Πέμπτη, Δεκεμβρίου 22, 2011

χειμερινὸ λιοστάσι +1

Eἶχα βυθιστῇ σὲ κάτι μαῦρες κι ἄραχλες σκέψεις –θαρρῶ πὼς μὲ ταλάνιζε ἡ μάστιγξ τοῦ ὑπερπληθυσμοῦ- καὶ τὸ πῶς τὸ εἶδα ἦταν κατόρθωμα!

Κεῖ πέρα ἀριστερά, στὸ βάθος, τὸ ὁρόσημο, ἕνα ψηλὸ παλιὸ κτήριο μὲ εὐκαλύπτους ἐνώπιόν του, τὸ οὕτως εἰπεῖν checkpoint τῆς γειτονιᾶς· αὐτὸ πάντα βλέπαμε καὶ τ’ἀποφασίζαμε νὰ κομβιώσουμε τὸ ΣΤΑΣΗ. Μὰ τώρα, ἡ ὑετικὴ ὑγρασία, οἱ παντοῦ σταλίδες ποὺ διέχεαν μάλιστα τὰ ἑορταστικὰ φωτάκια τὸ εἶχαν διαθλάσει καὶ φαινόταν σὰν μανταρίνι, δυσκόλως κάργα τὸ διέκρινα. Ἄσε ποῦ εἶχα καιρὸ πολὺ νὰ κυκλοφορήσω μὲ τὸ λεωφορεῖο τῆς περιοχῆς καὶ εἶχα ξεθυμάνει ἀπὸ θύμησες.

Τσάκισα τὸ φύλλο τοῦ Ἀθήνα Λὰς Βέγκας, τὸ ἔβαλα στὴν τσάντα, στὴν τσάντα ἐπίσης ἔβαλα, ἀφοῦ τὰ τύλιξα βοηθείᾳ τῆς ἀριστερᾶς μου χειρός, τὰ ἀκουστικά· πάπαλα ὁ Σπύρος Ζαγοραῖος! Ἠγέρθην, ἔσφιξα τὴν τσάντα στὸν ὦμο κι ἀρχίνησα μιὰν φινετσάτη φιγούρα ζεϊμπέκικου προσπαθώντας νὰ ξεφύγω ἀπὸ δύο γειτονικὰ πόδια σὲ ἕνα μαῦρο κολλάν.

Τὰ ὁποῖα δύο πόδια καθόλου δὲν μαζώχτηκαν νὰ μοῦ δανείσουν λίγο χῶρο παρότι ὁ ἰδιοκτήτης των τὸ δίχως ἄλλο μὲ εἶχε δεῖ, μὲ εἶχε καταλάβει, θέλει πολὺ νιονιὸ νὰ ἀντιληφθῇς φευγάλα τοῦ ἄλλου ὅταν ἀκοῦς ἱκεσία συγγνώμης;

Κι ἐνῷ κυττοῦσα χάμω, στὸ πόδι μου δηλαδή, στὸ παπούτσι μου περισσότερο δηλαδή (τὸ ὁποῖον πολλὰ πρωτοτόκια λάσπης εἶχε μαζώξει ἀπὸ Καλλιθέα μέχρι τὰ δῶ) λοξοδρόμησα τὸ βλέμμα μου λίγο πιὸ πάνω γιὰ νὰ δῶ τά χαρακτηριστικὰ αὐτοῦ τοῦ θρασέως τυπάκου ὅστις τύρβαζε περὶ ἄλλων καὶ διόλου δὲν τὸν ἔνοιαζε πὼς τόσο εἴχαμε φθάσει πλησίον τοῦ ψηλοῦ παλιοῦ κτηρίου μὲ εὐκαλύπτους ἐνώπιόν του τὸ ὁποῖον ὅμως μέσα στὴν θολούρα τῆς βροχῆς ἔμοιαζε μανταρίνι!

Ἀντὶς ὅμως κάποιου ἀξύριστου κι ἀκούρευτου μπινὲ νεανίου μπλούζας manowar, κολλητοῦ μαύρου σχεδὸν κολλὰν τζὴν καὶ μιλιταῖρ μπουφάν, εἶδα ἕνα κατάλευκο θήλυ πρόσωπο μὲ δύο μάτια ὀρθάνοιχτα σχεδὸν ἱκετευτικῆς ἐκφράσεως μὲ μπόλικη ἀγωνία:

«Θὰ κατεβῇτε;»

Ὄχι γλυκειά μου, εἶπα νὰ σηκωθῶ καὶ νὰ σοῦ προσεγγίσω τοὺς λοβοὺς ἀπ’τὰ αὐτάκια σου γιὰ νὰ μοῦ μπολιάσῃς τὸ ὁμολογουμένως σκλαβωτικὸ ἄρωμά σου.

Κάτι τέτοιο σκέφτηκα νὰ τῆς πῶ (ἄκου ἐρώτησις, θὰ κατεβοῦτε;! σὲ κάποιον ποὺ δακτυλώνει τὸ κουμπὶ ΣΤΑΣΙΣ) μὰ παιδὶ γὼ μὲ πληθυντικοῦ ἀνατροφή καὶ μὲ μιὰ φυσικὴ συστολὴ γιὰ τὸ ἄλλο φύλο ὅπως αἱ ἀποζητοῦσαι τὴν ἀποχὴ πρὸ τοῦ γάμου ἐπιταγαὶ τῆς θρησκείας ἡμῶν ὑπερθεματίζουν, περιορίστηκα σὲ ἕνα:

«Μάλιστα» 

Ἴσως τὸ μάλιστα νὰ μὴν τὸ ἐξέφερα πολὺ ὀρθά, ἴσως νὰ θεωρήθηκε ὅτι ἔκρυβε ἕναν κάποιον εὐφημισμό, διότι ἡ κόρη αὐτή, καθόλου μὰ καθόλου δὲν μετακινήθηκε! Παρέμενα σχεδὸν ἀνάμεσα στὰ πόδια της περιμένοντάς την νὰ φιλοτιμηθῇ ἐπὶ τέλους καὶ νὰ τραβηχτῇ! Κι ὅσο περίμενα ἔβλεπα τὰ μάτια της νὰ μὴν ἔχουν ἐλαφρυνθῇ ποσῶς ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἀγωνία ποὺ εἶχα πρὶν διαπιστώσει καὶ ἡ ὁποία πλέον ἦταν ξεκάθαρα ταραχή.

«Κι ἐγώ»

Τί κι αὐτή; Κι αὐτὴ θὰ κατέβαινε; Μὰ μόλις εἶχε ἁπλώσει μιὰ περίεργη πραγμάτεια ἐκεῖ μπροστά της, δὲν φαινόταν ἀπὸ πρὶν νὰ μαζεύεται,  ξεκίνησε νὰ τὸ κάνῃ, τώρα ποὺ μὲ εἶδε νά.. Λίγη ὥρα πρίν, ὅταν στριμώχτηκα ἐπειδὴ κάποιος εἶχε ἔλθει καὶ καθήσει δίπλα μου (ἐνῷ γαμῶτο, τόσες κενὲς θέσεις ὑπῆρχον γύρω) εἶχα ἐπίσης ἀντιληφθῇ κάτι πολὺ περίεργο, πόσο λογικὸ σᾶς κάνει μυρωδιὰ σαλτσάτων κεφτέδων μέσα σὲ ἕνα λεωφορεῖο; Πλάγεψα τὶς κόρες μου πολὺ δεξιὰ μὲ τὴν ἄκρη τους εἶδα σὲ ἕνα καρὼ τραπεζομαντηλάκι δυὸ τάπερ, τάπερ ἀνοικτά, ἀνοικτὰ μὲ κεφτέδες μέσα καὶ παστίτσιο θαρρῶ. Ἐκεῖ κόλλησα τὸ βλέμμα, δὲν πρόσεξα τὸν φέροντας αὐτῶν, ἄνθρωπο παρὰ μόνον τὰ φαγιὰ μὰ κι αὐτὸς ὁ ὁδηγός; Καμία παρατήρηση πιά;

Δὲν ἔδωσα συνέχεια, ὄχι ἐπειδὴ ἤμουν χορτάτος ἀλλὰ διότι τὸ φωτορομάντζο στὸ περιοδικάκι μου ἄρχιζε καὶ γινόταν ἐνδιαφέρον· μιὰ γεωμετρίας καθηγήτρια ἔδειχνε σὲ δυὸ ἀτάκτους διετεῖς τῆς δευτέρας λυκείου, τὴν ξυρισμένη διχοτόμο τῶν σκελῶν της κι ἀποζητοῦσε διὰ τῶν μοιρογνωμίων τους νὰ μετρήσουν τὸ ποσὸν τοῦ ἀκροβατικοῦ της. Σπουδαῖον θέαμα! Ὅταν οἱ μοῦργοι, ἄφησαν τὰ μοιρογνωμία στὴν ἕδρα καὶ ἀρχίνησαν ἀμφότεροι νὰ τὴν ἀγαποῦν μὲ τρόπο ποὺ μόνον ἕνας ἀπορριφθεὶς στὴν ἄλγεβρα μπορεῖ νὰ ἀγαπήσῃ μιὰν μαθηματικό, μὲ κυρίευσε μιὰ μελαγχολία. Μιὰ μελαγχολία διότι ὅλα κατέληγαν σ’αὐτὸ ποὺ ὑπὸ συνθῆκες κανονικὲς χρειάζεται μῆνες ἐννέα γιὰ νὰ βγῆ στὸ φῶς - ἔστω αὐτὸ τὸ λευκὸν τὸ νοσοκομειακό.

Κλάμματα, νὰ σᾶς ζήσῃ, κλάμματα, τάισμα, βύζαιμα, κλάμματα, τάισμα, ἀλλαξίματα κι ὅλα τὰ σχετικά. Μὰ πόσο πιὰ μπορεῖ νὰ μᾶς τρέφῃ αὐτὸς ὁ πλανήτης;

Καὶ κυττοῦσα ἀριστερά, ἔξω ἀπὸ τὸ θολὸ καὶ ἀνάγλυφο τζάμι τοῦ λεωφορείου, ἀναλογιζόμενος τὴν παθογένεια τοῦ ὑπερπληθυσμοῦ. Μαῦρες κι ἄραχλες οἱ σκέψεις μου, μὴ σᾶς πῶ ὅτι σὰν νὰ ἔνοιωθα κάτι μικρούληδες πανικοὺς νὰ μὲ πλακώνουν! Ἀλλὰ μοῦ πρόλαβε τὶς φρίκες ἕνα γκροτέσκο θέαμα στὸ βάθος κεῖ πέρα ἀριστερά, στὸ βάθος, ἕνα μανταρίνι! Μεγάλο, πολὺ μεγάλο, ἐλλειψοειδές στοὺς πόλους καὶ σπυριάρικο μὲ πόρους τέτοιους ποὺ χωράγανε πολυθέσια γρὶ γρί. Γούρλωσα τὰ μάτια, ἑστίασα καὶ ἂ ὄχι καλέ, τί μανταρίνι (πώπω θἄθελα νὰ δῶ μιὰ τέτοια μανταρινιά!) τὸ σπίτι τοῦ Γιάγκου τοῦ Νούλα εἶναι, ὥρα νὰ κατεβαίνουμε!

«Κι ἐγώ. Κι ἐγὼ ἐδῶ κατεβαίνω»

Μὲ βιαστικὲς κινήσεις ποὺ πάνω στὴν βία πέταξαν τοὺς μισοὺς κεφτέδες ἔξω καὶ ὅλο τὸ παστίτσιο στὸ κάθισμά μου, μάζεψε τὰ τάππερ της.

«Ἐδῶ κατεβαίνω»

Ἐπανέλαβε γιὰ νὰ τὸ ἐμπεδώσω. Καὶ χαμογέλασε. 

Μωρὲ τί μᾶς λές!

Σκέφτηκα καὶ κύτταξα ἀπὸ τὴν ἄλλη γυρνώντας της τὴν πλάτη μου.

Τί εἶναι τοῦτο πάλι;

Σκέφτηκα ξανά.

Τὸ λεωφορεῖο σταμάτησε καὶ κάποιες ἀντλίες ἀναστέναξαν, ἄνοιξε ἡ πόρτα καὶ νὰ μᾶς ξανάρθετε!

Τώρα μοῦ λὲς γιατί χρησιμοποίησε δεύτερο πληθυντικοῦ, ἔ;

Μὲ μιὰ φιγούρα ποὺ θὰ τὴν ζούλευαν καὶ μικροκαμωμένοι φιλομόφυλοι ἀθληταὶ τοῦ καλλιτεχνικοῦ ταρτάν, ξεπέρασα τὸ mind the gap καὶ τσούλησα τὸν δρόμο μου, πρὸς τὰ κάτω. Ἡ βροχὴ συνέχαγε, ἀκουγόσαντε μάλιστα μὲ καλῶς τηρουμένη συχνότητα νὰ πίπτωσιν σὲ κάτι τσίγκινους ὑδροσυλλέκτες κάνοντας με νὰ νοιώσω τὴν κύστη μου πιεστικῶς. Μαζὺ ὅμως μὲ τὴν βροχὴ καὶ τὶς ψιχάλες της ἀκούγετο καὶ ἕνα τὰκ τὰκ τὰκ τὰκ τάκ. Τακ ούνια πίσω μου ποὺ ὅσο κι ἂν τάχευα τὸ βῆμα μου, δὲν ἔσβηναν βαθμηδόν – τοὐναντίον! Τράνευαν γαμῶτο!

«Στάσου!»

Ὄχι! Δὲν ἦταν γιὰ μένα αὐτὴ ἡ προστακτική, δὲν ξέρω κανέναν σ’αὐτὸν τὸν δρόμο, δὲν εἶδα κανέναν γνωστὸ νὰ ἀνέρχεται! Ὄχι γιὰ μένα! 

Τὰ τακούνια μετὰ ἀπὸ τὸ ἄπραγο στάσου συνέχισαν νὰ σκάβουν τὴν ἄσφαλτο, νὰ προσπαθοῦν ἔστω. Μὰ ξαφνικά, σταμάτησαν καὶ πρωτοῦ προλάβω νὰ χαρῶ μήπως καὶ παρητήθησαν...   

«Στάσου! Σὲ σένα μιλάω! Βαγγέλη!»

Κοντοστάθηκα λίγο, πολὺ λίγο, ὅση ὥρα χρειάζεται νὰ σχηματίσῃς ἕνα ἐρωτηματικὸ στὸ μυαλό σου μὰ δὲν ἤμουν ἐγὼ ἐκεῖνος ὁ Βαγγέλης, δὲν ξέρω κανέναν σ’αὐτὸν τὸν δρόμο, δὲν εἶδα κανέναν γνωστὸ νὰ ἀνέρχεται τοῦ δρόμου αὐτοῦ! Ὄχι γιὰ μένα!

Καὶ συνέχισα.

Τὰ τὰκ τὰκ πλήθυναν τόσο, τάχεψαν πολύ, θόρυβοι σχεδὸν ἐκκωφαντικοὶ οἱ ὁποῖοι ἀπότομα σίγησαν. Εἶχε φθάσει μπροστά μου καὶ σταμάτησε, μὲ σταμάτησε.

Δὲν ἤμουν τώρα γιὰ τέτοια, ἡ βροχὴ ἔπαιρνε νὰ δυναμώνῃ καὶ αὐτὸ τὸ σκηνικό, δυὸ νά στέκωνται κάτω ἀπὸ αὐτὴν ἀμίλητοι, ἔφερνε σὲ ταινίες brief encounter μὰ δὲν τὴν ἤξερα σᾶς λέω, ἀλήθεια, δὲν ἤξερα τὴν ἄνθρωπο! Συνεπῶς ναί, κάτι ἀπὸ Μπουνιουὲλ μοῦ πήγαινε...

Κι ἐντελῶς absurd ἡ κατάσταση, διότι τὴν ἄκουγα νὰ μοῦ ἀπευθύνῃ τὸν λόγο μόνον μὲ ἐρωτήσεις καὶ μάλιστα μονολεκτικές. Μὰ ἐγὼ δὲν τὴν ἤξερα, ἀλήθεια, δὲν τὴν ἤξερα τὴν ἄνθρωπο! Σὲ μένα ἔπρεπαν ἐρωτήσεις κι ἀπαντήσεις, ἐξηγήσεις ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά.

Μὰ τί ἐξηγήσεις πιά, μοῦ λές;

Πέρασε τόσος καιρὸς ποὺ στὰ δικά μας τὰ παρ’ ὀλίγον, εἶναι μέγα καὶ πολὺ καὶ ἀδιόρθωτο διάστημα καὶ δὲν τὴν ἤξερα, ἀλήθεια σᾶς λέω, δὲν τὴν ἤξερα τὴν ἄνθρωπο!


Δευτέρα, Δεκεμβρίου 19, 2011

κομμουνισμὸς



Σάββατο, Δεκεμβρίου 17, 2011

In girum imus nocte et consumimur igni

Αὐτὸ ποὺ σκέφτηκες μὰ ποτέ σου δὲν εἶπες γιὰ τὴν βόλτα σὲ χειμερινὸ φόντο σὲ παραλία, μοῦ θύμισε τὸ ἰντέριορς τοῦ Ἄλλεν Στιούαρτ Κόνιγκσμπεργκ.

Ἐμεῖς «ἐδῶ» τὴν βόλτα στὴν θάλασσα τὴν ἔχουμε ταυτίσει μόνο μὲ καλοκαίρι· νὰ βράζη τὸ σύμπαν, οἱ κρότοι τῆς ῥακέτας νὰ ἀποτελοῦν τὴν πεμπτουσία τῆς ἠρεμίας κατὰ τὸν παραθερισμό, πλανόδιοι νὰ πουλᾶνε μασάζ, γονεῖς νὰ φωνάζουν (ποικιλόγλωσσα) στὰ βλαστάρια τους κλπ κλπ κλπ.. Ἢ τὶς νύκτες, ὅταν ἔχουμε διπλαρώσει τὸ νυμφίδιο τῆς λουτρόπολης – προφανῶς εἶναι ἡ σειρά μας νὰ τὸ ποτίσουμε – καὶ νομίζουμε πὼς μὲ κάτι φτηνοὺς καὶ κοινότοπους ῥομαντισμοὺς θὰ σιγουρέψουμε τὴν πάλη μὲ τὶς λεκάνες μας. Ὅπου φθηνοὶ καὶ κοινότοποι ῥομαντισμοί, ἡ μελιστάλαχτος (καὶ γι’αὐτὸ ἐμετικὴ) πρόταση: πᾶμε γιὰ βραδυνὸ μπάνιο; (Πάλι καλά, τὸ μὴ ὑποκοριστικὸ στὸ «μπάνιο» μᾶς γλυτώνει ἀπὸ μέχρις ἀφυδάτωσης ἐμέτους.)

Ἀλλὰ περπάτημα τὸν χειμῶνα σὲ παραλία, πολὺ σπάνια. Συνήθως τὸ κάνω σὲ παραλία τῆς διαμαντόπετρας τοῦ Ἀργοσαρωνικοῦ (ναί, σωστὰ κατάλαβες, Σαλαμῖνα) ἀλλὰ ἡ ἔκταση εἶναι πολὺ μικρή, δὲν προλαβαίνεις νὰ ἀλλάξῃς τὸν ῥυθμὸ τῆς ἀνάσας σου.

Ὁπότε μόνο μία φορὰ θυμᾶμαι κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ μοιάζῃ μὲ τὸ δικό σου· θὰ στὸ πῶ κι ἂς μὴ μὲ ῥώτησες.

Ἤμαστε στὸν Νέο Μαρμαρᾶ, στῆν Χαλκιδική, τρελλὴ βροχὴ μᾶς ἀκολουθοῦσε ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη, Σάββατο πρωὶ ἦταν κι ὁ καιρὸς εἶχε ἀποτρέψει τὸν κόσμο νὰ ἐκδράμῃ. Ἡ ἀπόσταση μοῦ εἶχε φανεῖ πολὺ μεγάλη γιὰ μιὰν ἁπλὴ βόλτα μετὰ ἀπὸ καφὲ καὶ πρὶν ἀπὸ φαγητό, εἶχα ταλαιπωρηθῇ λίγο μὰ ἐν τέλει ἄξιζε τὸν κόπο. Ἀφήσαμε τὸ ἁμάξι στὴν ἐκεῖ πλατεία καὶ πιάσαμε νὰ περπατᾶμε. Κι ἦταν αὐτὸ ποὺ σοῦ συμβαίνει ὅταν δὲν ξέρῃς τὴν ἀρχή, τὴν μέση κι ἴσως τὸ τέλος μιᾶς βόλτας, λίγο ἀποσυντονισμένος, λίγο ἀγκλιμάτιστος, λίγο παρείσακτος. Οἱ λοιποὶ τῆς παρέας σχημάτιζαν κύκλο πιὸ συνοχῆς καὶ μιλοῦσαν μὲ χειρονομίες ποὺ μαρτυροῦσαν ὄχι χαζοκούβεντο μὰ κάτι πιὸ σοβαρό· περιεῖχε ἄλλωστε πολλοὺς μέλλοντες χρόνους, συνδυασμένους δὲ μὲ εὐκτικές κλίσεις. Ἤμουν τρία βήματα πιὸ πέρα, πρὸς τὰ γενέθλια τοῦ φλοίσβου καὶ αἰσθανόμουν πολὺ ἄβολα ἐπειδὴ ἀπέσχον τῶν παραδίπλα ὑποσχέσεων καὶ σχεδίων. Θὰ ἔπρεπε νὰ συμμετέχω κι ἐγὼ στὶς μεγαλεπηβόλων βλεμμάτων χειρονομίες μὰ οὔτε ἔτσι ἤθελα τὰ χέρια μου νὰ μαρτυριοῦνται μὰ οὔτε προτιμοῦσα νὰ πιάσουν μιὰν ἄλλη παλάμη, σαφῶς οἰκειότερη τῶν λοιπῶν.

Κι ἔτσι ἔβαλα τὰ χέρια μου στὶς τσέπες καὶ προχωροῦσα, μὲ ὄχι περιπάτου βῆμα μὰ βιοπορισμοῦ. Τέλος στὴν πορεία μας δὲν διαφαινόταν, ἂχ αὐτὲς οἱ παραλίες τῆς Χαλκιδικῆς, συνέχιζα νὰ περπατῶ καὶ νὰ δικαιολογοῦμαι σὲ κάποιον νιόφερτο, πέμπτο στὴν παρέα τὸν ὁποῖον ὡστόσο οἱ ἄλλοι δὲν ἔβλεπαν, ποὺ ἐξηγήσεις ζητοῦσε γιὰ τὴν παλιμπαιδίζουσα, τὴν ἄτολμη, τὴν φυγόπονη, τὴν ῥιψάσπιδα στάση μου. Αὐτὸς ὁ αἰαεικὸς διάλογος κρατοῦσε ἀρκετά, μὲ ἀπέσπασε ἀπὸ τὰ γύρω καὶ φάνηκε νὰ ξεμακραίνω πολύ. Τῶν ἄλλων οἱ σχεδὸν φωνὲς κουβέντες μπασταρδεύονταν ἀπὸ τὰ κρωξίματα τῶν πάνω μας θαλασσοπουλιῶν καὶ τῶν ἐπιμόνων στὸ μένος κυμάτων, δὲν καταλάβαινα τί ἔλεγαν πιά...  Μὰ δὲν μὲ ἔνοιαζε, ἤμουν ἀφοσιωμένος στὸν διάλογο μὲ τὸν καινούργιο στὴν παρέα, ἐπέμενα στὶς θέσεις μου, μὲ χωρὶς κανένα τῆς προκοπῆς ἐπιχείρημα στὶς δικαιολογημένες αἰτιάσεις του. Κι ὄταν εἶχε γίνει πιά διάλογος κωφῶν, ὅταν εἶδε κι ἀπόειδε ὅτι δὲν θὰ μὲ νουθετοῦσε, ὅσο ἀπότομα ἦλθε, ἔτσι χάθηκε.

Ἔνοιωσα μιὰν ἀνακούφιση, τόσο εὔκολος ἦταν λοιπὸν ὁ παραμερισμὸς τῶν ὅποιων τύψεων; Τόσο, ναί! Σταμάτησα νὰ περπατῶ καὶ στράφηκα στοὺς λοιποὺς τρεῖς ποὺ προχωροῦσαν πρὸς τὰ μένα. Δὲν ἀκούγονταν, φαίνονταν φυσικὰ ὅτι μιλοῦσαν μὰ δὲν ἀκούγονταν, ἦταν κι αὐτὰ τὰ κρωζοπούλια ποὺ εἶχαν ἀρχίσει νὰ κατέρχωνται ἐλαφρῶς, ἦσαν σχετικῶς κοντά μου, πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μου κι ἐγὼ περίμενα τοὺς ἄλλους, ἐλεύθερος πιὰ ἀγχωτικῶν σκέψεων καὶ προβληματισμῶν ποὺ μοῦ εἶχε δημιουργήσει ἐκεῖνος. Καμία τύψη πλέον… Κι ἔτσι, καθὼς περίμενα τοὺς ἄλλους, μὲ ἕνα συναίσθημα θριάμβου ποὺ τὸν εἶχα διώξει καὶ μαζὺ τὰ ὅσα μοῦ κατελόγιζε, ξάφνου ἔνοιωσα κάτι νὰ πέφτῃ πάνω μου. Κύτταξα ψηλὰ καὶ εἶδα τὰ πουλιὰ νὰ μὲ κουτσουλᾶνε.

Δὲν εἶχα ξεμπερδέψει λοιπὸν τόσο εὔκολα ἀπὸ ἐκεῖνον. Κι ἀποδέχθηκα τὴν τέτοια ἐπίπληξη, δὲν ἔκανα τίποτε νὰ διώξω τὶς βρωμιὲς ἀπὸ τὰ ῥοῦχα μου καὶ συνέχισα μόνος νὰ περπατῶ, δεχόμενος αὐτὸν τὸν τρόπο τιμωρίας.

Πραγματικὰ ἐλεύθερος τότε, ἀφέθηκα στοὺς ἀέρηδες τῆς θάλασσας καὶ ὅ,τι σοῦ δημιουργεῖ ἡ στὸ πρόσωπο βροχὴ ἢ μήπως ἦταν ὁ ἀλαφιασμένος ἀπὸ τὸν ἄνεμο θαλασσινὸς ἀφρός;


Πορφυρογέννητος Γωνιὰ

 
Στοὺρμ Γκρὰτς ΑΕΚ 1-3 (UPS Arena) 14/12/2011
Γιουρόπα Λῆγκ –Πλέυ ὂφφς – 6ος ἀγὼν
23 Κωνσταντόπουλος, 2 Κοντοές, 66 Ἐγγλέζου (54΄ 15 Καράμπελας), 4 Μανωλᾶς, 47 Μπουγαΐδης, 6 Κάλα, 14 Μάκος, 24 Μπὲρνς (62΄ 8 Μπέλεκ), 77 Κλωναρίδης (85΄ 92 Τσουκαλᾶς), 7 Γκερέιρο, 11 Σιαλμᾶς
Σκόρερ: 10΄ Μανωλᾶς 43΄ Μπὲρνς 77΄ Κλωναρίδης
Κίτριναι: Κάλα
Διαιτητής: Ντεακόνου (Ῥουμάνος)




ΑΕΚ ΠΑΣ Γιάννινα 2-1 (ΟΑΚΑ) 10/12/2011
Πρωτάθλημα – 13η Ἀγωνιστικὴ
99 Ἀραμπατζῆς, 16 Ἀργυρίου, 15 Καράμπελας, 2 Κοντοές, 6 Κάλα, 31 Γεωργέας, 14 Μάκος, 77 Κλωναρίδης (61΄ 13 Ῥίκκα), 8 Μπέλεκ, 10 Κάρλος 11 Σιαλμᾶς (66΄ 12 Τσίτας)
Σκόρερ: 15΄ Κάρλος 52΄ αὐτογκὸλ
Κίτριναι: Kάρλος Ἀραμπατζῆς
Διαιτητής: Γιάχος

Count on me!

73,3

Τρίτη, Δεκεμβρίου 13, 2011

Μόνον γιὰ καπνοσυριγγιστὰς

Εἶναι μισὴ ἀρχοντιὰ λέγουσιν οἱ λαϊκοσοφισταὶ καὶ πράγματι ἄρχοντος εἰσοδήματα δέον νὰ ἔχῃς γιὰ νὰ μπορῇς νὰ ἀνταπεξέλθῃς στὴν καθαριότητα τῶν καπνοσυρίγγων σου τὴ σήμερον ἡμέρα.

Διότι κύριοι, πόσο πνεῦμα τοῦ οἴνου χρειάζεται γιὰ νὰ καθαριστοῦν τὰ πιπόνια;

Πολύ.

Καὶ πόσα ἔουρος μᾶς ζητᾷ ἡ μαντὰμ στὸ ταμεῖο ὅταν τῆς παγαίνουμε κεῖ καμιὰ φιάλη καταλύτου καθαριότητος;

Πολλά.

Διψήφιος μάλιστα ὁ ἀριθμὸς αὐτῶν.

Καὶ ἐπειδὴ εἶμαι μέγας τσίπης δὲν ὑπῆρχε ποτὲς περίπτωση νὰ ἀγοράσω οἵας τιμῆς, οἰνόπνευμα. Ἀμάρτησα λοιπὸν γιὰ τὰ πιπόνια, ἤτοι τὸ ἔκλεβα (μέχρι πρότινος) ἀπὸ τὰ σοῦπερ μάρκετ. Τὸ σκηνικὸν τῆς κλοπῆς ἦταν σὰν καλοσφιγμένου σεναρίου, ἀρτίας πλοκῆς καὶ λαμπρῶν συντελεστῶν φίλμ τινος νουάρ, καθὼς ὑποκριτευόμουν ὅτι ψώνιζα σὰν ἐργένης γιάππι πιστὸς στὰ κελεύσματα τοῦ κλικισμοῦ τῶν 90’s καὶ γυρνοβολτοῦσα στοὺς διαδρόμους. Ἐκεῖ, μουλωχτὰ καὶ προσεχτικά, ἔπαιρνα στὰ χέρια μου ἕνα οἰνόπνευμα, ἔσφαζα τὴν παρθένο μύτη τοῦ στομίου καὶ ἔριχνα βιαστικὰ καὶ ἐλαφρῶς ταραγμένως σὲ κάτι μικρὰ ἄδεια φιαλίδια ποὺ εἶχα μαζύ μου (ποὺ κανεὶς δὲν θὰ ἤλεγχε) φιαλίδια κάποτε φυσικοῦ ὀροῦ, κάμποση ποσότητα πνεύματος οἴνου!

Φυσικὰ μαζὺ μὲ τὸ οἰνοπνευματάκι, στὴν ἀμαρτία κυλιόμην ἐρωτευάμενος κάτι γαριδάκια, φοφίκο, σαλάμια ἀέρος, κίτρινα τυριά, γαῦρους λιαστούς, μπισκότα γεμιστά, φέτα προστατευομένης ὀνομασίας, καραγκούνικο μανούρι, θρακιώτικο μετσοβόνε, γλυκοπατάτες Ὀλύνθου, μυτζήθρα Λαρίσσης, γραβιέρα λουγκρονησίου, γλοιώδη σαλιγκάρια Μάνης, διπλομέριδη σιεφταλιὰ Kibris, ἁλμυρὰ μπογάτσα Σερρῶνε, μυκητοβατραχοπόδαρα Βεγορίτιδος, χαλβὰ Δραπετσῶνος, παϊδάκια τρωκτικῶν ἐκ Βομβάης, λουκούμια Μούδρου, πίκλες ἀρεόπολης, τσὶζ κέηκ Ὀρλύ, λουκάνικα Φρανκφούρτης Ξηρομερίου Ἀγρινίου, ἀμαρέττι, παρμεζανίτσα ἀπ’ τὴν κυρα Νίτσα, ῥετζιάνο ῥετζιάνο, σερενάτες,μουρταδέλλα Κοκκινιᾶς, πατατάκια μπάρμπεκιου, γκοργκοτζόλα Μπιάφρας, γαλοπούλα λιπαρή.

Κι ὅταν λέγω ἐρωτευάμενος δὲν ἐννοῶ ἔρωτα πλατωνικὸ ἤγουν ἄχ πόσο ὡραῖα δείχνει ἡ ῥέγγα στὸ τενεκέ, ἒ ῥὲ καὶ νὰ σφάζαμε καμιὰν συνοδείᾳ οὔζου καὶ πέραν τούτου οὐδέν! Ὄχι! Ὁ ἔρως, παθιάρικος, ἔντονος, ἀπωθημενιάρικος ἔσχεν λυτρωτικὴν ἐπαφήν, ἀνακουφίσεως διείσδυσιν. Τσιμποῦσα δηλαδὴ τὰ προαναφερθέντα ἐδέσματα – γλυκὰ – σαλάται καὶ κυττώντας προσεκτικὰ μὰ καὶ συνομωτικὰ δεξὰ κι ἀριστερά, διερρήγνυα μιὰν ἄκρη ἀπὸ τὴν συσκευασία τους κι ἔπαιρνα μιὰ μυρωδιὰ ἀπὸ γαριδάκια, φοφίκο, σαλάμια ἀέρος, κίτρινα τυριά, γαῦρους λιαστούς, μπισκότα γεμιστά, φέτα προστατευομένης ὀνομασίας, καραγκούνικο μανούρι, θρακιώτικο μετσοβόνε, γλυκοπατάτες Ὀλύνθου, μυτζήθρα λαρίσσης, γραβιέρα λουγκρονησίου, γλοιώδη σαλιγκάρια Μάνης, διπλομέριδη σιεφταλιὰ kibris, ἁλμυρὰ μπογάτσα σερρῶνε, μυκητοβατραχοπόδαρα Βεγορίτιδος, χαλβὰ Δραπετσῶνος, παϊδάκια ἀρουραίων ἐκ Βομβάης, λουκούμια Μούδρου, πίκλες ἀρεόπολης, τσὶζ κέηκ Ὀρλύ, λουκάνικα Φρανκφούρτης Ξηρομερίου Ἀγρινίου, ἀμαρέττι, παρμεζανίτσα ἀπ’ τὴν κυρα Νίτσα, ῥετζιάνο ῥετζιάνο, σερενάτες,μουρταδέλλα Κοκκινιᾶς, πατατάκια μπάρμπεκιου, γκοργκοτζόλα Μπιάφρας, γαλοπούλα λιπαρή.

Ἄρχοντας ἔτσι; Οὕτινος τὸ ἥμισυ εἶναι ἡ καθαριότης ὡς εἴπομεν! Τοιουτοτρόπως ἔκλεβα οἰνοπνευματάκι ποὺ λέτε! Ἡ κλεψιμέικια ποσότη ἤντουνα ἀρκετὴ γιὰ δυὸ δόσεις καθαρισμοῦ. Κι ἂν ἀναλογισθῇτε ὅτι κάθε περίπου ἑνάμισυ – δύο μῆνες τὶς καθάριζα, χρείαν βούτας εἰς τὸ σοῦπερ μάρκετ ὑπῆρχε κάθε τρεῖς τέσσερις ἐνιαυτούς. Καὶ ἐπειδὴς προχθές, σὲ κάποια καπνίσματά μου ἀντελήφθην λίγο βαρειὰ τὴν τοῦ ξύλου μυρωδιά, εἶδον καὶ τὸ μερολόγι, ἔ, ἤπρεπε καθαρισμός ἐσκέφθην, ἤπρεπε σπεύσιμον στὸ ὑπερπαντοπωλεῖον μοῦ εἶπον.

Ἡ καταδρομικὴ ἐκείνη ὅμως ἐστέφθη ἀπὸ πλήρη ἀποτυχία.

Εἶχε περάσει καιρούλης λοιπόν, εἶχε ἀλλάξει μάλιστα, φοροῦσα πλέον καλοκαιρινά. Δὲν μὲ ἔνοιαζε καθόλου ποὺ μὲ ἕνα τζὶν κι ἕνα κολλητὸν λευκὸν φανελλάκι δὲν θὰ μποροῦσα εὐκόλως νὰ λωποδυτίσω, εἶχα τόσο πάρει τὸ κολάι ποὺ ἔγραφα στοὺς διδύμους μου τυχὸν στοὺς πέριξ ἐπόπτας τοῦ σοῦπερ μάρκετ. Μπῆκα μὰ ὁ δυστυχής! δὲν εἶχα προσέξει πορτραῖτα μου τοιχοκολλημένα μὲ ἕνα ῥῆμα στὸ ὕψος τοῦ λαιμοδέτου: ΚΑΤΑΖΗΤΕΙΤΑΙ. Κι ἂν δὲν εἶχα δώσει σημασία στὸ καταζητεῖται, πῶς θὰ εἶχα δεῖ κάποια περαιτέρω ἀπὸ κάτω λογάκια στὴν διαστάσεως Α3 ἀφίσσα; ὁ παλιόπουστας αὐτὸς ἕνα μεσημέρι μᾶς ἔκανε ζόρικο λογαριασμό. Χωρὶς νὰ πλερώσῃ φυσικά, ἔφαγε ὁ σουρουκλεμές, 478 εὐρὼ σὲ ἐδώδιμα καὶ ἀποικιακὰ παντὸς εἴδους σὲ μάλιστα ἐπίσκεψη 24 λεπτῶν. Οἱ ῥυθμοί του αὐτοὶ βάζουν κάτω τὶς ἀκρίδες τῶν πληγῶν τῆς Ἀποκαλύψεως κι ἂν δὲν κοπῇ στὶς ἀρχὲς του αὐτὸ τὸ ἀπόστημα, τὴν κάτσαμε τὴν βάρκα στάνταρ κι ἀβλεπί. Πρὸς τοῦτο θὰ χορηγήσουμε (σὲ δωροεπιταγὲς τοῦ μόλις ἀνακαινισθέντος τμήματος τῶν ἠλεκτρονικῶν) ἀμοιβὴ ὕψους 36.502 ῥουπιῶν Ἱνδονησίας σὲ ὅποιον διὰ πλεροφοριῶν ὁδηγήσει σὲ συλλαβὴ τὸν δράστη. Καὶ κατέληγε πολὺ ἄγρια καὶ χωρὶς τὴν παραμικρὰ ὑπομονή: Παρακαλοῦνται οἱ ὄψιμοι ὑπερασπισταὶ τῶν μειονοτήτων νὰ μὴν ἀρχίσουν τὸν πεοκρουασμό, ἡ ταυτότης του ἔχει στανταροποιηθῇ μέσῳ ἐξετάσεως δεσοξυριβοζονουκλεϊνικοῦ ὀξέος.

Αὐτὰ θὰ διάβαζα ἂν εἶχα προσέξει τὶς ἐπιτοίχιες ἀφίσες ἀλλὰ ἤμουν στὴν χαρακτηριστικὴ ἔξαψη ποὺ κατακλύζει τοὺς ὀλίγον πρὸ τελέσεως ἐγκλημάτου καὶ δὲν εἶχα μάτια γι’ἀλλοῦ. Εἶχα προχωρήσει κάμποσο, ἤμουν στοὺς διαδρόμους μὲ τὰ ἀπορρυπαντικὰ ὅταν ἄρχισα νὰ παίρνω γραμμὴ κάτι περίεργες μουτσοῦνες συνθαμώνων τοῦ μαγαζιοῦ. Οἱ κατ’ ἀρχὰς ἀδιάφορες μοῦρες τους ἄλλαζαν βαθμηδόν. Παῖρναν ἐκφράσεις ἐκπλήξεως στὴν ἀρχὴ καὶ μετὰ περνώντας γιὰ λίγο ἀπὸ μιὰν ἀμυδρὰ τέτοιαν ἀνησυχίας, τὸ γύριζαν σὲ χαμογελάκι συμπαράστασης. Πῶς ἀκούγεται ἡ κόρνα μπροστινοπισινοῦ ἁμαξιοῦ στὸ κέντρον τῆς πόλεως γιὰ σοῦ πῇ ὅτι ἔχεις μπεῖ στὸ δακτύλιον παρανόμως; Κάπως ἔτσι. Δὲν καταλάβαινα φυσικά, πεζὸς ἤμανε μέσα στὸ σοῦπερ μάρκετ, ἒ ναί, δὲν καταλάβαινα μέχρι ποὺ μιὰ γκομενίτσα μὲ ἐαρινὴ περιβολὴ ἡ ὁποία οὐδόλως συρτάριαζε δύο εὐμεγέθη μαστάρια, μὲ τράβηξε σὰν κόκερ σπάνιελ ἀπὸ τὸ ἄρωμά της σὲ μιὰν κόντρα πλακὲ ἐπιφάνεια ποὺ χώριζε τὰ πεπόνια ἀπὸ τὰ καρπούζα. Μὰ καρπούζα τέτοιαν ἐποχή; Ἔσφιξε τὴν χούφτα της ἐξαιρέσει τοῦ δείκτου καὶ ἕνα 12 χιλιοστῶν νύχι μοῦ ἔδειξε κάτι. Ἐγὼ κυττοῦσα τὸ νύχι. Τὸ νύχι ἔδειχνε μιὰν φῶτο μὰ ἐγὼ τἄπαμε, κυττοῦσα τὸ νύχι.

Τὸν ξέρεις αὐτὸν τὸν ἐρίφη; Σοῦ φέρνει λίγο. Νὰ ἀποκηρύξῃς ἄμεσα στὴν ῥεσέψιον τὸν ἀδελφό σου τὸν δίδυμο!

Μὰ γαμῶ τὸ στανιό μου! Εἶχα καταλάβει! Εἶμαι κι ἔξυπνος παιδής! Ἀστραπιαίως ἐχάθη ἕνα χνούδι ποὺ μὲ γαργαλοῦσε ὑπογαστρίως, μάζεψα τὸ κορμί μου σὲ στάση ἀμύνης καὶ μὲ τὸ μάτι ὄρτσα, ὡσὰν ἀπειλούμενος σκορπιὸς κύτταξα μπρός, κύτταξα καὶ πίσω. Πεδίον ἐλεύθερον. Ἔτρεξα λὲς καὶ μὲ σκούνταγε μιὰ τεράστια πίεση στὸ παχὺ ἔντερο, ἔτρεξα πρὸς τὸ τέλος τοῦ διαδρόμου κι ὅπου μὲ ἔβγαζε ὁ καημός! Φθάσας στῆν διασταύρωσιν, ἤλεγξα πάλι γύρω νὰ δῶ καὶ ἐκτιμήσω τὸν βαθμὸν ἐπικινδυνότητος. Ἦσαν κάμποσοι ἐκεῖ, τοῦ μαγαζιοῦ ὑπαλλῆλοι, κανάγιες φαινόντουσταν μὲ αὐτὴν τὴν μπὲζ ἀπαισία στολή. Φαινόσαντε νὰ κάνουν τὴν δουλειά των μὰ ποιός ἐγγυᾶται τὴν ἀθωότητα τοῦ νὰ γεμίζῃς μὲ σερβιέτες τὰ ῥάφια; Μὲ σύνδρομον καταδιώξεως ὁλονὲν διογκούμενον, λὲς καὶ εἶχα πιεῖ ὅλην τὴν χλωρίδα τῶν Ζωνιανῶν, τὰ πόδια εἶχαν μεγαλύτερην ἀντίληψιν ἀπὸ τὸν νοῦ, δὲν τὸ πολυσκέφτηκα, δὲν πρόλαβα δηλαδή, διέβην μιὰν πύλη ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΕ Η ΕΙΣΟΔΟ καὶ ἐνῷ τάχεψα τὸ τρέχειν, ξαφνικὰ τὰ πόδια ἔπαυσαν. Ἔπαυσαν καὶ γλύστρησαν, τὸ σῶμα σχεδὸν ὁριζοντιοποιήθηκε καὶ κυλοῦσε κυλοῦσε κυλοῦσε. Μέχρι ποὺ τὸ σταμάτησαν σωροὶ ἀπὸ λαχανικά, κάτι ἀψιᾶς καὶ ἀποτροπιαζούσης καὶ ὀζούσης μυρωδιᾶς ὑγρὲς μάζες κρεατοψαρικῶν καὶ πολλὰ ἀμέτρητα σπασμένα μπορεῖ κλούβια αὐγά.     

Οἱ σπασμοὶ τοῦ στομάχου μοῦ σταμάτησαν κάθε φυγῆς σκέψη πρόθεση κίνηση. Ἔβγαλα τὸ πρωινό μου ἐκεῖ παρέα μὲ ὅλα τὰ ἄλλα ἀπορρίματα τοῦ σοῦπερ μάρκετ καὶ Κύριος οἶδε πῶς, ἔφθασα στὸ σπίτι.

Εὐτυχῶς πάντως, ἄνευ προβλημάτων μὲ τοὺς ἀδίστακτους μεγαλομπακάληδες· οἱ 36.502 ῥουπίες θὰ παρέμεναν ἔκθεται, γι’ἀρκετὸν ἔτι καιρόν, ἴσως καὶ γιὰ πάντα! Διότι ναί, δὲν θὰ ξαναπατοῦσα ἐκεῖ. Πάλι καλά!

Καὶ ἐντάξει, ἐν τάξει ἤμην καὶ εἶμαι μὰ οἱ πίπες παραμένουν ὀλίγον τί λεραί. Μὰ τἄπαμε! Δὲν ξαναπατάω στὸ σοῦπερ, δὲν «ἀγοράζω» ξανὰ οἰνόπνευμα, περσόννα νὸν γκράτα ἐκεῖ!

Κι ἀναρωτῶμαι, ὦ φίλοι, ἔχετε ἐσεῖς ὑπόψιν σας κάποιο ἄλλο ὑλικὸ (εἶναι π.χ. ἕνα ἄλλο παρεμφερές, ὑποκατάστατο τοῦ οἰνοπνεύματος καλούμενο λοσιόν) φθηνότερο τὸ ὁποῖον νὰ ἐνδείκνυται γιὰ τὸν καθαρισμὸ τῶν παραμενουσῶν ὀλίγον τί λερῶν πιπῶν;


Τρίτη, Δεκεμβρίου 06, 2011

Πορφυρογέννητος Γωνιὰ








ΑΕΚ Κέρκυρα 1-0 (ΟΑΚΑ) 4/12/2011
Πρωτάθλημα – 12η Ἀγωνιστικὴ
99 Ἀραμπατζῆς, 16 Ἀργυρίου, 15 Καράμπελας, 5 Δέλλας (70΄ 4 Μανωλᾶς), 6 Κάλα, 31 Γεωργέας, 13 Ῥίκκα (63΄ 7 Γκερέιρο), 8 Μπέλεκ, 11 Σιαλμᾶς, 10 Κάρλος, 9 Λεονάρντο (70΄ 12 Τσίτας)
Σκόρερ: 76΄ Μπέλεκ
Κίτριναι: Δέλλας Λεονάρντο
Διαιτητής: Ἀμπάρκιολης







ΑΕΚ Ἄντερλεχτ 1-2 (ΟΑΚΑ) 1/12/2011
Γιουρόπα ΛῆγκΠλέυ ὂφφς – 5ος ἀγὼν
23 Κωνσταντόπουλος, 2 Κοντοές, 66 Εγγλέζου, 3 Χέλγκασον (46' 21 Βάργκας) (63' 9 Λεονάρντο), 4 Μανωλᾶς, 6 Κάλα, 14 Μάκος, 24 Μπὲρνς (46' 8 Μπέλεκ), 11 Σιαλμᾶς, 7 Γκερέιρο, 77 Κλωναρίδης
Σκόρερ: 19΄ Σιαλμᾶς
Κίτριναι: Κοντοὲς Λεονάρντο
Διαιτητής: Μάλεκ (Πολωνία)



ὁ ἐλάχιστος στὴν Κύπρο!

 

Ὁ κύριος Ἰωάννης Λιάπης (στὴν πιάτσα θὰ τὸν συναντήσετε μὲ τὸ νὶκ Ἰερώνυμος) θὰ ἐπισκεφθῇ τὴν Κύπρο στὶς δεκατέσσερις Δεκεμβρίου. Βάσει τοῦ προγράμματος, θὰ παραστῇ σὲ πανηγυρικὴ συνεδρίαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, θὰ ἐπισκεφθῇ τὸν Τύμβο Μακεδονίτισσας, τὰ Φυλακισμένα Μνήματα, τὸ Βυζαντινὸ Μουσεῖο καὶ τὸ στρατόπεδο τῆς ΕΛΔΥΚ. Θὰ ἐπισκεφθῇ ἐπίσης καὶ τὸ Πολιτιστικὸ Κέντρο Ἀμμοχώστου, ὅπου θὰ τὸν ὑποδεχθῇ ὁ Δήμαρχος καὶ τὰ μέλη τοῦ Δημοτικοῦ Συμβουλίου Ἀμμοχώστου, καθὼς καὶ τὴν Μητρόπολη Κωνσταντίας - Ἀμμοχώστου. Τὴν Κυριακὴ 18 Δεκεμβρίου θὰ τελεστῇ συλλείτουργο στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Θεοῦ Σοφίας Στροβόλου.



 
Καμιὰ πενταριὰ ἡμέρες τὸ λοιπόν· στὶς ἑκατὸν εἴκοσι ὧρες τῆς παραμονῆς του στὴν μεγαλόνησο, δὲν βρῆκε μισὴ γιὰ νὰ ἀποτίσῃ τὰ δέοντα στὸν τάφο τοῦ Διγενῆ.



Λογικὸ λογικότατο. Σθένος ἀνάληψης τέτοιων κινήσεων δὲν τὸ ἀντέχει ἕνα παπαδάκι, αὐτὸς ὁ ἐλάχιστος ὅπως παρρησιακῶς εἶχε δηλώσει κατὰ τὴν ἐνθρόνισή του. Αὐτὰ μόνον ὁ Χριστόδουλος! 


blog stats