Παρασκευή, Ιουλίου 13, 2007

Καί καθώς μάς έβλεπε ο γλάρος νά κυλιόμαστε στήν άμμο...

Όσο καί νά σφιχτώ δέν μπορώ νά θυμηθώ πότε άλλοτε είχα αισθανθεί περισσότερη ντροπή! Τί ασύνορη ξεφτύλα, τί επώδυνο κάζο, τί δριμεία συστολή, πόσο πολύ ανοιγογηναμεκαταπιεί κατέκλυσε τά πάντα μου τόσο άμεσα!

Δέν είναι 15 λεπτά πού είμαι σ’αυτήν τήν κατάσταση. Μόλις πρίν από 15 λεπτά οπότε λόγω εντόνου οχλήσεως τής κύστης μου, έσπευσα στό αποχωρητήριο. Μιά χαύνωση, ένας αδιέξοδος εκνευρισμός λόγω τών προηγηθέντων μού τηρούσε ένα ασταθές βήμα. Δέν άναψα τό φώς, υπήρχε αρκετό τέτοιο από τό φινιστρίνι διαχυόμενο. Τά επιτοίχια πλακάκια γυάλιζαν, μ’απέσπασαν τήν προσοχή γιά λίγο, αρκετά λίγο μέχρι πού έφθασα στόν νιπτήρα. Πλησίασα, τέντωσα λίγο τά πόδια μου, κυττάχτηκα στόν καθρέπτη, έσκυψα καί αποκομβιώνοντας τό μοναδικό διάφανο κουμπί, έβγαλα έξω τήν νυχτερίδα μου, κι άρχιζα νά αποπεριεχομενίζω υγρά. Αφηρημένα ήλεγχα τήν ροή τών ούρων στόν νιπτήρα· πάει καιρός πού ένοιωθα μιά ακατανόητη ικανοποίηση επειδή κατουρούσα νιπτήρες σπιτιών αμφιτρυόνων μου κι επεδίωκα πάντα μ’αυτόν τόν τρόπο αφύγροσή μου. Ζέση μπορεί νά μήν υπήρχε πιά αλλά η έξις, έξις. Ήτο έθιμον. Ο λαρυγγιστικός ήχος τών υγρών στό σιφόνι χάλασε τήν τού δωματίου ησυχία τής οποίας πάντως ο επιθανάτιος ρόγχος ήταν τό κλίκ τού διακόπτου τής λάμπας. Ταυτόχρονα άνοιξε η θύρα καί ένα χασμουρητό διεκόπη απότομα στό στόμα τής καλής μου η οποία τί πιό φυσικό; τήν εκάλει η φύσις κι χρειαζόταν τήν τουαλέττα. Ένα συγγνώμη της πήρε τήν θέση τού χασμουρητού καί τέλος μιά μεταβολή της, απεμακρύνθη. Αιφνιδιάστηκα, ένοιωσα μιά ήπια αλμύρα στήν ουρήθρα μου, γαμώτο! Μέ είδε! Μέ είδε νά κατουρώ ουχί ορθοδόξα αλλά νά λερώνω τόν νιπτήρα τού αποχωρητηρίου τού σκάφους τού πατρός της. Δέν τίναξα ποσώς τό εμετίζον όργανό μου, ούτε κάν τό έσιαξα στό λευκό βρακάκι μου, παρά μόνον έτρεξα πίσω της προσπαθώντας έν στενοτάτω χρονικώ κύκλω νά επινοήσω εδάφια άλλοθι.

- Λουκρητίααααα! Έλα βρέ μωρό μου! Δέν είναι.......




Αντανακλάσεις τού επίμονου πρασινογάλανου υγρού μέ τυφλώνουν καθώς καθρεφτίζουν τόν νοτίου ημισφαιρίου ήλιο, άσε πού στρεβλώνει τά τής τού λάπτοπ οθόνης. Αααααχ, καλοκαίρι! Παίζω κρεμάλα στό πισάκι μου, είμαι στό χαγιάτι τού ιστιοφόρου, αραγμένος ανάσκελα σέ μιά σαίζ λόνγκ-ερ, προκαλώντας διά τών χειλέων μου, κολπικό οργασμό στό καλαμάκι τής πίνας τής κολάντας. Η ρινίτιδά μου μού δυσκολεύει τά χαμπάρια τής μυρωδιάς καρύδος by πίζ μπουίν στό πλαδαρό καί κυτταριδιασμένο κορμί μου, χαρακτηριστικά τά οποία όμως ουδόλως επηρέασαν μιάν κλειτοριδούχο χόμο σάπιενς. Αποκαμωμένη γάρ κοιμάται στήν άνευ κουνουπιέρας καρακρεβατάρα μου, ένεκα η ψεσινοβραδυνή επαγγελματικών επιδόσεων γκουσγκουνίασή μου! Ρουφάω διά τού καλαμακίου τά έσχατα μεινάρια τού ποτού καραθορυβωδώς, πιότερο φασαριόζικα ρεύομαι, γελάω μέ τήν αναισχυντάδα μου, ειδικά διότι παρατηρώ αποδοκιμασίας χαρακτηριστικά στό πρόσωπο τού ανατολικοτιμοριανού μούτσου (καλά, επιστάτης καταστρώματος, οκ!). Ψάχνω γιά κάποιον από τό υπηρετικόν μου προσωπικό, α! νά κάποιος! Μιά πάσχουσα από γιγαντομαστία Ισλανδή μαγείρισσα ψάχνει ξέμπαρκα σαλιγκάρια σκαλίζοντας τό μέρος πού καταλαμβάνει ένα σιχαμένα βρώμικο ρεμέντζο. «Σβέριν! Σβέριν!» Τήν καί τής φωνάζω νά μού ετοιμάση λίγο μπουγιουρντί. Σφίγγω τίς παλάμες μου, τίς κουνώ παλινδρομικά μέ τούς αντίχειρες πρός τά κάτω θέλων νά τής δείξω νά τό γιομίση πιπεριά καυτερή πιπεριά. Μού χαμογελά - τεκμήριο τού ότι μέ κατάλαβε καί ανεμίζει τό μπούστο της – τεκμήριο τού ότι μέ κατάλαβε καλά. Σταματά ελάχιστα πρίν αρχίση τσούναμος στόν ωκεανό διά τού φλαμπουρίσματος τών γκαλακτοφόρων αποθηκών της (άχ αυτός ο Ινδικός!) καί κατευθύνεται στήν κουζίνα. Ακολουθώ τόν χορό τών καπουλιών της μέχρι πού δύουν πίσω από τά κουφώματα τής θύρας τής εισόδου, φφφφ ζέστη έχω κοκκινήσει, σταλαγματιές αιμοσφαιρίων πιτσιλώνουν τήν βάλανό μου, άχ τήν θέλω, τήν μπιτσάρα! Τό ανεμιστηράκι τού λαπτοπακίου όμως στοχεύει τό άτιμο, σέ μέρος μούστου... Φεύ! Άσε πού κάπου εδώ κυκλοφορεί η καλή μου, άχ τί καλά καλή, απίστευτα καλή! Μπορεί η Σβέριν τώρα νά απασχολή τά χέρια της σέ γαλακτερά καί καίοντα αντικείμενα ένεκα τό μπουγιουρντί αλλά θά βάλω κι εγώ τήν καλή μου νά αφιερωθή σέ επίσης γαλακτερά σέ επίσης καίοντα προϊόντα τής ανατομίας μου. Έφυγα! Σ’αναμονή ο πισής καί ... Ρά ρά ράσπουτιιιιιν!



- Λουκρητίααααα! Έλα βρέ μωρό μου! Δέν είναι αυτό πού νομίζεις! Δέν διέκρινα καλά... Εντάξει, λάθος μου, τό παραδέχομαι... Τί πρέπει νά γίνη; Καλέ στάσου... Έλααα! Είναι καί κάτι άλλο! Έλα! Δέν μπορώ νά σού πώ ακριβώς... Συγγνώμη! Πρέπει νά σού εξηγήσω... Ηρέμησε! Ηρέμησε! Δέν φταίω! Όχι! Εσύ... Εσύ φταίς... Ναί... Εσύ... Επέμενες γάρ... Ήθελες ταινία χθές! Ναι! Σέ έπιασε τό σινεφίλ! Τήν είδες Ραφαηλίδης καί ζήτησες κάτι ελαφρύ αλλά καί εξεζητημένο συνάμα... Προτίμησες αυτόν τόν σκωτσέζο τενεκέ, τό trainspotting… Εγώ φταίω λοιπόν; Μέ τί όρεξη νά προσεγγίσω τόν απόπατο όταν σφαλιάρες μού έδιναν τά καρέ τού έργου μέ τήν worst toilet in Scotland? Ε;






0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats