Πρόσφατος ειδησεογραφία έσχε ές θέσιν περίοπτον, κανελώδη νέα περί τής ελλαδικής επαρχίας. Ελλαδική επαρχία μέ τά θετικά της καί τά αρνητικά της – κυρίως αυτά. Η σάν μεσημβρινή εκπομπή τηλεοράσεως, νοοτροπία μας, δέν μάς επέτρεψε νά μήν εμφιλοχωρήσωμε στά αλλότρια. Τουλάχιστον, μέ τά προσχήματα παρέα, σχηματίσαμε έκφραση απορίας στό πρόσωπόν μας, αιφνιδιασθέντες μέ ό,τι μαθαίναμε… Άλλωστε, δέν απαιτείται πολύς κόπος νά μάθης τί συμβαίνει στά τής επαρχίας. Είτε επειδή ο χώρος συγκεκριμένος καί άς πούμε, μικρός, είτε επειδή υπάρχει μεγάλη προσφορά άπό περίεργα περιστατικά. Μιά επαρχία καραγατσική μέ λίγα λόγια, όπως τήν συναντάμε στό έργο τού έν λόγω συγγραφέως. Ποιό όμως προκρίνεται, ποιό από όλα τά σκηνικά τής καραγατσικής επαρχίας, μέ τά αποτροπαίως ελκυστικά ή ελκυστικώς αποτρόπαια, μέ τά κρύφια καί μή, σκανδαλώδη;
Μήπως αυτό τό άπό τά Νεανικά Διηγήματα, «Αννούλα»; Ο αναγνώστης συναντά τήν ομώνυμον κόρη, μιάν ολίγον ασυνήθιςη, μάλλον απόκοσμη. Αυτή, αγαπήσασα τόν τού χωριού χωροφύλακα (δεσποινίς όχι όμορφη αλλά μέ προίκα 100 γίδια καί 30 χιλιάδες μετρητά) τού δίνεται ξεδιάντροπα σέ έρημο ςενό τής γειτονιάς της ελπίζουσα σέ κάτι στρογγυλό. Τό τέλος δέν είναι όπως τό φαντάζεται στό λοξό μυαλό της. Ο χωροφύλαξ πείθεται άπό ένα καινοφανές ρητό «στρίβειν διά τής προώρου εκσπερματώσεως» καί άρχεται η άνευ επιστροφής πορεία πρός τήν τρέλλα.
Γεμάτη περίεργα αυτή η Θεσσαλία, ουχί μόνον πέριξ τού σαρκίου. Η δεσποινίς Πετρόγιαννη ςό «Η Ζωή» (επίσης άπό τό Νεανικά Διηγήματα) η γεροντοκόρη μέ τά διάφανα χέρια, μιά πιο αλαφροΐσκιωτη εκδοχή τού ανολοκλήρωτου καί ςεγνού «θέλω», ηδονίζεται περιγράφουσα τά άκυρα τού παρελθόντος. Κι άπό τό αλαφροΐσκιωτο, ςο εντελώς ξεφυγιασμενο, ςόν τρελό μέ τά κουδούνια, τόν μουσουλμάνο παλαιοημερολογίτη, πάλι ςήν άρτι ελληνισθείσα Θεσσαλία. Χάκ! (έκ τής συλλογής «Αναδρομή μέ τήν φαντασία» ές τό «Η Μεγάλη Λιτανεία»)
Καί άπό τίς άς πούμε «Νέες Χώρες» σπεύδουμε ςήν παλιά Ελλάδα. Στό βεληνεκές τού Χελμού, ο κιαρατάς De Chapigny (Τό Χρονικό τών De Chapigny άπό τό Νεανικά Διηγήματα) ακονίζει τούς όνυχές του μπάς καί πετύχει κάπου τήν άπιςη σύζυγό του πού τόν εγκατέλειψε. Νοτιώτερον, ςήν Αρκαδία κάποιες προσπάθειες μεταφυσικώ τώ τρόπω νά εξαγνισθούν νενεκισμοί τού παρελθόντος. (Ο εξωμότης Παναγής Μαβρόπουλος – Νεανικά Διηγήματα)
Τά κάτω άπό τ'αυλάκι δέν θά μπορούσαν νά μήν διαθέτωσιν περίσσεια ανώμαλου πάθους καί περίεργων οιδιποδείων… Στό «Εγγλέζικο μαχαίρι» έκ τής συλλογής «Τό νερό τής βροχής» μιά ανταπόκρισις δημοσιογράφου διευκρινίζει: «ΠΑΤΡΑΙ, τού ανταποκριτού μας, τηλεγραφούν εκ Διακόπτου ότι ο πληθυσμός ευρίσκεται έν αναβρασμώ κατόπιν πρωτοφανούς οικογενειακής τραγωδίας. Ο εύπορος κτηματίας Ι. Παπαδόπουλος, ετών 56, εβίασε τήν δεκαετριέτιδα θυγατέρα του Μαριγούλαν. Ο ειδεχθής σάτυρος καί αιμομίκτης, συλληφθείς, παρεπέμφη εις τόν εισαγγελέα Αιγίου. Σημειωτέον ότι μετά κόπου οι χωροφύλακες κατώρθωσαν νά τον σώσουν άπό τό λυντσάρισμα τών εξαγριωθέντων ομοχωρίων του, οίτινες τόν κατηγορούν καί δι'έτερον παρόμοιον έγκλημα κατά τής μεγαλυτέρας κόρης του».
Τήν μερίδα τού καραλέοντος όμως, τήν έχει η Θεσσαλία. Όσο κι άν γυροφέρουμε ανά τήν επικράτεια, εκεί θά γυρίσουμε. Σό «Αρχοντικό» άπό τό Θνητοί τού Ολύμπου τής Μεγάλης Λιτανείας, ξεκινα μιά αθέμιτη διαφήμιση τού τσίπουρου. Η ανάγνωση τού διηγήματος αυτού, μάς κάνει νά ρεφάρουμε μέ αυτόν τόν φετινό ξενέρωτο τζούφιο χειμώνα… Ο ήρως, ο Αναςάσης, μουρντάρης, ιμεριάρης ολκής μέ παρελθόν ονειδιασμένο, είναι ανέςιος. Πίνει τσιπούρα προσπαθώντας νά διωξη τον προβληματισμό του γιά τό πού θά βγάλει τήν νύκτα. Είχε κάποτε, ριχτεί ςήν γυναίκα τού αδελφού του, μέ αποτέλεσμα όχι τήν ικανοποίηση τού ορμεφύτου αλλά νά εκδιωχθή… Ο Γιάννης, ο αδελφός του, τελικά, βλέποντας τό άθλιο σουλούπι του αδερφού του· κι έξαφνα, μιά απέραντη καλοσύνη γέμισε τήν κρασοποτισμενη του καρδιά: Άειντε ρέ. Πάμι σπιτ'. Ο Αναςάσης δέν είπε τίποτα, έσκυψε μόνο τό κεφάλι.
Στήν Νυκτερινή Ιςορία άπό τήν ομώνυμον έκδοσι (αλλά καί τήν Μεγάλη Λιτανεία) όλο τό χωριό ίςαται επί δυό ορφανών μπαςαρδακίων… Τό έν, ατυχές, δέν προλαβαίνει νά ζήση. Τό έτερον, χωρίς λόγους επαφιεμένους ςήν ευαισθησία τού χωριού, περιμένει τήν ετυμηγορία των…
Καί τό πιο δυνατό, τό πλέον περιπλεγμένο καί δαιδαλώδες ςόρυ: Είναι (σ) τό Μπουρίνι άπό τό μεγάλο Συναξάρι ένθα συναντάμε τόν Ποτούλη Γκουντή. Πρόκειται γιά έναν μεσήλικα καραγκούνη κολίγο ευρισκόμενο σέ δύσκολον οικονομική θέση. Προσεγγίζει, ζητώντας επιείκεια άπό τόν τσιφλικά του, Πήτερ Χατζηθωμά όςις συζεί μέ μιά φραντσέζα, τήν Οντέτ Μαρτέν, μιάν ελευθερίων ηθών, η οποία προτιμά κάποιες αυγούλες έν υπαίθρω νά συμπλεγματίζη τό κορμί της μέ αυτό τού Νάσου, υιού τού Ποτούλη. Ζητά επιείκεια επί μιάς ποσοςώσεως παραγομένων. Ο τσιφλικάς εκφράζει μιαν στάλα παραχωρητικότητος, προτείνων ςόν Ποτούλη μεταξύ άλλων, νά τού ςείλη τήν θυγατέρα αυτού, Ζωγράφω, ώς υπηρέτρια. Συμφωνεί ο Ποτούλης, ςέλνει τήν κόρη του καί αποσπά όρους ευνοϊκούς εις τά τής σοδειάς του. Η πλοκή εφοδιάζεται μέ λεπτομέρειες καθώς ένα βράδυ φαίνεται νά τά διαθέτη όλα. Ο τσιφλικάς ταλαιπωρείται από επώδυνες καί πορνοτσελίγκιστες ορέξεις. Επισκέπτεται τό δωμάτιον τής Ζωγράφως στήν οποίαν σχεδόν νεκροφιλικώς, διοχετεύει πάσα ενέργεια ανομολογήτων διαθέσεων. Επιστρέφων στό δικό του δωμάτιον δέν έχει κορεσθή. Αποζητά πιό παθητική έκφανση αφροδισίων καί κρούει τήν θύρα τής συμβίας του. Τήν στιγμήν εκείνη, κρότοι, φασαρίες μαρτυρούν μπόρα έξω η οποία δέν θά αφήση ανεπηρέαστη τήν απουσιάζουσα. Διότι είναι κάμποση ώρα καθ'ήν η Οντέτ έχει τσαπερδονοειδώς φύγει έκ τής εστίας της, ενδεδυμένη πανωφορίου καλύπτον τήν γύμνιαν της, κατευθυνομένη σέ παρδαλόν σημείον συναντήσεως. Τήν στιγμήν πού ο Χατζηθωμάς εισβάλλει στό δωμάτιον παρατηρών τό στρωμένο κι ανέγγιχτο κρεβάτι, η Οντέτ έχει ήδη αφεθή είς τάς ισχυράς χείρας τού αξέστου – κι ώς έκ τούτου ποθητού - καραγκούνη Νάσου. Κάπου απόμερα, έξω, σέ φυσικόν τοπίον άνευ συνθηκών ανέσεως εκπληρώνει αρκετές λόγους διά τούς οποίους επενοήθη η τριάς, πυρ γυνή καί θάλαττα. Ο Χατζηθωμάς αγανακτήσας ψάχνει κι ευρίσκει όπλον. Τό θέτει χιαστί, καβαλά μέλαν άτι καί αρχίζει νά ψάχνη τήν περιοχήν. Κι όταν τό βλέμμα του συλλαμβάνει τήν άπιςη φρανσέζα νά επιστρέφει μέ βήμα μαρτυρόν άφατον χαύνωσιν - ήτις έπεται αγρίου σέξ - άνευ δισταγμού, ενστικτωδώς, τήν πυροβολεί. Ατάραχος, μεταβολάρει κι γυρίζει στήν οικίαν του. Δυό τρία χιλιόμετρα μακρυά, ο Νάσος, μέ χαρακτηριστική αυτοσυγκράτηση μή επιτρέπων ςό νέκταρ τού κόρου τού ιμέρου νά τόν αποπροσανατολίζη, φθάνει σπίτι. Στόν αύλιον χώρον αυτού, οι γονείς του προσπαθούν νά φροντίσουν τήν αδελφή του, τήν αιμορραγούσα αδελφής του καί προφανώς ετοιμοθανάτον. Ζητά νά μάθη τί συνέβη καί ανόρεχτα τού αποκαλύπτουν – ο πατήρ του, τσιφλικάμενος έκ φύσεως, απομεινάρι ραγιά, δέν τολμά νά καταδείξη τόν Ζατζηθωμά ώς θύτη καίτοι γνωρίζει. Έχει αρνητική στάση απέναντι στόν γυιό του ακριβώς επειδή γνωρίζει ότι δέν είναι υιός του, αλλά συνέπεια καταπνίξεως σαρκικής επιθυμίας ενός παλαιωτέρου τσιφλικά πρός τήν νεάνιδα, φρέσκια καί αφράτη τότε, σύζυγόν του. Τελικά ο Νάσος, χειμαρρωδώς, αρματώνεται, φεύγει, στήνει καραούλι, αναμένει τόν Χ΄΄θωμά καί τού επιτίθεται. Άς μήν αποκαλύψουμε τί συμβαίνει από τούδε καί στό εξής. Τό τέλος διαθέτει μέχρι καί δίκη, συνηγόρους, αποφάσεις μεταιχμίζουσες θάνατο, πλάνες, λανθασμένες πεποιθήσεις...!
Στό αυτό γεωγραφικό διαμέρισμα, συναντάμε τόν πολύ Λιάπκιν. Ο συγγραφεύς, από πολύ νωρίς, επιδεικνύει τίς προθέσεις του περί τής θεματολογίας πού μάς απασχολεί. Ο πρό τού Νταβίντ Μπορίσιτς, επιστάτης στήν γεωργική σχολή τής Φιλιππουπόλεως Λαρίσης, ένας κάποιος Κάρλ Φόγκελ, βουτηγμένος στήν ασωτεία, τελικώς αποθνήσκει πάνω ςήν ηδεία στιγμή. Καταφθάνει ο Λιάπκιν, όλοι τού θαυμάζουν τό παράστημα, τά χρώματα, σούσουρο αρκετό γιά τά δεδομένα μιάς κώμης. Στό πανέρι μαζεύονται ρώσοι τινες, εμιγκρέδες λόγω τού μπολσεβικισμού στήν πατρίδα των, ταλαιπωρούν τά συκώτια τους, κλαίν τίς μοίρες τους, πουλάν τίς γυναίκες τους...
Επιστρέφουμε – αναποφεύκτως - στόν Μωριά. Ο Μίχαλος Ρούσης, ήρως/ανθήρως, μιάς τριλογίας (ο Κοτζάμπασης τού Καστρόπυργου, Αίμα Χαμένο καί Κερδισμένο, τά Στερνά τού Μίχαλου) η οποία από μόνη της αποτελεί σπονδή στόν παρά φύσει ευδαιμονισμό. Ο Μίχαλος, φυλακισμένος καί μελλοθάνατος, αρνείται τήν θρησκεία του προκειμένου νά αποφύγη τήν εκτέλεση καί νά επιστρέψη στήν αγαπημένη του γυναίκα. Τουρκεύει, «προσλαμβάνει» αργώτερον μιά ελληνίδα τήν οποίαν νέμεται βουλιμικά, μαθημένος μόνο σέ «ναί» καί ανδρεικελικές συμπεριφορές, κάθε αράδα τών βιβλίων δείχνει τήν φάγωμεν, πίωμεν, αύριον γάρ αποθνήσκωμεν νοοτροπία του. Τό τέλος τού τρίτου μέρους, τού τέλους τού έργου, εξακριβεύει σχεδόν όλα:
Όταν μπήκε στήν κάμαρα ο Κοσμάς, η Μάρθα ήταν κιόλας ολόγυμνη. Τό νεαρό κτήνος, μέ θολωμένο μάτι, έκανε νά χιμήξει απάνω της. Μα η γυναίκα τόν σταμάτησε μέ μιά ματιά.
- Γδύσου κι έσύ, του είπε.
Περιμένοντας νά γδυθή ο έφηβος, η γυμνή γυναίκα γονάτισε μπροστά στήν πολυθρόνα τού Μιχαλου. Τόν κοιτούσε στά μάτια μέ ματιά ξεδιάντροπη, όπου καθρεφτιζόταν όλη η πώρωση τής ψυχής της. Μέ χέρια πολύπειρα βρήκε, κάτω άπό τίς κουβέρτες, τήν νεκρή γύμνια τού σακάτη καί προσπάθησε νά τήν ερεθίσει.
- Θά ιδείς, γερο πόρνε! του είπε, καί θά γλυκαθείς…
Δέν πρόφτασε νά τελειώσει τόν λόγο της. Απόμεινε μέ μάτια γλαρά, στόμα μισάνοιχτο. Ο κτηνώδης έφηβος βρισκόταν κιόλας απάνω της.
***
Κατά τίς οχτώ καί μισή, η Μαρία καί τά δυό παιδιά γύρισαν άπ’τόν περίπατο. Μπήκαν καί οι τρεις, μέ χαρούμενη φούρια, στήν κάμαρα πού τήν φώτιζε μόνο τό αντιφέγγισμα απ'τήν θρακιά τού τζακιού.
- Πώς; Δέν άναψε η Μάρθα τήν λάμπα; απόρεσε η Μαρία.
Προχώρησε πρός τήν κονσόλα, όπου βρισκόταν η λάμπα καί τά σπίρτα. Μά η τρομαγμένη φωνή τής Αγγελικής τήν σταμάτησε.
- Μαμά! Έλα νά δεις πώς είναι ο μπαμπάς…
Πλησίασε, ανήσυχη, στήν πολυθρόνα του άρρωστου. Ο Μίχαλος κειτόταν πεσμένος στό δεξί πλευρό, μέ τό χέρι κρεμασμένο. Στήν μορφή του είχε παγώσει τό απαίσια παραμορφωτικό χαμόγελο. Τά γυαλένια του μάτια, κοιτούσαν κάτι, κάτω στο πάτωμα. Κάτι πού δέν υπήρχε πια.
Πικρός σπασμός παίδεψε τό χείλι τής Μαρίας. Κατόπι, γύρισε καί αντίκρισε τόν γιο της μέ βλέμμα γεμάτο μεγαλοπρέπεια.
- Κλείσε τά μάτια του πατέρα σου, είπε σιγανά.
Κι επειδή επαρχία δέον νά θεωρήται καί η νησιωτική ελλάς, δυό στάσεις σέ νησιά μας. Πρώτα στήν Τήλο, τό Χαμένο Νησί. Ο μοναδικός διασωθείς ενός ναυαγίου, ξεβράζεται στήν περί ής ο λόγος νήσον. Γιάνει σιγά σιγά· μαζύ μέ τά φυσικά του χρώματα, επανέρχονται καί τά συνήθη συναισθήματα καί ορμές. Αφού αφήσει τήν κόρη του αμφιτρύωνός του νά ελέγξη τήν πυκνότητα τού τριχωτού θώρακός του, επισημαίνει στά μεσόγεια τής νήσου, μιάν μυστηριώδη κυρίαν. Τήν προσεγγίζει καί ραδίως, ξεπεράσας τήν συβιλλικότητά της, μαθαίνει έκ τών έσω, τήν ποσότητα εκκρίσεως αφροδισίων υγρών. Τό τέλος όμως είναι τραγικόν. Η τρελλή τού νησιού, μιά γριά – εφιάλτης τών μικρών παιδιών, καταράσσεται τήν νήσον ήτις ξεμελιωθείσα, ταξιδεύει πρός τόν Ειρηνικόν. Καί ουχί μόνον. Η γραία ακούει ευχαρίστως τήν είδηση ότι ο εραστής, συνουσιάσας τήν, ώς προανεφέρθη, ερεβώδη κυρία, τελικώς τήν εφόνευσε. Αυτή η δέσμη τού παραλόγου είναι πού παραξενεύει τόν αναγνώστη όστις πιό εύκολα δέχεται τήν εικόνα μιάς νήσου νά ταξιδεύη στούς ωκεανούς παρά τήν ήρεμη αποδοχή από τήν γριά τής είδησης τού φονικού αφού μάλιστα η φονευθείσα ήτο θυγάτηρ της!
Τέλος, η Μεγάλη Χίμαιρα τής θελήσεως όπως εκλείψωσιν τοιαύτα περιστατικά από τήν ελληνική επικράτεια. Η Μαρίνα, γαλλίς, γόνος πόρνης πολυτελείας, γοητεύεται καί γοητεύει γραικό πλοίαρχον. Υπανδρεύονται κι έρχεται στήν ελλάδα γιά μόνιμη εγκατάσταση, στήν Σύρο. Εκεί, υπό τήν σκέπην τής δωρικής μητρός τού συζύγου της, προσπαθεί νά εγκλιματισθή. Φαίνεται νά τά καταφέρνη· ένα πεδίον μόνον παραμένει αχτένιστον: η τακτοποίησις τών σκιρτημάτων τού κορμιού της. Κάποιο βράδυ καίει τά αφαλατωμένα ηνία τού ορμονικού καθωσπρεπισμού παρέα μέ τόν κουνιάδο της. Σχεδόν ταυτόχρονα η κορούλα της χάνει τήν μάχη μέ τόν θάνατο, ασθενούσα βαρέως. Η πεθερά δέν τό συγχωρά όπως είναι λογικόν. Ωθεί στήν αυτοκτονία τόν άπιστον υιόν της, καί ενώ ο έτερος (ο κερατάς) υιός επιστρέφει στήν οικίαν απουσιάσας μήνες πολλούς έν εργασία, έρχεται σέ συνεννόησιν, περί τής ευτελισμένης, μετά τής νεμέσεως.
ΜΠΛΟΥΜ!
Τά κεφαλοπουλα σκόρπισαν τρομαγμένα. Τρύπωσαν οι γωβιοί μες ςά θαλάμια τους. Η πέρκα έκανε σάν τρελή. Μονάχα ο κάβουρας κατέβηκε άπό τόν βράχο του αργοπερπατώντας, σάν νά μήν γίνηκε τίποτα. Καί μέ δαγκάνες ανοικτές ςραβοδρόμησε πρός τήν καινούργια του τροφή.
Διαβάζοντας ένα ποστάκι του Πάνου, μού μπήκε η ιδέα γιά τό παρόν.