Τετάρτη, Νοεμβρίου 09, 2011

Θὰ τρέξω μιὰν αὐγή, χωρὶς διαταγὴ


Πέρασε μέσα, ἔλα, τί κάνουν οἱ γονεῖς σου;

Ἀπάντησα καλὰ καθὼς καθόμουν μὰ τὸ θέμα ἤμουν ἐγὼ - ἐγὼ δὲν ἤμουν πολὺ καλὰ τελευταίως καὶ γι’αὐτὸ ἐξάλλου εἶχα ἔρθει στὸν ἰατρό.

Δηλαδὴ εἶχα ἔρθει δίς. Ἡ πρώτη ἦταν πρὸ δεκαημέρου, ὁπότε ξομολογήθην πάθια καὶ ἀνομήματα. Eἶχα λάβει παραπεμπτικὰ γιὰ πλὲς ἐξέτασες καὶ τώρα πάλι χθὲς ἵνα λάβω διάγνωσες καὶ δὲον νά.

Kι ὁ γιατρὸς ἀπέναντί μου, σὲ γραφεῖο καρφωμένος, κάτω ἀπὸ ἕναν συρρεαλιστικὸ πίνακα, ἀκριβῶς - προοπτικῆς ἀφαιρουμένης – μέσα σὲ ἕναν χείμαρρο ἀπὸ κλειδιὰ τοῦ σὸλ καὶ μὲ ἐκεῖ πιρόγες μπλὲ φωνητικῶν χορδῶν, ἔκανε ὅλα αὐτὰ ποὺ βλέπουμε σὲ ταινίες νὰ γίνωνται πρὶν ἀπὸ σοβαρὲς ἀνακοινώσεις σὲ ἀγωνιασμένους ἀσθενεῖς: Ἀποδιοπτροφόρηση μὲ ταυτόχρονο βῆχα καὶ ἔκφραση λὲς καὶ μόλις ἔφαγες τζούφιο σάπιο θεόπικρο ἡλιοσποράκι.

Λοιπὸν νέε μου.

Τί ὡραία εἰσαγωγή!

Καὶ ἄρχισε νὰ λέῃ καὶ νὰ λέῃ καὶ νὰ λέῃ. Ἂν μοῦ διάβαζε τὸ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ, λιγώτερη ὥρα θὰ χρειαζότανε. Εἶπε πάμπολλα καὶ ἐγὼ σημείωνα ὅ,τι προλάβαινα· γιὰ ὅ,τι δέν, εἶχα κοντὰ ἕνα δημοσιογραφικὸ μαγνητοφωνάκι. Θὰ τὰ ἀποδελτίωνα μετά.

Κάποια στιγμή, ἐδέησε ὁ Κύριος καὶ τελείωσε. Ἔξω εἶχε νυχτώσει γιὰ τὰ καλὰ (οὔτε ποὺ τὸ εἶχα πάρει εἴδηση) καὶ ἕνα θύραθεν τριζόνι ἀκουγόταν νὰ σχολιάζῃ τὰ εὐρήματα: τσζ τσζ τσζ. Μὰ ἂν κι αὐτὸ δὲν πίστευε ὅλο αὐτὸ τὸ πακέτο διαγνώσεων, ἂν τοῦ φαινόταν τόσο τιτάνιο καὶ δυσαναντιμετωπίσιμο, πῶς θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ δεχθῶ ἐγώ, ὁ ἄμεσα ἐνδιαφερόμενος, ἄμοιρος παθός; Ἔξω εἶχε νυχτώσει καὶ ὁ χειμαρρώδης φιλιππικὸς τοῦ γιατροῦ τοῦ εἶχε ξεχάσει νὰ ἀνάψῃ κάποιο φῶς, ἦταν σκοτάδι. Παχιὸ μαῦρο περιβάλλον στὸ δωμάτιο μὲ μοναδικὴ διαρραγή του κάτι ἐκλάμψεις τῆς καύτρας τῶν εὐάριθμων τσιγάρων τοῦ γιατροῦ ποὺ ξεχώριζε καὶ διάρθρωνε ἔτσι τὶς ὁμοβροντίες τῶν διαγνώσεων. Μὲ χωρὶς σπουδαγμένη ὁπτικὴ ἐπαφὴ μὲ τὸν ἀπέναντι, δὲν μ’ἔνοιαζε νὰ συγκρατῶ τοὺς προσώπου μορφασμούς, ἄμεσα συναρτώμενους μὲ τὴν ψυχική μου κατάσταση τὴν μόλις δημιουργηθεῖσα ἀπὸ ὅ,τι εἶχα ἀκούσει. Παύση ἀσήκωτη, ἡσυχία βαριά, μέχρι καὶ τὸ τριζόνι εἶχε σταματήσει. Μπόρεσα νὰ τοῦ δῶ τὰ χέρια τοῦ ἰατροῦ νὰ πηγαίνουν πίσω ἀπὸ τὸ κεφάλι του· κροτάλισε τὰ δάκτυλα καὶ σηκώθηκε. Ἄναψε τὸ φῶς καὶ ἐπιστρέψας στὴν θέση του, τράβηξε μιὰ σούμα, τί δέον γενέσθαι στὸ ἑξῆς.

Δὲν ζήτησε νὰ κόψω τὸ ἁλάτι, οὔτε τὰ τηγανητά. Δὲν ἀπαγόρευσε τὰ ἁλκοόλια οὔτε τὸ σιγάρο. Δὲν ἐμπάργκισε τὰ πολυακόρεστα καὶ λιπαρά.

Ἀλλὰ μοῦ ἔβαλε πόστα γιὰ πολλὰ ἄλλα διότι ὅπως εἶπε ἡ διπολικὴ διαταραχὴ δὲν εἶναι παῖξε γέλασε κι οὔτε περνᾷ ἂν σὲ τρίψῃ ἡ σύζυγος, κατάλαβες; Πρῶτα ἀπὸ ὅλα κομμένο τὸ τιμόνι.  

Μάλιστα, κομμένο τὸ τιμόνι.

Κι ἔτσι λοιπόν, νἆμαι ἐδῶ σήμερα νὰ πηγαίνω στὴν δουλειὰ καθήμενος ὄχι μπροστὰ κι ἀριστερὰ μὰ δεξιά. Ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα γιὰ τὰ ὁποῖα ἐξεπόνησε τζὶζ ὁ ἰατρὸς ἦταν ἡ ὁδήγησις. Κίνδυνος θάνατος, εἶπε, γιὰ πεζούς, ὁδηγοὺς, μπάρες, δένδρα, θάμνους, στύλους κι ἄλλα ἔμψυχα τε καὶ ἄψυχα ἀποτελεῖ κάποιος διπολικῆς διαταραχῆς μαστιζόμενος, καὶ τῷ ὄντι! Θυμήθηκα πόσο ὅμορφα ἔνοιωθα κάθε ποὺ ἔβλεπα πράσινο στοὺς σηματοδότοι καὶ πόσο ἤθελα νὰ στρέψω τὸ τιμόνι αὐτοκτονικὰ δεξιὰ ὅποτε κόκκινο μὲ σταματοῦσε – κι ὅλα τοῦτα μὲ χρονικὴ ἀπόσταση ἑκατὸν εἰκοσιτεσσάρων δευτερολέπτων. Γιὰ νὰ μὴν λοιπὸν ἀποκτήσουμε θέμα μὲ τὰ τῆς τροχαίας ἀνακριτικά, πάπαλα ἡ ὁδήγησις, τάδε ἔφη ὁ γιάτρουρας.

Κομμένο τὸ τιμόνι.

Εἶπα λοιπὸν στὸν Βλαδίμηρο τὸν κηπουρό μου ὅτι τὰ πρωινὰ πλέον θὰ γίνεται σωφέρ. Τοῦ ἠγόρασα μάλιστα κι ἕνα πηλίκιον ἀπὸ ἕνα ἡμιυπόγειον σχεδὸ πιλοποιεῖον στὴν ἀκτὴ Μιαούλη καὶ τοῦ ἔμαθα νὰ κτυπᾷ προσοχὴ - καθ’ὅσον τὰ χρόνια τοῦ 70 ἦταν ἀντιρρησίας συνείδησης καὶ ἔβαζε γαρούφαλα στὶς κάνες ἀντὶ νὰ ἐκπαιδεύῃται νὰ σκοτώνῃ ἄντρες τῆς ἐπιχείρησης εἰρήνης στὴν Kibris.

Εἶναι πρωί, τὸ πρῶτο στήν μου ὁδικὴ καινούργια τέτοια ἰδιότητα, πρωὶ ἐργασίμου μὲ μένα στὴν θέση τοῦ συνοδηγοῦ γιὰ τὴν δουλειά, νὰ μὲ πηγαίνῃ ὁ Βλαδίμηρος δηλαδή. Ἤδη νοιώθω κάπως ἄχρηστος, σὰν νὰ διαθέτω ἐγκεφαλικοῦ προσπορισμένο πρόβλημα κινητικό, κλινήρης ὢν καὶ νὰ μοῦ χώνῃ τὴν πάπια γιὰ τὰ στερνὰ ἑνὸς κάποιου φαγητοῦ. Ἀνάβω σιγάρο καὶ ἕλκω τζούρα τιτανική, γιομάτη νταλγκὰ καὶ αἰτία ἄσπρης τρίχας. Φοβοῦμαι γιὰ τὸ πῶς θὰ εἶμαι στὴν δουλειά, φοβοῦμαι πολὺ διότι, ἀλήθεια, εἶναι λίαν σημαντικὸν νὰ φέρῃς καλὴ ψυχολογία ἐν ἐργασίᾳ. Δουλεύω ὡς τηλεφωνητὴς σὲ μιὰν μεγάλη ἑταιρεία ἡ ὁποία ἔχει ἀποκλειστικῶς ἀναλάβει παραγγελίες πίτσας μιᾶς γνωστοτάτης πολλῶν καταστημάτων φίρμας. Πρέπει ἀπὸ τηλεφώνου νὰ διακρίνῃται ἕνας πωλήσεως ζῆλος, μιὰ ὄρεξις, μιὰ εὐδιαθεσία πρὸς τὸν πελάτη καὶ τὴν ἀνάγκη του, προσανατολισθέντα ὅλα τοῦτα πρὸς τὴν μεγιστοποίησιν τοῦ τζίρου ἡμῶν. Πῶς λοιπὸν θὰ μεταδώσῃς στὸν παραγγελιοδίνοντα, μιὰν ἀκόρεστη διάθεση γιὰ μιὰν ζόρικια μὲ σουτζούκια, μανιτάρια, σάλτσες καὶ πιπεριὲς καὶ ζαμπὸν καὶ τυριὰ ὅταν ἐσὺ εἶσαι ντάουν;

Σκατά...

Νὰ δοῦμε πῶς θὰ τσουλήσῃ ἡ κατάσταση. Πολὺ φοβοῦμαι πάντως.

Εἶναι πρωί, τὸ πρῶτο ποὺ μὲ πᾶνε, μὲ πάει ὁ Βλαδίμηρος, στὴν δουλειά.

Προσπαθῶ ἐν τούτοις γιὰ νὰ μὴν μὲ πάρῃ παντελείως ἀπὸ κάτω, νὰ βρίσκω κάποια θετικὰ σ’αὐτὴν τὴν καινούρια μου φάση.

Κατ’ἀρχάς, ὡς συνοδηγός, βλέπεις μέρη – κατὰ τὴν διαδρομὴ - ποὺ ναὶ μὲν τὰ ῎ηξερες, μὰ τὶς λεπτομέρειές τους δὲν γινόταν νὰ διακρίνῃς ὀδηγὸς ὤν. Καὶ ἔτσι, καθὼς ἐπισημαίνεις τὶς λεπτομέρειες, φανερώνεται ἡ ὡραιάδα τους κι ἐσὺ κάνεις κέφι, σὰν τουρίστας περίπου, περίπου μωρέ! Στὴν παραλιακὴ δηλαδή, κύριο θέατρο τῆς διαδρομῆς μου, διατηρώντας στὴν θάλασσα τὸ βλέμμα, μπορεῖς καὶ τῆς ἀνθολογεῖς κάθε κάλλους στοιχεῖο. Μιὰ γενικῶς κυανὴ ἐπιφάνεια ὅπως τὴν συνελάμβανες ὡς ὁδηγὸς μὲ δυὸ δευτερολέπτων ματιά, μετατρέπεται σὲ σιέλ, γαλάζια, κυανοπράσινη. Μὲ λευκὰ πάνω της στίγματα, ἄσπρες ἀναταράξεις, μὲ γλαρόνια νὰ ἀράζουν, μὲ κάποια πλεούμενα πάνω της· σήμερα μάλιστα διακρίνω τὸν ΝΗΡΕΑ μὲ τὸν Μεγαλειότατο στὸ πηδάλιόν του. Κι ἀριστερά, ἀντίστροφα, χωρὶς κάτι εὔσχημο καὶ ἑλκυστικό, χωρὶς εὐχαρίστηση αὐτὰ ποὺ διακρίνεις. Τὰ γκρίζα τῆς πόλης, ἀριστερά. Κόσμος μουρτζούφλης νὰ ἀναμένῃ στὶς στάσεις τὸ λεωφορεῖο γιὰ τὸ μεροκάματο, καταστήματα πίσω τους ἐπίσης ὁμίχλεια ἀναδουλειασμένα, πολλὰ μάλιστα μὲ τὴν ἐρυθρὰ ταμπέλλα ἐνοικιάσεως. Δένδρα μὲ πάθη φθινοπώρου, ἀδέσποτα παρασιτίζοντα γατοσκύλια καὶ ἐπαῖτες νὰ ζητοῦν παρὰ τῶν μὴ ἐχόντων.

Ὅλα αὐτά, δεξιὰ κι ἀριστερά. Ὅσον ἀφορᾷ τὰ στὸν ἀσφάλτου στίβου τεκταινόμενα εἶναι δύσκολο νὰ τὰ κατατάξῃς σὲ λυρικὰ ἢ κενῶς πεζά. Στὸν δρόμο μπροστά μου, τὰ ἐπίλοιπα αὐτοκίνητα ἔχουν λιγοστέψει· εἶναι κι αὐτὸ σύμπτωμα τῆς κρίσεως. Παρὰ ταῦτα δὲν διακρίνω λίγα μὲ γυναῖκες ὁδηγούς, διότι εἴπαμε! Πλέον μπορῶ καὶ βλέπω πολλὰ περισσότερα τοῦ μέχρι ἐχθές συνήθους!

Ὡς ὁδηγὸς ἂν ἤθελα νὰ κυττάξω ἕνα παρακείμενό μου ἁμάξι, ἀναμένον κι αὐτὸ τὸν σηματοδότη, γύριζα καὶ τὸ παρατηροῦσα· ἁπλό. Δηλαδή, ἐν τάξει, ὄχι τὸ αὐτοκίνητο, μὰ τὸν σωφέρ, τὴν σωφὲρ γιὰ τὴν ἀκρίβεια. Κατ’ἀρχὰς τὸ μάτι στεκόταν στὸ κεφάλι διότι ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπὸ τὴν γωνία παρατηρήσεως εἶχα ὁρατότητα μέχρι τὸν λαιμὸ ἂς ποῦμε. Κι ὅταν ἤθελα νὰ κατρακυλήσω, πάντα δηλαδή, γιὰ νὰ παρατηρήσω πιότερα χαρακτηριστικὰ τῆς μαντάμ, πάντα δηλαδή, τὸ κόκκινο ὡρίμαζε σὲ πράσινο – μὰ ποῦ στὴν φύσι τὸ ἔχεις δεῖ αὐτό; καὶ ἔφευγα καὶ ἔφευγε. Δὲν προλάβαινα τίποτε.

Τώρα ὅμως! Σήμερα, ναί!

Σήμερα, καθὼς σπόταρα ἕνα χιουντάι τὸ ὁποῖο ἦταν στ’ἀριστερά μας, ἄρχισα νὰ κουνιέμαι λὲς καὶ τρίλιτρα κατουριόμουν, γιὰ νὰ μπορέσω νὰ εὕρω τὴν τὰ μέγιστα προσφέρουσα θέαμα, θέση. Ἀμέσως μετὰ ἀπὸ τὸ μελαχροινὸ μαλλὶ καὶ κρύβουσα κάμποσα γυαλὶ μάσκα, κατηφόρισα στὸ μποῦστο της. Παπαριὲς μοῦ εἶπα καὶ ξαναμάζεψα τὸ σαρκίο μου στὶς κανονικές του διαστάσεις. Ὁ Βλαδίμηρος ἀντελήφθη τὴν διαστολὴ καὶ συστολὴ καὶ μὲ ῥώτησε κάτι χρησιμοποιώντας, ἀναφερόμενος σὲ μένα, τρίτο πρόσωπο ἑνικοῦ μὰ δὲν τοῦ ἀπήντησα κἄν· αὐτὸ ἔλειπε τώρα, νὰ δίδωμε ἀναφορὰ καὶ στοὺς παρίες. Ἔβαλα τὸ δάκτυλό μου στὴν μύτη καὶ στράφηκα μπροστά.

Τὸ πράσινο ἦρθε ἀργότερα τοῦ συνήθους καὶ ξεκινήσαμε. Ἄλλαξα συχνότητα στὸ ῥαδιόφωνο καὶ ἔψαχνα κάποια φωνὴ πολλῶν ντεσιμπὲλ μὲ σαλιάρικους φιλιππικοὺς ὑπὲρ τῆς δραχμῆς· στάθηκα στὸν Μάριο τὸν Μπλάκμαν. Ὥσπου κάποιο πεζοφάναρο μᾶς ἔκοψε τὴν φόρα. Πάλι ἀριστερά, σὲ ἕνα σμὰρτ φαινόταν ἕνα ἀφανῶδες ξανθοκάστανο μαλλὶ ποὺ στεφάνωνε στόμα μὲ τσιγάρο. Μουγκάνισα λίγο, σούφρωσα προσδοκιστὶ τὰ χείλη καὶ στράφηκα ἐκεῖ. Μπόρεσα νὰ δῶ προσωπάκι, προσωπάκι σὰν ἀχνιστὴ βάφλα γεύσεως καστάνου· πολλὲς θερμίδες μὲ ἐχέγγυα ὡστόσο γιὰ φορτσάτη καύση αὐτῶν. Κι ἡ ζώνη ἀσφαλείας... Ἂχ ἠ ζώνη ἀσφαλείας. Ἔπαιζε τὸν ῥόλον τοῦ Πηνειοῦ, μιὰ γραφικοτάτη κοιλάδα τῶν Τεμπῶν χωρίζουσα τὴν Ὄσσα καὶ τὸν Ὄλυμπο, πώπω τί βυζιὰ ἦταν ἐκεῖνα! Μοῦ χαμογέλασα λίγο καὶ ἔπιασα νὰ ὑφαίνω καλοσχηματισμένες ἀτάκες ποὺ μόνον συμπάθεια θὰ προκαλοῦσαν στὸν πατέρα της κατὰ τὴν πρώτη μου ἐπίσκεψιν στὴν οἰκίαν τους συνοδείᾳ ἰδιοτελῶν ἀνθέων. Γιὰ μιὰν στιγμὴν ἡ εὐφορία ἐξηφανίσθη καὶ ἕνας οἰκτιρμὸς πῆρε τὴν θέση της, οἰκτιρμὸς κι ἀνησυχία διότι δὲν ἐδυνάμην νὰ δῶ καὶ ἐλέγξω τὴν λεκάνη της· θὰ ἦταν ἄραγε εὐρεία ὥστε ἡ τεκνογονία ἡμῶν νὰ γίνεται ἀπροσκόπτως καὶ ἄνευ περιορισμῶν; Πέταξα ἕνα οὒφ πάντως, τέτοιοι μαστοὶ ἐγγυῶνται, δύνανται νὰ μεγαλώσουν πολλλλὰ παιδιά. Πάνω στὶς ὠδίνες τοῦ τοκετοῦ, χωρὶς νὰ ἔχω ὑπολογίσει τὸν αὔξοντα ἀριθμό του, σὰν ἕνα ἀνεμογκάστρι ὀκτώμισυ μηνῶν, ἕνας ἀμβλώσεων ἰατρὸς τὸ πράσινο φανάρι ξεμάκρυνε τὸ σμὰρτ ἀπὸ μένα καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ὄνειρα… Πώπω ἡ τόσο ἔντονος, σήμερα, ἐπαφὴ μὲ τὸ ἀπέραντον τῆς θαλάσσης μὲ ἔκανε τόσο ῥομαντικό…

Ἀπὸ φανάρια ὅμως στὴν πόλη αὐτή... Καὶ δὲν τὰ θωροῦσα διόλου μὲ μοχθηρὸ βλέμμα σήμερα. Γύρισα λιγουλάκι τὸ σῶμα, τὸ πῆγα ἔτσι, τὸ ἔφερα ἀλλέως, τίποτε. Ἀνάξια ἀναφορᾶς τὰ ὅσα εἶδα. Μὰ ἀστραπηδὸν ἐμβόλιμα ἦρθε κι ἔσκασε πλαγίως δίπλα μας ἕνα τετρακίνητο τζήπ, ἡ ὁδηγός του ζητοῦσε κορνάροντας ὅσο γινόταν πιὸ ἥσυχα, νὰ ἀλλάξῃ λωρίδα, νὰ ἔλθῃ στὴν δική μας διότι προφανῶς ἤθελε στὸ ἀμέσως ἑπόμενο στενὸ νὰ στρίψῃ δεξιά. Μπίπ, ἔκανε τσαχπίνικα τὸ κλάξον της. Ξανὰ μπίπ, λίγο συνεσταλμένα ποὺ δὲν εἶχε ἀκόμη ἀποσπάσει τὴν προσοχή μας. Διότι ὁ κόπανος ὁ Βλαδίμηρος, μὴ συνηθίσας εἰσέτι (σ)τὸ ἁμάξι καὶ τὸν ἐντὸς αὐτοῦ ἐξοπλισμόν του, πειράζων τὴν περίοδον ταχύτητος τῶν ὑαλοκαθαριστήρων εἶχε ἐκεῖ ἀφοσιωθεῖ, σοῦ κορνάρουν ῥὲ μαλάκα, τοῦ φώναξα σκουντώντας τον. Ζήτησε συγγνώμη, κύτταξε πρὸς τὰ ’κεῖ, κατάλαβε καὶ μὲ νεῦμα συνήνεσε. Κι ἐγὼ χαμογελοῦσα στὸ δικό της ἐπίσης χαμόγελο, αὐτὸ τὸ ψεύτικο, τὸ παραχωρητικὸ ποὺ κάνουμε ὅταν μᾶς κάνουν χάρη. Ἂχ νὰ ἐρχόταν πιότερο πάνω μας καὶ νὰ μᾶς τσαλάκωνε λίγο τὸ φτερό, νὰ βγαίναμε ἔξω καὶ νὰ ἀλλάζαμε ἔστω ὑπὸ τέτοιων συνθηκῶν τὰ τηλέφωνά μας. Τὸ δικό μου θὰ ἔδινα, ὄχι τὸ τοῦ Βλαδιμήρου, πρίτς! Σαρωνικοὶ τῆς θαλάσσης θεοί, τί παιδί ἦταν αὐτό! Καλά, ὄχι ἐντελῶς παιδί, παιδιὰ μόλις θὰ εἶχε ἀφήσει στὸ σχολεῖο κι αὐτὴ τώρα, κλασσικὴ ἑλληνὶς μάνα τσιμπήσασα τὸ τζὴπ τοῦ συζύγου θὰ χύμαγε στὰ παραλιακὰ καφὲ γιὰ σαλιαρίσματα, προφορικὸ χαμούρεμα καὶ τίς οἷδε, πισκέψεις σὲ δίωρα χοτὲλς μὲ κάποιον μοῦργο καὶ τὰ τακούνια της νὰ σημαδεύουν τὸ πολύφωτο τοῦ δωματίου. Αὐτὰ εἶναι! Γιατί νὰ μὴν εἶμαι εἰκοσιπέντε χρόνια μικρότερος; Ἄφησα στὴν ἄκρη αὐτὴν τὴν εἰκασιοπιθανολογία ποὺ εἶχε κάτι ἀπὸ παραγωγὲς ῥὸζ ταινιῶν καὶ ἁπλώθηκα 16 ἑκατοστὰ γιὰ νὰ τῆς παρατηρήσω τὴν ἀνατομία. Ζώνη δὲν φοροῦσε ἡ ἀπίθανη, κρίμα, μὰ τὸ μποῦστο της ἦταν φωτεινὰ καὶ πολύχρωμα βεγγαλικὰ σὲ σκοτεινὸ ἑορτῆς οὐρανό, μελίσσια σὲ ἄνθη μυγδαλιᾶς, γέλιο κελαρυστὸ κι ἀνυπόκριτο μικροῦ παιδιοῦ, μυρωδιὰ ὡραίου γλυκοῦ τῆς Κυριακῆς, χαμόγελο τῆς πτωχῆς πλὴν τίμιας νιόνυμφης συζύγου στὸν μόλις γυρίσαντα ἐκ τῆς οἰκοδομῆς καλόν της! Θὰ ἔβαζα κι ἄλλες λυρικὲς παρομοιώσεις μὰ ὁ ἐλλοχεύων κίνδυνος τοῦ πρασίνου φαναριοῦ μὲ ἔκοψε ἀπὸ αὐτές. Ἄλλα θεάματα ἄξιζαν προσηλώσεως, τὸ φούσκωμα στὸ πουκάμισό της φαινόταν τόσο ἀφύσικο! Μοῦ ἀπέσπασε τὸ βλέμμα ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες βόλτες ποὺ θὰ ἔκανα πάνω της γιὰ νὰ ἤλεγχα τὸ ὅλο πακέτο ἀλλὰ διόλου δὲν μὲ πείραζε ἐν τέλει. Μὰ δέν, ὄχι, πῶς, γαμῶτο, ἦταν πολὺ ἀφύσικες οἱ δίπλες τοῦ ὑποκαμίσου πάνω της, δὲν γίνεται νὰ εἶναι πραγματικές, μήπως ὁ ἰατρὸς δὲν μοῦ εἶχε ἐν τῷ μεταξύ, ἐπισημάνει ὀφθαλμιατρικὰ κουσούρια; Μὰ δέν, ὄχι, πῶς, γαμῶτο, εἶχα χάσει τὰ λόγια μου κι ἐπειδὴ κάποιοι σοφοὶ μᾶς πρόλαβαν καὶ ντιρεκτίβες ἔβγαλαν, ἔβγαλα κι ἐγὼ τὴν κάμερά μου γιὰ νὰ ἀπαθανατίσω τὴν εἰκόνα! Ἔβγαλα, μιὰ λέξη εἶναι, ξέθαψα καλλίτερα, προσπάθησα νὰ ξεθάψω ἀπὸ τὴν τσάντα μου, τὴν φωτογραφική, κάπου ἐδῶ εἶναι, στάσου, κάτω ἀπὸ τὰ χαρτομάντηλα καὶ τὰ χάπια τῆς πίεσης, μπορεῖ καὶ νὰ τὴν κρύβῃ ἡ σακουλίτσα μὲ τὸ τάπερ τοῦ κολατσιοῦ ἢ μήπως στὸ μικρὸ τσεπάκι ποὺ προστατεύεται μάλιστα ἀπὸ φερμουάρ; Ναί, μᾶλλον ἐκεῖ, μέχρι καὶ τὸ αὐτοκίνητο συμφώνησε μὲ ἕνα κούνημά του, ἀλλὰ ἦταν κούνημα ἐκκίνησης, ὁ Βλαδίμηρος δὲν εἶχε ἀκόμα συνηθίσει τὸ κιβώτιο τοῦ ἁμαξιοῦ, πεταχτὲς τὶς ἔριχνε ὁ κάγκουρας, εἴχαμε ξεκινήσει ἂν ἔχῃς τὸν Θεό σου καὶ μπροστὰ ἀρκετὰ μπροστὰ ξέφευγε τὸ τζηπάκι μὲ τὴν τύπισσα, ἔφευγε ἔφευγε ἔφευγε...  

Δὲν μιλιόμουν γιὰ τὸ ὑπόλοιπο τῆς διαδρομῆς. Μιὰ μεγάλη Παρασκευὴ εἶχε ἁπλώσει μὼβ κορδέλες πάνω μου, μέσα μου, καμπάνες πένθιμες μοῦ ἔκοβαν κάθε διάθεση νὰ πῶ τὸ παραμικρὸ - ὄχι ὅτι μιλοῦσα μὲ τὸν Βλαδίμηρο… Περισυλλογῆς ἔκφραση μοῦ εἶχε σφραγίσει τὰ χείλη καὶ κυττοῦσα ἔξω ἀπὸ τὸ παράθυρο, ὄχι σ’ἄλλα αὐτοκίνητα, ψηλὰ δεξιά, πέρα σὲ μπρούτζινο οὐρανὸ σ’ἀνάλογες διαθέσεις.

Κι ἔφθασα ὁ δόλιος στὴν δουλειά, μὲ ψυχολογία πρόσφυγα, διάθεση ναυαγοῦ, εἰκόνα ῥετάλι. Δὲν θυμᾶμαι ἂν χαιρέτησα τὸν Βλαδίμηρο, ἂν τοῦ’πα νὰ μὴν τὸ ῥίξῃ σὲ βόλτες πρὸς τίποτε Σούνια, σημάδεψα τὰ χιλιόμετρα τοῦ κοντέρ, ἀπατεώνα! Προσπαθοῦσα νὰ μὴν δείχνωμαι τόσο πένθος καθὼς μπῆκα στὸ κτήριον τῆς δουλειᾶς, προσπαθοῦσα ἀλήθεια, μὰ ὁ ἐργοδηγὸς μὲ εἶδε καὶ κατάλαβε. Ἄνθρωπας δίκαιος καὶ σωστὸς μοῦ εἶπε ἀντὶ καλημέρας, τί ἔχεις ῥέ; Καὶ τοῦ’πα. Καὶ μοῦ’πε ἄραξε νὰ κάνῃς τσιγάρο, ἠρέμησε κι ὅταν θελήσῃς καὶ μπορέσῃς, ἔλα. Φυσικά, οἱ ὧρες ποὺ θὰ λείψῃς, θὰ σοῦ ἀφαιρεθοῦν ἀπὸ τὸ σύνολο τῆς ἑβδομάδος. Καὶ τοῦ’πα εὐχαριστῶ, μὰ δὲν τοῦ’πα μᾶς ὑποχρέωσες.

Βγῆκα στὸ μπαλκονάκι τοῦ πρώτου πατώματος καὶ κάθησα στὴν μπέτινη βάση τοῦ κιγκλιδώματος. Εἶχα τσιγαράκια μαζύ μου, εἶχα καὶ φωτιὰ κι ἄρχισα νὰ ἀναλύω τοὺς καημοὺς στὶς τολύπες τῶν καπνῶν. Ἄααααχ! Κεῖ παραδίπλα ὁ κάδος ἀνακύκλωσης, ἔβγαλα ἀπὸ μέσα κάτι κόλλες, τσίμπησα καὶ ἕνα στυλὸ ποὺ δὲν κατάλαβα πῶς εἶχε βρεθῇ κοντὰ καὶ μουτζούρωνα τὰ χαρτιά, αὐτὸ μωρὲ ποὺ κάνουμε ἐντελῶς στὸ φλοῦ ὅταν μιλᾶμε στὸ τηλέφωνο μὲ τὶς ὧρες καὶ μποροῦν μετὰ ψυχολόγοι ἀπὸ τὰ σχέδια καὶ τὶς παραστάσεις νὰ ἀναλύσουν τὰ ἐσώτερά μας. Ἀπαπαπὰ σκέφτηκα καὶ τὸ μίλησα κιόλας, μοῦ μίλησα δηλαδὴ πὼς δὲν εἴμαστε γιὰ περαιτέρω καταρρακώσεις ἀπὸ γιατροὺς γιὰ τὸ κατατεθλιμμένο ἐγὼ καὶ τὰ ῥέστα κι ἔτσι, πολὺ φυσικά, ἐντελῶς φυσικὰ ἔπαυσα καὶ τὸ γύρισα.

Στὴν ἀρχὴ ἔγραψα στιχάκια, στιχάκια τοῦ καημοῦ καὶ τῆς ἀπόγνωσης μὰ τὸ μέτρο πῆγε ἄκλαφτο καὶ τράβηξα ὑποτείνουσες στὴν σελίδα. Κατόπιν ἔπιασα νὰ συντάσσω ἐπιστολές, τηρώντας μάλιστα ὅλους τοὺς κανόνες τῆς ἐπιστολογραφίας, εἶχα σκοπὸ νὰ ἐντυπωσιάσω! Μὰ δὲν ἤξερα τίποτε γιὰ τὰ πεδία πάνω δεξιά, ποῦ θὰ ἔστελνα τὸ γράμμα ὁ δόλιος; Συνειδητοποίησα ὅτι δὲν εἶχα τὴν παραμικρὴ δυνατότητα συγκέντρωσης, σηκώθηκα πέταξα τὴν παρὰ δύο τζουρῶν γόπα καὶ ἐπέστρεψα στὸ γραφεῖο.

Ἔνευσα στὸν ὑπεύθυνο βάρδιας ὄτι εἶχα γυρίσει γιὰ νὰ διακόψῃ τὸ κερβέριο χρονομέτρημα καὶ κάθησα στὸ γραφεῖο. Ἄνοιξα τὰ συστήματα, παρήγγειλα καὶ καφέ, χαιρέτησα γείτονες συναδέλφους, ἀντήλλαξα δυὸ λόγια μαζύ τους μήπως καὶ μοῦ ἀλλαξοκαιρίσει τὸ μέσα μὰ δὲν ἔλεγε νὰ μὲ ἀφήσῃ αὐτὸ τὸ πλάκωμα. Κι ἔτσι ἀσήκωτο καθὼς ἦταν, μὲ ἔκανε νὰ ἀλητέψω μιὰ στάλα, μιὰ χαμινιάρικη ἰδέα μὲ τσίγκλησε, ἔψαξα νὰ βρῶ καὶ μιὰ δικαιολογία καὶ τελικὰ τὸ πῆρα ἀπόφαση. Δὲν θὰ δούλευα σήμερα…

Πῆρα πάλι μερικὰ λευκὰ ἀτσαλάκωτα χαρτιὰ μπροστά μου, ἕνα στυλὸ ἐπίσης. Μέσα σ’αὐτὸν τὸν κυκεῶνα τῆς ἀπογοήτευσης μπόρεσα καὶ ἀξιολόγησα ὅ,τι εἶδα σήμερα. Ἀξιολόγησα, ἀποσταγμάτισα καὶ ταξινόμησα – δὲν εἶδα μόνον ὅτι πρὶν περιέγραψα. Ἕνα στυλὸ ἐπίσης, σὲ μερικὰ λευκὰ ἀτσαλάκωτα χαρτιὰ καὶ ἐπικεφάλισα.

ΔΟΚΙΜΙΟΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΗΜΕΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΜΕΓΕΘΟΥΣ ΤΩΝ ΜΑΣΤΩΝ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΕΝ ΣΧΕΣΕΙ ΜΕ ΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤOΝ ΠΟΥ ΟΔΗΓΟΥΝ.

Ε ἰ σ α γ ω γ ὴ - Ἐ ξ ή γ η σ ι ς
Ὑπάρχει ἕνας μυστικὸς ἀλγόριθμος, χαμένος ἀπὸ τὰ πανάρχαια χρόνια ποὺ συνδέει τὸ βάρος, τὶς διαστάσεις, τὴν μορφολογία τοῦ μαστοῦ (ἀλλὰ καὶ τῆς θηλῆς) γυναικῶν μὲ τὸ αὐτοκίνητο ποὺ ἔχουν. Κι ἂν ἕνας κοινὸς νοῦς ἐνίσταται ἐπειδὴ στὰ πανάρχαια χρόνια δὲν ὑπῆρχαν αὐτοκίνητα, τοῦτο ἀποδεικνύει πόσο κοινὸς εἶναι. Πόσο κοινὸς καὶ μὲ καμμία ἐλπίδα νὰ ἀντιληφθῇ τὴν μελέτη αυτή. Σοφοὶ γιόγκι, ἀσκητὲς σὲ ἀπώτατα μέρη τοῦ πολιτισμοῦ μακράν, μὲ δεκαετιῶν θητεία κι ἐφαρμογὴ μεθόδων ποὺ τοὺς ἐπέτρεψαν νὰ θεωθοῦν, κράτησαν μακρυὰ ἀπὸ τὰ μέηνστριμ μονοπάτια τὴν γνώση, μιὰ τέτοια γνώση. Ἡ ὁποία ὅμως ἄυλη καὶ ἄσαρκη καὶ ἄναρχη καὶ ἄλογη, παροῦσα ἐν ὑπνώσει πανταχοῦ στὶς διάνοιες ὅλων, φανερώνεται σὲ ὅποιον μπορέσει νὰ τῆς ἀντιληφθῇ τὴν οὐσία, ὠθούμενος ἀπὸ μιὰ ὑπέρτατη ἀναγκαιότητα. Αὐτὴ ἡ δυνατότητα κάποιου νὰ τὴν ἐγκολπωθῇ, δὲν προϋποθέτει κάποια κατάρτιση, ζυμώνεται μέσα ἀπὸ μιὰ πολυπλόκαμη ἐσωτερικὴ πάλη ἡ ὁποία γεννᾷται σὲ στιγμὲς ἐντόνου ὑπαρξιακοῦ πάθους.

Σ χ ε δ ὸ ν  ν τ ι σ κ λ έ η μ ε ρ
Οἱ γυναῖκες ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρουν ἐδῶ, δὲν χρειάζεται νὰ πληροῦν πολλὲς προϋποθέσεις. Νὰ εἶναι π.χ. ἄγαμες, μελαχροινές, ἀριστερόχειρες, εὔπορες, ἄθρησκες, ἀκτήμονες, ὅμορφες, καπνίστριες, ἀνοργασμικές, μεσήλικες. Ἡ μοναδικὴ προϋπόθεσις ποὺ ἵσταται ὡς σπάθη δαμόκλειος ἐπὶ τῶν κεφαλῶν ἡμῶν εἶναι νὰ διαθέτουν εὐμεγέθεις γαλακτοφόρους ἀδένας.

Πῶς ὁρίζεται ἕνας μαστὸς ὡς εὐμεγέθης.

Νὰ μὴν ἀρκοῦν δύο παλάμες (ἐν ἀνατάσει) γιὰ νὰ τὸν καλύψουν καὶ νὰ μένῃ ἔκθετον τοὐλάχιστον ἕνα τετραγωνικὸ ἑκατοστὸ σάρκας.

Καὶ

Ἡ διάσταση τοῦ κύκλου τῆς θηλῆς νὰ εἶναι μεγαλύτερη τῆς ἀντίστοιχης τοῦ κύκλου ποτηριοῦ κούπας στὴν ὁποίαν σερβίρεται ζεστὸς στιγμιαῖος καφές.

Περαιτέρω προτιμήσεις (χρῶμα θηλῆς, σχῆμα μαστοῦ, εὐαισθησία σὲ ἐξωτερικοὺς παράγοντες, μορφὴ ἐν σχέσει μὲ φυσικὰ φαινόμενα ὅπως ἡ βαρύτητα) δὲν πρέπει νὰ ληφθοῦν ὡς δεσμευτικές, ἁπλῶς ὡς προτιμήσεις.

Ἡ θεωρία τοῦ χάους δὲν συναντᾶται μόνον σὲ ψαγμένες δοκιμιώδεις μελέτες - βιβλία τὰ ὁποῖα ἐγγράφησαν ἐπειδὴ κυρίως ὁ συγγραφεὺς ἔψαχνε νὰ γαμήσῃ. Ἐφαρμόζεται σὲ κάθε πτυχὴ τοῦ καθημερινοῦ μας βίου, εἰδικῶς ὅταν προκύπτῃ μιὰ ἀνάγκη ἡ ἐκπλήρωσις τῆς ὁποίας εἶναι ἐπιτακτική. Ἡ προσοχή μας τότε γίνεται οξυτάτη, ἡ παρατήρησις ἀντιλαμβάνεται πράγματα καὶ φαινόμενα ποὺ ἄλλως δὲν φαίνοντο καὶ τότε πολλὰ πορίσματα, διαπιστώσεις, συμπεράσματα ἐξάγονται ἀπὸ μιὰ τίνι τρόπῳ πρωινὴ βόλτα μὲ τὸ ἁμάξι.

Ἤγουν: 

Αὐτοκίνητα προσφερόμενα μὲ μικρὴ προκαταβολὴ καὶ εὐκολίες πληρωμῆς συναντῶνται σὲ γυναῖκες μὲ σκοῦρα ἀπόχρωση ῥώγας ἡ ὁποία δύει στὴν καμπύλη τοῦ τέλους τῆς σφαίρας. Εἶναι κατὰ κανόνα στήθη πανδρεμένης μητέρας τέκνων τοὐλάχιστον δύο, χρησιμοποιημένα κατὰ τὸ δέον, σὲ θηλασμὸ τοὐλάχιστον 13 μῆνες (ἀθροιστικῶς) καὶ ὑπὲρ ἀφροδισίων, σὲ χρόνια ἐγγάμου βίου, ἀριθμοῦ διψηφίου χρόνου ἀναλογοῦντα στὸ 2,8 τοῖς χιλίοις τοῦ χρόνου συνουσίας, περιλαμβανομένων τῶν προκαταρκτικῶν. Ἐὰν αὐτὰ τὰ αὐτοκίνητα διαθέτουν ἐξάτμιση διαφορετική, θορυβεστέρας καὶ μεγαλυτέρας διαμέτρου τῆς «μητρικῆς» τότε ἡ ὁδηγὸς εἶναι ἀπόφοιτος μέσης ἐκπαιδεύσεως καὶ μετρίου ἐπιπέδου κάτοχος μιᾶς ξένης γλώσσης, συνήθως ἀγγλικῆς.

Τρίθυρα κουπὲ ἁμάξια, μὲ ὑάλους φιμὲ καὶ ἀεραγωγοὺς στὰ ὀπίσθια, κατὰ κανόνα ἀνήκουν σὲ μὲ κοντὰ πόδια γυναῖκες ἀπὸ προάστεια τοῦ Πειραιῶς, περιοχῶν ἀκινήτων ἀντικειμενικῆς ἀξίας τῆς πλέον χαμηλοτέρας. Τὰ στήθη των εἶναι ἐπίσης χαμηλωμένα, ἡ βαρύτης τὰ ἔχει ταλαιπωρήσει ἀλλὰ μόνον αὐτά. Ἡ αὐτοπεποίθησις τῶν κατόχων τους εὑρίσκεται ὑψηλά, κυρίως λόγῳ τῆς μὴ δυσαρεσκείας τοῦ συζύγου των. Προφανῶς διότι ἕνα στῆθος μὲ μεγαλύτερο βεληνεκὲς κινήσεως ποὺ μπορεῖ καὶ διαθέτει ἕνα ἐλαφρῶς πεσθέν, ἡ εὐελιξία του αὐτὴ δύναται καὶ δημιουργεῖ ἕναν τρίτο πόλο φαλλικῆς διεισδύσεως κατὰ τὴν συνουσία, ἐξοῦ καὶ ἡ ἱκανοποίησις τῶν συζύγων. Μιὰ ὑποκατηγορία τῆς ἐδῶ μελετουμένης εἶναι αὐτοκίνητα ἀγορασθέντα ὄχι καινουργή, ποὺ ἔχουν δεχθῇ πολλὲς αἰσθητικὲς παρεμβάσεις ἀπὸ τοὺς κατόχους. Χαμηλωμένα, μὲ παχιὲς ζάντες, νικελωμένες μετῶπες· σὲ τέτοια αὐτοκίνητα πᾶνε μαζὺ ἑλληνικῷ τῷ τρόπῳ ξανθές, κομμώσεως περμανὰντ οἱ ὁποῖες ἔχουν κωλυώσει στὴν γκαρνταρόμπα τους ντεκολτὲ ποὺ ἐπιτρέπει ἔκθεση στὸν ἥλιο τοὐλάχιστον τῶν πέντε ἑβδόμων τῆς ἐπιφανείας τοῦ μαστοῦ. Οἱ θηλὲς ἔχουν ἀποκτήσει ἀναισθησία δευτέρου βαθμοῦ καὶ εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ἀνταποκριθοῦν ἀκόμη καὶ σὲ δήγματα ὀδόντων μὲ ὀρθοδοντικὲς ἀνωμαλίες, χάδια ἀπὸ μὲ ῥόζους δάκτυλα καὶ τσιγκλιστικὰ κτυπήματα ἀπὸ ὑγρὲς βαλάνους.

Κάποια τρίπορτα ἰαπωνικῆς προελεύσεως, μὲ χωρὶς πολλὴ φινέτσα στὴν κατασκευὴ ἀλλὰ σαφῆ αὐτοπεποίθηση ἕνεκα ἡ σίγουρη κατασκευή, ἀπαιτουμένου ποσοῦ ἀγορᾶς προσιτοῦ σὲ μικρομεσαῖα εἰσοδήματα φιλοξενοῦν κατὰ κανόνα, ἀγάμους κυρίες, σ’ἄλλες ἐποχές, δεσποινίδες. Αὐτές, μὲ περιβολὴ ἐξόχως ἀποκαλυπτική, πάρτυ ὀφθαλμῶν σὲ ορθίους λεωφορείων ὅταν αυτὰ σταματοῦν παρὰ τῶν ἐν λόγῳ ἁμαξιῶν, ἀφοῦ μποροῦν καὶ διακρίνουν ἀφ’ὑψηλοῦ τὴν ὑπὸ στρογγυλοτάτων σφαιρῶν σχηματισθεῖσα χαράδρα. Σκλαβωμένες σὲ μιὰν ὡραιοπάθεια ὅπως τοὺς τὶς ἔχουν σμιλεύσει τρέντυ περιοδικὰ ἀλλὰ καὶ ὁ κοινωνικὸς κύκλος τους, προσφέρουν γιὰ μάτιασμα σὲ ὅλους τοὺς ἀρσενικούς, χωρὶς τὴν παραμικρὰ διάκριση ἢ ἐπιλεκτικότητα, τὸ ἰδιαίτερο προσὸν ποὺ τοὺς χάρισε ἡ φύση. Ἡ νυμφομανία τους τὶς ἔχει κάνει νὰ δηλώνουν στὸ Ε9, ὡς ἀκίνητο τὸ αὐτοκίνητο ἀφοῦ ἔχει πολλάκις παίξει ῥόλον κρεβατοκάμαρας, θέατρο αφροδισίων λίαν συχνάκις καὶ παρὰ φύσει. Χωρὶς πολλὰ μπιχλιμπίδια στὸ σαλόνι τοῦ ἁμαξιοῦ, ἕνα μινιμὰλ σκηνικὸ στὸ πίσω μέρος του ὅπου ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον σὲ ἀπομακρυσμένα τῆς πρωτευούσης μέρη πλησίον τοῦ ὁρεινοῦ ὄγκου, ἀφήνονται σὲ ἀφαλατώσεις διὰ τοῦ φάρυγγα, υγρῶν τοῦ (ἑτέρου) σώματος. Καίτοι προικισμένες ὅπως τονίστηκε πάλι, παραμένουν σὲ μιὰν συνεχῆ ἄρνηση, μιὰν ἀκατάσχετη γκρίνια γιὰ τὸ ποιὸν τοῦ στήθους τους ἤτοι μὲ ῥαγάδες, πεσμένο, περασμένα μεγαλεῖα καὶ διηγώντας τα νὰ κλαῖς. Αἱ θηλαὶ ὁμόχρωμοι μὲ τὸ λοιπὸ τμῆμα τοῦ μαστοῦ καὶ εὐαίσθητοι σὲ σύνηθες βαθμὸ ἂν καὶ καταπιεσμένοι διότι θυλακώνονται σὲ στηθόδεσμους τοὐλάχιστον 2 μεγεθῶν μικρότερους.

Μητέρες ἄνω τῶν τεσσαράκοντα ἀλλὰ ὄχι λίαν ἀπομεμακρυσμένες αὐτῶν, περιποιημένες λόγῳ συνειδητοποίησης γιὰ τὸν πανδαμάτορα χρόνο καὶ τὰ σημάδια του, κόμης καστανῆς, ἀκύμαντης - οὐχὶ ἀρυτίδωτης - μὲ χείλη ἐπιτηδευμένως τροφαντὰ τηρῶντα μιὰν οἴηση γιὰ τοὺς γύρω. Τέτοιες γυναῖκες ὑπάρχουν σὲ αὐτοκίνητα κινήσεως καὶ στοὺς τέσσαρες τροχούς, μέχρι πρότινος τεκμήριο εὐζωίας. Ἐξυπακουομένης διαμονῆς στὰ βόρεια προάστεια, μὲ σύζυγο πρώην πρότυπο στὶς 90’s κλικάτες μελέτες περὶ γιάππι καὶ μιὰν ἀνυπόφορη ἀνία. Ἡ ὁποία πάντως διασκεδάζεται σὲ ξενοδοχεῖα κατὰ τὸ μᾶλλον ἀπομακρυσμένα τῆς ἑστίας τους, ὁλιγόωρης παραμονῆς. Ἐκεῖ, σέρνοντας τὰ συμπλέγματα μιᾶς περασμένης ζωῆς γεμάτης συμπλέγματα γιὰ κάποια ἐλάχιστα κιλὰ διαχεόμενα στὶς πιὸ ἐρωτογόνες περιοχὲς ὡστόσο, ἀρνεῖται (sic) νὰ ἀφεθῇ λυτρωτικὰ στὶς ἀγχωλυτικὲς ἐπανορθωτικὲς παρεμβάσεις τοῦ πρώτου τυχόντος επιβήτορά της, καλυπτομένη· καλύπτοντας τὸ περήφανο μποῦστο της. Χωρὶς καμμιὰν αισθητικὴ ξενοχειρία, ἄνευ τοῦ παραμικροῦ ψεγαδιοῦ, περήφανο θέλει νὰ σταθῇ ἐνώπιον (καὶ μέτοχος) τῶν μοιχαλιδῶν περιστάσεων, μὰ ἡ κάτοχος ἀρνεῖται ἐρρυθριωμένη. Εἶναι γυμνὴ καὶ καβαλᾷ τὸν ἐραστή της, τὸ φανελλάκι τὴν καλύπτει καὶ οἱ τσιτωμένες θηλὲς μαρτυρᾷν μὰ καὶ τσιγκλᾷν τὸ ταίρι της. Κάθε βαλάντωμα διείσδυσης ταρακουνᾷ λίαν ἱμερικῶς τὸν σφαίρινο ὄγκο ποὺ κρύβεται στὸ βαμβακερὸ πέτασμα μὲ ἀντίθετο τῶν ἐπιδιωκομένων ἀποτέλεσμα. Ἐὰν ὁ τρυγὼν αὐτήν, ἦταν περισσότερο θαρραλέος καὶ ἄφηνε χῶρο ζωτικὸ στὴν λίμπιντό του σκίζοντας τὸ λευκὸ φανελλάκι, θὰ φανερώντο κατάμαυρες θηλὲς σὰν βοτσαλάκι παραλίας ἰονίου μὲ θηλαία ἄλω διαστάσεων ψηφιακοῦ δίσκου. Τετρακίνητα αὐτοκίνητα μὲ ἀτσαλάκωτη ταπετσαρία, μὲ καθεβδομαδιαῖο καθάρισμα σὲ πλυντήριο τῆς γειτονιᾶς, ἐταζιέρες ξύλινες, ἐπενδεδυμένα μὲ δέρμα μάτ, στερεοφωνικὸ μὴ ἔχον τί νὰ ζηλέψῃ ἀπὸ τὰ οἰκιακά, ἔξι σχέσεων ἀλλὰ καὶ αὐτομάτου κιβωτίου, ἀρωματισμένα μὲ μέθοδον ἐργοστασιακή ἀνήκοντα σὲ γυναῖκες~γυναῖκες σὲ ζενίθια ἡλικία ἀναφορικῶς τὰ σαρκικά, μὲ στήθη σὲ ἔριδα μὲ τὴν ἐγκόσμιον ἀντίληψη τῆς ἀφῆς, τῆς ὁράσεως ἴσως δὲ καὶ τῆς γεύσεως. Παντοῦ λόγοι χρυσῆς τομῆς στὶς καμπύλες τῶν βαρέων μαστῶν, συμμετρικῶς τέλειες οἱ ῥῶγες, ἴδιο χρῶμα μὲ τὰ χείλη τοῦ αἰδοίου καὶ τοῦ στόματος. Ἕνα ἔπαθλο τὸ ὁποῖο ποτὲ δὲν θέλησε νὰ ἀπονείμῃ σὲ κάποιον, τὸ διετήρησε σὲ ἀχλὺ αἰδοῦς ἴσως ἐπειδὴ περίμενε τὸν ἕναν ὁ ὁποῖος ἐν τούτοις ποτὲ δὲν ἦλθε.  






Ἄδεια ὅλα τὰ πέριξ γραφεῖα, εἶχαν φύγει ὅλοι γύρω μου, μὰ πρέπει λογικὰ νὰ τοὺς ἀντιχαιρέτησα στὰ γειά τους, δὲν γίνεται νὰ μήν, δὲν θυμόμουν ὅμως τίποτε. Τὰ φῶτα εἶχαν σβήσει καὶ εἶχε σκοτεινιάσει. Ἄφησα ἀτάκτως τὰ χαρτιὰ στὸ γραφεῖο καὶ κίνησα νὰ φύγω. Κάτω μὲ περίμενε ὑπομονετικὰ ὁ Βλαδίμηρος. Μπαίνοντας, κύτταξα τὸ στροφόμετρο, εἶχε σίγουρα βολτάρει στὶς παραλίες μὰ δὲν τοῦ εἶπα τίποτε.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats