Τετάρτη, Ιουλίου 25, 2007
Τρίτη, Ιουλίου 24, 2007
Συνέπεια καί ήθος, τό μότο μας, συντρόφια!
Διάβαζα στόν Ριζοσπάστη τής 11ης Ιουλίου τόν κο Νίκο Περπερά στήν στήλη «Επωνύμως» νά γράφη:
Κανείς δέν μπορεί νά αμφισβητήσει ότι η τεράστια οικολογική καταστροφή πού συντελέστηκε τό προηγούμενο διάστημα στήν Αττική, μέ τήν πυρκαγιά στόν εθνικό δρυμό τής Πάρνηθας, ξύπνησε συνειδήσεις καί δημιούργησε ένα μαζικό λαϊκό ρεύμα οργής, αλλά καί απόφασης γιά δράση γιά τήν προστασία τού περιβάλλοντος. Στό πλαίσιο μιάς τέτοιας δράσης άρχισαν ήδη επιχειρηματίες αλλά καί κάποιες λεγόμενες «μή κυβερνητικές οργανώσεις» κ.α. νά εμφανίζονται ώς διαπρύσιοι «φίλοι τού περιβάλλοντος», ώς «εθελοντές» τής αναδάσωσης.
Πόσο, όμως, ειλικρινείς είναι όλοι αυτοί; Κατά πόσον, οι πρώτοι, δέν θέλουν να΄ρίξουν «στάχτη στά μάτια» γιά νά μήν θυμούνται ότι όλο τό υπόλοιπο χρονικό διάστημα, χρησιμοποιούν τό περιβάλλον μόνο ώς χρυσοφόρο εμπόρευμα καί τίς κερδοφόρες επενδύσεις στίς δασικές περιοχές μέ δεδομένη καί τήν αγοραπωλησία στή γή; Χρησιμοποιώντας καί τήν δράση κάποιων ακτιβιστικών «μή κυβερνητικών οργανώσεων» ώς τάχα κίνημα προστασίας τού περιβάλλοντος πού, ανεξάρτητα από προθέσεις, αξιοποιείται πρός εξυπηρέτηση επιλογών τού μεγάλου κεφαλαίου;
Γιά παράδειγμα, είναι δυνατόν νά πιστέψει κανείς σοβαρά ότι μιά ομάδα 25 επιχειρηματικών ομίλων – τούς οποίους έσπευσε η κυβέρνηση νά χειροκροτήσει – επιθυμούν νά αναλάβουν τήν αναδάσωση τής Πάρνηθας, χωρίς νά προσδοκούν παράπλευρα οφέλη ή χωρίς νά εποφθαλμιούν τήν εφαρμογή κάποιων άλλων επιχειρηματικών σχεδίων – ακόμη καί μέσα στά δάση – έχοντας τήν «έξωθεν καλή μαρτυρία»;
Τό άρθρο συνεχίζει στόν ίδιο ρυθμό, στήν αυτή συλλογιστική. Η οποία ουδόλως λανθασμένη ή παραπλανητική είναι. Είναι γνωστό ότι τό μεγάλο κεφάλαιο, οι καπιταλιστές χωρίς κανέναν ενδοιασμό πουλούν καί τήν μάνα τους γιά μισό λεπτό τού ευρώ παραπάνω κέρδος.
Η ανάλυση τού κου Περπερά δημιουργεί στόν αναγνώστη μιά ισχυρή πεποίθηση γιά τίς προθέσεις τών οψίμων υπερασπιστών τής Πάρνηθας. Τίποτε δέν κάνουν οι καπιταλιστές χωρίς υστεροβουλία, χωρίς νά γνωρίζουν ότι διπλά καί τρίδιπλα θά πάρουν ότι ψευδοχουβαρντάδικα δίνουν τώρα!
Καί συνεχίζει ο αναγνώστης νά περιδιαβαίνη τά εδάφια τού Ριζοσπάστη καμακώνοντας τέτοιες πληροφορίες.
Καί πιό κάτω, ο ήχος τού τσακίσματος τών φύλλων δίνει τήν θέση του σέ γούρλωμα τών ματιών.
Βλέπει
Ο ΟΠΑΠ προσφέρει 500.000€ γιά τήν αναδάσωση (!)
Κι αναρωτιέται ο εύπιστος αναγνώστης τού Ριζοσπάστη, ο άδολος ψηφοφόρος τού ΚΚΕ, μήπως ο ΟΠΑΠ δέν είναι τελικά κερδοφόρος οργανισμός! Μήπως δέν παρουσιάζουν κέρδη οι ισολογισμοί του... Μήπως ο,τιδήποτε τσιμπάει από τούς παίκτες, τό αφιερώνει σέ καρκινοπαθείς, σέ παιδιά τού Νταρφούρ, σέ πολύτεκνες οικογένειες...
Κάτι τέτοιο θά συμβαίνει, τό δίχως άλλο!
Λές από τήν μία νά παίζη μαχητικός δημοσιογράφος στηλιτεύων τίς ύπουλες προσφορές τών καπιταλιστών καί 2-3 σελίδες πιό πέρα, τό μετερίζι του, καλοβαλμένα νά δέχεται διαφημίσεις αυτών τών ύπουλων προσφορών καπιταλιστών; Είναι δυνατόν; Είναι; Είναι;
Μπά... Δέν είναι!
Ή άν είναι δυνατόν, κάποιοι μάς δουλεύουν.
Ή μάλλον όχι εμάς· δουλεύουν αισχρά αυτούς τούς κακόμοιρους ψηφοφόρους τού ΚΚΕ... Μιά ζωή ύαινες οι επικεφαλής... Αλλά ρέ γαμώτο, αντίστοιχα, μιά ζωή πρόβατα καί οι ψηφοφόροι του; Δέν γίνεται τόσος κόσμος νά δουλεύεται τόσο πολύ καιρό... Θά αλλάξει αυτό καί δέν θά αργήσει η ημέρα. Καί τότε η μήνις τού λαού θά είναι τόση ώστε οι ινστρούχτορες – βδέλλες θά αναπολούν τά μακρονήσια ώς κάτι ηπιότερο...
Προσώρας, όχι μόνο ο «Ριζοσπάστης» ώς έντυπο, αλλά προφανώς καί ο ασυμβίβαστος κος Περπεράς (καί λέμε προφανώς διότι ίσως αμμισθί νά αρθρογραφή) παντελόνιασε από τό ΟΠΑΠ χί αργύρια· μέρος τού μισθού του προέρχεται από τίς κακοφορμισμένες σκέψεις καί προθέσεις τών καπιταλιστών.
Καλή φάση νά’ούμ’!
Δευτέρα, Ιουλίου 23, 2007
Μόνη, κυκλοθυμική, κυλότα, αρθρογραφεί...
Η κυριακάτικη χθές είχε αρθράκι γιά τούς επικεφαλής τών ΠΑΕ.
Φθάνοντας στόν Ντέμη, έγραφε:
"Ο πρώην άσος τής Ένωσης έχοντας στό πλευρό του νεαρούς επιχειρηματίες καί μέ τήν βοήθεια τής πολιτείας πού ψήφισε ειδική ρύθμιση, πήρε τόν σύλλογο μέ λίγα χρέη... μπλά μπλά μπλά"
Ώς γνωστόν, η ΠΑΕ ΑΕΚ ελαφρύνθηκε από τά πράγματι υπέρογκα χρέη χρησιμοποιώντας τό άρθρο 44.
Τό οποίον άρθρο 44 (άς τό ξαναγράψουμε) δέν ψηφίστηκε ειδικά γιά τήν περίπτωση τής ΠΑΕ ΑΕΚ. Εξάλλου η ψήφισή του απέχει τουλάχιστον 11 χρόνια από τήν εφαρμογή του στήν ΑΕΚ.
Δέν πρόκειται δηλαδή γιά ειδική ρύθμιση!
Ειδικές ρυθμίσεις έκανε κάποτε ο legoτουβλάκιας Στέφανος Μάνος γιά τόν ΟΣΦΠ, ειδικές ρυθμίσεις πάει νά κάνει ο Ορφανός γιά τόν ΠΑΟΚ σήμερα.
Η ΑΕΚ εκμεταλλεύτηκε νόμο τού κράτους ο οποίος νόμος υφίσταται γιά κάθε ανώνυμον εταιρεία τής χώρας.
(Δεκτόν νά είναι κάποιος στρατευμένος ΑΡΔ, αλλά όχι κι έτσι!)
Α! Καί πού’σαι κοντέ! Αφόδευσον πάσα άλλη δραστηριότητα καί μερίμνησον γιά γήπεδο!
Σάββατο, Ιουλίου 21, 2007
Νά'στε καλά!
Μαυροφορεμένος αλλά όχι πενθών, τουλάχιστον προσώρας, αντελήφθη ότι ελλόχευε τό ενδεχόμενο νά μετατραπή επικεφαλής επαρχίας από επικεφαλής αρχής.
Κι έτσι λοιπόν, ο τραγόπαπας έβαλε τά δυνατά του, μετετράπη φανατικός πολέμιος τής ενώσεως η οποία ένωσις δέν χάλαγε καί κάποιους μουσουλμάνους Κυπρίους.
Εν πάση περιπτώσει, πρόσκλησις τού Μακαρίου από τό βήμα τού ΟΗΕ πρός τούς Τούρκους νά επέμβουν αφού οι ελλαδίτες τά έκαναν ολίγον από ρόιδον καί έτσι δημιουργήθη ένας φάκελος, ο φάκελος τής Κύπρου ο οποίος μέχρι καί τώρα (21 Ιουλίου 2007 – 13:38) παραμένει κλειστός σάν μο*νί δεκάχρονου κορασίου, ακριβώς επειδή φταίγαν οι χουντικοί - ίσως νά μήν ξέρετε ότι η βουλή μας πού κρατά κλειστό τόν φάκελο είναι φιλοχουντική, όπως κι όλες οι προηγούμενες. Ξέρετε όμως πολύ καλά ότι μόλις πέσαν οι στρατιωτικοί στίς 23 Ιουλίου καί ήλθε ο καραμανλής ακατανόμαστος στίς 24, ώς άλλος Αλέξανδρος εξεστράτευσε καί επανέφερε τό πρό τής 15ης Ιουλίου 1974 στάτους κβό στέλνοντας τούς τούρκους πίσω βαθιά στήν ανατολία.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει – επειδή αποδεικνύεται η μεγαλοφυία τού καραμανλή ακατανόμαστου ώς στρατηλάτη – η πορεία τής λαιμαργίας τών τούρκων απέναντι στήν Κύπρο. Η 20ή Ιουλίου (χουντοϊωαννιδικού καθεστώτος στήν Αθήνα) τούς έχει νά έχουν καταλάβει ένα προγεφύρωμα στήν Κερύνεια. Η 14η Αυγούστου 1974 – 25 ημέρες μετά – τούς έχει νά θωρούνται από τήν μεταπολίτευση καθώς κάνουν άλλο ένα ντού καί από τό 1% τού κυπριακού εδάφους νά φθάνουν στό 38%. Κυρίες καί κύριοι, ένα καυσωνικό χειροκρότημα: Ο περίφημος Αττίλας 2, πού δέν πολυδιαφημίζεται από τά τσιράκια τού καθεστώτος.
Βεβαίως, πολύ εύλογα μπορεί κάποιος νά ισχυριστή τό γνωστό περί καμένης γής. Ότι οι στρατιωτικοί τά έκαναν πουτ*να επί επτά χρόνια, τί νά προλάβη νά διορθώση ο καραμανλής ακατανόμαστος σέ έναν μήνα; Δέν είναι παράλογο...
Πολύ εύλογα μπορεί κάποιος νά προσκομίση τό επιχείρημα τής απόσυρσης τής μεραρχίας από τό νησί, απόφαση τού Γ. Παπαδόπουλου.
Σωστά. Μέγα μερίδιο ευθύνης, όντως. (βεβαίως τό ότι παραμένει κλειστός ο φάκελος τής κύπρου τά λέει όλα, αλλά δέν γαμι*ται, άς τήν δούμε διαφορετικά ολίγον τί)
Τί εμπόδισε όμως τούς πολιτικούς νά επαναφέρουν τήν μεραρχία στήν Κύπρο;
Τί εμπόδισε τούς πολιτικούς 33 χρόνια νά επαναφέρουν τήν δικαιοσύνη στό νησί; Τήν νομιμότητα;
Η σάν τόν Ράμπο άποψη τών πολιτικών γιά τό λάθος τής απόσυρσης τής μεραρχίας τότε, μετατρέπεται σέ μιά φλούφλικη στάση επαιτείας απέναντι στούς διεθνείς οργανισμούς οι οποίοι πολύ καλά κάνουν καί μάς γράφουν στ’αρχ*δια τους. Καί βεβαίως η Τουρκία παρακολουθεί τούς μαλ*κες καί ξεκαρδίζεται. Υπάρχει κάποιος πού νά πιστεύη ότι ό,τι κέρδισαν οι γείτονες μέ πολεμικές επιχειρήσεις στήν Κύπρο θά τό απαξιώσουν λόγω μιάς απόφασης τού ΟΗΕ; (Ούτε κάποιος μέ iq κνίτη δέν μπορεί νά τό πιστέψη). Ακάθεκτοι όμως οι πολιτικοί μας. Συνεχίζουν νά.... Δέν ξέρω τί συνεχίζουν νά κάνουν. Πάντως τίποτε δέν πράττουν, ουσιαστικό πρός τήν επίλυση τού προβλήματος. Έκ τού ασφαλούς γιά τά τότε, στηλιτεύουν τήν στρατιωτική μας αδυναμία. Κρίνουν καί κατακρίνουν σέ στρατιωτική, σέ πολεμική βάση τά λάθη τών χουντικών, σήμερα όμως υιοθετούν ανάλογη στάση. Κακώς απεσύρθη η μεραρχία τότε, κατ’αυτούς (καί γιά όλους μας). Αλλά σήμερα, καθώς έχει περάσει ιδιαίτερα σημαντικός χρόνος ο οποίος απέδειξε ότι η διπλωματική οδός δέν οδηγεί πουθενά, ο αυνανισμός συνεχίζεται. Η πολιτική
ΥΓ: Σού ζητώ συγγνώμη αγαπητέ μου ελληνόφωνε ελληνόφοβε πού δέν σέ ειδοποίησα γιά τίς φώτος καί λέρωσες τό βρακάκι σου καί τήν περιοχή control shift caps lock z a s τού πληκτρολογίου σου μέ πιδακωτό σπέρμα χαράς. Δυό μωρομάντηλα είναι μιά κάποια λύσις. Άιντε τώρα, εφόσον σού καταλάγιασε η στύση, τράβα νά συνεχίσης τά γιά τόν χριστόδουλο, τό δημοσίευμα τής Αυγής τό 1970 καί βεβαίως γιά τήν επιτακτική ανάγκη τού χωρισμού κράτους εκκλησίας!
Ready, steady, go!
Παρασκευή, Ιουλίου 20, 2007
θά σάς φάνε ζωντανούς, κανίβαλοι θά γίνουνε...
Τά καλοκαίρια, είναι γεμάτα επαναλήψεις, αλλά δέν είναι καί τόσο αντεμπορικές! Παίζουν καί διαφημίσεις. Μήν βαρυγκομάτε! Όταν δέ, θά βλέπετε διαφημίσεις τραπεζών, μέ πτώσεις επιτοκίων, συμφερουσών προσφορών δανείων κλπ κλπ κλπ, καλό θά είναι νά φέρνετε στόν νού σας κι αυτό:
Ηθική δικαίωση για την οικογένεια του μικρού Παναγιώτη Βασιλέλλη, ο οποίος το 2001 έχασε τη μάχη με το θάνατο επειδή η Εθνική Τράπεζα δέσμευσε το ποσό που είχε συγκεντρωθεί για τη μεταφορά του στις ΗΠΑ.
Όπως υπενθυμίζεται στο σχετικό ρεπορτάζ της Ελευθεροτυπίας, ο μικρός Παναγιώτης έπασχε από μία σπάνια μορφή καρκίνου και είχε συμφωνηθεί να μεταφερθεί στο Memorial της Νέας Υόρκης για θεραπεία.
Είχε μάλιστα συγκεντρωθεί το ποσό των 120 εκατ. δραχμών, το οποίο όμως η τράπεζα δέσμευσε. Λίγες μέρες αργότερα το νήπιο έχασε τη μάχη με το θάνατο.
Έξι χρόνια αργότερα η Δικαιοσύνη επιδίκασε το ποσό των 2 εκατ. ευρώ στην οικογένεια ως ψυχική οδύνη, ενώ εκκρεμεί το ποινικό μέρος της διαδικασίας.
Στην απόφαση αναγνωρίζεται η ευθύνη της Εθνικής Τράπεζας και των στελεχών της για τον θάνατο του παιδιού.
Κατά των στελεχών της τράπεζας έχει ασκηθεί και ποινική δίωξη για θανατηφόρο κακουργηματική έκθεση. Ήδη μετά τις κατηγορίες των απολογουμένων στην ανακρίτρια Μυτιλήνης αναμένεται η παραπομπή τους στο ακροατήριο του Εφετείου Κακουργημάτων.
Πέμπτη, Ιουλίου 19, 2007
u only live twice μωρή σαλούφα!
Από τό 1962 μετά Χριστόν μέχρι καί σήμερα έχουν γυρισθή 21 ταινίες τού Τζέμης (sic) Μπόντ. Έξι ηθοποιοί αγγλόφωνοι· σκώτος, άγγλος, αυστραλός, ουαλός, ιρλανδός καί πάλι άγγλος ενσάρκωσαν τόν ρόλο τού υπερκατάσκοπου. Όλοι λευκοί. Κι επειδή η πολιτική ορθότης έχει εισβάλει γιά τά καλά καί στόν κινηματόγραφο ίσως νά πρέπει νά γίνη μιά κάποια υπέρβασις.
Ετοιμάζεται η 22α ταινία. Άς ξεχνάμε ότι καιγόμαστε στά 22. Συνεπώς ίσως μιά κάποια λύσις θά ήτο είς αφρικανός ή κάποιος ομοφυλόφιλος Τζέμης. Ίσως πάλι νά μήν αρμόζη μιά σαρωτική αλλαγή.
Ο χαρακτήρας τού Μ από αρσενικός έγινε θηλυκός. Ομοίως, θά ήταν ενδιαφέρον νά βλέπαμε καί τόν ήρωα Τζέμης Μπόντ νά γίνηται γυναίκα. Τό δίχως άλλο, καί στά νέα ανεμολόγια, στήν καινούρια κατάσταση, δέν θά εξέλιπεν αυτό πού τόσο καλά κάνει σέ 21 ταινίας. Δηλαδή, ο μέχρι ακροβασίας επιδέξιος χειρισμός κάθε εργαλείου, οίουδήποτε διαμετρήματος καί χαρακτηριστικού. Μιά ακατάσχετη ερωτική επιθυμία, χωρίς όρια καί συμβάσεις, ένας άτυπος διαγωνισμός πολυσυλλεκτισμού ταιριού, μιά απειρογαμία υπό σκηνοθετικάς οδηγίας καί δυνατού φωτισμού, κοινοκτημοσύνη κάλπικων κι αληθών οργασμών, ασταμάτητος αποστραγγισμός αφροδισίων υγρών.
Η Τζέμης Μπόντ μέ ζήλον θά εδίδετο στόν πάσα ένα, καλό ή κακό.
Ναί ναί! Γυναίκα Τζέμης Μπόντ! Αλλά όχι καμιά ξενέρωτη κοκκαλιάρα αγγλίς...
Μπάνικο τόν θέλουμε τόν καινό Τζέμης. Κερβυρωτό, μέ καμπύλες νά νέμεται κάθε καρέ, κάθε καλοβελονιά τού πανιού τής οθόνης.
Ποίος, άρα γε, ο ιδανικός θήλυς Μπόντ;
Τρίτη, Ιουλίου 17, 2007
Τρόμος!
Μόνον ειλικρινείς ευχές γιά περαστικά μπορεί νά δημιουργούν τέτοιες ειδήσεις. Ο Λεωνίδας Κύρκος μέ εκείνη τήν γαμάτη παρατήρησή του – εξομολόγηση (Καί είδα ότι όλοι αυτοί, ας μην τους πω όλους, ήταν περιτρίμματα. Με πιάνει τρόμος άμα σκεφτώ ότι π.χ. άν νικούσε τότε η επανάστασή μας θά είχαμε πρωθυπουργό τον Μάρκο, έναν γελοίο άνθρωπο -τον είδα από κοντά καί κατάλαβα τι γελοίος άνθρωπος ήταν- θά είχαμε υπουργό Οικονομικών τον Μπαρτζώτα, θά είχαμε υπουργό τής Παιδείας π.χ. τόν Στρίγγο, θά είχαμε υπουργό των Εσωτερικών τόν άλλον, τον ανεκδιήγητο άνθρωπο πού ήρθε από τήν Κρήτη, τον Βλαντά, ο οποίος ήταν γιά τήν εποχή εκείνη ένας ήρωας γιά τη νεολαία, γραμματέας τής νεολαίας κ.τ.λ. Άνθρωποι γελοίοι, χωρίς καμιά παιδεία γιά νά παίξουν έναν ουσιαστικό ρόλο, σάν αυτόν πού φιλοδοξούσαν νά παίξουν) η οποία ξεβράκωσε κάθε ελληνόφωνο μπολσεβίκο πού μάς έχει ξεμείνει έν έτει 2007, έδωσε ρέστα (κι άς μάς τά χαλάει λίγο επειδή άγαρμπα κράζει τόν Χριστόδουλο).
Σέ μιά πρόσφατη συνέντευξή του, τονίζει επίσης μέ έντονο ύφος αυτοκριτικής:
8/7 Τύπος τής Κυριακής
- Διηγείστε στό βιβλίο σας μιά συνάντησή σας μέ τόν Κων/νο Καραμανλή τό 1980, όπου, πολύ κατηγορηματικά, σάς είχε πεί ότι βρίσκεστε σέ λάθος τόπο, σέ λάθος χρόνο καί θά αποτύχετε. Τί εντύπωση σάς έκαναν αυτές οι παρατηρήσεις;
- Είχε δίκιο ο Καραμανλής. Η διάγνωσή του ήταν σωστή. Καί οι ιδέες ήταν προχωρημένες γιά τόν τόπο καί ο λαός δέν ήταν έτοιμος νά τίς δεχτεί... Πράγματι, απέτυχα νά πραγματοποιήσω αυτό πού φιλοδοξούσα. Νά γίνει η Αριστερά κάτι μεγάλο, πού θά περάσει σέ πλατύτερα στρώματα λαού. Από εκεί καί πέρα έχω τήν ικανοποίηση ότι δέν ήμουν απών. Σέ ολόκληρη τήν ζωή μου κάποιο δικό μου λιθαράκι τό έβαλα...
Δέν συμμερίζομαι τήν ανησυχία του γιά τό ότι η Αριστερά παρέμεινε τζούφια· τό καπέλωμα τού κινήματος από ατομάκια πού μάς θέλαν σκατιάρηδες πνευματικά καί σωματικά θά είχε τραγικά αποτελέσματα. Ούτε υποθετικά δέν μπορεί κάποιος νά σκεφτή στόν αυχένα μας αυτούς τούς ελεεινούς τύπους όπως ήταν ο Βαφειάδης - κατά Λεωνίδα βεβαίως. Εάν η ανανεωτική έκφραση τού αείποτε μπολσεβικισμού γινόταν αυτή, από μενσέ, μπολσέ τότε σίγουρα θά λέγαμε κρίμα γιά τήν περιθωριοποίηση τής Αριστεράς...[στό βαθμό πού αυτή δέν θά περιφρονούσε ακατάβλητες αξίες τού έλληνα. (άν...)]
Sin novedad
Ξεσπά η επανάσταση των εθνικιστών εναντίον της αριστερής κυβέρνησης της Ισπανίας. Η επανάσταση επικρατεί στό μεγαλύτερο μέρος της Ισπανίας καί τις Αφρικανικές αποικίες όμως, η ανατολική Ισπανία, η Καταλονία, η Βασκωνία καί η πρωτεύουσα Μαδρίτη παραμένουν στα χέρια της κυβέρνησης.
Τις πρώτες μέρες της εξέγερσης πολλοί εθνικιστικοί θύλακες βρέθηκαν απομονωμένοι ανάμεσα στους κομμουνιστές. Η πολιορκία του Αλκαθάρ επομένως δεν ήταν η μόνη, ούτε καν η πιο ηρωική. Στό Γκιχόν για παράδειγμα, οι επαναστάτες πολιορκημένοι στό στρατώνα πολέμησαν μέχρι πού τους τελείωσαν τά πυρομαχικά. Ο διοικητής τους συνταγματάρχης Πινέλλα άφησε μάλιστα νά εκτελεσθούν οι δυο γιοι του με τους οποίους τον εκβίαζαν, παρά νά παραδοθεί. Στό τέλος χωρίς πυρομαχικά, οι πολιορκημένοι προτίμησαν νά ζητήσουν με τον ασύρματο από 2 εθνικιστικα πολεμικά πλοία πού βρίσκονταν στό λιμάνι νά ανοίξουν πυρ εναντίον του στρατώνα καί νά σκορπίσουν τό θάνατο σε επιτιθέμενους καί αμυνόμενους αδιακρίτως, παρά νά παραδοθούν. Σε μια άλλη περίπτωση στη μονή Βίρχεν Καμπέζα, ο λοχαγός Κορτέζ με 750 εθνικιστές καί τις οικογένειες τους αντιστάθηκαν επι εννέα μήνες έναντι 10.000 εχθρών μέχρι πού εξοντώθηκαν όλοι. Γιατί λοιπόν τό Αλκαθάρ αναδείχθηκε ως σύμβολο της επαναστάσεως; Διότι, ήταν η σχολή Ευελπίδων της χώρας, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη πρωτεύουσα Μαδρίτη, τό κέντρο των κομμουνιστών, ενώ η μάχη γοήτρου καί για τις δυο πλευρές εξελίχθηκε σε παγκόσμιο προπαγανδιστικό θέμα για τις 2 ιδεολογίες καί τους οπαδούς τους πού παρακολουθούσαν από τις εφημερίδες σε όλο τό κόσμο.
Διοικητής της στρατιωτικής ακαδημίας ήταν ο συνταγματάρχης Μοσκάρντο. Στις 21 Ιουλίου, βλέποντας τη συντριπτική αριθμητική υπεροχή των αριστερών πολιτοφυλάκων πού κατέφθαναν με κάθε μέσο από τη Μαδρίτη, φέρνοντας μαζί τους καί στοιχεία βαρέος πυροβολικού, κλείνεται στό μεσαιωνικό αραβικό φρούριο του Τολέδο, τό Αλκαθάρ. Αριθμούν μόνο 1100 ευέλπιδες, στρατιώτες, χωροφύλακες καί φαλαγγίτες συν 600 γυναικόπαιδα. Την επόμενη μέρα η ιστορία του Γκιχόν επαναλαμβάνεται. Οι κομμουνιστές είχαν συλλάβει τις οικογένειες των αξιωματικών, μεταξύ αυτών καί τό γιο του Μοσκάρντο, Λουίς. Ο αρχηγός τους Καμπέλο, μέσω τηλεφώνου, ζήτησε την άμεση παράδοση του φρουρίου αλλιώς θά εκτελούσε τό γιο του. Ο Μοσκάρντο μίλησε με τό γιο του στό τηλέφωνο καί του ζήτησε νά πεθάνει ως Ισπανός εθνικιστής. Τό φρούριο δεν επρόκειτο νά παραδοθεί. Ο Λουίς τον χαιρέτησε, φώναξε ζήτω η Ισπανία ενώ ο συνταγματάρχης άκουσε από τό τηλέφωνο τό πυροβολισμό πού σκότωσε τό 16χρονο γιο του. Η σκηνή αυτή διασώθηκε καί μεταφέρθηκε σε όλο τό κόσμο από ξένους δημοσιογράφους πού ήταν παρόντες. Από εκείνη τη στιγμή οι υπερασπιστές του Αλκαθάρ γίνανε θρύλος...
Οι 15.000 αριστεροί πολιτοφύλακες δεν τό βάζουν κάτω. Εξαπολύουν συνεχείς επιθέσεις με στόχο τη κατάληψη του φρουρίου τό συντομότερο δυνατόν. Ο χρόνος πιέζει. Ο Φράνκο πλησιάζει από τό Νότο προελαύνοντας προς τη Μαδρίτη. Οι πολιορκημένοι ζούν στα υπόγεια, χωρίς ηλεκτρικό, χωρίς φάρμακα καί αναισθητικά για τις εγχειρήσεις καί τρώγοντας τά άλογα της σχολής. Όμως όλες οι επιθέσεις αποκρούονται.
Στις 10 Σεπτεμβρίου οι κυβερνητικοί ζητούν ξανά τη παράδοση του φρουρίου. Αυτή τη φορά υπόσχονται νά αφήσουν νά ζήσουν τά γυναικόπαιδα καί αμερόληπτη δίκη για τους πολεμιστές! Κανείς από τους πολιορκημένους δε δέχεται νά φύγει.
Στις 18 Σεπτεμβρίου,τό δυτικό τείχος του Αλκαζάρ ανατινάζεται καί γκρεμίζεται. Τις προηγούμενες μέρες οι αριστεροί σκάβοντας στοές είχαν υπονομεύσει τό τοίχος με εκρηκτικά. Ταυτόχρονα, χιλιάδες επιτίθονται καί εισχωρούν μέχρι την εσωτερική αυλή. Τότε όμως αρχίζει η αντεπίθεση των εθνικιστών. Προβάλουν μέσα από τά υπόγεια καί με πυροβόλα, μαχαίρια μέχρι καί ρόπαλα καί με τη δύναμη πού πηγάζει από τη ψυχή όταν γίνεται αγώνας επιβίωσης, τρέπουν σε φυγή τους αντιπάλους οι οποίοι θά αφήσουν πίσω τουλάχιστον 1500 νεκρούς.
Στις 25 Σεπτέμβριου η ίδια ενέργεια επαναλαμβάνεται αυτή τη φορά από τη νοτιοανατολική μεριά. Πάλι όμως αποκρούονται καί η νίκη στέφει τά όπλα των εθνικιστών ενώ οι εμπροσθοφυλακές του Φράνκο βρίσκονται μόλις 10 χλμ έξω από τό Τολέδο. Δυο μέρες αργότερα τό Τολέδο καί τό Αλκαζάρ υποδέχονται τους λυτρωτές τους καί οι κομμουνιστές πού είχαν αναγγείλει 3 φορές τη κατάληψή του εκκενώνουν τη πόλη καί τρέπονται σε φυγή. Μετά από 69 μέρες η πολιορκία φθάνει στό τέλος της. Ο στρατηγός Φρανθίσκο Φράνκο εισέρχεται στα ερείπια της στρατιωτικής ακαδημίας καί ο συνταγματάρχης Μοσκάρντο παρουσιάζεται καί αναφέρει: “Απο τό Αλκαθάρ ουδέν νεώτερο στρατηγέ.” Για νά απαντήσει ο Φράνκο “Τότε ο πόλεμος κερδίθηκε”
Oπουδήποτε!
Δευτέρα, Ιουλίου 16, 2007
Τό πρώτον κεφάλαιον τού «Γιούγκερμαν»
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΝΟΣ ΚΟΖΑΚΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Πώς καί γιατί ο συνταγματάρχης Λιάπκιν κι ο ίλαρχος Γούγκερμαν μπάρκαραν στήν Πόλη γιά τόν Πειραιά.
Η «Κλεοπάτρα», βγαίνοντας απ’τό μπουγάζι τών Δαρδανελιών, βρήκε ένα Μαΐστρο-τραμουντάνα, πού κατεβαίνε παγωμένος απ’τούς κάμπους τής Θράκης. Πρίν προφτάση νά πάρη στροφή αριστερά, γιά νά γυρίση τήν μάσκα τής πρύμης στόν καιρό, τά κύματα χίμηξαν ακράτητα καί γέμισαν αφρούς τήν κουβέρτα. Οι επιβάτες τού καταστρώματος ξύπνησαν ξαφνιασμένοι απ’τ’αρμυρό νερό πού τούς έλουζε. Μέσα στό μισοσκόταδο τών κουραδόρων, τ’απότομο μποτζάρισμα έριξε ανθρώπους καί μπαγκάζια σ’ανακάτεμα κωμικοτραγικό. Σύντομα όμως διαλύθηκε ο μικροπανικός. Ύστερ’ από δύο τρία χοροπηδήματα, τό καράβι ήρθε στήν καινούργια του ῥότα, κατά τήν Όστρια, έχοντας τόν καιρό στήν δεξιά μάσκα τής πρύμης. Τό ενοχλητικό μπότζι, τό διαδέχτηκε μαλακό σκαμπανέβασμα. Η ησυχία απλώθηκε ξανά στό μεγάλο βαπόρι.
Στήν κουβέρτα τής πρύμης, πάνω σ’ένα κασόνι, ένας άντρας ήταν καθισμένος. Ο διακαμός του μόλις ξεχώριζε κάτω απ’τ’αδύναμο φώς ενός μισοκοιμισμένου λαμπιονιού. Ψηλός καί γεροδεμένος φαινόταν νά’ναι. Καθώς ο σηκωμένος γιακάς τής στρατιωτικής χλαίνης καί τό χωμένο ώς τά φρύδια πηλίκιο τού’κρύβαν τό μισό πρόσωπο, δέν ξεχώριζε παρά ένα φαρδύ σταχτύ μουστάκι, πού’πεφτε πάνω σέ σαγόνι τετράγωνο, χοντροπελεκημένο. Μιά σβησμένη γόπα ήταν, από ώρες κολλημένη στά χείλια του. Πλάι στό κασόνι κειτόταν μιά βαλίτζα παλιά, ξεφτισμένη, δεμένη μέ σπάγγους. Σέ τούτο τό αρκετά κακοπαθιασμένο σουλούπι, δυό πλατιές χρυσές σπαλέτες, θαμπές καί τσαλακωμένες από’να παγκόσμιο καί δυό εμφύλιους πολέμους, έδιναν κάποιον αέρα μεγαλοπρέπειας. Δυό σπαλέτες συνταγματάρχη τού ῥωσικού στρατού: τού στρατού τού Θεού καί τού Τσάρου.
Τό ξεροβόρι πού σάρωνε τήν νυχτερινή θάλασσα, δέν φαινόταν νά ενοχλή τό συνταγματάρχη. Είχε τό μάτι του καρφωμένο μπροστά, σέ κάποιο αόριστο σημάδι τού ορίζοντα· τόσο ασάλευτα καρφωμένο, πού ήταν φανερό πώς δέν έβλεπε τίποτα. Ίσως ο λεγάμενος νά ήταν συγκεντρωμένος στόν εαυτό του, αδιαφορώντας γιά τά στοιχεία πού λυσσομανούσαν ολόγυρά του. Ίσως, πάλι, η νιρβανική του αφαίρεση νά χρωστιόταν σέ μιά μπουκάλα βότκα, πού τό χέρι του χάιδευε στοργικά στή βαθιά τσέπη τής χλαίνης του.
Ψηλά στόν ουρανό, τ’αστέρια κυλούσαν τό μονότονο δρόμο τής αιωνιότητας, ανάμεσα στά ξεφτισμένα σύννεφα τ’ανέμου. Κατά τά μεσάνυχτα, πίσω απ’τά βουνά τής Τροίας, τό φεγγάρι τής χάσης πρόβαλε πορφυρό κι ακαθόριστο. Η καμπάνα τής πλώρης σήμανε σκάντζα – βάρδια. Μερικοί ναύτες δρασκέλισαν τήν κουβέρτα, πηγαίνοντας στά πόστα τους, ενώ άλλοι κατέβηκαν στό καμπούνι τής πλώρης, νά κοιμηθούν. Κάποιος θερμαστής, πασπαλισμένος καρβουνόσκονη, σκυμμένος στά ῥέλια, τραγουδούσε μελωδικά τήν παλιά καντσονέτα τής πατρίδας του, τής Νάπολης:
Sul mare lucido
L’astro d’argento…
Μά ούτε η θάλασσα ήταν διάφανη, ούτε τό φεγγάρι ασημένιο. Η Τραμουντάνα κάλπαζε στά κύμματα, σάν ξεχαλινωμένη Βαλκυρία. Απ’τίς καμπίνες, απ’τούς κουραδόρους, από παντού αναδυνόταν, πρός τό κατάστρωμα, ο βόγγος κι η μπόχα τής ναυτίας. Τά κύματα, γοργότερ’ απ’τό δρόμο τού καραβιού, προφταίναν απανωτά τήν πρύμη κι έσπαγαν στίς λαμαρίνες της μέ μανία. Η πορπέλα πάλευε αγκομαχώντας μέσ’ στήν αστάθεια τών οργισμένων νερών. Άλλοτε περιστρεφόταν μέ κόπο μέσ’ στά βάθη τών νερένιων όγκων· άλλοτε γύριζε σάν τρελή ανάμεσα στό αφρό τών κυμάτων.
Πέρα, κάτω, στόν ορίζοντα τού Νοτιά, αχνογράφηκαν τά βουνά τής Μυτιλήνης, στεφανωμένα πύρινη λάμψη. Κάποιο δάσος πρέπει νά καιγόταν· κι η φωτιά, θρεμμένη απ’τόν άνεμο τού πελάγου, σκορπούσε στά θέμελα τ’ουρανού σάν πελώριο φεγγίο. Στήν Ανατολή, τά βουνά τής Μικρασίας υψώνονταν σκοτεινά, μόλις χρωματισμένα απ’τίς κρεμεζιές αχτίδες τού φεγγαριού.
Τό βαπόρι πήρε στροφή καί μπήκε στό μπουγάζι τής Λέσβος, πού ο καιρός δέν τό’πιανε τόσο πολύ. Τά κύματα γίνηκαν μαλακότερα· μά χτυπούσαν τό σκάφος από δίπλα, κάντοντάς το νά μποτζάρη ενοχλητικά.
Τό γαλήνεμα τού ανέμου φαίνεται νά ξύπνησε τό Ῥώσο συνταγματάρχη απ’τόν όρθιο ύπνο του. Μέ νευρική χειρονομία πέταξε τήν σβηστή γόπα στό νερό. Κατόπι έβγαλε απ’την τσέπη τό μπουκάλι, τό κόλληξε στά χείλη του καί τό βύζαξε μέ βουλιμία.
- Έ, Νταβίντ Μπορίσιτς! Βλέπω πώς φροντίζεις γιά τήν κεντρική θέρμανση τού αμαρτωλού σαρκίου σου!
Ο συνταγματάρχης τράβηξε τήν μπουκάλα απ’τό στόμα του καί κοίταξε, μέ μάτι σκυθρωπό, τόν άνθρωπο πού τού μίλησε. Ήταν ένας άντρας ψηλός, λιγνός, ντυμένος μέ τήν σκοτεινόχρωμη τουλούπα τών Κοζάκων. Η αστραχάνινη παπάχα, στραβοβαλμένη στό ξουρισμένο κεφάλι του, τού’κρυβε τό δεξί αυτί. Οι κατακαίνουργες σπαλέτες πετούσαν μαλαματένιες σπίθες, κάτω απ’τό νυσταγμένο λαμπιόνι. Τό γαντοφορεμένο χέρι του έπαιζε νευρικά μ’ένα φίνο κουρμπάτσι.
Ο Κοζάκος προσπαθούσε νά σταθή ντούρος, δίχως νά τό κατορθώνη. Ήταν τό μπότζι τού βαποριού, πού τόν έκανε νά σαλεύη πέρα δώθε. Μά ήταν καί κάτι άλλο. Ο συνταγματάρχης τόν αναμέτρησε, απ’τήν κορφή ώς τά νύχια, μέ τό σκληρό του μάτι· καί μέ φωνή αυστηρή τό αποπήρε:
- Ίλαρχε Γιούγκερμαν, δέν είμαι ο Νταβίντ Μπορίσιτς, μά ο συνταγματάρχης Λιάπκιν. Πρέπει νά είσαι τύφλα στό μεθύσι, γιά νά ξεχνάς σέ τέτοιο σημείο τούς στρατιωτικούς κανονισμούς.
Ο Κοζάκος χαχάνισε περιφρονητικά, καί κάθησε πλάι στό συνταγματάρχη:
- Δέ βαριέσαι, αδερφάκι! Επειδή γλιτώσαμε από τού Μπολσεβίκους τίς στολές καί τίς επωμίδες μας, δέν σημαίνει πώς έχουμε καί τούς βαθμούς μας...
Τά φρύδια τού Λιάπκιν έσμιξαν άγρια:
- Τότε, βγάλε τίς επωμίδες σου καί πέτα τες στή θάλασσα, οπόταν θά’χης τό δικαίωμα νά μέ λές Νταβίντ Μπορίσιτς καί νά σέ λέω Βασίλη Κάρλοβιτς. Μά όσο επιμένουμε νά τίς έχουμε στούς ώμους μας, θά είσαι ο ίλαρχος Γιούγκερμαν καί θά είμαι ο συνταγματάρχης Λιάπκιν.
Ο Γιούγκερμαν σήκωσε τούς ώμους. Όλ’ αυτά δέν τά σκέφτηκε ποτέ. Ξακολουθούσε νά φορή τήν στολή τών Κοζάκων γιά τρείς λόγους: γιατί τού πήγαινε ωραία· γιατί τήν είχε συνηθίσει, καί γιατί δέν είχε άλλο ῥούχο νά φορέση. Όσο γιά τό βαθύτερο νόημα μιάς οποιασδήποτε στολής, δέν νοιάστηκε ποτέ· ούτε τόν καιρό πού ο συνταγματάρχης Λιάπκιν μπορούσε νά τού κοπανίση πενθήμερο περιορισμό γιά αντικανονικό χαιρετισμό ανωτέρου. Τώρα μάλιστα, πού τό οριστικό γκρέμισμα τού τσαρικού καθεστώτος ισοπέδωσε τά πάντα – όχι τόσο στή Ῥωσία, όσο στούς Άσπρους φυγάδες τού Εξωτερικού -, ο ίλαρχος Γιούγκερμαν νοιαζόταν γιά τίς σπαλέτες τού Λιάπκιν, τού Βράγγελ, τού Κολτσάκ καί τού Τσάρου – Θεός σ’χωρέσ’τον! – όσο καί γιά μιά παλιά κυλότα του, πού ξέχασε στό σπίτι μιάς Εβραίας, όταν οι Κόκκινοι μπήκαν στή Χερσώνα κάπως αναπάντεχα.
Μά ο Λιάπκιν επέμενε στή συζήτηση. Σάν Ῥώσος καθαρόαιμος, πού οι περιστάσεις τόν ανάγκασαν νά μήν ανοίξη τό στόμα του δώδεκα ώρες, πέθαινε γιά κουβέντα ανώτερη, φιλοσοφική, δίχως αρχή καί τέλος, χωρίς συγκεκριμένο σκοπό καί νόημα· φτάνει νά υπάρχουν πιθανότητες διαφωνίας, νά γίνη καυγατζίκος, ν’ανάψουν τά αίματα:
- Κατάλαβες, Γιούγκερμαν – άν καί τό ξερό φιλανδικό κεφάλι σου δέν κατάλαβε, ποτέ του, τίποτα! Όσο φοράς τίς επωμίδες τών Κοζάκων τής Φρουράς, έχεις καί τίς ανάλογες υποχρεώσεις.
Ο Γιούγκερμαν έσαξε τήν παπάχα πάνω στό ξουρισμένο κεφάλι του καί είπε μέ ύφος τάχα σοβαρό:
- Δέν μού λές, Νταβίντα Μπορίσιτς. Εσύ φοράς τίς επωμίδες τού συνταγματάρχη, κι εγώ τού ιλάρχου. Άν σέ βρίσω, μπορείς νά μέ κοπανίσης ένα μήνα φυλακή; Όχι! Τό λοιπόν, τίς φοράμε – δέν τίς φοράμε, τό ίδιο κάνει!
Τά μάτια τού Λιάπκιν πέταξαν σπίθες:
- Νά σού κοπανίσω ένα μήνα φυλακή, δέν μπορώ. Μά σ’αρπάζω απ’τό λαιμό καί σέ στέλνω μεζέ στά σκυλόψαρα!
Μιλώντας έτσι, άρπαξε τό Γιούγκερμαν απ’τό γιακά μέ τή χερούκλα του, καί τόν τράνταξε πέρα – δώθε.
- Έ! Λ! τραύλισε ο Γιούγκερμαν. Μή θυμώνης έτσι! Σατανά! Μ’έπνιξες! Στ’αστεία μιλούσα! Δέν μπορεί νά χωρατέψη κανείς μαζί σου!
Τό χέρι τού Λιάπκιν έπεσε άτονο. Τά μάτια του ξανασκοτείνιασαν:
- Ήσουν πάντα θρασύς καί παλιάνθρωπος. Κάτι τέτοιες κόνιδες, σάν κι εσένα, μόλυναν τό ρωσικό στρατό...
Ο Γιούγκερμαν τόν άφησε νά μιλάη, δίχως νά διαμαρτύρεται. Σαρκαστικό χαμόγελο παραμόρφωσε τά στενά του χείλια.
- Κάτι ήξερε ο Αρκάνωφ πού’θελε νά σέ νοτυφεκίση, ξακολούθησε ο Λιάπκιν, γιά εγκατάλειψη θέσεως ενώπιον τού εχθρού. Μά δέν τόν άφησαν... Άν είχαμε ξεπαστρέψει μερικά καθάρματα σάν τά μούτρα σου, δέν θά’χαμε καταντήσει αυτού πού βρισκόμαστε...
Σιωπή. Τό βαπόρι, τώρα, προχωρούσε στ’ακύμαντο μπουγάζι τής Λέσβος. Ο αγέρας είχε καταλαγιάσει· η θάλασσα φλοίσβιζε μέ τρελούς αφρούς. Απ’τήν κορφή τ’ουρανού, τό φεγγάρι φώτιζε τά ολόγκρεμα βουνά τής Μικρασίας καί τίς ολόφωτες πλαγιές τού νησιού. Μιά οσμή νυχτερινής υγρασίας, γεννημένη στίς ρίζες τού δάσους, αναδομένη απ’τούς κλώνους τών δέντρων, πλανιόταν πάνω στή θάλασσα, προάγγελος τής στεριάς στό θαλασσινό ταξιδιώτη. Κάποιο ξαστέρωμα στήν Ανατολή προμηνούσε τόν ερχομό τής αυγής.
- Αλήθεια, ρώτησε ο Γιούγκερμαν τό Λιάπκιν. Δέν μού πες πώς έτυχε νά συνταξιδεύουμε σέ τούτο τό βαπόρι...
Ο Λιάπκιν άναψε τσιγάρο· ρούφηξε τόν καπνό μέ λαιμαργία, κι αποκρίθηκε:
- Σάν μπήκαν οι Κόκκινοι στήν Οντέσα, έφυγα. Τί ήθελες νά κάνω; Πολέμησα, λαβώθηκα, σκοτώθηκα. Ποιό τό όφελος; Ο πόλεμος στίς στέπες τής Ουκρανίας ήταν φοβερός...
- Ναί, ξέρω, είπε ο Γιούγκερμαν.
- Τί ξέρεις; Εσύ, όταν δέν πλιατσικολογούσες, σέ κάποιο χωριό τών μετόπισθεν θά’χες κονεμένη τήν ίλη σου!
- Όχι δά, Νταβίντ Μπορίσιτς! Καί τό πλιάτσικο έχει τούς κινδύνους του!
Ο Λιάπκιν κάγχασε :
- Γιά νά τό λές εσύ, ο τόσο ειδικευμένος περί τά τοιαύταμ έτσι πρέπει νά’ναι! Εμείς όμως πού πολεμούσαμε μονάχα γιά τή Ῥωσία, είδαμε μαύρες μέρες πάνω στ’άσπρο χιόνι τής στέπας. Είμαστε ένας πρός δέκα. Οι Κόκκινες μεραρχίες κατέβαιναν απ’τό Βοριά, σάν αμέτρητα κοπάδια λύκων, διαφεντέψαμε τό άγιο χώμα τής πατρίδας μας σπιθαμή πρός σπιθαμή, μέ τήν ελπίδα πώς κάποτε θά γινόταν τό θάμα, νά ξεκαθαρίσουμε τήν άγια Ῥωσία απ’τήν κόκκινη πανούκλα...
Τά μάτια τού Λιάπκιν μισόκλεισαν· τό σβησμένο τσιγάρο τρεμούλιασε κάτω απ’τό μογγόλικο μουστάκι του. Τό πέταξε κι αυτό στή θάλασσα. Έβγαλε ξανά τήν μπουκάλα, ρούφηξε δυό γουλιές βότκα κι είπε μέ φωνή βραχνή:
- Φαίνεται πώς ο Θεός δέν ήταν μέ τό μέρος μας...
- Τί ανακατεύεις τό Θεό στίς υποθέσεις τών ανθρώπων; μουρμούρισε ο Γιούγκερμαν. Έχεις τήν ιδέα πώς ο Πανάγαθος κάνει πολιτική;
Ο Λιάπκιν τού’ριξε αυστηρή ματιά καί ξακολούθησε:
- Έφτασα στήν Πόλη. Οι τσέπες μου ήταν δίσκα στά ῥούβλια· μά μέ τήν οκά νά τά πουλούσες, δέν έπιανες τήν αξία τού χαρτιού. Τού κάκου προσπάθησα νά βρώ καμιά δουλειά. Ήταν, όμως, κι άλλος λόγος πού μ’ανάγκάσε νά φύγω από εκεί...
- Ποιός;
- Η συμμαχική κατοχή. Στήν Ουκρανία είχα γνωρίσει πολλούς από τούς Αγγλογάλλους αξιωματικούς πού βρίσκονταν στήν Πόλη. Άλλοτε, όταν τούς μιλούσα, στέκονταν κλαρίνο. Τώρα, όταν μέ συναντούσανμ γύριζαν τά μούτρα αλλού. Ένας συνταγματάρχης ανύπαρχτου στρατού, πού ψάχνει νά βρή δουλειά γκαρσονιού, γιά νά μήν πεθάνη τής πείνας... Τό ίδιο θά’κανα κι εγώ, άν ήμουν στήν θέση τους. Η επιμονή μου νά φορώ τή στολή, τούς ενοχλούσε...
- Γιατί δέν τήν έβγαζες;
- Κι εσύ, γιατί δέν τή βγάζεις;
Ο Γιούγκερμαν γέλασε:
- Εγώ; Μά δέν τά λογάριασα ποτέ αυτά. Εξ άλλου είμαι συνηθισμένος νά γυρίζουν οι άνθρωποι τά μούτρα τους αλλού, όταν μέ συναντούν...
- Βέβαια! παραδέχτηκε ο Λιάπκιν. Τέτοιος πού είσαι!
- Καί γι’αυτό έφυγες απ’τήν Πόλη;
- Ναί. Έμαθα πώς στήν Ελλάδα έχω ελπίδα νά βρώ καμιά δουλίτσα. Ίσα – ίσα νά τρώγω, νά κοιμάμαι καί νά’χω μιάν αξιόπρεπη στολή. Εκεί δέν μέ ξέρει κανείς, καί δέν ξέρω κανένα...
- Στήν Ελλάδα πηγαίνω κι εγώ, είπε ο Γιούγκερμαν. Δέν τά κακοπερνούσα στήν Πόλη, μά είχα ατυχίες. Κάποιος Εγγλέζος αστυνομικός παρεξήγησε κάτι επιχειρήσεις πού’κανα μέ κάποιον Αρμένη, καί μου’πε νά περάσω απ’τή Διασυμμαχική Αστυνομία. Προτίμησα νά μπαρκάρω στό πρώτο βαπόρι πού έφευγε. Κι επειδή έτυχε τό βαπόρι τούτο νά πηγαίνη στήν Ελλάδα, πηγαίνω εκεί κι εγώ...
Χαμογέλασε κι έβγαλε τό πορτοφόλι του:
- Ευτυχώς κατάφερα νά πάρω μαζί τά κεφάλαιά μου, πού, γιά κάθε ενδεχόμενο, τά είχα ρευστοποιήσει: δέκα χιλιάδες ελβετικά φράγκα. Τά βλέπεις; Μ’αυτά περνάω δυό χρόνια. Ύστερα, έχει ο Θεός...
Κάτω απ’τό μουστάκι τού Λιάπκιν σχεδιάστηκε ειρωνικό χαμόγελο:
- Δέν μού λές, Βασίλη Κάρλοβιτς; Από τό μισθό πού δέν σού’δινε ο Βράγγελ τά κονόμησες αυτά;
Ο Γιούγκερμαν σήκωσε τούς ώμους:
- Μήν είσαι κουτός! Μού τά’δωσε ένας Εβραίος, στή Χερσώνα, νά τού φυλάξω. Δέν τόν ξαναβρήκα· χάθηκε στήν αναμπουμπούλα. Θαρρώ πώς σκοτώθηκε...
- Καί σ’τά’δωσε ένα λεπτό ακριβώς προτού τόν σκοτώσουν. Δέν είν’έτσι;
- Τί κάθεσαι καί ψιλολογείς; Τό γεγονός είναι πώς τά χρήματα έμειναν σ’εμένα. Ήσαν πέντε χιλιάδες ελβετικά. Μέ κάτι επιχειρήσεις πού’κανα στήν Πόλη, τά τριπλασίασα. Αναγκάστηκα, όμως, νά δώσω πέντε χιλιάδες στόν Άγγλο αστυνομικό, γιά νά μή μέ πάη συνοδεία στήν Αστυνομία κι εκτεθώ στό δρόμο. Έτσι, μού απέμειναν δέκα χιλιάρικα.
- Καί δέν μού λές; Τί είδους επιχειρήσεις έκανες στήν Πόλη, μέ τόν Αρμένη;
- Χημικά καί φαρμακευτικά προϊόντα. Φέρναμε ενέσεις κακοντυλάτ, καί κινίνο χύμα. Μά κάποιος συναγωνιστής – ένας παλιάνθρωπος – είπε στήν Αστυνομία πώς τό κακοντυλάτ ήταν μορφίνη, καί τό κινίνο κοκαΐνη. Άειντε ν’αποδείξης τό αντίθετο στούς στενοκέφαλους Εγγλέζους αστυνομικούς! Προτίμησα, λοιπόν, νά φύγω γιά τήν Ελλάδα...
- Όπου οι Έλληνες αστυνομικοί είναι πλατιά πνεύματα, καί δέν υποψιάζονται άδικα τούς έντιμους εισαγωγείς χημικών καί φαρμακευτικών προϊόντων!
Γέλασαν κι οι δυό. Ο Γιούγκερμαν σηκώθηκε:
- Πάω γιά ύπνο. Θά σέ ξαναϊδώ πιό ύστερα.
- Καλύτερα νά μή μέ ξαναϊδής. Δέν είναι σωστό, εσύ, ένας επιβάτης τής πρώτης θέσης, νά κάνης παρέα μ’έναν επιβάτη τού καταστρώματος...
Ο Γιούγκερμαν κατάλαβε. Στάθηκε προσοχή, χτύπησε τίς σπιρουνάτες μπότες του, χαιρέτησε στρατιωτικά κι είπε:
- Όπως διατάζετε, κύριε συνταγματάρχα!
Έκανε αψεγάδιαστη μεταβολή. Τάκ-τάκ τά τακούνια· τζίγκ – τζίγκ τά σπιρούνια. Καί τράβηξε σκουντουφλώντας κατά τήν Α΄ θέση.
Τρία στά τέσσερα.
Δέν φιλοξενεί εθνικό δρυμό, δέν έχει τά μεγέθη καί τήν βαρύτητα τής Πάρνηθας αλλά πλέον η κατάσταση είναι τόσο επιβεβαρυμένη ώστε καί ένα δέντρο είναι σημαντικότατο. Άς γαμήσ*με καί τόν Υμηττό λοιπόν...
Νομίζω ότι όλη αυτή η φάση εξασφαλίζει σίγουρη αποκέντρωση... Δάκτυλος τών κρατούντων, κάποιας υπηρεσίας κατά τού υδροκεφαλισμού τής ελληνικής πολιτείας...
Ανακυκλώστε καί κάναν μαυρομάτη...
Τόσο επώδυνο είναι νά τό αντιληφθής; Τό λαμπρόν πεδίον δόξης τής άνθισης τού χρηματιστηρίου τότε, όταν όλοι οι έλληνες είχαμε γίνει σχεδόν στελέχη τής FED, παρήλθε...
Βγάλε λοιπόν αυτό τό μπλουτούθ ακουστικό απ’ τ’αυτί!
Ούτε ο Γκέητς σέ ψάχνει γιά κάποιες συμβουλές σου περί updates στά μετά-vista windows, ούτε ο Γκόρντον Μπράουν αδημονεί νά σ’ακούση νά αναλύης γιά τό ορθόν τάιμινγκ τής αποχωρήσεως από τό Ιράκ, ούτε καί η Ρένα Κουμιώτη ελυτείως, προσπαθεί μέσω έσού νά μάθη ποίος επιτέλους θά βρεί καί θά τής στείλει τό θαλα-θαλασσινό τριφύλλι...
Εξάλλου παιδιά δέν έχεις γιά νά ανησυχής, (εξαντλήσας γάρ τίς παρακαταθήκες σπέρματος από τήν ακατάσχετη μαλ*κία τόσα χρόνια) ούτε κάν γκόμενα ώστε νά μαδάς μαργαρίτες καθώς φιδάκι θά παίζης (καβουκίζων αμετανόητα, θύων στόν βωμό τών αξεπέραστων κι ανίατων συμπλεγμάτων σου). Καμία μά καμία δραστηριότης σου δέν ενέχει χρείαν συνεχούς καλωδιώσεως. Σιγά μήν μετακινηθή η κλίσις τού άξονος τής γής...
Παρασκευή, Ιουλίου 13, 2007
Καί καθώς μάς έβλεπε ο γλάρος νά κυλιόμαστε στήν άμμο...
Δέν είναι 15 λεπτά πού είμαι σ’αυτήν τήν κατάσταση. Μόλις πρίν από 15 λεπτά οπότε λόγω εντόνου οχλήσεως τής κύστης μου, έσπευσα στό αποχωρητήριο. Μιά χαύνωση, ένας αδιέξοδος εκνευρισμός λόγω τών προηγηθέντων μού τηρούσε ένα ασταθές βήμα. Δέν άναψα τό φώς, υπήρχε αρκετό τέτοιο από τό φινιστρίνι διαχυόμενο. Τά επιτοίχια πλακάκια γυάλιζαν, μ’απέσπασαν τήν προσοχή γιά λίγο, αρκετά λίγο μέχρι πού έφθασα στόν νιπτήρα. Πλησίασα, τέντωσα λίγο τά πόδια μου, κυττάχτηκα στόν καθρέπτη, έσκυψα καί αποκομβιώνοντας τό μοναδικό διάφανο κουμπί, έβγαλα έξω τήν νυχτερίδα μου, κι άρχιζα νά αποπεριεχομενίζω υγρά. Αφηρημένα ήλεγχα τήν ροή τών ούρων στόν νιπτήρα· πάει καιρός πού ένοιωθα μιά ακατανόητη ικανοποίηση επειδή κατουρούσα νιπτήρες σπιτιών αμφιτρυόνων μου κι επεδίωκα πάντα μ’αυτόν τόν τρόπο αφύγροσή μου. Ζέση μπορεί νά μήν υπήρχε πιά αλλά η έξις, έξις. Ήτο έθιμον. Ο λαρυγγιστικός ήχος τών υγρών στό σιφόνι χάλασε τήν τού δωματίου ησυχία τής οποίας πάντως ο επιθανάτιος ρόγχος ήταν τό κλίκ τού διακόπτου τής λάμπας. Ταυτόχρονα άνοιξε η θύρα καί ένα χασμουρητό διεκόπη απότομα στό στόμα τής καλής μου η οποία τί πιό φυσικό; τήν εκάλει η φύσις κι χρειαζόταν τήν τουαλέττα. Ένα συγγνώμη της πήρε τήν θέση τού χασμουρητού καί τέλος μιά μεταβολή της, απεμακρύνθη. Αιφνιδιάστηκα, ένοιωσα μιά ήπια αλμύρα στήν ουρήθρα μου, γαμώτο! Μέ είδε! Μέ είδε νά κατουρώ ουχί ορθοδόξα αλλά νά λερώνω τόν νιπτήρα τού αποχωρητηρίου τού σκάφους τού πατρός της. Δέν τίναξα ποσώς τό εμετίζον όργανό μου, ούτε κάν τό έσιαξα στό λευκό βρακάκι μου, παρά μόνον έτρεξα πίσω της προσπαθώντας έν στενοτάτω χρονικώ κύκλω νά επινοήσω εδάφια άλλοθι.
- Λουκρητίααααα! Έλα βρέ μωρό μου! Δέν είναι.......
Αντανακλάσεις τού επίμονου πρασινογάλανου υγρού μέ τυφλώνουν καθώς καθρεφτίζουν τόν νοτίου ημισφαιρίου ήλιο, άσε πού στρεβλώνει τά τής τού λάπτοπ οθόνης. Αααααχ, καλοκαίρι! Παίζω κρεμάλα στό πισάκι μου, είμαι στό χαγιάτι τού ιστιοφόρου, αραγμένος ανάσκελα σέ μιά σαίζ λόνγκ-ερ, προκαλώντας διά τών χειλέων μου, κολπικό οργασμό στό καλαμάκι τής πίνας τής κολάντας. Η ρινίτιδά μου μού δυσκολεύει τά χαμπάρια τής μυρωδιάς καρύδος by πίζ μπουίν στό πλαδαρό καί κυτταριδιασμένο κορμί μου, χαρακτηριστικά τά οποία όμως ουδόλως επηρέασαν μιάν κλειτοριδούχο χόμο σάπιενς. Αποκαμωμένη γάρ κοιμάται στήν άνευ κουνουπιέρας καρακρεβατάρα μου, ένεκα η ψεσινοβραδυνή επαγγελματικών επιδόσεων γκουσγκουνίασή μου! Ρουφάω διά τού καλαμακίου τά έσχατα μεινάρια τού ποτού καραθορυβωδώς, πιότερο φασαριόζικα ρεύομαι, γελάω μέ τήν αναισχυντάδα μου, ειδικά διότι παρατηρώ αποδοκιμασίας χαρακτηριστικά στό πρόσωπο τού ανατολικοτιμοριανού μούτσου (καλά, επιστάτης καταστρώματος, οκ!). Ψάχνω γιά κάποιον από τό υπηρετικόν μου προσωπικό, α! νά κάποιος! Μιά πάσχουσα από γιγαντομαστία Ισλανδή μαγείρισσα ψάχνει ξέμπαρκα σαλιγκάρια σκαλίζοντας τό μέρος πού καταλαμβάνει ένα σιχαμένα βρώμικο ρεμέντζο. «Σβέριν! Σβέριν!» Τήν καί τής φωνάζω νά μού ετοιμάση λίγο μπουγιουρντί. Σφίγγω τίς παλάμες μου, τίς κουνώ παλινδρομικά μέ τούς αντίχειρες πρός τά κάτω θέλων νά τής δείξω νά τό γιομίση πιπεριά καυτερή πιπεριά. Μού χαμογελά - τεκμήριο τού ότι μέ κατάλαβε καί ανεμίζει τό μπούστο της – τεκμήριο τού ότι μέ κατάλαβε καλά. Σταματά ελάχιστα πρίν αρχίση τσούναμος στόν ωκεανό διά τού φλαμπουρίσματος τών γκαλακτοφόρων αποθηκών της (άχ αυτός ο Ινδικός!) καί κατευθύνεται στήν κουζίνα. Ακολουθώ τόν χορό τών καπουλιών της μέχρι πού δύουν πίσω από τά κουφώματα τής θύρας τής εισόδου, φφφφ ζέστη έχω κοκκινήσει, σταλαγματιές αιμοσφαιρίων πιτσιλώνουν τήν βάλανό μου, άχ τήν θέλω, τήν μπιτσάρα! Τό ανεμιστηράκι τού λαπτοπακίου όμως στοχεύει τό άτιμο, σέ μέρος μούστου... Φεύ! Άσε πού κάπου εδώ κυκλοφορεί η καλή μου, άχ τί καλά καλή, απίστευτα καλή! Μπορεί η Σβέριν τώρα νά απασχολή τά χέρια της σέ γαλακτερά καί καίοντα αντικείμενα ένεκα τό μπουγιουρντί αλλά θά βάλω κι εγώ τήν καλή μου νά αφιερωθή σέ επίσης γαλακτερά σέ επίσης καίοντα προϊόντα τής ανατομίας μου. Έφυγα! Σ’αναμονή ο πισής καί ... Ρά ρά ράσπουτιιιιιν!
- Λουκρητίααααα! Έλα βρέ μωρό μου! Δέν είναι αυτό πού νομίζεις! Δέν διέκρινα καλά... Εντάξει, λάθος μου, τό παραδέχομαι... Τί πρέπει νά γίνη; Καλέ στάσου... Έλααα! Είναι καί κάτι άλλο! Έλα! Δέν μπορώ νά σού πώ ακριβώς... Συγγνώμη! Πρέπει νά σού εξηγήσω... Ηρέμησε! Ηρέμησε! Δέν φταίω! Όχι! Εσύ... Εσύ φταίς... Ναί... Εσύ... Επέμενες γάρ... Ήθελες ταινία χθές! Ναι! Σέ έπιασε τό σινεφίλ! Τήν είδες Ραφαηλίδης καί ζήτησες κάτι ελαφρύ αλλά καί εξεζητημένο συνάμα... Προτίμησες αυτόν τόν σκωτσέζο τενεκέ, τό trainspotting… Εγώ φταίω λοιπόν; Μέ τί όρεξη νά προσεγγίσω τόν απόπατο όταν σφαλιάρες μού έδιναν τά καρέ τού έργου μέ τήν worst toilet in Scotland? Ε;
Πέμπτη, Ιουλίου 12, 2007
Τριτόκλιτο.
- Όλα όσα είπες, Ευγένιε Παύλοβιτς, μού φαίνονται σάν αστεία, έκανε σοβαρά ο πρίγκηπας Στσ.
- Εγώ δέν μπορώ νά κρίνω τούς λιμπεραλίστες, - είπε η Αλεξάνδρα Ιβάνοβνα, - άκουσα όμως μέ αγανάκτηση τήν σκέψη σας: πήρατε μιά μεμονωμένη περίπτωση καί τήν κάνατε γενικό κανόνα, πράγμα πού σημαίνει πώς όσα είπατε είναι συκοφαντίες.
- Τί γνώμη έχετε γιά τήν μεμονωμένη περίπτωση, πρίγκηψ; είπε ο Ευγένιος Παύλοβιτς.
- Θά πρέπει νά ομολογήσω πώς δέν έχω κάνει σχεδόν καθόλου παρέα μέ λιμπεραλίστες, - είπε ο πρίγκηπας. Μού φαίνεται όμως πώς ώς ένα σημείο έχετε δίκιο, ο ρωσικός λιμπεραλισμός έχει ώς ένα σημείο τήν τάση νά μισεί τήν ίδια τήν Ρωσία καί όχι μονάχα τήν τάξη τών πραγμάτων της. Φυσικά, αυτό δέν είναι απόλυτο καί δέν μπορεί νά εφαρμόζεται σέ όλους...
Μάσησε τά λόγια του καί δέν τελείωσε. Παρ’όλη τήν ταραχή του, η συζήτηση τού είχε κινήσει πολύ τό ενδιαφέρον. Άκουγε πάντα μέ αφελέστατη προσοχή κάτι πού τόν ενδιέφερε καί απαντούσε πολύ σοβαρά όταν τύχαινε νά τού κάνουν κάποιαν ερώτηση. Καί, μ’όλο πού ο Ευγένιος Παύλοβιτς τού μίλαγε πάντα μέ κάποιαν ειρωνεία, αυτήν τήν φορά σάν άκουσε τήν απάντησή του, τόν κύτταξε μέ μιάν υπερβολική σοβαρότητα, σάν νά μήν περίμενε ποτέ του μιά τέτοια απάντηση από τόν πρίγκηπα.
- Ώστε... στ’αλήθεια, - πρόφερε – μού απαντήσατε λοιπόν σοβαρά, πρίγκηψ;
- Μά μήπως δέν μέ ρωτήσατε σοβαρά; Απάντησε εκείνος κατάπληκτος.
Όλοι γελάσανε.
Ο Ηλίθιον – Φ. Ντοστογιέφκσι
Τρίτη Πέμπτη, μακαρόνια, φάτε μάγκες, βγάλτε χρόνια...
Αγαπουλίνι; Ποιός ήταν, θυμάσαι; Ο Τσεζάρε Μπεκαρία! Αυτός πού πίστευε στόν σωφρονισμό, αυτός πού εισήγαγε τέτοιες έννοιες στήν δικαιοσύνη, γιά τό ότι η φυλάκιση, η ποινή δέν (πρέπει νά) έχει νόημα εκδίκησης αλλά σωφρονισμού. Ήγγικεν η ώρα γιά πλήρη επιβεβαίωση τής θεωρίας του. Οι δύο ήρωές μας, στήν κενωνία μας ατσαλάκωτοι, θά δουλέψουν γιά τό κοινό καλό! Ζήτωσαν οι νιόφερτοι!
Ελεύθεροι αφέθηκαν οι Θωμάς Σερίφης και Σωτήρης Κονδύλης Αποφυλακίστηκαν την Τρίτη οι Θωμάς Σερίφης και Σωτήρης Κονδύλης, οι οποίοι είχαν καταδικαστεί σε κάθειρξη για την υπόθεση της 17 Νοέμβρη. Σύμφωνα με το βούλευμα, οι Θ.Σερίφης και Σ.Κονδύλης έπειτα από πέντε χρόνια στη φυλακή εξέτισαν τα τρία πέμπτα της ποινής τους και αφήνονται ελεύθεροι με περιοριστικούς όρους. Ο Θωμάς Σερίφης είχε καταδικαστεί πρωτόδικα σε 17 χρόνια, ενώ στο Εφετείο η ποινή του μειώθηκε στα οκτώ χρόνια. Ο Σωτήρης Κονδύλης είχε καταδικαστεί πρωτόδικα σε 25 χρόνια και στο Εφετείο η ποινή του μειώθηκε σε 11χρόνια. Οι περιοριστικοί όροι που τους επιβλήθηκαν προβλέπουν απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, εμφάνιση στο αστυνομικό τμήμα κάθε 1η και 15 του μηνός και δήλωση μόνιμης διαμονής.
Τετάρτη, Ιουλίου 11, 2007
Tί μαθαίνεις μέ τρία ευρώ!
Πώς μπορεί νά εξηγηθή λοιπόν , πώς μπορεί νά συνδυαστή μιά παρακαταθήκη ηρωισμού, αυταπάρνησης, εθνικισμού (μέ τήν αυθεντική του έννοια βεβαίως κι όχι όπως τήν ερμηνεύει ο Ιός κι ό πάσα ένας ελληνόφοβος) τήν οποίαν δημιούργησε ο παππούς, μέ τήν πεισματική υποστήριξη, επίμονη κάλυψη επιστημόνων οι οποίοι χωρίς αιδώ "συνώστισαν" σέ ένα σχολικό εγχειρίδιο τόνους χολερικών συμπλεγμάτων κατά τού ελληνικού πνεύματος;
Ε; Πώς μπορεί νά εξηγηθή;
Καί κάτι πολύ σημαντικό, πού μαρτυρά τήν θέση τού πρωθυπουργού*: Στην ίδια εκπομπή, η υπουργός διεβεβαίωσε ότι ουδέποτε ο Καραμανλής τής ζήτησε νά αποσύρη τό βιβλίο τής Ρεpussy.
Η είδηση από τήν στήλη «στα πεταχτά» τού Θεόδωρου Χατζηγώγου στήν Α1.
Η υπόθεση τού βιβλίου τής έκτης δημοτικού πού γενικώς έχει κουράσει, απησχόλησε προσφάτως τόν Τάκη Θεοδωρόπουλο στά Νέα. Μεταξύ άλλων γράφει:
«Και κάπως έτσι φτάνουμε στο περίφημο εκείνο «συνωστίζονταν». Αστοχία γλωσσικού υλικού, θα μου πείτε, αντίστοιχη με εκείνην που παρατηρείται στις ημέρες καύσωνα με τους μετασχηματιστές της ΔΕΗ. Θα διορθωθεί πάραυτα, μας διαβεβαιώνουν οι συγγραφείς. Και όντως, κάτι τέτοιο, δεν είναι δα και δύσκολο να διορθωθεί. Εκείνο όμως που είναι δύσκολο να διορθωθεί, δεν είναι θέμα συνεργείου, είναι η αντίληψη η οποία οδήγησε στην άνετη εκείνη διατύπωση του «συνωστίζονταν».
Περισσότερα εδώ, τό άρθρο πολύ δυνατό.
* τού οποίου πρωθυπουργού μέ περηφάνεια παρουσιάζονται τά μεσαία» πεπραγμένα σέ ένθετο (αφιέρωμα στό συνέδριο τής ΝΔ) τού Τύπου τής Κυριακής:
«Πρώτα μίλησε γιά “μεσαίο χώρο”, όρο πού είχε επινοήσει πρώτος ο στενός συνεργάτης τού Ευ. Αβέρωφ, Χαρίτων Κορυζής. Από τίς δημοτικές τού’98 πέτυχε συνεργασία μέ δυνάμεις τής Αριστεράς. Ακολούθησε η προσέγγισή του μέ τούς Χ. Φλωράκη – Λ. Κύρκο, οι επισκέψεις στά ξερονήσια, στίς εκδηλώσεις τής ΕΔΑ, γιά νά καταλήξη νά δηλώνη στό περιοδικό «Διαβάζω» ότι μελετά τόν Μάρξ καί νά χρησιμοποιή στίς ομιλίες του τό 2004 τσιτάτα τού Λένιν! («Τώρα είναι η ώρα» είπε στήν κεντρική του ομιλία στό Πεδίον τού Άρως). Εγκατέλειψε τόν εθνοκεντρισμό τής περιόδου 93-96 καί πήγε στό συνέδριο τού υποψηφίου πρωθυπουργού Τ. Ερντογάν τό καλοκαίρι τού 2003. Έδειξε εμπράκτως ότι σέβεται μέ τήν κατασκευή τού Μουσείου εκτελεσθέντων αγωνιστών καισαριανής καί μέ τήν κατασκευή μουσείου μνήμης ιστορίας στήν Γυάρο. (...) Ιδεολογικά η μεταλλαγή άρχισε λίγο πρίν από τίς ευρωεκλογές τού 1999. Ο κος Καραμανλής άρχισε νά μιλά γιά τόν «μεσαίο χώρο», γιά νά καταλήξη λίγο πρίν από τίς εκλογές τού 2004 νά χαρακτηρίση τήν ΝΔ “Μή Δεξιά”»
Όλα αυτά τά δημοσιεύματα/επιτεύγματα παρουσιάζονται εμποροπανηγυριστί από τόν Τύπο τής Κυριακής, ο οποίος κατά τ’άλλα, σέ γειτονικές σελίδες προσπαθεί εναγωνίως νά μετριάση τήν φυγή κουκιών πρός τόν Λαός.