK (sic) καὶ 18 ὧρες μετὰ στὸ ἑλληνικό. Δὲν θυμόμουν καθόλου τὴν φάση τῆς σκελίδας - ἄντε ἴσως λίγο τὸν Τζερώνυμο νὰ ἔφερνα στὸν νοῦ μου ὅποτε ἔβλεπα γουέστερν στὴν ΥΕΝΕΔ. Κι ἂν δὲν θυμόμουν τό σκορδάκι 20-30 ἡμέρες μετὰ ἀπὸ ταξιδάκι πῶς θὰ γινόταν νὰ τὸ θυμᾶμαι 20-30-45 χρόνια μετά;
Μέχρι ποὺ μιὰ ἑβδομάδα πρίν, ὅταν ἔσπευσα στὰ ΕΛΤΑ τῆς γειτονιᾶς γιὰ τὴν κατάθεση χρημάτων στὸν φιλοτελικὸ λογαριασμό μου, μὲ κάλεσε μέσα ὁ διευθυντής. Ἀνέλαβε ἕνα γλοιῶδες χαμόγελο, ἀναφέρθηκε στὴν οἰκονομικὴ κρίση ἡ ὁποία ἔχει ἀποσυντονίσει τοὺς μηχανισμοὺς καὶ τὴν κατὰ τὰ δέοντα εὔρυθμον λειτουργίαν των καὶ τελικὰ μοῦ παρέδωσε ἕναν φάκελλο 46 ἔτη μετά. Δὲν πῆγε τὸ μυαλό μου οὔτε ὅταν ἄδραξα τὸν φάκελλο ὁ ὁποῖος εἶχε μερικὰ σβολαράκια μέσα, οὔτε κἂν ὅταν εἶδα σφραγίδα EMS καὶ ἀγγλικὰ στὸ πεδίον ἄνω ἀριστερά. Στὸ σπίτι τὸν ἄνοιξα καὶ εἶδα τέσσερις σκελίδες σκόρδου οἱ ὁποῖες δὲν ἔδειχναν καθόλου γιὰ 46χρονες - εἶδες γιὰ νὰ ἔχῃς βύσμα τὸν Μεγάλο Μανιτοῦ; Συγκινήθηκα σὲ βαθμὸ ἐπικίνδυνο γιὰ μιὰν ἀορτὴ τῆς καρδιᾶς μου (εὐτυχῶς ποὺ δὲν μὲ εἶδε ἡ κωλόγρια γιὰ νὰ γκρινιάξῃ καὶ καλὰ γιὰ τὴν ὑγίεια μου) καὶ θυμήθηκα τὸν καλό μου τὸν Τζερώνυμο, εἶχε στείλει τέσσερις ἀντὶ μιᾶς σκελίδος! Στενοχωρήθην ποὺ ἀδίκως θὰ περίμενε μιὰν εὐχαριστήρια ἀπάντηση τὴν ὁποίαν οὐδέποτε ἔλαβε ἀπὸ τὸν ἀχάριστο Γραικό· τώρα θὰ ἦταν ἀργὰ φυσικά, θὰ ἔχῃ πρὸ πολλοῦ ταξιδέψῃ καὶ πλέον θὰ παίζῃ μπαρμπούτι καὶ κολτσίνα μὲ τὸν Μεγάλο Μανιτοῦ.
Στὸ μεσημβρινὸ γεῦμα ἔχυσα λίγο κρασὶ σπονδικῶς τε κι εὐχαριστηρίως γιὰ τὴν ψυχή του Τζερώνυμο καὶ ἀφοῦ ἀκολούθησα (τὸ ἑπόμενο πρωὶ) ὅλες τὶς πρὸς στάνταρ εὐδοκίμηση ὁδηγίες του, φύτεψα τὰ σκορδάκια.
Σήμερα 28 Μαρτίου 2011, τί καλά! τὰ εἶδα νὰ ἄνω θρώσκουν!
Μὲ μπόλικες χημικὲς κάψουλες πρὸς ἀντιμετώπιση τῶν κρίσεων πανικοῦ (αἵτινες εἰσέτι μὲ ταλαιπωροῦν) πετάξαμε στὶς τρεῖς ἰούλιου ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸ (rip) καὶ φθάσαμε ξημερώματα τῆς ἐθνικῆς τους ἑορτῆς. Τσακώσαμε μιὰν ἀκόμα ντομέστικ πτήση καὶ ἀφίχθημεν ἀπόγευμα στὸν προορισμό μας, ἐν συνεχείᾳ, στὸν ξενώνα στὸν ὁποῖον θὰ γινόταν διαλογὴ καὶ ταξινόμηση γιὰ τὰ περαιτέρω - ἤμουν στὸ σπίτι ὅπου θὰ φιλοξενούμην γύρω στὶς ἔξι τὸ ἀπόγευμα. Ὡστόσο, ἕνεκα ἡ ἑορτή, δὲν μοῦ ἐδώθη ἡ δέουσα προσοχὴ ἀπὸ τοὺς ἀμφιτρύωνες, μιὰ πολύτεκνη οἰκογένεια κατ’ἀρχὰς συμπαθή. Γύρω στὶς ἑπτὰ τὸ ἀπόγευμα, ἔφυγαν γιομάτοι σημαῖες καὶ βαμμένοι στὰ χρώματα τῆς ἀστερόεσσας, μοῦ ἄφησαν τὰ κλειδιά, ζήτησαν νὰ μὴν ξεχάσω νὰ κλείσω τὸν θερμοσίφωνα ἀφοῦ θἄκανα μπάνιο καὶ μὲ ἕνα μπάνικο σόρρυ μπούκαραν στὸ ἀγροτικὸ ντότζ τους.
Βεβαιωθεὶς ὅτι εἶχαν φύγει, ἄρχισα νὰ σκαλίζω τὰ πάντα στὸ σαλόνι, στὴν κουζίνα καὶ στὸ ὑπνοδωμάτιο τοῦ ζεύγους, ἡ μήτηρ ἦταν (τώρα ποὺ τὴν καλοθυμᾶμαι μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια) ἕνα μιλφόνι σκέτος ἵμερος, ἔσταζε παύλα(sic) καὶ περισπωμένη, φυσικότατη ἡ πολυτεκνία τί νὰ λέμε τώρα, μὰ δὲν ἔπαιξα μὲ τὰ ἐσώρουχά της, δὲν εἶχα ἔτι ὡριμάσει σωματικῶς καὶ ἔτσι ἀσχολήθηκα μόνον μὲ τὸ φυστικοβούτυρο ἕνα πάτωμα πιὸ κάτω, στὴν κουζίνα. Εἶχα ὅμως μιὰν μικρούλα ταραχή, τὸ τζὲτ λὰνγκ δὲν μὲ ἄφηνε νὰ ἠρεμήσω γι’αὐτὸ καὶ βγῆκα στὴν βεράντα νὰ μὲ χτυπήσῃ τ’ ἀεράκι. Λικνίστηκα στὴν κούνια μπέλα τους μὰ χωρὶς νὰ τὸ θέλω, μοῦ φάνηκε πὼς κεῖ πίσω, πίσω μου ἦταν ἡ μήτηρ Κάρολ καὶ ἔσπρωχνε αὐτή, νόμισα πὼς ἐκείνη μὲ πιλάτευε σὲ ῥυθμοὺς κύλα – σταμάτα, κύλα – σταμάτα, κύλα – σταμάτα, πιὸ ἀργὰ πιὸ γρήγορα πιὸ δυνατὰ ναὶ ἦταν ξεκάθαρο, διατελοῦσα ἐν συγχύσει. Σηκώθηκα ἄμεσα καὶ κατέβηκα στὴν ἀυλή, τὸ ἕνα βῆμα ἔφερε τὸ ἄλλο καὶ προχωρώντας μπῆκα στὰ ὅρια ἑνὸς δασυλίου.
Ἡ ὥρα ἦταν προκεχωρημένη, οὕτως ἢ ἄλλως ὁ ἥλιος ψόφαγε ὁπότε κεῖ μέσα στὸ δασάκι τὰ πάντα ἦταν σκοτεινά. Τόσο ποὺ φαινόταν στὸ βάθος, ὅσο μποροῦσα νὰ διακρίνω ἐν μέσῳ θεόρατων φτερῶν μιὰ φωτεινὴ βράχου κούρμπα. Ἀκολούθησα τὸ φῶς καὶ χωρὶς φόβο προσέγγιζα. Φαίνεται ὅτι ἔγινα ἀντιληπτὸς καὶ ἡ φλόγα (διότι περὶ φλόγας ἐπρόκειτο) ἀπότομα ἔσβησε. Παρὰ ταῦτα δὲν σταμάτησα, ἤμουν κοντά, γρήγορα ἔφθασα στὸ μέρος ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο δύσκολα θὰ ἔχανες ἀφοῦ ὁ καπνὸς τῆς τέως φωτιᾶς ἦταν θαλερὸς καὶ τὸ γαλάζιο του φαινόταν στὶς ἔσχατες ἡλίου ἀκτίνες. Στάθηκα, ἀφικνούμενος στὸ ξέφωτο, μὲ ἔπαιρναν τὰ ντουμάνια τοῦ καπνοῦ καὶ κατάλαβα ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ ἕναν οἰωνεὶ βωμό, ψυλλιάστηκα δηλαδὴ μὰ κατάλαβα καὶ βεβαιώθηκα ὅτι ὄντως ἦταν τέτοιος ὅταν εἶδα ὀκλαδὸν λίγο ἀπόμερα ἕναν τυπὰ ποὺ νόμιζα ὅτι ὑπῆρχε μόνον στὶς ταινίες μὲ Γκάρυ Κοῦπερ, Τζὼν Γουέην καὶ Τζαίημς (ἄχ!) Στιούαρτ.
Ὁ ἱνδιάνος μὲ κύτταξε μέσα ἀπὸ τὰ καφετιὰ φτερὰ ποὺ περικύκλωναν τὸ σταχτὶ πρόσωπό του καὶ ῥώτησε σὲ χωρὶς ἐμπρόθετους προσδιορισμοὺς ἀγγλικὰ τίς ἤμην. Τοῦ ἐξήγησα ἐν τάχει καὶ χωρὶς νὰ ζητήσω ἄδεια κάθησα δίπλα του. Ἀντιληφθεὶς πὼς δὲν τοῦ ἀπειλοῦσα τὴν ἡσυχία ξανάβαλε φωτιὰ καὶ συνέχισε νὰ ψήνῃ κάτι μπιφτέκια θαρρῶ, μεγαλοπρεπέστερα τῶν ἡμετέρων. Ταχέως κατάλαβα ὅτι ἡ ἀμφίεσή του εἶχε νὰ κάνῃ μὲ τὴν ἡμέρα, ὁ σερίφης τῆς κομητείας εἶχε ζητήσει ἀπὸ ὅλους τοὺς ἐμπλεκομένους νὰ κάνουν ὅ,τι περνᾷ ἀπὸ τὸ χέρι τους ὥστε νὰ αἰσθανθοῦν τὰ νεοφερμένα μειράκια, ὁ ἀνθὸς τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, οἱ μέλλοντες τὴν τύχη τῆς χώρας τους κρατοῦντες, πλησιέστερα στὴν ὑφηλίῳ γνωστὴ εἰκόνα τῆς Ἀμερικῆς, στὰ στερεότυπά της θὰ ἔλεγα ἂν τότε γνώριζα τὴν λέξη. Ἒ κι ὁ ἱνδιάνος ἦταν μέρος αὐτῆς τῆς πρόζας, σὰν τοὺς ἰταλοὺς ντυμένους μονομάχους ἔξωθεν τοῦ κολοσσαίου ποὺ βλέποντες πῶς εἶναι γραμμένο τὸ ΡΩΜΗ στὸν ταξιδιωτικό σου ὁδηγὸ σοῦ λένε καλημέρα ἢ γκοῦτεν τάγκ. Μὲ κέρασε μπιφτεκάκι, ἤπιαμε καὶ μπύρα, δὲν σκέφτηκε κἂν νὰ μοῦ ζητήσῃ ταυτότητα ἐνῷ κι ἐγὼ τὸν τράταρα κάτι σέρτικα ἀγρινίου ζούλα περασμένα ἀπὸ τρία ἀεροδρόμια. Μὲ συμπάθησε ὅταν τοῦ ἀνέφερα ὅτι ἔρχομαι ἀπὸ Ἑλλάδα, ὄχι ὅτι ἤξερε τὸ παραμικρὸ ἀπὸ τὴν Ψωροκώσταινα μὰ τὸ ὄνομα ἔκανε ῥίμα μὲ κάτι μᾶλλον ἀγαπημένο του τὸ ὁποῖο ὅποτε σκεπτόταν χρησιμοποιοῦσε παρατατικὸ ἢ ἀόριστο χρόνο· δὲν μοῦ εἶπε λεπτομέρειες μὰ τὰ κατάλαβα ἀπὸ τὴν παραπονιάρα κλίση τοῦ κεφαλιοῦ του.
Μὲ συμπάθησε λοιπὸν καὶ ἄρχισε νὰ πολυλογῇ ἐπὶ παντὸς ἐπιστητοῦ. Τί γιὰ ντρόγκες, τί γιὰ ἀθλητικά, τί γιὰ ὑπουργεῖα, τί γιὰ γυναῖκες εἶπε (κάτι σύννεφα ἔσμιξαν ἀπότομα ἐκείνη τὴν στιγμὴ καὶ κάποιες βλάσφημες βροντὲς τάραξαν τὴν ὕπαιθρο) παραδόξως δὲν τὸν βαριόμουν. Κάποια στιγμὴ τὸ γύρισε καὶ στὴν βοτανολογία, στὰ φυτά. Ἀφοῦ μὲ ῥώτησε γιὰ τὸ ἂν μοῦ ἄρεσε τὸ μπιφτέκι κι ἐγὼ θετικῶς ἀπεκρίθην, τόνισε πὼς εἶναι τόσο γαμῶ ἐπειδὴ προσθέτει λίγο σκορδάκι ἀπὸ μιὰν πανάρχαια ποικιλία ἡ ὁποία ἔφθασε σ’αὐτὸν πάππου πρὸς πάππου (κατήγετο ἀπὸ τὴν φυλὴ τῶν Σακότα Σιοῦ). Θέλεις νὰ σοῦ δώκω; ῥώτησε, θέλω βέβαια καὶ τὸ ῥωτᾷς θεῖο; ἀντέτεινα καὶ συνέχισε: Θὰ σοῦ δώκω μόνον μιὰν σκελίδα μὰ μὴν τὴν χρησιμοποιήσῃς κατ’εὐθείαν γιὰ φαγητό, νὰ τὴν φυτέψῃς. Μὰ ἡ φύτευσις μικρέ, δὲν εἶναι τόσο ἁπλή, θὰ πρέπει νὰ ξεφλουδίσῃ τὰ σκληρὰ ἐπιφυλλίδια του σὲ μέρες χάσης τῆς σελήνης, μιὰ εἰκοσάχρονη παρθένος κόρη τὴν ὁποίαν καλὸν θἆναι ἐκείνη τὴν στιγμὴ νὰ γαργαλᾷς ὥστε συνταρασσομένη ἀπ’τὰ λιγωτικὰ γέλια τὰ νύχια της νὰ γδέρνουν ἀνεπαίσθητα τὴν σάρκα τῆς σκελίδος. Ἀπὸ ἐκεῖ ὁ σκόρδιος αἰθέρας θὰ μπορῇ πιὸ εὔκολα νὰ τρανέψῃ. Κατάλαβες;
Εἶχα καταλάβει, ναί. Βέβαια λίγο δύσκολα ὅπως τὰ ζητοῦσε, ἄντε νὰ ψάχνω εἰκοσάχρονες καὶ νὰ τὶς ῥωτῶ, συγγνώμη μήπως ἔχετε γεννηθῇ μεταξὺ 24 Αὐγούστου καὶ 22 Σεπτεμβρίου; ζόρικαι ἀπαιτήσεις, ἀλλὰ ἐν τάξει σὲ γενικὲς γραμμὲς εἶχα καταλάβει, μὰ ἐπίσης εἶχα καταλάβει ὅτι ὁ Τζερώνυμο ἦταν ὀλίγον μωρὲ μιὰ στάλα πολυλογάς, φοβόμουν πὼς θὰ μοῦ ἄρχιζε κουβέντα γιομάτη θεωρίες συνομωσίας καὶ δὲν θὰ εἴχαμε τελειωμό. Ἄσε ποὺ μὲ κούραζε μιὰ κενοδοξία του γιὰ τὸ ὅτι εἶναι ὕπατος μέγας γενικὸς ἐπιθεωρητὴς τῶν πιστῶν τοῦ Παμμεγίστου Μανιτοῦ καὶ ξέρει ἄπειρα ξόρκια. Σηκώθηκα κάπως κουμπωμένα εἶν’ἡ ἀλήθεια καὶ τοῦ ζήτησα συγγνώμη, ἔχω ξεκλείδωτα, εἶναι ἀναμμένος κι ὁ θερμοσίφωνας τόση ὥρα, θὰ μὲ γαμήσωσιν οἱ οἰκοδεσπόται… Θὰ ἀφήσω τὴν διεύθυνσή μου στὴν Κάρολ, μπορεῖς νὰ στείλῃς τὴν σκελίδα ὅποτε μπορέσῃς. Ἠγέρθη κι αὐτός, μ’ἀγκάλιασε μὲ ἕνα πομπῶδες ὕφος ποὺ νόμισα ὅτι θὰ μοῦ ζητοῦσε νὰ γίνουμε ἀδελφοποιτοί, ψιθύρισε κάτι σὲ μιὰν ἀκατάληπτον γλώττα καὶ ἐχωρίσθημεν.
Οἱ ἑπόμενες ἡμέρες κύλησαν σὲ βαρετὰ μαθήματα τὰ πρωινὰ καὶ σὲ εὔχαρες παραδόσεις τὰ ἀπογεύματα μὰ καὶ βράδια ἀπὸ τὴν Κάρολ ἡ ὁποία μὲ μύησε στὸν κόσμο τῆς ντροπῆς, ὅταν ὅλοι ἐκοιμῶντο. Στὶς 18 ἰουλίου ἤμουν στὸ JFK (sic) καὶ 18 ὧρες μετὰ στὸ ἑλληνικό. Δὲν θυμόμουν καθόλου τὴν φάση τῆς σκελίδας - ἄντε ἴσως λίγο τὸν Τζερώνυμο νὰ ἔφερνα στὸν νοῦ μου ὅποτε ἔβλεπα γουέστερν στὴν ΥΕΝΕΔ. Κι ἂν δὲν θυμόμουν τό σκορδάκι 20-30 ἡμέρες μετὰ ἀπὸ ταξιδάκι πῶς θὰ γινόταν νὰ τὸ θυμᾶμαι 20-30-45 χρόνια μετά;
Μέχρι ποὺ μιὰ ἑβδομάδα πρίν, ὅταν ἔσπευσα στὰ ΕΛΤΑ τῆς γειτονιᾶς γιὰ τὴν κατάθεση χρημάτων στὸν φιλοτελικὸ λογαριασμό μου, μὲ κάλεσε μέσα ὁ διευθυντής. Ἀνέλαβε ἕνα γλοιῶδες χαμόγελο, ἀναφέρθηκε στὴν οἰκονομικὴ κρίση ἡ ὁποία ἔχει ἀποσυντονίσει τοὺς μηχανισμοὺς καὶ τὴν κατὰ τὰ δέοντα εὔρυθμον λειτουργίαν των καὶ τελικὰ μοῦ παρέδωσε ἕναν φάκελλο 46 ἔτη μετά. Δὲν πῆγε τὸ μυαλό μου οὔτε ὅταν ἄδραξα τὸν φάκελλο ὁ ὁποῖος εἶχε μερικὰ σβολαράκια μέσα, οὔτε κἂν ὅταν εἶδα σφραγίδα EMS καὶ ἀγγλικὰ στὸ πεδίον ἄνω ἀριστερά. Στὸ σπίτι τὸν ἄνοιξα καὶ εἶδα τέσσερις σκελίδες σκόρδου οἱ ὁποῖες δὲν ἔδειχναν καθόλου γιὰ 46χρονες - εἶδες γιὰ νὰ ἔχῃς βύσμα τὸν Μεγάλο Μανιτοῦ; Συγκινήθηκα σὲ βαθμὸ ἐπικίνδυνο γιὰ μιὰν ἀορτὴ τῆς καρδιᾶς μου (εὐτυχῶς ποὺ δὲν μὲ εἶδε ἡ κωλόγρια γιὰ νὰ γκρινιάξῃ καὶ καλὰ γιὰ τὴν ὑγίεια μου) καὶ θυμήθηκα τὸν καλό μου τὸν Τζερώνυμο, εἶχε στείλει τέσσερις ἀντὶ μιᾶς σκελίδος! Στενοχωρήθην ποὺ ἀδίκως θὰ περίμενε μιὰν εὐχαριστήρια ἀπάντηση τὴν ὁποίαν οὐδέποτε ἔλαβε ἀπὸ τὸν ἀχάριστο Γραικό· τώρα θὰ ἦταν ἀργὰ φυσικά, θὰ ἔχῃ πρὸ πολλοῦ ταξιδέψῃ καὶ πλέον θὰ παίζῃ μπαρμπούτι καὶ κολτσίνα μὲ τὸν Μεγάλο Μανιτοῦ.
Στὸ μεσημβρινὸ γεῦμα ἔχυσα λίγο κρασὶ σπονδικῶς τε κι εὐχαριστηρίως γιὰ τὴν ψυχή του Τζερώνυμο καὶ ἀφοῦ ἀκολούθησα (τὸ ἑπόμενο πρωὶ) ὅλες τὶς πρὸς στάνταρ εὐδοκίμηση ὁδηγίες του, φύτεψα τὰ σκορδάκια.
Σήμερα 28 Μαρτίου 2011, τί καλά! τὰ εἶδα νὰ ἄνω θρώσκουν!
Σάββατο, Μαρτίου 26, 2011
Καμμία ἀντίρρηση ὡς πρὸς τὸ νούμερο, ἔτσι δὲν εἶναι;
(…)
«Σκορπιός!» καὶ νὰ πέφτῃ δίπλα μου, νὰ ἁρπάζῃ μὲ τὰ χέρια του ἕναν μεγάλο σβόλο κι ὅλα γίνανε τόσο ξαφνικὰ καὶ γρήγορα, ποὺ δὲν πρόφτασα κἂν νὰ ἀνασηκωθῶ, γύρισα μόνο τὸ κεφάλι μου δεξιὰ καὶ ὁ Λυσίμαχος ἤτανε ἤδη πεσμένος δίπλα μου, μπρούμυτα, μὲ τὰ χέρια τεντωμένα μπροστά, κρατώντας μὲ τὶς χοῦφτες του τὸν σβόλο, μὲ τὸ κεφάλι ἀνάμεσα στὰ τεντωμένα χέρια, μὲ τὸ μοῦτρο μὲς στὰ χώματα (τὸ καπέλο του εἶχε πέσει καὶ κύλησε δίπλα) καὶ πρὶν προλάβω νὰ πῶ, ἢ νὰ κάνω τίποτα, ὁ Λυσίμαχος στράφηκε πρὸς τὴν μεριά μου, μισοανασηκώνοντας τὸ κεφάλι του, ἔτσι ποὺ ὁ δεξιός του ὦμος τοῦ ἔκρυβε τὸ πηγούνι καὶ τὸ πρόσωπό του ἤτανε κατάχλωμο καὶ τὸ στόμα του στράβωσε ἀπ’τὸν πόνο, μὰ μέσα σ’ἐκεῖνον τὸν μορφασμό, διέκρινα καθαρὰ τὸ περήφανο χαμόγελό του, μοῦ χαμογέλασε θυμᾶμαι ὁ Λυσίμαχος, ἔβγαλε μὲ τὸ ἀριστερό του χέρι τὸ κυάνιο ἀπ’τὴν τσέπη του, τὸ κατάπιε καὶ ξανάφησε τὸ κεφάλι του νὰ πέσῃ ἀνάμεσα στὰ χέρια του, νὰ ξαναπέσῃ τὸ ἤδη σκονισμένο πρόσωπό του μὲς στὰ χώματα, πρὶν προλάβω νὰ ἀντιδράσω καὶ ἡ μόνη σκέψη ποὺ μοῦ πέρασε τὴν στιγμὴ ἐκείνη ἀπ’τὸ μυαλό, ἤτανε νὰ σηκωθῶ καὶ νὰ σταθῶ προσοχή, νὰ τὸν χαιρετήσω στρατιωτικὰ καὶ ὅλο τὸ σκεφτόμουνα καὶ ὅλο ἔμενα ἀσάλευτος στὴν θέση μου, βλέποντάς με νὰ σηκώνουμαι καὶ νὰ στέκω προσοχὴ κι ὕστερα βλέποντάς με νὰ σηκώνουμαι, νὰ σκύβω, νὰ παίρνω τὸ καπέλο μου δίπλα ἀπ’τὴν ἐλιὰ (τὸ εἶχα βγάλει κουβεντιάζοντας μὲ τὸν Λυσίμαχο καὶ τὸ εἶχα ἀφήσει κατάχαμα) νὰ φοράω τὸ καπέλο μου, νὰ στέκω καὶ νὰ φέρνω τὰ δάκτυλα τοῦ δεξιοῦ μου χεριοῦ στὸ πλατύγυρο ψαθὶ καὶ ὕστερα βλέποντάς με νὰ φοράω τὸ καπέλο μου πρὶν σηκωθῶ καὶ νὰ σηκώνουμαι, νὰ στέκουμαι προσοχὴ καὶ νὰ τὸν χαιρετάω, μὰ τελικὰ σηκώθηκα, ἀφήνοντας τὸ καπέλο μου κεῖ δίπλα στὴν ἐλιά, πεσμένο ὡς ἤτανε ἀνάποδα, σηκώθηκα ἔσκαψα τὸν λάκκο, ἔγδυσα τὸν Λυσίμαχο (στὴν Μεγάλη Λίμνη, ὅταν γδυνόμασταν βιαστικὰ νὰ πέσουμε στὸ νερὸ μιὰ ὥρα ἀρχύτερα, ὅταν ἔβγαλε ὁ Λυσίμαχος τὸ πουκάμισό του, εἶδα νὰ κρέμεται στὸ στῆθος του ἕνας μικρὸς ξύλινος σταυρὸς καὶ ὁ Λυσίμαχος τὸ εἶδε πὼς τὸν εἶδα καὶ ἅρπαξε τὸν μικρὸ σταυρὸ μὲ τὸ δεξί του χέρι, ἔσπασε τὸν σπάγκο τραβώντας τον ἀπότομα, ἔκρυψε τὸν μικρὸ σταυρὸ στὴν τσέπη τοῦ παντελονιοῦ του, ἀφοῦ πρῶτα ἔκανε μιὰν κίνηση σὰν νἄθελε νὰ τὸν πετάξῃ, μὰ τὸ μετάνοιωσε, πετώντας τον στὰ ἀραιὰ βοῦρλα κάποιος ἄλλος θὰ μποροῦσε νὰ τὸν δῇ, μοῦ χαμογέλασε ἔνοχα τότε ὁ Λυσίμαχος καὶ τώρα δὲν τὸν βρῆκα τὸν μικρὸ σταυρό, δὲν ἦταν σὲ καμιά του τσέπη καὶ τὸν ἔθαψα ἐκεῖ τὸν Λυσίμαχο καὶ ἤμουν ἔτοιμος νὰ ξαναπάω τὸ φτυάρι στὸ κάρο, μὰ σκέφθηκα πὼς δὲν θὰ μοῦ χρειαζόταν πιά, δὲν θὰ ’σκαβα βέβαια ἐγὼ τὸν τάφο μου καὶ ὅποιος, ἢ ὅποιοι καταπιανόντουσαν μ’αὐτὴ τὴν δουλειά, ἂς κόβαν τὸ λαιμό τους νὰ βροῦνε ἐργαλεῖα καὶ βύθισα λοιπὸν τὸ φτυάρι μὲς στὸ νιοσκαμμένο χῶμα, πατώντας το μὲ τὸ πόδι μου, ἔτσι ποὺ τὸ στειλιάρι ἀπόμεινε κατακόρυφο, πάνω ἀκριβῶς ἀπ’τὸ κεφάλι τοῦ Λυσίμαχου καὶ τὸ στειλιάρι ἤταν ἀπὸ κεῖνα τὰ κοντὰ στειλιάρια, ποὺ ἔχουνε στὴν ἄκρη τους μιὰ λαβή, σὲ σχῆμα ταῦ)
(…)
Ἔνωση!
Στὸ in.gr διαβάζω πὼς Δεκάδες περιστατικά επιθέσεων κατά μεταναστών, τα οποία καταλήγουν σε νοσηλεία των θυμάτων, έχουν συμβεί το τελευταίο τρίμηνο στα δυτικά προάστια των Αθηνών και συγκεκριμένα τη Νίκαια, τον Ρέντη και τον Κορυδαλλό.
Σύμφωνα με καταγγελίες εκπροσώπων της Πακιστανικής Κοινότητας Ελλάδος, της Κίνησης ‘Ενωμένοι Ενάντια στο Ρατσισμό και τη Φασιστική Απειλή’ και της Ένωσης Μεταναστών Εργατών, 60 αλλοδαποί έχουν νοσηλευθεί το τελευταίο τρίμηνο, ύστερα από επιθέσεις που έχουν δεχθεί και έχουν καταγγείλει στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής.
Όπως αναφέρθηκε σε συνέντευξη Τύπου, οι θύτες είναι νέοι ανθρώποι ηλικίας 15-20 ετών που επιδίδονται σε ακραίες πράξεις βίας και κλοπές (χρήματα και κινητά) εναντίον εγχρώμων.
Οι μετανάστες δηλώνουν ότι τα περιστατικά σε βάρος τους είναι δεκάδες και για τον λόγο αυτό, την Τετάρτη εκπρόσωποί τους θα συναντηθούν με τον δήμαρχο Νίκαιας-Ρέντη, Γιώργο Ιωακειμίδη, ενώ προτίθενται να απευθυνθούν και σε άλλους δημάρχους, αλλά και βουλευτές.
Οἱ ἐκπροσῶποι τῆς πακιστανικῆς κοινότητας Ἑλλάδος (sic) μαζὺ μὲ τὴν κίνηση ἑνωμένοι ἐνάντια στὸν ῥατσισμὸ καὶ τὴν φασιστικὴ ἀπειλὴ καὶ μαζὺ μὲ τὴν ἔνωση μεταναστῶνε ἐργατῶνε, καταγγέλλουν ὅτι ἐξῆντα (οὔτε 59 μὰ οὔτε καὶ 61, τί σύμπτωση αὐτὴ ἡ στρογγυλάδα! – μήπως μάλιστα στὸ διάστημα τῆς συλλογῆς τῶν στατιστικῶνε μέχρι τὴν πραγμάτωση τῆς συνέντευξης τύπου ὑπῆρξε κι ἄλλο περιστατικό;) ἔγχρωμοι ὑπῆρξαν θύματα ἐπίθεσης ἀπὸ νεαρούς.
Βλέποντας τὴν φῶτο, δὲν διακρίνω ὅμως κανέναν ὑποσαχάριο ἀφρικανό· οἱ ὄπισθεν τῆς τραπέζης εἶναι ὅλοι εἴτε χαλκόχρωμοι ἀλλοδαποὶ (ὅπως ὁ τέταρτος ἐξ ἀριστερῶν μουσάτος κύριος μὲ τὴν εὐγενὴ φυσιογνωμία ἡ ὁποία ἀπέχει παρασάγγας ἀπὸ τὶς ἀντίστοιχες κάποιων οἱ ὁποῖοι κάνουν «λιπαναρρόφηση» στὶς κλειτορίδες κοριτσιῶν σὲ Νιγηρίες θαρρῶ) εἴτε μελαχρινοειδεῖς τουρκοσλαβαλλαριχαλβανόσποροι ἑλληνόφωνες ὅπως ὁ κύριος στὸ πράσινο μπλουζάκι, δεύτερος ἐξ ἀριστερῶν στὸ χαρίεν πάνελ.
Θὰ πρέπῃ λοιπὸν οἱ κύριοι ποὺ δικαίως διαμαρτύρωνται ἐπειδὴ κάποιοι ἀλῆτες τοὺς (sic) χτυπᾶνε καὶ τοὺς (sic) ληστεύουν νὰ ἐξετάσουν τὰ μέσα τους, νὰ κάνουν τὴν αὐτοκριτική τους καὶ νὰ ξεριζώσουν πρῶτα αὐτοὶ (δεχόμενοι στοὺς κόλπους τους ἀφρικανοὺς π.χ.) τὸ ζιζάνιο τῶν προκαταλήψεων καὶ μετὰ νὰ προσπαθοῦν νὰ κάνουν τὴν ἑλληνικὴ κοινωνία νὰ νοιώσῃ ἄσχημα διότι μπλὰ μπλὰ μπλὰ μπλὰ μπλὰ μπλὰ μπλὰ μπλὰ μπλὰ μπλὰ μπλὰ μπλά.
Κυριακή, Μαρτίου 20, 2011
ἂν πιάνουν τὰ χέρια του...
Ἀπόγευμα Σαββάτου, ἀκριβῶς στὸ λυκόφως πάνω ἢ τὸ λυκαυγές; πῶς τὸ λένε καὶ ποῦ πάει ὁ τονός (sic) του κιόλας, γαμῶ τὸ τῆς τρίτης δημοτικοῦ πτυχίο μου, ἡ ἀνεψιὰ εἶχε ῥαντεβοὺ μὲ τὸν ἰατρό της γιὰ τὴν ἔκτη της ἄμβλωση φέτο [2010 Κ.Χ. (sic)] καὶ μοῦ ζήτησε νὰ κάτσω στὸ πόδι της στὸ ψιλικατζίδικο. Στὴν ἀρχὴ δὲν τὴν πολυκατάλαβα, νόμισα ὅτι ἤθελε νὰ καθήσω στὰ πόδια της ὥστε νὰ παραμείνουν ἐπὶ τέλους κλειστὰ καὶ νὰ ἀποφευθοῦν περαιτέρω γονιμοποιήσεις ἀλλὰ στὸ θεῖοοοο, συγκεντρώσουυυυυ, τῷ ὄντι! συγκεντρώθηκα καὶ κατάλαβα.
Καθόλου δὲν μὲ χαλοῦσε ποὺ θὰ καθόμανε 4-5 ὧρες στὸ μαγαζί, γαμῶ θὰ ἤντουνα, τῆς κάνω τρελλὸ λογαριασμό, τοὐλάχιστον τριψήφιο νουμεράκι σὲ εὐρώ. Στὶς ὧρες αὐτὲς τσακίζω δυὸ γαριδάκια, δύο πακοτίνια κι ἄλλα τόσα πιτσίνια. Στὸ ἐνδιάμεσο αὐτῶν φυσικά, ἀπὸ μιὰ κόκα κόλα. Σερενάτες ντὰμπλ, σοκοφρέτες μὲ φουντούκι μὰ καὶ συμβατικὲς (ὦν οὐκ ἔσται ἀριθμός, ποτὲ δὲν θυμᾶμαι πόσες ἐξαϋλώνω) εὐάριθμες συσκευασίες φερρέρο ῥοσέ, ἑπτὰ αὐγουλάκια κίντερ (ἂν δῇτε τὴν συλλογή μου ἀπὸ τὰ παιγνιδάκια μου, θὰ πάθουτε αἰδοιόπλακα) πέντε κουκουρούκου, δύο ἀμαρέττι, πέντε κίσς, τέσσαρες λίλα πάουζε καὶ κάποια ἄλλα. Στὰ διπλανὰ ῥάφια ἔχει τσικολάτες, καλῶ λοιπὸν στὴν παρέα καμιὰ λάκτα ἁπλή, ἴον ἀμυγδάλου, γεμιστὲς μὲ φράουλα, κράντσυ καὶ κάνουμε χάι μέχρι νὰ λιγωθῶ σὲ βαθμὸ ἀναγούλας. Δὲν ἔχω εἰσέτι καταλάβει γιατί μοῦ βγαίνει ἔτσι, μήπως εἶναι αὐτοσκοπὸς καὶ τὸ κάνω ἐπειδὴ γιὰ λίγες ὧρες νοιώθω βασιλιᾶς σὲ μέρος ὅπου τοῦ πρέπουν καλοὶ καὶ συνεσταλμένοι τρόποι ἄλλες στιγμές, ἢ μήπως ἔχω ὑπογλυκαιμικὲς κρισοῦλες καὶ χρειάζομαι τὸ κατιτὶς (sic) γιὰ νὰ τὶς ἀντιμετωπίσω;
Ὑπάρχουν φορὲς ποὺ μὲ πιάνουν τύψεις ποὺ τὴν τρακάρω τόσο μὰ ἡ γυναίκα μου (καλή της ὥρα τῆς σιχαμένης) μοῦ ἀπεκάλυψε πὼς τυχὸν χασούρα, ἡ ἀνηψιὰ τὴν περνᾷ στὰ ἔξοδα παράστασεως τῶν ἐκτρώσεων. Ὁ ἰατρὸς ποὺ τὴν κουράρει, ἕνας ἐξ Ἀμαλιάδος 52 Μαΐων ἐξέχων ἐπιστήμων μὲ ἀκέραιο ἦθος καὶ πολυετῆ ἐνεργὴ συμμετοχὴ στοὺς ἀγῶνες τῆς ἀριστερᾶς, τὴν σπονσοράρει μάλιστα, πῶς θὰ γινόταν ἀλλέως ἀφοῦ οὗτος αὐτὸς εἶναι ὁ ὑπεύθυνος γιὰ τὶς δύο ἐκ τῶν ἒξ ἐφετεινῶν ἐγκυμοσυνῶν;
Ἔτσι λοιπὸν σμπούτσαμ ποὺ τῆς γαμῶ τὸ μαγαζὶ καὶ πιστέψατε με, ὁ ὅρος «ἀκρίδα» δὲν εἶναι ἀκριβὴς γιὰ νὰ καταδείξῃ τὶς λαμπρές μου ἐπιδόσεις. Ἀφοῦ τσουρνέψω κἄνα γιομιστὸ παπαδοπούλου, τίποτις μιράντα, κἄνα πτιμπὲρ (μετὰ καὶ ἄνευ σοκολάτας) ἀλλάζω ῥεπερτόριον. Λίγο πιὸ μετά, στὴν σέσουλα φέρνω κάμποσα κάσιους καὶ αἰγίνης καὶ ἀμύγδαλα καὶ φουντούκια καὶ στραγάλια (λευκὰ καὶ κίτρινα) καὶ ἀράπικα φυστίκια καὶ κρόκερ καὶ λιόσπορο καὶ πασσατέμπο μὰ ἐπειδὴ εἶναι λίγο τῆς προσκόλλησης αὐτὰ τὰ ξηροκαρπίδια ἀνοίγω καὶ ἕνα μπλὰκ λέημπελ τζώννυ γιὰ νὰ κυλήσουν ἀωικῶς καὶ βοϊδοματικῶς στὸν φάρυγγα. Δὲν ὁδηγῶ μετὰ ὁπότε δὲν σταματῶ στὸ τέταρτο μὰ συνεχῶ μέχρι νὰ δῶ τὴν κοκόνα τὴν ἀνεψιά μου ἀφικνουμένη νὰ βγαίνῃ ἀπὸ τὸ βόλβο φιλώντας τὴν φαλακρίτσα τοῦ 52 Μαΐων ἐξέχοντος ἐξ Ἀμαλιάδος, ἐπιστήμονος ἰατροῦ μὲ σημαντικὴ συνεισφορὰ στὴν ἀγώνα ὑπὲρ τῆς ἀβασίλευτης δημοκρατίας τὸ ’74, ὅστις σοῦπερ ντοῦπερ ἱππότης ὤν, τὴν γυρίζει κιόλας – χαχαχά, ὄχι καράβι, βόλβο σέρνει. Στὰ πρίν, τσιμπάω καὶ μιὰν σεράνο παστούλα, δυὸ σάμαλια, ἴσως καὶ κἄνα καταΐφι ἂν εἶμαι σεκλετισμένος, κάτι ποὺ ἀποφεύγω ὡστόσο, μέτρον ἄριστον, ὦ ναί!
Ἤμουν λοιπὸν ἤδη δυόμισυ ὧρες στὸ μαγαζί μὲ ξαναμμένο πρόσωπο, κοιλιὰ τουμπανιασμένη, χείλη κόκκινα καὶ γνάθους νὰ ζητᾶνε ἔλεος, ἔλεος θεῖο στάκα λίγο, κακὸ κι ὁδυνηρὸ ψόφο ἔχοις, πλζ στόπ ἴτ! Γελοῦσα μὲ τὴν δειλία τους κι ἤμανε ἔτοιμος νὰ τσιμπουκωθῶ ὁλάκερης παλάμης φουντούκια καὶ νὰ ἀκούσω τὸν μὲ τὸ στανιὸ κάματο θρυμματοποίησης τους στὸ στόμα μου, μὰ ἕνα τσογλάνι κακὸ χρόνο νἄχῃ ὁ τζαναμπέτης, μπῆκε στὸ μαγαζί. Ζήτησε ἕνα λάκυ στράικ, Λάκη τί; τὸν ῥώτησα, λάκυ κὰπ μήπως, παγωτὸ θέλεις ῥέ; Μάρτη μήνα παγωτά; δὲν ἔχουμε μικρέ, μὰ ἐκεῖνος ἐπέμεινε. Λάκυ Στράικ μοῦ εἶπε, φροντίζοντας τοὺς φθόγγους αὐτοῦ τοῦ ἀγνώστου γιὰ νἆμαι εἰλικρινὴς ὀνοματεπωνύμου, γείτονας πάντως δὲν εἶναι μικρέ, τοὺς ξέρω ὅλους, τσιγάρα εἶπε (κυττώντας τὴν σβηστὴ τηλεόραση) εἶναι κύριε, ἄαααα, πές το ντὲ ῥὲ μοῦλε, γαμῶ τὴν μάνα σου, ποῦ στὸ πέος τὰ κρύβῃ ἡ ἄλλη ἡ σάπια, πώωωω ποὺ πρέπει νὰ ἀνασκαφίσω τώρα μὲ λές;
Στράφηκα πίσω ἀπὸ τὸ τηλέφωνον διὰ τὸ κυνὸν κι ἄρχιζα στὰ ῥάφια τῶν σιγαρέττων νὰ ψάχνω, μᾶλλον ἀργοῦσα, ἄκουσα τὸ μπασταρδάκι νὰ μὲ ῥωτᾷ, συγγνώμη κύριε (κεριὰ καὶ λιβάνια) μπορῶ νὰ ἀνοίξω τὴν τιβὴ μέχρι νά;
Μέχρι νά; Ὥστε θεωροῦσε πὼς ἔκανα ὑπὲρ τὸ δέον ἀργά, δηλαδής, μοῦ τὴν ἔλεγε ἐμμέσως ὁ μὴ προσέτι σκάσας τοῦ ὠοῦ; Ντάαααξει, σὲ ἔσκισα τώρα, θὰ κάνω τόσην ὤρα ποὺ θὰ χαρμανιάσῃς γιὰ τσιγάρο!
Ναί, μικρέ, λεύτερα, ἄνοιξέ την.
Καὶ τὴν ἄνοιξε. Καὶ ὅση ὥρα κρυμμένος στὴν καβάτζα ὄπισθεν τοῦ ταμείου, κάμνων πὼς ἔψαχνα, τρώγοντας μιὰν γάλακτος σοκολατίτσα ἀθορύβως τὸ κατὰ δύναμιν, προσπαθοῦσα νὰ ἀκούσω ἤχους δυσαρεσκείας τοῦ μικροῦ. Ἀντ’αὐτῶν ὅμως, ἤκουγα κάτι σαχλοὺς τηλεοράσοθεν νὰ λένε κάτι μαλακίες περὶ ἀποξηράνσεως δενδρολιβάνου. Θυμήθηκα παπάρα σὲ σάλτσα τηγανιᾶς ἀνατολικῆς ῥωμυλίας ὅπως ντεμὲκ ἀπεκάλουν κάποιοι σαλονικιοὶ καὶ γουργούρισα λίγο. Συνοφρυώθηκα καὶ συνέχισα νὰ ἀκούω, κάτι λέγαν οἱ τοῦ μέγκα κηπουροὶ (ἔτσι συστήθηκε στὰ μετὰ τῶν διαφημίσεων) τώρα γιὰ πατζάρια καὶ πὼς τὰ ἔτρωγαν οἱ ἀρχαῖες λαΐδες γιὰ νὰ εἶναι ἔμορφες καὶ νὰ ἔχουν καλὲς ἐπιδόσεις, πώπω μ’ἀνακάτευε αὐτὴ ἡ σοκολάτα, μέχρι ποὺ εἶπαν γιὰ τὴν ἀποκομιδὴ τῶν ῥαδικιῶν. Σὲ ἕνα τετράγωνο εἴχαμε ἔξι, εἶπαν, μὰ τί εἶναι τὸ τετράγωνο καὶ γιατί δὲν ἐξηγοῦν; Ἡ ἀπορία μὲ ἔκανε νὰ ἀφήσω τὴν ἅγρα λάκυ στράικ καὶ φάνηκα πάλι στὸ ταμεῖον. Ὁ μικρὸς εἶχε τὰ νῶτα του σὲ μένα, ἔβλεπε τοὺς κηπουροὺς μὲ προσοχὴ ἀγαστή, σκέφτηκα νὰ ῥωτήσω αὐτὸν ποῦ θὰ βρῶ προηγούμενα ἐπεισόδια τῶν κηπουρῶν τοῦ μέγκα γιὰ νὰ μάθω γιὰ τὴν λαχανώδη κατασκευή των μὰ ἂν τὸν ἐπανέφερα στὴν πραγματικότητα θὰ μοῦ ζητοῦσε τὰ τσιγάρα – βρὲ δὲν γαμιέσαι; Ξετύλιξα ἕνα μπουένο κίντερ καὶ ἔβλεπα τὸ πρόγραμμα, μὰ εἶδα καὶ τὴν ἀνεψιὰ νὰ ἐξέρχεται τοῦ βόλβο τοῦ χορηγοῦ της, σινάμενη κουνάμενη ἐπανέκαμψε στὸ μαγαζί, μὲ εὐχαρίστησε ἡ φτηνή, τῆς εἶπα ἕνα ξυνισμένο παρακαλῶ καὶ ἔφυγα ταχέως γιὰ τὸ σπίτι νὰ δῶ τοὺς κηπουροί.
Ἄφησα τὸν μικρὸ ἐκεῖ, προφανῶς ἡ ἀνηψιὰ θὰ τοῦ ἔδωσε τὰ τσιγάρα ζητώντας του πρῶτα ταυτότητα, στὴν περίπτωση μάλιστα ποὺ ἠ ἡλικία του θὰ ἦτο νόμιμη, ἴσως καὶ νὰ τὸν παρέσυρε ὄπισθεν τοῦ ταμείου γιὰ μιὰ ξεπετούλα στὰ γρήγορα, ἔτσι μωρὲ γιὰ νὰ ἔχῃ καὶ δουλίτσα ὁ 52 Μαΐων μωραΐτης διαπρεπὴς ἰατρὸς σὲ τίποτε πέντε ἑβδομάδες ἀπὸ τὸ τότε Σάββατο. Γὼ πῆγα σπίτι, συνέχισα νὰ βλέπω τοὺς κηπουρούς, μὰ δὲν βρῆκα λύση στὸ πῶς ἔφτιαξαν μιὰν τετράγωνη κατασκευὴ ἀπὸ κόντρα πλακὲ στὴν ὁποίαν προσέθεσαν χῶμα καὶ ἔβαλαν ζαρζαβατικὰ καὶ τὰ ῥέστα.
Μήπως ἐσεῖς ξέρετε, πῶς τὴν ἔχουν φτιάξει;
Καθόλου δὲν μὲ χαλοῦσε ποὺ θὰ καθόμανε 4-5 ὧρες στὸ μαγαζί, γαμῶ θὰ ἤντουνα, τῆς κάνω τρελλὸ λογαριασμό, τοὐλάχιστον τριψήφιο νουμεράκι σὲ εὐρώ. Στὶς ὧρες αὐτὲς τσακίζω δυὸ γαριδάκια, δύο πακοτίνια κι ἄλλα τόσα πιτσίνια. Στὸ ἐνδιάμεσο αὐτῶν φυσικά, ἀπὸ μιὰ κόκα κόλα. Σερενάτες ντὰμπλ, σοκοφρέτες μὲ φουντούκι μὰ καὶ συμβατικὲς (ὦν οὐκ ἔσται ἀριθμός, ποτὲ δὲν θυμᾶμαι πόσες ἐξαϋλώνω) εὐάριθμες συσκευασίες φερρέρο ῥοσέ, ἑπτὰ αὐγουλάκια κίντερ (ἂν δῇτε τὴν συλλογή μου ἀπὸ τὰ παιγνιδάκια μου, θὰ πάθουτε αἰδοιόπλακα) πέντε κουκουρούκου, δύο ἀμαρέττι, πέντε κίσς, τέσσαρες λίλα πάουζε καὶ κάποια ἄλλα. Στὰ διπλανὰ ῥάφια ἔχει τσικολάτες, καλῶ λοιπὸν στὴν παρέα καμιὰ λάκτα ἁπλή, ἴον ἀμυγδάλου, γεμιστὲς μὲ φράουλα, κράντσυ καὶ κάνουμε χάι μέχρι νὰ λιγωθῶ σὲ βαθμὸ ἀναγούλας. Δὲν ἔχω εἰσέτι καταλάβει γιατί μοῦ βγαίνει ἔτσι, μήπως εἶναι αὐτοσκοπὸς καὶ τὸ κάνω ἐπειδὴ γιὰ λίγες ὧρες νοιώθω βασιλιᾶς σὲ μέρος ὅπου τοῦ πρέπουν καλοὶ καὶ συνεσταλμένοι τρόποι ἄλλες στιγμές, ἢ μήπως ἔχω ὑπογλυκαιμικὲς κρισοῦλες καὶ χρειάζομαι τὸ κατιτὶς (sic) γιὰ νὰ τὶς ἀντιμετωπίσω;
Ὑπάρχουν φορὲς ποὺ μὲ πιάνουν τύψεις ποὺ τὴν τρακάρω τόσο μὰ ἡ γυναίκα μου (καλή της ὥρα τῆς σιχαμένης) μοῦ ἀπεκάλυψε πὼς τυχὸν χασούρα, ἡ ἀνηψιὰ τὴν περνᾷ στὰ ἔξοδα παράστασεως τῶν ἐκτρώσεων. Ὁ ἰατρὸς ποὺ τὴν κουράρει, ἕνας ἐξ Ἀμαλιάδος 52 Μαΐων ἐξέχων ἐπιστήμων μὲ ἀκέραιο ἦθος καὶ πολυετῆ ἐνεργὴ συμμετοχὴ στοὺς ἀγῶνες τῆς ἀριστερᾶς, τὴν σπονσοράρει μάλιστα, πῶς θὰ γινόταν ἀλλέως ἀφοῦ οὗτος αὐτὸς εἶναι ὁ ὑπεύθυνος γιὰ τὶς δύο ἐκ τῶν ἒξ ἐφετεινῶν ἐγκυμοσυνῶν;
Ἔτσι λοιπὸν σμπούτσαμ ποὺ τῆς γαμῶ τὸ μαγαζὶ καὶ πιστέψατε με, ὁ ὅρος «ἀκρίδα» δὲν εἶναι ἀκριβὴς γιὰ νὰ καταδείξῃ τὶς λαμπρές μου ἐπιδόσεις. Ἀφοῦ τσουρνέψω κἄνα γιομιστὸ παπαδοπούλου, τίποτις μιράντα, κἄνα πτιμπὲρ (μετὰ καὶ ἄνευ σοκολάτας) ἀλλάζω ῥεπερτόριον. Λίγο πιὸ μετά, στὴν σέσουλα φέρνω κάμποσα κάσιους καὶ αἰγίνης καὶ ἀμύγδαλα καὶ φουντούκια καὶ στραγάλια (λευκὰ καὶ κίτρινα) καὶ ἀράπικα φυστίκια καὶ κρόκερ καὶ λιόσπορο καὶ πασσατέμπο μὰ ἐπειδὴ εἶναι λίγο τῆς προσκόλλησης αὐτὰ τὰ ξηροκαρπίδια ἀνοίγω καὶ ἕνα μπλὰκ λέημπελ τζώννυ γιὰ νὰ κυλήσουν ἀωικῶς καὶ βοϊδοματικῶς στὸν φάρυγγα. Δὲν ὁδηγῶ μετὰ ὁπότε δὲν σταματῶ στὸ τέταρτο μὰ συνεχῶ μέχρι νὰ δῶ τὴν κοκόνα τὴν ἀνεψιά μου ἀφικνουμένη νὰ βγαίνῃ ἀπὸ τὸ βόλβο φιλώντας τὴν φαλακρίτσα τοῦ 52 Μαΐων ἐξέχοντος ἐξ Ἀμαλιάδος, ἐπιστήμονος ἰατροῦ μὲ σημαντικὴ συνεισφορὰ στὴν ἀγώνα ὑπὲρ τῆς ἀβασίλευτης δημοκρατίας τὸ ’74, ὅστις σοῦπερ ντοῦπερ ἱππότης ὤν, τὴν γυρίζει κιόλας – χαχαχά, ὄχι καράβι, βόλβο σέρνει. Στὰ πρίν, τσιμπάω καὶ μιὰν σεράνο παστούλα, δυὸ σάμαλια, ἴσως καὶ κἄνα καταΐφι ἂν εἶμαι σεκλετισμένος, κάτι ποὺ ἀποφεύγω ὡστόσο, μέτρον ἄριστον, ὦ ναί!
Ἤμουν λοιπὸν ἤδη δυόμισυ ὧρες στὸ μαγαζί μὲ ξαναμμένο πρόσωπο, κοιλιὰ τουμπανιασμένη, χείλη κόκκινα καὶ γνάθους νὰ ζητᾶνε ἔλεος, ἔλεος θεῖο στάκα λίγο, κακὸ κι ὁδυνηρὸ ψόφο ἔχοις, πλζ στόπ ἴτ! Γελοῦσα μὲ τὴν δειλία τους κι ἤμανε ἔτοιμος νὰ τσιμπουκωθῶ ὁλάκερης παλάμης φουντούκια καὶ νὰ ἀκούσω τὸν μὲ τὸ στανιὸ κάματο θρυμματοποίησης τους στὸ στόμα μου, μὰ ἕνα τσογλάνι κακὸ χρόνο νἄχῃ ὁ τζαναμπέτης, μπῆκε στὸ μαγαζί. Ζήτησε ἕνα λάκυ στράικ, Λάκη τί; τὸν ῥώτησα, λάκυ κὰπ μήπως, παγωτὸ θέλεις ῥέ; Μάρτη μήνα παγωτά; δὲν ἔχουμε μικρέ, μὰ ἐκεῖνος ἐπέμεινε. Λάκυ Στράικ μοῦ εἶπε, φροντίζοντας τοὺς φθόγγους αὐτοῦ τοῦ ἀγνώστου γιὰ νἆμαι εἰλικρινὴς ὀνοματεπωνύμου, γείτονας πάντως δὲν εἶναι μικρέ, τοὺς ξέρω ὅλους, τσιγάρα εἶπε (κυττώντας τὴν σβηστὴ τηλεόραση) εἶναι κύριε, ἄαααα, πές το ντὲ ῥὲ μοῦλε, γαμῶ τὴν μάνα σου, ποῦ στὸ πέος τὰ κρύβῃ ἡ ἄλλη ἡ σάπια, πώωωω ποὺ πρέπει νὰ ἀνασκαφίσω τώρα μὲ λές;
Στράφηκα πίσω ἀπὸ τὸ τηλέφωνον διὰ τὸ κυνὸν κι ἄρχιζα στὰ ῥάφια τῶν σιγαρέττων νὰ ψάχνω, μᾶλλον ἀργοῦσα, ἄκουσα τὸ μπασταρδάκι νὰ μὲ ῥωτᾷ, συγγνώμη κύριε (κεριὰ καὶ λιβάνια) μπορῶ νὰ ἀνοίξω τὴν τιβὴ μέχρι νά;
Μέχρι νά; Ὥστε θεωροῦσε πὼς ἔκανα ὑπὲρ τὸ δέον ἀργά, δηλαδής, μοῦ τὴν ἔλεγε ἐμμέσως ὁ μὴ προσέτι σκάσας τοῦ ὠοῦ; Ντάαααξει, σὲ ἔσκισα τώρα, θὰ κάνω τόσην ὤρα ποὺ θὰ χαρμανιάσῃς γιὰ τσιγάρο!
Ναί, μικρέ, λεύτερα, ἄνοιξέ την.
Καὶ τὴν ἄνοιξε. Καὶ ὅση ὥρα κρυμμένος στὴν καβάτζα ὄπισθεν τοῦ ταμείου, κάμνων πὼς ἔψαχνα, τρώγοντας μιὰν γάλακτος σοκολατίτσα ἀθορύβως τὸ κατὰ δύναμιν, προσπαθοῦσα νὰ ἀκούσω ἤχους δυσαρεσκείας τοῦ μικροῦ. Ἀντ’αὐτῶν ὅμως, ἤκουγα κάτι σαχλοὺς τηλεοράσοθεν νὰ λένε κάτι μαλακίες περὶ ἀποξηράνσεως δενδρολιβάνου. Θυμήθηκα παπάρα σὲ σάλτσα τηγανιᾶς ἀνατολικῆς ῥωμυλίας ὅπως ντεμὲκ ἀπεκάλουν κάποιοι σαλονικιοὶ καὶ γουργούρισα λίγο. Συνοφρυώθηκα καὶ συνέχισα νὰ ἀκούω, κάτι λέγαν οἱ τοῦ μέγκα κηπουροὶ (ἔτσι συστήθηκε στὰ μετὰ τῶν διαφημίσεων) τώρα γιὰ πατζάρια καὶ πὼς τὰ ἔτρωγαν οἱ ἀρχαῖες λαΐδες γιὰ νὰ εἶναι ἔμορφες καὶ νὰ ἔχουν καλὲς ἐπιδόσεις, πώπω μ’ἀνακάτευε αὐτὴ ἡ σοκολάτα, μέχρι ποὺ εἶπαν γιὰ τὴν ἀποκομιδὴ τῶν ῥαδικιῶν. Σὲ ἕνα τετράγωνο εἴχαμε ἔξι, εἶπαν, μὰ τί εἶναι τὸ τετράγωνο καὶ γιατί δὲν ἐξηγοῦν; Ἡ ἀπορία μὲ ἔκανε νὰ ἀφήσω τὴν ἅγρα λάκυ στράικ καὶ φάνηκα πάλι στὸ ταμεῖον. Ὁ μικρὸς εἶχε τὰ νῶτα του σὲ μένα, ἔβλεπε τοὺς κηπουροὺς μὲ προσοχὴ ἀγαστή, σκέφτηκα νὰ ῥωτήσω αὐτὸν ποῦ θὰ βρῶ προηγούμενα ἐπεισόδια τῶν κηπουρῶν τοῦ μέγκα γιὰ νὰ μάθω γιὰ τὴν λαχανώδη κατασκευή των μὰ ἂν τὸν ἐπανέφερα στὴν πραγματικότητα θὰ μοῦ ζητοῦσε τὰ τσιγάρα – βρὲ δὲν γαμιέσαι; Ξετύλιξα ἕνα μπουένο κίντερ καὶ ἔβλεπα τὸ πρόγραμμα, μὰ εἶδα καὶ τὴν ἀνεψιὰ νὰ ἐξέρχεται τοῦ βόλβο τοῦ χορηγοῦ της, σινάμενη κουνάμενη ἐπανέκαμψε στὸ μαγαζί, μὲ εὐχαρίστησε ἡ φτηνή, τῆς εἶπα ἕνα ξυνισμένο παρακαλῶ καὶ ἔφυγα ταχέως γιὰ τὸ σπίτι νὰ δῶ τοὺς κηπουροί.
Ἄφησα τὸν μικρὸ ἐκεῖ, προφανῶς ἡ ἀνηψιὰ θὰ τοῦ ἔδωσε τὰ τσιγάρα ζητώντας του πρῶτα ταυτότητα, στὴν περίπτωση μάλιστα ποὺ ἠ ἡλικία του θὰ ἦτο νόμιμη, ἴσως καὶ νὰ τὸν παρέσυρε ὄπισθεν τοῦ ταμείου γιὰ μιὰ ξεπετούλα στὰ γρήγορα, ἔτσι μωρὲ γιὰ νὰ ἔχῃ καὶ δουλίτσα ὁ 52 Μαΐων μωραΐτης διαπρεπὴς ἰατρὸς σὲ τίποτε πέντε ἑβδομάδες ἀπὸ τὸ τότε Σάββατο. Γὼ πῆγα σπίτι, συνέχισα νὰ βλέπω τοὺς κηπουρούς, μὰ δὲν βρῆκα λύση στὸ πῶς ἔφτιαξαν μιὰν τετράγωνη κατασκευὴ ἀπὸ κόντρα πλακὲ στὴν ὁποίαν προσέθεσαν χῶμα καὶ ἔβαλαν ζαρζαβατικὰ καὶ τὰ ῥέστα.
Μήπως ἐσεῖς ξέρετε, πῶς τὴν ἔχουν φτιάξει;
Καὶ τὸ γλυκὺ τῆς Χάιδως
Κόσμος καίγεται, σύμπαν καρβουνιάζει, ἀτμόσφαιρα καπνοκατακλύεται μὰ λίγο παρὰ δίπλα πάνω σὲ μιὰ καριόλα μὲ μιὰ κατακόκκινη φλοκάτη ἕνα μουνὶ χτενίζεται.
Πέμπτη, Μαρτίου 17, 2011
μπορεῖς ~ φορτώσεις ~ βρεῖς
Ἦταν δυόμισυ στιγμὲς ποὺ ὁ ἀνήσυχος ὕπνος μου εἶχε ἐντοπίσει μιὰ καβάτζα ἠρεμίας καὶ εἶχε ἀφεθῇ σὲ μορφεϊκὲς πενιές, σὲ κάποιο REM ἀραγμένος μὲ τὸ 9 στὸν ἀτσαλάκωτο μεροδείχτη. Ἤμουν πλαγίως ξαπλωμένος παρέα μὲ μάχιμα αὐταπαρνημένο μαξιλάρι ἀποτινάξαν παμπάλαιους ζυγοὺς μόλις χειραφετηθέν, ἦταν δηλαδὴ αὐτὸ πάνω στὸ κεφάλι μου κι ὄχι τὸ κεφάλι μου σ’αὐτό. Φωλιτσούλα. Δύο ἐκ Ναούσης κουβέρτες διαστάσεων 220 ἐπὶ 170 ἐκατοστά, μὲ βέγκε ῥόμβους γιὰ σχέδια ἵνα σπάῃ ἡ ἀνία ἑνὸς νοσοκομειακοῦ κρὲμ δημιουργοῦσαν μιὰν ἄψογη κατάσταση θαπλωρῆς. Σὲ τέτοιες ἰδανικὲς συνθῆκες τὸ πνεῦμα ἄφησε γιὰ λίγο τὸ σῶμα καὶ ξεκίνησε ἕνα ἀστρικὸ ταξείδι χωρὶς ἀπὸ πρὶν σχέδια κινήσεως καὶ ὑποβολῆς συντεταγμένων σὲ κάποιο πύργο ἐλέγχου μὲ ἐπαγρυπνούμενους ὑπαλλήλους – ἐπαγρυπνούμενους;; Σὲ τέτοιο περιβάλλον; Ἄστοχος ἡ παρομοίωσις.
Καίτοι μεγαλοστόμως καὶ πομπωδῶς καὶ φανφαρόνικα πρὸ μερικῶν ἀράδων ἀναφέρθηκα γιὰ ἀστρικὰ ταξίδια σὲ μέρη ἔξωθεν γνωστῶν γαλαξιῶν ποὺ οὔτε τὸ πιὸ σύγχρονο περισκόπιο δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβῃ, στὸ ἐνύπνιο μὲ εἶδα ἁπλὰ ἁπλούστατα νὰ εἶμαι σὲ ἕνα κάργα γνώριμο μέρος. Στὴν γειτονιά μου ἤμουν (τί ἀνώμαλη προσγείωση ἀπὸ τὸ ἄλφα τοῦ κενταύρου!) μόλις δύο τετράγωνα πιὸ κάτω ἀπὸ τὸ πατρικό. Γύριζα ἀπὸ κάπου (ποῦ;) καὶ κατευθυνόμουν ἐπίσης κάπου - μὰ ποῦ; πέ! σταμάτησα ὅμως σὲ κάποιο ἰσόγειο, ἐργαστήριο ξυλουργεῖο. Κυττοῦσα μὲ λίγο ἀδιάκριτο μάτι καὶ περισσσότερο θρασεία γλώσσα σώματος μέσα, στὶς γιορτὲς πριονιδιῶν καὶ μᾶλλον ξαφνικὰ ἐμφανίστηκες ἐσὺ - ἐντελῶς κι ἐξόχως αἰφνιδίως, ἀπὸ τὰ ἀριστερά μου ἀκούστηκε ἡ γειὰ φωνή σου· σὲ εἶδα ἐκεῖ μαζύ (μου) τζεπετοειδῶς.
Πρόσεξες τὴν ἐπιμονή μου νὰ κυττῶ μέσα (ἡ ὁποία ὡστόσο εἶχε ξεθυμάνει μετὰ ἀπὸ τὴν ἄφιξή σου ἐκεῖ) καὶ ἔριξες κι ἐσὺ μιὰν ματιά. Δὲν σὲ ἐνδιέφερε προφανῶς διότι ἄμεσα ἐστράφης ἀλλαχοῦ μἄθελες κι ἄλλα· ἀγκίστρωσες καὶ τὴν δική μου προσήλωση· γι’ ἀλλοῦ, ὄχι μακρυά. Στὴν αὐλὴ τοῦ ξυλουργείου ἦταν μιὰ θαλερότατη ὀρχιδέα (ναί, σὲ ἐφιάλτη θὰ μετεξελίσσετο τὸ ἐνύπνιο μὲ τέτοιο γαμημένο ἄνθος) ἡ ὁποία ὁμολογουμένως ἦταν ἐντυπωσιακὴ - μὲ ἔκανε λίγο νὰ δαγκώσω τὰ χείλη μου γιὰ τὴν ἐχθρικὴ ζηλωτοῦ στάση μου ἔναντι αὐτοῦ τοῦ λουλουδιοῦ. Τὸ περίεργο καὶ τὸ πρωτόγνωρο καὶ τὸ ἑλκυστικὸ ἦταν ἡ διάρθρωση, ἡ μορφὴ τοῦ φυτοῦ, ὁ μίσχος της δὲν ἦταν κατακόρυφος ἀλλὰ ὁριζόντιος, μιὰ τίνι τρόπῳ βέργα ἡ ὁποία μάλιστα εἶχε ὄχι ἕνα ἄνθος μὰ πολλά, ἑπτά; Ὀκτώ; Κάπου ἐκεῖ, ὀκτὼ συνεχόμενα λουλούδια σὲ ἕνα ἔντονο κίτρινο, ἀγαπημένο χρῶμα - παρότι λένε ὅτι δὲν βλέπουμε χρώματα στὰ ὄνειρα, τὸ διαψεύδω μὲ βδελυγμία. Πωπώ, ἔτσι εἶναι τελικὰ οἱ ὀρχιδέες κι εἶμαι τόσο σκύλα; ἄδικα προφανῶς καὶ ἀπαρχὲς τύψεων, μὲ ῥώτησα καὶ μὲ μαστίγωσα ποὺ τόσο ἀρτηριοσκληρωτικὰ φερόμουν στὴν «ξύπνια» ζωὴ ἄσε ποὺ πουθενὰ ἐκεῖ στὸ ἐνύπνιο δὲν μοῦ φώναξε κάποιος λαθρεπιβάτης ὀνειρώδους διάστασης πὼς εἶναι ἀποκύημα ἀνήσυχου ὕπνου ὅ,τι ἔβλεπα. (Ὅ,τι μὰ ὅ,τι; Ἔ;) Καὶ παρέμενα λοιπὸν νὰ θαυμάζω τὶς ὀκτὼ σὲ ἕναν μίσχο ὀρχιδέες. Ἐσύ, μοῦ εἶδες τὸ σμίξιμο τῶν ματιῶν μου, χαμογέλασες καὶ πρότεινες: Τὴν κλέβουμε;
Πορφυρογέννητος Γωνιὰ
ΠΑΟΚ ΑΕΚ 0-1 (Τούμπα) 16/3/2011
Κύπελλον – Ἡμιτελικὸς – 2ος Ἀγὼν
23 Σάχα, 31 Γεωργέας, 15 Καράμπελας (32΄ 19 Λαγὸς), 6 Ματέος, 5 Δέλλας, 21 Ντιόπ, 14 Μάκος (82΄ 1 Καφὲς), 11 Μίτσελ, 33 Λυμπερόπουλος (68΄ 7 Γκερέιρο), 32 Σκόκκο, 18 Μπλάνκο
Σκόρερ: 48΄ Δέλλας
Κίτριναι: Λυμπερόπουλος Σκόκκο Λαγὸς Μάκος Γκερέιρο
Διαιτητής: Μάνταλος
Πορφυρογέννητος Γωνιὰ
ΑΕΚ Καβάλα 1-0 (ΟΑΚΑ) 13/3/2011
Πρωτάθλημα – 26η Ἀγωνιστικὴ
23 Σάχα, 4 Μανωλᾶς, 13 Νταντόμο, 3 Νασούτι, 6 Ματέος, 90 Γκέντζογλου (63΄ 21 Ντιὸπ), 19 Λαγός, 24 Μπὲρνς (55΄ 7 Γκερέιρο), 39 Μπαχὰ (70΄ 32 Σκόκκο), 33 Λυμπερόπουλος, 11 Μίτσελ
Σκόρερ: 88΄ Σκόκκο
Κίτριναι: Μανωλᾶς Γκέντζογλου Σκόκκο Μίτσελ
Διαιτητής: Θάνος
Τετάρτη, Μαρτίου 16, 2011
Μερικοὶ κυττᾶμε πάντως τ' ἀστέρια
Ῥὲ τὸν Ῥασούλη...
Ἀπὸ ἐπιστολή του στὸν Λ. Παπαδόπουλο, μεταξὺ ἄλλων: Το µικρό µου έργο δείχνει ότι είµαι πειθαρχηµένος στα κοινωνικά ιδεώδη και στην παραγωγή κοινωνικής και εθνικής συνείδησης.
Παραγωγὴ ἐθνικῆς συνείδησης... Rest in Peace ποὺ λένε καὶ οἱ γαλλομαθεῖς…
Κυριακή, Μαρτίου 13, 2011
ear 2 ear
Ἄφησα κάτω τὰ κουπιὰ κι ἀφοῦ ἐπικαλέστηκα πονόκοιλο, ζήτησα ἀπὸ τὴν ἀμαζόνα ἐπὶ κεφαλῆς βάρδιας τῆς γαλέρας, ἀνθυπασπίστρια Ζατέλη νὰ μοῦ ἐπιτρέψῃ 22 λεπτὰ ἵνα βγῶ στὸ κατάστρωμα νὰ πάρω 5-6 τζοῦρες θαλασσινοῦ αἰθέρος μπὰς καὶ τὸ ἰώδιο μὲ συνέφερνε (sic) καθόλου.
Δὲν συνφέρνεις οὕτως ἢ ἄλλως, κωπηλατεῖς μὲ σφρῖγος θνήσκοντος φυματικοῦ, ἂν ὅλοι ἦσαν σὰν κι ἐσένα, ἀκόμα στὴν Παρανάουα θἄμασταν, δὲν συνφέρνεις οὕτως ἢ ἄλλως μοῦ εἶπε μὲ ξιπασιὰ ἀρνουμένη νὰ μὲ κυττάξῃ κἂν ἡ πατσαβούρα, μὴ διακόψασα μάλιστα νὰ μαστιγώνῃ τὸν ἀέρα πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια τῶν συντρόφων μου. Φύγε! Μὰ γιὰ 22 λεπτά, οὔτε δευτερόλεπτο παραπάνω! Ἔσκυψα δουλοπρεπῶς σὲ στάση φχαριστῶ καὶ πισωπάτησα μέχρι τὸ κλιμακοστάσιο μὴ γυρίζοντας τὴν πλάτη μου πρὸς αὐτήν· ἡ παραμικρὰ παραφωνία σὲ θέματα τύπων ἐδῶ στὴν γαλέρα Κλυταιμνήστρα, ἐπέσυρε ποινὴ στερήσεως φαγητοῦ (μιὰν ἀπαίσια σούπα ἀπὸ ψεῖρες – μᾶς παρηγοροῦσε πάντως τὸ γεγονὸς πὼς οἱ ψεῖρες ἦσαν δικές μας) γιὰ ὅσες κάτσει μέρες.
Ἀνέβηκα μὲ λαχτάρα στὸ κατάστρωμα καὶ τσιμπούκωσα τὸν καθαρὸ ἀέρα σὰν φέρελπις νυμφομανὴς δεσποινὶς μόλις γιατρευθεῖσα ἀπὸ κάταγμα γνάθων. Κύτταξα τὸν ἥλιο κατάματα - μπορεῖ νὰ μὲ στράβωνε μὰ ἦταν ἀπόλαυση νὰ βλέπῃς τὸν ἥλιο μετὰ ἀπὸ τόσες ἡμέρες – καὶ περπατοῦσα μὲ τὸ κεφάλι ψηλὰ μὴ προσέχοντας τὰ ἀτάκτως χάμου ἐρριμένα, σκοινιά, γάντζους, χάσκοντα ξυλοκιβώτια κι ὅ,τι ἄλλο βρίσκει κανεὶς σὲ πειρατικὲς γαλέρες.
Εἶχαν περάσει μόνον 7 λεπτὰ μὰ γὼ ἤδη ζαλιζόμουν ἀπὸ τὸν καθαρὸ ὠκεάνιο ἀέρα ποὺ ἔγδερνε τὰ μέσα μου, βλέπεις ἡ συνήθεια τῶν μυρωδιῶν 61 συντρόφων στὸ κλειστὸ ἀμπάρι, εἶχε ἀλλάξει τὰ τοῦ μεταβολισμοῦ μου εἰωθότα. Στάθηκα σὲ ἕνα καφέ, παρήγγειλα ἕνα λουκούμι καὶ ἕναν ἑλληνικό, τὰ ἔφαγα/ἤπια ὄρθιος κι ἐσπρεσσᾶτα φυσικὰ ὅπως ἐπέβαλλον οἱ φέμινες (sic) κανόνες τῆς γαλέρας καὶ ἔφυγα γρήγορα. Σὲ ἕνα στοκατζίδικο παρακάτω, ἔψαξα γιὰ κἄνα ἐσωρουχάκι – καιρὸς ἦταν ν’ ἄλλαζα τὸ νῦν, τέσσαρες ἐνιαυτοὶ ἦσαν πάρα πολλοί, τ’ ἀγόρασα καὶ βγαίνοντας, κύτταξα τὸ ῥολόι μὲ ἕνα σάρπλυ ἄγχος. Μήπως νὰ γύριζα μὰ στὸ βάθος ἀντίκρυσα ἕνα πολυκατάστημα παιγνιδιῶν καὶ εἰδῶν κήπου, ὤπα! Μοῦ ἔπρεπε μιὰ γλάστρα, μιὰ γλάστρα μεγαλύτερη (διαμέτρου ὁμοίας τῆς περιφερείας τῆς ἀνθυπασπιστρίας) ἀπὸ τὴν ἤδη ὑπάρχουσα ποὺ φιλοξενοῦσε τὶς πανάκεια λήθης τῆς σκλαβιᾶς, φακές μου. Μπῆκα μέσα, γύρναγα ἀπὸ δῶ, πήγαινα ἐκεῖ μὰ ἐν τέλει, κάτι ἄλλο ζαχάρωσα, συγγνώμη φακοῦλες μου, ποὺ δέν, μὴν χαλιέστε, σύντομα ἄλλωστε θὰ ἀποτινάξουμε τὸν παρὰ φύσει ζυγὸ τῶν γυναικῶν καὶ θὰ σᾶς ἁπλώσω σὲ λιβάδι χλοερό, δροσερὸ καὶ πολὺ τσίλικο. Πρὸς τὸ παρόν, ἀπὸ τὸ ἰάβο τῆς γειτονιᾶς, βόλεψα αὐτὸν τὸν λαχτάρινο ἀρκοῦδο! Πῇτε μου μὲ ὑγειές!
Δὲν συνφέρνεις οὕτως ἢ ἄλλως, κωπηλατεῖς μὲ σφρῖγος θνήσκοντος φυματικοῦ, ἂν ὅλοι ἦσαν σὰν κι ἐσένα, ἀκόμα στὴν Παρανάουα θἄμασταν, δὲν συνφέρνεις οὕτως ἢ ἄλλως μοῦ εἶπε μὲ ξιπασιὰ ἀρνουμένη νὰ μὲ κυττάξῃ κἂν ἡ πατσαβούρα, μὴ διακόψασα μάλιστα νὰ μαστιγώνῃ τὸν ἀέρα πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια τῶν συντρόφων μου. Φύγε! Μὰ γιὰ 22 λεπτά, οὔτε δευτερόλεπτο παραπάνω! Ἔσκυψα δουλοπρεπῶς σὲ στάση φχαριστῶ καὶ πισωπάτησα μέχρι τὸ κλιμακοστάσιο μὴ γυρίζοντας τὴν πλάτη μου πρὸς αὐτήν· ἡ παραμικρὰ παραφωνία σὲ θέματα τύπων ἐδῶ στὴν γαλέρα Κλυταιμνήστρα, ἐπέσυρε ποινὴ στερήσεως φαγητοῦ (μιὰν ἀπαίσια σούπα ἀπὸ ψεῖρες – μᾶς παρηγοροῦσε πάντως τὸ γεγονὸς πὼς οἱ ψεῖρες ἦσαν δικές μας) γιὰ ὅσες κάτσει μέρες.
Ἀνέβηκα μὲ λαχτάρα στὸ κατάστρωμα καὶ τσιμπούκωσα τὸν καθαρὸ ἀέρα σὰν φέρελπις νυμφομανὴς δεσποινὶς μόλις γιατρευθεῖσα ἀπὸ κάταγμα γνάθων. Κύτταξα τὸν ἥλιο κατάματα - μπορεῖ νὰ μὲ στράβωνε μὰ ἦταν ἀπόλαυση νὰ βλέπῃς τὸν ἥλιο μετὰ ἀπὸ τόσες ἡμέρες – καὶ περπατοῦσα μὲ τὸ κεφάλι ψηλὰ μὴ προσέχοντας τὰ ἀτάκτως χάμου ἐρριμένα, σκοινιά, γάντζους, χάσκοντα ξυλοκιβώτια κι ὅ,τι ἄλλο βρίσκει κανεὶς σὲ πειρατικὲς γαλέρες.
Εἶχαν περάσει μόνον 7 λεπτὰ μὰ γὼ ἤδη ζαλιζόμουν ἀπὸ τὸν καθαρὸ ὠκεάνιο ἀέρα ποὺ ἔγδερνε τὰ μέσα μου, βλέπεις ἡ συνήθεια τῶν μυρωδιῶν 61 συντρόφων στὸ κλειστὸ ἀμπάρι, εἶχε ἀλλάξει τὰ τοῦ μεταβολισμοῦ μου εἰωθότα. Στάθηκα σὲ ἕνα καφέ, παρήγγειλα ἕνα λουκούμι καὶ ἕναν ἑλληνικό, τὰ ἔφαγα/ἤπια ὄρθιος κι ἐσπρεσσᾶτα φυσικὰ ὅπως ἐπέβαλλον οἱ φέμινες (sic) κανόνες τῆς γαλέρας καὶ ἔφυγα γρήγορα. Σὲ ἕνα στοκατζίδικο παρακάτω, ἔψαξα γιὰ κἄνα ἐσωρουχάκι – καιρὸς ἦταν ν’ ἄλλαζα τὸ νῦν, τέσσαρες ἐνιαυτοὶ ἦσαν πάρα πολλοί, τ’ ἀγόρασα καὶ βγαίνοντας, κύτταξα τὸ ῥολόι μὲ ἕνα σάρπλυ ἄγχος. Μήπως νὰ γύριζα μὰ στὸ βάθος ἀντίκρυσα ἕνα πολυκατάστημα παιγνιδιῶν καὶ εἰδῶν κήπου, ὤπα! Μοῦ ἔπρεπε μιὰ γλάστρα, μιὰ γλάστρα μεγαλύτερη (διαμέτρου ὁμοίας τῆς περιφερείας τῆς ἀνθυπασπιστρίας) ἀπὸ τὴν ἤδη ὑπάρχουσα ποὺ φιλοξενοῦσε τὶς πανάκεια λήθης τῆς σκλαβιᾶς, φακές μου. Μπῆκα μέσα, γύρναγα ἀπὸ δῶ, πήγαινα ἐκεῖ μὰ ἐν τέλει, κάτι ἄλλο ζαχάρωσα, συγγνώμη φακοῦλες μου, ποὺ δέν, μὴν χαλιέστε, σύντομα ἄλλωστε θὰ ἀποτινάξουμε τὸν παρὰ φύσει ζυγὸ τῶν γυναικῶν καὶ θὰ σᾶς ἁπλώσω σὲ λιβάδι χλοερό, δροσερὸ καὶ πολὺ τσίλικο. Πρὸς τὸ παρόν, ἀπὸ τὸ ἰάβο τῆς γειτονιᾶς, βόλεψα αὐτὸν τὸν λαχτάρινο ἀρκοῦδο! Πῇτε μου μὲ ὑγειές!
Τρίτη, Μαρτίου 08, 2011
Πορφυρόγεννητος Γωνιὰ
ΑΕΚ ΠΑΟΚ 4-0 (ΟΑΚΑ) 6/3/2011
Πρωτάθλημα – 25η Ἀγωνιστικὴ
23 Σάχα, 31 Γεωργέας (78΄ 4 Μανωλᾶς), 15 Καράμπελας, 6 Ματέος, 5 Δέλλας, 21 Ντιόπ, 14 Μάκος, 11 Μίτσελ, 18 Μπλάνκο, 7 Γκερέιρο (83΄ 9 Λεονάρντο), 32 Σκόκκο (72΄ 39 Μπαχὰ)
Σκόρερ: 11΄ Ντιὸπ 35΄ 55΄Σκόκκο 79΄ Δέλλας
Κίτριναι: Καράμπελας
Διαιτητής: Τριτσώνης
ΑΕΚ ΠΑΟΚ 0-0 (ΟΑΚΑ) 2/3/2011
Κύπελλον – Ἡμιτελικὸς – 1ος Ἀγὼν
23 Σάχα, 31 Γεωργέας, 15 Καράμπελας (84΄ 11 Μίτσελ), 6 Ματέος, 5 Δέλλας, 14 Μάκος, 21 Ντιόπ, 24 Μπὲρνς (65΄ 19 Λαγὸς), 33 Λυμπερόπουλος, 32 Σκόκκο, 39 Μπαχά (57΄ 18 Μπλάνκο)
Σκόρερ: –
Κίτριναι: Καράμπελας Μίτσελ
Διαιτητής: Σιδηρόπουλος
Ἐργοτέλης ΑΕΚ 2-3 (Παγκρήτιον) 27/2/2011
Πρωτάθλημα – 24η Ἀγωνιστικὴ
23 Σάχα, 31 Γεωργέας, 15 Καράμπελας, 4 Μανωλᾶς, 3 Νασούτι, 6 Ματέος, 1 Καφές, 24 Μπὲρνς (86΄ 11 Μίτσελ), 19 Λαγός, 18 Μπλάνκο (73΄ 39 Μπαχὰ), 7 Γκερέιρο (66΄ 21 Ντιὸπ)
Σκόρερ: 33΄ Μπλάνκο 49΄ Μπὲρνς 90΄ Γεωργέας
Κίτριναι: Ματέος Καράμπελας Γεωργέας Λαγὸς
Κόκκιναι: Μανωλᾶς (δύο κίτρ.)
Διαιτητής: Κωνσταντινέας
ΑΕΚ Πανιώνιος 1-1 (ΟΑΚΑ) 20/2/2011
Πρωτάθλημα – 23η Ἀγωνιστικὴ
23 Σάχα, 8 Γιάχιτς (62΄ 3 Νασούτι), 15 Καράμπελας, 4 Μανωλάς, 5 Δέλλας, 14 Μάκος, 1 Καφές, 32 Σκόκκο, 33 Λυμπερόπουλος, 18 Μπλάνκο, 39 Μπαχά (68΄ 11 Μίτσελ)
Σκόρερ: 45΄ Λυμπερόπουλος
Κίτριναι: Μάκος Καφὲς
Διαιτητής: Μάνταλος