ἂν πιάνουν τὰ χέρια του...
Ἀπόγευμα Σαββάτου, ἀκριβῶς στὸ λυκόφως πάνω ἢ τὸ λυκαυγές; πῶς τὸ λένε καὶ ποῦ πάει ὁ τονός (sic) του κιόλας, γαμῶ τὸ τῆς τρίτης δημοτικοῦ πτυχίο μου, ἡ ἀνεψιὰ εἶχε ῥαντεβοὺ μὲ τὸν ἰατρό της γιὰ τὴν ἔκτη της ἄμβλωση φέτο [2010 Κ.Χ. (sic)] καὶ μοῦ ζήτησε νὰ κάτσω στὸ πόδι της στὸ ψιλικατζίδικο. Στὴν ἀρχὴ δὲν τὴν πολυκατάλαβα, νόμισα ὅτι ἤθελε νὰ καθήσω στὰ πόδια της ὥστε νὰ παραμείνουν ἐπὶ τέλους κλειστὰ καὶ νὰ ἀποφευθοῦν περαιτέρω γονιμοποιήσεις ἀλλὰ στὸ θεῖοοοο, συγκεντρώσουυυυυ, τῷ ὄντι! συγκεντρώθηκα καὶ κατάλαβα.
Καθόλου δὲν μὲ χαλοῦσε ποὺ θὰ καθόμανε 4-5 ὧρες στὸ μαγαζί, γαμῶ θὰ ἤντουνα, τῆς κάνω τρελλὸ λογαριασμό, τοὐλάχιστον τριψήφιο νουμεράκι σὲ εὐρώ. Στὶς ὧρες αὐτὲς τσακίζω δυὸ γαριδάκια, δύο πακοτίνια κι ἄλλα τόσα πιτσίνια. Στὸ ἐνδιάμεσο αὐτῶν φυσικά, ἀπὸ μιὰ κόκα κόλα. Σερενάτες ντὰμπλ, σοκοφρέτες μὲ φουντούκι μὰ καὶ συμβατικὲς (ὦν οὐκ ἔσται ἀριθμός, ποτὲ δὲν θυμᾶμαι πόσες ἐξαϋλώνω) εὐάριθμες συσκευασίες φερρέρο ῥοσέ, ἑπτὰ αὐγουλάκια κίντερ (ἂν δῇτε τὴν συλλογή μου ἀπὸ τὰ παιγνιδάκια μου, θὰ πάθουτε αἰδοιόπλακα) πέντε κουκουρούκου, δύο ἀμαρέττι, πέντε κίσς, τέσσαρες λίλα πάουζε καὶ κάποια ἄλλα. Στὰ διπλανὰ ῥάφια ἔχει τσικολάτες, καλῶ λοιπὸν στὴν παρέα καμιὰ λάκτα ἁπλή, ἴον ἀμυγδάλου, γεμιστὲς μὲ φράουλα, κράντσυ καὶ κάνουμε χάι μέχρι νὰ λιγωθῶ σὲ βαθμὸ ἀναγούλας. Δὲν ἔχω εἰσέτι καταλάβει γιατί μοῦ βγαίνει ἔτσι, μήπως εἶναι αὐτοσκοπὸς καὶ τὸ κάνω ἐπειδὴ γιὰ λίγες ὧρες νοιώθω βασιλιᾶς σὲ μέρος ὅπου τοῦ πρέπουν καλοὶ καὶ συνεσταλμένοι τρόποι ἄλλες στιγμές, ἢ μήπως ἔχω ὑπογλυκαιμικὲς κρισοῦλες καὶ χρειάζομαι τὸ κατιτὶς (sic) γιὰ νὰ τὶς ἀντιμετωπίσω;
Ὑπάρχουν φορὲς ποὺ μὲ πιάνουν τύψεις ποὺ τὴν τρακάρω τόσο μὰ ἡ γυναίκα μου (καλή της ὥρα τῆς σιχαμένης) μοῦ ἀπεκάλυψε πὼς τυχὸν χασούρα, ἡ ἀνηψιὰ τὴν περνᾷ στὰ ἔξοδα παράστασεως τῶν ἐκτρώσεων. Ὁ ἰατρὸς ποὺ τὴν κουράρει, ἕνας ἐξ Ἀμαλιάδος 52 Μαΐων ἐξέχων ἐπιστήμων μὲ ἀκέραιο ἦθος καὶ πολυετῆ ἐνεργὴ συμμετοχὴ στοὺς ἀγῶνες τῆς ἀριστερᾶς, τὴν σπονσοράρει μάλιστα, πῶς θὰ γινόταν ἀλλέως ἀφοῦ οὗτος αὐτὸς εἶναι ὁ ὑπεύθυνος γιὰ τὶς δύο ἐκ τῶν ἒξ ἐφετεινῶν ἐγκυμοσυνῶν;
Ἔτσι λοιπὸν σμπούτσαμ ποὺ τῆς γαμῶ τὸ μαγαζὶ καὶ πιστέψατε με, ὁ ὅρος «ἀκρίδα» δὲν εἶναι ἀκριβὴς γιὰ νὰ καταδείξῃ τὶς λαμπρές μου ἐπιδόσεις. Ἀφοῦ τσουρνέψω κἄνα γιομιστὸ παπαδοπούλου, τίποτις μιράντα, κἄνα πτιμπὲρ (μετὰ καὶ ἄνευ σοκολάτας) ἀλλάζω ῥεπερτόριον. Λίγο πιὸ μετά, στὴν σέσουλα φέρνω κάμποσα κάσιους καὶ αἰγίνης καὶ ἀμύγδαλα καὶ φουντούκια καὶ στραγάλια (λευκὰ καὶ κίτρινα) καὶ ἀράπικα φυστίκια καὶ κρόκερ καὶ λιόσπορο καὶ πασσατέμπο μὰ ἐπειδὴ εἶναι λίγο τῆς προσκόλλησης αὐτὰ τὰ ξηροκαρπίδια ἀνοίγω καὶ ἕνα μπλὰκ λέημπελ τζώννυ γιὰ νὰ κυλήσουν ἀωικῶς καὶ βοϊδοματικῶς στὸν φάρυγγα. Δὲν ὁδηγῶ μετὰ ὁπότε δὲν σταματῶ στὸ τέταρτο μὰ συνεχῶ μέχρι νὰ δῶ τὴν κοκόνα τὴν ἀνεψιά μου ἀφικνουμένη νὰ βγαίνῃ ἀπὸ τὸ βόλβο φιλώντας τὴν φαλακρίτσα τοῦ 52 Μαΐων ἐξέχοντος ἐξ Ἀμαλιάδος, ἐπιστήμονος ἰατροῦ μὲ σημαντικὴ συνεισφορὰ στὴν ἀγώνα ὑπὲρ τῆς ἀβασίλευτης δημοκρατίας τὸ ’74, ὅστις σοῦπερ ντοῦπερ ἱππότης ὤν, τὴν γυρίζει κιόλας – χαχαχά, ὄχι καράβι, βόλβο σέρνει. Στὰ πρίν, τσιμπάω καὶ μιὰν σεράνο παστούλα, δυὸ σάμαλια, ἴσως καὶ κἄνα καταΐφι ἂν εἶμαι σεκλετισμένος, κάτι ποὺ ἀποφεύγω ὡστόσο, μέτρον ἄριστον, ὦ ναί!
Ἤμουν λοιπὸν ἤδη δυόμισυ ὧρες στὸ μαγαζί μὲ ξαναμμένο πρόσωπο, κοιλιὰ τουμπανιασμένη, χείλη κόκκινα καὶ γνάθους νὰ ζητᾶνε ἔλεος, ἔλεος θεῖο στάκα λίγο, κακὸ κι ὁδυνηρὸ ψόφο ἔχοις, πλζ στόπ ἴτ! Γελοῦσα μὲ τὴν δειλία τους κι ἤμανε ἔτοιμος νὰ τσιμπουκωθῶ ὁλάκερης παλάμης φουντούκια καὶ νὰ ἀκούσω τὸν μὲ τὸ στανιὸ κάματο θρυμματοποίησης τους στὸ στόμα μου, μὰ ἕνα τσογλάνι κακὸ χρόνο νἄχῃ ὁ τζαναμπέτης, μπῆκε στὸ μαγαζί. Ζήτησε ἕνα λάκυ στράικ, Λάκη τί; τὸν ῥώτησα, λάκυ κὰπ μήπως, παγωτὸ θέλεις ῥέ; Μάρτη μήνα παγωτά; δὲν ἔχουμε μικρέ, μὰ ἐκεῖνος ἐπέμεινε. Λάκυ Στράικ μοῦ εἶπε, φροντίζοντας τοὺς φθόγγους αὐτοῦ τοῦ ἀγνώστου γιὰ νἆμαι εἰλικρινὴς ὀνοματεπωνύμου, γείτονας πάντως δὲν εἶναι μικρέ, τοὺς ξέρω ὅλους, τσιγάρα εἶπε (κυττώντας τὴν σβηστὴ τηλεόραση) εἶναι κύριε, ἄαααα, πές το ντὲ ῥὲ μοῦλε, γαμῶ τὴν μάνα σου, ποῦ στὸ πέος τὰ κρύβῃ ἡ ἄλλη ἡ σάπια, πώωωω ποὺ πρέπει νὰ ἀνασκαφίσω τώρα μὲ λές;
Στράφηκα πίσω ἀπὸ τὸ τηλέφωνον διὰ τὸ κυνὸν κι ἄρχιζα στὰ ῥάφια τῶν σιγαρέττων νὰ ψάχνω, μᾶλλον ἀργοῦσα, ἄκουσα τὸ μπασταρδάκι νὰ μὲ ῥωτᾷ, συγγνώμη κύριε (κεριὰ καὶ λιβάνια) μπορῶ νὰ ἀνοίξω τὴν τιβὴ μέχρι νά;
Μέχρι νά; Ὥστε θεωροῦσε πὼς ἔκανα ὑπὲρ τὸ δέον ἀργά, δηλαδής, μοῦ τὴν ἔλεγε ἐμμέσως ὁ μὴ προσέτι σκάσας τοῦ ὠοῦ; Ντάαααξει, σὲ ἔσκισα τώρα, θὰ κάνω τόσην ὤρα ποὺ θὰ χαρμανιάσῃς γιὰ τσιγάρο!
Ναί, μικρέ, λεύτερα, ἄνοιξέ την.
Καὶ τὴν ἄνοιξε. Καὶ ὅση ὥρα κρυμμένος στὴν καβάτζα ὄπισθεν τοῦ ταμείου, κάμνων πὼς ἔψαχνα, τρώγοντας μιὰν γάλακτος σοκολατίτσα ἀθορύβως τὸ κατὰ δύναμιν, προσπαθοῦσα νὰ ἀκούσω ἤχους δυσαρεσκείας τοῦ μικροῦ. Ἀντ’αὐτῶν ὅμως, ἤκουγα κάτι σαχλοὺς τηλεοράσοθεν νὰ λένε κάτι μαλακίες περὶ ἀποξηράνσεως δενδρολιβάνου. Θυμήθηκα παπάρα σὲ σάλτσα τηγανιᾶς ἀνατολικῆς ῥωμυλίας ὅπως ντεμὲκ ἀπεκάλουν κάποιοι σαλονικιοὶ καὶ γουργούρισα λίγο. Συνοφρυώθηκα καὶ συνέχισα νὰ ἀκούω, κάτι λέγαν οἱ τοῦ μέγκα κηπουροὶ (ἔτσι συστήθηκε στὰ μετὰ τῶν διαφημίσεων) τώρα γιὰ πατζάρια καὶ πὼς τὰ ἔτρωγαν οἱ ἀρχαῖες λαΐδες γιὰ νὰ εἶναι ἔμορφες καὶ νὰ ἔχουν καλὲς ἐπιδόσεις, πώπω μ’ἀνακάτευε αὐτὴ ἡ σοκολάτα, μέχρι ποὺ εἶπαν γιὰ τὴν ἀποκομιδὴ τῶν ῥαδικιῶν. Σὲ ἕνα τετράγωνο εἴχαμε ἔξι, εἶπαν, μὰ τί εἶναι τὸ τετράγωνο καὶ γιατί δὲν ἐξηγοῦν; Ἡ ἀπορία μὲ ἔκανε νὰ ἀφήσω τὴν ἅγρα λάκυ στράικ καὶ φάνηκα πάλι στὸ ταμεῖον. Ὁ μικρὸς εἶχε τὰ νῶτα του σὲ μένα, ἔβλεπε τοὺς κηπουροὺς μὲ προσοχὴ ἀγαστή, σκέφτηκα νὰ ῥωτήσω αὐτὸν ποῦ θὰ βρῶ προηγούμενα ἐπεισόδια τῶν κηπουρῶν τοῦ μέγκα γιὰ νὰ μάθω γιὰ τὴν λαχανώδη κατασκευή των μὰ ἂν τὸν ἐπανέφερα στὴν πραγματικότητα θὰ μοῦ ζητοῦσε τὰ τσιγάρα – βρὲ δὲν γαμιέσαι; Ξετύλιξα ἕνα μπουένο κίντερ καὶ ἔβλεπα τὸ πρόγραμμα, μὰ εἶδα καὶ τὴν ἀνεψιὰ νὰ ἐξέρχεται τοῦ βόλβο τοῦ χορηγοῦ της, σινάμενη κουνάμενη ἐπανέκαμψε στὸ μαγαζί, μὲ εὐχαρίστησε ἡ φτηνή, τῆς εἶπα ἕνα ξυνισμένο παρακαλῶ καὶ ἔφυγα ταχέως γιὰ τὸ σπίτι νὰ δῶ τοὺς κηπουροί.
Ἄφησα τὸν μικρὸ ἐκεῖ, προφανῶς ἡ ἀνηψιὰ θὰ τοῦ ἔδωσε τὰ τσιγάρα ζητώντας του πρῶτα ταυτότητα, στὴν περίπτωση μάλιστα ποὺ ἠ ἡλικία του θὰ ἦτο νόμιμη, ἴσως καὶ νὰ τὸν παρέσυρε ὄπισθεν τοῦ ταμείου γιὰ μιὰ ξεπετούλα στὰ γρήγορα, ἔτσι μωρὲ γιὰ νὰ ἔχῃ καὶ δουλίτσα ὁ 52 Μαΐων μωραΐτης διαπρεπὴς ἰατρὸς σὲ τίποτε πέντε ἑβδομάδες ἀπὸ τὸ τότε Σάββατο. Γὼ πῆγα σπίτι, συνέχισα νὰ βλέπω τοὺς κηπουρούς, μὰ δὲν βρῆκα λύση στὸ πῶς ἔφτιαξαν μιὰν τετράγωνη κατασκευὴ ἀπὸ κόντρα πλακὲ στὴν ὁποίαν προσέθεσαν χῶμα καὶ ἔβαλαν ζαρζαβατικὰ καὶ τὰ ῥέστα.
Μήπως ἐσεῖς ξέρετε, πῶς τὴν ἔχουν φτιάξει;
Καθόλου δὲν μὲ χαλοῦσε ποὺ θὰ καθόμανε 4-5 ὧρες στὸ μαγαζί, γαμῶ θὰ ἤντουνα, τῆς κάνω τρελλὸ λογαριασμό, τοὐλάχιστον τριψήφιο νουμεράκι σὲ εὐρώ. Στὶς ὧρες αὐτὲς τσακίζω δυὸ γαριδάκια, δύο πακοτίνια κι ἄλλα τόσα πιτσίνια. Στὸ ἐνδιάμεσο αὐτῶν φυσικά, ἀπὸ μιὰ κόκα κόλα. Σερενάτες ντὰμπλ, σοκοφρέτες μὲ φουντούκι μὰ καὶ συμβατικὲς (ὦν οὐκ ἔσται ἀριθμός, ποτὲ δὲν θυμᾶμαι πόσες ἐξαϋλώνω) εὐάριθμες συσκευασίες φερρέρο ῥοσέ, ἑπτὰ αὐγουλάκια κίντερ (ἂν δῇτε τὴν συλλογή μου ἀπὸ τὰ παιγνιδάκια μου, θὰ πάθουτε αἰδοιόπλακα) πέντε κουκουρούκου, δύο ἀμαρέττι, πέντε κίσς, τέσσαρες λίλα πάουζε καὶ κάποια ἄλλα. Στὰ διπλανὰ ῥάφια ἔχει τσικολάτες, καλῶ λοιπὸν στὴν παρέα καμιὰ λάκτα ἁπλή, ἴον ἀμυγδάλου, γεμιστὲς μὲ φράουλα, κράντσυ καὶ κάνουμε χάι μέχρι νὰ λιγωθῶ σὲ βαθμὸ ἀναγούλας. Δὲν ἔχω εἰσέτι καταλάβει γιατί μοῦ βγαίνει ἔτσι, μήπως εἶναι αὐτοσκοπὸς καὶ τὸ κάνω ἐπειδὴ γιὰ λίγες ὧρες νοιώθω βασιλιᾶς σὲ μέρος ὅπου τοῦ πρέπουν καλοὶ καὶ συνεσταλμένοι τρόποι ἄλλες στιγμές, ἢ μήπως ἔχω ὑπογλυκαιμικὲς κρισοῦλες καὶ χρειάζομαι τὸ κατιτὶς (sic) γιὰ νὰ τὶς ἀντιμετωπίσω;
Ὑπάρχουν φορὲς ποὺ μὲ πιάνουν τύψεις ποὺ τὴν τρακάρω τόσο μὰ ἡ γυναίκα μου (καλή της ὥρα τῆς σιχαμένης) μοῦ ἀπεκάλυψε πὼς τυχὸν χασούρα, ἡ ἀνηψιὰ τὴν περνᾷ στὰ ἔξοδα παράστασεως τῶν ἐκτρώσεων. Ὁ ἰατρὸς ποὺ τὴν κουράρει, ἕνας ἐξ Ἀμαλιάδος 52 Μαΐων ἐξέχων ἐπιστήμων μὲ ἀκέραιο ἦθος καὶ πολυετῆ ἐνεργὴ συμμετοχὴ στοὺς ἀγῶνες τῆς ἀριστερᾶς, τὴν σπονσοράρει μάλιστα, πῶς θὰ γινόταν ἀλλέως ἀφοῦ οὗτος αὐτὸς εἶναι ὁ ὑπεύθυνος γιὰ τὶς δύο ἐκ τῶν ἒξ ἐφετεινῶν ἐγκυμοσυνῶν;
Ἔτσι λοιπὸν σμπούτσαμ ποὺ τῆς γαμῶ τὸ μαγαζὶ καὶ πιστέψατε με, ὁ ὅρος «ἀκρίδα» δὲν εἶναι ἀκριβὴς γιὰ νὰ καταδείξῃ τὶς λαμπρές μου ἐπιδόσεις. Ἀφοῦ τσουρνέψω κἄνα γιομιστὸ παπαδοπούλου, τίποτις μιράντα, κἄνα πτιμπὲρ (μετὰ καὶ ἄνευ σοκολάτας) ἀλλάζω ῥεπερτόριον. Λίγο πιὸ μετά, στὴν σέσουλα φέρνω κάμποσα κάσιους καὶ αἰγίνης καὶ ἀμύγδαλα καὶ φουντούκια καὶ στραγάλια (λευκὰ καὶ κίτρινα) καὶ ἀράπικα φυστίκια καὶ κρόκερ καὶ λιόσπορο καὶ πασσατέμπο μὰ ἐπειδὴ εἶναι λίγο τῆς προσκόλλησης αὐτὰ τὰ ξηροκαρπίδια ἀνοίγω καὶ ἕνα μπλὰκ λέημπελ τζώννυ γιὰ νὰ κυλήσουν ἀωικῶς καὶ βοϊδοματικῶς στὸν φάρυγγα. Δὲν ὁδηγῶ μετὰ ὁπότε δὲν σταματῶ στὸ τέταρτο μὰ συνεχῶ μέχρι νὰ δῶ τὴν κοκόνα τὴν ἀνεψιά μου ἀφικνουμένη νὰ βγαίνῃ ἀπὸ τὸ βόλβο φιλώντας τὴν φαλακρίτσα τοῦ 52 Μαΐων ἐξέχοντος ἐξ Ἀμαλιάδος, ἐπιστήμονος ἰατροῦ μὲ σημαντικὴ συνεισφορὰ στὴν ἀγώνα ὑπὲρ τῆς ἀβασίλευτης δημοκρατίας τὸ ’74, ὅστις σοῦπερ ντοῦπερ ἱππότης ὤν, τὴν γυρίζει κιόλας – χαχαχά, ὄχι καράβι, βόλβο σέρνει. Στὰ πρίν, τσιμπάω καὶ μιὰν σεράνο παστούλα, δυὸ σάμαλια, ἴσως καὶ κἄνα καταΐφι ἂν εἶμαι σεκλετισμένος, κάτι ποὺ ἀποφεύγω ὡστόσο, μέτρον ἄριστον, ὦ ναί!
Ἤμουν λοιπὸν ἤδη δυόμισυ ὧρες στὸ μαγαζί μὲ ξαναμμένο πρόσωπο, κοιλιὰ τουμπανιασμένη, χείλη κόκκινα καὶ γνάθους νὰ ζητᾶνε ἔλεος, ἔλεος θεῖο στάκα λίγο, κακὸ κι ὁδυνηρὸ ψόφο ἔχοις, πλζ στόπ ἴτ! Γελοῦσα μὲ τὴν δειλία τους κι ἤμανε ἔτοιμος νὰ τσιμπουκωθῶ ὁλάκερης παλάμης φουντούκια καὶ νὰ ἀκούσω τὸν μὲ τὸ στανιὸ κάματο θρυμματοποίησης τους στὸ στόμα μου, μὰ ἕνα τσογλάνι κακὸ χρόνο νἄχῃ ὁ τζαναμπέτης, μπῆκε στὸ μαγαζί. Ζήτησε ἕνα λάκυ στράικ, Λάκη τί; τὸν ῥώτησα, λάκυ κὰπ μήπως, παγωτὸ θέλεις ῥέ; Μάρτη μήνα παγωτά; δὲν ἔχουμε μικρέ, μὰ ἐκεῖνος ἐπέμεινε. Λάκυ Στράικ μοῦ εἶπε, φροντίζοντας τοὺς φθόγγους αὐτοῦ τοῦ ἀγνώστου γιὰ νἆμαι εἰλικρινὴς ὀνοματεπωνύμου, γείτονας πάντως δὲν εἶναι μικρέ, τοὺς ξέρω ὅλους, τσιγάρα εἶπε (κυττώντας τὴν σβηστὴ τηλεόραση) εἶναι κύριε, ἄαααα, πές το ντὲ ῥὲ μοῦλε, γαμῶ τὴν μάνα σου, ποῦ στὸ πέος τὰ κρύβῃ ἡ ἄλλη ἡ σάπια, πώωωω ποὺ πρέπει νὰ ἀνασκαφίσω τώρα μὲ λές;
Στράφηκα πίσω ἀπὸ τὸ τηλέφωνον διὰ τὸ κυνὸν κι ἄρχιζα στὰ ῥάφια τῶν σιγαρέττων νὰ ψάχνω, μᾶλλον ἀργοῦσα, ἄκουσα τὸ μπασταρδάκι νὰ μὲ ῥωτᾷ, συγγνώμη κύριε (κεριὰ καὶ λιβάνια) μπορῶ νὰ ἀνοίξω τὴν τιβὴ μέχρι νά;
Μέχρι νά; Ὥστε θεωροῦσε πὼς ἔκανα ὑπὲρ τὸ δέον ἀργά, δηλαδής, μοῦ τὴν ἔλεγε ἐμμέσως ὁ μὴ προσέτι σκάσας τοῦ ὠοῦ; Ντάαααξει, σὲ ἔσκισα τώρα, θὰ κάνω τόσην ὤρα ποὺ θὰ χαρμανιάσῃς γιὰ τσιγάρο!
Ναί, μικρέ, λεύτερα, ἄνοιξέ την.
Καὶ τὴν ἄνοιξε. Καὶ ὅση ὥρα κρυμμένος στὴν καβάτζα ὄπισθεν τοῦ ταμείου, κάμνων πὼς ἔψαχνα, τρώγοντας μιὰν γάλακτος σοκολατίτσα ἀθορύβως τὸ κατὰ δύναμιν, προσπαθοῦσα νὰ ἀκούσω ἤχους δυσαρεσκείας τοῦ μικροῦ. Ἀντ’αὐτῶν ὅμως, ἤκουγα κάτι σαχλοὺς τηλεοράσοθεν νὰ λένε κάτι μαλακίες περὶ ἀποξηράνσεως δενδρολιβάνου. Θυμήθηκα παπάρα σὲ σάλτσα τηγανιᾶς ἀνατολικῆς ῥωμυλίας ὅπως ντεμὲκ ἀπεκάλουν κάποιοι σαλονικιοὶ καὶ γουργούρισα λίγο. Συνοφρυώθηκα καὶ συνέχισα νὰ ἀκούω, κάτι λέγαν οἱ τοῦ μέγκα κηπουροὶ (ἔτσι συστήθηκε στὰ μετὰ τῶν διαφημίσεων) τώρα γιὰ πατζάρια καὶ πὼς τὰ ἔτρωγαν οἱ ἀρχαῖες λαΐδες γιὰ νὰ εἶναι ἔμορφες καὶ νὰ ἔχουν καλὲς ἐπιδόσεις, πώπω μ’ἀνακάτευε αὐτὴ ἡ σοκολάτα, μέχρι ποὺ εἶπαν γιὰ τὴν ἀποκομιδὴ τῶν ῥαδικιῶν. Σὲ ἕνα τετράγωνο εἴχαμε ἔξι, εἶπαν, μὰ τί εἶναι τὸ τετράγωνο καὶ γιατί δὲν ἐξηγοῦν; Ἡ ἀπορία μὲ ἔκανε νὰ ἀφήσω τὴν ἅγρα λάκυ στράικ καὶ φάνηκα πάλι στὸ ταμεῖον. Ὁ μικρὸς εἶχε τὰ νῶτα του σὲ μένα, ἔβλεπε τοὺς κηπουροὺς μὲ προσοχὴ ἀγαστή, σκέφτηκα νὰ ῥωτήσω αὐτὸν ποῦ θὰ βρῶ προηγούμενα ἐπεισόδια τῶν κηπουρῶν τοῦ μέγκα γιὰ νὰ μάθω γιὰ τὴν λαχανώδη κατασκευή των μὰ ἂν τὸν ἐπανέφερα στὴν πραγματικότητα θὰ μοῦ ζητοῦσε τὰ τσιγάρα – βρὲ δὲν γαμιέσαι; Ξετύλιξα ἕνα μπουένο κίντερ καὶ ἔβλεπα τὸ πρόγραμμα, μὰ εἶδα καὶ τὴν ἀνεψιὰ νὰ ἐξέρχεται τοῦ βόλβο τοῦ χορηγοῦ της, σινάμενη κουνάμενη ἐπανέκαμψε στὸ μαγαζί, μὲ εὐχαρίστησε ἡ φτηνή, τῆς εἶπα ἕνα ξυνισμένο παρακαλῶ καὶ ἔφυγα ταχέως γιὰ τὸ σπίτι νὰ δῶ τοὺς κηπουροί.
Ἄφησα τὸν μικρὸ ἐκεῖ, προφανῶς ἡ ἀνηψιὰ θὰ τοῦ ἔδωσε τὰ τσιγάρα ζητώντας του πρῶτα ταυτότητα, στὴν περίπτωση μάλιστα ποὺ ἠ ἡλικία του θὰ ἦτο νόμιμη, ἴσως καὶ νὰ τὸν παρέσυρε ὄπισθεν τοῦ ταμείου γιὰ μιὰ ξεπετούλα στὰ γρήγορα, ἔτσι μωρὲ γιὰ νὰ ἔχῃ καὶ δουλίτσα ὁ 52 Μαΐων μωραΐτης διαπρεπὴς ἰατρὸς σὲ τίποτε πέντε ἑβδομάδες ἀπὸ τὸ τότε Σάββατο. Γὼ πῆγα σπίτι, συνέχισα νὰ βλέπω τοὺς κηπουρούς, μὰ δὲν βρῆκα λύση στὸ πῶς ἔφτιαξαν μιὰν τετράγωνη κατασκευὴ ἀπὸ κόντρα πλακὲ στὴν ὁποίαν προσέθεσαν χῶμα καὶ ἔβαλαν ζαρζαβατικὰ καὶ τὰ ῥέστα.
Μήπως ἐσεῖς ξέρετε, πῶς τὴν ἔχουν φτιάξει;
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα