ἕνας χαμένος κόσμος (;)
Δηλαδὴ σὰν νὰ ἀνέβαινα στὴν σοφίτα νὰ κατεβάσω τὰ δέοντα παραλίας σερβίτσια καὶ σὲ μιὰ κούτα, κάτω ἀπὸ φωτογραφικὰ ἄλμπουμς κάποιου σχωρεμένου ἀχώνευτου συγγενοῦς, νά, δὲν ξέρω γιατί, ἔχωνα χέρια νὰ δῶ τί ἀκριβῶς ὑπάρχει καὶ μιὰ μπομπίνα νὰ ἔφερνα στὸ ἡμίφως τοῦ χώρου καὶ νὰ διάβαζα σὲ μιὰν ἐτικέττα της: «The Mountain Eagle» 1926, by Alfred Hitchcock.
Ἢ μετὰ ἀπὸ μιὰ ἐξοντωτικιὰ ἡμέρα, Κυριακὴ ἡμέρα, ξοντωτικὴ ἕνεκα τὸ θαλάσσιο ἐν μέσῳ καύσωνος, μπάνιο καὶ οἱ κατόπιν μάσες, τὰ πιώματα στὸ Σαλαμῖνι ξοχικό, νὰ κινοῦσα μὲ τὶς ἀπορριμάτων σακοῦλες ἐπ’ὤμου γιὰ τοὺς κάδους στὴν γωνιὰ Βασιλέως Κωνσταντίνου καὶ Σμύρνης. Καὶ κεῖ μιὰ ἄγνωστος παρόρμησις, μᾶλλον ῥακοσυλλέκτιος τέτοια νὰ μὲ ἔσμπρωχνε μέσα στοὺς τενεκέδες μπὰς καὶ βρῶ κἄνα γραμματοσηματάκι μὲ τὴν κεφαλὴ τοῦ Ἑρμοῦ. Ἀντὶ θεϊκὲς κάρες τοῦ ἀπατεῶνος Θεοῦ, ὅμως, θὰ ἀπίθωνα μπόλικες κόλλες Α4, λερὲς ἀπὸ σάλτσες σερβιέτας κάποιας ὁσονούπω ἐμμηνοπαυθείσης καὶ καφὲ τερατογενέσεις παχέος ἐντέρου. Θὰ σφούγγιζα τὰ παράσιτα καὶ θὰ ἔβλεπα πρώτη μούρη ἐπικεφαλίδα, «“J. D. Salinger, mourning morning” to be sent to mr tatsopoulos for editing and then to kastaniotis for a brand new issued novel. Pls do it asap!»
Κάπως ἔτσι αἰσθάνομαι ὅταν ἐκδίδεται κάποιο ἄφαντο μέχρι τὰ τότε βιβλίο τοῦ θείου Μίτια. Ἀπὸ τὰ νεανικὰ διηγήματα, στὶς κριτικὲς θεάτρου, σχετικῶς πρόσφατα. Ἔτσι αἰσθάνθηκα καὶ τώρα, μαθαίνοντας ὅτι ἐξεδώθη τὸ ἕνας χαμένος κόσμος, μιὰ γιὰ παιδιὰ νουβέλα του.
Παρὰ ταῦτα, παραμένει ὁ καημὸς γιὰ τὸ εἰσέτι ἀνέκδοτό του, «ὁ καθηγητὴς Λουκᾶς Κατελάνος». Μὰ ἄιντε!
Ἢ μετὰ ἀπὸ μιὰ ἐξοντωτικιὰ ἡμέρα, Κυριακὴ ἡμέρα, ξοντωτικὴ ἕνεκα τὸ θαλάσσιο ἐν μέσῳ καύσωνος, μπάνιο καὶ οἱ κατόπιν μάσες, τὰ πιώματα στὸ Σαλαμῖνι ξοχικό, νὰ κινοῦσα μὲ τὶς ἀπορριμάτων σακοῦλες ἐπ’ὤμου γιὰ τοὺς κάδους στὴν γωνιὰ Βασιλέως Κωνσταντίνου καὶ Σμύρνης. Καὶ κεῖ μιὰ ἄγνωστος παρόρμησις, μᾶλλον ῥακοσυλλέκτιος τέτοια νὰ μὲ ἔσμπρωχνε μέσα στοὺς τενεκέδες μπὰς καὶ βρῶ κἄνα γραμματοσηματάκι μὲ τὴν κεφαλὴ τοῦ Ἑρμοῦ. Ἀντὶ θεϊκὲς κάρες τοῦ ἀπατεῶνος Θεοῦ, ὅμως, θὰ ἀπίθωνα μπόλικες κόλλες Α4, λερὲς ἀπὸ σάλτσες σερβιέτας κάποιας ὁσονούπω ἐμμηνοπαυθείσης καὶ καφὲ τερατογενέσεις παχέος ἐντέρου. Θὰ σφούγγιζα τὰ παράσιτα καὶ θὰ ἔβλεπα πρώτη μούρη ἐπικεφαλίδα, «“J. D. Salinger, mourning morning” to be sent to mr tatsopoulos for editing and then to kastaniotis for a brand new issued novel. Pls do it asap!»
Κάπως ἔτσι αἰσθάνομαι ὅταν ἐκδίδεται κάποιο ἄφαντο μέχρι τὰ τότε βιβλίο τοῦ θείου Μίτια. Ἀπὸ τὰ νεανικὰ διηγήματα, στὶς κριτικὲς θεάτρου, σχετικῶς πρόσφατα. Ἔτσι αἰσθάνθηκα καὶ τώρα, μαθαίνοντας ὅτι ἐξεδώθη τὸ ἕνας χαμένος κόσμος, μιὰ γιὰ παιδιὰ νουβέλα του.
Παρὰ ταῦτα, παραμένει ὁ καημὸς γιὰ τὸ εἰσέτι ἀνέκδοτό του, «ὁ καθηγητὴς Λουκᾶς Κατελάνος». Μὰ ἄιντε!
2 σχόλια:
αγαπάω απίστευτα αυτά τα ρετρό εξώφυλλα, μου φέρνουνε στο νου όλες τις παλιές εκδόσεις Βερν, Στήβενσον και Γουέλς που είχα πιτσιρικάς, από Βίπερ, Εστία, Δαρεμά κλπ.
φοβερό είναι και το εξώφυλλο της καταιγίδας στην προηγούμενή σου ανάρτηση,μπορώ να το κοιτάζω και να χάνομαι σε συνειρμούς για ώρα, ένα παρόμοιο είχε και μια έκδοση ιστοριών φαντασίας τσέπης που περιείχε τη Σελεφαίδα του Λάβκραφτ, και μια παλιά εικονογραφημένη μετάφραση απτα Ανεμοδαρμένα Ύψη και ένα συλλεχτικό που είχα πετύχει κάποτε με τους φάρους του κόσμου και ένα σκασμό άλλα.
πάλι έγινα ανεπίτρεπτα συναισθηματικός, φακ!
ναί, ἀγγίξατε ἕναν μελαγχόλιο λυρισμό!
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα