Δευτέρα, Νοεμβρίου 30, 2020
Μωρὲ λὲς ἡ Βουλγαρία νὰ κάνῃ ὅ,τι ἔπρεπε νὰ εἶχε πράξει ἡ ἑλληνικὴ δημοκρατία; Νὰ ἔγινε, ἀπὸ τὴν ἐκλεκτὴ σπορὰ τοῦ Ἀσπαρούχ, μιὰ κἄποια ἀπαρχὴ διευθετήσεως τῶν ἱστορικῶν ἐκκρεμοτήτων καὶ τῆς παύσεως σωβινιστικῶν σχεδίων ἀπὸ τὴν χῶρα μειράκιον, φερέλπιδα ὡστόσο!; Καὶ ὅλο τοῦτο, τόσο ἁπλῶς! Ξαφνικά, πρωίαν τινάν, ἐμάθαμε ὅτι ἡ Βουλγαρία ἀρνησικυρεύει τὴν εἴσοδον τῆς σλαβικῆς βορείου Μακεδονίας στὴν Ε.Ε.. Μία κίνησις ἥτις ἐξέθεσε τὴν Ἑλλάδα ἡ ὁποία (τῆς ὁποίας οἱ ταγοὶ) ἐπὶ καὶ πρὸ τῆς συμφωνίας τῶν Πρεσπῶν, ἐτόνιζε -μαρτυροῦσα μιὰν ἀσφυκτικὴν πίεσιν- πὼς δὲν ὑπάρχει ἐναλλακτικὴ πλέον καὶ ὁ χρόνος ἐσώθη!
Τί ὑποστηρίζουσιν οἱ βουλγάροι μὲ τὸ ὀλίγον ἄγαρμπο «δὲν εἶστε αὐτὸ ποὺ νομίζετε!»; Διότι εἶναι λίγο μακρὰν τοῦ σαβουὰρ βὶβρ τὸ «δὲν εἶστε μακεδόνες, εἶστε βούλγαροι, παραδεχθῇτε τὴν ταυτότητά σας καὶ πάλι ἐδῶ εἴμεθα».
Εἶναι μέρος threesome ἡ Μακεδονία, ὁ χῶρος της – κἄποιοι μάλιστα, δίνουν ἕνα ἐλάχιστο ποσοστὸ τῆς περιοχῆς αὐτῆς καὶ στὴν Ἀλβανία ἐκεῖ στὰ πέριξ τῆς Ὀχρίδος καὶ στὴν Σερβία, σχεδὸν στὸ ἀνατολικὸ τριεθνές. Ἡ τῆς Βουλγαρίας, ὀργανωμένη ὡς ἐπαρχία τοῦ Благо̀евград (ἄνω τζουμαγιὰ μέχρι τὸ 1950 – κάτω τοιαύτη ἦταν ἡ Ἡράκλεια Σερρῶν) μὲ τὴν τάση λησμονιᾶς τῆς περιεχούσης τὸν ὅρον Πιρὶν (Пиринска Македонија) ὀνομασίας.
Ἡ πρώτη ἀχτιβιστικὴ ἐνέργεια τῶν βουλγάρων ἦταν τὸν ἰούλιο τοῦ 1903 στὴν ἐξέγερση τοῦ Ἴλιντεν - ἐξαιρεῖται ἡ ἐκείνη λίγο μετὰ τὴν συνθήκη τοῦ Βερολίνου διότι εἶχε νὰ κάνῃ ἀποκλειστικῶς μὲ τὴν ὕπαρξη τῆς Βουλγαρίας καθ’ἑαυτὴν καὶ ὄχι εὐδοκιμήσεως γειτονικῶν περιοχῶν (ῥωμυλία, δοβρουτσὰ) διεκδικίσιμων ὡστόσο. Φωτισμένη ἀπὸ τὴν περίπτωση τῆς Ἀνατολικῆς Ῥωμυλίας μὲ τὴν τακτικὴ τῆς σαλαμοποιίησεως ἢ τὴν μέθοδο τοῦ θερμαινομένου σκεύους μὲ τὸν μπάκακα, δὲν ἔκαναν λόγο γιὰ Βουλγαρία ἀλλὰ γιὰ «ὅλοι σ’αὐτὸν τὸν τόπο μένουμε, νὰ διώξουμε τὸν ἀγαρηνό!» Αὐτὸ τὸ ἔσχατο διετυπώνετο ὑπὸ τοῦ ἐξαιρετικῶς ἀποτελεσματικοῦ συνθήματος (ὅπως ἀναφέρει ὁ Ῥαφαηλίδης στὴν κωμικοτραγικὴ ἱστορία του) «ἡ Μακεδονία στοὺς Μακεδόνες»! ἐκφραζόμενο ἀπὸ τὸ κεντρικὸ κομιτάτο (centralen komitet) - τὸ ὑψηλὸν (varhoven) ἠγωνίζετο ἐν ὀνόματι τῆς μεγάλης Βουλγαρίας.
Ἦταν πιὸ ἥσυχα (ἢ πιὸ μαγειρευόμενα μᾶλλον) τὰ πράγματα κατὰ τὸν μεσοπόλεμο. Μακεδονία δὲν ὑφίστατο ἐθνολογικῶς – εἴχομεν (ἀπὸ τὸ 1918) βασίλειον σλοβένων σέρβων κροατῶν. Ἀπουσίαζαν ἀπὸ τὴν μαρκίζα οἱ μαυροβούνιοι (καθ’ὅσον σέρβοι βουνίσιοι), ἀπουσίαζαν καὶ οἱ (νοτιοσλάβοι μουσουλμάνοι) βόσνιοι, αὐτὸς ὁ sui generis πληθυσμὸς ποὺ προφανῶς εἶναι ἐξισλαμισθεὶς σερβικὸς – ὁ ὁποῖος ἀνεγνωρίσθη ὡς ἐθνότης τῆς Νοτιοσλαβίας μόλις τὸ 1971, μὲ τοὺς Κοσσοβάρους τότε νὰ διαμαρτύρωνται διότι ἤθελαν τὸ αὐτὸ καὶ γιὰ τὴν μειονότητά των. Μακεδόνες δὲν κατεγράφησαν, δὲν ὑπῆρχαν. Δὲν κατεγράφησαν διότι δὲν ὑπῆρχαν καὶ δὲν ὑπῆρχαν διότι κατεγράφησαν.
Μέχρι τὸ 1943. Σὰν χθές, ὁπότε ὁ Τίτο ἔβαλε μέσα στὴν κλίκα καὶ μακεδόνες. Μακεδόνες ὡς συστατικὴ ἐθνότητα τῆς Νοτιοσλαβίας. Οἱ βούλγαροι, τότε, ἦσαν σύμμαχοι τοῦ ἄξονος! Μέχρι τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1944, ὁπότε οἱ κομμουνιστὲς τῆς Βουλγαρίας κατέλαβαν τὴν ἐξουσία. Ἀπὸ μειονεκτικὴ θέση ξεκίνησαν οἱ βούλγαροι λοιπόν, ὅσον ἀφορᾷ τὴν πραγμάτωση ὅσων εἶχαν συμφωνηθῇ τὴν δεκαετία τοῦ 20, γιὰ τὰ (νότια κυρίως) μέρη τῆς Νοτιοσλαβίας καὶ Βουλγαρίας (ὑφίστατο συνεννόηση καὶ ἀπὸ τοὺς ἕλληνες ὁμοϊδεάτες των, συνεννόηση ἡ ὁποία ἔκανε τὸν Κοδράτο ὡς γραμματέα τοῦ τετιμημένου, νὰ πῇ μπάϋ μπάϋ ΚΚΕ). Ὑπῆρχε ἡ τάσις νὰ ἑνωθοῦν οἱ δυὸ αὐτὲς χῶρες – δὲν τὰ εὕρισκαν ὅμως διότι οἱ Νοτιοσλάβοι θεωροῦσαν ὅτι ἔπρεπε ἑβδόμη χῶρα σὲ ὁμοσπονδιακὴ πολιτεία ἡ Βουλγαρία [(ἀλφαβητικῶς) βοσνία ἑρζεγοβίνη + βουλγαρία + κροατία + μακεδονία + μαυροβούνιο + σερβία + σλοβενία)] ἀλλὰ οἱ βούλγαροι ἤθελαν δύο συνιστῶσες χῶρες νὰ γεννήσουν τὴν μία (Νοτιοσλαβία + Βουλγαρία = νοτιοβαλκανικὴ ὁμοσπονδία ξερωγὼ). Δὲν προχώρησε πάντως τὸ πείραμα - σπουδαῖος διεθνισμός, ἔ; Ἀλήθεια, στὰ 1957 π.χ., γιατί διέθεταν σύνορα οἱ βούλγαροι μὲ τοὺς ῥουμάνους, οἱ ῥουμάνοι μὲ τοὺς οὕγγρους, οἰ οὗγγροι μὲ τοὺς πολωνούς, οἱ πολωνοὶ μὲ τοὺς ἀνατολικογερμανούς; Τέλος πάντων.
Τέλος πάντων πάλι καὶ οἱ νοτιοσλάβοι, ἄρχισαν νὰ σενιάρουν χῶρα, ζόρικη καὶ μαγκιώρα. Μία πολὺ ἐνδιαφέρουσα προσωπικότης των ἦταν ὁ Димитар Влахов (τοῦ Янакиев) ὁ ὁποῖος στὰ 45 περίπου ἔτη του, ἀντελήφθη ὅτι ἔπρεπε νὰ ἀλλάξῃ τὸ πατρώνυμό του σὲ Јанакиев. Ὁ ἦχος, ἡ ἐκφορὰ τοῦ ἐπωνύμου δὲν ἄλλαξε· Γιανακῆεβ ἦταν, Γιανακῆεβ παρέμεινε, ἀλλὰ τὸ μακεδονικὸ ἀλφάβητο (ὅπως τὸ ἐννοεῖ κἄποιος βαλκάνιος σλάβος τὸ «μακεδονικὸ») δὲν διαθέτει τὸ γράμμα Я γιὰ τὸν φθόγγο «γιὰ» ὁπότε ἔπρεπε *Ја*накиев. Ἐν ὀλίγοις: Ὁ Βλάχωβ, γεννήθηκε (στὸ Κιλκὶς) βούλγαρος ἀλλὰ συνειδητοποίησε (σὲ ἡλικία ποὺ ἂν ἦταν γυναῖκα, θὰ εἶχε μπεῖ στὴν κλιμακτήριο) ὅτι ἦταν μακεδών. Ἀπὸ τὰ πρῶτα στελέχη τῆς ΕΜΕΟ, διακηρυγμένος Βούλγαρος ἐθνικιστὴς κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ μακεδονικοῦ ἀγῶνος, ἐξελέγη δὶς Βούλγαρος βουλευτὴς Μακεδονίας μετὰ τὸ 1908 στὸ Κοινοβούλιο τῶν Νεοτούρκων. Στὸν μεσοπόλεμο, ἦταν στέλεχος τῶν ὁμοσπονδιακῶν στὴν ΕΜΕΟ, τὸ 1925, ἡγέτης τῆς νεοϊδρυθείσης «ἑνωμένης ΕΜΕΟ» ἀλλὰ τὰ ἔσχατα ἔτη τοῦ Β΄ ΠΠ ἐνεφανίσθη στὸ κομμουνιστικὸ κόμμα τῆς Νοτιοσλαβίας ὁπότε καὶ αὐτοανεκηρύχθη μακεδονικῆς ἐθνότητος. Τρὸλ πρὶν ἀπὸ τὰ ἴντερνετς. Καὶ ἦταν τόσο πετυχημένο ὥστε ἔφθασε σὲ ἀνώτερα πολιτικὰ ἐπίπεδα τῆς Μακεδονίας τῆς Νοτιοσλαβίας. Τὸ 1948 ἀφοῦ εἶχε γίνει μακεδών, ἐδήλωσε – ἒ φτάνει, δὲν πρέπει νὰ ταΐζωμε τὰ τρόλ. Τὸ γκοὺγκλ μᾶς βοηθᾷ νὰ μάθουμε τί εἶχε δηλώσει σὲ συνάντηση τῆς ΚΕ τοῦ ΚΚΜακεδονίας.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν πᾶσα ἕνα Βλάχωφ (περίεργο ποὺ δὲν ἔγινε Βλαχόφσκι) οἱ νοτιοσλάβοι γεννήτορες τῶν μακεδόνων (ἢ νὰ τοὺς χαρακτηρίσωμε ἀφυπνιστιάρηδες τῶν ἐν ὑπνώσει μακεδονικοῦ φρονήματος κατοίκων τῆς περιοχῆς;) ἔπρεπε νὰ φωτίσουν τοὺς βούλγαρους (ἢ ἔστω βουλγαρίζοντες) κατοίκους τῆς νοτίου Σερβίας, ἄνω Μακεδονίας, δυτικῆς Βουλγαρίας καὶ ὅπως ἀλλέως μπορεῖ νὰ τὸ φαντασιώνῃται ὁ πᾶσα εἷς σλάβος σωβινιστής. Σταυροφόρισαν, οἱ νοτιοσλάβοι κρατοῦντες σὲ πόλεις καὶ χωριά, ὅπου συναντοῦσαν ἂν μὴ τί ἄλλο, ἀντιδράσεις. Στὰ χρόνια 1945-47 συνελήφθησαν 600 μέλη ἐνόπλων ὁμάδων καὶ ἀντάρτες ἀναγκάστηκαν νὰ καταθέσουν τὰ ὅπλα. Μέχρι τὸ 1948, αὐτὸ τὸ ἔτος ὁρόσημο γιὰ τὰ πράγματα τῆς Νοτιοσλαβίας, εἶχαν ἀνακαλυφθεῖ 134 φασιστικὲς-τρομοκρατικὲς ὁμάδες – ἔτσι βαφτίζει πάντα ἕνας κομμουνιστὴς κἄποιον ἀντιφρονοῦντα ἀκόμα καὶ σοσιαλδημοκράτη γιὰ νὰ ἀλερτάρῃ βεβαίως βεβαίως τὰ ἔνστικτα τοῦ μέσου κομμουνιστῆ οὕτινος τὸ ἄει κιοὺ συναγωνίζεται τὸ ἀντίστοιχον ἑνὸς μουτζουρωμένο καρμπυρατὲρ ἀπὸ πενηντάρι παπάκι. (Συμβαίνει ἀκόμα καὶ σήμερα, στὴν μεταοθωμανικὴ Ἑλληνικὴ δημοκρατία μὲ μέγα σουξὲ). Στὰ 1949, εἴχομεν δίκας βουλγάρων τῆς περιοχῆς ἐπὶ τίνι τρόπῳ δοσιλογισμῷ – κατηγοροῦντο ὅτι εἶχαν συνεργαστῇ μὲ τὶς βουλγαρικὲς ἀρχὲς κατοχῆς – οἱ βούλγαροι στὰ χρόνια 41-44 πλὴν τῆς ἀνατολικῆς Μακεδονίας (τῆς ἑλληνικῆς τοιαύτης) τῆς δυτικῆς Θράκης (πλὴν τῶν ἐφαπτομένων στὸ σύνορο μὲ τὴν Τερκία ἐδαφῶν τοῦ Ἔβρου), κατέσχον καὶ τὴν σλαβικὴ ἄνω Μακεδονία. Σκοπὸς αὐτῶν τῶν καθυστερημένων δικῶν, ἦταν νὰ πειστοῦν οἱ κάτοικοι τῆς ἄνω σλαβικῆς Μακεδονίας (θὰ μπορούσαμε νὰ ὀνοματίσουμε τὴν περιοχὴ σὲ ἔκρηξη βουλγαρικοῦ ἐθνικισμοῦ, ὡς δυτικὴ βουλγαρία) πὼς οἱ βούλγαροι συνεπεριεφέροντο ὡς κατακτηταὶ ἀλλόφυλλοι. Ὁπλίται ἐπίσης βουλγαροσλαβομακεδόνες, μετετέθησαν στὰ βόρεια τῆς Νοτιοσλαβίας καὶ οἱ ἐκεὶ μονάδες ἠπανδρώθησαν ὑπὸ Κροατῶν, Σέρβων, Βοσνίων κλπ.
Τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1948, ἱδρύθηκε στὰ Σκόπια τὸ ἰνστιτοῦτο ἐθνικῆς ἱστορίας τοῦ Μακεδονικοῦ λαοῦ. Τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἱστορικῶν τῆς χῶρας ἐπικεντρώθηκε στὴν ἀπόδειξη ὐπάρξεως μακεδονικοῦ ἔθνους ἀκόμα κι ἂν τὸ ἔθνος δὲν εἶχε ἄλλοτε δώσει σημεῖα ζωῆς – ἐξ ἄλλου καὶ τὰ τζιτζίκια τοὺς χειμῶνες, γεννῶνται-μεγαλώνουν στὸ χῶμα. Σημαίνουσα προσωπικότης στὴν παρέα ὁ Драган Ташковски ὁ ὁποῖος πάντως, γεννηθεὶς στὰ Σκόπια, δὲν δοκίμασε πῶς εἶναι νὰ ψήνῃς τὸ ψάρι καὶ ἀπὸ τὶς δυὸ πλευρές, νὰ κοιμᾶσαι βούλγαρος καὶ νὰ ξυπνᾷς μακεδὼν δηλαδή, ὅπως ὁ Влахов. Δὲν διαθέτομε ἐν τούτοις, σπουδαῖα γραπτὰ τεκμήρια ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς νιότης του (ἐγεννήθη στὰ 1917) τὰ ὁποῖα νὰ γέμουν μακεδονισμοῦ. Συνεπῶς… Συνεπῶς ἴσως τότε, νὰ δήλωνε καὶ πολίτης τοῦ κόσμου ἢ μαυροβούνιος ἕνεκα τὸ ἄψογον γραφικὸ «φιὸρδ» τοῦ Κότορ.
Οἱ βούλγαροι ἀπὸ τὴν πλευρά των, προφανῶς ἕνεκα πειθοῦς χὶς μάστερς βόϊς, ἦσαν λίαν δοτικοὶ μὲ τὰ νιοὺ κὶντς ὂν δὲ μπλόκ. Ἡ ΚΕ τοῦ ΚΚΒ στὴν 10η σύνοδό της (αὔγ. 1946) ἀπεφάσισε νὰ ἐργασθῇ γιὰ τὴν πολιτιστικὴ προσέγγιση μεταξὺ τῶν βουλγάρων τῆς Μακεδονίας τοῦ Πιρὶν καὶ αὐτῶν τῶν Σκοπίων. Τὸ σκηνικὸ θυμίζει ἐντελῶς ἐσκιμὼ φάση - ἰνουῒτ γιὰ τὴν ἀκρίβεια, δὲν ὑπάρχει καμία πρόθεσις νὰ γίνωμε ῥατσισταὶ μὲ τοὺς συμπαθεῖς ἀνθρώπους τῶν πάγων! Εἶχαν παραιτηθῇ τῶν σλάβων τῆς βορείου μακεδονίας, τῆς τοῦ Βαρδάρη τέλος πάντων, πλέον μεταχειρίζοντο τοὺς (δικούς τους) κατοίκους τῆς δικῆς τους μακεδονίας, ὡς κἄτι πλησιέστερον μὲ τοὺς γείτονες παρὰ μὲ τοὺς συμπατριῶτες των τῆς Βάρνας π.χ.. Κατόπιν, ἐδώθη τὸ δικαίωμα στοὺς πιρινέζους μακεδόνες νὰ ἐπιλέξουν ἐθνικότητα (βουλγαρικὴ ἢ μακεδονικὴ) μὲ ἀποτέλεσμα πολλοὶ νὰ πιάσουν φύλλο μακεντόνσκι. Σ’αὐτὸ τὸ πλαίσιο προσεγγίσεως, οἱ βούλγαροι ἔστειλαν δῶρο, πεσκέσι νὰ τὸ ποῦμε ἑλληνιστί, ῥεγάλο στοὺς σκοπιανοὺς τὰ ὀστᾶ τοῦ ἐμβληματικοῦ στελέχους τοῦ βουλγαρικοῦ ἐθνικισμοῦ Гоце Делчев (γράφεται ἐντελῶς ἴδια καὶ στὰ σλαβομακεδονικά, ὦ πίπτομεν ἐκ τῶν νεφῶν!). Ὁ Ντέλτσεφ, εἶχε κάνει μιὰν καταπληκτικὴ δήλωση («ἀντιλαμβάνομαι τὸν κόσμο μόνον ὡς ἕνα πεδίον πολιτιστικῆς ἄμιλλας μεταξὺ τῶν λαῶν») ἡ ὁποία δὲν τοῦ ἐμπόδισε μιὰν διακριτικὴ εὐπείθεια στὸν βουλγαρισμό, μακρὰν βεβαίως τοῦ συνήθους σωβινισμοῦ τῶν συμπατριωτῶν του. Ἡ ὡραιότης τῆς δηλώσεως, κάνει ἀγενὲς νὰ ὑποστηριχθῇ ὅτι οἱ διεθνιστὲς τῶν Βουλγάρων…ἐθνικιστῶν (τὸ πόσο προσαρμόσιμος παντοῦ εἶναι ὁ ἐθνικισμὸς καὶ ἐπ’οὐδενὶ δὲν πρέπει νὰ θεωρηθῇ μόνον δεξιός, γίνεται ἀντιληπτὸ σὲ μιὰ χωρὶς λόγια βόλτα στὴν fall rd, cupar way, lanark way καὶ shankill rd, στὸ Μπέλφαστ) μπορεῖ νὰ ἦσαν οἱ χρήσιμοι ἠλίθιοι, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιοῦντο ὀξυδερκῶς ἀπὸ τοὺς σωβινιστὲς συμπατριῶτες τους - εἶναι ἡ περίπτωσις τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ μπάτσου, ζεῦγος ἀνακριτῶν.
Oἱ βούλγαροι, δὲν ἄργησαν νὰ ἀλλάξουν πάλι θέση, μὰ ἦταν ἀργά. Διότι πλέον, τὸ θέμα Μακεδονισμὸς (προφανῶς ὡς κἄτι ἀνεξάρτητο τοῦ Ἑλληνισμοῦ) εἶχε ξεφύγει ἀπὸ τὶς πεποιθήσεις κἄποιου κοτζάμπαση τῶν Γιαννιτσῶν ὁ ὁποῖος ἀντὶ γιὰ γραμματόσημα, μάζευε τοὺς κολίγους του καὶ τοὺς διάβαζε ἱστορία ὅπως μποροῦσε καὶ τὴν καταλάβαινε μὲ μάτια νιαγάρα, καταλήγοντας νὰ πιστεύῃ (καὶ νὰ πιστεύουν), στὸ ξέχωρο μακεδονίας ἀπὸ ἑλλάδα. Ἢ κἄποιος ταχυδρομικὸς στὸ Νυμφαῖον, λόγῳ κραξίματος ἀπὸ ἕλληνες ἐπὶ καθυστερήσει ἐπιστολῶν, εἶπε νὰ τὸ γυρίσῃ σὲ μακεδοναράς (μιὰ περίπτωσις ποὺ μᾶς φέρνει στὸν νοῦ τὸν Γρηγόριον Σταυρίδην ἄλλως πως Григор Ставрев Пърличев ὁ ὁποῖος βραβευθεὶς ποιητὴς καὶ σχεδὸν ἐθνικόφρων στράβωσε ἀπὸ μιὰν μανούρα ληφθεῖσα χῶραν στὴν ῥωσσικὴν ἐκκλησίαν τῶν ἀθηνῶν, ἐπέστρεψε στὴν Ἀχρίδα καὶ ἔγινε βούλγαρος, ἔγινε Παρλίτσεφ καὶ ἔδρασε ἐναντίον τοῦ ἕλληνος μητροπολίτου Ἀχρῖδος, ἀποσκοπώντας στὴν σύσταση ἀνεξαρτήτου βουλγαρικῆς ἐκκλησίας – φυσικὰ σήμερα τὸν μνημονεύουν οἱ Σκοπιανοὶ καὶ ὄχι οἱ Βούλγαροι). Τὸ σκηνικὸ «μακεδονισμὸς» δὲν περιορίζεται ἁπλῶς σὲ ἐμᾶς ποὺ οἰδιπόδεια, γράφουμε ὅ,τι μαλακία μᾶς ἐπισκεφθῇ τὸν νοῦ, διότι δίνουμε ἐξετάσεις σὲ κἄποιους (ποὺ δὲν τοὺς καλοξέρουμε) γιὰ νὰ μᾶς ἀπονείμουν iso τοῦ νενεκισμοῦ ὥστε νὰ μπορέσωμε νὰ εἰσέλθωμε σὲ κλὰμπ καὶ καλά ἀποδομητῶν, ἢ κυρίως, γιὰ νὰ μπορέσουμε μ’αὐτὸν τὸν τρόπο, νὰ ἀποσπάσουμε προσοχὴ ἀπὸ κἄποιον ἄλλον ἄνθρωπα στὸν ἔρμο τοῦτο γκόσμο πλὴν μάνας, πατρός, συζύγου καὶ τέκνων – ἀφοῦ μάλιστα καὶ ὁ Ἀναξιμένης μᾶς βοηθᾷ στὶς παπαριὲς (ἐπὶ πᾶσι δόκος τέτυκται: γιὰ ὅλα ὑπάρχουν ὑποθέσεις).
Πλέον ὁ μακεδονισμὸς τρέφεται ἀπὸ ΟΗΕάτη χῶρα. Ἀπὸ ἀνεξάρτητη.
Καὶ φθάσαμε σήμερα, ἀρκετὸ διάστημα μετὰ ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἡ βουλγαρικὴ κυβέρνηση εἶχε ἀποφασίσει νὰ χορηγῇ σὲ ὅποιον σκοπιανὸ ἤθελε, διαβατήριο βουλγαρικό, φθάσαμε σήμερα σὲ μιὰ ὅμοια κίνηση κὰμ μπὰκ ἀπὸ τὴν Βουλγαρία.
Τὸ δίκαιο, τὸ ἱστορικὸ δίκαιο εἶναι μὲ τὸ μέρος τῆς Βουλγαρίας. Ἡ ὁποία πάντως δὲν ἐθίγη ἀπὸ τὸν ἀδριάντα τοῦ Τσάρου Σαμουὴλ ὁ ὁποῖος εἶναι δίπλα στὸν πολεμιστὴ πάνω στὸ ἄλογο (ἔτσι ὄνομάζεται πλέον ὁ ἀδριάντας τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου!), στὴν κεντρικὴ πλατεία τῶν Σκοπίων – τοὐναντίον κἄτι τέτοια κάνουν τὴν διπλωματία τῶν βουλγάρων νὰ λέῃ ὅ,τι λέει στοὺς Σκοπιανούς.
Γι’αὐτὸ καὶ ὁμοίως πρέπει νὰ φερθοῦμε. Θὰ μποροῦσε νὰ πῇ κἄποιος ὅτι συμφέρει τὴν Ἑλλάδα νὰ μοιραστῇ τὸ κράτος αὐτὸ μεταξὺ ἀλβανῶν καὶ βουλγάρων ὥστε, διὰ παντὸς μᾶλλον, νὰ φύγῃ ὁ καημὸς τοῦ ντὲ γιοῦρε μακεδονισμοῦ. Φυσικά, τὸ νὰ εὔχεσαι δύο γείτονες νὰ ἰσχυροποιηθοῦν ὅταν εἰδικὰ οἱ σκιπετάροι εἶναι ὁμοίως σωβινιστὲς μὲ τοὺς σκοπιανούς, εἶναι μᾶλλον μαζοχιστικό.
Ἴσως ὁ προσεταιρισμὸς τῶν Σκοπιανῶν, τῶν σλάβων σκοπιανῶν, νὰ εἶναι τὸ ἰδανικό, τὸ δέον. Λαὸς γείτων ποὺ ἐκτιμᾷ τὸ παρελθὸν τῆς ἑλλάδος κι ἂς τὸ βλέπουν ὀλίγον διαθλαθιστί. Ἄλλως τε, εἶναι τόσο ῥευστὰ τὰ πράγματα! Ὁ παπποῦς τοῦ πρώην πρωθυπουργοῦ τῆς χῶρας τους, μανιώδους μακεδονιστοῦ, ἔχασε τὴν ζωή του στὸ ἀλβανικὸ μέτωπο γιὰ τὴν δόξα τοῦ βασιλείου τῆς Ἑλλάδος. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἄποψη, οἱ Πρέσπες εἶναι ψιλοσωστὲς ἀλλὰ μόνον ἂν ἡ συμφωνία διαχειριζόταν, ἐθνικιστικῷ τῷ τρόπῳ μὲ πολύ, μὲ πάρα πολὺ τὰκτ καὶ χωρὶς καθόλου βιάση. Δὲν μπορῶ νὰ πιστεύσω ὅτι κἄτι τέτοιο εἶχε κατὰ νοῦ ὁ τότε πρωθυπουργὸς τῆς ἑλληνικῆς δημοκρατίας.
Κυριακή, Νοεμβρίου 29, 2020
'τοιμᾶστε τραπέζι νὰ φᾶμε.
Μεγαλώσας μὲ τὸ τεράστιο καλλιτεχνικὸ πόνημα τοῦ ἑλληνικοῦ κινηματογράφου ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου Εὐστρατιάδου, «ὁ τελευταῖος ἄντρας», ἔλαβον ὑπ’ αὐτοῦ πάμπολλα ἐρεθίσματα ἅτινα φωτεινῶς μὲ ὁδηγοῦσι εἰς τὴν ζωὴν ταύτην. Ἐν τῷ ἀψεγαδιάστῳ πονήματι τούτῳ, πᾶσα σκηνή, κάθε λεπτὸ, ἀποτελεῖ στιγμὴ ὁρόσημη στὴν ἱστορία τοῦ σινεμοῦ. Σὲ μία ἀπὸ αὐτάς, ὁ Κοσμᾶς Πρίνος, χλευάζει τὸν Λεωνίδα Πουσίδη λέγων: «φύγε μωρὴ Σουβλίτσα ποὺ μοῦ ντύθηκες γαλαζόπετρα» καὶ διάφορα τέτοια (ἅτινα τῇ σήμερον ἡμέρᾳ θὰ τὰ ἔσκιαζε ἡ φοβέρα καὶ θὰ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιὰ) καθὼς ἐπίσης «φύγε μωρὴ Μάρμω». «Φύγε μωρὴ Μάρμω»; Τὸ ἤκουγα καὶ πλὴν χαχά, ἀναρωτιόμανε...! Βέβαια! Τί; Ἄ, ναί. Ἀνερωτούμην: «Μάρμο; Τί στὸν τσοποῦ, εἶναι τὸ μάρμο; Μάρμο; Ὁ Μάρμος, τοῦ Μάρμου; Καὶ κλητική; Πῶς πάει; Μάρμο; Δὲν θὰ ἤπρεπεν “Μάρμε”;» Κἄτι τοιαῦτα γριφώδη ἔθετα τῷ νῷ τῷ ἐμῷ μὰ μὲ ἄνευ λύση!
Τέλος πάντων, μετά, καθὼς μεγάλωνα (διὸ τοῦτο συνέβαινε στὰ δεκατέσσερά μου, τρία χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν Ἐπανάσταση) ἀντελήφθην ὅτι τὸ marmo ἦταν «Μάρμω» καὶ οὐχὶ Μάρμο ἐκ τοῦ Μάρμος. Φανταστῇτε τὴν ἔκπληξίν μου λοιπὸν, καθὼς ἀντελήφθην ὅτι αὐτὸ τὸ «Μάρμω» ὅπερ μετήρχετο ὁ τιτάνας Κοσμᾶς Πρίνος, ἦτο τίτλος σὲ μυθιστόρημα!
Καθὼς τὸ διαβάζω, αὐτὸ τὸ μυθιστόρημα – ποταμὸς τοῦ Τάσου Ἀθανασιάδου, κρίνω τελικῶς, ὅτι δὲν ἦταν ἄκυρη ἡ κλητικὴ τοῦ Πρίνου πρὸς τὸν Πουσίδη (ὅποιος ἔχει δεῖ τὸ ἔργο καταλαβαίνει· ὅποιος δὲν τὸ ἔχει δεῖ, τοῦ κτυπῶ τὸν ὦμο μὲ συγκατάβασιν, ἀλήθεια πότε θὰ ξεκινήσῃς νὰ βλέπῃς πραγματικόνε κινηματόγραφο, βλαλμένονε ἀπὸ τὴ ζωή;) καθ’ὅσον ἡ Μάρμω ἔχει βαλθεῖ νὰ τερματίσῃ τὸ κοντὲρ τῆς προστυχιᾶς, τῆς γαμιολοσύνης. Συγκρατῶ μὲ κόπο ἀναδεύσεις τοῦ στομάχου μου ὅποτε εἰσέρχεται στὸ πρῶτον πλάνον τῆς ἀφηγήσεως – δοξα τῷ Θεῷ ποὺ ἡ νοβέλα (σὺκ) διαθέτει πολλοὺς ἡρώϊδοι καὶ δὲν μᾶς ἀπασχολεῖ συνεχῶς αὐτὴ ἡ ἀχρεία χαμερποῦ, ἡ Μάρμω ἡ Πανθέου.
Μέσα σὲ δεκαεννέα σελίδες προλαβαίνει οὐκ ὀλίγα.
Ἔγκυος οὖσα, ἐνῷ μὲ τὸν μπάρμπα της ὅστις εἶναι ἀρχιμανδρίτης καὶ διάγει διακοπὰς Λαμπρῆς ἐν Κορίνθῳ σὲ τὸ σπίτι κἄτι φίλων, κάθεται καὶ στέλνει γράμμα (δὲν ὕπαρχαν τότενες κουνητὰ ὥστε νὰ στείλῃ καμιὰ φῶτο ὀλίγον ἐαριναὶ ἀνατριχίλαι) στὸν παράνομό της γα1 – ὅπου 1 = ἀόριστον ἄρθρον, θηλυκοῦ γένους, ὀνομαστικῆς πτώσεως (ἢ καὶ αἰτιατικῆς) τονιζόμενον στὴν λήγουσα. Ἐν μέσῳ «τζουτζοῦκο μου», «ἀγαπημένε μου», «στολαρά μου» [τοῦτο ἐκ τῆς «στολῆς»· ἦσαν γὰρ πρόσφαται αἱ ἀπόκριαι καὶ αἱ ἐξ αὐτῶν θυμήσεις τῆς Μάρμουυυς, ὁπότε ὁ παράνομός της γα1 (ὅπου τὸ 1, πλέον σὲ γενικὴ πτῶσι καὶ τονίζουμε στὴν λήγουσα) εἶχε ντυθῇ ζορό] δὲν ὁρρωδεῖ νὰ τοῦ γράφῃ σκέψεις τινὰς γιὰ τὸν σύζυγό της. Καὶ ὄχι μόνον. Τοῦ προσθέτει, προφανῶς ἀναιτίως, καὶ καλὰ ἀκροθιγῶς, ὅτι «παίζει» μὲ τὰ εὐάριθμα ἀρσενικὰ τῆς οἰκίας, ὁ πατὴρ τῶν ὁποίων τὴν φιλοξενεῖ. «Νομίζω ὅτι ὁ τάδε εἶναι ἐρωτευμένος μαζύ μου», τονίζει στὸν τύπο, τὸν παράνομο γα1 ντέ, ὅστις πρὸ τριῶν μηνῶν τῆς γονιμοποίησε τὸ οὐτέριον, ὁ ὁποῖος, ἴσως νὰ ἔχῃ λησμονηθῇ νὰ ἀναφερθῇ ὅτι τυγχάνει ἀνηψιὸς τοῦ συζύγου της. Βέβαια. Δὲν ὐπῆρχε ἄλλο θῆλυ στὰς Ἀθῆνας, ὁπότε ἐν τάξει, καλὴ φάσις καὶ ἡ θεία ἡμῶν. Παραγωγοὶ τσόντας, κομπλάρουν μὲ κἄτι τέτοια, θέτουσιν ντισκλέημερ στὴν ἀρχή, ὅτι τὰ ἀνώμαλα συμπλέγματα, ἀγαπητοὶ μαλάκες ὀφθαλμοπόρνοι, ποὺ θὰ δῇτε στὴν κάτωθι τσόντα δὲν εἶναι ἀληθῆ - κἄτι τέτοια ὅμως τὰ μασάει ἡ Μάρμω. Τῆς γυάλισε ὁ ἀνηψιός, σμπούτσα’τσ, τὸν μάσησε!
Καὶ γράφει, σὲ αὐτήνανε τὴν ἐπιστολή, ὅτι περνᾷ καλὰ ἐκεῖ καίτοι οὐ παντὸς πλεῖν ἐκ Κόρινθον! καὶ ὅτι τὴν ἐρωτεύονται καὶ τὸ ἕνα καὶ ἄλλο καὶ σκύψε τώρα νὰ στὸν βάλω καὶ τί πιὸ φυσικὸ νὰ μετουσιώνῃ τὸ πινέλο τοῦ ἐραστοῦ της (εἶναι ζωγράφος) σὲ μπετόβεργα καθ’ὅσον ὁ παραλήπτης τῆς ἐπιστολῆς ἔχει, τὴν δεδομένη χρονικὴ περίοδο, καιρὸ νὰ τὴν δῇ καὶ νὰ τὴν «γνωρίσῃ» μὲ τὴν βιβλικὴ ἔννοια.
Σὲ κἄποιο ἄλλο σημεῖο καὶ ἐνῷ ἀμφότεροι γέμουν πυρρόεσσες κίτρινες χολές, γυρνοβολᾶνε εἰς τὰ Ζάππεια, κάνει λίγη ψύχρα, «θὰ μὲ κόβουν τὰ χαλίκια στὰ γόνατα», τοῦ λέει, και ἐπειδὴς «λείπει ὁ Ἀνδρέας» τοῦ λέει (ὅπου Ἀνδρέας ὅρα ἄντρας της καὶ θεῖος τοῦ προκομένου) «ἔλα σπίτι», τοῦ λέει. Καὶ ἀνεβαίνουν στὸ σπίτι καὶ λέει στὴν δούλα, «‘ντάξ’ Δαφνοῦλα, πήγαινε, θὰ ἑτοιμάσω ἐγὼ στὸν κύριο Κίτσο (ὄνομα ποὺ βρῆκε ὁ Ἀθανασιάσης νὰ ἀπονείμῃ σὲ ἄντρα μοιραῖο καὶ γαμίκο!) «πήγαινε, δὲν θὰ σὲ χρειασθῶμεν, μὴν ἔλθῃς ἀκόμα κι ἂν μοῦ ἀκούσῃς οἰμωγὰς ἐγχειρίσεως αἱμορροϊδῶν» καὶ μετὰ φέρνει στὸν καλό της λὸλ καθαρὲς πυτζάμες καὶ παντόφλες· «φόρα τες, εἶναι τοῦ Ἀνδρέα», τοῦ ἐξηγεῖ. Καὶ μὲ πιάνουν τὰ γέλια τότες διότι θυμᾶμαι νὰ εἶμαι στὴν ΑΕΚ, μικρούλης καὶ νὰ ἀκούω διαφόρους δίπλα μου νὰ φωνάζουν στὸν διατητή: «ποὺ νὰ γυρίσῃς σπίτι βρὲ γαμημένε καὶ νὰ βρῇς ζεστὲς τὶς παντόφλες καὶ τὸ μπουρνούζι σου», «τί ἐννοεῖ ὁ πνευματικὸς οὗτος ανήρ, ὦ πάτερ;», ἠρώτουν τὸν πατέρα μὰ δέν μοι ἀπήντει! Πιὸ μετά, ἔμαθα - ἀπὸ ἄλλο διανοούμενο τῆς ἐξεδρᾶς γαμιέται ὁ θρῆνος κι ὁ πειραιᾶς (κάνει ῥίμα ἡ παρατονία τῆς ἐξέδρας μὰ…), ὁπότε πόσο ὑπέροχα πεταμένη ἡ Μάρμω!
Φυσικά, ὁ ψέγων καὶ θίγων καὶ γέμων πᾶσα ὀπὴ τῆς καρατανασπού, εἶναι ἡ ἐπιτομὴ τοῦ μουρόχαβλου, τοῦ μὴ γαμήσαντος μέχρι, ἂς ποῦμε καὶ τὰ 28 του χρόνια καίτοι εἶναι περίπου…; 23-25; Κἄπου τόσο τὸν κόβω παρότι δὲν ἔχω ἐντελὰ καταλάβει πόσων ἐτῶν εἶναι ὁ Κίτσος ὅταν ξηγιέται ἀφροαμερικάνικο πιστάτσιο στὴν θειά του. Καλλιτέχνης, ζωγράφος δηλαδής, μὲ κἄποιο κύκλο στὸν ὁποῖο ὅλο καὶ κἄποια μεναγκό, θὰ ηὕρισκε νὰ βατέψῃ καθ’ὅσον λίαν ψαρωτικοὶ οἱ εἰκαστικοί, ὄπερ παναπεῖ, βγάλ’τα ῥοῦχα σου νὰ σὲ «ζωγραφίσω» πιὸ καλά, ἀλλὰ αὐτὸς θέλγεται ἀπὸ τὴν γυναῖκα τοῦ θείου του. Σπουδαῖο! Εὖ γε στὸ παιδί! Ὁμοίως ἐμετικὸς κι αὐτός.
Κατὰ τ’ἄλλα, ὁ Ἀθανασιάδης πρέπει νὰ εἶναι (κρίνω πάντως ἀπὸ μικρότατο δεῖγμα τῶν πανθέων) ἡ ντροπὴ τῆς γενιᾶς τοῦ 30, ὁμὰς συγγραφέων οὔλτρα δεξιῶν, πρὶν ἡ πνευματικὴ ψώρα κτυπήσῃ τοὺς συγγραφεῖς καὶ θέσουν τὰ ἔργα τους, στρατεύσουν τὰ ἔργα τους στὴν ἀριστερίλα. Σὲ κἄποιο σημεῖο, ἕνας Πάνθεος ἀνηψιός, πάει νὰ βρῇ μιὰ δεσποινίδα ἡ ὁποία ἀσθενεῖ ἀπὸ κουμμουνισμό. Ἔτος 1939, διχταχτορία 4ης Αὐγούστου, μὲ τοὺς τότε κυβερνῶντες ἀντὶ νὰ προβάλλουν, ἀντὶ νὰ ἐκτυπώσουν τὰ πρὸ 13ετίας (τοῦ 1939) συμφωνηθέντα μὲ ΚΚΒ καὶ ΚΚΓ γιὰ λεύτερες Μακεδονίας καὶ Θράκες καὶ νὰ τὰ μοιράζουν λεύτερα σὲ φούρνους, φαρμακεῖα, σὲ στάσες μετρὸ κλπ κλπ καθόντουσταν οἱ αὐνάνες καὶ τοὺς ἐξετόπιζαν, ἐξωραΐζοντες τούτους (ἴσως δὲ καὶ καθαγιάζοντες) μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο. Καὶ εἶναι ἡ φάση ποὺ μεταφέρονται οἱ κουμμουνιστὲς ἀπὸ τὴν φυλάκα γιὰ τὸ λιμάνι ὅπου θὰ πήγαινε ὁ καράβης σὲ νησιὰ τῆς ἄγονης. Ἡ προαναφερθεῖσα δεσποινὶς εἶναι μία ἀπὸ αὐτούς. Καὶ ἔχει πάει ὁ Πάνθεος… Νὰ τὴν ἀποχαιρετήσῃ; Δὲν κατάλαβα ἐντελῶς ποῖα τὰ συναισθήματά του. Στὴν ὅλη φάση ναποῦμε, ἐκεῖ καὶ ὁ πατέρας ἑνὸς ἄλλου ἐκτοπιζομένου· τρέχει νὰ βρῇ τὸν γυιό, προσπαθεῖ νὰ τὸν ξεχωρίσῃ ἀπὸ τοὺς λοιποὺς κουμουνιστὲς (ποὺ ἠγωνίζοντο γιὰ τὸ κοινὸ καὶ δὲν τοὺς ἄφηναν οἱ φασίσται) καὶ θέλει νὰ τοῦ δώσῃ ἕνα πακέτο μὲ τσιγάρα, κὶτ πρώτων βοηθειῶν καὶ τὰ δύο τελευταῖα τεύχη τοῦ mature ladies. Πλήρης ἀγωνίας πατὴρ γὰρ (ἄχ, πάτερ, ὅταν ὁ υἱὸς μολύνετο ἐσὺ ποῦ ἦσο;) καὶ «σᾶς παρακαλῶ ἂν τὸν δῇτε τὸν γιόκαμ’, δώσατέ του τοῦτο» (ἀπευθύνεται στὸν ἀνηψιὸ Πάνθεο) καὶ τρέχει ἀπὸ δῶ πάει καὶ ἐκεῖ, φυσάει κιόλας, πρέπει νὰ προσδώσωμε κάργα ἀτμόσφαιρα, τοῦ φεύγει τὸ καπέλο, πίπτει σὲ λασπόνερο, φλάφ! Καὶ ὄχι μόνον! Ἕνας ἀστυνομικὸς τὸ τηρεῖ στὰ σκατόνερα μὲ τὸ κοντάκι τοῦ ὅπλου του, προφανῶς βλοσυρός, ἄσπλαχνος, ἐκδικητικός. Κάτ! ἡ σκηνὴ τελειώνει! Μὲ τὸν κακὸ μπάτσο νὰ προστίθεται στὸ στόρυ ἀκόμα κι ὅταν δὲν χρειάζεται τὸ παραμικρὸ ἐπὶ πλέον γιὰ νὰ μᾶς τονιστοῦν τὰ ἐνοχικὰ διότι δὲν γινήκαμε κουμμουνιστές. Καὶ φυσικά, πολὺ φυσικά, ὁ Ἀθανασιάδης γίνεται χειρότερος κι ἀπὸ τὸν παρωχημένο ὅσο δὲν πάει, Λουντέμη.
Ἡ ἐκτοπισθεῖσα, κἄποια στιγμή, γράφει στὸν Πάνθεο ἀνηψιὸ (εἶναι θαρρῶ ὁ Στάθης) ὁ ὁποῖος ἔχει τολμήσει νὰ ἐκβιάσῃ ἐργοστασιάρχες, ὅλοι οἱ θεῖοι του συνεχῶς ἐπισημαίνουν τὸν ἀμοραλισμὸ καὶ τὸν ἀρριβισμό του, ἀλλὰ ὁ Στάθης γοητεύεται ἀπὸ μιὰ κουμουνίστρια καὶ τὸν ἠθικὸ ἀγῶνα της – ναί, πολὺ λογικό, ναί, βέβαια. Καὶ ἡ κουμουνίστρια γράφει στὸν Στάθη ἀπὸ τὴν ἐξορία, γράφει σὲ κἄποιον ἀπὸ τὸν ὁποῖον, κατὰ τ’ἄλλα, ζητᾷ χάρι, καὶ τοῦ χρωστᾷ ἐπίσης ἄλλη μία καὶ τοῦ γράφει σὰν νὰ ἀπευθύνεται στὸν ἀσφαλίτη ποὺ πῆρε τὴν ἀπόφαση ἐκτοπισμοῦ της. «Καὶ ὁ κόσμος σου (σας) εἶναι σάπιος καὶ ἐμεῖς ἀγωνιζόμαστε γιὰ ἕναν καλλίτερο ἀλλὰ ἐσεῖς εἶστε βολεμένοι καὶ τὸ αὔριο φαίνεται δικό μας» μὰ ὁ Στάθης, ὁ ὁποῖος προέρχεται ἀπὸ ἀστικὴ οἰκογένεια μὲ θεῖο ὑπουργό, ἄλλο θεῖο βιομήχανο κλπ κλπ, ποὺ ἐξεβίασε τὸν ἀφεντικό του στὸ ἴδιο του τὸ σπίτι του, ὁ Στάθης χαμογελᾷ γοητευμένος ἀπὸ τὴν κουμουνίστρια, ναί, ποὺ φυσικό, ναί, βέβαια.
Τὸ σκηνικὸ δὲ ποὺ μὲ κάνει νὰ πιστεύσω ὅτι ἦταν μέλος τοῦ τιμημένου ὁ Ἀθανασιάδης, εἶναι ἡ ξεκαρδιστικὴ ἑρμηνεία ποὺ βάζει στὰ χείλη ἑνὸς δραπέτου ἀπὸ τὴν ἐξορία γιὰ τὴν ἰσορροπία τοῦ τρόμου στὶς ἀρχὲς τοῦ β΄ παγκοσμίου πολέμου, ὅταν γερμανοναζὶ καὶ σοβιετοκουμουνιστὲς ἦσαν τάτσι μίτσι καὶ κότσι μὲ τὸ τάτσι μίτσι κότσι νὰ ἰσχύῃ ἀναποφεύκτως καὶ στὸ ἑλληνικὸ τμῆμα τῆς τρίτης διεθνοῦς. «Γιατί ἐσεῖς οἱ κουμουνιστὲς δὲν ἔχετε ἀντιναζὶ στάση στὸ μπόλεμο ὣς τώρα;» ῥωτᾷ ὁ Στάθης. Καὶ ὁ κουμουνιστής, 21 ἐτῶν, μὲ στυλάκι 65χρονου Ῥαφαηλίδη ἀπαντᾷ καὶ ἐξηγεῖ τὰ ἀνεξήγητα. Μόνον ἡ ἱστορία τοῦ Νικολάου Σαργολόγου, γραμματέας τῆς ΚΕ τοῦ ἐμβρύου τοῦ ΚΚΕ στὰ χρόνια τοῦ 20, εἶναι πιὸ ἀστεία, ἐλπίζω νὰ τὴν δοῦμε πιὸ μετά, στὴν μῖτο της πλοκῆς.
Πέμπτη, Νοεμβρίου 26, 2020
κι ἄλλο πάτος
Σὰν χθὲς πρὸ 63 ἐτῶν, ὁ δευτερότοκος υἱὸς τοῦ Βασιλέως Γεωργίου τοῦ πρώτου, πεθαίνει σὲ ἡλικία 88 ἐτῶν στὴν Γαλλία. Στὰ ἰδιαίτερα τρίβια γι’αὐτόν, ἦταν πὼς ὑπῆρξε ναύαρχος τριῶν χωρῶν! Πλὴν τῶν εὐνοήτων Ἑλλάδος καὶ Δανίας, ἦταν καὶ τῆς Ῥωσσίας. Εἶναι γνωστὸς ὅμως διότι ἀπετέλεσε τὸν στὴν Κρήτη ἐπικεφαλῆς τῆς ἑλληνικῆς ἀρχῆς στὸ μεσοδιάστημα τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας καὶ τῆς ἀνεξαρτησίας στὸ πλαίσιον τοῦ ἑλληνικοῦ βασιλείου.
Ὁ Καζαντζάκης εἶχε γράψει ἂν ἦταν κάθε ἄνθρωπος νὰ διαλέῃ τὸν παράδεισό του στὸν οὐρανό, σύφωνα μὲ τὰ γοῦστα του - ἔτσι πρέπει! Ἐγὼ θἄλεγα τοῦ Θεοῦ: «Θεέ μου, νἆναι ὁ παράδεισός μου μιὰ Κρήτη γεμάτη μερτιὲς καὶ σημαῖες· καὶ νὰ βαστᾷ αἰώνια ἡ στιγμὴ ποὺ πατάει ὁ πρίγκιπας Γεώργιος τὸ πόδι του στὴν Κρήτη… Τίποτα ἄλλο δὲ θέλω!»
Στὶς 9 Δεκεμβρίου τοῦ 1898 ἀπεβιβάσθη ὁ Γεώργιος στὸν λιμένα τῆς Σούδας καὶ παρέμεινε ὕπατος ἁρμοστὴς τῆς Κρήτης μέχρι τὸ 1906. Ἐκεῖ, στο σημεῖον τοῦ λιμένος, ἕναν χρόνο μετὰ ἀπὸ τὸν θάνατό του, ἔστησαν ἀδριάντα του.
Αὐτὲς τὶς ἡμέρες, ἀδειάζουν τὰ νεώρια τοῦ ἑνετικοῦ λιμένος τῶν Χανίων διότι σχεδιάζεται ἡ ἀποκατάστασή των. Καὶ βρέθηκε ἐκεῖ ὁ ἀδριάς, παρατημένος (εἶχε ἀποσυρθῇ τὸ 1984 μὲ ἀπόφαση τῆς κοινότητος) σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ νεώρια τοῦ λιμένος, σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ ἔρχεται καὶ ταιριάζει τόσο μὲ τὴν εἴδηση πὼς ἡ Κρήτη ἔχει πρωτιὰ πανευρωπαϊκῶς στὶς ἐπιθέσεις πρὸς γυναῖκες.
Σάββατο, Νοεμβρίου 21, 2020
σκούυυυϊκ!
Κυρίως τὸ ἔαρ μᾶς πιάνει ἕνα κἄποιο κατιτὶς καὶ ἀποζητοῦμε αὐτὰ τὰ ῥομαντικότατα ἔλα μωρὴ ἀνάφτρα, στὰ τέσσερα μωρὴ καταπιόλα. Κυρίως. Ὑπάρχουν ὅμως κἄποια θηλαστικὰ ποὺ ζευγαρώνουν ὅλον τὸν χρόνο. Ἐπαναλαμβάνω: Ἐπαναλαβαίνω: Ξαναλαβαίνω: Ξαναπαίρνω: Ξαναπαιρνω : Ξαναπερνο: ὅλονε τὸ χρόνονε! Τέσσερις μὲ ὀκτὼ φορὲς τὸ χρόνονε, ἑπτὰ μὲ ὀκτὼ μικρὰ κάθε φορά. Ὁπότε στὴν πιὸ καρπερή των σῆζον, ἕνα τέτοιο ζεῦγος δίδει 64 μικρά. Τὰ ὁποῖα γίνονται μεγάλα κἄποια στιγμὴ καὶ ἔτσι κατὰ ἀπὸ τὴν ὁποία. Ἀπὸ αὐτά, κάμποσα, καταλήγουν πρωτεΐνες σὲ γλαῦκες, ὄφεις κλπ. Ἄνευ τούτων, γίνεται ἀντιληφτὸ τὸ ζόρι ποὺ θὰ ἔτρωγαν (καὶ κυριολεκτικῶς τοῦτο) τὰ ὡς ἄνωθι σαρκοβόρα. Μέγα ζόρι ποὺ θὰ διετάραζε τὴν γνωστὴ ἁλυσσίδα.
Συνεπῶς ἀπαράδεκτη πᾶσα σύγκρισις – παρομοίωσις ἑνὸς περιττώματος (ἄνευ τῆς δυνατότητος κοπριᾶς ἢ κομπὸστ) μὲ τρωκτικὰ (ἀλλὰ καὶ τὶς κατσαρίδες, σοῦπερ γὰρ μεζὲς γιὰ γαλὲς τοῦ ἄστεος ἀλλὰ καὶ τῶν οἰκιῶν).
Ἀπαράδεκτη!
Τετάρτη, Νοεμβρίου 18, 2020
τοῦ Γουλλιέλμου
Εἶχε χαθῇ μετὰ ἀπὸ κατολίσθηση, τὴν εἶχε πάρει τὸ ποτάμι. Δὲν θἆταν καὶ τόσο κουλὸ νὰ μάθωμε τώρα, ὅτι κἄποιος ἐκεῖ ὑπεύθυνος (σιγὰ ποὺ ἔχει ποτὲς ὑπάρξει ὑπεύθυνος γιὰ τὸ Τατόϊ, ἀλλὰ λέμε τώρα…) θὰ τὴν εἶδε σὲ κἄποιο σημεῖο τοῦ χωραφιοῦ καὶ θὰ τὴν κλώτσησε ὅπως ἐκεῖνος ὁ ἀστυφύλαξ στουχαντάκ’, νὰ πάῃ στὸν ποταμὸ ὥστε νὰ φύγῃ ἀπὸ τὴν ζώνη εὐθύνης του.
Κυριακή, Νοεμβρίου 15, 2020
πώπω καύλα, πώπω κάυ ααα λά!
Ἐπὶ τέλους! Τὰ μπατσόνια ποὺ πληρώνονται γιὰ νὰ πίνουν καφέδες στὶς πλατεῖες πάνω σὲ μοτοσυκλέττα, ποὺ πουλᾶνε μούρη, ποὺ τὴν βλέπουν ἐξουσία, ποὺ κἄποιοι (ἐλάχιστοι) ἐπιορκοῦν παρανομοῦντες, ἐπὶ τέλους ἔπραξαν κἄτι γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ ποῦμε ὅτι πιάνουσιν τόπο τὰ λεπτὰ ἡμῶν!
[Βεβαίως, τώρα θὰ γίνῃ ἔρευνα καὶ οἱ συλληφθέντες θὰ ἀποδειχθοῦν προβοκάτορες, πράκτορες τῆς ἀστυνομίας, φασίσται καὶ ὅποια ἄλλη μαλακία λέγεται ἀπὸ (ἀκρο)αριστεροὺς βλαμμένους, ἀπολογητὲς τῆς (ἀκρο)αριστερῆς βίας, ὅταν σημειώνονται (ἀπὸ αὐτὴν) ἔκτροπα, εἴτε μὲ σπασμένα τζάμια, εἴτε μὲ νεκρούς.]
Πάντα τέτοια τέτοια! Καὶ τὴν ἑπομένη φορά, οἱ συλληφθέντες οὐχὶ ὁκλαδόν, ἀλλὰ στὰ τέσσερα, ὅπερ ἀρέσει καὶ τὸ συνηθοῦν ὅταν θύωσιν στὴν θέαινα τὴν Ἀφροδίταινα.
Τρίτη, Νοεμβρίου 10, 2020
ἡ σκέψις μας εἰς τὸ Ἀρτσάχ.
Τὸ μέχρι ἐχθὲς ἐδαφικὸ στάτους κβό. Θὰ ἔχῃ μεγάλο ἐνδιαφέρον νὰ δοῦμε τί παίρνει τὸ ἀζερμπαϊτζάν. Ἐνδιαφέρον ἐπίσης ἔχει τὸ ὅτι ἡ ἁρμενία εἶχε ἐξασφαλίσει ὄχι μόνο τὸ ἀρτσάχ, ἀλλὰ καὶ σημαντικότατο ζωτικὸ χῶρο πέριξ του. Θεωροῦσα ὅτι τὸ ἀζερμπαϊτζάν, πολεμοῦσε τοὐλάχιστον γιὰ αὐτό, ἀλλὰ τὸ ὅτι σταμάτησαν στὰ πρόθυρα τῆς πρωτευούσης τοῦ ἀρτσάχ, λέει πολλά. Φυσικά, εἴτε παίρνοντας μόνον μέρος τοῦ πορτοκαλί, εἴτε ὅλο τὸ πορτοκαλί, εἴτε καὶ μέρος τοῦ καφέ, τὸ ἀζερμπαϊτζὰν κινεῖται μὲ τὴν μέθοδο τῆς σαλαμοποιήσεως. Οἱ άζέροι ἀξίζουν θαυμασμὸ διότι ἀπὸ τὸ 1994, ὁπότε τὴν πάτησαν μὲ τοὺς ἁρμενίους, κινήθηκαν καὶ κατέφεραν σὲ αὐτὸ ποὺ ἔλαβε χῶρα ἐχθές. Καμία σχέση μὲ κωλονεοέλληνες οἱ ὁποῖοι ἀπὸ τὸ 1974, ἐλπίζουν σὲ περαιτέρω ἀποδοκιμασία τῶν τούρκων ἀπὸ τὸν ΟΗΕ γιὰ τὴν κύπρο.
Κυριακή, Νοεμβρίου 08, 2020
μπὶρ ὁ μεγαλοδύναμος!
Καλορίζικο τὸ ἐν Ἀθήναις τέμενος ἡμῶν. Φαντάζομαι ὅτι τώρα τὰ παντοῦ διασκορπισμένα τζαμιὰ στὶς γειτονιὲς τῆς πόλεως (τοὐλάχιστον τὰ κοντινὰ στὸν Βοτανικὸ) θὰ ἐγκαταλειφθοῦν ἕνεκα τὸ κεντρικὸ - κἄτι ποὺ τόσο συχνάκις μνημονευόταν ὡς λόγος ποὺ πρέπει γιὰ νά. Κατὰ τ’ἄλλα, θετικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἰμὰμης του εἶναι ἄτομο ἀπὸ τὸ ἀραβοβερβερικὸ βασίλειο τοῦ Μαρόκου ἐνῷ ἀπογοήτευση προκαλεῖ τὸ ἐσωτερικό του. Τὸ δίχως ἄλλως, πρέπει νὰ τὸ διαχειρίστηκε, καλλιτεχνικῶς, νεοέλλην – οἱ φωτογραφίες μαρτυροῦν νὰ εἶναι τόσο ἄσχημο ὥστε καταντᾷ ἀδιάφορο. Δὲν εἴπομεν νὰ φτιάξῃς ἕνα βηρυττένιο μουχάμαντ ἂλ ἀμὶν π.χ., ἀλλὰ μὴν τὸ κάνῃς ὡσὰν ΚΨΜ στὸ κέντρο διερχομένων στὸν σταθμὸ τῆς Λαρίσσης. Κι ἕνα ἔσχατον κατὰ τ’ἄλλα· στέλνουμε τὴν αγαπησιάρα σκέψη μας σὲ ὅλες τὶς πεφωτισμένες, ἀνώτερες αὐθεντίες, ποὺ σὲ κάθε οἰκονομικὴ χάρη ποὺ ἀπολαμβάνει ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησία, σκίζουν τὰ ῥοῦχα τους μὰ δὲν ψέλλισαν οὔτε ῥέψιμο στὸ ὅτι τὸ τζαμὶ χρηματοδοτήθηκε ἐξ’ὁλοκλήρου ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ δημοκρατία. Εἶναι αὐτοὶ οἱ ποὺ τρῶνε κοψίδια τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ στὴν Ἑρμοῦ μὰ ἀκόμα τοὺς περιμένουμε νὰ πᾶνε στὸν Ἐχῖνο σὲ κἄποιο Ῥαμαζάνι ἵνα ψήσωσιν πανσέτες. Ἡ διαχείριση τοῦ βλόγ, «κάνει», κερνᾷ τὰ εἰσιτήρια τῶν «ἀθέων», τὶς διαμονές, τὰ κρέατα, τὰ γλυκά – μένει μόνον ἡ πρόθεσις τῶν «ἀθέων» νὰ κάνουν σὲ μουσουλμάνους, ὅ,τι κάνουν καὶ σὲ χριστιανούς – οἱ «ἄθεοι». Σπεύσατε, «ἄθεοι». Τὸ ἐδῶ βλόγ, σᾶς πάει τσάμπα στὴν Θράκη, σᾶς ταΐζει, σᾶς ποτίζει, σᾶς κοιμίζει. Ἀποστείλατε μαίηλ γιὰ περισσότερα, πλεροφορίαι ἐντός.