Φιλί, γλυκειά μου;
Τὸ 1965, μαθητὴς στὴν δευτέρα Γυμνασίου ὤν, στὶς καλογριὲς μάλιστα, συμμετέσχον σὲ ἕνα πρωτοποριακὸ γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐγχείρημα. Στὰ πλαίσια σύσφιξης τῶν σχέσεων τῶν διαφορετικῶν (μὰ καὶ ἴσων!) πολιτισμῶν ἄρχισε μιὰ ἀνταλλαγὴ μαθητῶν μεταξὺ εὐρωπαϊκῶν σχολείων. Γιὰ λόγους ποὺ δὲν εἶναι τῆς παρούσης, τὸ δικό μου ἐπελέγη νὰ διασκελίσῃ τὸν ἁτλαντικὸ καὶ νὰ ἀρριβάρῃ στὸν Νέο Κόσμο - ὄχι στὸ Κουκάκι καλέ, στὶς ΗΠΑ. Ἐκεῖ, κάπου στὴν πολιτεία τοῦ Τέξας, γιὰ 15 ἰούλιες μέρες θὰ φιλοξενούμαστε σὲ μιὰν κώμη γιομάτη ῥέντνεκς.
Μὲ μπόλικες χημικὲς κάψουλες πρὸς ἀντιμετώπιση τῶν κρίσεων πανικοῦ (αἵτινες εἰσέτι μὲ ταλαιπωροῦν) πετάξαμε στὶς τρεῖς ἰούλιου ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸ (rip) καὶ φθάσαμε ξημερώματα τῆς ἐθνικῆς τους ἑορτῆς. Τσακώσαμε μιὰν ἀκόμα ντομέστικ πτήση καὶ ἀφίχθημεν ἀπόγευμα στὸν προορισμό μας, ἐν συνεχείᾳ, στὸν ξενώνα στὸν ὁποῖον θὰ γινόταν διαλογὴ καὶ ταξινόμηση γιὰ τὰ περαιτέρω - ἤμουν στὸ σπίτι ὅπου θὰ φιλοξενούμην γύρω στὶς ἔξι τὸ ἀπόγευμα. Ὡστόσο, ἕνεκα ἡ ἑορτή, δὲν μοῦ ἐδώθη ἡ δέουσα προσοχὴ ἀπὸ τοὺς ἀμφιτρύωνες, μιὰ πολύτεκνη οἰκογένεια κατ’ἀρχὰς συμπαθή. Γύρω στὶς ἑπτὰ τὸ ἀπόγευμα, ἔφυγαν γιομάτοι σημαῖες καὶ βαμμένοι στὰ χρώματα τῆς ἀστερόεσσας, μοῦ ἄφησαν τὰ κλειδιά, ζήτησαν νὰ μὴν ξεχάσω νὰ κλείσω τὸν θερμοσίφωνα ἀφοῦ θἄκανα μπάνιο καὶ μὲ ἕνα μπάνικο σόρρυ μπούκαραν στὸ ἀγροτικὸ ντότζ τους.
Βεβαιωθεὶς ὅτι εἶχαν φύγει, ἄρχισα νὰ σκαλίζω τὰ πάντα στὸ σαλόνι, στὴν κουζίνα καὶ στὸ ὑπνοδωμάτιο τοῦ ζεύγους, ἡ μήτηρ ἦταν (τώρα ποὺ τὴν καλοθυμᾶμαι μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια) ἕνα μιλφόνι σκέτος ἵμερος, ἔσταζε παύλα(sic) καὶ περισπωμένη, φυσικότατη ἡ πολυτεκνία τί νὰ λέμε τώρα, μὰ δὲν ἔπαιξα μὲ τὰ ἐσώρουχά της, δὲν εἶχα ἔτι ὡριμάσει σωματικῶς καὶ ἔτσι ἀσχολήθηκα μόνον μὲ τὸ φυστικοβούτυρο ἕνα πάτωμα πιὸ κάτω, στὴν κουζίνα. Εἶχα ὅμως μιὰν μικρούλα ταραχή, τὸ τζὲτ λὰνγκ δὲν μὲ ἄφηνε νὰ ἠρεμήσω γι’αὐτὸ καὶ βγῆκα στὴν βεράντα νὰ μὲ χτυπήσῃ τ’ ἀεράκι. Λικνίστηκα στὴν κούνια μπέλα τους μὰ χωρὶς νὰ τὸ θέλω, μοῦ φάνηκε πὼς κεῖ πίσω, πίσω μου ἦταν ἡ μήτηρ Κάρολ καὶ ἔσπρωχνε αὐτή, νόμισα πὼς ἐκείνη μὲ πιλάτευε σὲ ῥυθμοὺς κύλα – σταμάτα, κύλα – σταμάτα, κύλα – σταμάτα, πιὸ ἀργὰ πιὸ γρήγορα πιὸ δυνατὰ ναὶ ἦταν ξεκάθαρο, διατελοῦσα ἐν συγχύσει. Σηκώθηκα ἄμεσα καὶ κατέβηκα στὴν ἀυλή, τὸ ἕνα βῆμα ἔφερε τὸ ἄλλο καὶ προχωρώντας μπῆκα στὰ ὅρια ἑνὸς δασυλίου.
Ἡ ὥρα ἦταν προκεχωρημένη, οὕτως ἢ ἄλλως ὁ ἥλιος ψόφαγε ὁπότε κεῖ μέσα στὸ δασάκι τὰ πάντα ἦταν σκοτεινά. Τόσο ποὺ φαινόταν στὸ βάθος, ὅσο μποροῦσα νὰ διακρίνω ἐν μέσῳ θεόρατων φτερῶν μιὰ φωτεινὴ βράχου κούρμπα. Ἀκολούθησα τὸ φῶς καὶ χωρὶς φόβο προσέγγιζα. Φαίνεται ὅτι ἔγινα ἀντιληπτὸς καὶ ἡ φλόγα (διότι περὶ φλόγας ἐπρόκειτο) ἀπότομα ἔσβησε. Παρὰ ταῦτα δὲν σταμάτησα, ἤμουν κοντά, γρήγορα ἔφθασα στὸ μέρος ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο δύσκολα θὰ ἔχανες ἀφοῦ ὁ καπνὸς τῆς τέως φωτιᾶς ἦταν θαλερὸς καὶ τὸ γαλάζιο του φαινόταν στὶς ἔσχατες ἡλίου ἀκτίνες. Στάθηκα, ἀφικνούμενος στὸ ξέφωτο, μὲ ἔπαιρναν τὰ ντουμάνια τοῦ καπνοῦ καὶ κατάλαβα ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ ἕναν οἰωνεὶ βωμό, ψυλλιάστηκα δηλαδὴ μὰ κατάλαβα καὶ βεβαιώθηκα ὅτι ὄντως ἦταν τέτοιος ὅταν εἶδα ὀκλαδὸν λίγο ἀπόμερα ἕναν τυπὰ ποὺ νόμιζα ὅτι ὑπῆρχε μόνον στὶς ταινίες μὲ Γκάρυ Κοῦπερ, Τζὼν Γουέην καὶ Τζαίημς (ἄχ!) Στιούαρτ.
Ὁ ἱνδιάνος μὲ κύτταξε μέσα ἀπὸ τὰ καφετιὰ φτερὰ ποὺ περικύκλωναν τὸ σταχτὶ πρόσωπό του καὶ ῥώτησε σὲ χωρὶς ἐμπρόθετους προσδιορισμοὺς ἀγγλικὰ τίς ἤμην. Τοῦ ἐξήγησα ἐν τάχει καὶ χωρὶς νὰ ζητήσω ἄδεια κάθησα δίπλα του. Ἀντιληφθεὶς πὼς δὲν τοῦ ἀπειλοῦσα τὴν ἡσυχία ξανάβαλε φωτιὰ καὶ συνέχισε νὰ ψήνῃ κάτι μπιφτέκια θαρρῶ, μεγαλοπρεπέστερα τῶν ἡμετέρων. Ταχέως κατάλαβα ὅτι ἡ ἀμφίεσή του εἶχε νὰ κάνῃ μὲ τὴν ἡμέρα, ὁ σερίφης τῆς κομητείας εἶχε ζητήσει ἀπὸ ὅλους τοὺς ἐμπλεκομένους νὰ κάνουν ὅ,τι περνᾷ ἀπὸ τὸ χέρι τους ὥστε νὰ αἰσθανθοῦν τὰ νεοφερμένα μειράκια, ὁ ἀνθὸς τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, οἱ μέλλοντες τὴν τύχη τῆς χώρας τους κρατοῦντες, πλησιέστερα στὴν ὑφηλίῳ γνωστὴ εἰκόνα τῆς Ἀμερικῆς, στὰ στερεότυπά της θὰ ἔλεγα ἂν τότε γνώριζα τὴν λέξη. Ἒ κι ὁ ἱνδιάνος ἦταν μέρος αὐτῆς τῆς πρόζας, σὰν τοὺς ἰταλοὺς ντυμένους μονομάχους ἔξωθεν τοῦ κολοσσαίου ποὺ βλέποντες πῶς εἶναι γραμμένο τὸ ΡΩΜΗ στὸν ταξιδιωτικό σου ὁδηγὸ σοῦ λένε καλημέρα ἢ γκοῦτεν τάγκ. Μὲ κέρασε μπιφτεκάκι, ἤπιαμε καὶ μπύρα, δὲν σκέφτηκε κἂν νὰ μοῦ ζητήσῃ ταυτότητα ἐνῷ κι ἐγὼ τὸν τράταρα κάτι σέρτικα ἀγρινίου ζούλα περασμένα ἀπὸ τρία ἀεροδρόμια. Μὲ συμπάθησε ὅταν τοῦ ἀνέφερα ὅτι ἔρχομαι ἀπὸ Ἑλλάδα, ὄχι ὅτι ἤξερε τὸ παραμικρὸ ἀπὸ τὴν Ψωροκώσταινα μὰ τὸ ὄνομα ἔκανε ῥίμα μὲ κάτι μᾶλλον ἀγαπημένο του τὸ ὁποῖο ὅποτε σκεπτόταν χρησιμοποιοῦσε παρατατικὸ ἢ ἀόριστο χρόνο· δὲν μοῦ εἶπε λεπτομέρειες μὰ τὰ κατάλαβα ἀπὸ τὴν παραπονιάρα κλίση τοῦ κεφαλιοῦ του.
Μὲ συμπάθησε λοιπὸν καὶ ἄρχισε νὰ πολυλογῇ ἐπὶ παντὸς ἐπιστητοῦ. Τί γιὰ ντρόγκες, τί γιὰ ἀθλητικά, τί γιὰ ὑπουργεῖα, τί γιὰ γυναῖκες εἶπε (κάτι σύννεφα ἔσμιξαν ἀπότομα ἐκείνη τὴν στιγμὴ καὶ κάποιες βλάσφημες βροντὲς τάραξαν τὴν ὕπαιθρο) παραδόξως δὲν τὸν βαριόμουν. Κάποια στιγμὴ τὸ γύρισε καὶ στὴν βοτανολογία, στὰ φυτά. Ἀφοῦ μὲ ῥώτησε γιὰ τὸ ἂν μοῦ ἄρεσε τὸ μπιφτέκι κι ἐγὼ θετικῶς ἀπεκρίθην, τόνισε πὼς εἶναι τόσο γαμῶ ἐπειδὴ προσθέτει λίγο σκορδάκι ἀπὸ μιὰν πανάρχαια ποικιλία ἡ ὁποία ἔφθασε σ’αὐτὸν πάππου πρὸς πάππου (κατήγετο ἀπὸ τὴν φυλὴ τῶν Σακότα Σιοῦ). Θέλεις νὰ σοῦ δώκω; ῥώτησε, θέλω βέβαια καὶ τὸ ῥωτᾷς θεῖο; ἀντέτεινα καὶ συνέχισε: Θὰ σοῦ δώκω μόνον μιὰν σκελίδα μὰ μὴν τὴν χρησιμοποιήσῃς κατ’εὐθείαν γιὰ φαγητό, νὰ τὴν φυτέψῃς. Μὰ ἡ φύτευσις μικρέ, δὲν εἶναι τόσο ἁπλή, θὰ πρέπει νὰ ξεφλουδίσῃ τὰ σκληρὰ ἐπιφυλλίδια του σὲ μέρες χάσης τῆς σελήνης, μιὰ εἰκοσάχρονη παρθένος κόρη τὴν ὁποίαν καλὸν θἆναι ἐκείνη τὴν στιγμὴ νὰ γαργαλᾷς ὥστε συνταρασσομένη ἀπ’τὰ λιγωτικὰ γέλια τὰ νύχια της νὰ γδέρνουν ἀνεπαίσθητα τὴν σάρκα τῆς σκελίδος. Ἀπὸ ἐκεῖ ὁ σκόρδιος αἰθέρας θὰ μπορῇ πιὸ εὔκολα νὰ τρανέψῃ. Κατάλαβες;
Εἶχα καταλάβει, ναί. Βέβαια λίγο δύσκολα ὅπως τὰ ζητοῦσε, ἄντε νὰ ψάχνω εἰκοσάχρονες καὶ νὰ τὶς ῥωτῶ, συγγνώμη μήπως ἔχετε γεννηθῇ μεταξὺ 24 Αὐγούστου καὶ 22 Σεπτεμβρίου; ζόρικαι ἀπαιτήσεις, ἀλλὰ ἐν τάξει σὲ γενικὲς γραμμὲς εἶχα καταλάβει, μὰ ἐπίσης εἶχα καταλάβει ὅτι ὁ Τζερώνυμο ἦταν ὀλίγον μωρὲ μιὰ στάλα πολυλογάς, φοβόμουν πὼς θὰ μοῦ ἄρχιζε κουβέντα γιομάτη θεωρίες συνομωσίας καὶ δὲν θὰ εἴχαμε τελειωμό. Ἄσε ποὺ μὲ κούραζε μιὰ κενοδοξία του γιὰ τὸ ὅτι εἶναι ὕπατος μέγας γενικὸς ἐπιθεωρητὴς τῶν πιστῶν τοῦ Παμμεγίστου Μανιτοῦ καὶ ξέρει ἄπειρα ξόρκια. Σηκώθηκα κάπως κουμπωμένα εἶν’ἡ ἀλήθεια καὶ τοῦ ζήτησα συγγνώμη, ἔχω ξεκλείδωτα, εἶναι ἀναμμένος κι ὁ θερμοσίφωνας τόση ὥρα, θὰ μὲ γαμήσωσιν οἱ οἰκοδεσπόται… Θὰ ἀφήσω τὴν διεύθυνσή μου στὴν Κάρολ, μπορεῖς νὰ στείλῃς τὴν σκελίδα ὅποτε μπορέσῃς. Ἠγέρθη κι αὐτός, μ’ἀγκάλιασε μὲ ἕνα πομπῶδες ὕφος ποὺ νόμισα ὅτι θὰ μοῦ ζητοῦσε νὰ γίνουμε ἀδελφοποιτοί, ψιθύρισε κάτι σὲ μιὰν ἀκατάληπτον γλώττα καὶ ἐχωρίσθημεν.
Οἱ ἑπόμενες ἡμέρες κύλησαν σὲ βαρετὰ μαθήματα τὰ πρωινὰ καὶ σὲ εὔχαρες παραδόσεις τὰ ἀπογεύματα μὰ καὶ βράδια ἀπὸ τὴν Κάρολ ἡ ὁποία μὲ μύησε στὸν κόσμο τῆς ντροπῆς, ὅταν ὅλοι ἐκοιμῶντο. Στὶς 18 ἰουλίου ἤμουν στὸ JFK (sic) καὶ 18 ὧρες μετὰ στὸ ἑλληνικό. Δὲν θυμόμουν καθόλου τὴν φάση τῆς σκελίδας - ἄντε ἴσως λίγο τὸν Τζερώνυμο νὰ ἔφερνα στὸν νοῦ μου ὅποτε ἔβλεπα γουέστερν στὴν ΥΕΝΕΔ. Κι ἂν δὲν θυμόμουν τό σκορδάκι 20-30 ἡμέρες μετὰ ἀπὸ ταξιδάκι πῶς θὰ γινόταν νὰ τὸ θυμᾶμαι 20-30-45 χρόνια μετά;
Μέχρι ποὺ μιὰ ἑβδομάδα πρίν, ὅταν ἔσπευσα στὰ ΕΛΤΑ τῆς γειτονιᾶς γιὰ τὴν κατάθεση χρημάτων στὸν φιλοτελικὸ λογαριασμό μου, μὲ κάλεσε μέσα ὁ διευθυντής. Ἀνέλαβε ἕνα γλοιῶδες χαμόγελο, ἀναφέρθηκε στὴν οἰκονομικὴ κρίση ἡ ὁποία ἔχει ἀποσυντονίσει τοὺς μηχανισμοὺς καὶ τὴν κατὰ τὰ δέοντα εὔρυθμον λειτουργίαν των καὶ τελικὰ μοῦ παρέδωσε ἕναν φάκελλο 46 ἔτη μετά. Δὲν πῆγε τὸ μυαλό μου οὔτε ὅταν ἄδραξα τὸν φάκελλο ὁ ὁποῖος εἶχε μερικὰ σβολαράκια μέσα, οὔτε κἂν ὅταν εἶδα σφραγίδα EMS καὶ ἀγγλικὰ στὸ πεδίον ἄνω ἀριστερά. Στὸ σπίτι τὸν ἄνοιξα καὶ εἶδα τέσσερις σκελίδες σκόρδου οἱ ὁποῖες δὲν ἔδειχναν καθόλου γιὰ 46χρονες - εἶδες γιὰ νὰ ἔχῃς βύσμα τὸν Μεγάλο Μανιτοῦ; Συγκινήθηκα σὲ βαθμὸ ἐπικίνδυνο γιὰ μιὰν ἀορτὴ τῆς καρδιᾶς μου (εὐτυχῶς ποὺ δὲν μὲ εἶδε ἡ κωλόγρια γιὰ νὰ γκρινιάξῃ καὶ καλὰ γιὰ τὴν ὑγίεια μου) καὶ θυμήθηκα τὸν καλό μου τὸν Τζερώνυμο, εἶχε στείλει τέσσερις ἀντὶ μιᾶς σκελίδος! Στενοχωρήθην ποὺ ἀδίκως θὰ περίμενε μιὰν εὐχαριστήρια ἀπάντηση τὴν ὁποίαν οὐδέποτε ἔλαβε ἀπὸ τὸν ἀχάριστο Γραικό· τώρα θὰ ἦταν ἀργὰ φυσικά, θὰ ἔχῃ πρὸ πολλοῦ ταξιδέψῃ καὶ πλέον θὰ παίζῃ μπαρμπούτι καὶ κολτσίνα μὲ τὸν Μεγάλο Μανιτοῦ.
Στὸ μεσημβρινὸ γεῦμα ἔχυσα λίγο κρασὶ σπονδικῶς τε κι εὐχαριστηρίως γιὰ τὴν ψυχή του Τζερώνυμο καὶ ἀφοῦ ἀκολούθησα (τὸ ἑπόμενο πρωὶ) ὅλες τὶς πρὸς στάνταρ εὐδοκίμηση ὁδηγίες του, φύτεψα τὰ σκορδάκια.
Σήμερα 28 Μαρτίου 2011, τί καλά! τὰ εἶδα νὰ ἄνω θρώσκουν!
Μὲ μπόλικες χημικὲς κάψουλες πρὸς ἀντιμετώπιση τῶν κρίσεων πανικοῦ (αἵτινες εἰσέτι μὲ ταλαιπωροῦν) πετάξαμε στὶς τρεῖς ἰούλιου ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸ (rip) καὶ φθάσαμε ξημερώματα τῆς ἐθνικῆς τους ἑορτῆς. Τσακώσαμε μιὰν ἀκόμα ντομέστικ πτήση καὶ ἀφίχθημεν ἀπόγευμα στὸν προορισμό μας, ἐν συνεχείᾳ, στὸν ξενώνα στὸν ὁποῖον θὰ γινόταν διαλογὴ καὶ ταξινόμηση γιὰ τὰ περαιτέρω - ἤμουν στὸ σπίτι ὅπου θὰ φιλοξενούμην γύρω στὶς ἔξι τὸ ἀπόγευμα. Ὡστόσο, ἕνεκα ἡ ἑορτή, δὲν μοῦ ἐδώθη ἡ δέουσα προσοχὴ ἀπὸ τοὺς ἀμφιτρύωνες, μιὰ πολύτεκνη οἰκογένεια κατ’ἀρχὰς συμπαθή. Γύρω στὶς ἑπτὰ τὸ ἀπόγευμα, ἔφυγαν γιομάτοι σημαῖες καὶ βαμμένοι στὰ χρώματα τῆς ἀστερόεσσας, μοῦ ἄφησαν τὰ κλειδιά, ζήτησαν νὰ μὴν ξεχάσω νὰ κλείσω τὸν θερμοσίφωνα ἀφοῦ θἄκανα μπάνιο καὶ μὲ ἕνα μπάνικο σόρρυ μπούκαραν στὸ ἀγροτικὸ ντότζ τους.
Βεβαιωθεὶς ὅτι εἶχαν φύγει, ἄρχισα νὰ σκαλίζω τὰ πάντα στὸ σαλόνι, στὴν κουζίνα καὶ στὸ ὑπνοδωμάτιο τοῦ ζεύγους, ἡ μήτηρ ἦταν (τώρα ποὺ τὴν καλοθυμᾶμαι μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια) ἕνα μιλφόνι σκέτος ἵμερος, ἔσταζε παύλα(sic) καὶ περισπωμένη, φυσικότατη ἡ πολυτεκνία τί νὰ λέμε τώρα, μὰ δὲν ἔπαιξα μὲ τὰ ἐσώρουχά της, δὲν εἶχα ἔτι ὡριμάσει σωματικῶς καὶ ἔτσι ἀσχολήθηκα μόνον μὲ τὸ φυστικοβούτυρο ἕνα πάτωμα πιὸ κάτω, στὴν κουζίνα. Εἶχα ὅμως μιὰν μικρούλα ταραχή, τὸ τζὲτ λὰνγκ δὲν μὲ ἄφηνε νὰ ἠρεμήσω γι’αὐτὸ καὶ βγῆκα στὴν βεράντα νὰ μὲ χτυπήσῃ τ’ ἀεράκι. Λικνίστηκα στὴν κούνια μπέλα τους μὰ χωρὶς νὰ τὸ θέλω, μοῦ φάνηκε πὼς κεῖ πίσω, πίσω μου ἦταν ἡ μήτηρ Κάρολ καὶ ἔσπρωχνε αὐτή, νόμισα πὼς ἐκείνη μὲ πιλάτευε σὲ ῥυθμοὺς κύλα – σταμάτα, κύλα – σταμάτα, κύλα – σταμάτα, πιὸ ἀργὰ πιὸ γρήγορα πιὸ δυνατὰ ναὶ ἦταν ξεκάθαρο, διατελοῦσα ἐν συγχύσει. Σηκώθηκα ἄμεσα καὶ κατέβηκα στὴν ἀυλή, τὸ ἕνα βῆμα ἔφερε τὸ ἄλλο καὶ προχωρώντας μπῆκα στὰ ὅρια ἑνὸς δασυλίου.
Ἡ ὥρα ἦταν προκεχωρημένη, οὕτως ἢ ἄλλως ὁ ἥλιος ψόφαγε ὁπότε κεῖ μέσα στὸ δασάκι τὰ πάντα ἦταν σκοτεινά. Τόσο ποὺ φαινόταν στὸ βάθος, ὅσο μποροῦσα νὰ διακρίνω ἐν μέσῳ θεόρατων φτερῶν μιὰ φωτεινὴ βράχου κούρμπα. Ἀκολούθησα τὸ φῶς καὶ χωρὶς φόβο προσέγγιζα. Φαίνεται ὅτι ἔγινα ἀντιληπτὸς καὶ ἡ φλόγα (διότι περὶ φλόγας ἐπρόκειτο) ἀπότομα ἔσβησε. Παρὰ ταῦτα δὲν σταμάτησα, ἤμουν κοντά, γρήγορα ἔφθασα στὸ μέρος ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο δύσκολα θὰ ἔχανες ἀφοῦ ὁ καπνὸς τῆς τέως φωτιᾶς ἦταν θαλερὸς καὶ τὸ γαλάζιο του φαινόταν στὶς ἔσχατες ἡλίου ἀκτίνες. Στάθηκα, ἀφικνούμενος στὸ ξέφωτο, μὲ ἔπαιρναν τὰ ντουμάνια τοῦ καπνοῦ καὶ κατάλαβα ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ ἕναν οἰωνεὶ βωμό, ψυλλιάστηκα δηλαδὴ μὰ κατάλαβα καὶ βεβαιώθηκα ὅτι ὄντως ἦταν τέτοιος ὅταν εἶδα ὀκλαδὸν λίγο ἀπόμερα ἕναν τυπὰ ποὺ νόμιζα ὅτι ὑπῆρχε μόνον στὶς ταινίες μὲ Γκάρυ Κοῦπερ, Τζὼν Γουέην καὶ Τζαίημς (ἄχ!) Στιούαρτ.
Ὁ ἱνδιάνος μὲ κύτταξε μέσα ἀπὸ τὰ καφετιὰ φτερὰ ποὺ περικύκλωναν τὸ σταχτὶ πρόσωπό του καὶ ῥώτησε σὲ χωρὶς ἐμπρόθετους προσδιορισμοὺς ἀγγλικὰ τίς ἤμην. Τοῦ ἐξήγησα ἐν τάχει καὶ χωρὶς νὰ ζητήσω ἄδεια κάθησα δίπλα του. Ἀντιληφθεὶς πὼς δὲν τοῦ ἀπειλοῦσα τὴν ἡσυχία ξανάβαλε φωτιὰ καὶ συνέχισε νὰ ψήνῃ κάτι μπιφτέκια θαρρῶ, μεγαλοπρεπέστερα τῶν ἡμετέρων. Ταχέως κατάλαβα ὅτι ἡ ἀμφίεσή του εἶχε νὰ κάνῃ μὲ τὴν ἡμέρα, ὁ σερίφης τῆς κομητείας εἶχε ζητήσει ἀπὸ ὅλους τοὺς ἐμπλεκομένους νὰ κάνουν ὅ,τι περνᾷ ἀπὸ τὸ χέρι τους ὥστε νὰ αἰσθανθοῦν τὰ νεοφερμένα μειράκια, ὁ ἀνθὸς τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, οἱ μέλλοντες τὴν τύχη τῆς χώρας τους κρατοῦντες, πλησιέστερα στὴν ὑφηλίῳ γνωστὴ εἰκόνα τῆς Ἀμερικῆς, στὰ στερεότυπά της θὰ ἔλεγα ἂν τότε γνώριζα τὴν λέξη. Ἒ κι ὁ ἱνδιάνος ἦταν μέρος αὐτῆς τῆς πρόζας, σὰν τοὺς ἰταλοὺς ντυμένους μονομάχους ἔξωθεν τοῦ κολοσσαίου ποὺ βλέποντες πῶς εἶναι γραμμένο τὸ ΡΩΜΗ στὸν ταξιδιωτικό σου ὁδηγὸ σοῦ λένε καλημέρα ἢ γκοῦτεν τάγκ. Μὲ κέρασε μπιφτεκάκι, ἤπιαμε καὶ μπύρα, δὲν σκέφτηκε κἂν νὰ μοῦ ζητήσῃ ταυτότητα ἐνῷ κι ἐγὼ τὸν τράταρα κάτι σέρτικα ἀγρινίου ζούλα περασμένα ἀπὸ τρία ἀεροδρόμια. Μὲ συμπάθησε ὅταν τοῦ ἀνέφερα ὅτι ἔρχομαι ἀπὸ Ἑλλάδα, ὄχι ὅτι ἤξερε τὸ παραμικρὸ ἀπὸ τὴν Ψωροκώσταινα μὰ τὸ ὄνομα ἔκανε ῥίμα μὲ κάτι μᾶλλον ἀγαπημένο του τὸ ὁποῖο ὅποτε σκεπτόταν χρησιμοποιοῦσε παρατατικὸ ἢ ἀόριστο χρόνο· δὲν μοῦ εἶπε λεπτομέρειες μὰ τὰ κατάλαβα ἀπὸ τὴν παραπονιάρα κλίση τοῦ κεφαλιοῦ του.
Μὲ συμπάθησε λοιπὸν καὶ ἄρχισε νὰ πολυλογῇ ἐπὶ παντὸς ἐπιστητοῦ. Τί γιὰ ντρόγκες, τί γιὰ ἀθλητικά, τί γιὰ ὑπουργεῖα, τί γιὰ γυναῖκες εἶπε (κάτι σύννεφα ἔσμιξαν ἀπότομα ἐκείνη τὴν στιγμὴ καὶ κάποιες βλάσφημες βροντὲς τάραξαν τὴν ὕπαιθρο) παραδόξως δὲν τὸν βαριόμουν. Κάποια στιγμὴ τὸ γύρισε καὶ στὴν βοτανολογία, στὰ φυτά. Ἀφοῦ μὲ ῥώτησε γιὰ τὸ ἂν μοῦ ἄρεσε τὸ μπιφτέκι κι ἐγὼ θετικῶς ἀπεκρίθην, τόνισε πὼς εἶναι τόσο γαμῶ ἐπειδὴ προσθέτει λίγο σκορδάκι ἀπὸ μιὰν πανάρχαια ποικιλία ἡ ὁποία ἔφθασε σ’αὐτὸν πάππου πρὸς πάππου (κατήγετο ἀπὸ τὴν φυλὴ τῶν Σακότα Σιοῦ). Θέλεις νὰ σοῦ δώκω; ῥώτησε, θέλω βέβαια καὶ τὸ ῥωτᾷς θεῖο; ἀντέτεινα καὶ συνέχισε: Θὰ σοῦ δώκω μόνον μιὰν σκελίδα μὰ μὴν τὴν χρησιμοποιήσῃς κατ’εὐθείαν γιὰ φαγητό, νὰ τὴν φυτέψῃς. Μὰ ἡ φύτευσις μικρέ, δὲν εἶναι τόσο ἁπλή, θὰ πρέπει νὰ ξεφλουδίσῃ τὰ σκληρὰ ἐπιφυλλίδια του σὲ μέρες χάσης τῆς σελήνης, μιὰ εἰκοσάχρονη παρθένος κόρη τὴν ὁποίαν καλὸν θἆναι ἐκείνη τὴν στιγμὴ νὰ γαργαλᾷς ὥστε συνταρασσομένη ἀπ’τὰ λιγωτικὰ γέλια τὰ νύχια της νὰ γδέρνουν ἀνεπαίσθητα τὴν σάρκα τῆς σκελίδος. Ἀπὸ ἐκεῖ ὁ σκόρδιος αἰθέρας θὰ μπορῇ πιὸ εὔκολα νὰ τρανέψῃ. Κατάλαβες;
Εἶχα καταλάβει, ναί. Βέβαια λίγο δύσκολα ὅπως τὰ ζητοῦσε, ἄντε νὰ ψάχνω εἰκοσάχρονες καὶ νὰ τὶς ῥωτῶ, συγγνώμη μήπως ἔχετε γεννηθῇ μεταξὺ 24 Αὐγούστου καὶ 22 Σεπτεμβρίου; ζόρικαι ἀπαιτήσεις, ἀλλὰ ἐν τάξει σὲ γενικὲς γραμμὲς εἶχα καταλάβει, μὰ ἐπίσης εἶχα καταλάβει ὅτι ὁ Τζερώνυμο ἦταν ὀλίγον μωρὲ μιὰ στάλα πολυλογάς, φοβόμουν πὼς θὰ μοῦ ἄρχιζε κουβέντα γιομάτη θεωρίες συνομωσίας καὶ δὲν θὰ εἴχαμε τελειωμό. Ἄσε ποὺ μὲ κούραζε μιὰ κενοδοξία του γιὰ τὸ ὅτι εἶναι ὕπατος μέγας γενικὸς ἐπιθεωρητὴς τῶν πιστῶν τοῦ Παμμεγίστου Μανιτοῦ καὶ ξέρει ἄπειρα ξόρκια. Σηκώθηκα κάπως κουμπωμένα εἶν’ἡ ἀλήθεια καὶ τοῦ ζήτησα συγγνώμη, ἔχω ξεκλείδωτα, εἶναι ἀναμμένος κι ὁ θερμοσίφωνας τόση ὥρα, θὰ μὲ γαμήσωσιν οἱ οἰκοδεσπόται… Θὰ ἀφήσω τὴν διεύθυνσή μου στὴν Κάρολ, μπορεῖς νὰ στείλῃς τὴν σκελίδα ὅποτε μπορέσῃς. Ἠγέρθη κι αὐτός, μ’ἀγκάλιασε μὲ ἕνα πομπῶδες ὕφος ποὺ νόμισα ὅτι θὰ μοῦ ζητοῦσε νὰ γίνουμε ἀδελφοποιτοί, ψιθύρισε κάτι σὲ μιὰν ἀκατάληπτον γλώττα καὶ ἐχωρίσθημεν.
Οἱ ἑπόμενες ἡμέρες κύλησαν σὲ βαρετὰ μαθήματα τὰ πρωινὰ καὶ σὲ εὔχαρες παραδόσεις τὰ ἀπογεύματα μὰ καὶ βράδια ἀπὸ τὴν Κάρολ ἡ ὁποία μὲ μύησε στὸν κόσμο τῆς ντροπῆς, ὅταν ὅλοι ἐκοιμῶντο. Στὶς 18 ἰουλίου ἤμουν στὸ JFK (sic) καὶ 18 ὧρες μετὰ στὸ ἑλληνικό. Δὲν θυμόμουν καθόλου τὴν φάση τῆς σκελίδας - ἄντε ἴσως λίγο τὸν Τζερώνυμο νὰ ἔφερνα στὸν νοῦ μου ὅποτε ἔβλεπα γουέστερν στὴν ΥΕΝΕΔ. Κι ἂν δὲν θυμόμουν τό σκορδάκι 20-30 ἡμέρες μετὰ ἀπὸ ταξιδάκι πῶς θὰ γινόταν νὰ τὸ θυμᾶμαι 20-30-45 χρόνια μετά;
Μέχρι ποὺ μιὰ ἑβδομάδα πρίν, ὅταν ἔσπευσα στὰ ΕΛΤΑ τῆς γειτονιᾶς γιὰ τὴν κατάθεση χρημάτων στὸν φιλοτελικὸ λογαριασμό μου, μὲ κάλεσε μέσα ὁ διευθυντής. Ἀνέλαβε ἕνα γλοιῶδες χαμόγελο, ἀναφέρθηκε στὴν οἰκονομικὴ κρίση ἡ ὁποία ἔχει ἀποσυντονίσει τοὺς μηχανισμοὺς καὶ τὴν κατὰ τὰ δέοντα εὔρυθμον λειτουργίαν των καὶ τελικὰ μοῦ παρέδωσε ἕναν φάκελλο 46 ἔτη μετά. Δὲν πῆγε τὸ μυαλό μου οὔτε ὅταν ἄδραξα τὸν φάκελλο ὁ ὁποῖος εἶχε μερικὰ σβολαράκια μέσα, οὔτε κἂν ὅταν εἶδα σφραγίδα EMS καὶ ἀγγλικὰ στὸ πεδίον ἄνω ἀριστερά. Στὸ σπίτι τὸν ἄνοιξα καὶ εἶδα τέσσερις σκελίδες σκόρδου οἱ ὁποῖες δὲν ἔδειχναν καθόλου γιὰ 46χρονες - εἶδες γιὰ νὰ ἔχῃς βύσμα τὸν Μεγάλο Μανιτοῦ; Συγκινήθηκα σὲ βαθμὸ ἐπικίνδυνο γιὰ μιὰν ἀορτὴ τῆς καρδιᾶς μου (εὐτυχῶς ποὺ δὲν μὲ εἶδε ἡ κωλόγρια γιὰ νὰ γκρινιάξῃ καὶ καλὰ γιὰ τὴν ὑγίεια μου) καὶ θυμήθηκα τὸν καλό μου τὸν Τζερώνυμο, εἶχε στείλει τέσσερις ἀντὶ μιᾶς σκελίδος! Στενοχωρήθην ποὺ ἀδίκως θὰ περίμενε μιὰν εὐχαριστήρια ἀπάντηση τὴν ὁποίαν οὐδέποτε ἔλαβε ἀπὸ τὸν ἀχάριστο Γραικό· τώρα θὰ ἦταν ἀργὰ φυσικά, θὰ ἔχῃ πρὸ πολλοῦ ταξιδέψῃ καὶ πλέον θὰ παίζῃ μπαρμπούτι καὶ κολτσίνα μὲ τὸν Μεγάλο Μανιτοῦ.
Στὸ μεσημβρινὸ γεῦμα ἔχυσα λίγο κρασὶ σπονδικῶς τε κι εὐχαριστηρίως γιὰ τὴν ψυχή του Τζερώνυμο καὶ ἀφοῦ ἀκολούθησα (τὸ ἑπόμενο πρωὶ) ὅλες τὶς πρὸς στάνταρ εὐδοκίμηση ὁδηγίες του, φύτεψα τὰ σκορδάκια.
Σήμερα 28 Μαρτίου 2011, τί καλά! τὰ εἶδα νὰ ἄνω θρώσκουν!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα