Τό πρώτον κεφάλαιον τού «Γιούγκερμαν»
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΝΟΣ ΚΟΖΑΚΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Πώς καί γιατί ο συνταγματάρχης Λιάπκιν κι ο ίλαρχος Γούγκερμαν μπάρκαραν στήν Πόλη γιά τόν Πειραιά.
Η «Κλεοπάτρα», βγαίνοντας απ’τό μπουγάζι τών Δαρδανελιών, βρήκε ένα Μαΐστρο-τραμουντάνα, πού κατεβαίνε παγωμένος απ’τούς κάμπους τής Θράκης. Πρίν προφτάση νά πάρη στροφή αριστερά, γιά νά γυρίση τήν μάσκα τής πρύμης στόν καιρό, τά κύματα χίμηξαν ακράτητα καί γέμισαν αφρούς τήν κουβέρτα. Οι επιβάτες τού καταστρώματος ξύπνησαν ξαφνιασμένοι απ’τ’αρμυρό νερό πού τούς έλουζε. Μέσα στό μισοσκόταδο τών κουραδόρων, τ’απότομο μποτζάρισμα έριξε ανθρώπους καί μπαγκάζια σ’ανακάτεμα κωμικοτραγικό. Σύντομα όμως διαλύθηκε ο μικροπανικός. Ύστερ’ από δύο τρία χοροπηδήματα, τό καράβι ήρθε στήν καινούργια του ῥότα, κατά τήν Όστρια, έχοντας τόν καιρό στήν δεξιά μάσκα τής πρύμης. Τό ενοχλητικό μπότζι, τό διαδέχτηκε μαλακό σκαμπανέβασμα. Η ησυχία απλώθηκε ξανά στό μεγάλο βαπόρι.
Στήν κουβέρτα τής πρύμης, πάνω σ’ένα κασόνι, ένας άντρας ήταν καθισμένος. Ο διακαμός του μόλις ξεχώριζε κάτω απ’τ’αδύναμο φώς ενός μισοκοιμισμένου λαμπιονιού. Ψηλός καί γεροδεμένος φαινόταν νά’ναι. Καθώς ο σηκωμένος γιακάς τής στρατιωτικής χλαίνης καί τό χωμένο ώς τά φρύδια πηλίκιο τού’κρύβαν τό μισό πρόσωπο, δέν ξεχώριζε παρά ένα φαρδύ σταχτύ μουστάκι, πού’πεφτε πάνω σέ σαγόνι τετράγωνο, χοντροπελεκημένο. Μιά σβησμένη γόπα ήταν, από ώρες κολλημένη στά χείλια του. Πλάι στό κασόνι κειτόταν μιά βαλίτζα παλιά, ξεφτισμένη, δεμένη μέ σπάγγους. Σέ τούτο τό αρκετά κακοπαθιασμένο σουλούπι, δυό πλατιές χρυσές σπαλέτες, θαμπές καί τσαλακωμένες από’να παγκόσμιο καί δυό εμφύλιους πολέμους, έδιναν κάποιον αέρα μεγαλοπρέπειας. Δυό σπαλέτες συνταγματάρχη τού ῥωσικού στρατού: τού στρατού τού Θεού καί τού Τσάρου.
Τό ξεροβόρι πού σάρωνε τήν νυχτερινή θάλασσα, δέν φαινόταν νά ενοχλή τό συνταγματάρχη. Είχε τό μάτι του καρφωμένο μπροστά, σέ κάποιο αόριστο σημάδι τού ορίζοντα· τόσο ασάλευτα καρφωμένο, πού ήταν φανερό πώς δέν έβλεπε τίποτα. Ίσως ο λεγάμενος νά ήταν συγκεντρωμένος στόν εαυτό του, αδιαφορώντας γιά τά στοιχεία πού λυσσομανούσαν ολόγυρά του. Ίσως, πάλι, η νιρβανική του αφαίρεση νά χρωστιόταν σέ μιά μπουκάλα βότκα, πού τό χέρι του χάιδευε στοργικά στή βαθιά τσέπη τής χλαίνης του.
Ψηλά στόν ουρανό, τ’αστέρια κυλούσαν τό μονότονο δρόμο τής αιωνιότητας, ανάμεσα στά ξεφτισμένα σύννεφα τ’ανέμου. Κατά τά μεσάνυχτα, πίσω απ’τά βουνά τής Τροίας, τό φεγγάρι τής χάσης πρόβαλε πορφυρό κι ακαθόριστο. Η καμπάνα τής πλώρης σήμανε σκάντζα – βάρδια. Μερικοί ναύτες δρασκέλισαν τήν κουβέρτα, πηγαίνοντας στά πόστα τους, ενώ άλλοι κατέβηκαν στό καμπούνι τής πλώρης, νά κοιμηθούν. Κάποιος θερμαστής, πασπαλισμένος καρβουνόσκονη, σκυμμένος στά ῥέλια, τραγουδούσε μελωδικά τήν παλιά καντσονέτα τής πατρίδας του, τής Νάπολης:
Sul mare lucido
L’astro d’argento…
Μά ούτε η θάλασσα ήταν διάφανη, ούτε τό φεγγάρι ασημένιο. Η Τραμουντάνα κάλπαζε στά κύμματα, σάν ξεχαλινωμένη Βαλκυρία. Απ’τίς καμπίνες, απ’τούς κουραδόρους, από παντού αναδυνόταν, πρός τό κατάστρωμα, ο βόγγος κι η μπόχα τής ναυτίας. Τά κύματα, γοργότερ’ απ’τό δρόμο τού καραβιού, προφταίναν απανωτά τήν πρύμη κι έσπαγαν στίς λαμαρίνες της μέ μανία. Η πορπέλα πάλευε αγκομαχώντας μέσ’ στήν αστάθεια τών οργισμένων νερών. Άλλοτε περιστρεφόταν μέ κόπο μέσ’ στά βάθη τών νερένιων όγκων· άλλοτε γύριζε σάν τρελή ανάμεσα στό αφρό τών κυμάτων.
Πέρα, κάτω, στόν ορίζοντα τού Νοτιά, αχνογράφηκαν τά βουνά τής Μυτιλήνης, στεφανωμένα πύρινη λάμψη. Κάποιο δάσος πρέπει νά καιγόταν· κι η φωτιά, θρεμμένη απ’τόν άνεμο τού πελάγου, σκορπούσε στά θέμελα τ’ουρανού σάν πελώριο φεγγίο. Στήν Ανατολή, τά βουνά τής Μικρασίας υψώνονταν σκοτεινά, μόλις χρωματισμένα απ’τίς κρεμεζιές αχτίδες τού φεγγαριού.
Τό βαπόρι πήρε στροφή καί μπήκε στό μπουγάζι τής Λέσβος, πού ο καιρός δέν τό’πιανε τόσο πολύ. Τά κύματα γίνηκαν μαλακότερα· μά χτυπούσαν τό σκάφος από δίπλα, κάντοντάς το νά μποτζάρη ενοχλητικά.
Τό γαλήνεμα τού ανέμου φαίνεται νά ξύπνησε τό Ῥώσο συνταγματάρχη απ’τόν όρθιο ύπνο του. Μέ νευρική χειρονομία πέταξε τήν σβηστή γόπα στό νερό. Κατόπι έβγαλε απ’την τσέπη τό μπουκάλι, τό κόλληξε στά χείλη του καί τό βύζαξε μέ βουλιμία.
- Έ, Νταβίντ Μπορίσιτς! Βλέπω πώς φροντίζεις γιά τήν κεντρική θέρμανση τού αμαρτωλού σαρκίου σου!
Ο συνταγματάρχης τράβηξε τήν μπουκάλα απ’τό στόμα του καί κοίταξε, μέ μάτι σκυθρωπό, τόν άνθρωπο πού τού μίλησε. Ήταν ένας άντρας ψηλός, λιγνός, ντυμένος μέ τήν σκοτεινόχρωμη τουλούπα τών Κοζάκων. Η αστραχάνινη παπάχα, στραβοβαλμένη στό ξουρισμένο κεφάλι του, τού’κρυβε τό δεξί αυτί. Οι κατακαίνουργες σπαλέτες πετούσαν μαλαματένιες σπίθες, κάτω απ’τό νυσταγμένο λαμπιόνι. Τό γαντοφορεμένο χέρι του έπαιζε νευρικά μ’ένα φίνο κουρμπάτσι.
Ο Κοζάκος προσπαθούσε νά σταθή ντούρος, δίχως νά τό κατορθώνη. Ήταν τό μπότζι τού βαποριού, πού τόν έκανε νά σαλεύη πέρα δώθε. Μά ήταν καί κάτι άλλο. Ο συνταγματάρχης τόν αναμέτρησε, απ’τήν κορφή ώς τά νύχια, μέ τό σκληρό του μάτι· καί μέ φωνή αυστηρή τό αποπήρε:
- Ίλαρχε Γιούγκερμαν, δέν είμαι ο Νταβίντ Μπορίσιτς, μά ο συνταγματάρχης Λιάπκιν. Πρέπει νά είσαι τύφλα στό μεθύσι, γιά νά ξεχνάς σέ τέτοιο σημείο τούς στρατιωτικούς κανονισμούς.
Ο Κοζάκος χαχάνισε περιφρονητικά, καί κάθησε πλάι στό συνταγματάρχη:
- Δέ βαριέσαι, αδερφάκι! Επειδή γλιτώσαμε από τού Μπολσεβίκους τίς στολές καί τίς επωμίδες μας, δέν σημαίνει πώς έχουμε καί τούς βαθμούς μας...
Τά φρύδια τού Λιάπκιν έσμιξαν άγρια:
- Τότε, βγάλε τίς επωμίδες σου καί πέτα τες στή θάλασσα, οπόταν θά’χης τό δικαίωμα νά μέ λές Νταβίντ Μπορίσιτς καί νά σέ λέω Βασίλη Κάρλοβιτς. Μά όσο επιμένουμε νά τίς έχουμε στούς ώμους μας, θά είσαι ο ίλαρχος Γιούγκερμαν καί θά είμαι ο συνταγματάρχης Λιάπκιν.
Ο Γιούγκερμαν σήκωσε τούς ώμους. Όλ’ αυτά δέν τά σκέφτηκε ποτέ. Ξακολουθούσε νά φορή τήν στολή τών Κοζάκων γιά τρείς λόγους: γιατί τού πήγαινε ωραία· γιατί τήν είχε συνηθίσει, καί γιατί δέν είχε άλλο ῥούχο νά φορέση. Όσο γιά τό βαθύτερο νόημα μιάς οποιασδήποτε στολής, δέν νοιάστηκε ποτέ· ούτε τόν καιρό πού ο συνταγματάρχης Λιάπκιν μπορούσε νά τού κοπανίση πενθήμερο περιορισμό γιά αντικανονικό χαιρετισμό ανωτέρου. Τώρα μάλιστα, πού τό οριστικό γκρέμισμα τού τσαρικού καθεστώτος ισοπέδωσε τά πάντα – όχι τόσο στή Ῥωσία, όσο στούς Άσπρους φυγάδες τού Εξωτερικού -, ο ίλαρχος Γιούγκερμαν νοιαζόταν γιά τίς σπαλέτες τού Λιάπκιν, τού Βράγγελ, τού Κολτσάκ καί τού Τσάρου – Θεός σ’χωρέσ’τον! – όσο καί γιά μιά παλιά κυλότα του, πού ξέχασε στό σπίτι μιάς Εβραίας, όταν οι Κόκκινοι μπήκαν στή Χερσώνα κάπως αναπάντεχα.
Μά ο Λιάπκιν επέμενε στή συζήτηση. Σάν Ῥώσος καθαρόαιμος, πού οι περιστάσεις τόν ανάγκασαν νά μήν ανοίξη τό στόμα του δώδεκα ώρες, πέθαινε γιά κουβέντα ανώτερη, φιλοσοφική, δίχως αρχή καί τέλος, χωρίς συγκεκριμένο σκοπό καί νόημα· φτάνει νά υπάρχουν πιθανότητες διαφωνίας, νά γίνη καυγατζίκος, ν’ανάψουν τά αίματα:
- Κατάλαβες, Γιούγκερμαν – άν καί τό ξερό φιλανδικό κεφάλι σου δέν κατάλαβε, ποτέ του, τίποτα! Όσο φοράς τίς επωμίδες τών Κοζάκων τής Φρουράς, έχεις καί τίς ανάλογες υποχρεώσεις.
Ο Γιούγκερμαν έσαξε τήν παπάχα πάνω στό ξουρισμένο κεφάλι του καί είπε μέ ύφος τάχα σοβαρό:
- Δέν μού λές, Νταβίντα Μπορίσιτς. Εσύ φοράς τίς επωμίδες τού συνταγματάρχη, κι εγώ τού ιλάρχου. Άν σέ βρίσω, μπορείς νά μέ κοπανίσης ένα μήνα φυλακή; Όχι! Τό λοιπόν, τίς φοράμε – δέν τίς φοράμε, τό ίδιο κάνει!
Τά μάτια τού Λιάπκιν πέταξαν σπίθες:
- Νά σού κοπανίσω ένα μήνα φυλακή, δέν μπορώ. Μά σ’αρπάζω απ’τό λαιμό καί σέ στέλνω μεζέ στά σκυλόψαρα!
Μιλώντας έτσι, άρπαξε τό Γιούγκερμαν απ’τό γιακά μέ τή χερούκλα του, καί τόν τράνταξε πέρα – δώθε.
- Έ! Λ! τραύλισε ο Γιούγκερμαν. Μή θυμώνης έτσι! Σατανά! Μ’έπνιξες! Στ’αστεία μιλούσα! Δέν μπορεί νά χωρατέψη κανείς μαζί σου!
Τό χέρι τού Λιάπκιν έπεσε άτονο. Τά μάτια του ξανασκοτείνιασαν:
- Ήσουν πάντα θρασύς καί παλιάνθρωπος. Κάτι τέτοιες κόνιδες, σάν κι εσένα, μόλυναν τό ρωσικό στρατό...
Ο Γιούγκερμαν τόν άφησε νά μιλάη, δίχως νά διαμαρτύρεται. Σαρκαστικό χαμόγελο παραμόρφωσε τά στενά του χείλια.
- Κάτι ήξερε ο Αρκάνωφ πού’θελε νά σέ νοτυφεκίση, ξακολούθησε ο Λιάπκιν, γιά εγκατάλειψη θέσεως ενώπιον τού εχθρού. Μά δέν τόν άφησαν... Άν είχαμε ξεπαστρέψει μερικά καθάρματα σάν τά μούτρα σου, δέν θά’χαμε καταντήσει αυτού πού βρισκόμαστε...
Σιωπή. Τό βαπόρι, τώρα, προχωρούσε στ’ακύμαντο μπουγάζι τής Λέσβος. Ο αγέρας είχε καταλαγιάσει· η θάλασσα φλοίσβιζε μέ τρελούς αφρούς. Απ’τήν κορφή τ’ουρανού, τό φεγγάρι φώτιζε τά ολόγκρεμα βουνά τής Μικρασίας καί τίς ολόφωτες πλαγιές τού νησιού. Μιά οσμή νυχτερινής υγρασίας, γεννημένη στίς ρίζες τού δάσους, αναδομένη απ’τούς κλώνους τών δέντρων, πλανιόταν πάνω στή θάλασσα, προάγγελος τής στεριάς στό θαλασσινό ταξιδιώτη. Κάποιο ξαστέρωμα στήν Ανατολή προμηνούσε τόν ερχομό τής αυγής.
- Αλήθεια, ρώτησε ο Γιούγκερμαν τό Λιάπκιν. Δέν μού πες πώς έτυχε νά συνταξιδεύουμε σέ τούτο τό βαπόρι...
Ο Λιάπκιν άναψε τσιγάρο· ρούφηξε τόν καπνό μέ λαιμαργία, κι αποκρίθηκε:
- Σάν μπήκαν οι Κόκκινοι στήν Οντέσα, έφυγα. Τί ήθελες νά κάνω; Πολέμησα, λαβώθηκα, σκοτώθηκα. Ποιό τό όφελος; Ο πόλεμος στίς στέπες τής Ουκρανίας ήταν φοβερός...
- Ναί, ξέρω, είπε ο Γιούγκερμαν.
- Τί ξέρεις; Εσύ, όταν δέν πλιατσικολογούσες, σέ κάποιο χωριό τών μετόπισθεν θά’χες κονεμένη τήν ίλη σου!
- Όχι δά, Νταβίντ Μπορίσιτς! Καί τό πλιάτσικο έχει τούς κινδύνους του!
Ο Λιάπκιν κάγχασε :
- Γιά νά τό λές εσύ, ο τόσο ειδικευμένος περί τά τοιαύταμ έτσι πρέπει νά’ναι! Εμείς όμως πού πολεμούσαμε μονάχα γιά τή Ῥωσία, είδαμε μαύρες μέρες πάνω στ’άσπρο χιόνι τής στέπας. Είμαστε ένας πρός δέκα. Οι Κόκκινες μεραρχίες κατέβαιναν απ’τό Βοριά, σάν αμέτρητα κοπάδια λύκων, διαφεντέψαμε τό άγιο χώμα τής πατρίδας μας σπιθαμή πρός σπιθαμή, μέ τήν ελπίδα πώς κάποτε θά γινόταν τό θάμα, νά ξεκαθαρίσουμε τήν άγια Ῥωσία απ’τήν κόκκινη πανούκλα...
Τά μάτια τού Λιάπκιν μισόκλεισαν· τό σβησμένο τσιγάρο τρεμούλιασε κάτω απ’τό μογγόλικο μουστάκι του. Τό πέταξε κι αυτό στή θάλασσα. Έβγαλε ξανά τήν μπουκάλα, ρούφηξε δυό γουλιές βότκα κι είπε μέ φωνή βραχνή:
- Φαίνεται πώς ο Θεός δέν ήταν μέ τό μέρος μας...
- Τί ανακατεύεις τό Θεό στίς υποθέσεις τών ανθρώπων; μουρμούρισε ο Γιούγκερμαν. Έχεις τήν ιδέα πώς ο Πανάγαθος κάνει πολιτική;
Ο Λιάπκιν τού’ριξε αυστηρή ματιά καί ξακολούθησε:
- Έφτασα στήν Πόλη. Οι τσέπες μου ήταν δίσκα στά ῥούβλια· μά μέ τήν οκά νά τά πουλούσες, δέν έπιανες τήν αξία τού χαρτιού. Τού κάκου προσπάθησα νά βρώ καμιά δουλειά. Ήταν, όμως, κι άλλος λόγος πού μ’ανάγκάσε νά φύγω από εκεί...
- Ποιός;
- Η συμμαχική κατοχή. Στήν Ουκρανία είχα γνωρίσει πολλούς από τούς Αγγλογάλλους αξιωματικούς πού βρίσκονταν στήν Πόλη. Άλλοτε, όταν τούς μιλούσα, στέκονταν κλαρίνο. Τώρα, όταν μέ συναντούσανμ γύριζαν τά μούτρα αλλού. Ένας συνταγματάρχης ανύπαρχτου στρατού, πού ψάχνει νά βρή δουλειά γκαρσονιού, γιά νά μήν πεθάνη τής πείνας... Τό ίδιο θά’κανα κι εγώ, άν ήμουν στήν θέση τους. Η επιμονή μου νά φορώ τή στολή, τούς ενοχλούσε...
- Γιατί δέν τήν έβγαζες;
- Κι εσύ, γιατί δέν τή βγάζεις;
Ο Γιούγκερμαν γέλασε:
- Εγώ; Μά δέν τά λογάριασα ποτέ αυτά. Εξ άλλου είμαι συνηθισμένος νά γυρίζουν οι άνθρωποι τά μούτρα τους αλλού, όταν μέ συναντούν...
- Βέβαια! παραδέχτηκε ο Λιάπκιν. Τέτοιος πού είσαι!
- Καί γι’αυτό έφυγες απ’τήν Πόλη;
- Ναί. Έμαθα πώς στήν Ελλάδα έχω ελπίδα νά βρώ καμιά δουλίτσα. Ίσα – ίσα νά τρώγω, νά κοιμάμαι καί νά’χω μιάν αξιόπρεπη στολή. Εκεί δέν μέ ξέρει κανείς, καί δέν ξέρω κανένα...
- Στήν Ελλάδα πηγαίνω κι εγώ, είπε ο Γιούγκερμαν. Δέν τά κακοπερνούσα στήν Πόλη, μά είχα ατυχίες. Κάποιος Εγγλέζος αστυνομικός παρεξήγησε κάτι επιχειρήσεις πού’κανα μέ κάποιον Αρμένη, καί μου’πε νά περάσω απ’τή Διασυμμαχική Αστυνομία. Προτίμησα νά μπαρκάρω στό πρώτο βαπόρι πού έφευγε. Κι επειδή έτυχε τό βαπόρι τούτο νά πηγαίνη στήν Ελλάδα, πηγαίνω εκεί κι εγώ...
Χαμογέλασε κι έβγαλε τό πορτοφόλι του:
- Ευτυχώς κατάφερα νά πάρω μαζί τά κεφάλαιά μου, πού, γιά κάθε ενδεχόμενο, τά είχα ρευστοποιήσει: δέκα χιλιάδες ελβετικά φράγκα. Τά βλέπεις; Μ’αυτά περνάω δυό χρόνια. Ύστερα, έχει ο Θεός...
Κάτω απ’τό μουστάκι τού Λιάπκιν σχεδιάστηκε ειρωνικό χαμόγελο:
- Δέν μού λές, Βασίλη Κάρλοβιτς; Από τό μισθό πού δέν σού’δινε ο Βράγγελ τά κονόμησες αυτά;
Ο Γιούγκερμαν σήκωσε τούς ώμους:
- Μήν είσαι κουτός! Μού τά’δωσε ένας Εβραίος, στή Χερσώνα, νά τού φυλάξω. Δέν τόν ξαναβρήκα· χάθηκε στήν αναμπουμπούλα. Θαρρώ πώς σκοτώθηκε...
- Καί σ’τά’δωσε ένα λεπτό ακριβώς προτού τόν σκοτώσουν. Δέν είν’έτσι;
- Τί κάθεσαι καί ψιλολογείς; Τό γεγονός είναι πώς τά χρήματα έμειναν σ’εμένα. Ήσαν πέντε χιλιάδες ελβετικά. Μέ κάτι επιχειρήσεις πού’κανα στήν Πόλη, τά τριπλασίασα. Αναγκάστηκα, όμως, νά δώσω πέντε χιλιάδες στόν Άγγλο αστυνομικό, γιά νά μή μέ πάη συνοδεία στήν Αστυνομία κι εκτεθώ στό δρόμο. Έτσι, μού απέμειναν δέκα χιλιάρικα.
- Καί δέν μού λές; Τί είδους επιχειρήσεις έκανες στήν Πόλη, μέ τόν Αρμένη;
- Χημικά καί φαρμακευτικά προϊόντα. Φέρναμε ενέσεις κακοντυλάτ, καί κινίνο χύμα. Μά κάποιος συναγωνιστής – ένας παλιάνθρωπος – είπε στήν Αστυνομία πώς τό κακοντυλάτ ήταν μορφίνη, καί τό κινίνο κοκαΐνη. Άειντε ν’αποδείξης τό αντίθετο στούς στενοκέφαλους Εγγλέζους αστυνομικούς! Προτίμησα, λοιπόν, νά φύγω γιά τήν Ελλάδα...
- Όπου οι Έλληνες αστυνομικοί είναι πλατιά πνεύματα, καί δέν υποψιάζονται άδικα τούς έντιμους εισαγωγείς χημικών καί φαρμακευτικών προϊόντων!
Γέλασαν κι οι δυό. Ο Γιούγκερμαν σηκώθηκε:
- Πάω γιά ύπνο. Θά σέ ξαναϊδώ πιό ύστερα.
- Καλύτερα νά μή μέ ξαναϊδής. Δέν είναι σωστό, εσύ, ένας επιβάτης τής πρώτης θέσης, νά κάνης παρέα μ’έναν επιβάτη τού καταστρώματος...
Ο Γιούγκερμαν κατάλαβε. Στάθηκε προσοχή, χτύπησε τίς σπιρουνάτες μπότες του, χαιρέτησε στρατιωτικά κι είπε:
- Όπως διατάζετε, κύριε συνταγματάρχα!
Έκανε αψεγάδιαστη μεταβολή. Τάκ-τάκ τά τακούνια· τζίγκ – τζίγκ τά σπιρούνια. Καί τράβηξε σκουντουφλώντας κατά τήν Α΄ θέση.
2 σχόλια:
Ολόκληρο το έργο του Καραγάτση είναι εκπληκτικό. Θαυμάζω όσο τίποτε άλλο το συγγραφικό του ταλέντο και θεωρώ ότι δεν γεννήθηκε ακόμη ισάξιός του.
Συμφωνώ κάργα...
Τί "10" θά παρέδιδε εάν δέν τόν προλάβαινε ο χάρος;
Υπάρχει επίσης ένα άλλο μυθιστόρημά του τό οποίο παραμένει ανέκδοτο...
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα