Παρασκευή, Ιουλίου 16, 2010

Ἀγαπημένος...


Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ Ἡ Μεγάλη Χίμαιρα:

(...)

Ἔτσι, μὲ τὸ πεθαμένο ἀγγόνι της ἀγκαλιὰ βγαίνει ἀπ’τὴν κάμαρα. Περπατάει μὲ κορμὶ στητό, μὲ πόδια σταθερό, μὲ μάτι τρομερὸ ἀπὸ τὸ ξέσπασμα τοῦ θυμοῦ ποὺ ἔδιωξε τὴν φρόνηση. Προχωρεῖ στὸν διάδρομο. Μὲ μιὰ κλωτσιὰ ἀνοίγει τὴν πόρτα τῆς κάμαρας τοῦ Μηνᾶ. Ὁ βρόντος ἔκανε δυὸ σκιὲς – δυὸ ἀνθρώπους – νὰ ξυπνήσουν ἄξαφνα καὶ ν’ἀνεγερθοῦν πάνω στὸ κρεβάτι. Τὰ σκοτισμένα ἀπὸ τὸν ὕπνο μάτια τους βλέπουν μέσα στὸ μισόφωτο τὸ φοβερὸ διακαμὸ τῆς γριᾶς νὰ προχωρῇ πρὸς αὐτούς, νὰ στέκεται πάνωθέ τους. Οἱ καρδιές τους πάγωσαν, σταμάτησαν· τὰ κορμιά τους παράλυσαν. Περίμεναν τ’ἀστροπελέκι τοῦ Θεοῦ, ποὺ θὰ τοὺς κάψῃ καὶ θὰ τοὺς λυτρώσῃ ἀπὸ μιὰ ζωὴ ἀβάσταχτη: «Θεέ! Λυπήσου μας! Σκότωσέ μας! Τώρα, ἀμέσως, τούτη τὴν στιγμή!»
Αὐτὸ ποὺ ἡ Ῥεΐζαινα κρατάει στὴν ἀγκαλιά της… Αὐτὸ τὸ κορμί…
- Τὸ παιδί μου! οὐρλιάζει ἡ Μαρίνα.
Ἡ Ῥεΐζαινα καγχάζει στριγκά:
- Χαχά! Πάρε τὸ παιδί σου! Σκρόφα!
Καὶ μὲ μανία, μὲ λύσσα, πετάει τὸ μικρὸ πτῶμα πάνω στὰ δύο γυμνὰ κορμιά.
- Τὸ παιδί μου! Στριγγλίζει ἡ Μαρίνα. Τὸ παιδί μου!
Ἁρπάζει τὸ νεκρὸ κορμί, τὸ πασπατεύει, τὸ ἀγκαλιάζει, τὸ κυττάει μὲ μάτια ξέφρενα. Δὲν θέλει νὰ πιστέψῃ. Δὲν μπορεῖ…
- Τί τὸ κυττᾷς; σαρκάζει ἡ γριά. Εἶναι πεθαμένο τὸ παιδί σου!
Ἡ Μαρίνα σωπαίνει. Κρατάει τὸ μικρὸ πτώμα πάνω στὸ γυμνό της στῆθος, μὲ χέρια ξυλιασμένα. Κυττάει πέρα, πουθενά, μὲ μάτι γυμνὸ ἀπὸ φρόνηση. Τότε ἡ Ῥεΐζαινα σκύβει καὶ πλησιάζει τὸ πρόσωπο τοῦ Μηνᾶ, ποὺ κειτόταν ἀσάλευτος κι ἀνέκφραστος, σὰ χτυπημένος ἀπὸ κεραυνό. Τὸν κυττάει στὰ μάτια, μὲ μάτια ποὺ σπαράζουν ἀπὸ σιχασιά, ἀπὸ μίσος. Καὶ σουρώνοντας τὰ γέρικη χείλη της, τὸν φτύνει κατάμουτρα.
- Φτού σου! Ἄτιμε!
Ἀναστύλωσε ξανὰ τὸ κορμί της. Ἀνάσανε μὲ λυτρωμό. Καὶ στητή, καὶ μεγαλόπρεπη, καὶ φοβερὴ βγῆκε ἀπ’τὴν κάμαρα.

(...)





Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ Ὁ Συνταγματάρχης Λιάπκιν:

(...)

– Κυρία Διευθυντοῦ! Ἐσεῖς, ἐδῶ, τέτοια ὥρα; Πῶς αὐτό;
Ἡ κ. Διευθυντοῦ τράβηξε τὰ γκέμια· τ’ἄλογο σταμάτησε. Τὰ μάτια της ἦταν καταγάλανα καὶ φωσφόριζαν σὰν πυγολαμπίδες.
– Σεῖς εἴσαστε, κύριε Λιάπκιν; Ἴσως δὲν μάθατε τὸ νέο… Εἶχα πάει στὴν Ἀθήνα…
– Τὸ ξέρω· φύγατε προχθές. Δὲν νοιώθατε καλά, καὶ πήγατε νὰ σᾶς δοῦν οἱ γιατροί…
– Ἔτσι εἶναι. Μόνον, νά, ἔφυγα… Δὲν μποροῦσα νὰ μείνω πιὰ ἐκεῖ, στὸ σπίτι τῶν γονιῶν μου. Εἶχαν μαζευτῇ ὅλοι γύρω ἀπ’τὸ κρεβάτι μου κι ἔκλαιγαν, καὶ σπάραζαν…
– Ἔκλαιγαν; ἀπόρεσε ὁ Λιάπκιν. Γιατί;
Ἡ κ. Διευθυντοῦ ἀναστέναξε κι εἶπε μὲ φωνὴ πολὺ τρυφερή, βελουδένια:
– Φαίνεται πὼς πέθανα…
Ὁ Λιάπκιν τὸ ἔκρινε πολὺ φυσικό. Ἀναστέναξε κι αὐτός:
– Ὥστε ἔτσι, πεθάνατε…
Δὲν βρῆκε τίποτ’ἄλλο νὰ πῇ. Τὴν χαιρέτησε μὲ βαθιὰ ὑπόκλιση:
– Μοῦ ἐπιτρέπετε, πρέπει νὰ πηγαίνω· μὲ περιμένουν κι ἄργησα.

(...)




Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν Μεγάλη Χίμαιρα:

(...)

- Καλή νύχτα, κύρ Ἀνέστη, σ’εὐχαριστῶ. Νά ποτίσῃς τά λουλουδάκια τῆς ἀγγονούλας μου.
- Μεῖνε ἤσυχη. Λέω νά φυτέψω πανσέδες στόν τάφο τοῦ γιοῦ σου…
- Κάνε ὅ,τι σέ φωτίσει ὁ Θεός…

Τό αὐτοκίνητο φεύγει, χάνεται. Ὁ φύλακας ἀπομένει ἀκίνητος, μέ κεφάλι σκυφτό. «Πρέπει νά ἐτοιμάσω ἀκόμα δύο τάφους, δεξιά κι ἀριστερά. Σύντομα θά ρθοῦν κι αὐτές. Τήν Ἀννεζιώ θά τήν βάλω κοντά στόν ἄντρα της. Τήν Μαρίνα κοντά στόν Μηνᾶ.»

Ὕστερα ἀναστενάζει, πηγαίνει στήν πόρτα, κλείνει τά δυό θυρόφυλλα, περνάει τήν ἁλυσίδα μέ τό λουκέτο. Κράκ, τό κλειδώνει. Καί σκυφτός, ταπεινός, πηγαίνει στό σπιτάκι του, λίγο πιό πέρα.

Τώρα, κανείς ζωντανός δέν ταράζει τήν γαλήνη τῶν πεθαμένων. Τό νοιώθουν αὐτό οἱ πεθαμένοι κι ἀργοξυπνοῦν μες στά κασόνια τους. Χαμογελᾷν χαρούμενα, γιατί δέν ἀγαποῦν τούς ζωντανούς· τούς ἔχουν ξεχάσει, δέν τούς ξέρουν: «Ποιος εἶναι αὐτό πού’ρχεται πάνω στό μνῆμα μου καί κλαίει;» ἀναρωτιῶνται. «Γιατί δέν μ’ἀφήνει ἤσυχο στήν γλυκιά μοναξιά μου; Ὤ, πρέπει νά πεθάνῃ κανείς, γιά νά καταλάβῃ τό πόσο κουραστική εἶναι ἡ ζωή κι οἱ ζωντανοί! Τό πόσο μάταιο εἶναι ν’ἀγαπᾷς ἀνθρώπους καί νά σ’ἀγαποῦν!»Ἔτσι κι ἡ Ἀννούλα δέν θυμᾶται τίποτα· οὔτε ὁ Μηνᾶς. Ὅλη τήν μέρα κοιμοῦνται, νά μήν ἀκοῦν τήν ἀνάσα τῆς ἄγνωστης γυναίκας πού κάθεται πάνω στόν τάφο τους. Ὕστερα περιμένουν νά φύγῃ ἡ ἄλλη γυναίκα, πού ἔρχεται κάθε δειλινό καί ποτίζει τό χῶμα μέ δάκρυα. Ὅταν φύγῃ κι αὐτή, τότε ξυπνᾷν καί μιλᾷν ἀναμεταξύ τους.

- Ποιές εἶναι αὐτες πού ἔρχονται κάθε μέρα; ῥωτάει ἡ Ἀννούλα.
- Ποιος ξέρει. Κάποιες πού ἀγαπήσαμε ἤ μᾶς ἀγάπησαν, τότε πού εἴμαστε ζωντανοί.
- Γιά σένα ἤ γιά μένα ἔρχονται;Ἐσένα ἤ ἐμένα ἀγάπησαν;
- Ποιός ξέρει. Εἶναι τόσο κοντά οἱ τάφοι μας, πού δέν μπορῶ νά καταλάβω…
- Ἀφοῦ ἐμεῖς δέν τίς ἀγαπούμε πιά, γιατί αὐτές μᾶς ἀγαποῦν;
- Ἔτσι εἶναι οἱ ζωντανοί. Ἔχουν τό βάσανο τῆς μνήμης. Θυμοῦνται. Ἐμεῖς λευτερωθήκαμε, δόξα τῷ Θεῷ.
- Ἀλήθεια, δέν θυμᾶσαι γιατί πέθανες;
- Τό μόνο πού θυμᾶμαι, εἶναι πώς πέθανα γιά νά μήν θυμᾶμαι. Τώρα, δέν θυμᾶμαι· κι εἶμαι πολύ εὐτυχισμένος.
- Κι ἐγώ θυμᾶμαι πώς δέν ἤθελα νά πεθάνω. Μά καλύτερα πού πέθανα· δέν εἶν’ἔτσι;
- Θέλει ῥώτημα;

Σωπαίνουν, συλλογιῶνται. Κι ἡ Ἀννούλα ῥωτάει ξανά:

- Τί ἦταν ἐκεῖνο πού δέν ἤθελες νά θυμᾶσαι καί πέθανες;
- Σάμπως καλοθυμᾶμαι; Νά, ἤθελα νά μη θυμᾶμαι πώς κάποιον ἀγαποῦσα. Κάποιον πού δέν ἔπρεπε ν’ἀγαπῶ.
- Ξέρεις, λοιπόν;Κι ἐγώ, τήν ὥρα πού πέθαινα, κατάλαβα πώς δέν ἔπρεπε ν’ἀγαπῶ κάποιον πού ἀγαποῦσα.
- Παντοῦ τά πάντα… Ἐγώ, αὐτός πού ἀγαποῦσα ἦταν μιά γυναίκα μέ πυρρά μαλλιά καί μενεξελιά μάτια.
- Τό ἴδιο κι ἐγώ. Πυρρά μαλλιά καί μενεξελιά μάτια εἶχε ἡ γυναίκα πού ἀγαποῦσα. Μά τί μᾶς νοιάζουν ὅλ’αὐτά; Δόξα τῷ Θεῷ, πεθάναμε. Εἴμαστε εὐτυχισμένοι. Γιατί δέν μιλᾷς; Δέν λέω σωστά;
- Εἶσαι παιδάκι. Καί μιλᾷς σάν μεγάλος.
- Εἶμαι πεθαμένη· οἱ νεκροί δέν ἔχουν ἡλικία. Εἶναι περιπλεγμένοι μέ τόν χρόνο καί πηγαίνουν μαζύ του. Εἶναι ὁ σφυγμός τοῦ χρόνου πού ζῇ. Εἶναι τά πέταλα τοῦ ἀλόγου πού καλπάζει. Ἄν δέν ἦταν ῥιζικό μας νά ξεχάσουμε, θά εἴχαμε ὅλην τήν γνώση. Μά γιατί νά ξέρουμε; Γιατί νά θυμόμαστε;
- Μιλᾷς σωστά· ἀλλά μιλᾷς πολύ. Ἄς σωπήσουμε, νά χαροῦμε τήν εὐτυχία τῆς μοναξιᾶς. Καληνύχτα, Ἀννούλα.
- Καληνύχτα, Μηνᾶ.

Τήν στιγμή ἀκριβῶς πού τέλειωναν τήν κουβέντα του, ἄρχιζε νά μιλάῃ ὁ γερο Κωνσταντής.

- Δέν εἶν’ἔτσι τά πράγματα πού τά λέτε. Ἐσύ, Ἀννούλα, εἶσαι παιδάκι. Κι ἐσύ, Μηνᾶ, πέθανες νέος· δέν ἔκανες παιδιά. Μά ἐγώ ἄφησα πίσω μου δυό παιδιά, δυό ἀγόρια – τώρα, πρέπει νά’ναι ἄντρες. Λοιπόν, ἐγώ θυμᾶμαι πώς εἶχα παιδιά· μά πῶς τά λέν, τί σόι ἦσαν, τί ἔκαναν προτοῦ πεθάνω, δέν θυμᾶμαι τίποτα. Καμιά φορά ὅμως ἔρχεται ἡ γυναίκα μου καί μοῦ μιλάει γιά τά παιδιά μας. «Ἔκαναν αὐτό καί τοῦτο. Ποιά εἶναι ἡ γνώμη σου;» Τότε, ἐγώ τῆς λέω τήν γνώμη μου. Μά ὕστερα δέν θυμᾶμαι τίποτα. Τήν τελευταία φορά πού μοῦ μίλησε, μοῦ εἶπε κάτι φοβερό γιά τόν μικρό τόν γυιό μας. Τόσο φοβερό, πού τόν καταδίκασα. Μά δέν θυμᾶμαι, δέν θυμᾶμαι…

Οἱ ἄλλοι δέν τοῦ ἀποκρίνονται. Ὅλ’αὐτά τούς ἦσαν ἐντελῶς ἀδιάφορα. Μιά φορά μάλιστα, ὁ Μηνᾶς τοῦ τό’πε καθαρά:

- Δέν μᾶς ἐνδιαφέρουν οἱ οἰκογενειακές σου ὑποθέσεις.

Ὁ γερο Κωνσταντής γέλασε κοροϊδευτικά.

- Ἀφοῦ δέν θυμόμαστε τίποτα ἀπ’τήν παλιά μας ζωή, ποῦ ξέρουμε ἄν κι οἱ τρεῖς μας δέν εἴμαστε ἀπό μιά οἰκογένεια;
- Λές νά’ναι ἔτσι;
- Χμ… Γιατί μᾶς ἔθαψαν κοντά κοντά; Σάν νά θυμᾶμαι πώς ἔτσι συνηθίζεται: νά θάβουν τούς συγγενεῖς σέ πλαϊνούς τάφους.
- Δηλαδή ἐγώ μπορεῖ νά εἶμαι ὁ γυιός πού καταδίκασες;
- Μπορεῖ. Μά ἄν εἶσαι σίγουρος γι’ αὐτό, δέν θά’πρεπε νά μοῦ μιλᾷς. Δέν θέλω νά’χω κουβέντα μέ τόν γυιό μου πού καταδίκασα.
- Ὄχι, δέν εἶμαι σίγουρος. Δέν θυμᾶμαι τίποτα.
- Οὔτ’ἐγώ. Κι ὕστερα βαριέμαι νά θυμᾶμαι κι αὐτά τά λίγα πού μέ δένουν ἀκόμα μέ τούς ζωντανούς. Ἅμα πεθάνῃ κι ἡ γυναίκα μου, θά ξεκόψω ὁλότελα μέ τόν πάνω κόσμο. Δέν θά θυμᾶμαι πιά τίποτα.
- Τόσο τό καλύτερο. Καί τώρα ἄς σιωπήσουμε, νά χαροῦμε τήν εὐτυχία τῆς μοναξιᾶς.

Δέν μιλοῦσαν ἄλλο. Ἡ σιωπή τῶν νεκρῶν πότιζε τήν γῆ. Τά μαμούνια ἀποκάτιαζαν τρομαγμένα μές στίς τρύπες τους. Οἱ ῥίζες τῶν δέντρων δέν τολμούσαν νά ῥουφήξουν τίς ὑποχθόνιες δροσιές, νά ξαπλωθοῦν βαθύτερα μέσα στό χῶμα. Τούς φόβιζε ἡ σιωπή τῶν νεκρῶν,

(…)


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats