Κυριακή, Ιουλίου 18, 2010

Καὶ ἀπὸ τὰ τσιγάρα του!

Σχολώντας ἐχθές τό βράδυ σάρπλυ στίς 23 ἀπό τήν ἑταιρεία ἀφοῦ τήν φύλαξα καλοτάτως καί κατά τά δέοντα, περίμενα ἕναν κολλητό Σταδίου κι Ὁμήρου. Ἤμουν μέ βερμούδα καί φανελλάκι καί κάπνιζα, σίγουρα θά μέ ἀργοῦσε ὁ κατιμάς! Παραδόξως ἦρθε στήν ὥρα του καί ἀφήνοντας τό τουτοῦ ἐκεῖ, κατηφορίσαμε στήν ἀντίθετη τοῦ δακτύλου τοῦ Γέρου κατεύθυνση. Ἡ πλησιέστερη πλατεία εἶχε κόσμο πολύ ἀλλά φτυχῶς βρήκαμε πόστο ἀρακτικό καίτοι λίαν σκοτεινόν σχεδόν γαμιστρωνῶδες θά ἔλεγον.

Τό ἔπαιζα παρεξηγημένη λεσβία, εἴχαμε καιρό νά βρεθοῦμε πειδής εἶναι νουμάκιας καί γραψαδίρχης. Σκοτείνιασα τό βλέμμα καί τό ὕφος, τόσα βάττ στήν μεῖον ἕκτη ὥστε φαινόμουν ἀκόμα καί σέ ἕνα τέτοιο ἑρεβῶδες περιβάλλον.

- Τί ἔχεις ῥέ;

Καί τοῦ’πα.

Τοῦ ’πα ὅτι εἶναι καθήκι ἄπλυτο διότι δέν σέβεται τά εἰωθότα καί γιατί δέν συμπαρίσταται - ἤ μήπως συμπαραστέκεται; Δέν θυμᾶμαι πῶς ἀκριβῶς τό διετύπωσα. Χαμήλωσε τό κεφάλι του κατανοϊζόμενος τίς κατηγόριες.

Τσουγκρίσαμε πάντως τά ποτήρια καί εὐχηθήκαμε υγεῖες. Τοῦ’πα καί τά ἄλλα τά βαθυστόχαστα, τά ὑπαρξιακά καί τά πονεμένα. Ἀπαντοῦσε ὄχι σάν ἄθρωπος ἀλλά σάν κούτσουρο στό τζάκι, τσκ τσκ τσκ! Φφφφ! Κρτ κρτ κτρ, ἐγώ ὅμως καταλάβαινα ὅτι καταλάβαινε.

Εἰκοσι κι ὀκτώ βόλτες τῆς γκαρσόν στήν αὐλή μετά καί ἐνῷ εἴχαμε τελειώσει 5 ποτά (συνολικῶς) κυμάτισα τήν καρώ σημαία καί:

- Νά πλερώσωμε.

Κι αὐτός πλήρης τύψεων γιά τά πρίν καταλογιζόμενα γράπωσε τόν δικέφαλό μου.

- Γώ.

Δέν τόν πίεσα, ἔβλεπα πόσο τό ήθελε καί θεωροῦσε τό μπλέ χαρτονόμισμα ὡς συγχωροχάρτι. Σφύριξε στήν γκαρσόν, αὐτή διέσχισε γιά 29η φορά τήν πιάτσα, μᾶς ἄφησε κάμποσα κερμάτινα ῥέστα κι εὐχαριστώντας ἔφυγε.

Μεγαλόπρεπος ἄφησε ἔκθετα τέσσερα βενιζέλεια καί σηκωθήκαμε. Θυμήθηκε ὅμως τήν κηδεία τῆς κύστης του καί μοῦ ζήτησε νά περιμένω. Κατευθύνθηκε μέσα, τόν εἶδα νά χάνῃται σέ ντεσιμπέλ chambao κι ἐγώ ἐπανέκαμψα στό πολυθρονάκι μέ αὐτό τό μαλακισμένο ὕφος τοῦ μόνου σέ τραπέζι. Κύτταξα πάνω, κύτταξα κάτω, κύτταξα πέρα, κύτταξα δῶθε, κύτταξα σέ κώλους, κύτταξα σέ βυζιά, κύτταξα καί στό τραπεζάκι. Γυάλιζαν τά τέτταρα κέρματα, 2 εὐρώ ἤγουν 681 καί μισό δραχμές. Ναί. Περιστρόφησα τό κεφάλι μου στούς γύρω καί παντελόνιασα τά γκαφρά. Σηκώθηκα νά τόν περιμένω λίγο πιό ἀπόμερα μήπως καί.

Τώρα ἦταν ἐντελά συγχωρεμένος.

2 σχόλια:

Ο χρήστης Blogger Snowball είπε...

Τσίπηηηηηηηηηη.... :P

20/7/10, 8:22 π.μ.  
Ο χρήστης Blogger vangelakas είπε...

ὅ,τι μποροῦμε κάνουμε! :-D

20/7/10, 9:48 π.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats