Πέμπτη, Δεκεμβρίου 22, 2011

χειμερινὸ λιοστάσι +1

Eἶχα βυθιστῇ σὲ κάτι μαῦρες κι ἄραχλες σκέψεις –θαρρῶ πὼς μὲ ταλάνιζε ἡ μάστιγξ τοῦ ὑπερπληθυσμοῦ- καὶ τὸ πῶς τὸ εἶδα ἦταν κατόρθωμα!

Κεῖ πέρα ἀριστερά, στὸ βάθος, τὸ ὁρόσημο, ἕνα ψηλὸ παλιὸ κτήριο μὲ εὐκαλύπτους ἐνώπιόν του, τὸ οὕτως εἰπεῖν checkpoint τῆς γειτονιᾶς· αὐτὸ πάντα βλέπαμε καὶ τ’ἀποφασίζαμε νὰ κομβιώσουμε τὸ ΣΤΑΣΗ. Μὰ τώρα, ἡ ὑετικὴ ὑγρασία, οἱ παντοῦ σταλίδες ποὺ διέχεαν μάλιστα τὰ ἑορταστικὰ φωτάκια τὸ εἶχαν διαθλάσει καὶ φαινόταν σὰν μανταρίνι, δυσκόλως κάργα τὸ διέκρινα. Ἄσε ποῦ εἶχα καιρὸ πολὺ νὰ κυκλοφορήσω μὲ τὸ λεωφορεῖο τῆς περιοχῆς καὶ εἶχα ξεθυμάνει ἀπὸ θύμησες.

Τσάκισα τὸ φύλλο τοῦ Ἀθήνα Λὰς Βέγκας, τὸ ἔβαλα στὴν τσάντα, στὴν τσάντα ἐπίσης ἔβαλα, ἀφοῦ τὰ τύλιξα βοηθείᾳ τῆς ἀριστερᾶς μου χειρός, τὰ ἀκουστικά· πάπαλα ὁ Σπύρος Ζαγοραῖος! Ἠγέρθην, ἔσφιξα τὴν τσάντα στὸν ὦμο κι ἀρχίνησα μιὰν φινετσάτη φιγούρα ζεϊμπέκικου προσπαθώντας νὰ ξεφύγω ἀπὸ δύο γειτονικὰ πόδια σὲ ἕνα μαῦρο κολλάν.

Τὰ ὁποῖα δύο πόδια καθόλου δὲν μαζώχτηκαν νὰ μοῦ δανείσουν λίγο χῶρο παρότι ὁ ἰδιοκτήτης των τὸ δίχως ἄλλο μὲ εἶχε δεῖ, μὲ εἶχε καταλάβει, θέλει πολὺ νιονιὸ νὰ ἀντιληφθῇς φευγάλα τοῦ ἄλλου ὅταν ἀκοῦς ἱκεσία συγγνώμης;

Κι ἐνῷ κυττοῦσα χάμω, στὸ πόδι μου δηλαδή, στὸ παπούτσι μου περισσότερο δηλαδή (τὸ ὁποῖον πολλὰ πρωτοτόκια λάσπης εἶχε μαζώξει ἀπὸ Καλλιθέα μέχρι τὰ δῶ) λοξοδρόμησα τὸ βλέμμα μου λίγο πιὸ πάνω γιὰ νὰ δῶ τά χαρακτηριστικὰ αὐτοῦ τοῦ θρασέως τυπάκου ὅστις τύρβαζε περὶ ἄλλων καὶ διόλου δὲν τὸν ἔνοιαζε πὼς τόσο εἴχαμε φθάσει πλησίον τοῦ ψηλοῦ παλιοῦ κτηρίου μὲ εὐκαλύπτους ἐνώπιόν του τὸ ὁποῖον ὅμως μέσα στὴν θολούρα τῆς βροχῆς ἔμοιαζε μανταρίνι!

Ἀντὶς ὅμως κάποιου ἀξύριστου κι ἀκούρευτου μπινὲ νεανίου μπλούζας manowar, κολλητοῦ μαύρου σχεδὸν κολλὰν τζὴν καὶ μιλιταῖρ μπουφάν, εἶδα ἕνα κατάλευκο θήλυ πρόσωπο μὲ δύο μάτια ὀρθάνοιχτα σχεδὸν ἱκετευτικῆς ἐκφράσεως μὲ μπόλικη ἀγωνία:

«Θὰ κατεβῇτε;»

Ὄχι γλυκειά μου, εἶπα νὰ σηκωθῶ καὶ νὰ σοῦ προσεγγίσω τοὺς λοβοὺς ἀπ’τὰ αὐτάκια σου γιὰ νὰ μοῦ μπολιάσῃς τὸ ὁμολογουμένως σκλαβωτικὸ ἄρωμά σου.

Κάτι τέτοιο σκέφτηκα νὰ τῆς πῶ (ἄκου ἐρώτησις, θὰ κατεβοῦτε;! σὲ κάποιον ποὺ δακτυλώνει τὸ κουμπὶ ΣΤΑΣΙΣ) μὰ παιδὶ γὼ μὲ πληθυντικοῦ ἀνατροφή καὶ μὲ μιὰ φυσικὴ συστολὴ γιὰ τὸ ἄλλο φύλο ὅπως αἱ ἀποζητοῦσαι τὴν ἀποχὴ πρὸ τοῦ γάμου ἐπιταγαὶ τῆς θρησκείας ἡμῶν ὑπερθεματίζουν, περιορίστηκα σὲ ἕνα:

«Μάλιστα» 

Ἴσως τὸ μάλιστα νὰ μὴν τὸ ἐξέφερα πολὺ ὀρθά, ἴσως νὰ θεωρήθηκε ὅτι ἔκρυβε ἕναν κάποιον εὐφημισμό, διότι ἡ κόρη αὐτή, καθόλου μὰ καθόλου δὲν μετακινήθηκε! Παρέμενα σχεδὸν ἀνάμεσα στὰ πόδια της περιμένοντάς την νὰ φιλοτιμηθῇ ἐπὶ τέλους καὶ νὰ τραβηχτῇ! Κι ὅσο περίμενα ἔβλεπα τὰ μάτια της νὰ μὴν ἔχουν ἐλαφρυνθῇ ποσῶς ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἀγωνία ποὺ εἶχα πρὶν διαπιστώσει καὶ ἡ ὁποία πλέον ἦταν ξεκάθαρα ταραχή.

«Κι ἐγώ»

Τί κι αὐτή; Κι αὐτὴ θὰ κατέβαινε; Μὰ μόλις εἶχε ἁπλώσει μιὰ περίεργη πραγμάτεια ἐκεῖ μπροστά της, δὲν φαινόταν ἀπὸ πρὶν νὰ μαζεύεται,  ξεκίνησε νὰ τὸ κάνῃ, τώρα ποὺ μὲ εἶδε νά.. Λίγη ὥρα πρίν, ὅταν στριμώχτηκα ἐπειδὴ κάποιος εἶχε ἔλθει καὶ καθήσει δίπλα μου (ἐνῷ γαμῶτο, τόσες κενὲς θέσεις ὑπῆρχον γύρω) εἶχα ἐπίσης ἀντιληφθῇ κάτι πολὺ περίεργο, πόσο λογικὸ σᾶς κάνει μυρωδιὰ σαλτσάτων κεφτέδων μέσα σὲ ἕνα λεωφορεῖο; Πλάγεψα τὶς κόρες μου πολὺ δεξιὰ μὲ τὴν ἄκρη τους εἶδα σὲ ἕνα καρὼ τραπεζομαντηλάκι δυὸ τάπερ, τάπερ ἀνοικτά, ἀνοικτὰ μὲ κεφτέδες μέσα καὶ παστίτσιο θαρρῶ. Ἐκεῖ κόλλησα τὸ βλέμμα, δὲν πρόσεξα τὸν φέροντας αὐτῶν, ἄνθρωπο παρὰ μόνον τὰ φαγιὰ μὰ κι αὐτὸς ὁ ὁδηγός; Καμία παρατήρηση πιά;

Δὲν ἔδωσα συνέχεια, ὄχι ἐπειδὴ ἤμουν χορτάτος ἀλλὰ διότι τὸ φωτορομάντζο στὸ περιοδικάκι μου ἄρχιζε καὶ γινόταν ἐνδιαφέρον· μιὰ γεωμετρίας καθηγήτρια ἔδειχνε σὲ δυὸ ἀτάκτους διετεῖς τῆς δευτέρας λυκείου, τὴν ξυρισμένη διχοτόμο τῶν σκελῶν της κι ἀποζητοῦσε διὰ τῶν μοιρογνωμίων τους νὰ μετρήσουν τὸ ποσὸν τοῦ ἀκροβατικοῦ της. Σπουδαῖον θέαμα! Ὅταν οἱ μοῦργοι, ἄφησαν τὰ μοιρογνωμία στὴν ἕδρα καὶ ἀρχίνησαν ἀμφότεροι νὰ τὴν ἀγαποῦν μὲ τρόπο ποὺ μόνον ἕνας ἀπορριφθεὶς στὴν ἄλγεβρα μπορεῖ νὰ ἀγαπήσῃ μιὰν μαθηματικό, μὲ κυρίευσε μιὰ μελαγχολία. Μιὰ μελαγχολία διότι ὅλα κατέληγαν σ’αὐτὸ ποὺ ὑπὸ συνθῆκες κανονικὲς χρειάζεται μῆνες ἐννέα γιὰ νὰ βγῆ στὸ φῶς - ἔστω αὐτὸ τὸ λευκὸν τὸ νοσοκομειακό.

Κλάμματα, νὰ σᾶς ζήσῃ, κλάμματα, τάισμα, βύζαιμα, κλάμματα, τάισμα, ἀλλαξίματα κι ὅλα τὰ σχετικά. Μὰ πόσο πιὰ μπορεῖ νὰ μᾶς τρέφῃ αὐτὸς ὁ πλανήτης;

Καὶ κυττοῦσα ἀριστερά, ἔξω ἀπὸ τὸ θολὸ καὶ ἀνάγλυφο τζάμι τοῦ λεωφορείου, ἀναλογιζόμενος τὴν παθογένεια τοῦ ὑπερπληθυσμοῦ. Μαῦρες κι ἄραχλες οἱ σκέψεις μου, μὴ σᾶς πῶ ὅτι σὰν νὰ ἔνοιωθα κάτι μικρούληδες πανικοὺς νὰ μὲ πλακώνουν! Ἀλλὰ μοῦ πρόλαβε τὶς φρίκες ἕνα γκροτέσκο θέαμα στὸ βάθος κεῖ πέρα ἀριστερά, στὸ βάθος, ἕνα μανταρίνι! Μεγάλο, πολὺ μεγάλο, ἐλλειψοειδές στοὺς πόλους καὶ σπυριάρικο μὲ πόρους τέτοιους ποὺ χωράγανε πολυθέσια γρὶ γρί. Γούρλωσα τὰ μάτια, ἑστίασα καὶ ἂ ὄχι καλέ, τί μανταρίνι (πώπω θἄθελα νὰ δῶ μιὰ τέτοια μανταρινιά!) τὸ σπίτι τοῦ Γιάγκου τοῦ Νούλα εἶναι, ὥρα νὰ κατεβαίνουμε!

«Κι ἐγώ. Κι ἐγὼ ἐδῶ κατεβαίνω»

Μὲ βιαστικὲς κινήσεις ποὺ πάνω στὴν βία πέταξαν τοὺς μισοὺς κεφτέδες ἔξω καὶ ὅλο τὸ παστίτσιο στὸ κάθισμά μου, μάζεψε τὰ τάππερ της.

«Ἐδῶ κατεβαίνω»

Ἐπανέλαβε γιὰ νὰ τὸ ἐμπεδώσω. Καὶ χαμογέλασε. 

Μωρὲ τί μᾶς λές!

Σκέφτηκα καὶ κύτταξα ἀπὸ τὴν ἄλλη γυρνώντας της τὴν πλάτη μου.

Τί εἶναι τοῦτο πάλι;

Σκέφτηκα ξανά.

Τὸ λεωφορεῖο σταμάτησε καὶ κάποιες ἀντλίες ἀναστέναξαν, ἄνοιξε ἡ πόρτα καὶ νὰ μᾶς ξανάρθετε!

Τώρα μοῦ λὲς γιατί χρησιμοποίησε δεύτερο πληθυντικοῦ, ἔ;

Μὲ μιὰ φιγούρα ποὺ θὰ τὴν ζούλευαν καὶ μικροκαμωμένοι φιλομόφυλοι ἀθληταὶ τοῦ καλλιτεχνικοῦ ταρτάν, ξεπέρασα τὸ mind the gap καὶ τσούλησα τὸν δρόμο μου, πρὸς τὰ κάτω. Ἡ βροχὴ συνέχαγε, ἀκουγόσαντε μάλιστα μὲ καλῶς τηρουμένη συχνότητα νὰ πίπτωσιν σὲ κάτι τσίγκινους ὑδροσυλλέκτες κάνοντας με νὰ νοιώσω τὴν κύστη μου πιεστικῶς. Μαζὺ ὅμως μὲ τὴν βροχὴ καὶ τὶς ψιχάλες της ἀκούγετο καὶ ἕνα τὰκ τὰκ τὰκ τὰκ τάκ. Τακ ούνια πίσω μου ποὺ ὅσο κι ἂν τάχευα τὸ βῆμα μου, δὲν ἔσβηναν βαθμηδόν – τοὐναντίον! Τράνευαν γαμῶτο!

«Στάσου!»

Ὄχι! Δὲν ἦταν γιὰ μένα αὐτὴ ἡ προστακτική, δὲν ξέρω κανέναν σ’αὐτὸν τὸν δρόμο, δὲν εἶδα κανέναν γνωστὸ νὰ ἀνέρχεται! Ὄχι γιὰ μένα! 

Τὰ τακούνια μετὰ ἀπὸ τὸ ἄπραγο στάσου συνέχισαν νὰ σκάβουν τὴν ἄσφαλτο, νὰ προσπαθοῦν ἔστω. Μὰ ξαφνικά, σταμάτησαν καὶ πρωτοῦ προλάβω νὰ χαρῶ μήπως καὶ παρητήθησαν...   

«Στάσου! Σὲ σένα μιλάω! Βαγγέλη!»

Κοντοστάθηκα λίγο, πολὺ λίγο, ὅση ὥρα χρειάζεται νὰ σχηματίσῃς ἕνα ἐρωτηματικὸ στὸ μυαλό σου μὰ δὲν ἤμουν ἐγὼ ἐκεῖνος ὁ Βαγγέλης, δὲν ξέρω κανέναν σ’αὐτὸν τὸν δρόμο, δὲν εἶδα κανέναν γνωστὸ νὰ ἀνέρχεται τοῦ δρόμου αὐτοῦ! Ὄχι γιὰ μένα!

Καὶ συνέχισα.

Τὰ τὰκ τὰκ πλήθυναν τόσο, τάχεψαν πολύ, θόρυβοι σχεδὸν ἐκκωφαντικοὶ οἱ ὁποῖοι ἀπότομα σίγησαν. Εἶχε φθάσει μπροστά μου καὶ σταμάτησε, μὲ σταμάτησε.

Δὲν ἤμουν τώρα γιὰ τέτοια, ἡ βροχὴ ἔπαιρνε νὰ δυναμώνῃ καὶ αὐτὸ τὸ σκηνικό, δυὸ νά στέκωνται κάτω ἀπὸ αὐτὴν ἀμίλητοι, ἔφερνε σὲ ταινίες brief encounter μὰ δὲν τὴν ἤξερα σᾶς λέω, ἀλήθεια, δὲν ἤξερα τὴν ἄνθρωπο! Συνεπῶς ναί, κάτι ἀπὸ Μπουνιουὲλ μοῦ πήγαινε...

Κι ἐντελῶς absurd ἡ κατάσταση, διότι τὴν ἄκουγα νὰ μοῦ ἀπευθύνῃ τὸν λόγο μόνον μὲ ἐρωτήσεις καὶ μάλιστα μονολεκτικές. Μὰ ἐγὼ δὲν τὴν ἤξερα, ἀλήθεια, δὲν τὴν ἤξερα τὴν ἄνθρωπο! Σὲ μένα ἔπρεπαν ἐρωτήσεις κι ἀπαντήσεις, ἐξηγήσεις ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά.

Μὰ τί ἐξηγήσεις πιά, μοῦ λές;

Πέρασε τόσος καιρὸς ποὺ στὰ δικά μας τὰ παρ’ ὀλίγον, εἶναι μέγα καὶ πολὺ καὶ ἀδιόρθωτο διάστημα καὶ δὲν τὴν ἤξερα, ἀλήθεια σᾶς λέω, δὲν τὴν ἤξερα τὴν ἄνθρωπο!


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats