Τρίτη, Αυγούστου 02, 2016

check

Ἁμάξι φίλου ἐστάλη στὸν ἰατρὸν γιὰ τὸ ἐτήσιον τσεκάπ, τοῦ δάνεισα τὸ δικό μου κι ἔτσι ἀναγκάστηκα μετὰ ἀπὸ καιρὸν πολὺ νὰ πάρω τρία μῦ. Δηλαδὴ καιρὸ τόσο ποὺ ξαφνιάστηκα πολὺ ὅταν ῥωτώντας γιὰ νὰ πάω στὴν πόλι, μοῦ ἔδειξαν ὀπὲς στὸ ἔδαφος καὶ ἔκαναν λόγον γιὰ μετρό. Ξαφνιάστηκα μὲ τὴν πρόοδο ἀλλὰ κι ἐντυπωσιάστηκα μὲ τὴν ἀρχιτεκτονικὴ ἀβανγκαρντιά· πρώτη μου βολὰ κατέβαινα σκαλιὰ γιὰ νὰ πάω σὲ τρία μῦ – ἄχ τί θὰ ἔλεγον οἱ τρεῖς – τέσσερις κλίμακες τοῦ κιτρίνου τρόλλεϋ ἃς σκαρφάλωνα ὅταν πήγαινα στὸ κέντρο γιὰ νά. Ἔφθασα στὴν ἀποβάθρα χωρὶς ὡστόσο τὸ ἐσαεὶ χρήσιμον συναίσθημα τοῦ μετανάστου στὸν σταθμὸ τοῦ Μονάχου, μὲ πέταξε ἄχου ἡ ἀφροαμερικανὶς μοίρα μου, μάνα κακομοίρα μου. Μελέτησα, ὡς τοὺς χάρται τῆς ἀφρικιᾶς ἐμελέτουν προτεστάνται ἱεραποστόλοι ἐν Ταγκανίκᾳ, τὸ ἐπιτοίχιο ὑπόμνημα, ηὗρα τὸ εὐαγγελισμὸς καὶ χαμογέλασα μὲ τὴν γαβριηλάτη σύμπτωσι. Τὸ τραῖνο ἦλθε καὶ βεβαίως ὡς γνήσιος νεοέλλην ἔσπευσα νὰ μπῶ πρὶν βγοῦν οἱ θέλοντες ἀποβιβασθεῖν – κι ὅλο τοῦτο καίτοι δυσκολεύθην ὅπως συγχρονισθῶ μὲ τὶς θορυβοῦσες συράμενες θύρες. Ἔψαχνα θέση νὰ κάτσω καὶ θυμήθηκα ἕνα ἄρθρο τοῦ κοσμοπόλιταν περὶ ἡ τάσις τοῦ ἐφετινοῦ θέρους ἥτις πολλὰ προστάζει περὶ σορτσακίων καὶ ὁμομεγεθῶν ἀμφιέσεων – ὅλος ὁ θῆλυς κόσμος τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενος ἀφίετο σὲ περιβολὴ περισσότερο ταιριαστὴ γιὰ τοὺς ἐγκρεμνοὶ ξερωγὼ παρὰ γιὰ τὴν κόκκινη γραμμὴ τοῦ ὑπογείου. Ζητοῦσα θέσι ἀλλὰ καὶ μείωσι τῶν βαθμῶν τῆς θερμοκρασίας τοῦ κλιματισμοῦ, νοιώθων στάλες ἵδρου νὰ κατηφορᾷν τὴν στήλη τὴν σπονδυλικιὰν ὁ τσαμένος, ὥσπου ηὗρον μία καὶ καὶ καὶ καὶ ἄραξα. Παρὰ τοῦ ἐμοῦ, μία κορασίδα λίαν εὔμηρος λίαν καλλίγλουτος λίαν εὔπυγος. Στὴν στιγμὴν ἔνοιωσα ἐραστευάμενος, θέλησα νὰ ἐμματεύσω ἀσκαρδαμυκτὶ καὶ τούμπαλιν, νὰ καταγλωττίσω καὶ νὰ δραττεύσω τὸ σύμπαν της, κυσανίζων αὐτήν, λάπτων καὶ λόχμην λειχάζων λὲς καὶ ἡ οὖλεν εἶχε κόψει γιὰ ὧρες τὴν παρόχευσιν ἕνεκα ἔργα ἀπτόμενα τοῦ γουαϊφάϊ τοῦ Ἀντωνίου Σαμαρᾶ. Ὀρθίαζα κάργα, ὀρθίαζα πολὺ σεβαστικά, ὡσὰν ὑπερήλικες νἆχαν σκάσει μύτη στὸν συρμὸ νὰ πᾷν στὸν ἴκα πρὸς συνταγογράφησιν. Ὀχευτικὸς ὣς τὰ μπούνια, σκεπτάμενος νὰ τὴν ὑπομηλαφῶ, νὰ ψαύω καὶ τὰ ἀπόρρητα νὰ μαλάσσω καὶ νὰ κάνω ξήγα τὰ τῆς Ἀφροδίτης. Βινητιοῦσα, βουβωνιοῦσα ὡς ἄρτι γευματίσας ὄστρακα καὶ τὰ ἄλλα τὰ τεθωρακισμένα σὲ καρακαταντεμὲκ μικρολιμάνῳ ταβερνεῖο, ἀναφλοῦσα ἐπικινδύνῳ βαθμῷ καὶ μὲ κυρίευσε ἔτι μᾶλλον διάθεσις ἵνα ἐπεγείρω τὸ ἔμβολον, νὰ ἐλαύσω, νὰ γεωργεύσω, νὰ δικωπίσω διαμηρίσας τὴν δέσποινα, αἰσχροποιὼν τὰ οὐ φωνητὰ καὶ ἐν τέλει νὰ κυσανίσω μὲ ἀλαλαγμοὺς μαορὶ βέγκαν καθὼς παρίσταται σὲ θράκες στῶν ἑλλήνων τὰ πάσχα(τα). Ὁ νυσταλέος ῥυθμὸς τοῦ συρμοῦ, δὲν μοῦ ἄμβλυνε τὴν σκέψι, οἱ θορύβοι ἄλλωστε μοῦ ἔμοιαζαν μὲ ῥαθαπυγισμοὺς σὲ ἀλληλοβασίες πολὺ νηστίσιμες ~ not καὶ ἡ συντονία μου δάκρυζε, ἐδάκρυζε μὲ μιὰ συγκίνηση ματωμένου γάμου ὀλίγον πρὸ νὰ συγγίγνωμαι στὴν κιβωτὸ τοῦ Νῶε διὰ πρακτικοὺς λόγους, διότι κάποια ξεχάστηκε στὸν ὑετὸ καθὼς ἤθελε νὰ μαζέψῃ σαλιγκάρια. Τὰ κρίνα πάντως, τὸ στόρυ περὶ τοῦ υἱοῦ ὑψίστου, τὰ τῆς παρθενείως θεοτοκίας καθ’ὅσον πλησίαζε ἡ στάσις μου, μοῦ ἤλλαξεν ἄρδην τὰ ἐγκεφάλῳ διαγιγνόμενα. Κατάληξις: νὰ ὀαρίζω περὶ τὸ πραξικόπημα στὴν γείτονα καὶ νὰ μοῦ λέῃ ἡ πρὸς τὸ κέντρον ταξειδεύουσα ὅτι διαβάζει τὸ τρίτο στεφάνι τοῦ Ταχτσῆ ἐκδόσεις μᾶλλον Βῆμαθεν, τὶς πρὸ 3ετίας(;).

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats