'τοιμᾶστε τραπέζι νὰ φᾶμε.
Μεγαλώσας μὲ τὸ τεράστιο καλλιτεχνικὸ πόνημα τοῦ ἑλληνικοῦ κινηματογράφου ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου Εὐστρατιάδου, «ὁ τελευταῖος ἄντρας», ἔλαβον ὑπ’ αὐτοῦ πάμπολλα ἐρεθίσματα ἅτινα φωτεινῶς μὲ ὁδηγοῦσι εἰς τὴν ζωὴν ταύτην. Ἐν τῷ ἀψεγαδιάστῳ πονήματι τούτῳ, πᾶσα σκηνή, κάθε λεπτὸ, ἀποτελεῖ στιγμὴ ὁρόσημη στὴν ἱστορία τοῦ σινεμοῦ. Σὲ μία ἀπὸ αὐτάς, ὁ Κοσμᾶς Πρίνος, χλευάζει τὸν Λεωνίδα Πουσίδη λέγων: «φύγε μωρὴ Σουβλίτσα ποὺ μοῦ ντύθηκες γαλαζόπετρα» καὶ διάφορα τέτοια (ἅτινα τῇ σήμερον ἡμέρᾳ θὰ τὰ ἔσκιαζε ἡ φοβέρα καὶ θὰ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιὰ) καθὼς ἐπίσης «φύγε μωρὴ Μάρμω». «Φύγε μωρὴ Μάρμω»; Τὸ ἤκουγα καὶ πλὴν χαχά, ἀναρωτιόμανε...! Βέβαια! Τί; Ἄ, ναί. Ἀνερωτούμην: «Μάρμο; Τί στὸν τσοποῦ, εἶναι τὸ μάρμο; Μάρμο; Ὁ Μάρμος, τοῦ Μάρμου; Καὶ κλητική; Πῶς πάει; Μάρμο; Δὲν θὰ ἤπρεπεν “Μάρμε”;» Κἄτι τοιαῦτα γριφώδη ἔθετα τῷ νῷ τῷ ἐμῷ μὰ μὲ ἄνευ λύση!
Τέλος πάντων, μετά, καθὼς μεγάλωνα (διὸ τοῦτο συνέβαινε στὰ δεκατέσσερά μου, τρία χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν Ἐπανάσταση) ἀντελήφθην ὅτι τὸ marmo ἦταν «Μάρμω» καὶ οὐχὶ Μάρμο ἐκ τοῦ Μάρμος. Φανταστῇτε τὴν ἔκπληξίν μου λοιπὸν, καθὼς ἀντελήφθην ὅτι αὐτὸ τὸ «Μάρμω» ὅπερ μετήρχετο ὁ τιτάνας Κοσμᾶς Πρίνος, ἦτο τίτλος σὲ μυθιστόρημα!
Καθὼς τὸ διαβάζω, αὐτὸ τὸ μυθιστόρημα – ποταμὸς τοῦ Τάσου Ἀθανασιάδου, κρίνω τελικῶς, ὅτι δὲν ἦταν ἄκυρη ἡ κλητικὴ τοῦ Πρίνου πρὸς τὸν Πουσίδη (ὅποιος ἔχει δεῖ τὸ ἔργο καταλαβαίνει· ὅποιος δὲν τὸ ἔχει δεῖ, τοῦ κτυπῶ τὸν ὦμο μὲ συγκατάβασιν, ἀλήθεια πότε θὰ ξεκινήσῃς νὰ βλέπῃς πραγματικόνε κινηματόγραφο, βλαλμένονε ἀπὸ τὴ ζωή;) καθ’ὅσον ἡ Μάρμω ἔχει βαλθεῖ νὰ τερματίσῃ τὸ κοντὲρ τῆς προστυχιᾶς, τῆς γαμιολοσύνης. Συγκρατῶ μὲ κόπο ἀναδεύσεις τοῦ στομάχου μου ὅποτε εἰσέρχεται στὸ πρῶτον πλάνον τῆς ἀφηγήσεως – δοξα τῷ Θεῷ ποὺ ἡ νοβέλα (σὺκ) διαθέτει πολλοὺς ἡρώϊδοι καὶ δὲν μᾶς ἀπασχολεῖ συνεχῶς αὐτὴ ἡ ἀχρεία χαμερποῦ, ἡ Μάρμω ἡ Πανθέου.
Μέσα σὲ δεκαεννέα σελίδες προλαβαίνει οὐκ ὀλίγα.
Ἔγκυος οὖσα, ἐνῷ μὲ τὸν μπάρμπα της ὅστις εἶναι ἀρχιμανδρίτης καὶ διάγει διακοπὰς Λαμπρῆς ἐν Κορίνθῳ σὲ τὸ σπίτι κἄτι φίλων, κάθεται καὶ στέλνει γράμμα (δὲν ὕπαρχαν τότενες κουνητὰ ὥστε νὰ στείλῃ καμιὰ φῶτο ὀλίγον ἐαριναὶ ἀνατριχίλαι) στὸν παράνομό της γα1 – ὅπου 1 = ἀόριστον ἄρθρον, θηλυκοῦ γένους, ὀνομαστικῆς πτώσεως (ἢ καὶ αἰτιατικῆς) τονιζόμενον στὴν λήγουσα. Ἐν μέσῳ «τζουτζοῦκο μου», «ἀγαπημένε μου», «στολαρά μου» [τοῦτο ἐκ τῆς «στολῆς»· ἦσαν γὰρ πρόσφαται αἱ ἀπόκριαι καὶ αἱ ἐξ αὐτῶν θυμήσεις τῆς Μάρμουυυς, ὁπότε ὁ παράνομός της γα1 (ὅπου τὸ 1, πλέον σὲ γενικὴ πτῶσι καὶ τονίζουμε στὴν λήγουσα) εἶχε ντυθῇ ζορό] δὲν ὁρρωδεῖ νὰ τοῦ γράφῃ σκέψεις τινὰς γιὰ τὸν σύζυγό της. Καὶ ὄχι μόνον. Τοῦ προσθέτει, προφανῶς ἀναιτίως, καὶ καλὰ ἀκροθιγῶς, ὅτι «παίζει» μὲ τὰ εὐάριθμα ἀρσενικὰ τῆς οἰκίας, ὁ πατὴρ τῶν ὁποίων τὴν φιλοξενεῖ. «Νομίζω ὅτι ὁ τάδε εἶναι ἐρωτευμένος μαζύ μου», τονίζει στὸν τύπο, τὸν παράνομο γα1 ντέ, ὅστις πρὸ τριῶν μηνῶν τῆς γονιμοποίησε τὸ οὐτέριον, ὁ ὁποῖος, ἴσως νὰ ἔχῃ λησμονηθῇ νὰ ἀναφερθῇ ὅτι τυγχάνει ἀνηψιὸς τοῦ συζύγου της. Βέβαια. Δὲν ὐπῆρχε ἄλλο θῆλυ στὰς Ἀθῆνας, ὁπότε ἐν τάξει, καλὴ φάσις καὶ ἡ θεία ἡμῶν. Παραγωγοὶ τσόντας, κομπλάρουν μὲ κἄτι τέτοια, θέτουσιν ντισκλέημερ στὴν ἀρχή, ὅτι τὰ ἀνώμαλα συμπλέγματα, ἀγαπητοὶ μαλάκες ὀφθαλμοπόρνοι, ποὺ θὰ δῇτε στὴν κάτωθι τσόντα δὲν εἶναι ἀληθῆ - κἄτι τέτοια ὅμως τὰ μασάει ἡ Μάρμω. Τῆς γυάλισε ὁ ἀνηψιός, σμπούτσα’τσ, τὸν μάσησε!
Καὶ γράφει, σὲ αὐτήνανε τὴν ἐπιστολή, ὅτι περνᾷ καλὰ ἐκεῖ καίτοι οὐ παντὸς πλεῖν ἐκ Κόρινθον! καὶ ὅτι τὴν ἐρωτεύονται καὶ τὸ ἕνα καὶ ἄλλο καὶ σκύψε τώρα νὰ στὸν βάλω καὶ τί πιὸ φυσικὸ νὰ μετουσιώνῃ τὸ πινέλο τοῦ ἐραστοῦ της (εἶναι ζωγράφος) σὲ μπετόβεργα καθ’ὅσον ὁ παραλήπτης τῆς ἐπιστολῆς ἔχει, τὴν δεδομένη χρονικὴ περίοδο, καιρὸ νὰ τὴν δῇ καὶ νὰ τὴν «γνωρίσῃ» μὲ τὴν βιβλικὴ ἔννοια.
Σὲ κἄποιο ἄλλο σημεῖο καὶ ἐνῷ ἀμφότεροι γέμουν πυρρόεσσες κίτρινες χολές, γυρνοβολᾶνε εἰς τὰ Ζάππεια, κάνει λίγη ψύχρα, «θὰ μὲ κόβουν τὰ χαλίκια στὰ γόνατα», τοῦ λέει, και ἐπειδὴς «λείπει ὁ Ἀνδρέας» τοῦ λέει (ὅπου Ἀνδρέας ὅρα ἄντρας της καὶ θεῖος τοῦ προκομένου) «ἔλα σπίτι», τοῦ λέει. Καὶ ἀνεβαίνουν στὸ σπίτι καὶ λέει στὴν δούλα, «‘ντάξ’ Δαφνοῦλα, πήγαινε, θὰ ἑτοιμάσω ἐγὼ στὸν κύριο Κίτσο (ὄνομα ποὺ βρῆκε ὁ Ἀθανασιάσης νὰ ἀπονείμῃ σὲ ἄντρα μοιραῖο καὶ γαμίκο!) «πήγαινε, δὲν θὰ σὲ χρειασθῶμεν, μὴν ἔλθῃς ἀκόμα κι ἂν μοῦ ἀκούσῃς οἰμωγὰς ἐγχειρίσεως αἱμορροϊδῶν» καὶ μετὰ φέρνει στὸν καλό της λὸλ καθαρὲς πυτζάμες καὶ παντόφλες· «φόρα τες, εἶναι τοῦ Ἀνδρέα», τοῦ ἐξηγεῖ. Καὶ μὲ πιάνουν τὰ γέλια τότες διότι θυμᾶμαι νὰ εἶμαι στὴν ΑΕΚ, μικρούλης καὶ νὰ ἀκούω διαφόρους δίπλα μου νὰ φωνάζουν στὸν διατητή: «ποὺ νὰ γυρίσῃς σπίτι βρὲ γαμημένε καὶ νὰ βρῇς ζεστὲς τὶς παντόφλες καὶ τὸ μπουρνούζι σου», «τί ἐννοεῖ ὁ πνευματικὸς οὗτος ανήρ, ὦ πάτερ;», ἠρώτουν τὸν πατέρα μὰ δέν μοι ἀπήντει! Πιὸ μετά, ἔμαθα - ἀπὸ ἄλλο διανοούμενο τῆς ἐξεδρᾶς γαμιέται ὁ θρῆνος κι ὁ πειραιᾶς (κάνει ῥίμα ἡ παρατονία τῆς ἐξέδρας μὰ…), ὁπότε πόσο ὑπέροχα πεταμένη ἡ Μάρμω!
Φυσικά, ὁ ψέγων καὶ θίγων καὶ γέμων πᾶσα ὀπὴ τῆς καρατανασπού, εἶναι ἡ ἐπιτομὴ τοῦ μουρόχαβλου, τοῦ μὴ γαμήσαντος μέχρι, ἂς ποῦμε καὶ τὰ 28 του χρόνια καίτοι εἶναι περίπου…; 23-25; Κἄπου τόσο τὸν κόβω παρότι δὲν ἔχω ἐντελὰ καταλάβει πόσων ἐτῶν εἶναι ὁ Κίτσος ὅταν ξηγιέται ἀφροαμερικάνικο πιστάτσιο στὴν θειά του. Καλλιτέχνης, ζωγράφος δηλαδής, μὲ κἄποιο κύκλο στὸν ὁποῖο ὅλο καὶ κἄποια μεναγκό, θὰ ηὕρισκε νὰ βατέψῃ καθ’ὅσον λίαν ψαρωτικοὶ οἱ εἰκαστικοί, ὄπερ παναπεῖ, βγάλ’τα ῥοῦχα σου νὰ σὲ «ζωγραφίσω» πιὸ καλά, ἀλλὰ αὐτὸς θέλγεται ἀπὸ τὴν γυναῖκα τοῦ θείου του. Σπουδαῖο! Εὖ γε στὸ παιδί! Ὁμοίως ἐμετικὸς κι αὐτός.
Κατὰ τ’ἄλλα, ὁ Ἀθανασιάδης πρέπει νὰ εἶναι (κρίνω πάντως ἀπὸ μικρότατο δεῖγμα τῶν πανθέων) ἡ ντροπὴ τῆς γενιᾶς τοῦ 30, ὁμὰς συγγραφέων οὔλτρα δεξιῶν, πρὶν ἡ πνευματικὴ ψώρα κτυπήσῃ τοὺς συγγραφεῖς καὶ θέσουν τὰ ἔργα τους, στρατεύσουν τὰ ἔργα τους στὴν ἀριστερίλα. Σὲ κἄποιο σημεῖο, ἕνας Πάνθεος ἀνηψιός, πάει νὰ βρῇ μιὰ δεσποινίδα ἡ ὁποία ἀσθενεῖ ἀπὸ κουμμουνισμό. Ἔτος 1939, διχταχτορία 4ης Αὐγούστου, μὲ τοὺς τότε κυβερνῶντες ἀντὶ νὰ προβάλλουν, ἀντὶ νὰ ἐκτυπώσουν τὰ πρὸ 13ετίας (τοῦ 1939) συμφωνηθέντα μὲ ΚΚΒ καὶ ΚΚΓ γιὰ λεύτερες Μακεδονίας καὶ Θράκες καὶ νὰ τὰ μοιράζουν λεύτερα σὲ φούρνους, φαρμακεῖα, σὲ στάσες μετρὸ κλπ κλπ καθόντουσταν οἱ αὐνάνες καὶ τοὺς ἐξετόπιζαν, ἐξωραΐζοντες τούτους (ἴσως δὲ καὶ καθαγιάζοντες) μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο. Καὶ εἶναι ἡ φάση ποὺ μεταφέρονται οἱ κουμμουνιστὲς ἀπὸ τὴν φυλάκα γιὰ τὸ λιμάνι ὅπου θὰ πήγαινε ὁ καράβης σὲ νησιὰ τῆς ἄγονης. Ἡ προαναφερθεῖσα δεσποινὶς εἶναι μία ἀπὸ αὐτούς. Καὶ ἔχει πάει ὁ Πάνθεος… Νὰ τὴν ἀποχαιρετήσῃ; Δὲν κατάλαβα ἐντελῶς ποῖα τὰ συναισθήματά του. Στὴν ὅλη φάση ναποῦμε, ἐκεῖ καὶ ὁ πατέρας ἑνὸς ἄλλου ἐκτοπιζομένου· τρέχει νὰ βρῇ τὸν γυιό, προσπαθεῖ νὰ τὸν ξεχωρίσῃ ἀπὸ τοὺς λοιποὺς κουμουνιστὲς (ποὺ ἠγωνίζοντο γιὰ τὸ κοινὸ καὶ δὲν τοὺς ἄφηναν οἱ φασίσται) καὶ θέλει νὰ τοῦ δώσῃ ἕνα πακέτο μὲ τσιγάρα, κὶτ πρώτων βοηθειῶν καὶ τὰ δύο τελευταῖα τεύχη τοῦ mature ladies. Πλήρης ἀγωνίας πατὴρ γὰρ (ἄχ, πάτερ, ὅταν ὁ υἱὸς μολύνετο ἐσὺ ποῦ ἦσο;) καὶ «σᾶς παρακαλῶ ἂν τὸν δῇτε τὸν γιόκαμ’, δώσατέ του τοῦτο» (ἀπευθύνεται στὸν ἀνηψιὸ Πάνθεο) καὶ τρέχει ἀπὸ δῶ πάει καὶ ἐκεῖ, φυσάει κιόλας, πρέπει νὰ προσδώσωμε κάργα ἀτμόσφαιρα, τοῦ φεύγει τὸ καπέλο, πίπτει σὲ λασπόνερο, φλάφ! Καὶ ὄχι μόνον! Ἕνας ἀστυνομικὸς τὸ τηρεῖ στὰ σκατόνερα μὲ τὸ κοντάκι τοῦ ὅπλου του, προφανῶς βλοσυρός, ἄσπλαχνος, ἐκδικητικός. Κάτ! ἡ σκηνὴ τελειώνει! Μὲ τὸν κακὸ μπάτσο νὰ προστίθεται στὸ στόρυ ἀκόμα κι ὅταν δὲν χρειάζεται τὸ παραμικρὸ ἐπὶ πλέον γιὰ νὰ μᾶς τονιστοῦν τὰ ἐνοχικὰ διότι δὲν γινήκαμε κουμμουνιστές. Καὶ φυσικά, πολὺ φυσικά, ὁ Ἀθανασιάδης γίνεται χειρότερος κι ἀπὸ τὸν παρωχημένο ὅσο δὲν πάει, Λουντέμη.
Ἡ ἐκτοπισθεῖσα, κἄποια στιγμή, γράφει στὸν Πάνθεο ἀνηψιὸ (εἶναι θαρρῶ ὁ Στάθης) ὁ ὁποῖος ἔχει τολμήσει νὰ ἐκβιάσῃ ἐργοστασιάρχες, ὅλοι οἱ θεῖοι του συνεχῶς ἐπισημαίνουν τὸν ἀμοραλισμὸ καὶ τὸν ἀρριβισμό του, ἀλλὰ ὁ Στάθης γοητεύεται ἀπὸ μιὰ κουμουνίστρια καὶ τὸν ἠθικὸ ἀγῶνα της – ναί, πολὺ λογικό, ναί, βέβαια. Καὶ ἡ κουμουνίστρια γράφει στὸν Στάθη ἀπὸ τὴν ἐξορία, γράφει σὲ κἄποιον ἀπὸ τὸν ὁποῖον, κατὰ τ’ἄλλα, ζητᾷ χάρι, καὶ τοῦ χρωστᾷ ἐπίσης ἄλλη μία καὶ τοῦ γράφει σὰν νὰ ἀπευθύνεται στὸν ἀσφαλίτη ποὺ πῆρε τὴν ἀπόφαση ἐκτοπισμοῦ της. «Καὶ ὁ κόσμος σου (σας) εἶναι σάπιος καὶ ἐμεῖς ἀγωνιζόμαστε γιὰ ἕναν καλλίτερο ἀλλὰ ἐσεῖς εἶστε βολεμένοι καὶ τὸ αὔριο φαίνεται δικό μας» μὰ ὁ Στάθης, ὁ ὁποῖος προέρχεται ἀπὸ ἀστικὴ οἰκογένεια μὲ θεῖο ὑπουργό, ἄλλο θεῖο βιομήχανο κλπ κλπ, ποὺ ἐξεβίασε τὸν ἀφεντικό του στὸ ἴδιο του τὸ σπίτι του, ὁ Στάθης χαμογελᾷ γοητευμένος ἀπὸ τὴν κουμουνίστρια, ναί, ποὺ φυσικό, ναί, βέβαια.
Τὸ σκηνικὸ δὲ ποὺ μὲ κάνει νὰ πιστεύσω ὅτι ἦταν μέλος τοῦ τιμημένου ὁ Ἀθανασιάδης, εἶναι ἡ ξεκαρδιστικὴ ἑρμηνεία ποὺ βάζει στὰ χείλη ἑνὸς δραπέτου ἀπὸ τὴν ἐξορία γιὰ τὴν ἰσορροπία τοῦ τρόμου στὶς ἀρχὲς τοῦ β΄ παγκοσμίου πολέμου, ὅταν γερμανοναζὶ καὶ σοβιετοκουμουνιστὲς ἦσαν τάτσι μίτσι καὶ κότσι μὲ τὸ τάτσι μίτσι κότσι νὰ ἰσχύῃ ἀναποφεύκτως καὶ στὸ ἑλληνικὸ τμῆμα τῆς τρίτης διεθνοῦς. «Γιατί ἐσεῖς οἱ κουμουνιστὲς δὲν ἔχετε ἀντιναζὶ στάση στὸ μπόλεμο ὣς τώρα;» ῥωτᾷ ὁ Στάθης. Καὶ ὁ κουμουνιστής, 21 ἐτῶν, μὲ στυλάκι 65χρονου Ῥαφαηλίδη ἀπαντᾷ καὶ ἐξηγεῖ τὰ ἀνεξήγητα. Μόνον ἡ ἱστορία τοῦ Νικολάου Σαργολόγου, γραμματέας τῆς ΚΕ τοῦ ἐμβρύου τοῦ ΚΚΕ στὰ χρόνια τοῦ 20, εἶναι πιὸ ἀστεία, ἐλπίζω νὰ τὴν δοῦμε πιὸ μετά, στὴν μῖτο της πλοκῆς.
2 σχόλια:
Α Π Ο Λ Α Υ Σ Τ Ι Κ Ο Σ
Ο "Τελευταίος Άντρας" γυρίστηκε 3-4 χρόνια μετά το σοκ του -τηλεοπτικού- κοινού εκείνης της εποχής από τα καμώματα και τις τσετσιπωσιές της Κάτιας Δανδουλάκης, ως Μάρμως στη σειρά "Πάνθεοι" στην ΕΡΤ. Ήταν -θυμάμαι- ισχυρό το σοκ στον επαρχιωτικό καθωσπρεπισμό των ελλήνων.
πραγματικά, πρέπει τότε νὰ εἶχε φάει κοκομπλόκο ὁ κόσμος.
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα