Κυριακή, Ιουλίου 18, 2010

Ὁ Γάτος

O ΕΜΙΛ ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΧΗΡΕΨΕ, ἡ Μαργκερίτ μόλις ἔχασε τόν σύζυγό της. Καί οἱ δύο ἀναζητοῦν ἀπελπισμένα λίγη συντροφιά κι ἀποφασίζουν νά παντρευτοῦν. Μετά ἀπό ὀκτώ χρόνια συμβίωσης, ἡ ἀνάγκη γιά συντροφιά ἔχει μεταμορφωθεῖ σέ λυσσαλέο μίσος – τό μόνο αἴσθημα πού συμμερίζονται. Ἡ ἐχθρότητα κορυφώνεται, κι ὁ Σιμενόν ἀνατέμνει τούς λόγους πού τούς ἔκαναν νά ἑνώσουν τίς τύχες τους καί ὁδήγησαν στόν ἀφανισμό τους.


πρώτη μου ἐπαφή μέ τόν Σιμενόν ἦταν τό καλοκαίρι τοῦ 2004 μέ τό "Ὁ Κίτρινος Σκύλος". Περιμένοντας κάτι ἀπό Ντόυλ καί Πόου ἀπογοήτευτηκα λίγο -ἤ μήπως πολύ; Τί ἦταν τοῦτο; Μά κάτι γιά ἀστυνομικό δέν λέγαν; Τελικά, περί τίνος ἐπρόκειτο; Νουάρ προπολεμικοῦ ῥυθμοῦ, ἠθογραφία ἐπαρχίας μέ αὐτοβιογραφικές πινελιές ἤ ψυχογραφία σέ πατήματα ῥεαλισμοῦ; Κάτι τέτοιο, ἀλλά ντοϋλικό ἀστυνομικό ἤ ποουϊκή κραιπάλη φαντασίας ὄχι...


Μετά ὅμως δέν ξέρω γιατί, μᾶλλον μιά ἔλξη μοῦ δημιούργησε ἡ ὕπαρξη αὐτῶν τῶν ἡρώων (ἀπόβλητοι, φαινομενικά φυσιολογικοί μέ ῥοπή στήν ἀνωμαλία, ἐγκληματίες, συμπλεγματικοί) καί ἀγόρασα ὅ,τι σιμενονικό ὑπῆρχε. Τό μελαγχολικό τέλος σχεδόν ὅλων τῶν ἔργων μέ γοήτευσε ἔτι περισσότερο καί φυσικά τά πολυτονισμένα κείμενα εἶχαν τήν συνεισφορά τους σ’ αὐτό.



Ξεχωρίζω τοὺς Ἀρραβῶνες τοῦ Κυρίου Ἵρ (γιατί δέν δάσυνε τήν λέξη ἡ Μακάρωφ; "Hire" εἶναι στό πρωτότυπο) τόν Ἀνθρωπάκο ἀπό τό Ἀρχαγγέλσκ, τόν Ἄνθρωπο πού Ἔβλεπε τά Τραῖνα νά περνοῦν καί τόν Ἐνοικιαστή.



Ὁ Ἵρ, ἕνας ἀκοινώνητος μεσήλικας περνάει χωρίς συγκινήσεις τήν μοναχική ζωή του κάπου στό Παρίσι, ἔχοντας μοναδική διασκέδαση τήν ἡδονοβλεψία. Κανείς δέν τόν συμπαθεῖ καί ὅταν ἀνακαλύπτεται τό πτῶμα μιᾶς κοπέλας στήν γειτονιά, τόν ὑποψιάζεται ἡ θυρωρός. Ἡ ἀστυνομία ξεκινᾷ νά τόν παρακολουθῇ καί τελικά παραιτημένος ἀπό κάθε προσπάθεια ὑπεράσπισης τοῦ ἑαυτοῦ του σέ μιάν ἀνάκριση, πλήρως ἀποξενωμένος, λυτρώνεται ἴσως ἀκούσια σέ πλήρη ὅμως ἀπαξίωση καί ἀποδοκιμασία ἀπό τόν περίγυρό του.


Ὁ ἀνθρωπάκος ἀπό τό Ἀρχαγγέλσκ ἕνας μέ πάμπολλες ἐνοχές ἐμιγκρές, ὑπέρ τό δέον παραχωρητικός κι ἄβουλος. Ἡ πολύ νεώτερη γυναίκα του τόν ἀπατᾷ καί τόν ἔχει ἐγκαταλείψει. Γιά καιρό ἀποφεύγει νά ἀποκαλύψῃ στόν κόσμο τήν ἀλήθεια καί ἔτσι πέφτει σέ κυκεώνα ἀντιφάσεων. Δέν ἀργεῖ νά μπλεχτῇ γιά τά καλά, μέ τήν ἀστυνομία νά τόν θεωρῇ ὕποπτο. Ἀνόρεχτος, ἀπηυδυσμένος, δέν προσπαθεῖ νά ἀποδείξῃ τήν ἀθωότητά του· ἡ παραίτηση φθάνει μέχρι τήν αὐτοκτονία ἀκόμα κι ὅταν κάποιος τοῦ ἔχει ὑποδείξει τό τέλειο ἄλλοθι.



Ὁ Ἐνοικιαστής εἶχε ἕνα ὑπέροχο τέλος. Περιγράφεται στεγνά, σάν ῥεπορτάζ ἄπειρου δημοσιογράφου. Ἡ ἐπιτήδευση χάνεται καθώς παρακολουθοῦμε τήν προσπάθεια τῆς μέχρι πρότινος οἰκοδέσποινας νά δῇ τόν ἐνοικιαστή καθώς αὐτός μεταφέρεται στήν φυλακή. Ἦταν πέντε ἰουλίου τοῦ πέρυσι ὅταν τό διάβαζα, σέ περιβάλλον ὄχι καί τόσο ἀτμοσφαιρικό κι ὅμως μέ θυμᾶμαι νά κλαίω ἐκεῖ στά τελευταῖα, πολύ περίεργο γιά ἕνα ἀστυνομικό, ναί, ἴσως νά ἔφταιγε ἡ ἡμερομηνία καί μιά μαντεψιά τοῦ καιροῦ.



Ὁ ἄνθρωπος πού ἔβλεπε τά τραῖνα νά περνοῦν μετά ἀπό κάμποσα ἐγκλήματα, κατέληξε ἔγκλειστος σέ κάποιο ἵδρυμα. Χμ…Δέν φάνηκε νά τόν πειράζῃ καί τόσο. Τό τέλος του:

«…Τέλος πάντων! Ἔτσι ἦταν πιὸ ἀσφαλές. Ἀπόδειξη ὅτι ὁ γιατρὸς εἶχε τὴν ἰδέα νὰ τοῦ ζητήσῃ τὸ τετράδιο ποὺ τοῦ εἶχε δώσει γιὰ νὰ γράψῃ τὰ ἀπομνημονεύματά του καὶ ὅπου μποροῦσε κανεὶς νὰ διαβάσῃ ἀκόμη μόνο μιὰ φράση:

Ἡ ἀλήθεια γιὰ τὴν περίπτωση τοῦ Κέες Πόπινγκα.

Ὁ γιατρὸς σήκωσε ἔκπληκτος τὰ μάτια του, μὲ ὕφος ποὺ ἀναρωτιόταν γιατὶ ὁ ἀσθενής του δὲν εἶχε γράψει περισσότερα. Καὶ ὁ Πόπινγκα, μὲ ἕνα βεβιασμένο χαμόγελο, αἰσθάνθηκε ὑποχρεωμένος νὰ μουρμουρίσῃ:

- Δὲν ὑπάρχει ἀλήθεια, ἔτσι δὲν εἶναι;»






Ἀπὸ τὸ Le Chat (1971) τοῦ Pierre Granier-Deferre μὲ τοὺς Jean Gabin καὶ Simone Signoret



0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats