Μόνον γιὰ καπνοσυριγγιστὰς
Εἶναι μισὴ ἀρχοντιὰ λέγουσιν οἱ λαϊκοσοφισταὶ καὶ πράγματι ἄρχοντος εἰσοδήματα δέον νὰ ἔχῃς γιὰ νὰ μπορῇς νὰ ἀνταπεξέλθῃς στὴν καθαριότητα τῶν καπνοσυρίγγων σου τὴ σήμερον ἡμέρα.
Διότι κύριοι, πόσο πνεῦμα τοῦ οἴνου χρειάζεται γιὰ νὰ καθαριστοῦν τὰ πιπόνια;
Πολύ.
Καὶ πόσα ἔουρος μᾶς ζητᾷ ἡ μαντὰμ στὸ ταμεῖο ὅταν τῆς παγαίνουμε κεῖ καμιὰ φιάλη καταλύτου καθαριότητος;
Πολλά.
Διψήφιος μάλιστα ὁ ἀριθμὸς αὐτῶν.
Καὶ ἐπειδὴ εἶμαι μέγας τσίπης δὲν ὑπῆρχε ποτὲς περίπτωση νὰ ἀγοράσω οἵας τιμῆς, οἰνόπνευμα. Ἀμάρτησα λοιπὸν γιὰ τὰ πιπόνια, ἤτοι τὸ ἔκλεβα (μέχρι πρότινος) ἀπὸ τὰ σοῦπερ μάρκετ. Τὸ σκηνικὸν τῆς κλοπῆς ἦταν σὰν καλοσφιγμένου σεναρίου, ἀρτίας πλοκῆς καὶ λαμπρῶν συντελεστῶν φίλμ τινος νουάρ, καθὼς ὑποκριτευόμουν ὅτι ψώνιζα σὰν ἐργένης γιάππι πιστὸς στὰ κελεύσματα τοῦ κλικισμοῦ τῶν 90’s καὶ γυρνοβολτοῦσα στοὺς διαδρόμους. Ἐκεῖ, μουλωχτὰ καὶ προσεχτικά, ἔπαιρνα στὰ χέρια μου ἕνα οἰνόπνευμα, ἔσφαζα τὴν παρθένο μύτη τοῦ στομίου καὶ ἔριχνα βιαστικὰ καὶ ἐλαφρῶς ταραγμένως σὲ κάτι μικρὰ ἄδεια φιαλίδια ποὺ εἶχα μαζύ μου (ποὺ κανεὶς δὲν θὰ ἤλεγχε) φιαλίδια κάποτε φυσικοῦ ὀροῦ, κάμποση ποσότητα πνεύματος οἴνου!
Φυσικὰ μαζὺ μὲ τὸ οἰνοπνευματάκι, στὴν ἀμαρτία κυλιόμην ἐρωτευάμενος κάτι γαριδάκια, φοφίκο, σαλάμια ἀέρος, κίτρινα τυριά, γαῦρους λιαστούς, μπισκότα γεμιστά, φέτα προστατευομένης ὀνομασίας, καραγκούνικο μανούρι, θρακιώτικο μετσοβόνε, γλυκοπατάτες Ὀλύνθου, μυτζήθρα Λαρίσσης, γραβιέρα λουγκρονησίου, γλοιώδη σαλιγκάρια Μάνης, διπλομέριδη σιεφταλιὰ Kibris, ἁλμυρὰ μπογάτσα Σερρῶνε, μυκητοβατραχοπόδαρα Βεγορίτιδος, χαλβὰ Δραπετσῶνος, παϊδάκια τρωκτικῶν ἐκ Βομβάης, λουκούμια Μούδρου, πίκλες ἀρεόπολης, τσὶζ κέηκ Ὀρλύ, λουκάνικα Φρανκφούρτης Ξηρομερίου Ἀγρινίου, ἀμαρέττι, παρμεζανίτσα ἀπ’ τὴν κυρα Νίτσα, ῥετζιάνο ῥετζιάνο, σερενάτες,μουρταδέλλα Κοκκινιᾶς, πατατάκια μπάρμπεκιου, γκοργκοτζόλα Μπιάφρας, γαλοπούλα λιπαρή.
Κι ὅταν λέγω ἐρωτευάμενος δὲν ἐννοῶ ἔρωτα πλατωνικὸ ἤγουν ἄχ πόσο ὡραῖα δείχνει ἡ ῥέγγα στὸ τενεκέ, ἒ ῥὲ καὶ νὰ σφάζαμε καμιὰν συνοδείᾳ οὔζου καὶ πέραν τούτου οὐδέν! Ὄχι! Ὁ ἔρως, παθιάρικος, ἔντονος, ἀπωθημενιάρικος ἔσχεν λυτρωτικὴν ἐπαφήν, ἀνακουφίσεως διείσδυσιν. Τσιμποῦσα δηλαδὴ τὰ προαναφερθέντα ἐδέσματα – γλυκὰ – σαλάται καὶ κυττώντας προσεκτικὰ μὰ καὶ συνομωτικὰ δεξὰ κι ἀριστερά, διερρήγνυα μιὰν ἄκρη ἀπὸ τὴν συσκευασία τους κι ἔπαιρνα μιὰ μυρωδιὰ ἀπὸ γαριδάκια, φοφίκο, σαλάμια ἀέρος, κίτρινα τυριά, γαῦρους λιαστούς, μπισκότα γεμιστά, φέτα προστατευομένης ὀνομασίας, καραγκούνικο μανούρι, θρακιώτικο μετσοβόνε, γλυκοπατάτες Ὀλύνθου, μυτζήθρα λαρίσσης, γραβιέρα λουγκρονησίου, γλοιώδη σαλιγκάρια Μάνης, διπλομέριδη σιεφταλιὰ kibris, ἁλμυρὰ μπογάτσα σερρῶνε, μυκητοβατραχοπόδαρα Βεγορίτιδος, χαλβὰ Δραπετσῶνος, παϊδάκια ἀρουραίων ἐκ Βομβάης, λουκούμια Μούδρου, πίκλες ἀρεόπολης, τσὶζ κέηκ Ὀρλύ, λουκάνικα Φρανκφούρτης Ξηρομερίου Ἀγρινίου, ἀμαρέττι, παρμεζανίτσα ἀπ’ τὴν κυρα Νίτσα, ῥετζιάνο ῥετζιάνο, σερενάτες,μουρταδέλλα Κοκκινιᾶς, πατατάκια μπάρμπεκιου, γκοργκοτζόλα Μπιάφρας, γαλοπούλα λιπαρή.
Ἄρχοντας ἔτσι; Οὕτινος τὸ ἥμισυ εἶναι ἡ καθαριότης ὡς εἴπομεν! Τοιουτοτρόπως ἔκλεβα οἰνοπνευματάκι ποὺ λέτε! Ἡ κλεψιμέικια ποσότη ἤντουνα ἀρκετὴ γιὰ δυὸ δόσεις καθαρισμοῦ. Κι ἂν ἀναλογισθῇτε ὅτι κάθε περίπου ἑνάμισυ – δύο μῆνες τὶς καθάριζα, χρείαν βούτας εἰς τὸ σοῦπερ μάρκετ ὑπῆρχε κάθε τρεῖς τέσσερις ἐνιαυτούς. Καὶ ἐπειδὴς προχθές, σὲ κάποια καπνίσματά μου ἀντελήφθην λίγο βαρειὰ τὴν τοῦ ξύλου μυρωδιά, εἶδον καὶ τὸ μερολόγι, ἔ, ἤπρεπε καθαρισμός ἐσκέφθην, ἤπρεπε σπεύσιμον στὸ ὑπερπαντοπωλεῖον μοῦ εἶπον.
Ἡ καταδρομικὴ ἐκείνη ὅμως ἐστέφθη ἀπὸ πλήρη ἀποτυχία.
Εἶχε περάσει καιρούλης λοιπόν, εἶχε ἀλλάξει μάλιστα, φοροῦσα πλέον καλοκαιρινά. Δὲν μὲ ἔνοιαζε καθόλου ποὺ μὲ ἕνα τζὶν κι ἕνα κολλητὸν λευκὸν φανελλάκι δὲν θὰ μποροῦσα εὐκόλως νὰ λωποδυτίσω, εἶχα τόσο πάρει τὸ κολάι ποὺ ἔγραφα στοὺς διδύμους μου τυχὸν στοὺς πέριξ ἐπόπτας τοῦ σοῦπερ μάρκετ. Μπῆκα μὰ ὁ δυστυχής! δὲν εἶχα προσέξει πορτραῖτα μου τοιχοκολλημένα μὲ ἕνα ῥῆμα στὸ ὕψος τοῦ λαιμοδέτου: ΚΑΤΑΖΗΤΕΙΤΑΙ. Κι ἂν δὲν εἶχα δώσει σημασία στὸ καταζητεῖται, πῶς θὰ εἶχα δεῖ κάποια περαιτέρω ἀπὸ κάτω λογάκια στὴν διαστάσεως Α3 ἀφίσσα; ὁ παλιόπουστας αὐτὸς ἕνα μεσημέρι μᾶς ἔκανε ζόρικο λογαριασμό. Χωρὶς νὰ πλερώσῃ φυσικά, ἔφαγε ὁ σουρουκλεμές, 478 εὐρὼ σὲ ἐδώδιμα καὶ ἀποικιακὰ παντὸς εἴδους σὲ μάλιστα ἐπίσκεψη 24 λεπτῶν. Οἱ ῥυθμοί του αὐτοὶ βάζουν κάτω τὶς ἀκρίδες τῶν πληγῶν τῆς Ἀποκαλύψεως κι ἂν δὲν κοπῇ στὶς ἀρχὲς του αὐτὸ τὸ ἀπόστημα, τὴν κάτσαμε τὴν βάρκα στάνταρ κι ἀβλεπί. Πρὸς τοῦτο θὰ χορηγήσουμε (σὲ δωροεπιταγὲς τοῦ μόλις ἀνακαινισθέντος τμήματος τῶν ἠλεκτρονικῶν) ἀμοιβὴ ὕψους 36.502 ῥουπιῶν Ἱνδονησίας σὲ ὅποιον διὰ πλεροφοριῶν ὁδηγήσει σὲ συλλαβὴ τὸν δράστη. Καὶ κατέληγε πολὺ ἄγρια καὶ χωρὶς τὴν παραμικρὰ ὑπομονή: Παρακαλοῦνται οἱ ὄψιμοι ὑπερασπισταὶ τῶν μειονοτήτων νὰ μὴν ἀρχίσουν τὸν πεοκρουασμό, ἡ ταυτότης του ἔχει στανταροποιηθῇ μέσῳ ἐξετάσεως δεσοξυριβοζονουκλεϊνικοῦ ὀξέος.
Αὐτὰ θὰ διάβαζα ἂν εἶχα προσέξει τὶς ἐπιτοίχιες ἀφίσες ἀλλὰ ἤμουν στὴν χαρακτηριστικὴ ἔξαψη ποὺ κατακλύζει τοὺς ὀλίγον πρὸ τελέσεως ἐγκλημάτου καὶ δὲν εἶχα μάτια γι’ἀλλοῦ. Εἶχα προχωρήσει κάμποσο, ἤμουν στοὺς διαδρόμους μὲ τὰ ἀπορρυπαντικὰ ὅταν ἄρχισα νὰ παίρνω γραμμὴ κάτι περίεργες μουτσοῦνες συνθαμώνων τοῦ μαγαζιοῦ. Οἱ κατ’ ἀρχὰς ἀδιάφορες μοῦρες τους ἄλλαζαν βαθμηδόν. Παῖρναν ἐκφράσεις ἐκπλήξεως στὴν ἀρχὴ καὶ μετὰ περνώντας γιὰ λίγο ἀπὸ μιὰν ἀμυδρὰ τέτοιαν ἀνησυχίας, τὸ γύριζαν σὲ χαμογελάκι συμπαράστασης. Πῶς ἀκούγεται ἡ κόρνα μπροστινοπισινοῦ ἁμαξιοῦ στὸ κέντρον τῆς πόλεως γιὰ σοῦ πῇ ὅτι ἔχεις μπεῖ στὸ δακτύλιον παρανόμως; Κάπως ἔτσι. Δὲν καταλάβαινα φυσικά, πεζὸς ἤμανε μέσα στὸ σοῦπερ μάρκετ, ἒ ναί, δὲν καταλάβαινα μέχρι ποὺ μιὰ γκομενίτσα μὲ ἐαρινὴ περιβολὴ ἡ ὁποία οὐδόλως συρτάριαζε δύο εὐμεγέθη μαστάρια, μὲ τράβηξε σὰν κόκερ σπάνιελ ἀπὸ τὸ ἄρωμά της σὲ μιὰν κόντρα πλακὲ ἐπιφάνεια ποὺ χώριζε τὰ πεπόνια ἀπὸ τὰ καρπούζα. Μὰ καρπούζα τέτοιαν ἐποχή; Ἔσφιξε τὴν χούφτα της ἐξαιρέσει τοῦ δείκτου καὶ ἕνα 12 χιλιοστῶν νύχι μοῦ ἔδειξε κάτι. Ἐγὼ κυττοῦσα τὸ νύχι. Τὸ νύχι ἔδειχνε μιὰν φῶτο μὰ ἐγὼ τἄπαμε, κυττοῦσα τὸ νύχι.
Τὸν ξέρεις αὐτὸν τὸν ἐρίφη; Σοῦ φέρνει λίγο. Νὰ ἀποκηρύξῃς ἄμεσα στὴν ῥεσέψιον τὸν ἀδελφό σου τὸν δίδυμο!
Μὰ γαμῶ τὸ στανιό μου! Εἶχα καταλάβει! Εἶμαι κι ἔξυπνος παιδής! Ἀστραπιαίως ἐχάθη ἕνα χνούδι ποὺ μὲ γαργαλοῦσε ὑπογαστρίως, μάζεψα τὸ κορμί μου σὲ στάση ἀμύνης καὶ μὲ τὸ μάτι ὄρτσα, ὡσὰν ἀπειλούμενος σκορπιὸς κύτταξα μπρός, κύτταξα καὶ πίσω. Πεδίον ἐλεύθερον. Ἔτρεξα λὲς καὶ μὲ σκούνταγε μιὰ τεράστια πίεση στὸ παχὺ ἔντερο, ἔτρεξα πρὸς τὸ τέλος τοῦ διαδρόμου κι ὅπου μὲ ἔβγαζε ὁ καημός! Φθάσας στῆν διασταύρωσιν, ἤλεγξα πάλι γύρω νὰ δῶ καὶ ἐκτιμήσω τὸν βαθμὸν ἐπικινδυνότητος. Ἦσαν κάμποσοι ἐκεῖ, τοῦ μαγαζιοῦ ὑπαλλῆλοι, κανάγιες φαινόντουσταν μὲ αὐτὴν τὴν μπὲζ ἀπαισία στολή. Φαινόσαντε νὰ κάνουν τὴν δουλειά των μὰ ποιός ἐγγυᾶται τὴν ἀθωότητα τοῦ νὰ γεμίζῃς μὲ σερβιέτες τὰ ῥάφια; Μὲ σύνδρομον καταδιώξεως ὁλονὲν διογκούμενον, λὲς καὶ εἶχα πιεῖ ὅλην τὴν χλωρίδα τῶν Ζωνιανῶν, τὰ πόδια εἶχαν μεγαλύτερην ἀντίληψιν ἀπὸ τὸν νοῦ, δὲν τὸ πολυσκέφτηκα, δὲν πρόλαβα δηλαδή, διέβην μιὰν πύλη ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΕ Η ΕΙΣΟΔΟ καὶ ἐνῷ τάχεψα τὸ τρέχειν, ξαφνικὰ τὰ πόδια ἔπαυσαν. Ἔπαυσαν καὶ γλύστρησαν, τὸ σῶμα σχεδὸν ὁριζοντιοποιήθηκε καὶ κυλοῦσε κυλοῦσε κυλοῦσε. Μέχρι ποὺ τὸ σταμάτησαν σωροὶ ἀπὸ λαχανικά, κάτι ἀψιᾶς καὶ ἀποτροπιαζούσης καὶ ὀζούσης μυρωδιᾶς ὑγρὲς μάζες κρεατοψαρικῶν καὶ πολλὰ ἀμέτρητα σπασμένα μπορεῖ κλούβια αὐγά.
Οἱ σπασμοὶ τοῦ στομάχου μοῦ σταμάτησαν κάθε φυγῆς σκέψη πρόθεση κίνηση. Ἔβγαλα τὸ πρωινό μου ἐκεῖ παρέα μὲ ὅλα τὰ ἄλλα ἀπορρίματα τοῦ σοῦπερ μάρκετ καὶ Κύριος οἶδε πῶς, ἔφθασα στὸ σπίτι.
Εὐτυχῶς πάντως, ἄνευ προβλημάτων μὲ τοὺς ἀδίστακτους μεγαλομπακάληδες· οἱ 36.502 ῥουπίες θὰ παρέμεναν ἔκθεται, γι’ἀρκετὸν ἔτι καιρόν, ἴσως καὶ γιὰ πάντα! Διότι ναί, δὲν θὰ ξαναπατοῦσα ἐκεῖ. Πάλι καλά!
Καὶ ἐντάξει, ἐν τάξει ἤμην καὶ εἶμαι μὰ οἱ πίπες παραμένουν ὀλίγον τί λεραί. Μὰ τἄπαμε! Δὲν ξαναπατάω στὸ σοῦπερ, δὲν «ἀγοράζω» ξανὰ οἰνόπνευμα, περσόννα νὸν γκράτα ἐκεῖ!
Κι ἀναρωτῶμαι, ὦ φίλοι, ἔχετε ἐσεῖς ὑπόψιν σας κάποιο ἄλλο ὑλικὸ (εἶναι π.χ. ἕνα ἄλλο παρεμφερές, ὑποκατάστατο τοῦ οἰνοπνεύματος καλούμενο λοσιόν) φθηνότερο τὸ ὁποῖον νὰ ἐνδείκνυται γιὰ τὸν καθαρισμὸ τῶν παραμενουσῶν ὀλίγον τί λερῶν πιπῶν;
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα