Νοιώσας, ἀπολαύσας καί ἐν τέλει θαυμάσας κάθε χαρακτηριστικό πού ἔκανε τήν λαϊκή μούσα νά κατατάξῃ τήν γυναίκα στά τρία κακά τοῦ κόσμου, ἔμεινα ἐν τέλει στόν ἄσσο.
Μιά φρίκη στήν ἀρχή, ἀπογοήτευση κι ἀπορία ἀλλά ἕνα δέν γαμιέται (εἴτε ἐρωτηματικό, εἴτε κατάφασης καί σιγουριᾶς ἀφούταν γνωστά τά πάντα) ἴσιωσε τήν φάση· μά πονᾷς γιά κάτι ὅταν δέν ὑπῆρξε ποτέ; Νά, τώρα κλαῖμε γιά τόν 13ο καί 14ο μισθό ἐπειδή ὑπῆρχον κάποτες καί τώρα φοῦ! Ἐνῷ γιά τό ἄλλο… Ὁπότε ἴσιωσα τό κολαράκι (sic) μου καί ἀνατιληφθείς (sic) τήν βαριά εὐθύνη ὅτι εἶμαι τό μόνο ἐπιζώντο (sic) μέλος τοῦ γένους homo τῶν ἀνθρωποειδῶν γύρισα σελίδα ἀφήνοντας παραπονεμένο τό καπηλειό τῆς γειτονιᾶς.
Θυμήθηκα τά παλιά καί τρόμαξα λίγο. Ἤ μήπως εἶχα βαρεθῇ πρίν κἄν; Ἀνέσυρα παλιά μερολόγια νά θυμηθῶ καί νά μετάσχω τῆς παιδείας τῶν τότε. Τσίμπησα θυμοσοφίες τοῦ παρελθόντος μου καί ἤσθάνθην ἔτοιμος. Καί ξεκίνησα πρός...
Ἅγρα γκόμενας.
Σέ μιά παραλία σαρωνικίου νησιοῦ ἕνα Σάββατο ζέστης. Ὁ ἥλιος ἐντελῶς ψηλά χουβαρντᾶς στά κονέ του. Ἔφθασα στήν παραλία καί στάθηκα νά δῶ ποῦ ἐλεύθερο μέρος. Τίποτε. Ὥσπου βρῆκα λίγο ἀπόμερα ἕνα σημεῖο μέ μαντρούλα στό ὁποῖο οὐδείς πήγαινε διότι παραλία ἴσον ξάπλα. Τίς θά ἄραζε σέ μέρη πού κάθεσαι λές καί εἶσαι σέ σκαμπώ μπάρ μέ τά πόδια νά κρέμωνται σάν ἀπλωμένα μπουγαδίσια μανίκια; Ἐγώ! Κάθησα λοιπόν, ἔφερα τά πόδια ὁκλαδόν καί ἀφήρεσα τό μπλουζάκι. Ἔβγαλα καί τό βιβλίο νά δείξω ὅτι πρόκειμαι (sic) γιά ἄτομο μέ βάθος ἀλλά ἐκτιμᾶται ὁ Χάμπερμας σέ παραλία πλησίον τῶν Παλουκίων Σαλαμῖνος; Ξανά μέσα Γιοῦργκεν! Γι’ἀλλοῦ θά ἀφιερωνόσαστε ματάκια μου! Φόρεσα τό περισκόπιο (σκοῦρα κι ἀκατάβλητα γυαλιά) τό κεφάλι ἐντελῶς ἴσια ἀλλά τά μάτια μέχρι πόνου δεξιά νά τσεκάριζα μιά καστανή μέ ὡραῖο σωματάκι καί μπάνικα χείλη. Ἔτριβα καί τό πηγούνι κάπως ἀφηρημένα νά προσδώσω ἕνα κατιτίς καί περίμενα νά ῥίξη βλέφαρο καί σέ μένα. Ἀντε μωρήηηηη! Τό βρακί σου ζητήσαμε νά λύσῃς; Μιά ματιά σου μόνο εἴπαμε! Ἵνα ἀντιληφθῇς τό δεκαεξαβάλβιδο τοῦ παρακειμένου σου καί νά σκεφτῇς πῶς θά ἦταν ἕνα τέστ ντράιβ! Ἡ ἀπαρχή κλάμματος ὅμως καί μιά γκρίνια ἑνός κωλόπαιδου πού ἔτρεξε στήν περί ἧς ὁ λόγος μ’ἀνησύχησε. Τό μαμά πού ἔβγαλε τό κωλόστομά του, ἔστειλε τό βλέμμα μου ἀλλοῦ. Ἦταν ἡ πρώτη χυλόπιττα πού ἔριχνα. Ἀριστερά ἕνας παπποῦς ξεμεσιαζόταν, ἔβγαζε κοτρώνια ἀπό τήν θάλασσα καί τά ἐναπέθετε στά πόδια τοῦ ἐγγονοῦ του! Ἔλεος! Βοτσαλάκια ἤθελε ὁ μιρκός (sic) παπποῦ! Κυττᾶτε ἕναν μαλάκα πού ἀποζητοῦσε τήν σύνταξη γιά νά ξεκουραστῇ! Ἄααααχ! Τζίφος μᾶλλον σήμερα. Χαλάστηκα λίγο, ἔπαιρνε καί ζεσταινόταν τό κορμί, εἶπα νά βουτήξω. Σηκώθηκα, ἄπλωσα τά πατζάκια τοῦ μακριοῦ (sic) μαγιώ μου πού πάντα μπλεκόντουσταν (sic) στίς μπουτάρες μου, ῥούφηξα φυσικά τήν κοιλιά καί συνέχισα. Ἡ ἄμμο (sic) δέν ἔκαιγε, περιέργως, δέν ἔκαιγε ὅμως διότι δέν εἶχε ἄμμος τό μέρος. Γαρμπίλι ἔπαιζε, γαρμπίλι ἀπό μιά ἀκριβῶς ἀπέναντι μάντρα οἰκοδομῶν – ἄ ῥέ μπαγάσα σέ τί παραλία σ’ἔφερα σήμερις! Κορδώθηκα ὅσο πήγαινε διότι πλήν κοιλιᾶς εἶχα καί βυζάκια μιά στάλα φρατζολίσια. Ἔκανα τόν ἀναστενάρη ὅταν μπῆκα μέσα, τά κοτρωνάκια φρεσκακονισμένα τό δίχως ἄλλο ἤντουσταν (sic) καί ἔφθασα μέχρι λίγο κάτω ἀπό τήν μέση. Ὤωωωωωωωπα. Ἐδῶ ἤμαστααααααααν. Ἀπό ἀνέκαθεν, ἡ ἀναλογία παραμονῆς μου ἐντός τοῦ νεροῦ καί ἐπί τοῦ νεροῦ κρυωνιάρικα ἀναποφάσιστος νά μπῶ νά μήν μπῶ ἦταν περίπου ἕνα πρός ἕνα. Τώρα ὅμως; Ἄν στό μεταξύ εἶχαν ἀρριβάρει τίποτις γκομενάκια; Θά βλέπαν ἕναν τυπά νά περιμένῃ ἐκεῖ τί; Τό καραβάκι γιά τό Πέραμα; Ἔκανα πέτρα τήν καρδιά καί βούτηξα. Ἡ βαθιά πρίν ἀνάσα ἔδωσε μιά κάποια διάρκεια στό μακροβούτι· κρατιόμουν γιά νά δείξω τί βαϊσλίμερος ἤμουν μέχρι πού σκασμένος ἐξῆλθον στήν ἐπιφάνεια. Ἄααγγγουυυυ, πῆρα ἤ ἔβγαλα ἀέρα – εὐτυχῶς ἦταν μακρυά ἡ ἀκτή, δέν φαινόμουν – μέ πόνο καί ἡδονή τελικά, ἄνοιξα τά μάτια κι ἐκεῖ βοσκοῦσαν δύο γιοματάρικα στό ὅριο τῆς νομιμότητος κορίτσια. Τά εἶδα νά χαμογελοῦν λίγο συγκαταβατικά ἡ μία μάλιστα σάν νά προσπαθοῦσε νά συγκρατήσῃ ἕνα γελάκι, ἔ; Μπά δέν ἔβλεπα καλά, τό ἁλάτι μπόλικο καί ἔτσουζαν τά μάτια! Ὡστόσο γύρισα, εἶχε καῇ κι ἐκεῖνο τό χαρτί… Δέν ἦταν ἡ μέρα μου Σάββατο.
Στό ἀσφαλές τοῦ ῥηχοῦ πλατσούριζα λίγο, μέ τό μισό τοῦ κεφαλιοῦ ἀπ’ἔξω σάν κορκόδειλος ψάχνοντας θήραμα. Κατούρισα φυσικά καί ἔφθασα στό βεληνεκές τοῦ φλοίσβου. Πῶς θά σηκωνόμουν; Ἄλλο θέμα κι αὐτό. Τί ταλαιπωρία, Τριτωνάκο μου, ποῦ μπλέξαμε; Στηρίχτηκα στά χέρια, σιχτίριασα τήν βαρύτητα καί ἠγέρθην, ἐν τάξει, προσπάθησα νά ἐγερθῶ ἀλλά ἡ εὐθυτένεια χάθηκε στά κύματα. Παραπάτησα καί μαζύ ὅλο αὐτό πού προσπαθοῦσα νά σπονσοράρω σήμερα. Τό ἔβγα ὡστόσο δέν ἦταν ἴδιο μέ τό μπές. Δέν ἔκανα τόν ἀναστενάρη, ὄοοοχι! Αὐτήν τήν φορά ἔβγαινα σάν ἀτζαμής ἀκροβάτης ὁ ὁποῖος ὅμως περιέργως ἀπότομα ἀπέκτησε μάστερ ἀκροβατικῆς διότι ὤπα!
Ἀκριβῶς μπροστά ἀπό τό πόστο μου εἶχε χύσει τά κάλλη της ἕνα κορίτσι ἡλικίας ἀπολυτηρίων ἐξετάσεων. Τό πρόσωπό της ἦταν πολύ ἀθῶο, παιδικό, μπορεῖ καί νά τήν ἔκανες δηλαδή ἐντός τῶν ὁρίων τῆς ὑποχρεωτικῆς ἐκπαίδευσης ἀλλά τό κορμί της… Πωπώ… Σχηματισμένο πλήρως, μέ διαστάσεις ἐπαγγελματίου περί τῶν ἀφροδισίων. Σ’ἀθώωνε καί σουφραζέτα δικαστίνα ἄμα λάχαινε… Ἀναλογίες καλές, ὄχι κοντή ἀλλά οὔτε καί σκανδιναβή (δέν θά ἔφτανα ἄλλωστε κατά τάς διαχύσεις ἡμῶν – καλέ! Μήπως νά τῆς δώριζες καί κἄνα μονόπετρο;) χεράκια μινιόν, εὔσαρκα ὀπίσθια καί μέ τρίτη μάλιστα διάσταση. Κοντά σέ ὅλα αὐτά εἶχε ἕνα μειονέκτημα. Ὄχι, δέν διέθετε μουστάκι, οὔτε προφορά κρητική, οὔτε φοροῦσε γαλάζια μπιζοῦ, οὔτε ἦταν κομμουνίστρια. Ἁπλά, εἶχε δίπλα τόν φίλο της. Μέ πλατίσιες τρίχες λιγότερες ἀπό τίς δικές μου, ἀνοιχτότερο μαλλί, μέ ἀπό περισσότερα ἑκατοστά νά κυττᾷ τόν κόσμο καί ἐμφανά (sic) λιγώτερων μαΐων. Εὑρύτερη πλάτη, ῥέυμπαν γυαλί, ἄγρια ξουρισμένο μυαλί (sic) καί τρόπους. Μά καλέ! Αὐτοί του οἱ τρόποι παραήσαν τζεντλεμανικοί, σχεδόν ἐγγλέζικοι. Οὔτε κἄν τό χέρι δέν τῆς ἔπιανε! (τί νά τό κάνῃ τό χέρι ῥέ σούργελο!) Τί περίεργο! Σπουδαία ἦταν ἡ εὐκαιρία. Ἔβγαλα τό κινητό μου, ἀφήρεσα τό μπλουζάκι του καί τό αὔτιωσα, καίτοι ἐκτός σύνδεσης. Ναί, στήν θάλασσα. Θά ἔρθετε; Καλά. Ἄσε, πολλή δουλειά. Καί τά θέλουν ὅλα τήν Τρίτη, δέν ξέρω, ὄχι, ὀξύμωρο ναί. Μιλοῦσα μέ ἕναν ἰθακήσιο μπορεῖ καί κεφαλλονίτη κι εὐτυχῶς πού μέ ἔκλεισε γρήγορα. Θά διάβαζα ἕνα μήνυμά του, πώπω πόσα εἶχα λάβει ὅταν δελφίνιζα μέσα! Κατέβασα ὅμως τό μποξεράκι τοῦ κινητοῦ καί ἀπεκάλυψα τόν φακό του. Ζούμαρα λίγο καί ὤπα! Ἐδῶ εἴμαστε! Κρλίκ μία, κρλίκ δύο, κρλίκ στά νί. Προσεκτικά ὅμως ἔ; Μήν μᾶς ἔπαιρνε γραμμή κι ὁ τυπάς – εἶχε κι ἕνα βρωμόχερο ὁ καθήκης, κοτόπουλα στό μπράτσο του! Γι’αὐτό καί στά κρλίκ, ξεκαρφωτικά συλλάβιζα λέξεις τοῦ πρός τόν ἰθακήσιο ἴσως κεφαλλονίτη ῥήγα, μηνύματος - Θεέ μου τί γελοῖο πού θά μέ χαρακτήριζα ἄν δέν ἤμουν ἐγώ! Πῆγα στήν ἔκθεση κι ἄρχισα νά βλέπω τίς πόζες - ὅσο μοῦ ἐπέτρεπε ὁ ἥλιος. Φάκ ῥέ γαμῶτο! Στίς πιό λιγωτικές στάσεις –μπρούμυτα μέ ὄρθιο ὅμως τόν θώρακα τήν εἶχα συλλάβει νά ἔχει τεντωμένο τό χέρι της ζητώντας νερό. Μά τώρα σέ ἔπιασε δίψα μωρή ἀχλάδω; Καί πάλι ἀπό τήν ἀρχή λοιπόν μέ τό στριπτίζ τού κινητοῦ. Θεέ μου ἦταν ἕνα ποίημα, ἤ πῶς νά τό ταιριάξω καλλίτερα; Ἦταν σάν τίς μυρωδιές πού μᾶς ἔρχονταν ἀπό κοντυνές οὐζερί, ἄχ καλαμαράκι μου, νἄμουν ὁ δίπλα σου καί νά ἄλοιφα κρεμούλα στό σωματάκι σου, νά σέ βλέπω νά ῥιγῇς καθώς θά τήν ἔριχνα κρύα πάνω σου! Νά μοιραζόμαστε τό νερό, τόν καφέ καί τά κεφτεδάκια. Νά σοῦ κάνω πατητές καί μετά, πρόσωπό μέ πρόσωπο, νά σοῦ ξεδιαλύνω τά μακριά μαλλιά ἀπό τά μάτια σου. Ἄχ μπουγαρίνι μου, νά φεύγουμε μαζύ ἀπό δῶ καί στό σπίτι νά τρῶμε κρέας καί νά καταπίνῃς τήν σῶς, νά συνεχίζουμε τά κολύμπια καί τίς βουτιές στά ἁλμυρά! Μέχρι καί στούς γονιούς μου θά σέ γνώριζα!
Ναί, ἦταν γεγονότο (sic) εἶχα ζεσταθῇ γιά τά καλά. Ἤπια λίγο νερό, ἔβγαλα τά παντοφάλκια (sic) μου καί βοῦρ! Δέν ἦταν θάλασσα αὐτή, ποταμός ἦταν καί τόν λέγανε Ῥουβικώνα ἤ μήπως Ῥουβίκωνα; Πολύ καίριας καί ζωτικῆς σημασίας τό πῶς θά ἔμπαινα! Δέν πίστευα σέ θαύματα, ἀπαπά! Ξεφτύλα θά γινόμουν, ἄξιζε τό ῥίσκο νά ἀπαλύνω τήν κάψα μου; Γι’αὐτό καί ξαναφόρεσα παντολφάκι καί κίνησα γι’ἀριστερά. Πέρασα πολλές παρέες χωρίς νά κυττάξω γιά τυχόν ξέμπαρκα θηλυκά ἀλλά δέν εἶχα μάτια γι’ἄλλην. Τελικά βλέποντας ὅτι ἁρκούντως ἤμουν μακρυά τῆς χμ… βούτηξα. Ἡ θάλασσα ἦταν ἀπαίσια, φύκια, πλαστικά, νάυλον συσκευασίες, λάδινες μυρωδιές, ἀλλά μετά ἀπό αὐτά, ἦταν αὐτή κι ἔκανε τό νερό νά εἶναι βανουάτινο.
Κυττοῦσα πάντα πρός τά ἔξω, τό μέρος της καί λίγο μετά, τήν εἶδα νά σηκώνεται! Καρυάτιδά μου! Σήκωσε τά χέρια της καί μάζεψε τά μαλλιά της, τακτοποίησε τό πάνω μαγιώ καί προφανῶς, ἀφοῦ δέν ἔβλεπα, σένιαρε καί τό κάτω· διέθετε καί μιάν συστολή, μή μᾶς δεῖ καί τά πάντα ἡ παραλία! Γύρισε, ἐστράφη πίσω, ἔβγαλε τά γυαλιά καί τά θυλάκωσε σέ μιάν τσάντα, χωρίς νά λυγίσῃ οὔτε μοίρα τήν μέση της κάνοντας τά ὀπίσθιά της νά μοῦ φανοῦν σάν ἐνόχληση στό μαγιώ. Ἄ, ναί, μαζύ βούτηξε καί ὁ ἄλλος. Πλησίασαν καί ἀπέφυγαν τά ἄπατα. Ὁ μάγκας παρέμενε ψύχραιμος καί ποιός ξέρει; βρέ μπά καί νόμιζε ὅτι κοντά ἐκεῖ τούς ἔβλεπε ὁ πατέρας της; μά δέν τήν πλησίαζε σέ ἀπόσταση μικρότερη τής ἔκτασης τοῦ βραχίονος. Μέ πέρασαν ἀλλά δέν βάθυναν. Στάθηκαν λίγο κοντά σέ μένα, τόσο ὥστε νά τούς ἀκούω. Τότε κατάλαβα. Ἡ χροιά τῆς φωνῆς τοῦ ἔτσι της δέν ἦταν καί τόσο τεστοστερονάτη. Προφανῶς ἦταν κάποιος φίλος της μέ τόν ὁποῖον ἦρθε γιά ἕνα μπανάκι, ἔτσι στό φιλικό, καί οὐκ ἄν λάβοις παρά τοῦ μή θέλοντος. Γιούπιιιι! Ἤμουν πιά ὁ πιό εὐτυχισμένος ἄνθρωπος τῆς νήσου ἐξαιρέσει τῶν ἰδιοκτητῶν ξαπλωστρῶνε (sic). Μποροῦσα λοιπόν νά τῆς τήν πέσω!
Ἐξῆλθον τάχιστα, μέ χτυποκάρδια λαχτάρα, τόσο εὐδιάθετος ὥστε τά βοτσάλινα ἐμπόδια τά ἀνταπεξῆλθον μέ πιρουέτες. Στέγνωσα καί ἄραξα μέ λίγο περισσότερο ἄγχος τοῦ κανονικοῦ. Δέν ἄργησαν -ἤ μᾶλλον ὄχι, ἄργησαν, τά δευτερόλεπτα τῆς ἀναμονῆς ἀποκτοῦσαν ἐκθετική πρόοδο ἀνάπτυξης. Κι ὅταν βγῆκαν κάααααποια στιγμή, ὦ σύμπασαι ἐνάλαται θέαιναι! Τί ἦταν τοῦτο! Τί ζηλευτά ταξείδια πού ἔκανε ἡ πετσέτα στό κορμί της... Καί πράγματι, σημασία ἔχει τό ταξείδι, ὄχι ἡ Ἰθάκη! Στό πρόσωπό, τόν λαιμό, τό στῆθος, τήν κοιλίτσα-1, τήν περιφέρεια, τούς γλουτοί, τούς μηροί. Καί στήν μασχάλη ἀπό κάτω, οὐίρρρρπ ἄχ!
Δέν φωτογράφιζα πιά, δέν ἤθελα καί γιά τό ῥίσκο ἀλλά τί τά χρειαζόμουν; Μιά ἄφατος βεβαιότης μέ πλημμύριζε ὅτι ἀργά ἤ ἀργότερα θά τά χάζευα χωρίς τήν ἐπιφυλακή συνθετικῶνε ὑφασμάτωνε. Ἄναψα τσιγάρο καί περίμενα. Ἡ κρεμούλα γύριζε στά χέρια τους καί φυσκάλιζε καθώς τήν πίεζαν! Τέτοιο θόρυβο θά ἔκανε ἕνα σκανταλιάρικο blow στόν ἀφαλό της. Ἔπινε νερό καί οἱ ἦχοι τῆς καταπιόλας προοϊκονομοῦσαν τό οὐρανίσκιο ταξείδι της στήν τσουτσοῦ μου. Ἄπλωνε ἕνα κάτι σάν μπλουζάκι στό προσωπάκι της καί τό ἀνεπαίσθητο φυσικά, σούρσιμο ὁσονούπωνε τίς τριβές μας στήν σινδόνη. Τί ῥομαντικά σχέδια ἔκανα! Ἄχ, ἄν τά μάθαινε μέ κάποιον νεραϊδινο τρόπο, θά ἔπεφτε στήν ἀγκαλιά χωρίς τήν παραμικρά προσπάθειά ἐκ μέρους μου!
Ζεσταινόμουν… Τί νά ἔκανα; Μιά σκιά ἦταν ἀρκούντως μακρυά ἐνῷ ἡ στήν θάλαττα καταφυγή ἴσως νά ἀποβιόντανε μοιραία… Τί νά ἔκανα; Τί ἔκανα;Ἔσκασα καί τό ἀπολάμβανα. Μάλιστα μετακόμισα στό ἴδιο ὕψος μέ αὐτήν, εἶχαν φύγει κάποιοι διπλανοί προηγουμένως. Μήν νομίζῃς, τοῦτο δέν ἦταν πολύ καλό, δέν θά μποροῦσα νά κυττῶ τά στιχάκια τοῦ σώματός της, ἀλλά; Τί ἀνάγκη εἶχα πιά; Ἀπό ὁκλαδόν ἔστελνα τά πόδια στήν ἔκταση, τά σήκωνα καί τά καπάκωνα μέ τίς παλάμες μου, μέ διεκατέσχε δύο νευρικότης. Προσπαθοῦσα νά ἐπιλέξω τήν πιό ἀποστασιοποιημένη (ποτές βλέμμα ἐκεῖ!) στάση (μή μᾶς πῇ καί λιγούρι!) καί ἔψαχνα τρόπους νά φανῶ λίγο μελαγχολικός, πάντα πιάνει αὐτό, τό ἔχω δεῖ καί στά τραγούδια ἤ μήπως τό ἔχω ἀκούσει; Ἤμην ἄραγε στό ὅπτινο βεληνεκές της; Μπά… Στήν μέση εἶχε μπαστακωθῇ ὁ ὑποτακτικός! Βρέ τό/τί τσιμπούρι! Ἀλλά ἐδῶ πού τά λέμε κι ἀλλοῦ νά ἦταν αὐτοῦνος, ἡ περί ἧς ὁ ἵμερος ἦταν ὑπτίως ξαπλωμένη μέ πετσέτα στά μάτια της, ὁπότε… Δέν μέ πείραζε…
Μᾶλλον ἁρμένικη θά τήν ἔκαναν τήν βίζιτα κι ἐπειδή ἡ πρωτοκαθεδρία ὄχλησης στό σῶμα μου εἶχε περάσει ἀπό τόν φαλλό λίγα ἑκατοστά παρά πάνω (στό στομάχι) σκεπτόμην νά φύγω… Πόσο ἐπώδυνο μοῦ ἀκούστηκα! Νά ἔφευγα; Μά ἔσχον ἄλλα σχέδια… Ἡ πάλη ὅμως μεταξύ τῆς λιμπίντου καί ὀρέξεως εἶχε νικητή τήν αἰτία ῥεψιδιῶν. Ἄλλωστε, ἄκουσα τό στομάχι μου νά γουργουρίζῃ μέ γραμματικούς φθόγγους, ἔλεγε κάτι σάν : δέν εἴπαμε νά ἐγκαταλείψῃς τήν κοπελιά… Μπορεῖς νά…
Ἔσκισα ἕνα κομμάτι χαρτί ἀπό τόν Χάμπερμας (θά μέ συγχωροῦσε ἐἀν τό μάθαινε, θά δικαιολογούμουνα [sic] ἀναφέροντας κάτι γιά τήν παθογένεια τῆς λανθανούσης ὀρθολογικῆς σέ μιάν οἷαν περίπτωσιν!) κι ἔγραψα μέ κόκκινα γράμματα : Βαγγέλης καί κόκκινους ἀριθμοί: 69323*****. Τό δίπλωσα τρίς καί τό ἄφησα. Ἄναψα τσιγάρο, ἤπια νερό καί διστακτικά ἄρχισα νά μαζεύωμαι. Ἡ κόρη ἦταν ξαπλωμένη στό ἴδιο μέρος ἐνῷ ὁ δίπλα κυττοῦσε πρός τό δικό μου. Ἀμφιβόλησα λίγο ἀλλά ἐμπιστευθείς τό εὔκολον τοῦ πράγματος θεώρησα ὅτι τοῦ στρέητ! Θά τὄβλεπε τό χαρτάκι! Ἄφησα ἀνοικτό τόν γναμπτήρα τῆς τσάντας μου καί κίνησα. Σέ ἀπόσταση συναχωμένης ἀναπνοῆς περνοῦσα ἀπό τό προσκέφαλό της καί ἔριξα τό χαρτάκι. Προσγειώθηκε σέ απόσταση ἀναπνοῆς νεκροῦ, ἔγλειψε σχεδόν τόν ὤμο της κι αὐτή ἀναδεύτηκε νομίζοντάς το ἔντομο. Δέν ἀπομακρύνθηκε πάντως τοῦ μέρους, ἔδειχνε παράταιρο πολύ καί τό δίχως ἄλλο θά τό πρόσεχε. Ἀπομακρύνθηκα ἐγώ. Πῆρα τό αὐτοκίνητο κι ἔφυγα, δέν εἶχε νόημα νά περιμένω ντάλα ντάλα. Στά μισά τῆς διαδρομῆς ἔκραξε ὁ Τσαλίκης στό τηλέφωνο. Πιό γρήγορα κι ἀπό τήν κόρνα στό πράσινο φανάρι ἀπάντησα.
- Ναί, ὁ Βαγγέλης;
- Πῶς;
- Εἶσαι ὁ Βαγγέλης, ἐδῶ στήν παραλία, πρίν;
- …
- Ἄφησες ἕνα χαρτάκι, πρωτότυπα χαμερπής τρόπος, ἀλλά ἐντάξει, σέ δικαιολογῶ. Ἐγώ εἶμαι… ὁ Ἄκης. Χάρηκα.
- Εεεεε, κάποιο λάθος κάνετε, δέν μέ λένε Βαγγέλης, πρόκειμαι γιά θύμα φάρσας, ἀκοῦτε!; Θύμα φάρσας!
Καί τό ἔκλεισα.
Βολεύτηκα ἐν τέλει μέ τά μακαρόνια τῆς μαμμμᾶς.