Σάββατο, Ιουλίου 14, 2012

Παρ’ὀλίγον τριλογία



Ἡ ἀρχὴ εἶχε γίνει ἐκείνη τὴν Παρασκευὴ ἡ ὁποία μάλιστα ἦταν ἀγκαζὲ μὲ ἕνα 13 σὲ χάρτινο ἐπιτοίχιο ἡμερολόγιο. Ἤσουν ὅπως πάντα εἶσαι· ὡραία δηλαδὴ καὶ αὐτὸ τὸ ἀλλιώτικο ποὺ τραβάει τὸ βλέμμα πέντε ἔξι στάλες περισσότερο τοῦ συνήθους. Μὰ ἐκεῖνο τὸ βράδυ, δὲν ξέρω γιατί (κι ἀκόμα τὸ ψάχνω ὅταν δὲν ἔχω τί κάνω) ἤσουν σὰν τὴν αἴσθηση ποὺ νοιώθουμε στὶς τέσσερις πρῶτες ἀγκομαχίες τῆς γλώσσας, τῶν δοντιῶν μὲ μιὰ καινούρια, ἀμάσητη, τραγανὴ κι ἀφράτη τσίχλα.

Μᾶλλον ὀφείλετο στὸ τότε καινούργιο σου λούκ, στὸ ζευγάρι γυαλιῶν ποὺ καθόλου δὲν μυτζήριζε τὰ μάτια σου καὶ στὰ κόκκινά σου χείλη ποὺ παρόλο τὸ σκότος τῆς καμπίνας τοῦ ἁμαξιοῦ, ἀκτινοβολοῦσαν.

Ναί, εἶχα πάθει ζημιὰ μὰ γρήγορα τὸ ξεπέρασα.

Νόμιζα.

Μέχρι χθές.

Παρότι οὔτε τὰ γυαλάκια σου φοροῦσες, οὔτε κοκκινάδια στὰ χείλη ἐπίσης, κάτι (πολὺ περισσότερο ἀπὸ ἐκείνη τὴν Παρασκευὴ) μοῦ ἔκανε - δὲν ξέρω τί, θὰ ἀρχίσω νὰ τὸ ψάχνω ὅταν δὲν θὰ ἔχω νὰ κάνω κάτι.

Καὶ μοῦ ἔγινες ἔμμονη ἰδέα γιὰ τὸ ἐπίλοιπο τῆς ἡμέρας.

Ὥσπου, κουράστηκε ἡ εἰκόνα σου νὰ παίζει μὲ τὴν κουίντα καὶ τὴν αὐλαία σὲ μιὰ φασματικὴ σκηνὴ στὰ μάτια μου κι ἀποχωρώντας ἔδωσε τὴν θέση της σὲ ἕνα παραλήρημα ποὺ σκόπευε σὲ ἕναν καὶ μοναδικὸ ἀσθμαίνοντα στόχο:

Πῶς νὰ σὲ φυστικώσω!

Πρέπει, τ’ἀκοῦς; νὰ σὲ φυστικώσω!










Μιὰ Κυριακὴ φθινοπώρου μὲ τὸ ῥολὸ κοτόπουλο νὰ σιγοψήνεται στοὺς 190 στὸ γκρίλ, τὸ λαχανικὸ σφαγμένο στὴν πιατέλα νὰ ἀναμένῃ ὑγρὰ φιλιὰ ἀπὸ ἐλαιόλαδο καὶ ξύδι καὶ μιὰ ξαφνικὴ ὄρεξη, ἕνας σπασμὸς στὸ ὑπογάστριο, δεξιὰ τῶν εἰσερχομένων στὸ σημεῖο g καὶ νὰ θέλω τόσο πολὺ νὰ σὲ φυστικώσω ἄχ, πόσο πολὺ πιά!

Μιὰ Κυριακὴ φθινοπωρινή, στὸ σαλόνι οἰκίας γιγαντώδους πολυκατοικίας, κεῖ ψηλὰ πολὺ ψηλά, μὲ ὁρατότητα μέχρι τὰ ἀνάκτορα τοῦ Ἀγαμέμνωνος καὶ τὸ νάμπερ οὐὰν μαντεῖο, νὰ θέλω τόσο πιὰ νὰ σὲ φυστικώσω. Νὰ σὲ στρέφω πρὸς τὸν Κορινθιακὸ νὰ δῇς τὰ προβατάκια ποὺ πηδᾶνε νοητοὺς φράχτες σὲ μορφὴ ἀγγουριοῦ καὶ νὰ κολλάω πάνω σου, πίσω σου. Σὰν ἀναίσχυντος τράγος θὰ σοῦ ψιθυρίζω πρόστυχα δίστιχα στὸ αὐτὶ μὲ εὔλογου χρόνου διαλείμματα γιὰ νὰ γλωσσώνω (κατὰ τὸ «δαχτυλώνω») ἐκεῖ. Ἐσὺ θὰ προσποιεῖσαι τὴν ἀδιάφορη ξεναγώντας με, δείχνοντας μᾶλλον τὰ μέρη τοῦ ὁρίζοντα λέγοντας ποιό εἶναι τί. Τὸ ψεύτικο καὶ τὸ ὑποκριτικὸ τῆς ἀδιαφορίας σου θὰ μαρτυριέται τόσο εὔκολα καθὼς θὰ σὲ νοιώθω νὰ κουνιέσαι (ἔστω ἐναπαίσθητα) πάνω μου. Ἐλλειψοειδῶς κυκλικὰ κι ἀντίθετα, ἀνάστροφα ἀλλὰ πολὺ πολὺ ἀργὰ τόσο πολὺ γαμῶτο ἀργὰ ἕνα βάσανο ἐπώδυνο, σὰν ἁλάτι σὲ πληγὴ σὰν ἁλάτι σέ...φυστίκι. Μὰ κι ἐγὼ πόσο πολὺ νὰ σὲ φυστικώσω θὰ θέλω ἂχ πιά!

Δὲν θὰ ἔχῃ περάσει ὥρα πολλὴ ὅταν θὰ ἀποφασίσεις πὼς πρέπει ξηρὸς καρπὸς στὴν διατροφή σου τῆς ἡμέρας, Κυριακῆς φθινοπώρου, ναί. Ἐγὼ θὰ τὸ ἔχω καταλάβει καθὼς θὰ ἔχουν χάσει τὰ καπούλια σου την σωστὴ τήρηση τῶν κύκλων πάνω στὸν φλεβίσιο μου ὁσονούπω ἐνάλατο καρπὸ καὶ ὄχι μόνο.

Διότι στὴν ξενάγησή σου καθὼς θὰ λὲς διάφορα ὅπως «βλέπεισth τὴν παραλία ἐκεῖ ποὺ καταλήγει σthὲ κόλπο σthχήματοσth ταῦ; Εἶναι τὸ πιὸ πολυσthύχνασthτο μέροσth τὰ καλοκαίρια» ἡ ἐκφορὰ τῶν λέξεων θὰ γίνεται μὲ κάποια καθυστέρηση, κάποια ἀνωμαλία, σὰν κολλημένα βουλιαγμένα βήματα σὲ κοντὰ στὴν παραλία ἁλυκὲς ἀπόπου ἁλάτι παίρνουμε γιὰ γιὰ γιά... φυστίκια!

Αὐτὸ τὸ ψεύδισμά σου θὰ μὲ κάνῃ νὰ νοιώσω ἕνα κῦμα ἀπὸ τὰ κάτω μου στὰ πάνω, νὰ φέρνῃ μιὰ ἀκατάσχετη ἐπιθυμία νὰ σὲ φυστικώσω. Ἀφοῦ μὲ τοὺς βραχίονές μου σ’ἀγκαλιάσω χειμερινὰ καὶ κολλήσω ὅσο μπορῶ στὰ θεϊκὰ ὀπίσθιά σου, θὰ σὲ γυρίσω καὶ θὰ σὲ κυττάξω κατάματα γιὰ νὰ σοῦ πῶ πὼς πρέπει
πρέπει πρέπει πρέπει.

Μὰ θὰ μὲ προλάβῃς! Δὲν θὰ πῶ κάτι, ἐσὺ θά πεταχτῇς:

«Πᾶμε ταράτσα!»

Καὶ θὰ ζητήσῃς:

«Ἐκεῖ θέλω τὸ φυσthτίκι σthου νὰ νοιώσthω, νὰ τὸ φάω μᾶλλον, νὰ τὸ ὡσthμώσω σthὲ ὅλη μου σthὴν σthτοματικὴ κοιλότητα καὶ νὰ τὸ καταπιῶ ἀχόρταγα.»

Μὲ τὸ χάμου βάσανο νὰ μὲ καίῃ θὰ σοῦ ἀναφέρω κάποιες ἐνστάσεις: 

«Ταράτσα; Τώρα; Ποῦ; Κι ἂν μᾶς δῇ κανείς;»

«Κουτό! Θὰ ποῦμε ὅτι πᾶμε νὰ ἁπλώσουμε τὰ ῥοῦχα! Πάρε τὴν σκάφη, κάλυψε τὸ φυστίκι σου καὶ μὴν ἀργῇς!»

Καὶ μὲ μιὰν συστολὴ γιὰ τὸ ὅπου νἆναι ξεδιάντροπο βόγιερισμ θὰ ξαναενισταθῶ:

«Θουρβηγία;;;; Λὲς νὰ σοῦ κόψῃ τὴν ὄρεξη γιὰ τὸ γεῦμα, τὸ φυστικάκι;»







ἔλα πού δέν θά γίνει μπάμ!

Προσπαθῶ νά φανταστῶ τό ξύπνημα τοῦ πούτσου τόσων ξαναμμένων γιά θηλυκό, διανομέων, ὅταν ὅλων οἱ κόρες τῶν ματιῶν θά διασταλούν ἐνώπιον τῆς εἰκόνας σου καθώς θά εἰσέρχεσαι.

Σκέφτομαι τό ξαφνικό κι ἀπότομο τέντωμα, φούσκωμα, θέριεμα τῆς βαλάνου τῶν φαλλῶν σέ καταπιεστικό ἐσώρουχο, ὅταν τό νευρικό ἐρέθισμα ἀπό τό μάτι πεταχτεῖ στό μυαλό τους κι ἀπό ἐκεῖ στό ὑπογάστριο.

Θά τούς ἀνατριχιάσει τό ὄσχεο, οἱ ὄρχεις θά κουρνιάσουν ψηλὰ καὶ τὸ αἶμα θὰ ἀρχίσει ποδοβολητὰ στὶς φλέβες πολυαρίθμων καυλιῶν.

Κάποιος θά σέ φανταστεῖ νοσοκόμα, ἄλλος τροχονόμο ἄλλος ὑπάλληλο σέ ἑταιρεία ὁπόθεν παραλαμβάνουν, ἄλλος προϊσταμένη, ἄλλος ἐρωμένη, ἄλλος ὑπάλληλο τοῦ ΙΚΑ, ἄλλος συνάδελφο τοῦ HR κι ἄλλος ἁπλά ὡς τήν γυναίκα του.

Εἶμαι σίγουρος ὅτι πολλῶν παιδιῶν ἡ πρώτη ὕλη, τήν νύχτα τῆς Παρασκευῆς πρός Σάββατο, θά σκοτωθεῖ σέ καθαρά κατά τ’ἄλλα σεντόνια, σέ WC, νιπτῆρες, μπανιέρες ἀλλά καί στήν θέση τοῦ ὁδηγοῦ κιτρινοκόκκινων ἐργασιακῶν φορτηγακίων.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats