Τετάρτη, Αυγούστου 31, 2011

Sina ira et studio


Ἦταν ὅμορφη ~ σὰν δόντι τερηδονισμένο, ἑλκυστικὴ σὰν μυρωδιὰ μούχλας καὶ ποθητὴ σὰν τσιρλιπιπί· μὰ ἐν τάξει, μὲ ἰδιόκτητον νεότευκτον οἰκίαν (καὶ δίπατον οἷαν) στὴν Γλυφάδα ἀλλὰ καὶ ἐργασίαν δική της, πιχείρα δηλαδής, μὲ φισταμένους καὶ go do this, go do that, ποὺ ἔλεγε κι ὁ Μπόρατ, μιὰ χαρὰ ἦταν!

Ἦτο ἐπίσης γλυκομίλητος, λίαν γλυκομίλητος λέγω· σὰν ἐπιλοχίας στὰ στρατά, στοῦ Πάγκαλου τὰ χρόνια. Στὶς ἀρχὲς ποὺ τὴν ἔβλεπα νὰ μιλᾷ τοιουτοτρόπως στὸν γκόμενό της, εἶχα κλάσει στὸ γέλιο, τί πλάκα ποὺ ἔχει ἡ Δακρούλα, μὰ πῶς τὰ λέει μωρέ, μπὰ σὲ καλό της ἀσοῦμε… Εἶχα ὅμως λαθέψει. Λίγο οἱ ὁλονὲν πυκνούμενες πισκέψεις στὸ σπιτάκι της, λίγο τὸ ἐξ αὐτῶν ξεθάρρεμα, τῆς ἔβγαινε πιὸ εὔκολα ἐκεῖνο τὸ ὕφος ποὺ δὲν ἦταν ἁπλῶς δόντι τερηδονισμένο, ἦταν ὄζον βέγκε τέτοιο μὲ πασπαλισμένο λίγο αἷμα, ἄρτι ὑπὸ ὀδοντιάτρου ἐξαχθέν.

Μπορεῖ κάπως ἔτσι νὰ δίνω νὰ καταληφθῇ, ὅτι βαθμηδὸν τῆς ἀντελήφθην τὸ εὔχαρον, ἀλλὰ κατὰ πὼς λὲν οἱ ἀρχαῖοι ἡμῶν προγόνοι, ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα – μιὰ τέτοια λοξὴ κατάσταση δὲν χρειάζεται καιρὸς καὶ πλῆθος περιστατικῶν γιὰ νὰ τὴν ἀνθιστῇς.

Ἤμανε, ἤμεθα κάπου σὲ μέρος πανίδος κενταυρικῆς, διακοπὲς ἦσαν καὶ γύρω γύρω ταξιδάκι, κάποιο μάλιστα ξενοδοχεῖο καὶ ὥρα ποὺ ὅσο κι ἂν καταπνίγῃς τὰ γινάτια τοῦ παχέος ἐντέρου ἕνεκα φρέσκια γκόμενα, δὲν γινόταν. Μόλις εἶχα χέσει λοιπὸν κι ἔνιπτα τὰς χεῖράς μου, ὁ νιπτῆρι ῥόχθος δὲν ἦταν καὶ τόσο φασαριόζος, ἤκουα τὰ στὸ ἄλλο δωμάτιον εἰπωνόμενα τηλεφώνῳ (ἢ μήπως λόγῳ τοῦ ποιοῦ τῆς ἐκεῖ τύπισσας, ὑπονόμου_νομενα;) Μὲ σκούπισα σὲ μιὰ βελουτὲ πετσέτα (τὴν ὁποίαν ὁ χέστης δὲν εἶχα κλέψει κατὰ τὸ τσὲκ ἄουτ) καὶ ἐξῆλθον. Πῆγα καὶ ξάπλωσα δίπλα της, ἦταν στὸ κρεββάτι καὶ ὡμίλει ἡ μοιραζομένη τῶν ἐξόδων τοῦ χοτέλ, στὸ τηλέφωνο μὲ τὴν Δακρούλα.

Καὶ ναὶ Δακρούλα μου, εἶναι ὑπέροχα ἐδῶ καὶ τί ὡραῖα καὶ πόσο μὲ ἀρέζουν τὰ πάντα καὶ κομμάτι ἀπὸ κάτι ἀκόμα τῶν πάντων καὶ ναὶ ἀρέζουν καὶ σ’αὐτόν. Ναὶ ναὶ ναί!

Εἶχα ξαπλώσει δίπλα της λοιπὸν καὶ τὴν κυττοῦσα στὰ χείλη, τί ὅμορφη ποὺ ἦτο, τί ὀφθαλμοί, τί ὀφρύες, τί ῥινούλα (ποὺ ὁ λόγος λέγει) τί χείλη, τί στόμα~~~~στοματάκι, ἂχ ἄλλες γκοῦτ, πόσα γοῦστα ἔβγαζα μὲ οἵον αἰδοῖον, αἰδοῖον κλινῆρες παρ’ἐμοῦ! Καὶ αἰσθανόμην τὰ πάντα της τόσο γνώριμα μὲ μιὰ ἀνεκλάλητη τάσι κτητισμοῦ, καρφωμένος στὸ παλλόμενο, φθόγγους ἐκφερόμενο στόμα της – ὅταν σοῦ ἔχει καταπιῇ μάλιστα τὰ τσόκια ἀπὸ τὴν πρώτην κιόλας πεολειχία οὐχὶ ἀδίκως τὸ οἰκεῖον. Τῆς ἔπιασα καὶ τὸ χέρι ἀποσπώντας ἕνα βλέμμα της, μιὰ λοξοματιά της στὴν ὁποίαν χαμογέλασα, χαμόγελο νωπερωτευμένου, σορόπια πρώτης! Χαμογέλασε κι αὐτή· μοῦ ἔστειλε μάλιστα κι ἕνα ἐξουθενώσεις ὑποσχόμενο φιλάκι, ἀλλὰ ἐστράφη πάλι στὸ τηλέφωνο, πιὸ ἐπισταμένως καὶ σύνοφρις αὐτὴν τὴν φορά.

Τί λὲς Δακρούλα μου; Τί πῶς; Ἔλα, μὲ κοροϊδεύεις, χιχιχί, ἄιντε, κόψε πιά! Σταμάτα τὰ χωρατά, τί λὲς καλέ; Τί πῶς τὸν λένε; Καλέ; Μὲ δουλεύεις;

Ὄχι ἡ Δακρούλα δὲν τὴν δούλευε. Ὅπως ἔμαθα στὰ κατόπια, ἁπλῶς τὴν ῥωτοῦσε τὸ ὄνομά μου. Ντάξ, δὲν εἴχαμε καὶ δεκαετίες σχέση ἀλλὰ δὲν ἦμην χθεσινὸ ἔπαθλο, ἦταν κάποιες βδομάδες, κοντὰ δυὸ μῆνες (μωρὲ μήπως τρεῖς; Πιθανὸν καὶ τέσσαρες) ποὺ ἔσχον βάσανο στὴν καμπούρα μου, φυσικὰ ἀρχῆς ἐξ’ἐξαρχῆς εἶχα πᾶσι συστηθῇ. Παρὰ ταῦτα δὲν θυμόταν τὸ ὀνοματάκι μου. Καὶ πάλι ντάξ, μπορεῖς νὰ πῇς ὅτι λαχαίνουν τέτοια, δὲν εἶναι καὶ ὅλοι οἱ αθρῶποι τέρατα μνημονικοῦ, ἀλλὰ ὅταν ἡ συνκρέββατή μου τῆς ἀπεκάλυψε πῶς μὲ φωνάζουν, ἡ ἄλλη παρέμενε εἰσέτι μέσα στὰ ἄει μωρή πές μου ἐπιτέλους πῶς τὸν λένε... Καὶ ξανὰ μανὰ ντάξ, πὲς πὼς δὲν θυμᾶσαι τὸ ὄνομα κάποιου, σοῦ διαφεύγει, ἄθρωπας εἶσαι μωρέ, σεβαστόν. Ἀλλὰ ὅταν στὸ λένε, σοῦ φωτίζουν ὅ,τι δὲν θυμόσουν, πόσο χάλιας μπορεῖ νὰ εἶσαι γιὰ νὰ ἐξακολουθῇς ἐπίμονα νὰ ζητᾷς πὲ τὸ ὄνομα μαρή! Θυμηθῇτε τοὺς ἑαυτούς σας (sic) ὅταν δὲν μποροῦσατε νὰ ἀνακαλέσετε κάτι (μωρὲ κάτω ἀπὸ τὴν γλῶττα μου τὄχω!) καὶ ἕνας δίπλα σας σᾶς τὸ ὑπενθύμιζε, τί καὶ πόσο ἀνακουφιστικὸ (συναίσθημα) σᾶς καθόταν! Καὶ ὅ,τι μέχρι πρότινος ἄγνωστο τώρα γνωστὸ καὶ πώπω τὄχω χάσει ποὺ δὲν θυμόμουν τό... Ἒ κάτι τέτοιο μὲ τὴν Δακρούλα νάδα! Ἄλλα ’ντ’ ἄλλα τῆς Παρασκευῆς τὸ γάλα καὶ σιγὰ μὴν τὴν ἐμπιστευθεῖς νὰ στὸ ζεστάνῃ λίγο – στάχτη καὶ μπούρμπερη ὁλάκερο τὸ σπίτι!

Δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ κάνει τέτοια, μοῦ ἀφηγιότανε μετὰ ἡ φίλη τῆς Δακρούλας, ἀφοῦ νὰ φανταστῇς τὰ προσκλητήρια τῆς Θεοδοσίας αὐτὴ εἶχε τυπώσει, τὸ μυστήριο, θέμα μας καὶ κουβέντα καιρὸ πολὺ πρὶν νὰ γίνῃ, τρεῖς ἐπίσης ἡμέρες πρό, κάναμε κι ἐκεῖνο τὸ οὕτως εἰπεῖν μπάτσελορ, ἀλλὰ ἐν τέλει, εἶχε ξεχάσει νὰ ἔλθῃ στὸν γάμο. Ὅταν εἴδαμε κι ἀποείδαμε μὲ τὴν καθυστέρηση, τῆς τηλεφωνήσαμε, ποῦ εἶσαι μωρή; ἦταν στὸ Ἀλεποχώρι γιὰ σουκοῦ, τὴν εἴχομεν πετύχει πάνω στὴν τρίτη μετὰ τοῦ καλοῦ της πυτζαμάτη μπιρίμπα, ἆρον ἆρον ἦλθε!

Ὅτι νἆναι ποὺ λένε νιόφαντοι φιλόσοφοι, ἀπολαυστικότατο φυσικά. Ἀπὸ ἕνα σημεῖο καὶ μετά, τὴν λόγιζα θησαυρό, ἄλλοι πλερώνουν ἐννέα εὐρὼ σὲ μούλτι σινεμάδες, γὼ τὴν εἶχα τζάμπα μερικὰ βράδια σαββάτων. Καθόμανε σὲ μιὰν ἄκρη στὸ σαλόνι της, προσεκτικὰ καὶ συνεσταλμένα ἵνα μὴ μὲ τὴν ἀνάσα μου (ἀλλὰ καὶ τὸ τσουνάμι ἀνέμου ποὺ προκαλεῖ ἕνα κάθε δέκα δευτερόλεπτα, παλλόμενον βλέφαρον) φθείρω τὸ ἀκριβὸ τραπεζάκι ὅπερ οὕτως ἢ ἄλλως εἶχε καλυφθῇ μὲ μιὰ κουρελοῦ καὶ μάζωχνα ὡσὰν καλύμνιος βουτηχτὴς τὰ στὸν βυθὸ ποὺ ἦταν κρυμμένα της. 

Καὶ γιατί πᾷς καθημερινῶς ἀπὸ τόσο νωρὶς Δακρούλα στὴν δουλειά;

Τὸ εἶχα κι αὐτὸ ἀκούσει ἀπὸ τὴν φίλη της ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ ὅρια στὴν ἀλλοκοτιά, δὲν ἐδυνάμην νὰ τὸ πιστεύσω κι ἔτσι τὸ εἶχα θίξει ἕνα βράδυ ἐκεῖ.

Μὰ ἔχει βρὲ περίεργε (οὕτως μὲ εἶχε ἀποκαλέσει) πολλὴ κίνηση τὸ ἄστυ, ποῦ νὰ σταθμεύσῃς ἂν κινήσῃς ὥρα κανονικιά, δὲν θὰ βρίσκαμε!

Κι ἔτσι, ἄτιμος κίνησις! ἡ Δακρούλα, ξυπνοῦσε στὶς τρεῖς τὰ ξημερώματα καθημερινῶς, ἔπαιρνε τὴν τουαλέττα της κι ὅλα τὰ προβλεπόμενα ποὺ ξηγιοῦνται οἱ μουζίκοι καὶ πάγαινε γιὰ τὴν δουλειά της. Ἐκεῖ, ὥρα νὰ ποῦμε τρεὶς καὶ μισή; κάπου τόσο τέλος πάντων, ἀφοῦ ἔφτανε στὸ μαγαζί, τὴν ξαναέπεφτε μεγαλόπρεπα ἀλλὰ καὶ ὀλίγον σταχανοβικὰ ὥστε καὶ πάλι νὰ ἐγερθῇ στὶς ἐννέα παρὰ καὶ νὰ διαθέσῃ ἑαυτὸν καὶ ὑπηρεσίας στοὺς πελάτας.

Θάμβος ἀγλαόν, ὢ Θεοί, ὢ ἄνθρωπε, ἰκανὲ γιὰ τὸν ἀφρὸ μὰ καὶ γιὰ τὴν μούργα! Ἄλλο νὰ τὸ ἀκοῦς ἀπὸ κάποιον τρίτον κι ἄλλο ἀπὸ τὸν ἴδιο, τὸν διαπράξαντα μιὰν τέτοια σοφία, τὸν διαθέτοντα τοσούτη ἀγχίνοια, τὴν ὁποίαν ἂν ἀκολουθούσαμε ὅλοι οἱ κατοῖκοι τῆς ταλαιπώρου πόλεως ταύτης, πολλὰ θὰ ἤντουσταν πολλὰ καλλίτερα. Δὲν μὲ θυμᾶμαι πάντως ἀκριβῶς στὴν ἐκφορὰ τοῦ ἐσχάτου φθόγγου τῆς τελευταίας λέξεως αὐτῆς τῆς ξήγας, νὰ ξεσπάω σὲ ἔνδακρεις φωναχτεροτάτους γέλωτας καὶ νὰ χτυπῶ τὰ γόνατά μου – γιατί ἄραγε; Δὲν νομίζω νὰ μὲ συνεκράτουν οἱ ἄγραφοι τῆς φιλοξενίας νόμοι, ἴσως νὰ σεβόμην αὐτὴν τὴν λόξα μὲ τὸν σκεπτικισμὸ ποὺ ἐπιφυλλάσουμε ἐνώπιον νεωτερισμοῦ τινός ὅστις κατ’ ἀρχὰς πάντοτε παραξενεύει τοὺς ἄλλους ἀλλὰ ὅταν γίνεται κανὼν, τὸν ἀποδεχόμεθα καὶ παραδεχόμεθα καὶ κραυγάζομεν: μέγας εἷ ῥὲ μάγκα!

Τὰ Σαββάτῳ οἴκοι της μπιενάλε ἔσχον ποικιλία. Συνεζητούσαμε περὶ τῶν πολιτιστικῶνε, συνεφωνούσαμε γιὰ βόλτες στὶς λυρικές, σὲ μουσεῖα, κριτικαρίζαμε βιβλία, παράστασες... Τὴν ἄκουα κυρίως· καθ’ὅσον δὲν διέθετον τὴν ποιοτικὴν αὐτῆς στάθμην καὶ παρενέβαινα μόνον ὅταν ἔκρινα σκόπιμον ἵνα μὴ χαρακτηρισθῶ ἐν τέλει ἀκαλλιέργητος ἀγροῖκος - πετιόμανε μὲ ὅσα θυμόμουν ἀπὸ μιὰν ἐν τάχει ἀνάγνωσιν τοῦ ἀθηνοράματος. Σὲ αὐτὸ τὸ τέμπο, πιστοτάτη στὴν ἀπαρέγκλιτη τήρηση τοῦ εὖ, συνιστοῦσε (κράξε με: ὑπεχρέωνε) τὸν ἀγαπημένο της ὅπως ἀποκηρύξῃ μετὰ βδελυγμίας παρακολούθηση μέινστρημ ταινιακίων καὶ νὰ τὸ γυρίσῃ σὲ Μακαβέγιεφ, Ἀγγελόπουλα καὶ τὸν ἄλλον μὲ τὴν σκουλαρικάτη σκατόφατσα. Συνιστοῦσε. Μὲ τὸ γλυκὺ ὕφος δεσμοφύλακος σὲ γκούλαγκ, προτάσσοντας γνώση, ἐπαϊοντισμὸ καὶ ἕναν πατερναλισμὸ ποὺ δὲν σήκωνε ἀντίρρησες. Κι ὅλα τοῦτα χωρὶς τὸν βραχνὰ τῶν 9 εὐρώ! Χώρια καὶ τὰ παρελκόμενα - ἒ ἕνα ποπκορνάκι καὶ μιὰ γκαζόζα δὲν θὰ τὴν ἔπαιρνες;

Τὴν θυμήθηκα οὐχὶ γὼ μὰ μιὰ ὑπενθύμισις στὸ κινητό μου. Ἓν ἔτος ἔλεγε. Ἦταν τότε ποὺ ἐγγράφως παρότρυνε τὴν φίλη της νὰ στέῃ μακρὰν τοῦ τοῦ τοῦ τοῦ τοῦ τοῦ τοῦ ἂχ πῶς τὸν εἴπαμε μωρέ;

Στέει μακρὰν διότι γιοῦ νέβερ νόου, εἶναι παράξενος καὶ περίεργος ὁ ἐγὼ (ἐγὼ ντέ! Ὁ ποὺ γράφω) δὲν ξὲς τί μπορεῖ νὰ σὲ κάνῃ, ξές; Καὶ τὰ ὑπεστήριζε αὐτὰ ἡ Δακρούλα, ἥτις ἐτήρει ἐπαφὴν μὲ ἕναν κάποιον ἀπὸ τὸ παρελθόν της οὕτινος τὸ ποιὸν εὐκόλως μπορεῖ νὰ γίνῃ ἀντιληπτὸ ἀπὸ τὸ ὅτι καίτοι ἐκ τῆς κάαααποτε βιομηχανικῆς περιοχῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Ῥέντη συστηνόταν ὡς κόμης ἐκ Καστέλλας – κόμης μὲν δανεικὰ ζητὼν δέ... Τίς οἶδε, ἴσως ἔκτοτε νὰ εἶχε κρίση τὸ ταριφεπάγγελμα... Ἂχ Δακρούλα, ἀδιαλείπτως ἀλλὰ καὶ ἐσαεὶ σχεδὸν δελφινάριος ἐπιθεώρησις! Ἓν ἔτος μετὰ καὶ ἐκεῖνοι της οἱ φόβοι πόσο ἀληθεῖς βγῆκαν! Μιὰ τούρτα στὸ προσωπάκι της, 365 δράμια κρέμας πατισερὶ κι ἂς τῆς ἐξέχῃ ἡ ῥίνα...  






Δευτέρα, Αυγούστου 29, 2011

Ὁ Γράμμος ἠλευθερώθη!



Σάββατο, Αυγούστου 27, 2011

count on me!


72,6

Πορφυρογέννητος Γωνιὰ



ΑΕΚ Δυναμὸ Τυφλίδος 1-0 (ΟΑΚΑ) 18/8/2010
Γιουρόπα Λῆγκ – Προκριματικὰ Πλέυ ὂφφς – 1ος ἀγὼν
23 Κωνσταντόπουλος 31 Γεωργέας 15 Καράμπελας 4 Μανωλᾶς 5 Δέλλας (32΄ 6 Κάλα),  14 Μάκος, 1 Καφές, 22 Γκούντγιοσεν (81΄ 19 Λαγός), 8 Μπέλεκ, 10 Κάρλος, 33 Λυμπερόπουλος (56΄ 9 Λεονάρντο)
Σκόρερ: 87΄ Κάρλος
Κίτριναι : Μάκος Γεωργέας Μανωλᾶς Καράμπελας Κάρλος Καφὲς
Διαιτητής: Ἔβανς (Οὐαλὸς)

Δυναμὸ Τυφλίδος ΑΕΚ 1-1 (Μπόρις Παϊχάτζε) 25/8/2010
Γιουρόπα ΛῆγκΠροκριματικὰ Πλέυ ὂφφς2ος ἀγὼν
23 Κωνσταντόπουλος (36' Ἀραμπατζῆς), 31 Γεωργέας, 15 Καράμπελας, 6 Κάλα, 4 Μανωλᾶς, 14 Μάκος, 90 Γκέντζογλου, 19 Λαγός (106΄ 1 Καφὲς), 22 Γκούντγιονσεν, 10 Κάρλος (106΄ 1 Καφὲς), 33 Λυμπερόπουλος
Σκόρερ: 111΄ Λεονάρντο (πέν.)
Κίτριναι: Kάρλος Μάκος Κάλα Καράμπελας Γκούντγιονσεν
Διαιτητής: Τσέφεριν (Σλοβένος)


Τετάρτη, Αυγούστου 24, 2011

count on me!



ΛΓΜ – 4,8

Τρίτη, Αυγούστου 16, 2011

παλιὰ φρουρὰ



Τὸ σκεπτόμουν τὶς προάλλες· κάποιες συνήθειες χάθηκαν σὺν τῷ χρόνῳ, λίγο ἀπαίσιες, λίγο βάρβαρες, λίγο σιχαμένες.

Ὄχι ὅτι βγῆκε φετφὰς καὶ ξαφνικὰ σταματήσαμε νὰ σφάζουμε ἀλέκτορες στὰ θεμέλια κατοικιῶν - τί μᾶς φταῖνε τὰ ἄμοιρα κοκοράκια, τὸ λέει μάλιστα κάποιος πάσχων ἀπὸ ὀρνιθοφοβία...

Οὔτε κάποιο Βασιλικὸ διάταγμα ξαπόστειλε τοὺς μπιντέδες ἀπὸ τὶς τουαλέττες τῶνε σπιτιῶνε - ἄχ, αὐτὰ τὰ συφώνια τί θὰ εἶχαν δεῖ!

Καὶ σίγουρα κανεὶς ἀπὸ τὸ ΠΓ τῆς ΚΕ τοῦ Κομμάτου δὲν ἐξαφάνισε τὶς ὀδοντογλυφίδες ἀπὸ τὰ τραπέζια τῶν καπηλειῶνε – τί σοῦ φταίω ῥὲ Ἀλάριχε πάνω ποὺ χαριέντως μασάω τὴν γαριδούλα μου νὰ σὲ βλέπω μόλις νὰ ἔχεις ἀνασύρει ἀπὸ τὸν ἡμιυπαίθριο χῶρο μεταξὺ τῶν κοπτῆρων σου, τεῦχος μοσχαρίσιας, τοῦ ὁποίου μάλιστα τὸ μῆκος θαυμάζεις καθὼς σπαρταρᾷ ἐξορυσσόμενο;

Ἀλλὰ σὺν τῷ χρόνῳ ἀλλάξανε τὰ κόζα, χαθήκανε οἱ παπαριὲς μὲ ἕναν τρόπο περίεργο – σιωπηλὰ μιὰ γιούχα ἐπικράτησε.

Μόνο ἕνα παραμένει εὐσταλὲς καὶ ἀμετακίνητο καὶ μονολιθικὸ σὰν ἐγγλέζικη ἕξη· οἱ ῥακέτες στὶς παραλίες. Εἶσαι στὸ καρεκλάκι σου, κάτω ἀπὸ τὴν ὀμπρελίτσα, ἔχεις τονίσει στὰ γύρω γκομενάκια ὅτι ἡ νηστεία τοῦ 15αὔγουστου δὲν σὲ ἀφήνει νὰ τὶς κεράσῃς ἕναν ποῦτσο καὶ παρέα μὲ τὴν πίπα καὶ τὸν μπέρρυ καπνό της ἔχεις ἀφιερωθεῖ στὸν Τσιφόρο. Στὸ διάστημα ποὺ γυρίζεις σελίδα, σκέπτεσαι ὅτι βιώνεις κάτι μᾶλλον τέλειο καὶ ἀφήνεσαι λίγο στὸ ἀποτρέπον ἐφίδρωση ἀεράκι.

Ναὶ καλά, κάποιοι κάγκουρες τὴν εἶδον φίτνεσς καὶ ἀναλαμβάνουν τὸν δέοντα ἐξοπλισμό. Ἔρχονται ὄχι ἐντελῶς μπροστά σου κι ἀρχίζουν. Βαθμηθὸν κινοῦνται, πλησιάζουν καὶ καταλήγουν ἐντελῶς μπροστά. Καὶ δὲν εἶναι ἐκνευριστικὸς καὶ τὴν ἡσυχία χαλὼν ὁ κρότος τῆς ῥακέτας στὸ μπαλάκι, ἀλήθεια δὲν εἶναι, ἄλλωστε φασαρία ὑπάρχει. Φόβο μοῦ προκαλεῖ αὐτὸς ὁ θόρυβος τοῦ φιλιοῦ ῥακέτας καὶ μπαλακίου. Σὲ κάθε φορά του σκέφτομαι ὅτι ἕνα δύο δευτερόλεπτα τοῦ ῥακετισμοῦ θὰ νοιώσω αὐτὸ τὸ χνουδωτὸ μπαλάκι στὴν μάπα μου. Καὶ δὲν εἶναι ὁ πόνος, ἡ τρομάρα εἶναι. Τί σπαστικό! Ὅσο διαρκεῖ ἡ ἀθλοπαιδιά τους, τόσο κρατᾷ ἡ σπαρίλα, ὁ φόβος, τὸ ξενέρωμα.

Καὶ ὅλα τὰ συστατικὰ τῆς παρὰ τὸν φλοῖσβον ἠρεμίας, πᾷν... 

Σάββατο, Αυγούστου 13, 2011

Κι ὁ γλάρος ἀποῦσος


λαϊκιὰ μούσα [μὲ ἀνυπέρθετο καὶ νάμπερ οὐὰν ἐκπρόσωπό της τὸν Ὀράτιο Ῥανταπλάν, ἕναν μπῆντνικ ἀντιρρησία συνείδησης στὸν πόλεμο τοῦ Βιετνὰμ ὁποῖος ἐν τούτοις κατετάγη ἐθελοντικῶς στὸν πόλεμο τοῦ 99 στὸ Κόσοβο καὶ τώρα (2011) φέρει βαθμὸν ἐπιλάρχου στὸ Ἀφγανιστὰν] ἔχει κυρίως ἐπικεντρώσει κι ἀφιερώσει ἐμπνεύσεις στὶς γιορτὲς καὶ κυρίως στὶς συναισθηματικὲς (σὲ οὔρμπαν γκρίζο περιβάλλον ὅπου τὸ ἐγὼ συνθλίβεται στοὺς τῶν ἐλὶτ καπιταλιστικοὺς μηχανισμοὺς τῆς ἀλλοτροίωσης) ἐκρήξεις ὅταν αὐτὲς βιώνονται μοναχιστί.

Μὰ κανεὶς (βάσει τοῦ index τῆς μείζονος ἐγκυκλοπαιδείας τοῦ Βατικανοῦ) δὲν ἔχει ψελλίσει κάτι γιὰ τὶς φάσεις ποὺ περνᾶμε τὴν πρώτη στὴν δουλειὰ μέρα κατόπιν ἀδείας. Σὲ αὐτὸ τὸ γνώριμο κι ἐπανακάμψαν περιβάλλον, αὐθωρεὶ οἱ διακοπὲς γίνονται διακοπεῖσαι καὶ καὶ τοῦ χρόνου. Σὲ ῥωτᾷνε πῶς πέρασες κι ἀφοῦ φορέσεις τὸ κοστούμι τῶν κοινοτοπιῶν ἀπαντᾷς καλά. Ἴσως δὲ νὰ μεσολαβήσουν κάποια ἄρρητα – κοσμοπλημμύρα στὶς πλὰζ πῶς περάσατε τὸ καλοκαῖρι μπάνια κάνατε πῶς μαύρισες ἔτσι ἐδῶ ψηθήκαμε κουφονήσι τὸ ἀπόγευμα εἶναι ἡ καλλίτερη ὥρα γιὰ μπάνιο δὲν ἀντέχω πάω νὰ βουτήξω καλὸ ψάρι βρήκατε ἀπ’ ὅταν ἀσφαλτόστρωσαν τὸν δρόμο πλάκωσε ὅλη ἡ μουργομπασκλασαρία φολέγανδρος δὲν καίγομαι ποτὲ φτοὺ κάποιοι μᾶς πῆραν τὴν σκιά ποῦ διακοπὲς μὲ τέτοια κρίση. Μετά, πάλι ἕνα ἐρωτηματικό, ποῦ πῆγες;

Γώ, ἐσκέφθην ἐφέτος νὰ μὴν πάω πουθενὰ καὶ νὰ βάλω στὴν τράπεζα τὸ ἐπίδομα ἀδείας ἀλλὰ καὶ τὰ ὅποια γκαφρὰ θὰ ξόδευα σὲ ἑστίαση, ξενοδοχείαση καὶ ὅ,τι ἄλλο ξοδεύει ὁ κόσμος, τί μὴ μὲ ῥωτᾶτε καθ’ὅσον διότι κι ἐπειδή... Ἐξερχόμενος τῆς τραπέζης λοιπόν – εἶχε προηγηθῇ καὶ ἡ συμφωνία ἐκείνη ποὺ χαλάρωσε λίγο τὴν κωλοτρυπίδα μας – ἄρχισα νὰ σκέπτωμαι χαραμάδες μὴ καταρράκωσης τοῦ ῎ιματζ.

Ἡ σκέψις κάπου κατέληξε καὶ ὅταν λοιπὸν ψές, πρώτη ἡμέρα ἐν ἐργασίᾳ, μὲ ῥωτοῦσαν ποῦ ἔπαγες, ἀπαντοῦσα, Νίς. Τὸ ἀπέναντι φρύδι ἔσκυβε λιγουλάκι καὶ Νίκαια, ξηγοῦσα. Γαλλία; ξαναρωτοῦσαν ἀκμαίως. Καὶ κουνοῦσα τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω μήπως καὶ εἶχε λεκὲ ἀπὸ τὶς μπάμιες τὸ τιρκουὰζ λακοστάκι μὰ οἱ ἀπέναντι τοῦτο τὸ λόγιζαν ναί. Δὲν ἐρώτουν λεπτομερείας, ὄθεν τοὺς ἄφηνα νὰ νομίσουν γιὰ μέρες δεκαπέντε ὅτι ἔπαιζα τάβλι μὲ θέα λαδωμένο Ἀλβέρτο καὶ ξαναγύριζα στὶς μπάμιες μου - ὄχι δὲν εἶχε μάσα τὸ πρόγραμμα μετὰ ἀπὸ τὸ πλακωτό, μπάμιες ἔφαγα χθὲς πρώτη μέρα στὴν δουλειὰ σὲ τάππερ ὡς εἴθισται.

Χθὲς ἡ Μῦ, ὅπως ἴσως θὰ λέγαμε Μαρία, μετὰ ἀπὸ τὸ καλωσόρισμα, μὲ ῥώτησε ἐπίσης ὅλα τοῦτα μὰ γὼ πειδὴς ποτὲς δὲν μπορῶ ψέμματα νὰ τῆς πῶ, παρρησεύθην καὶ δὲν πῆγα πουθενά, μέρες δεκαπέντε στὸ σπίτι ἤμανε. Ἄ εἶπε καὶ φάνηκε ὅτι ἀμηχανεύθηκε λίγο καθ’ὅσον, ὅταν ῥωτᾷς κάτι τέτοια περιμένεις ἀπὸ τὸν ἄλλον κάτι νὰ σοῦ πῇ· ἒ καὶ τὸ χειρότερο μέρος νἆναι, τοῦ πετᾷς ἔστω ἕνα κάλπικο, μιὰ χαρὰ καὶ τοῦ χρόνου! Ἐνῷ τώρα…; Ἂ εἶπε καὶ μάλιστα χαμηλόφωνα, ἴσως κι αὐτὸ νὰ τῆς φαινόταν παράταιρο καὶ ἔστειλε ἀλλαχοὺ τὴν κουβέντα, κύτταξε τὸ κρανίο μου καὶ εἶπε πόσο σοῦ πάει, σοῦ πάει, ναί! Καὶ καθὼς θώπευσε (μὲ τὸ βλέμμα οὐχὶ μὲ τὶς χειρῖδές της)τὸ ξυπόλητο κεφάλι, ἦρθε λίγο πιὸ κοντὰ καὶ ξανὰ ἀμόλησε γι’ἀλλοῦ τὴν καλούμπα τοῦ μπλᾶ μπλά: Τί ὡραῖα μάτια ἔχεις, μὰ τώρα ἀνεδείχθη τὸ κάλλος των, τώρα ναί. Καλέ…; Πράσινα εἶναι; 

Τζιβιτζιλιάρικα ψευτογέλασα λίγο καὶ ἔνοιωσα ὅπως νοιώθουν φερέλπιδα πουτανάκια, ἔφηβα εἰσέτι, στὰ πρῶτα πειράγματα καθὼς διέρχονται γιαπιῶν οἰκοδομῶν τὴν ὥρα τοῦ κολατσιοῦ. Μὰ νὰ ἀκούω γιὰ τὰ μάτια μου ἀπὸ γκόμενα ἔχουσα μάλιστα κι αὐτὴ ψαρωτικὸν μάτι κάτσε δὲ καλά; Ὢ τί στὰ μπούνια γοητευθείς, ἐρρυθριῶ Μῦ μου! Τὸ ἐντελῶς περίεργο μάλιστα ἦτο ὅτι καμμιὰ ἀπὸ τὶς κατὰ καιροὺς γκόμενές μου, μὲ τὴν ἀποθεωτικὴ διάσταση τοῦ ὅρου δὲν μοῦ τὸ ἔχει πεῖ, ποτές! Ὅλαι (δηλαδὴ αὐτὸς ὁ πληθυντικὸς τώρα, λίγο παράταιρος κι ἐγωιστὴς λίγο ἁρμένικης βίζιτας, ἐνοχλητικὸς σὰν ἰούλια ἱδρωτσίλα στὸν λαιμό, ἤγουν μία εἶναι οἱ γκόμενες ποὺ εἶχα) πισταὶ στὰ δηλωθέντα τῆς ἀστυνομικῆς μου ταυτότητος μὲ νόμιζαν καστανὸ καὶ δὲν τὸ πάγαιναν παραπέρα. Τὰ ῥομαντικὰ περιορίζοντο στὸ εὗρος ποὺ δημιουργοῦν δηλώσεις ἀπὸ γαμώτο! αλήθεια μου έχει λείψει να σε πάρω εντελώς και μόνο στο στόμα μου! σε έχω αμελήσει ολίγον, αλλά υπόσχομαι θα επανορθώσω πάραυτα! μέχρι ειδικά όταν είμαι έτσι και μου κάνεις γλυφομούνι και με ψιλοτσιμπάνε τα γενάκια σου, αχ είναι τέλεια.....δε μπορείς να φανταστείς........νοιώθεις να συσπάται το μέσα μου.... καταλήγοντα σὲ πράγματα ποὺ συνήθως χῶρα λαμβάνουσιν μετὰ ἀπὸ τὸ 43ον ῥαντεβοὺ (καὶ μὲ πολλὰ παρακάλια καὶ ἂν) μὰ μὲ τὴν καλή μου τὸ ἀπηλαύσαμε στὸ πρῶτο! συνεπῶς γιὰ χωροταξικοὺς λόγους οἱ ματιὲς δέον νὰ ὦσιν χαμηλά.

Ἔμεινα λίγο μαλάκας λοιπὸν εἰς ὅ,τι ἡ Μῦ ἔλεγε γιὰ τὰ μάτια μου (τὸ συνέχιζε, ἀπηθύνετο μάλιστα καὶ σὲ γείτονες συναδέλφισσες αἵτινες πάντως κι εὐτυχῶς δὲν ἔδωσαν πολλὴν σημασία) καὶ γελοῦσα ἀμήχανα ποὺ αὐτὴ εἶχε ἐπισημάνει κάτι τέτοιο. Γιόμισα ἔπαρση, φούσκωσε ἡ αὐτοπεποίθησή μου καὶ ἐτοιμάστηκα νὰ τῆς προτείνω τὸ μπορντὼ πακετάκι, θὰ κάνῃς τσιγάρο;

Γιὰ νὰ εἶμαι εἰλικρινὴς πάντως, τὰ μάτια μου δὲν εἶναι ἀναφανδὸν πράσινα. Ἀπὸ τὸ ἀνοικτὸ καφὲ ξεκινᾶνε καὶ μὲ ἕναν φυσιολατρικὸ τρόπο καταλήγουσιν σὲ ἕνα σχεδὸν πετρόλ. Ὅπως μιὰ πολλὰ ὑποσχομένη πλουμέρια πάνω στὰ ντουζένια της μεγαλώνει καὶ μεγαλώνει κι ὁ ἐξελισσόμενος καὶ ὁλονὲν τρανούμενος κορμουδάκος της, φωτεινὸς καφὲ ἐξελίσσεται σὲ βαθὺ πράσινο, ἔτσι καὶ τὰ μάτια μου ὑπὸ κάποιες προϋποθέσεις θὰ φανοῦν πράσινα. Θὰ πρέπῃ λοιπὸν νὰ συντρέξουν μερικοὶ ἀστερίσκοι ὥστε προσηλωμένη (sic) στὶς κόρες μου νὰ μοῦ δῇς αὐτὸ τὸ χρῶμα.

Ἕνας σημαντικὸς παράγων γιὰ νὰ ἀναδειχθῇ τὸ πράσινο αὐτὸ (τὸ ὁποῖον εἶδε πρώτη ἡ Μῦ, ξανατονίζω) εἶναι ἡ περιβολή μου νὰ ἀπαρτίζεται ἀπὸ χρώματα θερμὰ μήκους περίπου 680 νανομέτρων – χωρὶς τοῦτο νὰ ἀποτελῇ τὴν καταλυτικὴ συνιστώσα. Τὸ πλέον σημαντικὸ ποὺ κάνει νὰ κυριεύσῃ αὐτὸ τὸ χρῶμα τοὺς ὀφθαλμούς μου λαμβάνει χῶρα ὅταν ὁ ἀμφιβληστροειδὴς χιτῶνας τοῦ παρατηρητοῦ, ὀξυδερκής, ἄοκνος καὶ φίλεργος, ἀποκωδικοποιήσει τὰ μήκη κύματος τοῦ φωτὸς στὶς ἀποφύσεις τοῦ νευρικοῦ συστήματος μὲ τρόπο ὅμοιο ὁ ὁποῖος συναντᾶται, παρατηρεῖται, ξεδιπλοῦται στὰ ἀφροδίσια.

Ὅταν παραδείγματος χάριν, ἡ στάσις τῶν σωμάτων εἶναι τέτοια ποὺ δὲν ἐπιτρέπει στὴν γυναίκα νὰ δῇ τὸ ὑδραυλικὸν σημεῖον τῆς χαρᾶς ἀλλὰ παρὰ ταῦτα μπορεῖ νὰ περιγράψῃ μὲ κάθε λεπτομέρεια στὸν ἐπιβήτορά της τὴν ἀνατομία του (τρόπος - ῥυθμός - συχνότης ῥοῆς αἵματος στὸ σάρκινο κοντάρι, τὸ ἐλλειψοειδὲς τῆς σφαίρας τῆς βαλάνου, τὸν λόγο μήκους τῶν φλεβῶν πρὸς τὴν συνολικὴ ἔκταση τοῦ μορίου, τὴν ἐκκρινομένη ποσότητα προργασμικῶν ὑγρῶν, τὰ ἑκατοστὰ ποὺ χάνονται σὲ κάθε διείσδυση στὴν χάσκουσα κάθιδρη ὀπή, τὸν ἀριθμὸ τῶν ῥυτίδων στὸ ἀγόμενο καὶ φερόμενο ἀλλὰ καὶ λόγῳ ῥιγους συσταλθὲν ὄσχεο, στὸν βαθμὸ ὁμοιότητος τῶν σχεδίων αὐτῶν τῶν ῥυτίδων μὲ τὰ δακτυλικὰ ἀποτυπώματά τοῦ κατόχου, τὶς φορὲς ἀναδιπλώσεως τῆς πόσθης, τὸ χρονικὸ περιθώριο μέχρι τὴν ἐκσπερμάτιση ἀρχομένου τῆς πύκνωσης τῶν χαοτικῶν κινήσεων τῆς λεκάνης) ἐν μέσῳ μάλιστα χαμαιτυπικῶν ἐρωτόλογων, στρωτὰ ἐκφερομένων ἄνευ τοῦ παραμικροῦ προσκώμματος ἀπὸ τὶς ἄναρχες ἱμερικὲς ἄνασες τότε ἡ γυναίκα αὐτὴ πληροῖ τὶς προϋποθέσεις νὰ δῇ πράσινα τὰ μάτια μου.

Ἄφησα τὰ χέρια μου ἀπότομα ἀπὸ τὸ πληκτρολόγιο σὰν νὰ εἶχε ῥίξει κάποιος καυτὸ νερό, ἔσπρωξα τὴν καρέκλα, ἔτρεξα πίσω της καὶ πῆρα βαθιὰ ἀνάσα γιὰ νὰ τῆς φωνάξω ἐρώτηση:  

Μῦυυ, ἂς ποῦμε Μαρία… Μῦυυυυ; Ξεύρεις νὰ μαγειρεύῃς;
blog stats