Τρίτη, Ιουλίου 20, 2010

Ῥέκβιεμ γιὰ ἕναν μπούλη

Σβηνόταν ὁ χρόνος καὶ ἐκφυλίζονταν τὰ ὅρια τοῦ παρόντος, τοῦ μέλλοντος, τοῦ παρελθόντος κι ὄχι μόνο λόγῳ τοῦ ἀλήτη ἥλιου ἢ τῆς μυρωδιᾶς τῆς θάλασσας. Μιὰ μέχρι ἐνόχλησης ἠσυχία, ἀπομόνωση· ὅ,τι χρειαζόμουν αὐτὴν τὴν περίοδο. Δὲν τὄξερα, ἡ ἕντεκα μοῦ τὄπε: Περίεργα μαγνητικὰ πεδία καὶ πλεονεξιάρικες αὗρες παραμόνευαν ἐκεῖ διότι, αἰῶνες πρίν, ἦταν ἄντρο πειρατῶν τὸ νησί. Συνέβαινε συχνά· πλοῦτος ἐν πλῷ σὲ ἀκύμαντη θάλασσα, βαρεμάρα, ἀνία, ῥουτίνα καὶ ξαφνικά! Μυρωδιὰ ἐκρηγνυόμενου μπαρουτιοῦ, φωνές, προσέγγιση, κρότοι, ῥεσάλτο καὶ ἁρπαγὴ τῆς λείας – χωρὶς πολλὲς ἐξήγησες· μὲ τὸ ληστευθὲν καράβι βυθιζόμενο νὰ ἐγκαταλείπεται στὰ τῆς θάλασσας βάθη ἡ ὁποία ἡρεμοῦσε πιά... Ἐλάχιστα πιὸ πέρα, τὸ ἀπομακρυνόμενο πειρατικὸ μὲ πορεία ἀντίθετη καὶ μὲ τὸν θησαυρὸ μαζύ, ἀναδεύοντας στὴν πρύμνη του τὸ νερό, ἔπλεκε ἀφρὸ καὶ μικρὰ οὐράνια τόξα τῆς ἐλπίδος τὸ σημάδι ἐμφανίζονταν παντοῦ.

Συνέβαινε…

Τόσες εἰκόνες μὲ κατέκλυαν ἐδῶ στὸ Δορκαδονήσι… Προσπαθοῦσα νὰ τὶς ἀποδιώξω· πλᾶνα ἡ ἐπιρροή τους… Ἀποθυμισμένα ξενύχτια μὲ εὐχάριστες ζάλες, σχεδὸν παραιτημένοι δισταγμοί, βλέμματα κρυφὰ μὲ ἀλλιώτικο περιεχόμενο ἐκεῖνες τὶς στιγμές. Δὲν μὲ πείραζε ποὺ ἀντιλαμβανόμουν τὴν διαφορά τους ἀπὸ τὶς προηγούμενες φορές… Καθόλου. Πόσο διαφορετικὰ ἦταν ἀπὸ τὰ τότε τώρα… Πόσο πιὸ ἐλκυστικά, ἐνδιαφέροντα, συναρπαστικὰ ἀκόμη καὶ προβοκατόρικα… Κι ὄχι μόνο… Ἐκδήλωσες, μαζικὲς δραστηριότητες κι ἐγὼ νὰ παρακολουθῶ, νὰ βλέπω ἐνεργητικότητα, κίνηση, φωτιά! Μέχρι ποὺ μὲ σταματοῦσα, σύνελθε μοῦ φώναζα, προτάσσοντας ὅμως κάτι συμβατικὲς δικαιολογίες βολεμένων… Ἦταν τόσο κοντὰ ἡ παράδοση…

Συνέβαινε…

Σβηνόταν ὁ χρόνος καὶ οἱ θύμησες ποὺ μὲ κρατοῦσαν δέσμιο. Προσπαθοῦσα ὡστόσο, ὅπως ἔστω προσπαθεῖ ὁ γιατρὸς ἐνώπιον τῆς ἐδῶ καὶ ὥρα λεπτῆς ἴσιας γραμμῆς, προσπαθοῦσα. Ἀνακαλοῦσα ἀλλαχοῦ εἰκόνες, προσπαθοῦσα νὰ ἀνακαλέσω εὐχάριστες εἰκόνες ἀπὸ κατάστασες ποὺ μὲ εἶχε ἐγκλωβίσει ἡ ἀδυναμία, ἡ συνήθεια καὶ ὁ οἶκτος μου… Δὲν εὕρισκα τίποτε, καμιὰν δικαιολογία, τὸ παραμικρὸ ἄλλοθι, τίποτε τὸ ἀκυρωτικό. Ἦταν τόσο κοντὰ ἡ ἀναχώρηση…

Συνέβαινε…

Μόλις 50 μίλια μακρυά… Μακρυὰ ἀπὸ τὰ καθημερινά, ἀπομονωμένοι ἀλλὰ τόσο κοντά. Οἱ στιγμὲς ἦταν τέτοιες ποὺ καὶ τὸ τερπνὸ ἤθελα νὰ τὸ κρατήσω σὲ ἀπόσταση, γιὰ λίγο σὲ ἀπόσταση, ἀλλὰ δὲν γινόταν. Τὸ τρίτο ἀπόγευμα ἤμουν στὸ μπαλκόνι κι ἔβλεπα τὸν ἀτέλειωτο μπλὲ ὁρίζοντα νὰ δίνῃ χῶρο γιὰ τὶς καταληκτικὲς σκέψεις μου. Μόνος, παρέα μὲ παράστασες ποὺ χάνονταν, μὲ τὸν δύοντα ἥλιο καὶ τὶς ὁριστικὲς ἀπόφασες νὰ φθάνουν μαζὺ μὲ τὰ προσεγγίζοντα κύματα, πρὶν ἀπὸ τὰ βραχάκια τῆς ἐπιλογῆς. Μαζὺ μὲ αὐτὰ τὴν εἶδα στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου. Διστακτικὸ βῆμα μὲ πολλὲς στάσες ἀλλὰ ἀποφασισμένο βλέμμα. Μοῦ χαμογέλασε. Ἤξερε. Μοῦ τὸ ὑπέδειξε. Καί…

…Συνέβη.

Count on me!

Same

Δευτέρα, Ιουλίου 19, 2010

Σελιδοδεῖκτες ἐκδόσεων Ἅγρα




(Κλὶκ γιὰ μεγαλύτερη ἀνάλυση)

Μπαξὲς

Στοκχόλμης - Ἔκμπομ - Ἀποπραγματοποίησης - Ἰερουσαλὴμ - Capgros - Kluver BucyFregoli – Σταντάλ – Μυνχάουζεν – Κοτὰρ

ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα.

Μὴν τοὺς ἀκοῦς ποὺ λένε γιὰ αὔγουστους χωρὶς εἰδήσεις, νέα καὶ ἀφίξεις… Καταμεσὴς τοῦ θέρους θὰ σκάσῃ τὸ καινούριο πόνημα τοῦ Κρίστοφερ Νόλαν, Inception


Κυριακή, Ιουλίου 18, 2010

"Μια Υπέροχη Ζωή"...για πάντα! ;-)



Ἕνα πολύ περίεργο καλοκαίρι ἦταν τό τοῦ 2005, ὁ Αὔγουστός του μάλιστα. Εἶχα μόλις βγῇ ἀπό τήν ἐντατική ὅπου εἶχα ἀράξει λόγῳ μιᾶς φροντίδος σέ ἕνα κατάδικό μου μηνιγγίωμα. Εἶχα ἤδη ἀποδιασωληνωθῇ, οἱ γιατροί λέγαν πώς ὅλα καλά, τῶν συγγενῶν τό βλέμμα δέν ἔκρυβε κάτι παρά ταῦτα ἔνοιωθα ἕνα κενό· μοῦ ἔκανε λίγο δύσκολο νά συνηθίσω ὅτι μέ εἶχαν ἀκρωτηριάσει, κάπως ἔτσι ἔβλεπα τήν ἐπέμβαση στό κατάδικό μου μηνιγγίωμα.


Αὐτό λέγαν ὅτι ἔφταιγε γιά κάποιες δυστροπιές μου. Σπασμοί μέσα στό κατακαλόκαιρο, ἀγενεῖς πονοκέφαλοι, ἐκφυλισμός τῆς ὅρασης, ἀδυναμίες στά ἄκρα κυρίως ὅμως ἀποπροσανατολισμός μνήμης καί ἀκατορθωσιές στόν λόγο. Δυσκολευόμουν νά ἐκφράσω ὅ,τι σκεπτόμουν.

Τώρα; Πόθεν θά ἐπιστράτευα τά ἄλλοθι καί τίς δικαιολογίες γιά τίς μή μπορεσιές ἐπικοινωνίας μέ τούς ἄλλους; Μέ νόμιζαν ἁπλῶς νευρωτικό ὅταν φιλικῶς μέ ῥωτοῦσαν τί κάνω κι ἐγώ ἀπαντοῦσα καταλεπτῶς τί κάνω, τί ἔκανα, τί θά κάνω.

Γύρισα σπίτι κι ἀπελάμβανα μιά βαρβάτη ἄδεια σχεδόν κλινήρης. Ἀντί ἀνθέων κι ἐπισκέψεων στό νοσοκομεῖο, ἡ γραμματεύς μου εἶχε ζητήσει ἀπό τυχόν ἐνδιαφερομένους, οἴκοι βίζιτες καί πεσκέσια ἀειθαλῆ.

Τήν τρίτη ἡμέρα ἦλθε ἡ ********. Δέν κρατοῦσε τίποτε στά χέρια της ἀλλά περιέργως δέν μέ πείραξε· προφανῶς τό παραδόπιστό ἐγώ μου εἶχε κάποια κολλεγιά μέ τό μηνιγγίωμά μου. Μετά ἀπό τά τυπικά καί τίς καθησυχασιές πού ἐκπορεύονται πάντα ἀπό τούς ἔξωθεν τοῦ χοροῦ, τῆς τό ζήτησα. Τῆς τό ὑπενθύμισα καλλίτερα. Ἔφυγε ὑποσχόμενη ἀλλά δέν τήν ξανάδα. Οὔτε καί τό ἀντικείμενο τῆς ὑπόσχεσής της.

Ἦταν καιρός πολύς (ἀρκετά πρίν ἀπό τήν διαπίστωση τοῦ μηνιγγιώματος) πού ταλαιπωριόμουν ἀπό κάτι βόλτες, συναντήσεις οἱ ὁποῖες χῶρα λάμβαναν ἐν χορδαῖς καί ὀργάνοις. Τό ῥεπερτόριο ἐξουθενωτικά πεισιθανάτιο, δέν τολμοῦσα ὅμως νά ἐνισταθῶ, ἤμουν μειονότης καί παρασάγγευα κλάσης. Παρόλα αὐτά ὅμως μέσα σέ τόσα πολλά ψυχοφθόρα κομμάτια μπόρεσα καί ξεχώρισα ἕνα. Μόλις μόνο ἕνα ἀνάμεσα σέ πλῆθος ἄλλων τά ὁποῖα μάλιστα ἦσαν τοῦ ἴδιου δημιουργοῦ, τῆς ἴδιας ἑρμηνεύτριας. Τά μέν μέ ἄφηναν ὄχι ἁπλῶς ἀδιάφορο ἀλλά μοῦ προκαλοῦσαν τέτοια δυσαρέσκεια ὥστε τό ἔξοδος γιά διασκέδαση γινόταν ἔξοδος γιά συν-σκέδαση. Μιά χαραμάδα ἀντοχῆς κι ἄνοχῆς προσέφερε ἡ ἀναμονή γιά ἐκεῖνο τό τραγουδάκι. Δέν τούς τό ἔλεγα, δέν τό μαρτυροῦσα, οὔτε πού τό ζητοῦσα. Ντρεπόμουν. Χωρίς γιουτοῦμπ τότε καί μέ p2p πλατφόρμες μέ συρμικά τραγούδια δέν μποροῦσα νά τό εὕρω. Κι ἐπαφιέμην στήν παρέα.

Μέχρι πού τῆς τό ζήτησα καί μοῦ χαμογέλασε καταφατικά. Εἶχα ντραπῇ πολύ ἀλλά τῆς τό ζήτησα, εἶχα ντραπῇ καί μετά· πάντα σκάλωνα στό νά μαρτυρῶ τί κεφάρω μουσικῶς, τί περίεργο, τί ἀλλόκοτο, τί μηνιγγιῶδες!

Ἡ καταφατική της ἀπάντηση ὅμως δέν εἶχε καί κάποιον χρονικό προσδιορισμό. Περίμενα λοιπόν, περίμενα κι ἀργοῦσε… Τά δεδομένα πάντως ἄλλαξαν κάπως καί ἔπαψα νά. Βέβαια, δέν μοῦ ἦταν καθημερινός καϋμός τό κομμάτι αὐτό ἀλλά εἶχε μείνει ἕνα μικρούλι ἀπωθημένο τό ὁποῖο φυσικά μέ τόν καιρό ἐκφυλιζόταν.

Ὥσπου κάποια στιγμή, κάπως κάπου τό πέτυχα καί τό σκληροδισκομβίωσα. Τό ἔνοιωθα πολύ δικό μου (τό ἄκουγα μόνος μου ἐννοεῖται) οἱ στίχοι μέ καθήλωναν διότι θύμιζαν κάτι ἐντελῶς οἰκεῖο, γνωστό καί ἄς ποῦμε ἀνεξίτηλο. Οἱ στίχοι, ναί, κυρίως αὐτοί, ἡ μουσική λίγο φθινοπωρινή, ἡ ἑρμηνεία μπορεῖ καί ἐκουσίως σέ δεύτερο πλάνο. Οἱ στίχοι ὅμως… Εἰρμός συγκροτημένος ἀπό αὐτόνομα ψηφιδωτά, ἕνα τέλειο μωσαϊκό παράπονου. Τό νόμιζα δικό μου…



Καὶ ἀπὸ τὰ τσιγάρα του!

Σχολώντας ἐχθές τό βράδυ σάρπλυ στίς 23 ἀπό τήν ἑταιρεία ἀφοῦ τήν φύλαξα καλοτάτως καί κατά τά δέοντα, περίμενα ἕναν κολλητό Σταδίου κι Ὁμήρου. Ἤμουν μέ βερμούδα καί φανελλάκι καί κάπνιζα, σίγουρα θά μέ ἀργοῦσε ὁ κατιμάς! Παραδόξως ἦρθε στήν ὥρα του καί ἀφήνοντας τό τουτοῦ ἐκεῖ, κατηφορίσαμε στήν ἀντίθετη τοῦ δακτύλου τοῦ Γέρου κατεύθυνση. Ἡ πλησιέστερη πλατεία εἶχε κόσμο πολύ ἀλλά φτυχῶς βρήκαμε πόστο ἀρακτικό καίτοι λίαν σκοτεινόν σχεδόν γαμιστρωνῶδες θά ἔλεγον.

Τό ἔπαιζα παρεξηγημένη λεσβία, εἴχαμε καιρό νά βρεθοῦμε πειδής εἶναι νουμάκιας καί γραψαδίρχης. Σκοτείνιασα τό βλέμμα καί τό ὕφος, τόσα βάττ στήν μεῖον ἕκτη ὥστε φαινόμουν ἀκόμα καί σέ ἕνα τέτοιο ἑρεβῶδες περιβάλλον.

- Τί ἔχεις ῥέ;

Καί τοῦ’πα.

Τοῦ ’πα ὅτι εἶναι καθήκι ἄπλυτο διότι δέν σέβεται τά εἰωθότα καί γιατί δέν συμπαρίσταται - ἤ μήπως συμπαραστέκεται; Δέν θυμᾶμαι πῶς ἀκριβῶς τό διετύπωσα. Χαμήλωσε τό κεφάλι του κατανοϊζόμενος τίς κατηγόριες.

Τσουγκρίσαμε πάντως τά ποτήρια καί εὐχηθήκαμε υγεῖες. Τοῦ’πα καί τά ἄλλα τά βαθυστόχαστα, τά ὑπαρξιακά καί τά πονεμένα. Ἀπαντοῦσε ὄχι σάν ἄθρωπος ἀλλά σάν κούτσουρο στό τζάκι, τσκ τσκ τσκ! Φφφφ! Κρτ κρτ κτρ, ἐγώ ὅμως καταλάβαινα ὅτι καταλάβαινε.

Εἰκοσι κι ὀκτώ βόλτες τῆς γκαρσόν στήν αὐλή μετά καί ἐνῷ εἴχαμε τελειώσει 5 ποτά (συνολικῶς) κυμάτισα τήν καρώ σημαία καί:

- Νά πλερώσωμε.

Κι αὐτός πλήρης τύψεων γιά τά πρίν καταλογιζόμενα γράπωσε τόν δικέφαλό μου.

- Γώ.

Δέν τόν πίεσα, ἔβλεπα πόσο τό ήθελε καί θεωροῦσε τό μπλέ χαρτονόμισμα ὡς συγχωροχάρτι. Σφύριξε στήν γκαρσόν, αὐτή διέσχισε γιά 29η φορά τήν πιάτσα, μᾶς ἄφησε κάμποσα κερμάτινα ῥέστα κι εὐχαριστώντας ἔφυγε.

Μεγαλόπρεπος ἄφησε ἔκθετα τέσσερα βενιζέλεια καί σηκωθήκαμε. Θυμήθηκε ὅμως τήν κηδεία τῆς κύστης του καί μοῦ ζήτησε νά περιμένω. Κατευθύνθηκε μέσα, τόν εἶδα νά χάνῃται σέ ντεσιμπέλ chambao κι ἐγώ ἐπανέκαμψα στό πολυθρονάκι μέ αὐτό τό μαλακισμένο ὕφος τοῦ μόνου σέ τραπέζι. Κύτταξα πάνω, κύτταξα κάτω, κύτταξα πέρα, κύτταξα δῶθε, κύτταξα σέ κώλους, κύτταξα σέ βυζιά, κύτταξα καί στό τραπεζάκι. Γυάλιζαν τά τέτταρα κέρματα, 2 εὐρώ ἤγουν 681 καί μισό δραχμές. Ναί. Περιστρόφησα τό κεφάλι μου στούς γύρω καί παντελόνιασα τά γκαφρά. Σηκώθηκα νά τόν περιμένω λίγο πιό ἀπόμερα μήπως καί.

Τώρα ἦταν ἐντελά συγχωρεμένος.

Ὁ Γάτος

O ΕΜΙΛ ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΧΗΡΕΨΕ, ἡ Μαργκερίτ μόλις ἔχασε τόν σύζυγό της. Καί οἱ δύο ἀναζητοῦν ἀπελπισμένα λίγη συντροφιά κι ἀποφασίζουν νά παντρευτοῦν. Μετά ἀπό ὀκτώ χρόνια συμβίωσης, ἡ ἀνάγκη γιά συντροφιά ἔχει μεταμορφωθεῖ σέ λυσσαλέο μίσος – τό μόνο αἴσθημα πού συμμερίζονται. Ἡ ἐχθρότητα κορυφώνεται, κι ὁ Σιμενόν ἀνατέμνει τούς λόγους πού τούς ἔκαναν νά ἑνώσουν τίς τύχες τους καί ὁδήγησαν στόν ἀφανισμό τους.


πρώτη μου ἐπαφή μέ τόν Σιμενόν ἦταν τό καλοκαίρι τοῦ 2004 μέ τό "Ὁ Κίτρινος Σκύλος". Περιμένοντας κάτι ἀπό Ντόυλ καί Πόου ἀπογοήτευτηκα λίγο -ἤ μήπως πολύ; Τί ἦταν τοῦτο; Μά κάτι γιά ἀστυνομικό δέν λέγαν; Τελικά, περί τίνος ἐπρόκειτο; Νουάρ προπολεμικοῦ ῥυθμοῦ, ἠθογραφία ἐπαρχίας μέ αὐτοβιογραφικές πινελιές ἤ ψυχογραφία σέ πατήματα ῥεαλισμοῦ; Κάτι τέτοιο, ἀλλά ντοϋλικό ἀστυνομικό ἤ ποουϊκή κραιπάλη φαντασίας ὄχι...


Μετά ὅμως δέν ξέρω γιατί, μᾶλλον μιά ἔλξη μοῦ δημιούργησε ἡ ὕπαρξη αὐτῶν τῶν ἡρώων (ἀπόβλητοι, φαινομενικά φυσιολογικοί μέ ῥοπή στήν ἀνωμαλία, ἐγκληματίες, συμπλεγματικοί) καί ἀγόρασα ὅ,τι σιμενονικό ὑπῆρχε. Τό μελαγχολικό τέλος σχεδόν ὅλων τῶν ἔργων μέ γοήτευσε ἔτι περισσότερο καί φυσικά τά πολυτονισμένα κείμενα εἶχαν τήν συνεισφορά τους σ’ αὐτό.



Ξεχωρίζω τοὺς Ἀρραβῶνες τοῦ Κυρίου Ἵρ (γιατί δέν δάσυνε τήν λέξη ἡ Μακάρωφ; "Hire" εἶναι στό πρωτότυπο) τόν Ἀνθρωπάκο ἀπό τό Ἀρχαγγέλσκ, τόν Ἄνθρωπο πού Ἔβλεπε τά Τραῖνα νά περνοῦν καί τόν Ἐνοικιαστή.



Ὁ Ἵρ, ἕνας ἀκοινώνητος μεσήλικας περνάει χωρίς συγκινήσεις τήν μοναχική ζωή του κάπου στό Παρίσι, ἔχοντας μοναδική διασκέδαση τήν ἡδονοβλεψία. Κανείς δέν τόν συμπαθεῖ καί ὅταν ἀνακαλύπτεται τό πτῶμα μιᾶς κοπέλας στήν γειτονιά, τόν ὑποψιάζεται ἡ θυρωρός. Ἡ ἀστυνομία ξεκινᾷ νά τόν παρακολουθῇ καί τελικά παραιτημένος ἀπό κάθε προσπάθεια ὑπεράσπισης τοῦ ἑαυτοῦ του σέ μιάν ἀνάκριση, πλήρως ἀποξενωμένος, λυτρώνεται ἴσως ἀκούσια σέ πλήρη ὅμως ἀπαξίωση καί ἀποδοκιμασία ἀπό τόν περίγυρό του.


Ὁ ἀνθρωπάκος ἀπό τό Ἀρχαγγέλσκ ἕνας μέ πάμπολλες ἐνοχές ἐμιγκρές, ὑπέρ τό δέον παραχωρητικός κι ἄβουλος. Ἡ πολύ νεώτερη γυναίκα του τόν ἀπατᾷ καί τόν ἔχει ἐγκαταλείψει. Γιά καιρό ἀποφεύγει νά ἀποκαλύψῃ στόν κόσμο τήν ἀλήθεια καί ἔτσι πέφτει σέ κυκεώνα ἀντιφάσεων. Δέν ἀργεῖ νά μπλεχτῇ γιά τά καλά, μέ τήν ἀστυνομία νά τόν θεωρῇ ὕποπτο. Ἀνόρεχτος, ἀπηυδυσμένος, δέν προσπαθεῖ νά ἀποδείξῃ τήν ἀθωότητά του· ἡ παραίτηση φθάνει μέχρι τήν αὐτοκτονία ἀκόμα κι ὅταν κάποιος τοῦ ἔχει ὑποδείξει τό τέλειο ἄλλοθι.



Ὁ Ἐνοικιαστής εἶχε ἕνα ὑπέροχο τέλος. Περιγράφεται στεγνά, σάν ῥεπορτάζ ἄπειρου δημοσιογράφου. Ἡ ἐπιτήδευση χάνεται καθώς παρακολουθοῦμε τήν προσπάθεια τῆς μέχρι πρότινος οἰκοδέσποινας νά δῇ τόν ἐνοικιαστή καθώς αὐτός μεταφέρεται στήν φυλακή. Ἦταν πέντε ἰουλίου τοῦ πέρυσι ὅταν τό διάβαζα, σέ περιβάλλον ὄχι καί τόσο ἀτμοσφαιρικό κι ὅμως μέ θυμᾶμαι νά κλαίω ἐκεῖ στά τελευταῖα, πολύ περίεργο γιά ἕνα ἀστυνομικό, ναί, ἴσως νά ἔφταιγε ἡ ἡμερομηνία καί μιά μαντεψιά τοῦ καιροῦ.



Ὁ ἄνθρωπος πού ἔβλεπε τά τραῖνα νά περνοῦν μετά ἀπό κάμποσα ἐγκλήματα, κατέληξε ἔγκλειστος σέ κάποιο ἵδρυμα. Χμ…Δέν φάνηκε νά τόν πειράζῃ καί τόσο. Τό τέλος του:

«…Τέλος πάντων! Ἔτσι ἦταν πιὸ ἀσφαλές. Ἀπόδειξη ὅτι ὁ γιατρὸς εἶχε τὴν ἰδέα νὰ τοῦ ζητήσῃ τὸ τετράδιο ποὺ τοῦ εἶχε δώσει γιὰ νὰ γράψῃ τὰ ἀπομνημονεύματά του καὶ ὅπου μποροῦσε κανεὶς νὰ διαβάσῃ ἀκόμη μόνο μιὰ φράση:

Ἡ ἀλήθεια γιὰ τὴν περίπτωση τοῦ Κέες Πόπινγκα.

Ὁ γιατρὸς σήκωσε ἔκπληκτος τὰ μάτια του, μὲ ὕφος ποὺ ἀναρωτιόταν γιατὶ ὁ ἀσθενής του δὲν εἶχε γράψει περισσότερα. Καὶ ὁ Πόπινγκα, μὲ ἕνα βεβιασμένο χαμόγελο, αἰσθάνθηκε ὑποχρεωμένος νὰ μουρμουρίσῃ:

- Δὲν ὑπάρχει ἀλήθεια, ἔτσι δὲν εἶναι;»






Ἀπὸ τὸ Le Chat (1971) τοῦ Pierre Granier-Deferre μὲ τοὺς Jean Gabin καὶ Simone Signoret



Σάββατο, Ιουλίου 17, 2010

Ἀληθινὸ

ὅποτε ἀκούω κάποιο τραγουδάκι τῶν στέρεο νόβα, πάντα μὰ πάντα θυμᾶμαι ἕνα ἀπόσπασμα συνέντευξης τοῦ Μιχάλη Δέλτα:

Τί σημαίνουν γιὰ σένα «ἄντρας» καὶ «γυναίκα»;

Ἀληθινὸ ἄντρα θεωρῶ αὐτὸν ποὺ καταφέρνει νὰ συμπορεύεται καὶ μὲ τὴν γυναικεία πλευρά του, ποὺ εἶναι ἡ εὐαισθησία του. Ἀληθινὴ γυναίκα, ἐκείνη ποὺ δὲν χρησιμοποιεῖ τὴν ἔμφυτη εὐαισθησία της γιὰ νὰ παραπλανήσῃ.

Παρασκευή, Ιουλίου 16, 2010

Ῥεκὸρ ζέστης στὸν κωλοπλανήτη.


θερμότερος ποὺ ἔχει καταγραφῇ ποτὲ ἦταν ὁ ἐφετινὸς Ἰούνιος...


Ἀγαπημένος...


Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ Ἡ Μεγάλη Χίμαιρα:

(...)

Ἔτσι, μὲ τὸ πεθαμένο ἀγγόνι της ἀγκαλιὰ βγαίνει ἀπ’τὴν κάμαρα. Περπατάει μὲ κορμὶ στητό, μὲ πόδια σταθερό, μὲ μάτι τρομερὸ ἀπὸ τὸ ξέσπασμα τοῦ θυμοῦ ποὺ ἔδιωξε τὴν φρόνηση. Προχωρεῖ στὸν διάδρομο. Μὲ μιὰ κλωτσιὰ ἀνοίγει τὴν πόρτα τῆς κάμαρας τοῦ Μηνᾶ. Ὁ βρόντος ἔκανε δυὸ σκιὲς – δυὸ ἀνθρώπους – νὰ ξυπνήσουν ἄξαφνα καὶ ν’ἀνεγερθοῦν πάνω στὸ κρεβάτι. Τὰ σκοτισμένα ἀπὸ τὸν ὕπνο μάτια τους βλέπουν μέσα στὸ μισόφωτο τὸ φοβερὸ διακαμὸ τῆς γριᾶς νὰ προχωρῇ πρὸς αὐτούς, νὰ στέκεται πάνωθέ τους. Οἱ καρδιές τους πάγωσαν, σταμάτησαν· τὰ κορμιά τους παράλυσαν. Περίμεναν τ’ἀστροπελέκι τοῦ Θεοῦ, ποὺ θὰ τοὺς κάψῃ καὶ θὰ τοὺς λυτρώσῃ ἀπὸ μιὰ ζωὴ ἀβάσταχτη: «Θεέ! Λυπήσου μας! Σκότωσέ μας! Τώρα, ἀμέσως, τούτη τὴν στιγμή!»
Αὐτὸ ποὺ ἡ Ῥεΐζαινα κρατάει στὴν ἀγκαλιά της… Αὐτὸ τὸ κορμί…
- Τὸ παιδί μου! οὐρλιάζει ἡ Μαρίνα.
Ἡ Ῥεΐζαινα καγχάζει στριγκά:
- Χαχά! Πάρε τὸ παιδί σου! Σκρόφα!
Καὶ μὲ μανία, μὲ λύσσα, πετάει τὸ μικρὸ πτῶμα πάνω στὰ δύο γυμνὰ κορμιά.
- Τὸ παιδί μου! Στριγγλίζει ἡ Μαρίνα. Τὸ παιδί μου!
Ἁρπάζει τὸ νεκρὸ κορμί, τὸ πασπατεύει, τὸ ἀγκαλιάζει, τὸ κυττάει μὲ μάτια ξέφρενα. Δὲν θέλει νὰ πιστέψῃ. Δὲν μπορεῖ…
- Τί τὸ κυττᾷς; σαρκάζει ἡ γριά. Εἶναι πεθαμένο τὸ παιδί σου!
Ἡ Μαρίνα σωπαίνει. Κρατάει τὸ μικρὸ πτώμα πάνω στὸ γυμνό της στῆθος, μὲ χέρια ξυλιασμένα. Κυττάει πέρα, πουθενά, μὲ μάτι γυμνὸ ἀπὸ φρόνηση. Τότε ἡ Ῥεΐζαινα σκύβει καὶ πλησιάζει τὸ πρόσωπο τοῦ Μηνᾶ, ποὺ κειτόταν ἀσάλευτος κι ἀνέκφραστος, σὰ χτυπημένος ἀπὸ κεραυνό. Τὸν κυττάει στὰ μάτια, μὲ μάτια ποὺ σπαράζουν ἀπὸ σιχασιά, ἀπὸ μίσος. Καὶ σουρώνοντας τὰ γέρικη χείλη της, τὸν φτύνει κατάμουτρα.
- Φτού σου! Ἄτιμε!
Ἀναστύλωσε ξανὰ τὸ κορμί της. Ἀνάσανε μὲ λυτρωμό. Καὶ στητή, καὶ μεγαλόπρεπη, καὶ φοβερὴ βγῆκε ἀπ’τὴν κάμαρα.

(...)





Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ Ὁ Συνταγματάρχης Λιάπκιν:

(...)

– Κυρία Διευθυντοῦ! Ἐσεῖς, ἐδῶ, τέτοια ὥρα; Πῶς αὐτό;
Ἡ κ. Διευθυντοῦ τράβηξε τὰ γκέμια· τ’ἄλογο σταμάτησε. Τὰ μάτια της ἦταν καταγάλανα καὶ φωσφόριζαν σὰν πυγολαμπίδες.
– Σεῖς εἴσαστε, κύριε Λιάπκιν; Ἴσως δὲν μάθατε τὸ νέο… Εἶχα πάει στὴν Ἀθήνα…
– Τὸ ξέρω· φύγατε προχθές. Δὲν νοιώθατε καλά, καὶ πήγατε νὰ σᾶς δοῦν οἱ γιατροί…
– Ἔτσι εἶναι. Μόνον, νά, ἔφυγα… Δὲν μποροῦσα νὰ μείνω πιὰ ἐκεῖ, στὸ σπίτι τῶν γονιῶν μου. Εἶχαν μαζευτῇ ὅλοι γύρω ἀπ’τὸ κρεβάτι μου κι ἔκλαιγαν, καὶ σπάραζαν…
– Ἔκλαιγαν; ἀπόρεσε ὁ Λιάπκιν. Γιατί;
Ἡ κ. Διευθυντοῦ ἀναστέναξε κι εἶπε μὲ φωνὴ πολὺ τρυφερή, βελουδένια:
– Φαίνεται πὼς πέθανα…
Ὁ Λιάπκιν τὸ ἔκρινε πολὺ φυσικό. Ἀναστέναξε κι αὐτός:
– Ὥστε ἔτσι, πεθάνατε…
Δὲν βρῆκε τίποτ’ἄλλο νὰ πῇ. Τὴν χαιρέτησε μὲ βαθιὰ ὑπόκλιση:
– Μοῦ ἐπιτρέπετε, πρέπει νὰ πηγαίνω· μὲ περιμένουν κι ἄργησα.

(...)




Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν Μεγάλη Χίμαιρα:

(...)

- Καλή νύχτα, κύρ Ἀνέστη, σ’εὐχαριστῶ. Νά ποτίσῃς τά λουλουδάκια τῆς ἀγγονούλας μου.
- Μεῖνε ἤσυχη. Λέω νά φυτέψω πανσέδες στόν τάφο τοῦ γιοῦ σου…
- Κάνε ὅ,τι σέ φωτίσει ὁ Θεός…

Τό αὐτοκίνητο φεύγει, χάνεται. Ὁ φύλακας ἀπομένει ἀκίνητος, μέ κεφάλι σκυφτό. «Πρέπει νά ἐτοιμάσω ἀκόμα δύο τάφους, δεξιά κι ἀριστερά. Σύντομα θά ρθοῦν κι αὐτές. Τήν Ἀννεζιώ θά τήν βάλω κοντά στόν ἄντρα της. Τήν Μαρίνα κοντά στόν Μηνᾶ.»

Ὕστερα ἀναστενάζει, πηγαίνει στήν πόρτα, κλείνει τά δυό θυρόφυλλα, περνάει τήν ἁλυσίδα μέ τό λουκέτο. Κράκ, τό κλειδώνει. Καί σκυφτός, ταπεινός, πηγαίνει στό σπιτάκι του, λίγο πιό πέρα.

Τώρα, κανείς ζωντανός δέν ταράζει τήν γαλήνη τῶν πεθαμένων. Τό νοιώθουν αὐτό οἱ πεθαμένοι κι ἀργοξυπνοῦν μες στά κασόνια τους. Χαμογελᾷν χαρούμενα, γιατί δέν ἀγαποῦν τούς ζωντανούς· τούς ἔχουν ξεχάσει, δέν τούς ξέρουν: «Ποιος εἶναι αὐτό πού’ρχεται πάνω στό μνῆμα μου καί κλαίει;» ἀναρωτιῶνται. «Γιατί δέν μ’ἀφήνει ἤσυχο στήν γλυκιά μοναξιά μου; Ὤ, πρέπει νά πεθάνῃ κανείς, γιά νά καταλάβῃ τό πόσο κουραστική εἶναι ἡ ζωή κι οἱ ζωντανοί! Τό πόσο μάταιο εἶναι ν’ἀγαπᾷς ἀνθρώπους καί νά σ’ἀγαποῦν!»Ἔτσι κι ἡ Ἀννούλα δέν θυμᾶται τίποτα· οὔτε ὁ Μηνᾶς. Ὅλη τήν μέρα κοιμοῦνται, νά μήν ἀκοῦν τήν ἀνάσα τῆς ἄγνωστης γυναίκας πού κάθεται πάνω στόν τάφο τους. Ὕστερα περιμένουν νά φύγῃ ἡ ἄλλη γυναίκα, πού ἔρχεται κάθε δειλινό καί ποτίζει τό χῶμα μέ δάκρυα. Ὅταν φύγῃ κι αὐτή, τότε ξυπνᾷν καί μιλᾷν ἀναμεταξύ τους.

- Ποιές εἶναι αὐτες πού ἔρχονται κάθε μέρα; ῥωτάει ἡ Ἀννούλα.
- Ποιος ξέρει. Κάποιες πού ἀγαπήσαμε ἤ μᾶς ἀγάπησαν, τότε πού εἴμαστε ζωντανοί.
- Γιά σένα ἤ γιά μένα ἔρχονται;Ἐσένα ἤ ἐμένα ἀγάπησαν;
- Ποιός ξέρει. Εἶναι τόσο κοντά οἱ τάφοι μας, πού δέν μπορῶ νά καταλάβω…
- Ἀφοῦ ἐμεῖς δέν τίς ἀγαπούμε πιά, γιατί αὐτές μᾶς ἀγαποῦν;
- Ἔτσι εἶναι οἱ ζωντανοί. Ἔχουν τό βάσανο τῆς μνήμης. Θυμοῦνται. Ἐμεῖς λευτερωθήκαμε, δόξα τῷ Θεῷ.
- Ἀλήθεια, δέν θυμᾶσαι γιατί πέθανες;
- Τό μόνο πού θυμᾶμαι, εἶναι πώς πέθανα γιά νά μήν θυμᾶμαι. Τώρα, δέν θυμᾶμαι· κι εἶμαι πολύ εὐτυχισμένος.
- Κι ἐγώ θυμᾶμαι πώς δέν ἤθελα νά πεθάνω. Μά καλύτερα πού πέθανα· δέν εἶν’ἔτσι;
- Θέλει ῥώτημα;

Σωπαίνουν, συλλογιῶνται. Κι ἡ Ἀννούλα ῥωτάει ξανά:

- Τί ἦταν ἐκεῖνο πού δέν ἤθελες νά θυμᾶσαι καί πέθανες;
- Σάμπως καλοθυμᾶμαι; Νά, ἤθελα νά μη θυμᾶμαι πώς κάποιον ἀγαποῦσα. Κάποιον πού δέν ἔπρεπε ν’ἀγαπῶ.
- Ξέρεις, λοιπόν;Κι ἐγώ, τήν ὥρα πού πέθαινα, κατάλαβα πώς δέν ἔπρεπε ν’ἀγαπῶ κάποιον πού ἀγαποῦσα.
- Παντοῦ τά πάντα… Ἐγώ, αὐτός πού ἀγαποῦσα ἦταν μιά γυναίκα μέ πυρρά μαλλιά καί μενεξελιά μάτια.
- Τό ἴδιο κι ἐγώ. Πυρρά μαλλιά καί μενεξελιά μάτια εἶχε ἡ γυναίκα πού ἀγαποῦσα. Μά τί μᾶς νοιάζουν ὅλ’αὐτά; Δόξα τῷ Θεῷ, πεθάναμε. Εἴμαστε εὐτυχισμένοι. Γιατί δέν μιλᾷς; Δέν λέω σωστά;
- Εἶσαι παιδάκι. Καί μιλᾷς σάν μεγάλος.
- Εἶμαι πεθαμένη· οἱ νεκροί δέν ἔχουν ἡλικία. Εἶναι περιπλεγμένοι μέ τόν χρόνο καί πηγαίνουν μαζύ του. Εἶναι ὁ σφυγμός τοῦ χρόνου πού ζῇ. Εἶναι τά πέταλα τοῦ ἀλόγου πού καλπάζει. Ἄν δέν ἦταν ῥιζικό μας νά ξεχάσουμε, θά εἴχαμε ὅλην τήν γνώση. Μά γιατί νά ξέρουμε; Γιατί νά θυμόμαστε;
- Μιλᾷς σωστά· ἀλλά μιλᾷς πολύ. Ἄς σωπήσουμε, νά χαροῦμε τήν εὐτυχία τῆς μοναξιᾶς. Καληνύχτα, Ἀννούλα.
- Καληνύχτα, Μηνᾶ.

Τήν στιγμή ἀκριβῶς πού τέλειωναν τήν κουβέντα του, ἄρχιζε νά μιλάῃ ὁ γερο Κωνσταντής.

- Δέν εἶν’ἔτσι τά πράγματα πού τά λέτε. Ἐσύ, Ἀννούλα, εἶσαι παιδάκι. Κι ἐσύ, Μηνᾶ, πέθανες νέος· δέν ἔκανες παιδιά. Μά ἐγώ ἄφησα πίσω μου δυό παιδιά, δυό ἀγόρια – τώρα, πρέπει νά’ναι ἄντρες. Λοιπόν, ἐγώ θυμᾶμαι πώς εἶχα παιδιά· μά πῶς τά λέν, τί σόι ἦσαν, τί ἔκαναν προτοῦ πεθάνω, δέν θυμᾶμαι τίποτα. Καμιά φορά ὅμως ἔρχεται ἡ γυναίκα μου καί μοῦ μιλάει γιά τά παιδιά μας. «Ἔκαναν αὐτό καί τοῦτο. Ποιά εἶναι ἡ γνώμη σου;» Τότε, ἐγώ τῆς λέω τήν γνώμη μου. Μά ὕστερα δέν θυμᾶμαι τίποτα. Τήν τελευταία φορά πού μοῦ μίλησε, μοῦ εἶπε κάτι φοβερό γιά τόν μικρό τόν γυιό μας. Τόσο φοβερό, πού τόν καταδίκασα. Μά δέν θυμᾶμαι, δέν θυμᾶμαι…

Οἱ ἄλλοι δέν τοῦ ἀποκρίνονται. Ὅλ’αὐτά τούς ἦσαν ἐντελῶς ἀδιάφορα. Μιά φορά μάλιστα, ὁ Μηνᾶς τοῦ τό’πε καθαρά:

- Δέν μᾶς ἐνδιαφέρουν οἱ οἰκογενειακές σου ὑποθέσεις.

Ὁ γερο Κωνσταντής γέλασε κοροϊδευτικά.

- Ἀφοῦ δέν θυμόμαστε τίποτα ἀπ’τήν παλιά μας ζωή, ποῦ ξέρουμε ἄν κι οἱ τρεῖς μας δέν εἴμαστε ἀπό μιά οἰκογένεια;
- Λές νά’ναι ἔτσι;
- Χμ… Γιατί μᾶς ἔθαψαν κοντά κοντά; Σάν νά θυμᾶμαι πώς ἔτσι συνηθίζεται: νά θάβουν τούς συγγενεῖς σέ πλαϊνούς τάφους.
- Δηλαδή ἐγώ μπορεῖ νά εἶμαι ὁ γυιός πού καταδίκασες;
- Μπορεῖ. Μά ἄν εἶσαι σίγουρος γι’ αὐτό, δέν θά’πρεπε νά μοῦ μιλᾷς. Δέν θέλω νά’χω κουβέντα μέ τόν γυιό μου πού καταδίκασα.
- Ὄχι, δέν εἶμαι σίγουρος. Δέν θυμᾶμαι τίποτα.
- Οὔτ’ἐγώ. Κι ὕστερα βαριέμαι νά θυμᾶμαι κι αὐτά τά λίγα πού μέ δένουν ἀκόμα μέ τούς ζωντανούς. Ἅμα πεθάνῃ κι ἡ γυναίκα μου, θά ξεκόψω ὁλότελα μέ τόν πάνω κόσμο. Δέν θά θυμᾶμαι πιά τίποτα.
- Τόσο τό καλύτερο. Καί τώρα ἄς σιωπήσουμε, νά χαροῦμε τήν εὐτυχία τῆς μοναξιᾶς.

Δέν μιλοῦσαν ἄλλο. Ἡ σιωπή τῶν νεκρῶν πότιζε τήν γῆ. Τά μαμούνια ἀποκάτιαζαν τρομαγμένα μές στίς τρύπες τους. Οἱ ῥίζες τῶν δέντρων δέν τολμούσαν νά ῥουφήξουν τίς ὑποχθόνιες δροσιές, νά ξαπλωθοῦν βαθύτερα μέσα στό χῶμα. Τούς φόβιζε ἡ σιωπή τῶν νεκρῶν,

(…)


ῥὲ ἄιντε κάνε...


...σὲξ ῥὲ νιμοῦ!

count on me!


SAME AS YESTERDAY

ἀμπσοῦρντ

- Excuse me, haven't you seen me somewhere before?
- I know the name, but I can't remember the face.

Πέμπτη, Ιουλίου 15, 2010

quiz - ;θιζ

Τί κάνουν οἱ γυναῖκες μόλις ξυπνήσουν;

Ἐκτός ἀπό τό νά σύρουν μακρυά τό πέτασμα καί νά σηκωθοῦν, ἔ ναί! 

Τό ἀρθράκι διαπιστώνει ὅτι δέν πᾶνε γιά κατούρημα μόλις ξυπνήσουν, δέν σπεύδουν γιά νά πλύνουν δόντι ἤ ὄψιν (μετά ἀνομημάτων ἤ ἄνευ), δέν βουτᾶνε στό πινάκιο μέ τά δημητριακά, οὔτε κἄν καθρέπτη καθρεπτάκι μου, δέν πᾷν νά βαφτοῦν! Δέν ἀνοίγουν τό παράθυρο νά δοῦν τί καιρό ἔχει ἔξω, οὔτε ψάχνουν ποῦ βόσκουν οἱ ἑμβάδες. Μά οὔτε καί καλημερίζουν – οὔτε κἄν χασμουριοῦνται φωναχτά μ'αὐτόν τόν ἐπιθανάτιο ῥόγχο τοῦ μόλις ὕπνου! Ὄχι!

ἀπὸ-καλυφθῇτε!

Τί κρίμα ποὺ δὲν φοράει καπέλα πιὰ ὁ κόσμος Ὁ Τζέημς Μπὸντ στὴν καθιερωμένη του περαντζάδα στὴν ἀρχὴ κάθε ἔργου, ὅπου σημαδεύεται ἀπὸ τὸν ποτὲς δὲν τὸν ἔχουμε δεῖ κακό, ἦταν μὲ καπέλο μέχρι καὶ τὴν παραγωγὴ τοῦ 1971, ντάιμοντς ἂρ φορέβερ. Κι ἐν τάξει, δὲν εἴπαμε νὰ κυκλοφοροῦμε μὲ ἡμίψηλα πηγαίνοντες σὲ κάποιο διανυκτερεῦον νὰ τσιμπήσουμε ἰμόντιουμ, ἀλλὰ τὴ σήμερον μέχρι καὶ τοὺς κωλόγερους, τοὺς βλέπεις μὲ τζόκεϋ. Μὰ τζόκεϋ; Τί κρίμας



+ ὄψη

Ἐδῶ καὶ περίπου μερικοὺς μῆνες, ὁπότε καὶ μᾶς ἔφεραν τὸν αὐτόματο πωλητὴ τερψιλαρυγγίων κι ἡδυπότων στὸ ταρατσικό, κάθε ἡμέρα τὴν ὥρα ποὺ ὁ πᾶσα ἕνας ἐγκαταλείπει τὸν χῶρο ἀφηνόμενος σὲ ῥεψίδια μάσης περατωθείσης, ἤτοι ὀλίγον μετὰ ἀπὸ τὶς τρεῖς τὸ μεσημέρι, ἀνεβαίνω καὶ ἑπαιτῶ. Ὄχι ἀπὸ θαμῶνες τοῦ ΚΨΜ φυσικὰ ἀλλά ἀπὸ τὸ μηχάνημα. Μοῦ εἶχε συμβῇ -φορὲς ποὺ ἤγόραζα κάτι-νὰ εὕρω περισσότερα ῥέστα. Θεώρησα ὅτι εἶχε γίνει λάθος, ὅτι ἦταν σύμπτωσις ἀλλὰ τοῦτο ἐπανελήφθη καμποσάκις. Ἐν τέλει διεπίστωσα ὅτι συναδέλφοι τινες ἀπαξίουν κάποια ῥέστα εὐτελοῦς ἀξίας καὶ τὰ ἐγκατέλειπον στὸν μάρσιπο τοῦ μηχανήματος. Ὄθεν, κάθε μεσημέρι, ἴδια περίπου ὥρα ἀνέβαινα (καὶ ἀνεβαίνω) νὰ ἐλέγξω καὶ νὰ προσποριστῶ τὶς λαρτζοσύνες τους. Εἶναι περίπου τρεῖς, τέσσερις μπορεῖ καὶ περισσότεροι μῆνες· ἡ ἀρχὴ μάλιστα μπορεῖ νὰ ἔγινε ἀπὸ τὴν πρώτη ἐπαφή, τίς οἶδε, τίς ὁμολογεῖ, τίς παρρησεύει. Εἶναι λοιπὸν ἀρκετοὶ μῆνες ποὺ ἀπολαμβάνω τοῦ οἴκτου συναδέλφων καὶ μὲ αὐτὸν πορεύομαι.

Count on me!

ΛΓΜ - 1,0

Τετάρτη, Ιουλίου 14, 2010

ἤφαιστος speaking

Δὲν τὴν παλεύω ἄλλο, θὰ τῆς ῥίξω σοῦτ!

Τὴν μιὰ πονοκέφαλος, τὴν ἄλλη ἐντερικά, μιὰν ἄλλη ἀλλεργίες!

Αὐτὴν τὴν φορά, ἐπικαλέστηκε τὸ ἀπίστευτο. Πεισματικῶς κλειστὰ τὰ σκέλη της ἕνεκα ἀναδρόμου ἑρμοῦ ὅπως ἀλλόθισε, εἶπα νὰ δοκιμάσω τὴν χείλινην αὐτῆς δίοδον ἵνα ξαλαφρώσω. Κι αὐτή, λόγῳ κάποιας οὐλίτιδός της μὲ συχνὰ αἱματωμένα οὖλα, δικαιολογήθηκε λέγουσα κάτι γιὰ περίοδο τῆς στοματικῆς κοιλότητος κι ἔτσι τ’ἀρνήθηκε κι αὐτό!

Ἄχ! Ποῦ εἶναι ἐκείνη ἡ κόρη ποὺ εἶχα τότες γνωρίσει, ποὺ ὅταν τῆς προέτεινα νὰ δοῦμε καμιὰ ταινία, κἄναν Χίτσκοκ (
νὰ σοῦ βάλω τὰ πουλιά;) ἐκείνη ἔστελλε τὸ μυαλὸ της σὲ παρτοῦζες κι ἔφερνε τὸν δονητὴ ὁμοῦ!

Count on me!

*** ΛΓΜ

Ξανὰ

Πρέπει νά ἦταν στίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ 90 ὅταν είχα ακούσει (νομίζω μάλιστα ὅτι εἶχε γενικῶς ἀκουστῇ) πρώτη φορά τήν εἴδηση. Ἕνα ἐφιαλτικό σενάριο· ὁ φόβος τοῦ πυρηνικοῦ ὀλέθρου φαινόταν νά ξεθυμαίνῃ (λόγῳ τῶν ἀλλαγῶν στήν ἀν. Εὐρώπη) κι ἐπειδή πάντα μᾶς χρειάζεται ἕνα ἐφιαλτικό σενάριο πού νά πραγματεύῃται τό φυσικό τέλος τοῦ ἀνθρώπινου γένους, προέκυψε αὐτό.

Ὑπερθέρμανση τοῦ πλανήτη.

Ὑπερθέρμανση τοῦ πλανήτη, λόγῳ τῆς ἀτμοσφαιρικῆς ῥύπανσης.

Ἀνάμεσα σέ ἄλλα ζοφερά, ἡ θερμοκρασία, λέγαν, θά αὐξανόταν 1 βαθμό στά ἑπόμενα χῖ χρόνια. Καί ἐπίσης ἕναν στά ἄλλα ψῖ. Ἡ αὔξηση δέν φαινόταν καί τόσο συγκλονιστική, οἱ συνέπειες ὅμως δέν θά ἦταν καί τόσο ἀνώδυνες, τῆξις πάγων στούς πόλους π.χ. μέ ὅ,τι αὐτό συνεπαγόταν.

Κι αἴφνης, ἀκοῦμε ὅτι ἡ κλιματική ἀλλαγή ἦρθε πολύ πιό γρήγορα ἀπ’ ὅ,τι περιμέναμε. (Γιατί ἄραγε τόσο πιό γρήγορα, ἀπό ὅσο περιμέναμε;) Ἡ θερμοκρασία ἀνεβαίνει, οἱ πόλοι ζεσταίνονται καὶ λιώνουν , οἱ ἄρκτοι δέν μποροῦν νά κοιμηθοῦν.

Γιατί ἄραγε αὐτή ἡ απρόσμενη ἐξέλιξη;

Τί προέκυψε καί χάλασε κάθε ἐπιστημονική πρόβλεψη ἡ ὁποία ἐκτύπει μέν καμπανάκι, ἄφηνε δέ κάποια μεγαλύτερα περιθώρια κινήσεων;

Ὅλα αὐτά σκεπτόμην τίς προάλλες…

Φαινόταν κάπου νά (μήν) καταλήγω τήν σκέψη μου (μιά Παρασκευή ἀνέβαινα σέ σένα, ἤμουν στό λεωφορεῖο) μέχρι πού κάτι μπουζουκλερί γοῦφερ μέ διέκοψαν. Ξεκρέμασα τό βλέμμα μου ἀπό τό κόκκινο φανάρι καί τό ἔστειλα δεξιά, σέ ἕνα ἀπαστράπτον μαῦρο κουπέ. Παράθυρα κατεβασμένα καί ὁ ὁδηγός, μέ τό κεφάλι του ἀκολουθοῦσε ῥυθμιστί τά μπάσα καλλιτεχνήματα φυλλοβόλου τσιφτετελοκαλλιτέχνιδος. Καί ἐκεῖ, πάνω ἀπό τό αὐτί, μιά συσκευή μπλουτοῦθ! Ἔτοιμη, ἀλέρτ, παρά πόδα ἡ συσκευή. Ἔτοιμη γιά νά γραπώσῃ κάθε πληροφορία καιούσης σημασίας γιά τόν ἰδιοκτήτη της. Πῶς φαινόταν στήν ζελεδιασμένη κόμη τοῦ τύπου ὅτι ἐπίκειτο εὕρεσις δότου πρός μεταμόσχευση καρδιᾶς στενοῦ συγγενοῦς, ὅτι ἀνεμένετο ἐνημέρωσις περί τοῦ ντάου τζόουνς δείκτου, ὅτι ἐνδέχετο παραχώρησις ὁμοιοπαθοῦς ψυχῆς.

Ὅσο περίεργη εἶναι ἡ θεωρία τοῦ bing bang κι ὅτι ἀπό ἐκείνη τήν ἀπερίσκεπτη κίνηση προέκυψαν ὅλα τά τώρα (ἄγχος, κίνηση στούς δρόμους, προδομένοι ἔρωτες, ἀπώλεια πλοίου ἄγονης, ὄγκοι στόν ἐγκέφαλο, μελέτη γιά σχολικές ἐξετάσεις, ἀναμονή βιοψιῶν, βρεγμένα τσιγάρα, ἀλλοτρίωση, χωρίς πρωτάθλημα, μελαγχολία, κρύο φαγητό, ἀδικία, συνωστισμένες παραλίες, ἀνεργία, οὐρές στά ταμεῖα, ἀτεκνία, μή τιμηθεῖσα γιορτή, μιζέρια, δύστροπα λουλούδια, ἀπόρριψη, θυλακοπενία, χάσμα γενεῶν, ὅλο αὐτό πού ποτέ, ἀσυνεννοησία, ὄχι βροχή, ἐγκατάλειψη) ἄλλο τόσο ἀλλόκοτη (ἀλλά ἀληθινή) ἡ σκέψη ὅτι ἡ Γῆ σέ ἕνα λυγμό αὐτοσυντήρησης προσπαθεῖ νά ἐπισπεύσῃ τήν καταστροφή διαπιστώνοντας ὅτι ἀφήνεται στά χέρια, στήν νοοτροπία, συμπεριφορά τέτοιων ἀτόμων. Καλλίτερα στίς κατσαρίδες.

μοῦντο μοῦτρο

Χωρὶς τὴν παραμικρὴ ὑπερβολὴ (μήπως εἶναι ἀδόκιμη ἡ ἔκφραση;) θεωρῶ τὸ ποδόσφαιρο ἕνα πολὺ βαρετὸ θέαμα. Ὄχι κατ’ἀνάγκην τὸ διὰ ζώσης ὅπου ἐκεῖ, στὸ γήπεδο, μπορεῖς νὰ σηκωθῇς καὶ ἐν μέσῳ τόσο κόσμου νὰ βρίσῃς κάποιον σὰν ἄεργος λιμενεργάτης χωρὶς τὴν παραμικρὴ συστολὴ (ἴσως νὰ ξεχαρμανιάζουμε ἔτσι) ἀλλὰ κυρίως στὴν τηλεόραση. Δυὸ ὧρες μπροστὰ στὸ κουτὶ καὶ νὰ βλέπῃς παιγνίδι ποὺ σπάνια ἀλλάζονται ἀπὸ τὴν ἴδια ὁμάδα πέντε μπαλιὲς πάνω ἀπὸ τὸ κέντρο, μὲ τὴν σκοπιμότητα νὰ σκίζῃ κάθε ὑποψία θεάματος, χωρὶς πολλὲς φάσεις, τὶς θεωρῶ ἐντελῶς χάσιμο. Ὄχι ὅτι δὲν ὑπάρχουν καὶ θεαματικὰ παιγνίδια ἀλλὰ νομίζω ὅτι μπορεῖ νὰ τυχαίνουν πέντε, δέκα τοῖς ἑκατὸ τοῦ συνόλου. Συνεπῶς δὲν ἀξίζει τὸ ῥίσκο. Δὲν θυμᾶμαι τὸν ἑαυτό μου νὰ κάνῃ ὄχι κρὰ ἀλλὰ νὰ ἀποζητᾷ κάποια μετάδοση ἀγώνα. Ὁπότε κάτι μαλακίες γιὰ μπύρα + πίτσα = τσάμπιονς λῆγκ, γιὰ συγκεντρώσεις νὰ δοῦμε τὸ μάτς μοῦ φαίνονταν πολὺ ξένες καὶ ἠλίθιες. Ἐξαίρεση σὲ αὐτὰ κάποιες πράγματι κρίσιμες συναντήσεις ὅπως ὁ ἡμιτελικὸς στὸ γιοῦρο τοῦ 04 (καὶ ὁ τελικὸς φυσικὰ) ὅταν προηγουμένως δὲν εἶχα παρακολουθήσει οὔτε τὰ μὰτς τοῦ ὁμίλου, οὔτε τὸ μὰτς μὲ τὴν Γαλλία. (Τὰ παιγνίδια τῆς ΑΕΚ δὲν ἐμπίπτουν σὲ αὐτοὺς τοὺς κανόνες). Παρὰ ταῦτα τὸ θέμα τοῦ μουντιὰλ ἦταν ἀλλιῶς. Ὄχι ὅτι αὐτοσκοπίστικα ἔβλεπα κάθε μὰτς τοῦ τουρνουᾶ ἀλλὰ οἱ τελικοί τους εἶναι ἕνα χάππενινγκ ὅπως καὶ νὰ τὸ κάνῃς. Δὲν ξέρω, δὲν θυμᾶμαι καὶ δὲν μπορῶ νὰ φανταστῶ πῶς εἶχα κάτσει νὰ δῶ τὸν τελικὸ τοῦ 86. Δὲν ἤμουν κἂν μὲ τὸν πατέρα μου ὥστε νὰ δῶ ὅ,τι ἔβλεπε. Ἤμαστε -ἐγὼ κι ὁ ἀδελφός μου, ἐννέα μαΐων καὶ ὀκτὼ ἀντιστοίχως- φιλοξενούμενοι σὲ μιὰν θειὰ τὴς μάνας μου, τότε 61 ἐτῶν, ἒ ναὶ οὔτε κι αὐτὴ θὰ εἶχε κάψα γιὰ μπάλα. Παρόλα αὐτὰ εἶχα δεῖ τὸν τελικό. Τὸ 90 μᾶς εἶχε χαλάσει ἡ τηλεόραση, γιὰ κάποιον λόγο δὲν τὴν εἴχαμε φτιάξει ἄμεσα καὶ ὁ πάδρε μᾶς ἔσερνε τὰ βράδια σὲ μιὰν γειτονικὴ πλατεία, σὲ ἕνα κλάιν ἰταλικὸ καὶ βλέπαμε. Πήγαινα πρώτιστα γιὰ τὴν πίτσα, τὸ μουντιὰλ ἦταν τὸ τίμημα - ὅπως οἱ θερμίδες τῆς μὲ μανιτάρια. Θυμᾶμαι τὸ Καμεροῦν νὰ ταπεινώνῃ τὴν Ἀγγλία καὶ στὸν τελικὸ ἐκτὸς ἀπὸ τὰ κλάμματα τοῦ σιχαμένου ἀργεντίνου ἕνα ὡραῖο πλάνο στὸ γεμάτο φεγγάρι τὸ ὁποῖο κατὰ μιὰν διαβολικὴ σύμπτωση εἶχε ἀράξει καὶ στὸν δικό μας οὐρανό. (Τὸ λέω αὐτό, διότι εἶχα πράγματι σηκώσει τὸ βλέμμα μου καὶ τὄδα). Τὸ 94 θυμᾶμαι φυσικὰ τὸν μὲ τὸν ἀπαίσιο κότσο Μπάτζο νὰ καταδικάζῃ τὴν ἰταλία ἐνῷ τὸ 98 ἔκανα χάι μὲ τὴν ταπείνωση τῶν γύφτων. Τὸ 2002 ἦταν ὅλα τόσο εὔκολα μιᾶς καὶ ἡ διαφορὰ τῆς ὥρας μὲ ἀπέτρεπε ἀπὸ τὸ νὰ ἀκούω αὐτιστικοὺς σπῆκερ ἀπὸ κάποιο ἄλλο δωμάτιο τοῦ σπιτιοῦ. Δὲν θὰ θυμόμουν σχεδὸν τίποτε, μετὰ βίας ἀνακαλῶ τὸν τελικὸ τὸν ὁποῖον παρακολούθησα ἐν πλῷ Στόν τοῦ 2006 κάποιοι ἀστάθμητοι παράγοντες μὲ εἶχαν ἐν κινήσει νὰ πλάθω χίμαιρες ἀλλὰ ἄκουγα ραδιοφωνόθεν καὶ εἶχα τόσο χαρῇ μὲ τὸ χουνέρι τοῦ βρωμεροῦ ἀλγερινοῦ χούλιγκαν. Ἐφέτος δὲν τὸν εἶδα. Αἰσθάνθηκα λίγο ἄσχημα διότι θὰ ἔπρεπε νὰ τιμήσω τελικὸ μὲ καὶ τὶς δύο ὁμάδες ἔχουσες τὸ Στέμμα στὸ μέρος τῆς καρδιᾶς ἀλλὰ ἂς εἶναι… Τί κρατῶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν μήνα; Ὄχι βέβαια τὴν πορεία τῆς δικῆς μας ἐθνικῆς ἡ ὁποία (ὄχι ἄδικα) δὲν εἶχε ἐκπροσώπηση ΑΕΚ ὁπότε δὲν εἶδα οὔτε ἕνα παιγνίδι της ἐξαιρέσει 20-25 λεπτῶν λίγο μετὰ ἀπὸ τὸ πεντηκοστὸ λεπτό τοῦ ἑσχάτου της μάτς. Τὸ μόνο ποὺ μοῦ μένει ἀπὸ τὸ μουντιὰλ τοῦ 2010, πέρα ἀπὸ ἐπιδόσεις, ῥεκόρ, στιγμιότυπα καὶ λοιπὰ ἄλλοθι στατιστικολόγων, εἶναι αὐτὴ ἡ φῶτο τοῦ κλόουν:

Ὄνειρο στὸ κῦμα

Νοιώσας, ἀπολαύσας καί ἐν τέλει θαυμάσας κάθε χαρακτηριστικό πού ἔκανε τήν λαϊκή μούσα νά κατατάξῃ τήν γυναίκα στά τρία κακά τοῦ κόσμου, ἔμεινα ἐν τέλει στόν ἄσσο.

Μιά φρίκη στήν ἀρχή, ἀπογοήτευση κι ἀπορία ἀλλά ἕνα δέν γαμιέται (εἴτε ἐρωτηματικό, εἴτε κατάφασης καί σιγουριᾶς ἀφούταν γνωστά τά πάντα) ἴσιωσε τήν φάση· μά πονᾷς γιά κάτι ὅταν δέν ὑπῆρξε ποτέ; Νά, τώρα κλαῖμε γιά τόν 13ο καί 14ο μισθό ἐπειδή ὑπῆρχον κάποτες καί τώρα φοῦ! Ἐνῷ γιά τό ἄλλο… Ὁπότε ἴσιωσα τό κολαράκι (sic) μου καί ἀνατιληφθείς (sic) τήν βαριά εὐθύνη ὅτι εἶμαι τό μόνο ἐπιζώντο (sic) μέλος τοῦ γένους homo τῶν ἀνθρωποειδῶν γύρισα σελίδα ἀφήνοντας παραπονεμένο τό καπηλειό τῆς γειτονιᾶς.

Θυμήθηκα τά παλιά καί τρόμαξα λίγο. Ἤ μήπως εἶχα βαρεθῇ πρίν κἄν; Ἀνέσυρα παλιά μερολόγια νά θυμηθῶ καί νά μετάσχω τῆς παιδείας τῶν τότε. Τσίμπησα θυμοσοφίες τοῦ παρελθόντος μου καί ἤσθάνθην ἔτοιμος. Καί ξεκίνησα πρός...

Ἅγρα γκόμενας.

Σέ μιά παραλία σαρωνικίου νησιοῦ ἕνα Σάββατο ζέστης. Ὁ ἥλιος ἐντελῶς ψηλά χουβαρντᾶς στά κονέ του. Ἔφθασα στήν παραλία καί στάθηκα νά δῶ ποῦ ἐλεύθερο μέρος. Τίποτε. Ὥσπου βρῆκα λίγο ἀπόμερα ἕνα σημεῖο μέ μαντρούλα στό ὁποῖο οὐδείς πήγαινε διότι παραλία ἴσον ξάπλα. Τίς θά ἄραζε σέ μέρη πού κάθεσαι λές καί εἶσαι σέ σκαμπώ μπάρ μέ τά πόδια νά κρέμωνται σάν ἀπλωμένα μπουγαδίσια μανίκια; Ἐγώ! Κάθησα λοιπόν, ἔφερα τά πόδια ὁκλαδόν καί ἀφήρεσα τό μπλουζάκι. Ἔβγαλα καί τό βιβλίο νά δείξω ὅτι πρόκειμαι (sic) γιά ἄτομο μέ βάθος ἀλλά ἐκτιμᾶται ὁ Χάμπερμας σέ παραλία πλησίον τῶν Παλουκίων Σαλαμῖνος; Ξανά μέσα Γιοῦργκεν! Γι’ἀλλοῦ θά ἀφιερωνόσαστε ματάκια μου! Φόρεσα τό περισκόπιο (σκοῦρα κι ἀκατάβλητα γυαλιά) τό κεφάλι ἐντελῶς ἴσια ἀλλά τά μάτια μέχρι πόνου δεξιά νά τσεκάριζα μιά καστανή μέ ὡραῖο σωματάκι καί μπάνικα χείλη. Ἔτριβα καί τό πηγούνι κάπως ἀφηρημένα νά προσδώσω ἕνα κατιτίς καί περίμενα νά ῥίξη βλέφαρο καί σέ μένα. Ἀντε μωρήηηηη! Τό βρακί σου ζητήσαμε νά λύσῃς; Μιά ματιά σου μόνο εἴπαμε! Ἵνα ἀντιληφθῇς τό δεκαεξαβάλβιδο τοῦ παρακειμένου σου καί νά σκεφτῇς πῶς θά ἦταν ἕνα τέστ ντράιβ! Ἡ ἀπαρχή κλάμματος ὅμως καί μιά γκρίνια ἑνός κωλόπαιδου πού ἔτρεξε στήν περί ἧς ὁ λόγος μ’ἀνησύχησε. Τό μαμά πού ἔβγαλε τό κωλόστομά του, ἔστειλε τό βλέμμα μου ἀλλοῦ. Ἦταν ἡ πρώτη χυλόπιττα πού ἔριχνα. Ἀριστερά ἕνας παπποῦς ξεμεσιαζόταν, ἔβγαζε κοτρώνια ἀπό τήν θάλασσα καί τά ἐναπέθετε στά πόδια τοῦ ἐγγονοῦ του! Ἔλεος! Βοτσαλάκια ἤθελε ὁ μιρκός (sic) παπποῦ! Κυττᾶτε ἕναν μαλάκα πού ἀποζητοῦσε τήν σύνταξη γιά νά ξεκουραστῇ! Ἄααααχ! Τζίφος μᾶλλον σήμερα. Χαλάστηκα λίγο, ἔπαιρνε καί ζεσταινόταν τό κορμί, εἶπα νά βουτήξω. Σηκώθηκα, ἄπλωσα τά πατζάκια τοῦ μακριοῦ (sic) μαγιώ μου πού πάντα μπλεκόντουσταν (sic) στίς μπουτάρες μου, ῥούφηξα φυσικά τήν κοιλιά καί συνέχισα. Ἡ ἄμμο (sic) δέν ἔκαιγε, περιέργως, δέν ἔκαιγε ὅμως διότι δέν εἶχε ἄμμος τό μέρος. Γαρμπίλι ἔπαιζε, γαρμπίλι ἀπό μιά ἀκριβῶς ἀπέναντι μάντρα οἰκοδομῶν – ἄ ῥέ μπαγάσα σέ τί παραλία σ’ἔφερα σήμερις! Κορδώθηκα ὅσο πήγαινε διότι πλήν κοιλιᾶς εἶχα καί βυζάκια μιά στάλα φρατζολίσια. Ἔκανα τόν ἀναστενάρη ὅταν μπῆκα μέσα, τά κοτρωνάκια φρεσκακονισμένα τό δίχως ἄλλο ἤντουσταν (sic) καί ἔφθασα μέχρι λίγο κάτω ἀπό τήν μέση. Ὤωωωωωωωπα. Ἐδῶ ἤμαστααααααααν. Ἀπό ἀνέκαθεν, ἡ ἀναλογία παραμονῆς μου ἐντός τοῦ νεροῦ καί ἐπί τοῦ νεροῦ κρυωνιάρικα ἀναποφάσιστος νά μπῶ νά μήν μπῶ ἦταν περίπου ἕνα πρός ἕνα. Τώρα ὅμως; Ἄν στό μεταξύ εἶχαν ἀρριβάρει τίποτις γκομενάκια; Θά βλέπαν ἕναν τυπά νά περιμένῃ ἐκεῖ τί; Τό καραβάκι γιά τό Πέραμα; Ἔκανα πέτρα τήν καρδιά καί βούτηξα. Ἡ βαθιά πρίν ἀνάσα ἔδωσε μιά κάποια διάρκεια στό μακροβούτι· κρατιόμουν γιά νά δείξω τί βαϊσλίμερος ἤμουν μέχρι πού σκασμένος ἐξῆλθον στήν ἐπιφάνεια. Ἄααγγγουυυυ, πῆρα ἤ ἔβγαλα ἀέρα – εὐτυχῶς ἦταν μακρυά ἡ ἀκτή, δέν φαινόμουν – μέ πόνο καί ἡδονή τελικά, ἄνοιξα τά μάτια κι ἐκεῖ βοσκοῦσαν δύο γιοματάρικα στό ὅριο τῆς νομιμότητος κορίτσια. Τά εἶδα νά χαμογελοῦν λίγο συγκαταβατικά ἡ μία μάλιστα σάν νά προσπαθοῦσε νά συγκρατήσῃ ἕνα γελάκι, ἔ; Μπά δέν ἔβλεπα καλά, τό ἁλάτι μπόλικο καί ἔτσουζαν τά μάτια! Ὡστόσο γύρισα, εἶχε καῇ κι ἐκεῖνο τό χαρτί… Δέν ἦταν ἡ μέρα μου Σάββατο.

Στό ἀσφαλές τοῦ ῥηχοῦ πλατσούριζα λίγο, μέ τό μισό τοῦ κεφαλιοῦ ἀπ’ἔξω σάν κορκόδειλος ψάχνοντας θήραμα. Κατούρισα φυσικά καί ἔφθασα στό βεληνεκές τοῦ φλοίσβου. Πῶς θά σηκωνόμουν; Ἄλλο θέμα κι αὐτό. Τί ταλαιπωρία, Τριτωνάκο μου, ποῦ μπλέξαμε; Στηρίχτηκα στά χέρια, σιχτίριασα τήν βαρύτητα καί ἠγέρθην, ἐν τάξει, προσπάθησα νά ἐγερθῶ ἀλλά ἡ εὐθυτένεια χάθηκε στά κύματα. Παραπάτησα καί μαζύ ὅλο αὐτό πού προσπαθοῦσα νά σπονσοράρω σήμερα. Τό ἔβγα ὡστόσο δέν ἦταν ἴδιο μέ τό μπές. Δέν ἔκανα τόν ἀναστενάρη, ὄοοοχι! Αὐτήν τήν φορά ἔβγαινα σάν ἀτζαμής ἀκροβάτης ὁ ὁποῖος ὅμως περιέργως ἀπότομα ἀπέκτησε μάστερ ἀκροβατικῆς διότι ὤπα!

Ἀκριβῶς μπροστά ἀπό τό πόστο μου εἶχε χύσει τά κάλλη της ἕνα κορίτσι ἡλικίας ἀπολυτηρίων ἐξετάσεων. Τό πρόσωπό της ἦταν πολύ ἀθῶο, παιδικό, μπορεῖ καί νά τήν ἔκανες δηλαδή ἐντός τῶν ὁρίων τῆς ὑποχρεωτικῆς ἐκπαίδευσης ἀλλά τό κορμί της… Πωπώ… Σχηματισμένο πλήρως, μέ διαστάσεις ἐπαγγελματίου περί τῶν ἀφροδισίων. Σ’ἀθώωνε καί σουφραζέτα δικαστίνα ἄμα λάχαινε… Ἀναλογίες καλές, ὄχι κοντή ἀλλά οὔτε καί σκανδιναβή (δέν θά ἔφτανα ἄλλωστε κατά τάς διαχύσεις ἡμῶν – καλέ! Μήπως νά τῆς δώριζες καί κἄνα μονόπετρο;) χεράκια μινιόν, εὔσαρκα ὀπίσθια καί μέ τρίτη μάλιστα διάσταση. Κοντά σέ ὅλα αὐτά εἶχε ἕνα μειονέκτημα. Ὄχι, δέν διέθετε μουστάκι, οὔτε προφορά κρητική, οὔτε φοροῦσε γαλάζια μπιζοῦ, οὔτε ἦταν κομμουνίστρια. Ἁπλά, εἶχε δίπλα τόν φίλο της. Μέ πλατίσιες τρίχες λιγότερες ἀπό τίς δικές μου, ἀνοιχτότερο μαλλί, μέ ἀπό περισσότερα ἑκατοστά νά κυττᾷ τόν κόσμο καί ἐμφανά (sic) λιγώτερων μαΐων. Εὑρύτερη πλάτη, ῥέυμπαν γυαλί, ἄγρια ξουρισμένο μυαλί (sic) καί τρόπους. Μά καλέ! Αὐτοί του οἱ τρόποι παραήσαν τζεντλεμανικοί, σχεδόν ἐγγλέζικοι. Οὔτε κἄν τό χέρι δέν τῆς ἔπιανε! (τί νά τό κάνῃ τό χέρι ῥέ σούργελο!) Τί περίεργο! Σπουδαία ἦταν ἡ εὐκαιρία. Ἔβγαλα τό κινητό μου, ἀφήρεσα τό μπλουζάκι του καί τό αὔτιωσα, καίτοι ἐκτός σύνδεσης. Ναί, στήν θάλασσα. Θά ἔρθετε; Καλά. Ἄσε, πολλή δουλειά. Καί τά θέλουν ὅλα τήν Τρίτη, δέν ξέρω, ὄχι, ὀξύμωρο ναί. Μιλοῦσα μέ ἕναν ἰθακήσιο μπορεῖ καί κεφαλλονίτη κι εὐτυχῶς πού μέ ἔκλεισε γρήγορα. Θά διάβαζα ἕνα μήνυμά του, πώπω πόσα εἶχα λάβει ὅταν δελφίνιζα μέσα! Κατέβασα ὅμως τό μποξεράκι τοῦ κινητοῦ καί ἀπεκάλυψα τόν φακό του. Ζούμαρα λίγο καί ὤπα! Ἐδῶ εἴμαστε! Κρλίκ μία, κρλίκ δύο, κρλίκ στά νί. Προσεκτικά ὅμως ἔ; Μήν μᾶς ἔπαιρνε γραμμή κι ὁ τυπάς – εἶχε κι ἕνα βρωμόχερο ὁ καθήκης, κοτόπουλα στό μπράτσο του! Γι’αὐτό καί στά κρλίκ, ξεκαρφωτικά συλλάβιζα λέξεις τοῦ πρός τόν ἰθακήσιο ἴσως κεφαλλονίτη ῥήγα, μηνύματος - Θεέ μου τί γελοῖο πού θά μέ χαρακτήριζα ἄν δέν ἤμουν ἐγώ! Πῆγα στήν ἔκθεση κι ἄρχισα νά βλέπω τίς πόζες - ὅσο μοῦ ἐπέτρεπε ὁ ἥλιος. Φάκ ῥέ γαμῶτο! Στίς πιό λιγωτικές στάσεις –μπρούμυτα μέ ὄρθιο ὅμως τόν θώρακα τήν εἶχα συλλάβει νά ἔχει τεντωμένο τό χέρι της ζητώντας νερό. Μά τώρα σέ ἔπιασε δίψα μωρή ἀχλάδω; Καί πάλι ἀπό τήν ἀρχή λοιπόν μέ τό στριπτίζ τού κινητοῦ. Θεέ μου ἦταν ἕνα ποίημα, ἤ πῶς νά τό ταιριάξω καλλίτερα; Ἦταν σάν τίς μυρωδιές πού μᾶς ἔρχονταν ἀπό κοντυνές οὐζερί, ἄχ καλαμαράκι μου, νἄμουν ὁ δίπλα σου καί νά ἄλοιφα κρεμούλα στό σωματάκι σου, νά σέ βλέπω νά ῥιγῇς καθώς θά τήν ἔριχνα κρύα πάνω σου! Νά μοιραζόμαστε τό νερό, τόν καφέ καί τά κεφτεδάκια. Νά σοῦ κάνω πατητές καί μετά, πρόσωπό μέ πρόσωπο, νά σοῦ ξεδιαλύνω τά μακριά μαλλιά ἀπό τά μάτια σου. Ἄχ μπουγαρίνι μου, νά φεύγουμε μαζύ ἀπό δῶ καί στό σπίτι νά τρῶμε κρέας καί νά καταπίνῃς τήν σῶς, νά συνεχίζουμε τά κολύμπια καί τίς βουτιές στά ἁλμυρά! Μέχρι καί στούς γονιούς μου θά σέ γνώριζα!

Ναί, ἦταν γεγονότο (sic) εἶχα ζεσταθῇ γιά τά καλά. Ἤπια λίγο νερό, ἔβγαλα τά παντοφάλκια (sic) μου καί βοῦρ! Δέν ἦταν θάλασσα αὐτή, ποταμός ἦταν καί τόν λέγανε Ῥουβικώνα ἤ μήπως Ῥουβίκωνα; Πολύ καίριας καί ζωτικῆς σημασίας τό πῶς θά ἔμπαινα! Δέν πίστευα σέ θαύματα, ἀπαπά! Ξεφτύλα θά γινόμουν, ἄξιζε τό ῥίσκο νά ἀπαλύνω τήν κάψα μου; Γι’αὐτό καί ξαναφόρεσα παντολφάκι καί κίνησα γι’ἀριστερά. Πέρασα πολλές παρέες χωρίς νά κυττάξω γιά τυχόν ξέμπαρκα θηλυκά ἀλλά δέν εἶχα μάτια γι’ἄλλην. Τελικά βλέποντας ὅτι ἁρκούντως ἤμουν μακρυά τῆς χμ… βούτηξα. Ἡ θάλασσα ἦταν ἀπαίσια, φύκια, πλαστικά, νάυλον συσκευασίες, λάδινες μυρωδιές, ἀλλά μετά ἀπό αὐτά, ἦταν αὐτή κι ἔκανε τό νερό νά εἶναι βανουάτινο.

Κυττοῦσα πάντα πρός τά ἔξω, τό μέρος της καί λίγο μετά, τήν εἶδα νά σηκώνεται! Καρυάτιδά μου! Σήκωσε τά χέρια της καί μάζεψε τά μαλλιά της, τακτοποίησε τό πάνω μαγιώ καί προφανῶς, ἀφοῦ δέν ἔβλεπα, σένιαρε καί τό κάτω· διέθετε καί μιάν συστολή, μή μᾶς δεῖ καί τά πάντα ἡ παραλία! Γύρισε, ἐστράφη πίσω, ἔβγαλε τά γυαλιά καί τά θυλάκωσε σέ μιάν τσάντα, χωρίς νά λυγίσῃ οὔτε μοίρα τήν μέση της κάνοντας τά ὀπίσθιά της νά μοῦ φανοῦν σάν ἐνόχληση στό μαγιώ. Ἄ, ναί, μαζύ βούτηξε καί ὁ ἄλλος. Πλησίασαν καί ἀπέφυγαν τά ἄπατα. Ὁ μάγκας παρέμενε ψύχραιμος καί ποιός ξέρει; βρέ μπά καί νόμιζε ὅτι κοντά ἐκεῖ τούς ἔβλεπε ὁ πατέρας της; μά δέν τήν πλησίαζε σέ ἀπόσταση μικρότερη τής ἔκτασης τοῦ βραχίονος. Μέ πέρασαν ἀλλά δέν βάθυναν. Στάθηκαν λίγο κοντά σέ μένα, τόσο ὥστε νά τούς ἀκούω. Τότε κατάλαβα. Ἡ χροιά τῆς φωνῆς τοῦ ἔτσι της δέν ἦταν καί τόσο τεστοστερονάτη. Προφανῶς ἦταν κάποιος φίλος της μέ τόν ὁποῖον ἦρθε γιά ἕνα μπανάκι, ἔτσι στό φιλικό, καί οὐκ ἄν λάβοις παρά τοῦ μή θέλοντος. Γιούπιιιι! Ἤμουν πιά ὁ πιό εὐτυχισμένος ἄνθρωπος τῆς νήσου ἐξαιρέσει τῶν ἰδιοκτητῶν ξαπλωστρῶνε (sic). Μποροῦσα λοιπόν νά τῆς τήν πέσω!

Ἐξῆλθον τάχιστα, μέ χτυποκάρδια λαχτάρα, τόσο εὐδιάθετος ὥστε τά βοτσάλινα ἐμπόδια τά ἀνταπεξῆλθον μέ πιρουέτες. Στέγνωσα καί ἄραξα μέ λίγο περισσότερο ἄγχος τοῦ κανονικοῦ. Δέν ἄργησαν -ἤ μᾶλλον ὄχι, ἄργησαν, τά δευτερόλεπτα τῆς ἀναμονῆς ἀποκτοῦσαν ἐκθετική πρόοδο ἀνάπτυξης. Κι ὅταν βγῆκαν κάααααποια στιγμή, ὦ σύμπασαι ἐνάλαται θέαιναι! Τί ἦταν τοῦτο! Τί ζηλευτά ταξείδια πού ἔκανε ἡ πετσέτα στό κορμί της... Καί πράγματι, σημασία ἔχει τό ταξείδι, ὄχι ἡ Ἰθάκη! Στό πρόσωπό, τόν λαιμό, τό στῆθος, τήν κοιλίτσα-1, τήν περιφέρεια, τούς γλουτοί, τούς μηροί. Καί στήν μασχάλη ἀπό κάτω, οὐίρρρρπ ἄχ!

Δέν φωτογράφιζα πιά, δέν ἤθελα καί γιά τό ῥίσκο ἀλλά τί τά χρειαζόμουν; Μιά ἄφατος βεβαιότης μέ πλημμύριζε ὅτι ἀργά ἤ ἀργότερα θά τά χάζευα χωρίς τήν ἐπιφυλακή συνθετικῶνε ὑφασμάτωνε. Ἄναψα τσιγάρο καί περίμενα. Ἡ κρεμούλα γύριζε στά χέρια τους καί φυσκάλιζε καθώς τήν πίεζαν! Τέτοιο θόρυβο θά ἔκανε ἕνα σκανταλιάρικο blow στόν ἀφαλό της. Ἔπινε νερό καί οἱ ἦχοι τῆς καταπιόλας προοϊκονομοῦσαν τό οὐρανίσκιο ταξείδι της στήν τσουτσοῦ μου. Ἄπλωνε ἕνα κάτι σάν μπλουζάκι στό προσωπάκι της καί τό ἀνεπαίσθητο φυσικά, σούρσιμο ὁσονούπωνε τίς τριβές μας στήν σινδόνη. Τί ῥομαντικά σχέδια ἔκανα! Ἄχ, ἄν τά μάθαινε μέ κάποιον νεραϊδινο τρόπο, θά ἔπεφτε στήν ἀγκαλιά χωρίς τήν παραμικρά προσπάθειά ἐκ μέρους μου!

Ζεσταινόμουν… Τί νά ἔκανα; Μιά σκιά ἦταν ἀρκούντως μακρυά ἐνῷ ἡ στήν θάλαττα καταφυγή ἴσως νά ἀποβιόντανε μοιραία… Τί νά ἔκανα; Τί ἔκανα;Ἔσκασα καί τό ἀπολάμβανα. Μάλιστα μετακόμισα στό ἴδιο ὕψος μέ αὐτήν, εἶχαν φύγει κάποιοι διπλανοί προηγουμένως. Μήν νομίζῃς, τοῦτο δέν ἦταν πολύ καλό, δέν θά μποροῦσα νά κυττῶ τά στιχάκια τοῦ σώματός της, ἀλλά; Τί ἀνάγκη εἶχα πιά; Ἀπό ὁκλαδόν ἔστελνα τά πόδια στήν ἔκταση, τά σήκωνα καί τά καπάκωνα μέ τίς παλάμες μου, μέ διεκατέσχε δύο νευρικότης. Προσπαθοῦσα νά ἐπιλέξω τήν πιό ἀποστασιοποιημένη (ποτές βλέμμα ἐκεῖ!) στάση (μή μᾶς πῇ καί λιγούρι!) καί ἔψαχνα τρόπους νά φανῶ λίγο μελαγχολικός, πάντα πιάνει αὐτό, τό ἔχω δεῖ καί στά τραγούδια ἤ μήπως τό ἔχω ἀκούσει; Ἤμην ἄραγε στό ὅπτινο βεληνεκές της; Μπά… Στήν μέση εἶχε μπαστακωθῇ ὁ ὑποτακτικός! Βρέ τό/τί τσιμπούρι! Ἀλλά ἐδῶ πού τά λέμε κι ἀλλοῦ νά ἦταν αὐτοῦνος, ἡ περί ἧς ὁ ἵμερος ἦταν ὑπτίως ξαπλωμένη μέ πετσέτα στά μάτια της, ὁπότε… Δέν μέ πείραζε…

Μᾶλλον ἁρμένικη θά τήν ἔκαναν τήν βίζιτα κι ἐπειδή ἡ πρωτοκαθεδρία ὄχλησης στό σῶμα μου εἶχε περάσει ἀπό τόν φαλλό λίγα ἑκατοστά παρά πάνω (στό στομάχι) σκεπτόμην νά φύγω… Πόσο ἐπώδυνο μοῦ ἀκούστηκα! Νά ἔφευγα; Μά ἔσχον ἄλλα σχέδια… Ἡ πάλη ὅμως μεταξύ τῆς λιμπίντου καί ὀρέξεως εἶχε νικητή τήν αἰτία ῥεψιδιῶν. Ἄλλωστε, ἄκουσα τό στομάχι μου νά γουργουρίζῃ μέ γραμματικούς φθόγγους, ἔλεγε κάτι σάν : δέν εἴπαμε νά ἐγκαταλείψῃς τήν κοπελιά… Μπορεῖς νά…

Ἔσκισα ἕνα κομμάτι χαρτί ἀπό τόν Χάμπερμας (θά μέ συγχωροῦσε ἐἀν τό μάθαινε, θά δικαιολογούμουνα [sic] ἀναφέροντας κάτι γιά τήν παθογένεια τῆς λανθανούσης ὀρθολογικῆς σέ μιάν οἷαν περίπτωσιν!) κι ἔγραψα μέ κόκκινα γράμματα : Βαγγέλης καί κόκκινους ἀριθμοί: 69323*****. Τό δίπλωσα τρίς καί τό ἄφησα. Ἄναψα τσιγάρο, ἤπια νερό καί διστακτικά ἄρχισα νά μαζεύωμαι. Ἡ κόρη ἦταν ξαπλωμένη στό ἴδιο μέρος ἐνῷ ὁ δίπλα κυττοῦσε πρός τό δικό μου. Ἀμφιβόλησα λίγο ἀλλά ἐμπιστευθείς τό εὔκολον τοῦ πράγματος θεώρησα ὅτι τοῦ στρέητ! Θά τὄβλεπε τό χαρτάκι! Ἄφησα ἀνοικτό τόν γναμπτήρα τῆς τσάντας μου καί κίνησα. Σέ ἀπόσταση συναχωμένης ἀναπνοῆς περνοῦσα ἀπό τό προσκέφαλό της καί ἔριξα τό χαρτάκι. Προσγειώθηκε σέ απόσταση ἀναπνοῆς νεκροῦ, ἔγλειψε σχεδόν τόν ὤμο της κι αὐτή ἀναδεύτηκε νομίζοντάς το ἔντομο. Δέν ἀπομακρύνθηκε πάντως τοῦ μέρους, ἔδειχνε παράταιρο πολύ καί τό δίχως ἄλλο θά τό πρόσεχε. Ἀπομακρύνθηκα ἐγώ. Πῆρα τό αὐτοκίνητο κι ἔφυγα, δέν εἶχε νόημα νά περιμένω ντάλα ντάλα. Στά μισά τῆς διαδρομῆς ἔκραξε ὁ Τσαλίκης στό τηλέφωνο. Πιό γρήγορα κι ἀπό τήν κόρνα στό πράσινο φανάρι ἀπάντησα.

- Ναί, ὁ Βαγγέλης;

- Πῶς;

- Εἶσαι ὁ Βαγγέλης, ἐδῶ στήν παραλία, πρίν;

- …

- Ἄφησες ἕνα χαρτάκι, πρωτότυπα χαμερπής τρόπος, ἀλλά ἐντάξει, σέ δικαιολογῶ. Ἐγώ εἶμαι… ὁ Ἄκης. Χάρηκα.

- Εεεεε, κάποιο λάθος κάνετε, δέν μέ λένε Βαγγέλης, πρόκειμαι γιά θύμα φάρσας, ἀκοῦτε!; Θύμα φάρσας!

Καί τό ἔκλεισα.

Βολεύτηκα ἐν τέλει μέ τά μακαρόνια τῆς μαμμμᾶς.

blog stats