Χαχαχα, κύττα
τὴν Καρ, γαμῶ ὅ,τι ἔχει ἱερό, ὅλον τὸν οἰκογενειακό της κύκλο μέχρι ἑβδόμου
βαθμοῦ συγγενείας, ἡ καριόλα κακὸ 2012 νὰ ἔχῃ, ποὺ νὰ βγάλῃ γιομάτο ὑγρὸ
καυλόσπυρο στὸν κῶλο καὶ νὰ μὴν μπορῇ νὰ κλάσῃ ἡ παντζούρω καὶ νὰ φουσκώσῃ ἡ
σκατοσακούλα της ἀπὸ ἄκρατη φασιολοφαγία ἀλλὰ νὰ μὴν μπορῇ νὰ κλάσῃ ὅπως
προεῖπα διότι θὰ ἔχῃ ἕνα καυλόσπυρο σὰν φακὴ ἐπὶ τῆς κωλοτρυπίδος, καυλόσπυρο
ἀποκύημα πολλῶν ἐτῶν ἀγαμίας καὶ ἀποτισιᾶς τοῦ ἐλεεινοῦ ἀχινοῦ της κι ὅλο θὰ
ἀναδεύῃται ἡ κοιλιά της ἀπὸ τὴν δυναμικὴ ἐνέργεια τὴν ὁποίαν ἐπιφυλάσσουν τρεῖς
συνεχόμενες μερίδες φασόλια γιαχνὶ (σιγὰ μὴν ἔτρωγε λιγότερο ἡ μὶσς Πίγκυ) κι
ὅλο θὰ πιέζῃ ἑαυτὸν καὶ τὴν μετὰ καυλοσπύρου κωλοτρυπίδα ἡ ὁποία μιὰ τσιμπητὴ
ὄχληση θὰ τῆς ἐμποδίζῃ ἔκλυση πολλῶν χιλιογράμμων μεθανίου, ἄρρωστου ἐντερικοῦ
βρωμεροῦ ἀερίου, τὸ ὁποῖον στὴν σκέψη καὶ μόνον νὰ πλησιάσῃ ῥουθούνι, ψοφάει
κάθε ἔμβια ζωή.
Ἔχουσα λοιπὸν ἡ
χτικιάρα Καρ. τοῦτο ὑπ’ὄψιν της κάθεται μονάχη στὸ σαλόνι, πλαγίως σὲ μιὰν
πολυθρόνα ἔχει ἀποθέσει τὸν κῶλο της ποὺ δὲν χωρᾷ στὸ κάδρο ἀνθρώπινης ματιᾶς.
Τρίβει λίγο τὰ ἐμετικὰ κωλομέρια της μπᾶς κι ἀνακουφιστῇ ἀπὸ τὸν πόνο ποὺ τῆς προκαλεῖ μιὰ ἀγέννητος εἰσέτι κλανιά. Τὴν προσεγγίζουν τὰ κωλόπαιδά της, πηγαῖντε ἀλλοῦ νὰ παίξετε, στριγγλίζει φοβουμένη τὸ ἐνδεχόμενο νὰ κλάσῃ ναγκασάκειο κλανιὰ ἐνώπιόν τῶν μούλικών της.
«Φύγετε!»
Καὶ φεύγουν.
Ἱδρωμένη, μὲ
φούσκωμα ἐγκυμοσύνης στὴν κοιλιά, μὰ τὴν
τσιγκλᾷ τὸ καυλόσπυρο τοῦ ὁποίου τὸ στὴν κρούστα ὑγρὸ τρέμει ἀπὸ τὴν πίεση ποὺ
περιοδικῶς στέλνει τὸ σιχαμερὸ κωλάντερό της. Μορφασμοὶ πόνου τῆς χαλᾶνε τὸ
γλοιῶδες πρόσωπό της ὅταν στὸ σαλόνι φθάνει ὁ ἄντρας της. Δὲν τὴν ῥωτᾷ φυσικά,
τί ἔχει, δὲν ἔχει δεῖ κἄν.
«Κώστα… Κώστα…»
Ἡ ἐκφορὰ τῶν
φθόγγων γίνεται δύσκολα πολὺ δύσκολα λὲς καὶ καυλόσπυρο ἔχει καὶ στὴν γλῶσσα
της.
«Πεθαίνω…»
Ὁ ἄντρας της,
σὲ ἕνα ἔξοχο μουρόχαυλο ὕφος (πρῶτος διδάξας σὲ μουροχαυλίαση ἄλλωστε) τὴν
προσεγγίζει καὶ τὴν ῥωτᾶ τί ἔχει. Κι αὐτὴ ἀπαντᾶ:
«Πεθαίνω σοῦ
λέω…»
Ἐν μέσῳ
ἀναστεναγμῶν καὶ πολλῶν διακοπῶν ἀλλὰ καὶ ντροπῶν, τοῦ ἀποκαλύπτει πᾶσα
λεπτομέρεια. Κι αὐτὸς ἕνας τί νὰ λέμε, σύζυγος, σύζυγος τῆς Καρ. δηλαδή:
«Καὶ τί θὲς
τώρα; Νὰ κλάσω ἐγὼ γιὰ σένα ἢ νὰ σοῦ σπάσω τὸ σπυρί; Πῶς ὅμως νὰ ἐντρυφοενσκύψω
στὴν κωλοτρυπίδα σου; Πρέπει φτυάρι καὶ γκασμὰς καὶ λοστὸς καὶ καλέμι καὶ
γρύλος γιὰ νὰ ἀφιχθῶ διὰ τοῦ λίπους καὶ ἑβδομήκοντα στρωμάτων πάχους, στὴν
τρύπα σου.»
«Κτῆνος! Ἀλήτη!
Ζῶον! Βρωμιάρη! Πεθαίνω σοῦ λέω κι ἐσὺ τὴν εἶδες ναύαρχος καὶ ἀρνεῖσαι!
Πεθαίνω! Δὲν ἀντέχω!»
Καὶ ἀπότομα μιὰ
ἡσυχία καλύπτει τὸ δωμάτιο ἡ ὁποία ἐξίσου ἀπότομα δίνει τὴν θέση της σὲ ἕναν στριγκό,
ξηρὸ παρατεταμένο κρότο. Ἡ ἐλεεινὴ σκαρμούτσα ποὺ ἀκούει στὸ ὄνομα Καρ. νοιώθει
μιὰν ἀπίστευτη καὶ πρωτόγνωρη ἀνακούφιση καθὼς ἀφήνει τὴν σούφρα της ἐλεύθερη
νὰ χέσῃ μιὰν ἀπίστευτα θορυβώδη ἀλλὰ καὶ βρωμερὴ κλανιά. Ἀλλὰ τοῦτο μόλις γιὰ
μία στιγμή. Τὴν ἀμέσως ἑπομένη, ἡ μυρωδιὰ ποὺ φιλοξενεῖτο σὲ κουραδοσάκουλο
σιχαμερὰ λεροῦ ὀργανισμοῦ, κατακλύει τὸ σαλόνι καὶ δολοφονεῖ ἐν ψυχρῷ αἵματι
κάθε ζώντα ὀργανισμό.
Κι ἂν γιὰ τὸν
σχεδὸν ναύαρχο, ξέρουμε ὅτι ὁ θάνατος προῆλθε ἀπὸ ἀσφυξία, γιὰ τὴν καριόλα αἱ
ἀπόψεις διίστανται. Ἀπὸ ἀσφυξία ἢ ἀπὸ βιαία διάρρηξη τῆς ἀπολήξεως τῆς
κωλοτρυπῖδος;