In girum imus nocte et consumimur igni
Αὐτὸ ποὺ σκέφτηκες μὰ ποτέ σου δὲν εἶπες γιὰ τὴν βόλτα σὲ χειμερινὸ φόντο σὲ παραλία, μοῦ θύμισε τὸ ἰντέριορς τοῦ Ἄλλεν Στιούαρτ Κόνιγκσμπεργκ.
Ἐμεῖς «ἐδῶ» τὴν βόλτα στὴν θάλασσα τὴν ἔχουμε ταυτίσει μόνο μὲ καλοκαίρι· νὰ βράζη τὸ σύμπαν, οἱ κρότοι τῆς ῥακέτας νὰ ἀποτελοῦν τὴν πεμπτουσία τῆς ἠρεμίας κατὰ τὸν παραθερισμό, πλανόδιοι νὰ πουλᾶνε μασάζ, γονεῖς νὰ φωνάζουν (ποικιλόγλωσσα) στὰ βλαστάρια τους κλπ κλπ κλπ.. Ἢ τὶς νύκτες, ὅταν ἔχουμε διπλαρώσει τὸ νυμφίδιο τῆς λουτρόπολης – προφανῶς εἶναι ἡ σειρά μας νὰ τὸ ποτίσουμε – καὶ νομίζουμε πὼς μὲ κάτι φτηνοὺς καὶ κοινότοπους ῥομαντισμοὺς θὰ σιγουρέψουμε τὴν πάλη μὲ τὶς λεκάνες μας. Ὅπου φθηνοὶ καὶ κοινότοποι ῥομαντισμοί, ἡ μελιστάλαχτος (καὶ γι’αὐτὸ ἐμετικὴ) πρόταση: πᾶμε γιὰ βραδυνὸ μπάνιο; (Πάλι καλά, τὸ μὴ ὑποκοριστικὸ στὸ «μπάνιο» μᾶς γλυτώνει ἀπὸ μέχρις ἀφυδάτωσης ἐμέτους.)
Ἀλλὰ περπάτημα τὸν χειμῶνα σὲ παραλία, πολὺ σπάνια. Συνήθως τὸ κάνω σὲ παραλία τῆς διαμαντόπετρας τοῦ Ἀργοσαρωνικοῦ (ναί, σωστὰ κατάλαβες, Σαλαμῖνα) ἀλλὰ ἡ ἔκταση εἶναι πολὺ μικρή, δὲν προλαβαίνεις νὰ ἀλλάξῃς τὸν ῥυθμὸ τῆς ἀνάσας σου.
Ὁπότε μόνο μία φορὰ θυμᾶμαι κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ μοιάζῃ μὲ τὸ δικό σου· θὰ στὸ πῶ κι ἂς μὴ μὲ ῥώτησες.
Ἤμαστε στὸν Νέο Μαρμαρᾶ, στῆν Χαλκιδική, τρελλὴ βροχὴ μᾶς ἀκολουθοῦσε ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη, Σάββατο πρωὶ ἦταν κι ὁ καιρὸς εἶχε ἀποτρέψει τὸν κόσμο νὰ ἐκδράμῃ. Ἡ ἀπόσταση μοῦ εἶχε φανεῖ πολὺ μεγάλη γιὰ μιὰν ἁπλὴ βόλτα μετὰ ἀπὸ καφὲ καὶ πρὶν ἀπὸ φαγητό, εἶχα ταλαιπωρηθῇ λίγο μὰ ἐν τέλει ἄξιζε τὸν κόπο. Ἀφήσαμε τὸ ἁμάξι στὴν ἐκεῖ πλατεία καὶ πιάσαμε νὰ περπατᾶμε. Κι ἦταν αὐτὸ ποὺ σοῦ συμβαίνει ὅταν δὲν ξέρῃς τὴν ἀρχή, τὴν μέση κι ἴσως τὸ τέλος μιᾶς βόλτας, λίγο ἀποσυντονισμένος, λίγο ἀγκλιμάτιστος, λίγο παρείσακτος. Οἱ λοιποὶ τῆς παρέας σχημάτιζαν κύκλο πιὸ συνοχῆς καὶ μιλοῦσαν μὲ χειρονομίες ποὺ μαρτυροῦσαν ὄχι χαζοκούβεντο μὰ κάτι πιὸ σοβαρό· περιεῖχε ἄλλωστε πολλοὺς μέλλοντες χρόνους, συνδυασμένους δὲ μὲ εὐκτικές κλίσεις. Ἤμουν τρία βήματα πιὸ πέρα, πρὸς τὰ γενέθλια τοῦ φλοίσβου καὶ αἰσθανόμουν πολὺ ἄβολα ἐπειδὴ ἀπέσχον τῶν παραδίπλα ὑποσχέσεων καὶ σχεδίων. Θὰ ἔπρεπε νὰ συμμετέχω κι ἐγὼ στὶς μεγαλεπηβόλων βλεμμάτων χειρονομίες μὰ οὔτε ἔτσι ἤθελα τὰ χέρια μου νὰ μαρτυριοῦνται μὰ οὔτε προτιμοῦσα νὰ πιάσουν μιὰν ἄλλη παλάμη, σαφῶς οἰκειότερη τῶν λοιπῶν.
Κι ἔτσι ἔβαλα τὰ χέρια μου στὶς τσέπες καὶ προχωροῦσα, μὲ ὄχι περιπάτου βῆμα μὰ βιοπορισμοῦ. Τέλος στὴν πορεία μας δὲν διαφαινόταν, ἂχ αὐτὲς οἱ παραλίες τῆς Χαλκιδικῆς, συνέχιζα νὰ περπατῶ καὶ νὰ δικαιολογοῦμαι σὲ κάποιον νιόφερτο, πέμπτο στὴν παρέα τὸν ὁποῖον ὡστόσο οἱ ἄλλοι δὲν ἔβλεπαν, ποὺ ἐξηγήσεις ζητοῦσε γιὰ τὴν παλιμπαιδίζουσα, τὴν ἄτολμη, τὴν φυγόπονη, τὴν ῥιψάσπιδα στάση μου. Αὐτὸς ὁ αἰαεικὸς διάλογος κρατοῦσε ἀρκετά, μὲ ἀπέσπασε ἀπὸ τὰ γύρω καὶ φάνηκε νὰ ξεμακραίνω πολύ. Τῶν ἄλλων οἱ σχεδὸν φωνὲς κουβέντες μπασταρδεύονταν ἀπὸ τὰ κρωξίματα τῶν πάνω μας θαλασσοπουλιῶν καὶ τῶν ἐπιμόνων στὸ μένος κυμάτων, δὲν καταλάβαινα τί ἔλεγαν πιά... Μὰ δὲν μὲ ἔνοιαζε, ἤμουν ἀφοσιωμένος στὸν διάλογο μὲ τὸν καινούργιο στὴν παρέα, ἐπέμενα στὶς θέσεις μου, μὲ χωρὶς κανένα τῆς προκοπῆς ἐπιχείρημα στὶς δικαιολογημένες αἰτιάσεις του. Κι ὄταν εἶχε γίνει πιά διάλογος κωφῶν, ὅταν εἶδε κι ἀπόειδε ὅτι δὲν θὰ μὲ νουθετοῦσε, ὅσο ἀπότομα ἦλθε, ἔτσι χάθηκε.
Ἔνοιωσα μιὰν ἀνακούφιση, τόσο εὔκολος ἦταν λοιπὸν ὁ παραμερισμὸς τῶν ὅποιων τύψεων; Τόσο, ναί! Σταμάτησα νὰ περπατῶ καὶ στράφηκα στοὺς λοιποὺς τρεῖς ποὺ προχωροῦσαν πρὸς τὰ μένα. Δὲν ἀκούγονταν, φαίνονταν φυσικὰ ὅτι μιλοῦσαν μὰ δὲν ἀκούγονταν, ἦταν κι αὐτὰ τὰ κρωζοπούλια ποὺ εἶχαν ἀρχίσει νὰ κατέρχωνται ἐλαφρῶς, ἦσαν σχετικῶς κοντά μου, πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μου κι ἐγὼ περίμενα τοὺς ἄλλους, ἐλεύθερος πιὰ ἀγχωτικῶν σκέψεων καὶ προβληματισμῶν ποὺ μοῦ εἶχε δημιουργήσει ἐκεῖνος. Καμία τύψη πλέον… Κι ἔτσι, καθὼς περίμενα τοὺς ἄλλους, μὲ ἕνα συναίσθημα θριάμβου ποὺ τὸν εἶχα διώξει καὶ μαζὺ τὰ ὅσα μοῦ κατελόγιζε, ξάφνου ἔνοιωσα κάτι νὰ πέφτῃ πάνω μου. Κύτταξα ψηλὰ καὶ εἶδα τὰ πουλιὰ νὰ μὲ κουτσουλᾶνε.
Δὲν εἶχα ξεμπερδέψει λοιπὸν τόσο εὔκολα ἀπὸ ἐκεῖνον. Κι ἀποδέχθηκα τὴν τέτοια ἐπίπληξη, δὲν ἔκανα τίποτε νὰ διώξω τὶς βρωμιὲς ἀπὸ τὰ ῥοῦχα μου καὶ συνέχισα μόνος νὰ περπατῶ, δεχόμενος αὐτὸν τὸν τρόπο τιμωρίας.
Πραγματικὰ ἐλεύθερος τότε, ἀφέθηκα στοὺς ἀέρηδες τῆς θάλασσας καὶ ὅ,τι σοῦ δημιουργεῖ ἡ στὸ πρόσωπο βροχὴ ἢ μήπως ἦταν ὁ ἀλαφιασμένος ἀπὸ τὸν ἄνεμο θαλασσινὸς ἀφρός;
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα