Πέμπτη, Αυγούστου 25, 2016
Δευτέρα, Αυγούστου 22, 2016
Πέμπτη, Αυγούστου 18, 2016
Τρίτη, Αυγούστου 02, 2016
τὰ κεφαλόπουλα σκόρπισαν τρομαγμένα
Εἶχα
πολὺ εὐχαρίστως αἰφνιδιασθῇ μὲ τὴν
ἔκδοση μιᾶς ξεχασμένης νουβέλας τοῦ
μέχρι φιλομοφυλίας ἀγαπημένου Μ.
Καραγάτση. Νὰ προκύπτῃ κάποιο ἀδιάβαστο,
συγγραφέως ποὺ μᾶς τὴν ἔκανε πρὸ 56
ἐτῶν, εἶναι κάτι σπανιότατο ἂν μὴν
τί ἄλλο. Διαβάζω τὸ λεπόν, τὴν (κούτσικη,
ὄχι τὴν μεγάλη) “χίμαιρα”. Ἀπολαμβάνω
τὶς δυσκολίες του νὰ περιγράψῃ (ὅπως
θὰ ἤθελε) τοὺς κατὰ μόνας ἔρωτες τῆς
Μαρίνας ὅταν ἐσκέπτετο τὸν κουνιάδο
της – ἦτο ἄλλως τε μόλις 1936 μ.Χ. Ἀκόμα
κι ἔτσι, ὡστόσο, εἶναι μπόλικα τολμηρὸς
καὶ γουστόζικος ἔτσι ποὺ γυροφέρνει
στὰ ὅρια τοῦ “ντροπή σας κύριε Μίτια!
Διαβάζουν καὶ τὰ παιδιά μας τὴν Ἑστία!”
τὶς εἰκόνες μὲ τὴν γαλλίδα μετανάστρια
νὰ ἀσελγῇ στὸν ἑαυτό της μετὰ μανίας
καὶ χτικιοῦ στὴν κάμαρή της στὸ
ἀρχοντικὸν τῆς Σύρας μὲ τὸν ἀδελφὸ
τοῦ συζύγου της κατὰ νοῦ, νὰ ῥοκεντολλάρῃ
πάνω της καὶ κάποιο ἄλλο τοπικὸ
ἐπίρρημα. Περιμένω μὲ ἀγωνία νὰ διαβάσω
(διότι πᾶνε πολλὰ χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ
διάβασα τὴν μεγάλη τοιαύτην) τὰς
περιγραφὰς μὲ τὸν Μηνᾶ νὰ τῆς πράττῃ
τὸ πασχαλινὸν ποθούμενον καὶ νὰ
πρωτολανσάρῃ τὸν κορεσμὸ τοῦ σημείου
ποὺ ἀναπαρίσταται μὲ γράμμα ἀπὸ τὸ
λατινικὸ ἀλφάβητο ποὺ δὲν ὑπάρχει
στὸ ἑλληνικὸ τοιοῦτο.
check
Ἁμάξι
φίλου ἐστάλη
στὸν ἰατρὸν γιὰ τὸ ἐτήσιον τσεκάπ,
τοῦ δάνεισα τὸ δικό μου κι ἔτσι
ἀναγκάστηκα μετὰ ἀπὸ καιρὸν
πολὺ νὰ πάρω τρία μῦ. Δηλαδὴ καιρὸ
τόσο ποὺ ξαφνιάστηκα πολὺ ὅταν ῥωτώντας
γιὰ νὰ πάω στὴν πόλι, μοῦ ἔδειξαν ὀπὲς
στὸ ἔδαφος καὶ ἔκαναν λόγον γιὰ μετρό.
Ξαφνιάστηκα μὲ τὴν πρόοδο ἀλλὰ κι
ἐντυπωσιάστηκα μὲ τὴν ἀρχιτεκτονικὴ
ἀβανγκαρντιά· πρώτη μου βολὰ κατέβαινα
σκαλιὰ γιὰ νὰ πάω σὲ τρία μῦ – ἄχ τί
θὰ ἔλεγον οἱ τρεῖς – τέσσερις κλίμακες
τοῦ κιτρίνου τρόλλεϋ ἃς σκαρφάλωνα
ὅταν πήγαινα στὸ κέντρο γιὰ νά. Ἔφθασα
στὴν ἀποβάθρα χωρὶς ὡστόσο τὸ ἐσαεὶ
χρήσιμον
συναίσθημα τοῦ μετανάστου στὸν σταθμὸ
τοῦ Μονάχου, μὲ πέταξε ἄχου ἡ
ἀφροαμερικανὶς μοίρα μου, μάνα κακομοίρα
μου. Μελέτησα, ὡς τοὺς χάρται τῆς
ἀφρικιᾶς ἐμελέτουν προτεστάνται
ἱεραποστόλοι ἐν Ταγκανίκᾳ, τὸ ἐπιτοίχιο
ὑπόμνημα, ηὗρα τὸ εὐαγγελισμὸς καὶ
χαμογέλασα μὲ τὴν γαβριηλάτη σύμπτωσι.
Τὸ τραῖνο ἦλθε καὶ βεβαίως ὡς γνήσιος
νεοέλλην ἔσπευσα νὰ μπῶ πρὶν βγοῦν
οἱ θέλοντες ἀποβιβασθεῖν – κι ὅλο
τοῦτο καίτοι δυσκολεύθην ὅπως συγχρονισθῶ
μὲ τὶς θορυβοῦσες συράμενες θύρες.
Ἔψαχνα θέση νὰ κάτσω καὶ θυμήθηκα ἕνα
ἄρθρο τοῦ κοσμοπόλιταν
περὶ ἡ τάσις τοῦ ἐφετινοῦ θέρους ἥτις
πολλὰ προστάζει περὶ σορτσακίων καὶ
ὁμομεγεθῶν ἀμφιέσεων – ὅλος ὁ θῆλυς
κόσμος τοῖς
κείνων ῥήμασι πειθόμενος ἀφίετο σὲ
περιβολὴ περισσότερο ταιριαστὴ γιὰ
τοὺς ἐγκρεμνοὶ ξερωγὼ παρὰ γιὰ τὴν
κόκκινη γραμμὴ τοῦ ὑπογείου. Ζητοῦσα
θέσι ἀλλὰ καὶ μείωσι τῶν βαθμῶν τῆς
θερμοκρασίας τοῦ κλιματισμοῦ, νοιώθων
στάλες ἵδρου νὰ κατηφορᾷν τὴν στήλη
τὴν σπονδυλικιὰν ὁ τσαμένος, ὥσπου
ηὗρον μία καὶ καὶ καὶ καὶ ἄραξα. Παρὰ
τοῦ ἐμοῦ, μία κορασίδα λίαν εὔμηρος
λίαν καλλίγλουτος λίαν εὔπυγος. Στὴν
στιγμὴν ἔνοιωσα ἐραστευάμενος, θέλησα
νὰ ἐμματεύσω ἀσκαρδαμυκτὶ καὶ
τούμπαλιν, νὰ καταγλωττίσω καὶ νὰ
δραττεύσω τὸ σύμπαν της, κυσανίζων
αὐτήν, λάπτων καὶ λόχμην λειχάζων λὲς
καὶ ἡ οὖλεν εἶχε κόψει γιὰ ὧρες τὴν
παρόχευσιν ἕνεκα ἔργα ἀπτόμενα τοῦ
γουαϊφάϊ τοῦ Ἀντωνίου Σαμαρᾶ. Ὀρθίαζα
κάργα, ὀρθίαζα πολὺ σεβαστικά, ὡσὰν
ὑπερήλικες νἆχαν σκάσει μύτη στὸν
συρμὸ νὰ πᾷν στὸν ἴκα πρὸς
συνταγογράφησιν. Ὀχευτικὸς ὣς τὰ
μπούνια, σκεπτάμενος νὰ τὴν ὑπομηλαφῶ,
νὰ ψαύω καὶ τὰ ἀπόρρητα νὰ μαλάσσω
καὶ νὰ κάνω ξήγα τὰ τῆς Ἀφροδίτης.
Βινητιοῦσα, βουβωνιοῦσα ὡς ἄρτι
γευματίσας ὄστρακα καὶ τὰ ἄλλα τὰ
τεθωρακισμένα σὲ καρακαταντεμὲκ
μικρολιμάνῳ ταβερνεῖο, ἀναφλοῦσα
ἐπικινδύνῳ βαθμῷ καὶ μὲ κυρίευσε ἔτι
μᾶλλον διάθεσις ἵνα ἐπεγείρω τὸ
ἔμβολον, νὰ ἐλαύσω, νὰ γεωργεύσω, νὰ
δικωπίσω διαμηρίσας τὴν δέσποινα,
αἰσχροποιὼν τὰ οὐ φωνητὰ καὶ ἐν
τέλει νὰ κυσανίσω μὲ ἀλαλαγμοὺς μαορὶ
βέγκαν καθὼς παρίσταται σὲ θράκες στῶν
ἑλλήνων τὰ πάσχα(τα). Ὁ νυσταλέος ῥυθμὸς
τοῦ συρμοῦ, δὲν μοῦ ἄμβλυνε τὴν σκέψι,
οἱ θορύβοι ἄλλωστε μοῦ ἔμοιαζαν μὲ
ῥαθαπυγισμοὺς σὲ ἀλληλοβασίες πολὺ
νηστίσιμες ~ not καὶ ἡ συντονία μου
δάκρυζε, ἐδάκρυζε μὲ μιὰ συγκίνηση
ματωμένου γάμου ὀλίγον πρὸ νὰ συγγίγνωμαι
στὴν κιβωτὸ τοῦ Νῶε διὰ πρακτικοὺς
λόγους, διότι κάποια ξεχάστηκε στὸν
ὑετὸ καθὼς ἤθελε νὰ μαζέψῃ σαλιγκάρια.
Τὰ κρίνα πάντως, τὸ στόρυ περὶ τοῦ
υἱοῦ ὑψίστου, τὰ τῆς παρθενείως
θεοτοκίας καθ’ὅσον πλησίαζε ἡ στάσις
μου, μοῦ ἤλλαξεν ἄρδην τὰ ἐγκεφάλῳ
διαγιγνόμενα. Κατάληξις: νὰ ὀαρίζω
περὶ τὸ πραξικόπημα στὴν γείτονα καὶ
νὰ μοῦ λέῃ ἡ πρὸς τὸ κέντρον ταξειδεύουσα
ὅτι διαβάζει τὸ τρίτο στεφάνι τοῦ
Ταχτσῆ ἐκδόσεις μᾶλλον Βῆμαθεν, τὶς
πρὸ 3ετίας(;).
mooγκα
Ἀναρωτιέμαι
ἂν κάτι τέτοιο εἶχε συμβῇ κατὰ τὴν
περίοδο τῆς τουρκοκρατίας, ἄν, ξερωγώ,
στὰ χωριὰ τῆς βορείου ἡπείρου τὴν
εἶχαν πέσει τίποτε ἀλβανοὶ σωβινιστὲς
σὲ παρόμοια φάση, ἢ ἀναρωτῶμαι ἂν τὴν
ἔπεφταν νεοναζὶ σὲ συναγωγὴ νὰ τῆς
διακόψουν τὸ σαλόμ, πῶς θὰ τὸ
διαχειριζόταν ὁ συριζίτικος καθεστωτικὸς
συρφετὸς καὶ τὰ ΜΜΜ. Τώρα ποὺ παθὸς
εἶναι ναὸς τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησίας,
δὲν ὑπάρχει καὶ ἰδιαίτερη κάψα περὶ
τραμπουκίστικων ἐπεμβάσεων – πῶς μωρὲ
τὰ διετύπωνε ὁ κλασσικὸς ἀριστερὸς
ὅταν π.χ. ἡ ΧΑ τὴν ἔπεφτε στὴν παρουσίαση
τοῦ μὲ τὸ στανιὸ μακεδονίτικο
ἀναγνωστικὸ - λεξικό;
Ἕνα τέτοιο λογύδριο γιὰ τὸ αὐγὸ τοῦ
φιδιοῦ θὰ ἤθελα κι ἐγὼ νὰ σπρεχάρω·
πολὺ μοῦ τὴν βιδώνει ποὺ σὲ τέτοιες
φάσεις, δὲν μπορεῖ νὰ
μοῦ βγεῖ αὐτὸ τὸ κακομοίρογλου μὲν
ἀλλὰ κι ἀποφασισμένο, ποὺ χαρακτηρίζει
πᾶσα μία ἀριστερὴ κυλόττα ποὺ εἶναι
φθηνὴ στὰ πίτουρα κι ἀκριβὴ στ’ἀλεύρι
- ἢ μήπως ἀνάποδα πάει τοῦτο τὸ
παρομοιωτικό;
Τέλος
πάντων, οἱ ἐγχώριοι ἀναρχικοί, ἢ
μᾶλλον γιὰ τοὺς ἐγχώριοι ἀναρχικοὶ
μπορεῖ νὰ λέγῃται, νὰ
στηλιτεύῃται ὅτι δὲν
ἔγινε μπορετὴ μέσῳ μολότωφ καὶ τὰ
ῥέστα, κάποια καθεστωτικὴ ἀλλαγὴ
(μήτε κἂν κάποια ὑποψία αὐτῆς) συνεπῶς
νὰ ἀπονέμεται μετὰ πολλῶν ἐπαίνων
τὸ ἄκυρο τὼν προσπαθειῶν των (τῶν
ὅποιων τέλος πάντων) ἀλλὰ
δὲν πρέπει ἐν
τέλει, στοὺς
ἐγχώριοι ἀναρχικοὶ νὰ τοὺς πιστώνεται
ἀχρηστεία καὶ κηφηνισμός. Δὲν
πρέπει νὰ τῶν πιστώνῃται ῥαθυμία καὶ
τζουφιασμός, διότι κατώρθωσαν μιὰν
ἀποτυχημένην θεωρίαν νὰ τὴν μετατρέψωσιν
εἰς ἐγκληματικὴν ὀργάνωσιν - καὶ ὄχι
λόγῳ ἐπειδὴς τὴν ἔπεσαν σὲ ἐκκλησίαν
διακόπτοντες τὴν λειτουργία... Οἱ ὁποῖοι
τελικὰ εἶναι μπασμένοι λίαν ἔχοντες
πρόσβασι σὲ ἔγγραφα ὑπουργείων – πόσο
μικροαστοὶ τελικά, πόσο λίγοι καὶ ἴδιοι
ἴδιοι ἴδιοι, κωλονεοέλληνες κι αὐτοί...