Σάββατο, Μαρτίου 26, 2011

Καμμία ἀντίρρηση ὡς πρὸς τὸ νούμερο, ἔτσι δὲν εἶναι;


(…)
«Σκορπιός!» καὶ νὰ πέφτῃ δίπλα μου, νὰ ἁρπάζῃ μὲ τὰ χέρια του ἕναν μεγάλο σβόλο κι ὅλα γίνανε τόσο ξαφνικὰ καὶ γρήγορα, ποὺ δὲν πρόφτασα κἂν νὰ ἀνασηκωθῶ, γύρισα μόνο τὸ κεφάλι μου δεξιὰ καὶ ὁ Λυσίμαχος ἤτανε ἤδη πεσμένος δίπλα μου, μπρούμυτα, μὲ τὰ χέρια τεντωμένα μπροστά, κρατώντας μὲ τὶς χοῦφτες του τὸν σβόλο, μὲ τὸ κεφάλι ἀνάμεσα στὰ τεντωμένα χέρια, μὲ τὸ μοῦτρο μὲς στὰ χώματα (τὸ καπέλο του εἶχε πέσει καὶ κύλησε δίπλα) καὶ πρὶν προλάβω νὰ πῶ, ἢ νὰ κάνω τίποτα, ὁ Λυσίμαχος στράφηκε πρὸς τὴν μεριά μου, μισοανασηκώνοντας τὸ κεφάλι του, ἔτσι ποὺ ὁ δεξιός του ὦμος τοῦ ἔκρυβε τὸ πηγούνι καὶ τὸ πρόσωπό του ἤτανε κατάχλωμο καὶ τὸ στόμα του στράβωσε ἀπ’τὸν πόνο, μὰ μέσα σ’ἐκεῖνον τὸν μορφασμό, διέκρινα καθαρὰ τὸ περήφανο χαμόγελό του, μοῦ χαμογέλασε θυμᾶμαι ὁ Λυσίμαχος, ἔβγαλε μὲ τὸ ἀριστερό του χέρι τὸ κυάνιο ἀπ’τὴν τσέπη του, τὸ κατάπιε καὶ ξανάφησε τὸ κεφάλι του νὰ πέσῃ ἀνάμεσα στὰ χέρια του, νὰ ξαναπέσῃ τὸ ἤδη σκονισμένο πρόσωπό του μὲς στὰ χώματα, πρὶν προλάβω νὰ ἀντιδράσω καὶ ἡ μόνη σκέψη ποὺ μοῦ πέρασε τὴν στιγμὴ ἐκείνη ἀπ’τὸ μυαλό, ἤτανε νὰ σηκωθῶ καὶ νὰ σταθῶ προσοχή, νὰ τὸν χαιρετήσω στρατιωτικὰ καὶ ὅλο τὸ σκεφτόμουνα καὶ ὅλο ἔμενα ἀσάλευτος στὴν θέση μου, βλέποντάς με νὰ σηκώνουμαι καὶ νὰ στέκω προσοχὴ κι ὕστερα βλέποντάς με νὰ σηκώνουμαι, νὰ σκύβω, νὰ παίρνω τὸ καπέλο μου δίπλα ἀπ’τὴν ἐλιὰ (τὸ εἶχα βγάλει κουβεντιάζοντας μὲ τὸν Λυσίμαχο καὶ τὸ εἶχα ἀφήσει κατάχαμα) νὰ φοράω τὸ καπέλο μου, νὰ στέκω καὶ νὰ φέρνω τὰ δάκτυλα τοῦ δεξιοῦ μου χεριοῦ στὸ πλατύγυρο ψαθὶ καὶ ὕστερα βλέποντάς με νὰ φοράω τὸ καπέλο μου πρὶν σηκωθῶ καὶ νὰ σηκώνουμαι, νὰ στέκουμαι προσοχὴ καὶ νὰ τὸν χαιρετάω, μὰ τελικὰ σηκώθηκα, ἀφήνοντας τὸ καπέλο μου κεῖ δίπλα στὴν ἐλιά, πεσμένο ὡς ἤτανε ἀνάποδα, σηκώθηκα ἔσκαψα τὸν λάκκο, ἔγδυσα τὸν Λυσίμαχο (στὴν Μεγάλη Λίμνη, ὅταν γδυνόμασταν βιαστικὰ νὰ πέσουμε στὸ νερὸ μιὰ ὥρα ἀρχύτερα, ὅταν ἔβγαλε ὁ Λυσίμαχος τὸ πουκάμισό του, εἶδα νὰ κρέμεται στὸ στῆθος του ἕνας μικρὸς ξύλινος σταυρὸς καὶ ὁ Λυσίμαχος τὸ εἶδε πὼς τὸν εἶδα καὶ ἅρπαξε τὸν μικρὸ σταυρὸ μὲ τὸ δεξί του χέρι, ἔσπασε τὸν σπάγκο τραβώντας τον ἀπότομα, ἔκρυψε τὸν μικρὸ σταυρὸ στὴν τσέπη τοῦ παντελονιοῦ του, ἀφοῦ πρῶτα ἔκανε μιὰν κίνηση σὰν νἄθελε νὰ τὸν πετάξῃ, μὰ τὸ μετάνοιωσε, πετώντας τον στὰ ἀραιὰ βοῦρλα κάποιος ἄλλος θὰ μποροῦσε νὰ τὸν δῇ, μοῦ χαμογέλασε ἔνοχα τότε ὁ Λυσίμαχος καὶ τώρα δὲν τὸν βρῆκα τὸν μικρὸ σταυρό, δὲν ἦταν σὲ καμιά του τσέπη καὶ τὸν ἔθαψα ἐκεῖ τὸν Λυσίμαχο καὶ ἤμουν ἔτοιμος νὰ ξαναπάω τὸ φτυάρι στὸ κάρο, μὰ σκέφθηκα πὼς δὲν θὰ μοῦ χρειαζόταν πιά, δὲν θὰ ’σκαβα βέβαια ἐγὼ τὸν τάφο μου καὶ ὅποιος, ἢ ὅποιοι καταπιανόντουσαν μ’αὐτὴ τὴν δουλειά, ἂς κόβαν τὸ λαιμό τους νὰ βροῦνε ἐργαλεῖα καὶ βύθισα λοιπὸν τὸ φτυάρι μὲς στὸ νιοσκαμμένο χῶμα, πατώντας το μὲ τὸ πόδι μου, ἔτσι ποὺ τὸ στειλιάρι ἀπόμεινε κατακόρυφο, πάνω ἀκριβῶς ἀπ’τὸ κεφάλι τοῦ Λυσίμαχου καὶ τὸ στειλιάρι ἤταν ἀπὸ κεῖνα τὰ κοντὰ στειλιάρια, ποὺ ἔχουνε στὴν ἄκρη τους μιὰ λαβή, σὲ σχῆμα ταῦ)
(…)

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τό: «Τὸ Κιβώτιο» τοῦ Ἄρη Ἀλεξάνδρου



0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats