Κυριακή, Νοεμβρίου 20, 2011

ὁ κόσμος ὅλος


Εἶχε σταματήσει ἡ βροχή, ἦταν εἰσέτι νωρίς, ἄσε ποὺ διήνυα καὶ τὴν ἐσχάτη ἡμέρα ὁπότε θὰ ἤντουνα ῥεζιλίκι μέγα νὰ μὴν εἶχα δοκιμάσει καὶ μιὰ σιεφταλιὰ στὸ λίκνο της. Μόλις εἴχαμε μιλήσει καὶ χαιρετηθῇ, θυμᾶσαι Τάσο;  

Ἤμην ποὺ λὲς στὸ λεωφορεῖο γιὰ τὸ χοτὲλ καὶ ζήτησα ἀπὸ τὸν μάστορα ἐκεῖ δεξιά, νὰ μοῦ κατεβάσῃ στὴν δέουσα στάση. Κάθησα ἐφησυχασμένα λοιπόν, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν στὴν γιὰ ἀμέα θέση, καὶ κυττοῦσα ἀφηρημένα ἔξω ἀπὸ τὸ τζάμι ὅσο ἐπέτρεπον οἱ ζόρικες καὶ πολλὲς ἕνεκα ὁ πρωΐνοθεν ὑετός, ὑαλεφιδρώσεις.

Συνειδητοποίησα, πολλοῦ ἀριθμοῦ φώτων διανυθέντων, ὅτι τῷ ὄντι, ἦταν μακρὰ ἡ ἀπόστασις ἀπὸ τὸν παλαιὸ λιμένα· ποῦ τόσο νὰ περπατήσῃς, ἄσε ποὺ εἶχα καὶ τὸ βάσανο πότε στὰ δεξιὰ καὶ πότε στὰ ἀριστερά – ποῦ τὸ βάζεις αὐτό; ἀριστερὰ ἢ δεξιά! ἐν τάξει τὄπιασα. Ἦταν ἀκριβῶς πάνω ποὺ ἤθελα νὰ τὸ ῥωτήσω μὲ τί κριτήριο ἄλλαζε πλευρὸ μὰ τὸ φλοῦ ἔξω βλέμμα μου διέκρινε μιὰν ταμπέλα μὲ τριφύλλι καὶ νύξεις γιὰ σκοῦρες μπύρες. Ὡς λοιπὸν ἀπὸ τὰ προχθεσινά, ἀντελήφθην ὅτι εἴχομεν περάσει, εἴχομεν ξεφύγει τοῦ προορισμοῦ - φόκ οὖντ κάτσο! Ἔσπευσα διὰ σλάλομ διαδρόμῳ, στὰ μπούνια ἐπιμελὴς ἵνα μὴν πέσω σὲ κἄνα μελαχροινότατο ἀνυποψίαστο γκομενάκι, στὸν ὁδηγό, παίχτη τὸ περάσαμε ἔ; Πωπὼ καὶ σόρρυ μοῦ ἀπελογήθη, ντὰξ ντὰξ μὴ σκᾷς παληκαρούι μου, ποῦ νὰ θυμᾶσαι τί κάθε ἐπιβάτης ζητᾷ, θὰ κάνῃς με πρὸς ῥέφα μιάν χάριν; 

Ποῦ ἔχει καλὴ σιεφταλιά, ξές;

Καὶ ἤξερε.

Μὲ ἔστειλε κάπου τέλος πάντων, μοῦ προέτεινε δηλαδή, παρὰ τοῦ ἀρτοπωλείου εἶναι ἕνας (sic) ὅστις σιάχνει τὰ ἀνυπερβλητοκαλλίτερα σουβλάκια στὴν Λεμεσόν. Εἶναι καλά; Εἶναι ναί, προσκοπάκια τὶς πρὸ μεσημβρίας ὧρες, βοηθοῦν γραῖες νὰ περνοῦν ἀπέναντι. Θὰ σοῦ ἀφήσω στὴν στάση δῶ νανὰ καὶ στὰ φῶτα ἐκεῖ νανὰ μὲ βαλὲ ἀριστερά, θὰ τὸ βρῇς. Θὰ κόψῃς ἐννοάω, ἄβγαλτο εἶσαι ἔ;

Θύμωσα λίγο μὲ τὴν ἐπιτήμησή του, μὰ τὸν εἶχα ἀνάγκη, μπορεῖ ἂν ἁρπαζόμην καὶ τοῦ ἀπαντοῦσα ὁμοχρώμως, νὰ τὸ κρατοῦσε καὶ ῥεβανσιστικὰ νὰ μὲ ἄφηνε σὲ ἕνα πιὸ παρακάτω φῶτο καὶ ἀντὶς σιεφταλιοπωλείου νὰ συναντοῦσα τίποτις ἀντιπροσωπεῖες τράφικινγκ καὶ οἱ ἐνταῦθα εὐγενεῖς φυσιογνωμίαι νὰ μοῦ ζητοῦσαν νὰ τοὺς δάνειζα τὸ βάσανο – γιὰ τέτοια ἠμαστᾶνε; Κατάπια τὴν χλεύην καὶ χαμογέλασα συγκαταβατικῶς, κωλοδάκτυλο πρώτης! Μὰ ὁ καλός μου, δὲν εἶχε κακίες μέσα του· διότι σταματήσας τὸ φωφορεῖον, ἄνοιξε τὴν δική του θύρα, θύρα ἥτις ἦταν μόνον γιὰ τοὺς εἰσερχομένους, πώπω βλέμμα ῥοντβάιλερ ποὺ φανέρωνε σὲ ὅποιον, προηγουμένως, ἀπετόλμει κάθοδον ἀπὸ ἐκεῖ! Ἰδοῦ, εἶπεν, μὲ τὶς ὑγίειες σας, τσῆερς κι ὠρεβουάρ! Σφύριξα στὸ βάσανο, παραμέρισα δεξιὰ ὥστε νὰ μὲ χουφτώσῃ στὰ ἀριστερὰ καὶ κατηφόρισα κλίμακα τριῶν ἐπιπέδων.

Προσγείωσις στὸ πεζοδρόμι.

Σκοτάδια παντοῦ μὲ διακοπὲς ὡστόσο ἀπὸ τὰ πολύχρωμα πανταχόθεν ῥεκλαμῶν φῶτα (sic), ὑγρασίες παχιὲς ποὺ βρόχες τριῶν ἡμερῶν καταφέρνουν, ἐρημιὲς γιὰ τοὺς ἴδιους λόγους μὰ κι ἐπειδὴ τὸ ψηφίο ποὺ ἀναπαριστᾷ τὸν διανυόμενο μήνα τοῦ ἔτους διψήφιο εἶναι. Ἂν μάλιστα καὶ αἱ ἐξατμιζόμεναι ἀναπνοαὶ ἡμῶν ἦσαν μεγαλυτέρας διαρκείας θὰ τὸ πίστευα πολὺ εἰδυλλιακὸν τὸ περιβάλλον. Μὴν κι ἄλλο γκρινιάζῃς, ἡ ἐπικειμένη μάσα ἐξάλλου ἔστελνε τὸ βράδυ αὐτὸ (sic) στὸν ὄλυμπο τῆς γραφικότητος, ἄσε δὲ ποὺ ἡ ἀλλαγὴ ἀπασχολήσεως πλευροῦ μου ἀπὸ τὸ βάσανο δὲν εἶχε διόλου χῶραν λάβει ἀπὸ τὴν ὥρα τῆς ἀπολεωφοροποίησης, χμ... Ἀκουγόταν, ἀπὸ κάτου δεξιά, τὸ χτικιὸ τῶν κυμάτων στὴν ἀμμουδιὰ, καθυστερημένες στάλες μᾶς ἔβρεχαν τὴν μάπα κι ἀέρηδες χάλαγαν τὴν φράντζα κι αὐτὴ ἡ ὑγρασία μωρὲ παιδί μου... Σοδομοῦσε ξαναμμένα στὰ μαλλιὰ τῆς διπλανῆς μου (ἀριστερὰ ἀκόμα ἦταν) μὰ δὲν παρεπονεῖτο, ἂχ αὐτὴ ἡ προσμονὴ τοῦ μάμ!

Νὰ τὰ φῶτα, χιχιχιχί, κόψαμε αριστερὰ καὶ μπήκαμε σὲ ἕναν δρόμο οὕτινος ἡ εἰκὼν πρὸς στιγμὴν μὲ αἰφνιδίασε, μὰ ἄμεσα τσίκνες μεγαλόπρεπες καὶ καθησυχαστικὲς χύμηξαν στὰ ρουθούνια νοιώθοντάς με Δίας σωστός! Τηρῶντες βῆμα ἐθνικῆς φρουρᾶς προσεγγίσαμε καὶ φθάσαμε καὶ κοντέψαμε. Ἀνέλαβα μικροαστικὴ ἀγκύλωση καὶ γρηγορέψας τὰ τρία τελευταῖα βήματα, ἄνοιξα τὴν πόρτα στὸ βάσανο, ὄχι ἀπὸ εὐγένεια μωρή, μὲ βάρυνες πολὺ μ’αὐτὴν τὴν ἐμμονή σου νὰ εἶσαι σφιχτὰ πάνω μου.

Λοιπὸν ἡ πρώτη ἐντύπωσις ποὺ μοῦ ἐδώθη ἀπὸ τὸν τυπὰ ποὺ μᾶς ὑπεδέχθη ἦταν νὰ μὴν τοῦ ἀφήκω διόλου φιλοδώρημα στὸ τέλο.

- Δεδομένου τοῦ ὅτι δὲν ἀφήνεις ποτές, ξῆγα μας, καλὴ ἡ ἐντύπωσις ἢ κακή;
- Μαλακίες λές. Λόγῳ ποὺ νωπὸ τὸ παρὰ μοῦ, βάσανον, ἀκολουθῶ ζαμπούνειον συμβουλήν ἤτοι, τὸ τὶπ δέον νὰ εἴῃ στὸ δεκαπέντε τοῖς ἑκατὸ τοῦ ὕψους τῆς λυπητερῆς, γκέγκε;

Μπήκαμε ποὺ λὲς καὶ ἐν τάξει, δὲν πρόσεξα τὴν πόρτα ποὺ εἶχε παραμείνει ἀνοικτή, σὺ τί θὰ πρόσεχες; τὴν πίσω πόρτα ἢ τὸν σειάμενο τε καὶ πολλὰ ὑποσχόμενο πάτο τῆς μπροστινῆς σου; Κι ὁ μινάρας ὁ τραπεζοκόμος, τσάκωσε ὕφος τμηματάρχου δημοσίας ὑπηρεσίας σὲ κάποιο κεφαλοχώρι κάπου στὴν Ἥπειρο, ποὺ λόγῳ αἰφνιδίας ἀσθενείας τοῦ κλητῆρος ἀνέλαβε αὐτὸς τὰ καθήκοντα τοῦ ὑφισταμένου του κι ὑποχρεώθηκε νὰ ξυπηρετήσῃ τοὺς χωριανούς. Πῶς θὰ ἔλεγε συνεπῶς, στὸν μπαρμπα Μῆτρο ὅτι πρρρρρρ ἄει ῥέεεεε, πόρτααααα. Κάπως ἔτσι κι ὁ γκαρσόνης μοῦ τὸ εἶπε, δηλαδὴς δὲν τὸ εἶπε μὲ λέξεις καὶ ἐπιφωνήματα μὰ πῆρε ἕναν μορφασμὸ ὁ κρετίνος, τί νὰ σὲ λέω...

Τέλος πάντων, καθήσαμε.

Γυμνὸ πολὺ τὸ περιβάλλον, λευκοὶ καὶ ἄδειοι οἱ τοῖχοι, λὲς καὶ τοὺς πετύχαμε στὰ πρὶν τοῦ οfficial opening. Μπορεῖ καὶ λογίζοντές μας ὡς ἐλαιοχρωματιστὰς νὰ μᾶς ἐζήτουν νὰ πιάσωμε τὸ πινέλο τίς οἶδε, μὰ ἐν τάξει, μὲ εἶχε πιάσει ἡ μαλακία καὶ τὰ ἔβλεπα ὅλα στραβά. Κάπως ἴσιωσα εἰδὼν κόσμον πολὺ στὰ πέριξ τραπέζια, ἒ κάτι λέει τοῦτο, νό; Τουρτουροῦσα λίγο, κούμπωσα τὸ πανωφοράκι, ἔσιαξα τὸ καπέλο καὶ μοῦ ἔφτιαξα σταυροπόδι, δηλαδὴ προσπάθησα διότι κάποια παλάμη μοῦ ἐμπόδιζε τὸ ἀνεμπόδιστο ἀκροβατικό. Καλὲ εἶσαι κι ἐσὺ ἐδῶ! Ὅποτε δὲν κρεμόταν πάνω μου, ἀποκτοῦσα μνήμη χρυσόψαρου, μπορεῖ καὶ μαλαματινόψαρου καὶ τὴν ξεχνοῦσα τήν... Πῶς σὲ εἴπαμε;

Χιχιχιχί, ἀστειεύομαι! Τί θὰ φᾶμε ναοῦμε; 

Καὶ ῥεύτηκα.

Μὰ ἀκόμα δὲν φάγαμε!

Φαντάσου μετά!

Μωρό μουυυυυυυυυυυυυυυυ! Ποῦ βρῆκα σε, θησαυρέ μου, ἄχ!

Κάτι τέτοια κάνω καὶ τὶς σκλαβώνω τὶς γυναῖκαι ἀσοῦμε!

Ἀρκετὰ γρήγορα ἔρθεν μιὰ τύπισσα νὰ μᾶς πάρῃ παραγγελία.

Δὲν ἔχω καρδιά μου τέτοια, παραγγελία τὴν εἶπες; Δὲν ἔχω, κἄνα τσιγαράκι θές;

Χιχιχιχί, ἀστειεύομαι!

Ἔρθεν γρήγορα ἡ γκαρσόνισσα ποὺ λές, ὅταν ἀργοῦν πόσο γκρινιάζω Θεέ μου κι ἀρχίζω καὶ βάζω χρονόμετρο· ἂν δὲν ἔλθωσιν σὲ 8 λεπτά, τὴν κάνουμε - ἀληθῶς ἔτσι κάνω.

Μωρό μουυυυυυυυυυυυυυυυ! Ποῦ βρῆκα σε, θησαυρέ μου, ἄχ!

Φοροῦσε (ἡ γκαρσόνα λέμε) μαῦρο κολλητὸ τζὴν καὶ μαύρη ζιβάγκο, κολλητὴ κι αὐτὴ ἀλλὰ δὲν μπόρεσα νὰ διαπιστώσω ἂν εἶχε μεγάλα βυζιά, φοροῦσε ἀπὸ πάνω μιὰν ἐπίσης μαύρη ποδιὰ μὲ ἕνα σύνθημα ἐντελῶς αὐθυποβολικόν· ἄι λὰβ σουβλάκια.

Τί νὰ σᾶς φέρω; 

Ἡ προφορά της μοῦ θύμισε τὴν ὑπηρέτρια τῆς οἰκογενείας Φόρεστερ στὴν τόλμη καὶ γοητεία καὶ ἔβαλα τὰ δυνατά μου νὰ μὴν ὁμιλήσω λογίως ὥστε νὰ τρώγαμε κάποια βλογημένη στιγμή. Ἔτσι, ἀνέλαβε τὸ βάσανο.

Σιεφταλιές. Φέρτε μας. Δύο μερίδαι. Καὶ κόκκινο κρασί. Ξηρόν.

Τζατζίκι; Ὄχι. Φέτα; Ὄχι. Πατάται; Ὄχι.

Σιεφταλιές. Φέρτε μας. Δύο μερίδαι. Καὶ κόκκινο κρασί. Ξηρόν.

Τὸ κατάλαβε ἡ τρώγλη καὶ μὲ ὕφος λὲς καὶ εἶχε μυρίσει ὄσπριον κλανιά μου ἐντὸς μάλιστα τεμένους μάσας, σηκώθηκε τζιαὶ ἔφυγε.

- Πώπω λατρεία μου, νομίζω ὅτι θὰ φτύσῃ στὰ φαγιά μας, διόλου δὲν μᾶς συμπάθησε!  
- Λές;
- Χιχιχιχί, ἀστειεύομαι!
- Μωρό μουυυυυυυυυυυυυυυυ! Ποῦ βρῆκα σε, θησαυρέ μου, ἄχ!

Κι ἐγὼ ἄχ, ἂχ πόσο ντράπηκα μ’αὐτὸν τὸν διθύραμβο ὑψιπετοῦς ἔρωτος ὁ κερατάς, ἔσκυψα τὸ κεφάλι, ἀποστρέψας ἀπὸ αὐτὴν τὸ βλέμμα, ἄρχιζα κι ἔπαιζα τὸν ῥόλον ἐγὼ τῆς γκόμενας, μωρὲ λὲς καὶ νὰ κοκκίνησα; κάτι δὲν πήγαινε καλὰ μὰ θὰ ἐρχόταν σὲ λίγο (πόσο ἄραγε;) τὸ καὶ κόκκινο κρασὶ ξηρόν. Κι ὡς ἐκ τούτου θὰ ἰσιώναμε. Πετάλιασα γι’ἀλλοῦ τὴν ματιά μου, ἔσσω στὸ μαγαζὶ αἱ παρέαι ἤντουσταν ἀπὸ ὅλα εἶχε ὁ μπαξές, ζευγαράκια (ὅλου τοῦ ἡλικιακοῦ φάσματος) μπακουροπαρέες, ἐπαγγελματικαὶ παρέαι καὶ ἄλλα. Φαινόσαντε νὰ τὸ φχαριστιοῦνται ὁπότε ἤλπισα κι ἐγὼ καὶ χαμογέλασα χαμόγελο κάμποσης διαρκείας. Κράτησε κάμποσης διάρκειας μέχρι ποὺ τὰ μάτια μου ἐπανῆλθον σ’αὐτήν, ἡ αὐτὴ ἀπήλαυσε τὸ πρόσωπο τοῦ θησαυροῦ της καὶ ποῦ βρῆκε με, πραγματικὰ δὲν θυμόμουν.

Ἂν προσπαθοῦσα λίγο θὰ τὸ θυμόμανε μὰ νάτη κατέφθασε ἡ μελαχροινοτάτη κοπελίτσα ποὺ ἔκανε τὴν γκαρσόνα. Εἶχε δίσκο μὲ μιὰν φιάλη οἴνου ἐρυθροῦ, δύο οἰνοποτήρια καὶ ἄλλα δύο ὑδροτέτοια μὰ πουθενὰ τὸ νερό. Μὲ τὸ τιρμπουσὸν ἀνὰ χείρας καὶ τὴν φιάλη, φαινόταν ἀπίθανο νὰ μποροῦσε ἀνίδρωτα νὰ τὴν ἐκπωματίσῃ. Ἀλλὰ σὲ χρόνο ντετὲ ποὺ λένε καὶ οἱ φυσικοὶ εἶχε πλαγίως τὴν φιάλη καὶ μᾶς σερβίριζε μάλιστα, ἀσύνηθες γιὰ ἕνα ψητοπωλεῖο.

- Λοιπὸν καρδιά μου, ἄκυρο, τὴν συμπαθῶ τὴν δεσποινίς.
- Στὴν ὑγιειά σου!
- Στὴν ὑγιειά μας μωρή! Ἔχεις θέμα μὲ αὐτὸ ποὺ λένε συντροφικότητα ἔ; Ἄαααα!

Κι ἐπειδὴς ἐν οἴνῳ ἡ ἀλήθεια, θὰ τὴν πότιζα ἔτι μᾶλλον τὴν γκαργιόλα καὶ θὰ τῆς ἐκμαίευα κι ἄλλα γιὰ μένα, γιὰ μᾶς, γιὰ τὴν κατάσταση ἐν γένει, ἀκόμα καὶ γιὰ τὰ τοξικὰ ὁμόλογα θὰ τὴν ῥωτοῦσα. Διότι ἂχ δὲν θὰ ἄντεχα κι ἄλλες πληγώσεις κι ἄλλους καημοὺς κι ἄλλα στραπατσαρίσματα. Δὲν θὰ πάλευα τὴν συνειδητοποίηση πὼς κι αὐτὴ θὰ ἦταν σὰν ὅλες τὶς ἄλλες, πὼς θἄθελε δηλαδὴς νὰ ἐκμεταλλευθῇ τὸ κορμί μου καὶ μετὰ νὰ μὲ πέταγε σὰν στημένη λεμον

Λεμονάκι στὰ σιεφταλιές; Θές;

Καλὲ εἶχε ἔρθει τὸ μάμ! Χαμπάρι δὲν εἶχα πάρει!

Βάλε, μωράκι μου!

Τέσσερα κομμάτια κρέατος χρώματος μακρᾶς συναφείας μὲ τὸ ἀείζωον πῦρ, ντομάτες, ἀγγούρια, μαϊντανοί καὶ πολλὰ κρεμμύδια σκέπαζαν τὸ τσιτσί. Πῆγα πρῶτα στὸ κρεμμύδι. Τὸ ἔκοβα σὲ κυβάκια. Μετὰ στὸν μαϊντανό. Τὸν ἔκοβα σὲ κυβάκια. Κατόπιν στὶς ντομάτες. Τὶς ἔκοβα σὲ κυβάκια. Κι ὅταν τέλεψα, τὰ πῆγα σὲ μιὰν ἄκρη τζιαὶ τὰ ἀνακάτωσα τζιαὶ πῆρα ὅσο γινόταν περισσότερα τζιαὶ τὰ πῆγα κοντὰ στὴν σιεφταλιά. Ἔκοψα ὄχι μὲ τὸ μαχαίρι ἀλλὰ μὲ τὴν πλάγια ῥάχη τῆς πρότσας ἕνα κομμάτι κρέας καὶ μαζὺ μὲ τὸ ζαρζαβατικὸ ἔφτιαξα μιὰ βδελυρὴ ἐπιμειξία τὴν ὁποίαν ἔφαγα. Ἀκούγεται λίγο σιχαμένο, δὲν φαίνεται ὅτι εἶναι κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο πληρώνεις γιὰ νὰ τὸ φᾷς, μὰ ἦταν ὡραῖο. 

Σ’ἀρέσει;

Τῆς ῥεύεσαι τώρα ἄει μωρὴ μαλάκω εἴμαστε καὶ κοντὰ στὴν ἀραβία! ἢ ἀφήνεις ἀσχολίαστη τὴν μαλακία της;

Δὲν τῆς εἶπα πάντως κάτι, παρὰ μόνον τῆς τσούγκρισα καὶ περίμενα τὸ ἐγκλιτικὸ μετὰ ἀπὸ τὸ «στὴν ὑγιειὰ». Πέτυχε τὸ σωστὸ (αὐτὸ ἔλειπε!) μὰ ἡ βρωμιάρα δὲν εἶχε σκουπίσει τὸν στόμα της πρὶν ἀπὸ τὴν γουλιά, τὸ ποτήρι εἶχε γεμίσει λιπαροὺς λεκέδες, πώπω οὐράνιο τόξο θὰ ἔκανε τὴν πoύτσα μου μετὰ ὅταν θὰ γυρίζαμε στὸ χοτέλ.

Τέλος πάντων, ἐσχάτη ἡμέρα εἴπαμε, ἤδη ἦταν νύχτα καὶ κάπως θὰ τὴν βολεύαμε, μπορεῖ καὶ νὰ ἀποκτοῦσα πονοκέφαλο ὅταν θὰ εἴμαστε στὸ δωμάτιο. Καὶ ντρέπομαι ποὺ τὸ λέω τώρα, ντράπηκα καὶ τότες, γιὰ μιὰν στιγμὴ σκέφτηκα πὼς δὲν θὰ ἦταν καὶ τόσο ἄσχημα νὰ μᾶς δούλευε ὁ τοῦ φωφορείου ὁδηγὸς καὶ νὰ μᾶς ἔστελνε σὲ τίποτις σωματέμπορες...

Μὰ ὅλα αὐτὰ ἦσαν βρώμικες καὶ ἀχάριστες σκέψεις κι ἤπρεπε ἄμεσα νὰ διασκεδαστοῦν, ἔπιασα τὸ χέρι της καὶ εἶπα κάτι πολὺ ἄρλεκιν, κάτι ποὺ τελικὰ μὲ ἔκανε καὶ ντράπηκα ἐξίσου μὲ τὴν πρὶν ντροπή, πόσο ντεμὲκ θὰ τῆς φάνηκα, πόσο γελοῖος, κήβδιλος καὶ κάλπης! Μὰ αὐτὴ μᾶλλον κρασισμένη κάμποσο δὲν φάνηκε νὰ σκεπτικίζεται μὲ τὶς παπαριές μου, τοὐνάντιον!

Μωρό μουυυυυυυυυυυυυυυυ! Ποῦ βρῆκα σε, θησαυρέ μου, ἄχ!

Ἄ, ἐντάξει, καλὰ (τὰ) κρασά! Αἰσθάνθηκα μιὰ βαθειὰ ἀποστροφὴ γιὰ τὴν πάρτη της, τί μοῦ συνέβαινε, γιατί αὐτὴ ἡ ξάφνου ἀποφόρτισις τοῦ νταλγκᾶ; Ἀλλὰ τὰ ὑπαρξιακὰ μετά, πάνω στὴν χώνεψη, τώρα σειρὰ γιὰ ἀπάντηση, εἶχαν ἄλλα ῥωτήματα.

Τί ἄλλο θὰ πάρουμε κοκόνα μου;

Διότι εἶχα δεῖ στὸ μενοὺ κάτι νὰ ἀναφέρῃ περὶ παστουρμᾶ, ὤπα συμπάθειά μου, κι ἂς λένε κάτι ξενέρωτοι κουτόφραγκοι περὶ μυρωδιῶν τοῦ σώματος μετὰ ποὺ θὰ ἔχῃς φάει, σιγὰ κλάιν μάιν... Δηλαδὴ ὅταν βουτᾷς τὴν γλῶσσα σου σὲ ἐρωτιάρικες ὀπὲς ποὺ φιλοξενοῦν τρισεκατομμύρια μικροβίων δὲν σὲ πειράζει; Πειράζει μόνον ποὺ ἡ ἀμασχάλη θὰ θυμίζῃ τὴν Γούναρη στὸν Περαῖα; Ὁπότε μᾶς ἔπρεπε καὶ λίγος παστουρμᾶς! Ἀλλὰ ἔτρωγα ἤδη τὴν σιεφταλιὰ καὶ τὸ μυτζιροῦσα, καθ’ ὅσον τηροῦμε καὶ μιὰν σιλουέττα, ἂμ πῶς!

Θέλεις νὰ πάρουμε ἔτσι γιὰ τὴν μυρωδιά, ἕναν παστουρμᾶ;

Τῆς εἶδα νὰ συνταράσσεται τὸ εἶναι, ἕνας ἰσχυρὸς σπασμὸς προφανῶς ὀργασμικὸς τὴν δίπλωσε στὰ δυὸ καὶ κροτάλισε τὰ δόντια της. Ἂχ τὸ καημένο μου, μοῦ εἶχε πλειστάκις ζητήσει νὰ εἶμαι προσεκτικὸς μὲ τὴν γοητεία μου καὶ τὶς μεθόδους ἐκφράσεώς της, εἶχε ζητήσει νὰ τῆς σερβίρω διακριτικῶς μερικὰ ἐξόχως σκανδαλιστικά. Κατάφερνα ὁ θέουλας, μὲ κάτι τέτοια νὰ τὴν στέλνω σὲ χῶρες ὑπέρτατης ἠδονῆς μέσα σὲ δευτερόλεπτα. Καὶ τώρα προφανῶς, ἡ εἰκόνα τοῦ δίπλα της, βουτηγμένου σὲ παστουρμάδες καὶ τὰ ῥέστα, ἦτο τὸ δίχως ἄλλο, λίαν καυλιδερὴ εἰκὼν ἐγγυωμένη μάλιστα τὰ κάλλιστα!

Ἤθελε!

Κροτάλισα κι ἐγὼ τὰ δάκτυλά μου στὸ μαγαζὶ γενικῶς καὶ ἐστράφη σὲ μᾶς ὁ ἄλλος γκαρσόν, ὁ ἐκεῖνος ὁ πρῶτος.

- Μάστορα, θὰ μᾶς φέρῃς ἕναν παστουρμᾶ; Πῶς εἶναι ὁ παστουρμᾶς; Μωρὲ μπὰς καὶ τὸν ἔχουτε ἔτσι σὲ φέτες καὶ καλὰ ὀρεκτικόν;
- Ὄχι, παιδί μου, περὶ κρεατικὸν πρόκειται, μὰ εἶναι πῶς τὸ λέτε, σπάισυ! Λίαν σπάισυ!
- Μέσα εἶσαι! Μὰ μὴ φέρῃς μερίδας, σένιαρε το σὲ δυὸ πιτοῦλες, ἔτσι νὰ λάβωμεν ἰδέαν καθ’ὅσον φάγαμε ὅπως γλέπεις.

Ἔνευσε ναὶ καὶ ἔφυγε. Κι ἐγὼ συνερπασίστηκα! Μωρὲ παστουρμᾶς σὲ κυμῶδες κρεατικό; Δὲν τὸ εἶχα ξαναδεῖ! Θὰ τοῦ φτιάχνῃ πολὺ γευσάρα, αὐτὰ εἶναι! Γούσταρα πολὺ καὶ τί παράξενο, ξεκίνησα νὰ ὑφαίνω στύση. Περίεργο – μὰ γιὰ τέτοιον λόγον στύσις; Ἢ μήπως τούτη ὀφείλετο καὶ εἰς τὸ ὅτι ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ εἴχομεν καθήσει, τὸ χέρι τῆς διπλανῆς μου ποτὲς δὲν εἶχε ἐγκαταλείψει τὰ πεδία τοῦ σταυροποδιοῦ μου; Εἶχε μάλιστα, τώρα ποὺ εἴχαμε ἀποφάγει κι ἐλευθερώσει τὰς χεῖράς μας, ἀνελιχθῇ σὲ βορειότερα πεδία. Τὸ μακρὺ τραπεζομάντηλο ἀπέκλειε κάθε ἐνδεχόμενο λάθρου ματάκια τὸ ὁποῖον ἀντελήφθη ἡ καλή μου καὶ ταπείνωσε τὸ φερμουάρ. Ἐντρύφησε βαθύτερα χωρὶς πολύστιγμη ἀναζήτηση καὶ γρήγορα πῆρε τὸ λίνγκα μου στὴν παλάμη της. Κρατώντας το ἀπὸ τὴν ῥίζα καὶ μὲ κάποιους ἐλιγμοὺς στὴν κίνηση, τὸ ἔφερε στό, φιλτραρισμένο ἀπὸ τὸ λευκὸ τραπεζομάντηλο, φῶς. Εἴχαμε γίνει τρεῖς, δὲν νομίζω νὰ ζητοῦσε κι αὐτὸ νὰ φάῃ, ψημένο κρέας δηλαδή, δὲν ἤμαστε ἄλλως τε γιὰ περιττὰ ἔξοδα. Ἡ ἀγαπημένη μου μὲ κυττοῦσε μὲ ἕνα περίεργο βλέμμα, σὰν νὰ περίμενε νὰ τῆς ἐξηγήσω τὰ περὶ νομικῆς ὑπόστασης τῆς τουρκικῆς δημοκρατίας τῆς βορείου Κύπρου. Κύτταξα γύρω μου, ὁ κόσμος ἔτρωγε, ἔπινε, γελοῦσε καὶ μίλαγε, κανεὶς δὲν ἔδινε σημασία σὲ ὅ,τι γινόταν δίπλα, ἒ μπορεῖ καὶ νὰ πέταγε καμιὰ ματιὰ πρὸς τὰ δῶ, σιγὰ τὸ πράμμα! Παρὰ ταῦτα, τὸ σκηνικὸ ἦταν ἀρκετὰ γουστόζικο, ἔστειλε μάλιστα μιὰν ἰσχυρὰ ῥοὴ αἵματος στὸν τρίτο τῆς παρέας κάτι ποὺ ἀντελήφθη τὸ μανάρι μου κι ἄρχισε νὰ παλεύῃ μαζύ του παλαμιαίως.

Ξάπλωσα τὴν πλάτη μου στὴν ἀντίστοιχη τῆς καρέκλας, ἄνοιξα καὶ λίγο τὰ πόδια μου, ἔφερα καὶ τὸ ποτήρι στὰ χείλη, βαρβάτη κρασάτη τζούρα καὶ ἀπολάμβανα τὸ ὑπογάστριον γαργαλητό! Ἄααααχ! Τελικὰ ἴσως καὶ νὰ μὴν μὲ ἔπιανε πονοκέφαλος κατόπιν! Εἶχα ἀποστρέψει καὶ καλὰ ξεκαρφωματικῶς τὸ βλέμμα μου ἀπὸ αὐτήν, ποῦ καὶ ποῦ κάτι τῆς ἔλεγα ὑψηλοφώνως, κάτι χαζό, τῆς ἔδειχνα καὶ ἔξω, κάτι μαλακίες δηλαδή, τί νὰ λέμε, μαλακίες καὶ καλὰ γιὰ νὰ μὴν μᾶς πάρουν εἴδηση! Μὰ δὲν ἦταν διόλου μαλακίες· τὸ νὰ ἀναφέρῃς κάτι γιὰ τὴν πράσινη γραμμὴ καὶ τὴν εὐθύνη τῆς χούντας τῶν Ἀθηνῶν στὸ σημερινὸ status quo τῆς μεγαλονήσου λειτουργοῦσε πολὺ ντεκαυλὲ καὶ ἐπέτεινε τὴν καταρτώδη μου κατάσταση, ὑγρὴ μάλιστα ἕνεκα ἀέρηδων ποὺ πολὺ πρὶν εἴχαμε ἀναφέρει. Ἡ πῶς σὲ εἴπαμε βρέ, μὲ τὸ διαθέσιμο στὸ φῶς χέρι, τὸ ἐλεύθερο τέτοιο, εἶχε λάβει ἀκροατοῦ στάση. Τὸ εἶχε σφίξει καὶ θέσει ὑπὸ τῆς σιαγόνος καὶ ἤκουγε προσεκτικῶς ὅ,τι ἤλεγα περὶ τὴν κατάσταση γενικῶς. Ἡ εἰκόνα της πάντως, ἡ εἰκόνα τῆς δεξιᾶς χειρός, τοῦ βραχίονός της γιὰ τὴν ἀκρίβεια, ἡ κίνησις αὐτοῦ, ἡ ὁποία γινόταν ὅσο τὸ δυνατὸν συγκρατημένα ὥστε νὰ μὴν μαρτυριέται, ἦταν πολὺ ἐρεθιστική. Πολὺ – χωρὶς ὡστόσο νὰ ἀποτελῇ αἴτιο γιὰ ὑγρὲς ἀναταράξεις ἐκ μέρους μου. Τὸ ἀπολάμβανα, ἀφοῦ πολιτικολογοῦσα ἄλλωστε, τράβαγα καὶ τὸ κρασάκι μου, ἂν ἔπαιζε δὲ καὶ κἄνα τσιγαράκι... Ὑπάρχει κάτι καλλίτερο; ὄι πῇτε μου! Ὁ χρόνος ἄρχισε νὰ κινῇται διαφορετικά, τὸ πῶς τὸν ἀντιλαμβανόμουν δηλαδή, πότε ἀργὰ σὰν νὰ εἶχε πέσει σὲ βάζο μὲ μέλι καὶ πότε γρήγορα σὰν νὰ εἶχε μπολιαστῇ μὲ χημικὰ παραισθησιογόνα.

Καλὸ καὶ ἅγιο τὸ χειρογλύκανο μὰ γιὰ μὰμ εἴχαμε ἔλθει ἐδῶ, νὰ στὸ θυμήσω ἂν τὸ ξέχασες. Κι ἂν τὄχε λησμονήσει τὸ λατρειάκι μου, δὲν γινόταν νὰ τὸ παραβλέψῃ ὁ μέγας ἀρχιερεὺς τῆς θράκας! Τὰ σουβλάκια ἦταν ἔτοιμα, εἶχαν ἀφεθῇ στὸν πάγκο πρὸς διακομιδή. Καὶ εἶδα τὴν κοντούλα γκαρσὸν μὲ μπόλικα πιάτα στὰ δυό της χέρια σχεδὸν ἀκροβατικῶς νὰ προσεγγίζῃ τὸ σαλόνι. Φαινόταν νὰ μᾶς ἔχῃ στὶς τρεῖς πρῶτες στάσεις μὰ τὸ τζουτζουκάκι μου δὲν ἔδειξε νὰ σκιάζεται. Ζήτησε νὰ μάθῃ γιὰ τὸ καθεστὼς τῶν περιοχῶν Δεκελείας καὶ Ἀκρωτηρίου, τὸ ἔσχατο ἀποκύημα τῆς ἀποικιοκρατίας στὴν νῆσο καὶ ὅ,τι διημήφθη στὴν Ζυρίχη τότε, κάτω ἀπὸ τὸ τραπέζι. Κάτω ἀπὸ τὸ τραπέζι τὸ δικό μας, ὁμοίως, συνεχιζόταν τὸ ἀλσιβερίσι τῆς ντροπῆς. Ἄφησα τὶς τεμπέλικες συνήθειές μου καὶ κινήθηκα λίγο, κέντραρα στὴν παλάμη της, κινήθηκα ὅσο γινόταν διακριτικῶς, τσιγκλίστηκε ὀλίγον τί καὶ τὸ μωράκι μου μωράκι μου καὶ χωρὶς καμμιὰν ἔγνοια γιὰ τοὺς γύρω, τυμπάνισε ἐξάκις τὸ χεράκι της πάνω στὸν βίλλο μου κάνοντάς τον νὰ τὰ ξεράσῃ ὅλα τάνγκα στὸ πατταλόνι μου.

Ἂχ εὐχαριστῶ!

Μελιστάλαξα αὐτὸ τὸ πανάγιον ῥῆμα, ἀπευθυνόμενο στὴν ἀνακουφίσασά με, ὅπερ μπέρδεψε καὶ τὴν γκαρσὸν ἡ ὁποία νομίσασα ὅτι αὐτὴν εὐχαρίστησα, τὴν ἔκανε νὰ χαμογελάσῃ καθὼς μᾶς ἄφηνε τὰ δυὸ πινάκια, τί περίεργο, λὲς νὰ μᾶς κατάλαβε μανάρι μου, αὐτὴ δὲν χαμογελοῦσε οὔτε μὲ λήφτινγκ, λές;

Τρῶε μωρό μου, θὰ κρυώσουν!

Καὶ ἀρχίνησα, μᾶλλον ἄρχισα νὰ τὴν ψάχνω τὴν φάση.

Ἡ πίττα εἶχε ἀγκαλιάσει τὸ περιεχόμενό της μὲ πολλὲς γυροβολιές, τὴν ξετύλιξα καὶ εἶδα τὸν παστουρμᾶ ὁ ὁποῖος ἦταν μπιφτέκης στὴν θέα, μικρός, ὄχι χοντρὸς ὅσο τὸν περίμενα, ἐνῷ οὐρανισκογλωσσικῶς ἔφερνε περισσότερο σὲ σουτζούκι. Κεῖ μέσα εἶχε τὰ συνήθη – στὴν πίττα ντὲ – μὰ δὲν εἶχε κἄνα πιπεράκι, τίποτις μπούκοβο δηλαδὴ γιὰ νὰ γινόταν ἐντελῶς τοῦρμπο τὸ σπάισυ. Ζήτησα ἕνα συγγνώμη πολὺ λεβαντίνικο ἀπὸ τὸ φουντουκάκι μου καὶ ἔσπευσα, μετὰ τοῦ πινακίου, στὰ ἐνδότερα. Μὲ πρόλαβε ὁ γκαρσόνης, ἐκεῖνος ὁ πρῶτος. Σήκωσε τὸ φρύδι ἐρωτηματικῶς.

Μπὰ κι ἔχουτε τίποτις καυτερὰ πιπέρια ναοῦμε νὰ τὸ κάνουμε τὸ θεματάκι φωτιὰ καὶ λάβρα;

Ἔσμιξε τὰ χείλια του καὶ τὰ ἔσμπρωξε δεξιά.

Δώμου τὸ πιάτο καὶ κάτσε, θὰ σ’τὸ φέρω ἐγώ.

Πωπὼ πῶς ἐξέφερε τὸ ἐγώ, τὸ κολλητὰ στὸ φέρω! Λὲς καὶ θὰ πήγαινε στὲς Ἱντίες νὰ φέρῃ τὸ πιὸ ἐκλεκτῆς ποικιλίας. Τὸν θαύμαξα πάντως, ἦταν καὶ ψηλότερός μου, ψάρωσα κάπως καὶ γύρισα στὸ τραπέζι. Ἐκεῖ ἡ συνοδός μου, ἀφοσιωμένη στὸ φαγητό, εἶχε σκύψει, γείρει μοῖρες ἀρκετές, εἶχε πιάσει τὴν πίττα μὲ τὰ δυό της χέρια, σὰν σὲ θέση πεολειχίας ἦταν ἡ καλή μου καὶ δὲν ἤθελα ἐπ’οὐδενὶ νὰ τὴν διακόψω! Ἐπανάληψις μήτηρ μαθήσεως ποὺ λέγαν κι οἱ ἀρχαῖοι - ὄχι πὼς εἶχε ἀνάγκη βεβαίως, ἄσε ποὺ τέτοια προσβολὴ ἂν τὴν ἄκουγε, δὲν θὰ τὴν κατάπινε τόσο εὔκολα ὅσο καταπίνει π.χ. χμ… τί καταπίνουν τέλος πάντων αἱ γυναῖκαι. Ἔσουρα τὴν καρέκλα λίγο ὄξω γιὰ νὰ χωρέσω νὰ καθήσω, εἰσῆλθον στὸ βεληνεκές της, ξανασούρθηκα γιὰ νὰ μοῦ τακτοποιήσω τὴν θέση, ἔβγαλα τὸ κομπολόι καὶ βαρώντας το, εἶπα στὶς χάντρες νὰ κεχριμπαροδείξουν δυνατὰ τοῖς πᾶσι πόσα κιλὰ μάγκας εἶμαι! Ἄτσα λέμε! Ξεκίνησα μάλιστα νὰ προσπαθῶ νὰ βγάλω μὲ τὴν γλῶσσα καὶ μπόλικα ντεσιμπέλ, κάτι ἀπολειφάδια κρεάτου ἀπὸ τοὺς φρονιμῆται, γιόμισα κράσον μόνο τὸ δικό μου ποτήρι καὶ τράβηξα μπάνικια τζούρα, πολλὴ μαγκιὰ σὲ λέω! Θὰ μοῦ ἔβαζα καὶ δάχτυλο στοὺς κυνόδοντας γιὰ κάτι μαϊντανοί μὰ ἕνα κῦμα ἀέρος ἀπὸ δίπλα μὲ ἐπανέφερε στὰ τῆς παρέας.

- Τί’ναι ἀγαπούλα μου;
- Μωρό μουυυυυυυυυυυυυυυυ! Ποῦ βρῆκα σε, θησαυρέ μου, ἄχ!

Ἀπὸ αὐτὴν ἦταν ἐκεῖνος ὁ αναστεναγμός! Μὲ θωροῦσε ὅπως θωροῦνε κάτι ἄγουρες μαθητριοῦλες τὸν γκριζοκροτάφη βαθιᾶς μπάσας φωνῆς βεροῦχο μαθηματικό. Μὲ ἀμηχάνισε λίγο τὸ βλέμμα της, ἐν τάξει μὲ τὰ γεωπολιτικὰ τῆς Κύπρου μὰ ἀπὸ μαθηματικὰ μόνον τὸ πυθαγόρειο θεώρημα θυμόμανε, ἄντε χάριν ἀστεϊσμοῦ νὰ τῆς τὸ ἀναπαριστοῦσα μὲ τὰ ἐναπομείναντα καλαμάκια ἢ ἂν εἶχε κι ἄλλην ὄρεξη, μὲ τὰ σκέλη μου· τζείνη θὰ ἔπρεπε νὰ βάλῃ τὸ δικό της γιὰ ὑποτείνουσα. Ἀλλὰ αἰφνιδιάστηκα λίγο μὲ αὐτὴν τὴν ἀπότομη ἀγαπουλίστικη ἀποστροφή, μὲ τρόμαξε, βαρὺ φορτίο νὰ ξὲς ὅτι σ’ἀγαπᾶνε μὲ τέτοιες στὸ χάσιμο διακηρύξεις! Τί νὰ ἔκανα; Μοῦ σχημάτισμα ἔκφραση ὀγδονταπέντε τοῖς ἑκατὸ χαμόγελου μὲ δεκαπέντε μελαγχολίας κι ἔγινα στίχος Κώστα Βίρβου, φὶλμ Τζέημς Ἄιβορυ, λέλουδο ἀκανθῶδες. Θὰ ἄρχιζα νὰ σχολιάζω ἀθλητικὰ (Ἀπολλωνάρα!) γιὰ νὰ τὴν ξενέρωνα λιγουλάκι μὰ τὸ σουβλάκι σας!

Εὐχαριστῶ!

Πολὺ χαρωπὸς ἦταν αὐτὴν τὴν φορὰ καθὼς μοῦ ἔφερε τὴν πίττα· γελοῦσε λίγο ὁ γκαρσόνης, ἔφυγε μάλιστα γρηγορότερα τοῦ κανονικοῦ. Δὲν πά’ νὰ γαμηθῇ... Ὡραῖα ποὺ θὰ ἦταν, νὰ τρέχουν οἱ μύτες, νὰ δακρύζῃς ἀπὸ τὸ καυτερόταρο ἔδεσμα, νὰ κοκκινίζουν, νὰ πρήζωνται τὰ χείλη καθὼς τρώεις τοῦρμπο σάντουϊτς! Ξεκούμπωσα τὸ περιτύλιγμα καὶ εἶδα ἀντὶ πιπέριων στιγμάτων, ἑπτὰ ὀκτὼ πράσινες πιπεριὲς νὰ ἔχουν τοποθετηθῇ ἔξω ἀπὸ τὴν πίττα. Κάνουμε καὶ πλακίτσες ἔ;

Κάνανε καὶ πλακίτσες, γέλασε καὶ τὸ φουντουκάκι μου, συφιλιάστηκα λίγο ἀλλὰ εἶχε ἔλθει σὲ καλὴ στιγμὴ ἡ ἀποδόμησίς μου στὰ μάτια της, τελικὰ οὐδὲν κακόν... Καὶ ἐπειδὴ μόλις εἶχα ἀναφερθῇ σὲ κακά, θὰ πάγαινα μετὰ στὸν καμπινέ τους, νὰ βούλωνα μὲ κωλόχαρτα τὶς χέστρες των, σὲ μένα ἀστειάκια μωρὴ γαμιόλα; Γελοῦσα ὡστόσο! Φωναχτὰ ἀκολουθοῦσε ὁ γέλως μου τὸν ξυπνητζῆ ἐστιάτορα, τὄπαιζα ἄνεσης στὴν δίπλα μου! Μὰ τί σκατὰ ἤθελα πιά;

Νὰ μαζέψουν τὸ τραπέζι ἀπὸ τὰ ὁρφανὰ πιάτα. Ἦλθε ἡ γκαρσόνα, ποῦ νὰ φαινόταν ὁ ἄλλος! Ἐξακολούθησα νὰ τὸ παίζω χαχανούλης καὶ σ’ αὐτήν.

- Ζήτησα λίγο καυτερὸ πιπεράκι καὶ κύττα τί μοῦ ἔφερε ὁ συνάδελφός σου!
- Δὲν εἶναι ἀδελφός μου!
- Συνάδελφος! Σύν! Σταυρός! Στὰ κομπιουτεράκια ἡ πρόσθεση! Στὶς ἐκκλησιὲς ὁ πρῶτος στὴν μαρκίζα, ἡ φίρμα!
- Οὔτε ξάδελφος εἶναι!

Μάλιστα, ἡ προφορά της ἔφερνε λίγο σὲ ἑλληνικὰ τῆς κασπίας θάλασσας ἀλλὰ κι αὐτὴ ἡ ἐπιμονή της... Παρητήθην τῆς ξεκαρδιστικῆς φυσικὰ ἀφηγήσεως καὶ τὄριξα στὸ κομπολόι καὶ ὀλίγον ἀπὸ παστουρμᾶ. Τὸ ταίρι μου ὡστόσο, κένταγε γελάκι ὑποχθόνιο...

- Ἕλληνας εἶσαι;
- Ναί. Ἐσύ; Λιβανέζα;

Ὅ,τι πιὸ πρόχειρο μοῦ ἐρχόταν, ἂν καὶ ἡ ἀπόχρωση τῆς μελαχροινάδας της θὰ ἔκανε ἕναν βηρυτέζο συγκριτικῶς νὰ μοιάζῃ ἄριος.

- Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀπὸ’δῶ.
- Σώωωωωωωπα! Καλὲ δὲν σοῦ φαίνεται!
- Ἡ μάνα μου εἶναι ἀπὸ Ῥωσσία, ὁ πατέρας μου ἀπὸ Βουλγαρία.
- Ῥωσογύφτισσα ἡ μάνα, βούλγαρος ῥομὰ ὁ μπαμπᾶς;
- Ἔ;
- Λίγο κρασὶ ἀκόμα, παρακαλῶ.

Μέχρι νὰ τὸ φέρῃ, ηὗρα ἕνα κενό καθ’ὅσον ἤπρεπε νὰ κρυώσῃ λιγουλάκι κι ὁ παστουρμᾶς. Συγχώρησιν ζήτησα καὶ φίλησα τὴν καλή μου παράσχοντάς της, πλὴν κάποιων μικρογραμμαρίων σιέλου καὶ ἕνα μικρότατο τεῦχος κρεμμυδιοῦ καὶ ἠγέρθην. Βοὺρ γιὰ τὸν καμπινέ. Καλὸς φαινόταν. Λευκὸς φυσικὰ ὁ νιφτῆρας μὲ αὐτόματο τὸν σχετικὸν ἐξοπλισμὸν ἤτοι σάπων, πετσέται καὶ τὰ ῥέστα. Εἶδα ἕνα πινακιδάτο στρουμπουλὸ ἀγοράκι στὴν πόρτα νὰ μοῦ ὑποδεικνύῃ πὼς ἐκεῖ ἀνῆκα καὶ ἐν τάξει, μπῆκα. Κατούρησα πρῶτα, τράβηξα τὸ καζανάκι καὶ σκουπίστηκα διότι ὑπῆρχον κι ἀλλότρια τοῦ οὔρου, ὑγρά. Κατόπιν χούφτωσα τὸ ῥολὸ κι ἄρχισα νὰ τὸ ξετυλιγάω ὡσὰν περγαμηνὴ τῆς βιβλιοθήκης τῆς Ἀλεξανδρείας. Τὸ ἔριξα στὴν τρούπα καὶ παίρνοντας τὸ βουρτσάκι, ξανατράβηξα τὸ καζανάκι σπρώχνοντας τὸ χαρτὶ ὅσο πάγαινε μέσα. Τοῦτο τὸ ξανάκανα δίς, ὥσπου εἶδα τὸ νερὸ νὰ φουσκώνῃ καὶ νὰ ἀνέρχεται ἡ στάθμη του λὲς καὶ παρτουζιόσαντε ἐκεῖ κάτω νηρηίδες μὲ τὸν Τρίτωνα. Ἄφησα λοιπὸν τὶς ὑδάτινες θεότητες νὰ βγάλουν τὰ μάτια τους καὶ ἔστριψα νὰ φύγω ἀφοῦ πρῶτα στράβωσα τὸν στὴν πόρτα γάντζο ποὺ ὑπῆρχε ὥστε νὰ διασφαλίζῃ πράιβεσυ κατὰ τὰ σφιξίματα τῶν μερακλήδων θαμώνων.

Ὅλα καλά, ναί!

Καὶ κάθησα νὰ ἀπολαύσω τὸν περιβόητο πιὰ παστουρμᾶ. Τὸ βασανάκι μου εἶχε τελειώσει καὶ τυραννοῦσε λίγο κρασί. Ἔφερε τὸ χέρι της πάνω στὸ τραπέζι καὶ γράπωσε τὸ δικό μου. Ἦταν ζεστὸ πολύ, ἐλαφρῶς ἱδρωμένο μὰ καὶ τὸ πρόσωπό της ἀναψοκοκκινισμένο. Προφανῶς εἶχε συνεισφέρει ὁ οἶνος στὸ χρῶμα της, χρῶμα ποὺ μαρτυροῦσε κάτι σὰν ἔξαψη στὰ χαρακτηριστικά της. Σὰν νὰ περίμενε κάτι, σὰν νὰ ἤθελε κάτι, κάτι νὰ πῇ, νὰ μοῦ πῇ.

Νοιώθω τόσο ὑπέροχα καὶ ὅμορφα μαζύ σου μὰ αὐτὴ ἡ ὁμορφιὰ τὴν βλέπω χάνεται καὶ τὴν θέση της παίρνει ἡ μελαγχολία ἐπειδὴ τελειώνει αὐτὴ ἡ ἐκδρομὴ ἡ πρώτη μας ἐκδρομὴ αἰσθάνομαι τόσο περίεργα ποὺ ἀντιλαμβάνομαι χρόνο μὲ τὸν χρόνο νὰ ἑλκύωμαι τόσο ἀπὸ σένα κι ἀγωνιῶ τρελλαίνομαι ἀνασφαλῶ ἂν κι ἐσὺ νοιώθῃς ἔτσι ἢ μόνο ἐγὼ διαθέτω τέτοια συναισθήματα αὐτὰ τὰ αἰσθήματα ἴσως νὰ κάνω λάθος ποὺ τὰ λέω ὅλα αὐτὰ ποὺ στὰ παραδέχομαι ποὺ ξεγυμνώνομαι μπροστά σου ὅταν κάποια φωνὴ μέσα μου μοῦ λέει ὅτι ἐσὺ ὄχι ὄχι δὲν μπορεῖ τὸ βλέπω στὰ μάτια σου πόσο κι ἐσὺ μὲ θέλεις καὶ μὲ θέλεις μὲ θέλεις ἔτσι δὲν εἶναι δὲν εἶναι ἐντύπωση μου μὴ μὲ παρεξηγῇς μὴ γελᾷς ἀπὸ μέσα σου μὴ μὲ κοροϊδεύῃς μὲ κοροϊδεύεις καὶ μὲ περνᾷς γιὰ τρελλὴ ποὺ τόσο σύντομα σοῦ ἐκμυστηρεύομαι ὅλα αὐτὰ δὲν ξέρω γιατί ἴσως νὰ φταίῃ τὸ κρασὶ ἀλλὰ πόσο ἤπια δὲν ἤπια μπορεῖ νὰ ἦταν τόσο ἀρκετὸ γιὰ νὰ στὰ πῶ νὰ σοῦ μιλήσω καὶ νὰ καταλάβῃς θὰ καταλάβῃς; 

Ὄχι δὲν ἦταν ποὺ τὰ εἶπε ὅλα αὐτὰ ἀπνευστί, χωρὶς τὴν παραμικρὴ παύση καὶ τὰ πάντα ἀκούστηκαν θολά, διφορούμενα καὶ συνεσταλμένα. Δὲν εἶμαι γόμαρος, ἐκτιμῶ κάτι τέτοια στὶς γυναῖκαι, μὰ φυσικά! Ἀλλὰ νὰ μωρὲ πῶς νὰ τὸ κάνῃς... Μοῦ εἶχε πέσει βαρὺς πολὺ βαρύς, πιστέψετέ με, ὁ παστουρμᾶς καὶ ῥεύτηκα, ῥεύτηκα τόσο δυνατὰ ποὺ σχεδὸν ἔγδαρα τὸν οἰσοφάγο μου. Σχεδὸν λέγω, ἦταν στὸ ὅριο πόνου καὶ γαργαλητοῦ, γιὰ γαργαλητὸ μοῦ φάνηκε ἐν τέλει καὶ ἄρχισα νὰ γελάω. Καὶ ὅπως διέκρινα τὴν ἔκφρασή της, ἔκπληξη μὲ τὴν ἀντίδρασή μου, μοῦ φάνηκε πιότερο ἀστεῖα καὶ συνέχισα τὸν γέλωτα πιὸ ὀξύ. Κι ὁ πιὸ ἔντονος γέλως τῆς ἔφτιαχνε ἕναν φοβερὸ κλιμακούμενο μορφασμὸ στὸ πρόσωπο, ἡ συνειδητοποίησις ὅτι ἡ ἐξομολόγησίς της μὲ εἶχε ὡδηγήσει σὲ ῥέψιμο καὶ γέλια, γέλια μάλιστα παραληρηματικά.

Σηκώθηκε ἀπότομα καὶ μὲ ἕνα πᾶμε, ἔδωσε τέλος στὴν σεμνὴ τελετή. Ἔψαχνα νὰ βρῶ τὸ κατάλληλο χαρτονόμισμα νὰ ἀφήσω στὸ τραπέζι μὰ τὰ δάκρυα ἀπὸ τὰ γέλια δὲν μ’ἄφηναν νὰ δῶ. Ἀπὸ τὶς διαστάσεις τελικῶς, τοῦ χαρτονομίσματος ἔκρινα τὸ ἁρμόζον καὶ τὴν ἀκολούθησα ἔξω βήχοντας.

Τελικὰ ἴσως καὶ νὰ ἦταν καλλίτερα, ἂν ψάχνοντας γιὰ στιατόριο, πέφταμε σὲ μαστρωπούς.









Στὸν Τάσο.




4 σχόλια:

Ο χρήστης Blogger Snowball είπε...

Οι πιπερίτσες οι πράσινες που σου βάλανε στον παστουρμά είναι τέλεια καυτερές, έφαγες τις?

Αν μου είχες πει ότι πας Λεμεσό θα σε κατατόπιζα καλύτερα, κορόιδο, έχω γεννηθεί εκεί, έχω σόι κάτω κι έζησα και 2 περιόδους τις ζωής μου, τελευταία το 2004...

21/11/11, 8:45 π.μ.  
Ο χρήστης Blogger kaltsovrako είπε...

@ Snowball,
ε, πες μας το μυστικά, ρε αδελφέ, που ήμαστε σα τα ορφανά εδώ κάτω!


@ Βαγγέλα,
σε μερσώ μποκού για την αφιέρωση ΑΣΜάκι. Εις το επανειδέιν, που λένε, και αυτή τη φορά θα καταφέρουμε να φάμε τις τοπικές λιχουδιές μαζί.

21/11/11, 2:21 μ.μ.  
Ο χρήστης Blogger vangelakas είπε...

βρὲ σνώουμπωλ, ἀφοῦ εἶπα σε, παγαίνω στὴν Κύπρον, ποῦ νὰ ξέρω τὸ ἰδιαίτερόν σου μὲ τὴν Λεμεσόν; Σὺ ἔπρεπε νὰ πῇς το!

ὅσο γιὰ τὶς πιπερίτσες, κύττα πόσες ἔβαλε!http://panackeia.blogspot.com/2011/11/only-brave.html Μία μόνον κατάφερα, ἀπάλευτες ἦσαν ῥέ!
.
.
.
Εἰς τὸ ἐπανιδεῖν Τάσαρε, ναί!

22/11/11, 12:11 π.μ.  
Ο χρήστης Blogger Snowball είπε...

Ρε καλτσόβρακε δεν με ρώτησες κουμπάρε, να μυρίσω τα νύχια μου που ήσανε?

Το λοιπόν, έκανα 6 μήνους κάτω το 2004 όντας φαντάρος...

Για ποτάκι μου άρεσε η περιοχή του Κάστρου, ωραία μαγαζάκια, είχα φάει καλά και σε μια μπυραρία εκεί δίπλα ακριβώς από το Stretto, δεν θυμάμαι πως την λένε...

Σουβλάκι τρελό, λέμε, κάνει στον Πόπη, στην Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, ο οποίος, τότε τουλάχιστον δεν έκανε γύρο βοδινό (κιμαδένιο) και μπορεί να πήγαινες και να είχαν τελειώσει οι σεφταλιές από την κατανάλωση... Επίσης πολύ καλός o Mr Grill στην Αγίας Φυλάξεως... Εγώ είμαι μεγάλος φαν του κιμαδένιου γύρου, τον συστήνω ανεπιφύλακτα...

Μεγάλη εμπειρία επίσης να πας σε ταβέρνα να φας μεζέδες που λένε οι κουμπάροι... Πληρώνεις μια ταρίφα με το κεφάλι και αρχίζει ο ταβερνιάρης και φέρνει πιατάκια αβέρτα μέχρι να τελειώσουν οι μεζέδες (που σε μερικά μαγαζιά φτάνουν και τα 80 πιάτα) ή μέχρι να ζητήσεις έλεος... Από μαγαζιά τώρα μην με ρωτάς δεν θυμάμαι...

Μακρυά από Galatex και άλλα παρακμιακά, η πόλη έχει ωραία πράγματα να κάνεις και να δεις αλλά θέλει και λίγο να σε πάρουνε από το χέρι...

Αν έχεις απορίες γενικά ρώτα με ότι θες, να βοηθήσω άμα μπορώ...

Φιλιά στην μπέμπα (την μικρή, μην παρεξηγηθούμε) όταν τη δεις με το καλό!!!

22/11/11, 3:49 μ.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats