Τετάρτη, Ιανουαρίου 25, 2012

18 Ἰανουαρίου 2012


Τὸ μοιρογνωμόνιο καὶ δύο χάρακες, πάνω σὲ μιὰν μὲ προγνωστικὰ ἀγώνων ποδοσφαίρου στὴν ὀπίσθια πλευρὰ Α4 κόλλα καὶ ἕνα σκληρότητος μολύβι 2Η, ναί, μόλις εἶχα τελειώσει τὴν πορεία στὸν χάρτη γιὰ τὸ ἐπίλοιπο τῆς ἡμέρας. Ἐν τάξει, καλὸ φαινόταν τώρα ποὺ τὸ κυττοῦσα ἐξεταστικῶς καίτοι εἶχε ἀρκετὲς συνθῆκες καὶ πολλὰ ἐφὅσον καὶ ἐάν. Ἂς ἦτανἩσύχασα λίγο, ἔγειρα πίσω στὴν βελουτὲ καρέκλα καὶ ἔπιασα νὰ γεμίζω ἕνα καπνοσυρίγγι, ὁλόφτυστος ἤμουν μαντζουριανὸς κεφαλλονίτης! Ἔπιασα μάλιστα νὰ μαζεύω ὅλη τὴν πραγμάτεια ποὺ ἁπλώνω κάθε ἐννέα καὶ ἑπτὰ πρῶτα λεπτὰ καθημερινῶς ἐκτὸς Σαββάτου καὶ Κυριακῆς, πάνω στὸ γραφεῖο.

Σκολοῦσα ἐντὸς ἐλαχίστου.

Ἴσως νὰ ἔπρεπε νὰ εἶχα ψυλλιαστῇ ὅτι δὲν προδιαγράφοντο λίαν εὐοίωνα τὰ σχέδια γιὰ τὸ ἀπόγευμα καὶ τὸ βράδυ, ὅταν ἐλάχιστα λεπτὰ πρὸ τοῦ καλὸ ἀπόγευμα, μιά πιεστική πελάτις μέ πρόλαβε καὶ ἄρχισε ἕναν ὑστερικὸ σὰν κάτι ἀπὸ μονόλογο γιά ἕνα πρόβλημα παραλαβῆς κάπου μακρυά. Ἀιντααά, αὐτὸ μοῦ ἔλειπε τώρα, σκέφτηκα, μὰ κάθε λεπτό εἶναι πολύτιμο γιὰ τὴν εὐόδωση τοῦ ἀποψινοῦ μου σχεδίου ποὺ λίγο ἤθελα γιὰ νὰ ἀρχινίσω νὰ τὸ γράφω μὲ κεφαλαῖο τὸ σού! Ἐν τέλει καὶ πάντως, καλά, δὲν ἐξελίχθηκε σὲ κάτι χρονοβόρο τὸ θεματάκι μὲ τὴν πελάτιδα ποὺ καθησυχάστηκε - ἔστω μόνον διὀλίγας ὥρας.

Κι ἔφυγα στὶς 17:00 καλὸ ἀπόγευμα ἀγαποῦλες, νἆστε πάντα καλά!

Γιὰ τὴν Βούλα.

Βγῆκα στὸν δρόμο, ἔσπευσα στὸ αὐτοκίνητο. Μπῆκα. Καὶ τί κάνετε πρῶτα πρῶτα ὅταν μπαίνετε στὸ τουτού; Ὄχι, δὲν σκύβετε γιὰ πίπα στὸν ὁδηγό, ἐγὼ ἤμουν ὁ ὁδηγὸς καὶ ἤμουν μόνος! Ἔβαλα τὸ κλειδάκι στὴν μίζα, τὸ γύρισα, ἄ! Ὅμορφα! Τὸ πρῶτο τσὲκ ἦταν ἐν τάξει, κανένα πορτοκαλὶ σημάδι στὸ ταμπλὼ τοῦ ἁμαξιοῦ. Καὶ ἔφυγα.  

Τσούλησα διὰ τῆς παραλιακῆς πρὸς ἀνατολικὰ γρήγορα γρήγορα κι ἔφθασα στὸ ἰατρεῖο.

Ὁ ἰατρὸς ἐπίσης ἐν τάξει, μοῦ συνέστησε ἕναν ὠριλά, εἴπαμε γιὰ τὸ
take the money and run – θὰ ἤσαστε ἀγέννητος φυσικὰ, ὅταν προβλήθηκε ~~~~ τότες τί τὸν θέλεις τὸν πληθυντικό, μοῦ λές; - καὶ σκέφτηκα (στὴν ἑπομένη συνεδρία) νὰ τοῦ σιάξω μιὰν κόπιαν τῆς ταινίας – κάτι τέτοια, καλὸ θὰ μοῦ κάνουν μπὰς καὶ τροχοπεδίσει τὴν αὔξηση τῆς ἀμοιβῆς του, τώρα μάλιστα ποὺ ἄλλαξε κι ὁ ἔτος. Τελειώσαμε λίαν συντόμως, ἐντὸς δεκαπέντε λεπτῶν, τί κρίμα ποὺ αὐτὴ ἡ ἐπίδοσις ὄχι σὲ ὅλες μου τὶς δραστηριότητες, δηλαδὴ τί ὅλες; Μόνον σ’ ἐκείνη τὴν ἄχ, ἂς εἶχα κάτι παραπάνω ποὺ τελειώνω σὲ 15 δευτερόλεπτα, ἂχ πολλὰ τὰ κρίμα!

Γειά σας κύριε γιατρέ, εὐχαριστῶ πολύ!

Νὰ πᾶτε στὸ καλὸ κύριε ἀσθενῆ, ἐγὼ εὐχαριστῶ!

Ξανὰ στὸν δρόμο, σὰν νὰ ἦταν κι ὁ Κέρουακ ἐκεῖ, κάπου ἐκεῖ σὲ ἕνα γειτονικὸ προποτζίδικο, κατηφόρισα κι ὁ ἥλιος πέρα κάτω σὲ ἕναν σομὸν ἐπιθανάτιο ῥόγχο, σπουδαῖα κι ὅμορφα ποὺ ἤντουσταν ναοῦμε, λίαν ῥομαντικά, σὲ τέτοιες φάσεις πόσο ταιριαστὰ κολλᾷ ἕνα ἀγκαζὲ μὲ μεναγκό, μωρὲ νὰ ἀνάψω τσιγάρο; Ἄσε, στὸ τουτού, ἔφθασα κιόλας.

Ξεκλείδωσα, μπῆκα, κάθισα, ζωνίστηκα, ἔτριψα παλάμες καὶ διακόρευσα τὴν μίζα. Ἡ ὁποία τὴν εἶδε λίγο πονοκεφάλου καὶ μοῦ γύρισε πλευρό.

Ἡ πορτοκαλιὰ ἔνδειξη, ἀμετάπειστη, ἐπίμονος καὶ φωτεινότατη.

Car security μεγάλε!

Εὐχαριστῶ πολύ, ὑποχρεώθην τί νὰ σὲ λέω!

Ὠιμὲ δὲν ἔπαιρνε μπρὸς τὸ αὐτοκίνητο, μὰ δὲν ἤθελα μπρός, ὄπισθεν ἤθελα κατ’ἀρχὰς γιὰ νὰ βγῶ ἀπὸ τὸ πάρκιν, δὲν τὄνοιαζε τούτη ἡ λεπτομέρεια, δὲν ἔπαιρνε μπρὸς τὸ αὐτοκίνητο ὠιμέ. 

Κι ἐκεῖ λοιπὸν καταράσθην τὰ σχέδια χάρτου ποὺ εἶχα κάνει στὴν δουλειά, γιὰ ἀπόψε τ’ἀπόγευμα καὶ τὸ βράδυ. Μὲ κυρίευσε μάλιστα μιὰ μυσταγωγικὴ διάθεσις θρησκευτικῆς χροιᾶς ἀνακαλώντας ἕνα ἰησουΐτικο ῥητὸ πὼς ὅταν ὁ ἄθρωπας κάνει σχέδια, ὁ Θεὸς γελᾷ.

Κι ἀφοῦ ἠρέμησε ἀπὸ τὰ γέλια, μὲ ῥώτησε ὁ Παντοδύναμος:

Δὲν μὲ λὲς ῥὲ χάλια, γιατί τόσος νταλγκὰς καὶ σχέδια ἐπὶ χάρτου γιὰ ἕνα τόσο δὰ ἀπόγευμα;

Λοιπόν. Εἶχα, ἀπὸ μιὰ νοέμβρια ἀγορά, δύο ἐπιταγοῦλες ἐκπτώσεως τὶς ὁποῖες θὰ μποροῦσα νὰ ἐξαργύρωνα σὲ μελλοντικὰ ψώνια. Τὸ ποσὸν αὐτῆς, ἔξι χιλιάδες ὀκτακόσιες δεκαπέντε δραχμές. Καλούλι, γιὰ ἕναν μάλιστα τόσο τσιφούταρο ὅπως ὁ γράφων ὅστις μπορεῖ νὰ δολοφονήσῃ τὸ ἡλιοβασίλεμα γιὰ δυὸ εὐρώ. Προϋπόθεσις τῆς προσφορᾶς, ἡ ἀγορὰ μόνον Τετάρτες, ἴσχυε δὲ μέχρι 18 Ἰανουαρίου. Κι ἀπὸ τὸν Νοέμβριο, ἤμουν στὸ τροπάριο ὅλο τὴν ἑπόμενη ἑβδομάδα θὰ πάω, τὴν ἄλλη Τετάρτη σίγουρα, ἔχω ἀκόμα μωρὲ καιρὸ σιγά, νὲξτ γουὴκ μὴ μὲ πρήζεις, ἑαυτέ. Χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω, ἔφθασα πιτσιφυτιλάτα, τὴν τελευταία, 18 Ἰανουαρίου!

Ἐπειδὴ μάλιστα ψιλοβαριόμουν νὰ ἔβγω στὰ μαγαζιά, συνδυασθέντος τοῦ γεγονότος τοῦ ἐρχομοῦ τῶν γονέων ἀπὸ τὸ χωριὸ (γιὰ ἕνα θέμα κληρονομίας τὸ ὁποῖον ἐὰν ἐνεῖχε κτήματα καὶ γῆ, σίγουρα θὰ κατέληγε σὲ καπνισμένες κάνες, εὐτυχῶς ποὺ μόνον κάτι χαρτιὰ - ὁμολογίες ἦταν οἱ πρωταγωνιστὲς τῶν κληροδοτήσεων) εἶπον τῇ μητρὶ νὰ ὑπάγῃ αὐτή. Καὶ εἶχα ἀφήσει τὶς ἐπιταγὲς στὴν οἰκία.

Τὴν προηγουμένη, ὡστόσο, μιὰ ἔρις σχετικὴ μὲ τὴν δέουσα ἕνεκα τῆς κακοκαιρίας, θέση τῶν βασιλικῶν καὶ τῶν γαρδενιῶν, μᾶς ἔκανε νὰ διακόψωμε τὰς διπλωματικὰς ἡμῶν σχέσεις. Κι ὅταν τὸ πρωί, ἀπὸ τὴν δουλειά, τῆς ὑπενθύμισα τὸ θέμα τῆς ἀγορᾶς μὲ τὰ κουπόνια, μόνο ποὺ δὲν μοῦ εἶπε νὰ τὰ βάλω στὸν κῷλο (sic) μου.

Συνεπῶς, ἕνα μποῦλλετ στὰ σχέδια τ’ ἀποψινὰ ἦταν ἡ ἀγορὰ μὲ τὰ κουπόνια.

Πόθεν; Ἀπὸ Ἀθήναις κατάστημα, κέντρῳ.

Ξανὰ συνεπῶς, θὰ ἔπρεπε ἀπὸ τὴν Βούλα, νὰ σπεύσω οὐχὶ στὸν πλησιέστερο στὰ νότια προάστεια, σταθμὸ τοῦ μετροῦ κι ἀπὸ ἐκεῖ στὸ κέντρο τῶν Ἀθηνῶν, μὰ στὴν Νίκαια, ὥστε νὰ πάρω τὰ κουπόνια. Ὑπῆρχε κι ἕνα χρονικὸ ὅριο· τὸ κατάστημα ἔκλεινε ὥρα τίτλου ταινίας τοῦ Φελίνι, ἄντε ἐννέα.

Τὸ ἁμάξι πάπαλα ὅπως προεῖπα, τόν ἀκούνητο εἶχε. Προσπάθησα λίγο ἀλλὰ ἡ πορτοκαλὶ ἔνδειξις στὸ ταμπλὼ καὶ ἕνα ἀλὲρτ κὰρ σεκιούριτυ νοιαζόταν τόσο γιὰ τὸ καλό μου ποὺ εἶχε στυλώσει τὰ πόδια καὶ δὲν ξεκινοῦσε!

Ἡ ὥρα ἦταν ὁ μεγάλος δείκτης λίγο δεξιὰ τοῦ πάνω πάνω ἀριθμοῦ καὶ ὁ μικρὸς ἐντελῶς κάτω, σχημάτιζαν μιὰ σχεδὸν εὐθεία γωνία - ἔξι καὶ πέντε μετὰ μεσημβρίας θὰ τὸ μετέφραζε κάποιος ἀγεωμέτρητος. Δυόμιση – τρεῖς ὧρες στὴν διάθεσή μου, γιὰ δρομολόγιο μὲ λεωφορεῖο Βούλα Πειραιᾶς καὶ Πειραιᾶς Νίκαια καὶ Κορυδαλλὸς Αἰγάλεω (μὲ ἐνδιάμεση στάση οἴκοι νὰ τσιμπήσω τὰ γαμημένα τὰ κουπόνια) καὶ μὲ μετρὸ Αἰγάλεω Σύνταγμα κι ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Κολωνάκι γιὰ τὸ μαγαζί, δὲν ἦταν κάτι τὸ ἀδύνατο, ἀλλὰ εἶχα ἕνα ἄλλο μποῦλετ στὰ ἀποψινά:

Σινεμὰς στὴν Ἅγιο Δημήτριο καὶ ὥρα δέκα ἀκριβῶς.

Ὁ ὁποῖος σινεμὰς θὰ ἔδειχνε ἔργο διαρκείας ἄνω τῶν δύο ὡρῶν τὸ ὁποῖο μᾶς κάνει Πέμπτη, δηλαδὴ θὰ ἔγραφε δὴ ἒντ πέραν τῆς δωδεκάτης νυκτερινῆς δηλαδὴ λεωφορεῖα καὶ μετρὰ σχολασμένα, δηλαδὴ ταξί, δηλαδὴ μὲ τὴν καμμία, δὲν μπαίνω σὲ ταξὶ ποὺ νὰ μοῦ ἔχουν σπάσει τὰ νερά, ποὺ νὰ γεννάω λέμε.

Ἔτσι, οὐὰνς ἀγκαίν, στὰ μπουλετάκια, εἶχα σχεδιάσει ἀπὸ Βούλα Νίκαια μὲ τὸ ἁμάξι, νὰ πάρω τὰ κουπόνια (πωπώωωω) κατόπιν πάλι μὲ τὸ τουτοὺ πρὸς Ἅγιο Δημήτριο, κάπου ἐκεῖ νὰ ἄφηνα τὸ αὐτοκίνητο, μὲ τὸ μετρὸ στὸ Σύνταγμα – Κολωνάκι γιὰ κἄνα ῥουχαλάκι, ἐπιστροφὴ καὶ ἄφιξη στὸν σινεμὰ στὶς λίγο μετὰ τὶς ἐννέα. Ἔπρεπε νὰ χωρέσω στὸ πρόγραμμα καὶ τὰ σινεφιλικά μου καθήκοντα.

Σινεφιλικά;

Παπάρια!

Οὔτε πῶς τὸ ἔλεγαν τὸ ἔργο δὲν ἤξερα ὁ κατές, ποῖοι οἱ πρωταγωνισταί, τίς ὁ σκηνοθέτης καὶ τί θέλει νὰ μᾶς πῇ διὰ τοῦ πονήματός του σὲ μιὰ χολερικὴ στρατευμένη τέχνη! Ἁπλά, ἁπλούστατα μετὰ ἀπὸ ἑβδομηνταοκτὼ ἑβδομάδες στενοῦ μαρκαρίσματος μιᾶς δεσποινίδος, κατάφερα καὶ ἀπέσπασα τὸ ναί της γιὰ μιὰν ἔξοδο. Δὲν μὲ ἔνοιαξε διόλου κάτι ποὺ μοῦ εἶχε πεῖ πὼς θἄπρεπε στὶς δωδεκάμισυ νὰ εἶναι σπίτι καταπὼς ἐπιτάσσει ἕνας ἄγριος καὶ παλαιῶν ἀρχῶν μπαμπᾶς. Ὄχι ἐπειδὴ γνωρίζω ὅτι ὁ μπαμπᾶς της εἶναι σὲ κάποιο χωριὸ τῆς Θράκης μέγας στραγαλοπαραγωγός, ἀλλὰ διότι πόσο νὰ νοιαστῇ μὲ τέτοιες δικαιολογίες ἕνας δῶ καὶ ἑβδομηνταοκτὼ ἑβδομάδες κάτοχος τοῦ πιὸ γλοιώδους παρουσιαστικοῦ ἀθηνῶν πειραιῶς καὶ περιχώρων;

Γιατρὸς Ψώνια Σινεμάς.

Τὸ ὁποῖον:  

Ἔξι καὶ δέκα – (μέχρι) ὀκτώμισυ ἐννέα – Δέκα.

Θεέ μας, ὅλο αὐτὸ τὸ δαιδαλῶδες σχέδιο ποὺ εἶχα ἐκπονήσει στὴν δουλειά, τώρα μὲ τὴν ἐξέλιξη τῆς ἀποχῆς τοῦ ἁμαξιοῦ, εἶχε γίνει τόσο πολυπλόκαμο! Τόσο πολυπλόκαμο ποὺ θύμιζε τὸ σύμπλεγμα ποὺ πρότεινε ὁ πατέρας τῆς Ζυστὶν διὰ στόματος Ντολμανσέ:

Ζητῶ συγγνώμη, ὡραία Εὐγενία: ἂν πράγματι τὸ ἐπιθυμεῖτε, δὲ θά’μαι ἐγὼ ποὺ θὰ σβήσω τὶς φωτιὲς ποὺ ἄναψα. Ἀγαπητό μου παιδί, παρουσιάζετε γιὰ μένα τὸ μεγάλο μειονέκτημα ὅτι εἶστε γυναίκα. Εἶχα τὴν μεγάλη καλοσύνη νὰ ξεχάσω πολλὰ προκειμένου νὰ δρέψω τὴν παρθενιά σας· νὰ τὸ θεωρήσετε τίμιο ἐκ μέρους μου ποὺ δὲν προχωρῶ πιὸ πέρα: ὁ ἱππότης θ’ἀναλάβει τὸ καθῆκον. Ἡ ἀδελφή του, ἐφοδιασμένη μ’αὐτὸν τὸν τεχνητὸ ποῦτσο, θὰ δώσει τὰ πιὸ φοβερὰ πλήγματα στὸν κῶλο τοῦ ἀδελφοῦ της καὶ ταυτόχρονα θὰ προσφέρει τὰ εὐγενικὰ πισινά της στὸν Αὐγουστῖνο ποὺ θὰ τῆς τὸν χώσει, ἐνῷ θὰ τὸν γαμῶ ἐγώ· γιατὶ δὲν μπορῶ νὰ τὸ κρύψω, ὁ κῶλος αὐτοῦ τοῦ ὡραίου ἀγοριοῦ μοῦ γνέφει ἐδῶ καὶ μιὰν ὥρα καὶ θέλω νὰ τοῦ ἀνταποδώσω ὅσα μοῦ ἔκανε.

Τὸ τουτοὺ λοιπόν, εἶχε μείνει σχεδὸν ἐπὶ τῆς παραλιακῆς. Κι ἀφοῦ διέκοψα τὰ χάδια στὸ τιμόνι μπὰς καὶ κατέφερνα τίποτε, ἐξῆλθον. Περπάτησα (ἐλάχιστα) μέχρι τό γειτονικὸ νοσοκομεῖο καὶ περίμενα λεωφορεῖο.

Κοντὰ σὲ ὅλα, εἶχα κι ἕνα σκαθάρι στὴν τσέπη μου νὰ σφαδάζῃ κάθε λίγο καὶ λιγάκι. Δηλαδὴ ὄχι σκαθάρι μὲ σάρκα καὶ ὀστὰ (ἔχουν ὀστὰ τὰ ἔντομα;) ἀλλὰ τὸ κινητό μου ψόφαγε, ἡ μπαταρία ξερνοῦσε τὰ λυσσακά της. Ὁπότε τυχὸν συνεννοήσεις πῶς θὰ γίνονταν;

Συνεννοήσεις; Γιατί; Μὲ ποῖον;

Σκέφθηκα τὸν πατέρα μου. Ὁ ὁποῖος ἀνέκαθεν καὶ ἐσαεί, ἐπιτήδειος οὐδέτερος σὲ ξεκατινιάσματα ἐνδοοικογενειακὰ καὶ μή, δὲν μοῦ κρατοῦσε μοῦτρα. Τὸν κάλεσα καὶ μὲ τὸ φόβον τῆς θνησκούσης μπαταρίας κινητοῦ, σχεδὸν μορσικῶς, τηλεγραφικῶς (διετηροῦσα ἀκόμα τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ ἐκ Μαντζουρίας Κεφαλλονίτου) τοῦ ζήτησα νὰ ἐρχόταν μὲ τὸ δικό του ἁμάξι, νὰ ἔλθῃ νὰ μὲ μαζώξῃ ἀπὸ τὸν Ἁλιμο, ἔνθα ἡ πιτσαρία, ἡ δουλειά μου δηλαδή.

Πάτερ ἐμοῦ ἐλθὲ Ἁλίμῳ νὰ μὲ μαζώξῃς.

Δὲν εἶπε ὄχι. Διέκρινα ὡστόσο μιὰ δυσανασχέτηση ποὺ τὸν ξεσήκωνα ἀλλὰ ἡ ντροπὴ εἶναι ἕνα χαρακτηριστικὸ ποὺ χάθηκε μαζὺ μὲ τὰ πρῶτα μου δόντια, στὰ χρόνια τοῦ νηπιαγωγείου.

Ἒ μά!

Λεωφορειάτα Βούλα Πειραιᾶς καί μετὰ Πειραιᾶς Νίκαια;

Ἔχω μποῦλετς λέμε! Δὲν θὰ προλάβαινα!

Πωπώωωωω!

Σκέφθηκα πρὸς στιγμὴν νὰ τοῦ ἔλεγα νὰ ἔφερνε μαζύ του τὰ κουπόνια, νὰ μὲ πήγαινε στὸν Ἅγιο Δημήτριο, ἐκεῖ νὰ ἀφήναμε τὸ αὐτοκίνητο καὶ ἐν συνεχείᾳ νὰ γύριζε αὐτὸς λεωφορειάτα στὸ σπίτι (κι ἐγὼ νὰ συνέχιζα τὸ πρόγραμμα) ἀλλὰ κάποια ψήγματα αἰδοῦς ἔχουν μικροαστικῶς ἀπομείνει ἐντός μου καὶ δὲν τοῦ τὸ προέτεινα. Μαγκώθηκα λίγο μὲ τὴν σκέψη ἐκείνη, ἔψαξα τσιγάρα, ἔβαλα ἕνα στὰ χείλη νὰ σταματήσουν νὰ κινοῦνται σὲ ἕναν ἀγχωμένο μονόλογο, μὰ δὲν εἶχα φωτιά. Μικρὸ ἦταν τὸ κακό, εἶχε ἀφιχθῇ τὸ λεωφορεῖο.

Τὸ ὁποῖον εἶχε πορεία μόνον παραλιακῶς. Θὰ ἔπρεπε νὰ περπατήσω, νὰ ἀνηφορίσω κεντρική τινα λεωφόρο, περίπου μέτρα ὀκτακόσια, ὥστε νὰ πάω στὴν δουλειά μου. Ἐκεῖ ἦταν ἕνα ἀσφαλὲς μέρος γιὰ νὰ ἔλθῃ ὁ πατὴρ καθ’ὅσον δὲν τὸ ἔχει μὲ τὰ κινητὰ καὶ δὲν θὰ ἦταν δύσκολο ἂν τοῦ προέτεινα μέρος ἐπὶ τῆς παραλιακῆς, νὰ χανόμασταν καὶ νὰ τζίφιαζαν καὶ ψώνια ἀλλὰ καὶ ὁ σινεμάς – δηλαδὴ ποιός σινεμάς, τὸ γκομενάκι! Τὸ μετὰ ἀπὸ ἑβδομῆντα ὀκτὼ ἑβδομάδες ἀνερρυθρίαστο κολλητιλίκι! Βασικὰ ὑπῆρχε κι ἄλλος λόγος γιὰ νὰ πάω στὴν δουλειά· ἐκεῖ ὑπῆρχε κι ἕνας φορτιστής. Θὰ ἔπρεπε νὰ φορτίσω τὸ τηλέφωνο διότι δὲν διέθετα φορτιστὴ αὐτοκινήτου (πλέον οὔτε αὐτοκίνητο δὲν διέθετα ὁ κερατάς!) καὶ γιὰ φαντάσου νὰ προλάβαινα τὰ πάντα ἀλλὰ φθάνοντας στὶς ἐννιάμισυ στὸν σινεμά, νὰ μὴν εὕρισκα κάπου στὸ φιλοθεάμον καὶ καλότεχνο πλῆθος τὴν γκομενίτσα! Ἀνατριχιαστικό!

Σταμάτησα σέ μιά στάση, ἀλλὰ μὲ τὸ μυαλὸ ἀλλοῦ, βιάστηκα. Καὶ κατέβηκα μία στάση πρίν. Ἀνηφόρισα γιά τήν δουλειά, περίπου 800 μέτρα. Πέρασα μάλιστα κι ἀπό τό χοτέλ μέ ἐκεῖνον τόν μέγα καθρέπτη πού μᾶς ἔπαιρνε μάτι καθὼς ἔγλυφε ὁ ἕνας τὰ δάκρυα τοῦ ἄλλου, θυμᾶσαι Ἀπόστολε;

Φθάνω.

Στὴν δουλειά.

Κι ἀρχίζω νὰ περιμένω τόν πάδρε.

Ἀλλά συγχρόνως πέφτει και τό τηλέφωνο ἀπό μπαταρία. Ἔπρεπε φόρτισις.

Οἱ πρίζες ὅμως εἶναι μέσα στὰ κτήρια, τὰ αὐτοκίνητα ἔξω, στοὺς δρόμοι. Ἔπρεπε συνδυασμός.

Τέλος πάντων, πρίζισα τὸ τηλέφωνο καὶ μπαινόβγαινα πρὸς ἔλεγχον ἀφικνουμένου πατρικοῦ αὐτοκινήτου κι ἂς ἤμουν λιγουλάκι ἱδρωμένος. Ἔπρεπε προσοχή.

Κάτι κόρνες μὲ φώναξαν κάποια στιγμὴ καὶ ἐν τάξει, εἶχε ἔρθει.

Μέ μαζεύει.

Πᾶμε σπίτι.

Παίρνω τά πραγματάκια.

Φεύγω μέ τό τουτού του.

Χωρὶς πρὶν νὰ τοῦ πῶ ἕνα ἀπαραίτητο εὐχαριστῶ.

Τῇ ἀχαριστίᾳ ἕπεται ἡ ἀναισχυντία.

Ὦ, τί καλὸς οἰωνὸς ἐν ὄψει γκομενακίου!

Φεύγω μέ τό τουτού του.

Σπεύδω Ἅγιο Δημήτριο.

Ἐν τάξει, χωρὶς πολλὴ κίνηση.

Παρκάρω λίγο μακρὰν τοῦ μετρό.

Περπατῶ.

Φθάνω καί ἀκυρώνω τό εἰσιτήριο. Μιὰ τρίχα μου ἀσπρίζει.

Σύνταγμα. Ἀνέρχομαι τὴν ἀπότομη κλίμακα καὶ θωρῶ τὰ παλαιὰ ἀνάκτορα. Ἔσεται ἥμαρ.

Εὔζωνοι ἄλλαζαν φρουρά.

Ἀνέρχομαι τὴν Βασιλίσσης Σοφίας. Εἶχα τὴν ἐντύπωση ὅτι ἡ ὁδὸς τοῦ μαγαζιοῦ (Κανάρη) ἐξέβαλλε στὴν ἐφαπτομένη τῶν ἀνακτόρων λεωφόρο. Συνέχιζα νὰ τὴν ἀνέρχωμαι κυττώντας τὶς κυανὲς πινακίδες τῶν καθέτων δρόμων της, ἀλλὰ πουθενὰ ὁ ἥρως τοῦ 21. Ὅταν ἔφθασα στὴν Λέσχη Ἀξιωματικῶν, χαμπάριασα ὅτι μαλακίσθην καὶ ξέφυγα τοῦ προορισμοῦ. Ῥώτησα περαστικοὺς καὶ μὲ ψιλοκατηύθυναν. Ἀνέβηκα δὲν θυμᾶμαι ποῖα ὁδόν, ἔφθασα στὴν πλατεία Κολωνακίου.

Ὁδὸς Κανάρη ἀριθμὸς κάτι. Ἀρξάμενος τῆς πλατείας, κατηφόρισα πρὸς Ἀκαδημίας τὴν Κανάρη, πουθενὰ ὁ μαγαζής. Ἔπιασα νὰ τὴν ἀνεβαίνω μὲ πιὸ ἐξεταστικὸ μάτι αὐτὴν τὴν φορά. Εἰσῆλθον μάλιστα σὲ ἕνα ἔρημο μπογατσοπωλεῖο, δὲν μὲ λὲς μωρή, εἶναι πιὸ πάνω τὸ μαγαζί (ἀνέφερα τὴν φίρμα) ἐπὶ τῆς Κανάρη; Μισὸ λεπτό, Γιάννηηηηη τὸ μαγαζὶ οὕτινος δὲν ἀναφέρουμε τὴν φίρμα εἶναι πιὸ πάνω; Κάτι ἤκουσε ποὺ ἐγὼ δὲν καὶ γυρνώντας σὲ μένα, ναὶ μοῦ εἶπε ἡ κάργια. Δηλαδὴς πιὸ πρὶν ἀπὸ τὴν πλατεία; Ναίιιι ἀπήντησε καὶ μὲ καθησύχασε ἡ ῥουφιάνα. Ἀνέβηκα πάλι τήν Κανάρη, ἔφθασα στὴν πλατεία, πουθενὰ τὸ μαγαζί. Καριόλα γυναίκα!  
Τί κάνουμε τώρα;

Προσπαθοῦσα νὰ σκεφτῶ τί καὶ ποῖα ὕβρι εἶχα κάμει ὥστε νᾶ μὲ μαστιγώνουν ἔτσι οἱ θεοί, μὰ δὲν εἶχα τυφλώσει καὶ τὸν Πολύφημο ῥὲ μάγκες, κουλάρετε γαμῶτο!

Μᾶλλον κούλαραν, μπορεῖ καὶ νὰ βοήθησε μιὰ παραδίπλα τσίκνα ἀπὸ κάποιο σουβλατζίδικο, ναὶ κούλαραν στάνταρ.

Διότι τότες, θυμήθηκα ἕνα κάτι μοναδικό χρήσιμο πού εἶχα κάμει. Εἶχα σημειώσει τό τηλέφωνο τοῦ μαγαζιοῦ, γειά σας, ναίιιι μέ ἀκοῦτεεεε; Εἶστε Κανάρη τόσο; Ὄχι, Τσακάλωφ χῖ. Γαμῶτοοοοοοοοοοο!

Πάλι καλὰ πάντως.

Κι ἀνηφόρισα.

Σκεπτόμην συνεχῶς τὴν βρωμιάρα ποὺ μοῦ εἶχε πεῖ ψέμματα.

Ἐκεῖνο τὸ ναί της, σὰν τῆς Μόλλυ τὸ ναὶ εἶπα ναί· ψεύτρα γυναίκα – πλεονασμὸς φυσικά!

Ἀνηφόριζα.

Εἶχε κρύο μὰ μοῦ φαινόταν σὰν Ἰούνιος, σὰν δεκάξι τοῦ Ἰουνίου, τοῦ 04, ὄχι στὸ μιλλένιουμ.

Ἀνηφόριζα.

Κολωνάκι.

Ἀθήνα.

Κακοφτιαγμένη γριὰ σκύλα.

Τοὺς βρῆκα.

Ἦταν ἐκεῖ! Καὶ ἦταν ἀνοικτά! Μπορεῖ καὶ ὀλίγον ἀπὸ δάκρυ νὰ νότιζε τὸ μαγουλάκι μου, ἂ ὑπέροχα, σίγουρα ἔτσι θὰ ἔνοιωσε, ὅταν ἀντίκρυσε τὸν καπνὸ τοῦ σπιτιοῦ του τὸ πρότυπο τοῦ συζύγου τῆς Μόλλυ.

Καλὲ εἶχα φθάσει.

Καὶ εὐτυχῶς ὥρα καλή.

Μπῆκα, χωρὶς καθόλου μὰ καθόλου σκέψη, ἀπόδιωξα μὲ τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ τὶς, ἀπὸ τοὺς ὑπαλλῆλοι ποὺ μὲ εἶδαν τέτοια ὥρα νὰ εἰσέρχωμαι, κατάρες γιὰ ἄμεσο κι ἐπώδυνο θάνατο καὶ στάθηκα σὲ ῥάφια, στὰ ἐν αὐτοῖς ῥουχαλάκια δηλαδή.

Πολλά!

Καὶ διάφορα!

Καὶ τσιγκλίζοντα!

Φυσικά, δέν μποροῦσα νά διαλέξω, γαμῶ τὴν ἐλευθέρα σας ἀγορά, ῥησπὲκτ στὴν γκρὶ φόρμα τοῦ ἀνωνύμου ἐργάτου σὲ κάποια φάμπρικα στὴν Πυόνγιανγκ!

Ἐν τάξει ὅμως, κάτι βρῆκα.

Δὲν σᾶς λέω τί.

Πλέρωσα σὲ ἕναν ὑπάλληλο ποὺ οὔτε μισὸ βλέμμα δὲν μοῦ ἔριξε, μὲ τί καρδιὰ νὰ ἀντικρύσῃς μελλοθάνατο;

Κι ἔφυγα.

Βιαζόμην γιά νά μὴν πλερώσω ἄλλο εἰσιτήριο στὸ μετρό! Ἄμ πῶς!

Θὰ προλάβαινα, δὲν πλέρωσα. Καὶ ἡ ἄρτι λευκανθεῖσα τρίχα, τὸ ξαναγύρισε στὸ μαῦρο.

Μετρό καί Ἅγ. Δημήτριος.

Κρύο. Καὶ κουμπώθηκα.

Μπῆκα στὸ μῶλλ.

Ἐνδιαφέρουσα ἡ ἀνθρωπογεωγραφία του.

Ἀνέβηκα δύο πατώματα.

Ἐνδιαφέρουσα ἡ ἀνθρωπογεωγραφία τους.

Ἔσπευσα στήν κοχλιώδη οὐρά.

Ἐνδιαφέρουσα ἡ ἀνθρωπογεωγραφία της.

Καί εἶδα, σὲ κάτι ὀθόνες πάνω ἀπὸ τὰ γκισέ, κόκκινο τόν τίτλο τῆς ταινίας.

Ὅπου κόκκινο, ἐξηντληθεῖσαι αἱ θέσεις.

Λογικό, κόκκινο τὸ χρῶμα τοῦ κακοῦ, τοῦ παρὰ φύσει, τῆς ἀνωμαλίας, ἐρεβικό, ἀποτρόπαιο, ἀπωθητικό.

Ἐξαντληθεῖσαι θέσεις.

Φάκ!

Ὡραία ἡ χλαπάτσα, χὰ χὰ χά, γελοῦσε ὁ ἐπουράνιος Πατήρ.

Προηγουμένως, πηγαίνοντας γιὰ νὰ κατουρήσω κι ἐνῷ μοῦ εἶχα πεῖ (ἦταν κι αὐτὸ στὰ μποῦλλετς) πὼς δὲν θὰ ῥωτοῦσα τίποτε, δὲν θὰ ἐπεδίωκα νὰ μάθω τὸ παραμικρὸ περὶ τὸ μὰτς τοῦ κυπέλλου μὲ τὸν ζμπάοκ παρὰ μόνον ὅταν θὰ γύριζα σπίτι, θὰ ἔβλεπα εἰδήσεις γιὰ τὸ ἀποτέλεσμα, ἀσυναίσθητα ἐστράφην σὲ μιὰν μεγάλη ὀθόνη. Οὔτε ποὺ θυμόμην ὅτι παίζαμε.

Καὶ εἶδα, ἔτσι ἀπότομα, πράσινη ὀθόνη, γήπεδο μπάλας, εἶδα ὅτι χάναμε.

Δύο μηδέν.

Ὡραῖααααααααααααααα!

Στάθηκα καὶ χύθηκα σὲ ἕναν καναπέ. Πολλὲς οἱ ἀγωνίες σήμερις.

Μὰ ὁ δεκαψήφιος ἀριθμὸς ποὺ σχηματίζετο στὴν ὀθόνη τοῦ κινητοῦ μου, ὑπέσχετο σφουγγαρισμένη τῶν ὅλων πρίν, ἀνταμοιβή, μιὰ τὰ πάντα διορθώζουσα ῥέφα!

Ναί;
Ἔλα.
Ἐγώ; Ἐσύ!

Δὲν τῆς περιέγραψα τοὺς Λαιστρυγόνες, τοὺς Κύκλωπες, τὴν Κίρκη, τὴν χῶρα τῶν Κιμμερίων, τὶς Σειρῆνες, τὴν Σκύλλα καὶ τὴν Χάρυβδι. Παρὰ μόνον τὴν περίμενα, γλυκιὰ Ναυσικά, νὰ μὲ συλλάβῃ γυμνὸ καὶ ἔτοιμο γιὰ γούτσου γούτσου.

Τί; Πῶς; Δὲν ἔχει εἰσιτήρια; Ἂ εὐτυχῶς ποὺ σὲ πρόλαβα καὶ δὲν ἔχω ξεκινήσει ἀκόμα. Ἂς τὸ ἀκυρώσωμε, τὰ λέμε αὔριο στὴν δουλειά!

Μάλιστα.

Καὶ σηκώθηκα μὲ ἕναν βαρύτατο ἀναστεναγμό, μαζεύοντας δυνάμεις.

Καθ’ὅσον μὲ περίμεναν τόσοι μνηστῆρες στὸ σπίτι.

Καὶ δὲν εἶχα καὶ ἁμάξι.

Πορφυρογέννητος Γωνιὰ

 
Ἀτρόμητος ΑΕΚ 1-0 (Γήπεδον Περιστερίου) 18/12/2011
Πρωτάθλημα – 14η Ἀγωνιστικὴ
99 Ἀραμπατζῆς, 2 Κοντοές, 15 Καράμπελας, 4 Μανωλᾶς, 6 Κάλα, 14 Μάκος (68΄ 7 Γκερέιρο), 31 Γεωργέας, 8 Μπέλεκ, 77 Κλωναρίδης (46΄ 24 Μπερνς), 10 Κάρλος, 33 Λυμπερόπουλος (31΄ 11 Σιαλμᾶς)
Σκόρερ: –
Κίτριναι: Λυμπερόπουλος Καράμπελας Μανωλάς Κοντοές Γκερέιρο
Διαιτητής: Σπάθας
 
Καλαμάτα ΑΕΚ  0-1 (Δημοτικὸν Καλαμῶν) 22/12/2011
Κύπελλον – 4η Φάσις
99 Ἀραμπατζῆς, 16 Ἀργυρίου, 15 Καράμπελας, 4 Μανωλᾶς (70΄ Γεωργέας), 47 Μπουγαΐδης, 6 Κάλα, 13 Ρίκκα, 8 Μπέλεκ, 24 Μπὲρνς (85΄ 12 Τσίτας), 7 Γκερέιρο, 11 Σιαλμᾶς (76΄ 10 Κάρλος)
Σκόρερ: 47΄ Μπέλεκ
Κίτριναι: Ἀργυρίου Μανωλᾶς
Διαιτητής: Δασκαλόπουλος
 
ΑΕΚ  Δόξα Δράμας 0-0 (ΟΑΚΑ) 3/1/2012
Πρωτάθλημα – 15η Ἀγωνιστικὴ
23 Κωνσταντόπουλος, Ἀργυρίου, 2 Κοντοές, 6 Κάλα, 31 Γεωργέας, 13 Ῥίκκα, 14 Μάκος (55΄ 7 Γκερέιρο), 77 Κλωναρίδης (46΄ 9 Λεονάρντο), 8 Μπέλεκ, 10 Κάρλος, 11 Σιαλμᾶς
Σκόρερ: –
Κίτριναι: Λεονάρντο
Διαιτητής: Σελίμος
 
Λεβαδειακὸς ΑΕΚ 0-2 (Δημοτικὸν Λεβαδείας) 7/1/2012
Πρωτάθλημα – 16η Ἀγωνιστικὴ
23 Κωνσταντόπουλος, 2 Κοντοές, 15 Καράμπελας, 4 Μανωλᾶς, 6 Κάλα, 31 Γεωργέας, 13 Ῥίκκα (57΄ 14 Μάκος), 8 Μπέλεκ, 9 Λεονάρντο (50΄ 19 Λαγὸς), 10 Κάρλος (79΄ 7 Γκερέιρο), 11 Σιαλμᾶς
Σκόρερ: 34΄ 71΄ Σιαλμᾶς
Κίτριναι: Καράμπελας Μπέλεκ
Κόκκιναι: Σιαλμᾶς (δύο κίτρ.)
Διαιτητής: Παππᾶς
 
ΑΕΚ Ξάνθη 1-1 (ΟΑΚΑ) 14/1/2012
Πρωτάθλημα – 17η Ἀγωνιστικὴ
99 Ἀραμπατζῆς, 2 Κοντοές, 15 Καράμπελας (72΄ 16 Ἀργυρίου), 4 Μανωλᾶς, 6 Κάλα, 31 Γεωργέας, 1 Καφές, 8 Μπέλεκ (79΄ 24 Μπὲρνς), 9 Λεονάρντο, 10 Κάρλος, 77 Κλωναρίδης (46΄ 33 Λυμπερόπουλος)
Σκόρερ: 45΄ Λεονάρντο (πέν.)
Κίτρινες : Κάρλος Λεονάρντο Κάλα Λυμπερόπουλος Γεωργέας
Διαιτητής: Ζαχαριάδης
 
ΠΑΟΚ ΑΕΚ 2-0 (Τούμπα) 18/1/2012
Κύπελλον – 5η Φάσις
99 Ἀραμπατζῆς, 2 Κοντοές, 15 Καράμπελας, 4 Μανωλᾶς, 6 Κάλα, 31 Γεωργέας, 14 Μάκος (30΄ 1 Καφὲς), 8 Μπέλεκ, 9 Λεονάρντο (46΄ 33 Λυμπερόπουλος), 7 Γκερέιρο (60΄ 10 Κάρλος), 11 Σιαλμᾶς
Σκόρερ: –
Κίτρινες: Κάρλος Κάλα
Διαιτητής: Γιάχος

Ἐργοτέλης ΑΕΚ 1-1 (Παγκρήτιον) 21/1/2012
Πρωτάθλημα – 18η Ἀγωνιστικὴ
99 Ἀραμπατζῆς, 16 Ἀργυρίου, 19 Λαγός, 47 Μπουγαΐδης (43' 2 Κοντοές), 5 Δέλλας, 13 Ῥίκκα, 21 Βάργκας, 77 Κλωναρίδης (70' 1 Καφές), 33 Λυμπερόπουλος, 10 Κάρλος (46' 7 Γκερέιρο), 11 Σιαλμᾶς
Σκόρερ: 49' Λυμπερόπουλος
Κίτρινες: Λαγὸς Ῥίκκα Κοντοὲς Βάργκας
Διαιτητής: Ἀρετόπουλος

Περιμένω λέμε!




Mὰ κύττα μὰ σερί, κόψε σὲ περικαλῶ τὸ φεγγαράκι, κεῖ ψηλὰ βρέ! Κύττα τὴν χλωμάδα του καὶ σύγκρινέ την μὲ τὴν δική μου ὅταν σὲ εἶδα πρώτη φορὰ καὶ κατάπια τὴν γλῶττα μὴ ἔχων κάτι νὰ σὲ πῶ. Παρέμενα σιωπηλός, ἀκουσίως ὅμως μιλιὰ δὲν ἔβγαζα, μὲ εἶχες τόσο κομπλάρει, ἡ ὁμορφάδα σου δηλαδὴς καὶ ὅ,τι ἔκρυβες μέσα στὸ ὑποκάμισόν σου. Ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ὅμως διεπίστωσες (Ἔ; Πές μου! Μαρτύρα το!) πόσο εὐαίσθητος εἶμαι, πόσο τρυφερός, πόσο γουτσουγούτσης καὶ ὅποια ἄλλη ἱδιότης κάνει τὰ κορίτσια (ἄβγαλτα καὶ μὴ) νὰ συμφωνοῦν μὲ τὸν ἑαυτό τους ὅτι αὐτὸς εἶναι (νῦν κι ἐσαεὶ) ἄντρα (sic)! Mὰ κύττα γλυκιά μου, ὄρτσα τὰ μάτια κεῖ ψηλά! Ἄφησον τὰ ἡδεῖα πάρεργα πέριξ τῆς περισκελίδος μου καὶ ἀφιερώσου σὲ μὴ ἁπτά, σὲ ἐκεῖνα ποὺ στέργουν μαζὺ τὶς παλάμες καὶ κάνουν τὰ βλέφαρα νὰ πάλλωνται σὲ ὑψηλὲς ταχύτητες! Ὦ, αὐτὴ ἡ ῥομαντικάδα μου μὲ κάνει σχεδὸν φιλομόφυλο! Αὐτὸ τὸ τραγούδι, πρὸς ἐπίρρωσιν ὅλων τῶν ἀνωτέρω! Ψηλά, κύττα μὰ σερί, κόψον σὲ περικαλῶ τὸ φεγγάρι...


Παρασκευή, Ιανουαρίου 06, 2012

dial M

Σαράντα πέντε μάστοροι κι ἐξῆντα μαθητάδες δὲν μπόρεσαν τελικῶς νὰ εὕρουν τὸ γιατί δὲν ἐδυνάμην νὰ τονίσω τὶς λέξεις, καθὼς ἔγραφα, στὸ βετεράνικο πισάκι μου. Κομβίωνα τὸ δίπλα στὸ λάμδα ψηφίο πρὶν ἀπὸ τὸ ποθητὸ φωνῆεν ἀλλὰ τζίφος καὶ πάπαλα - ἀτονία ἀτονια ατονια. Ἔκανα τὶς προβλεπόμενες ἑβδομῆντα καὶ ὀκτὼ ἐπανεκκινήσεις, νάδα. Λιβάνισα τὸ σπίτι καὶ ἔψαλλα ὅ,τι πιὸ εὐλαβὲς βρῆκα στὴν Σύνοψη, νιέντε. Μέχρι καὶ ἀναβάθμιση τοῦ ὑποσχέθηκα, νίλτς!

Κατόπιν, ἀποτάθηκα στοὺς γύρω μου. Ὅλες μὰ ὅλες, οἱ - διὰ τοῦ φίλτρου τοῦ τζάμπα φυσικά - προσφυγές μου σὲ εἰδήμονες φίλους, γνωστούς, γειτόνους μπὰς καὶ μοῦ τὸ γιάτρευαν, ἐπέστρεψαν ἄνεργες καὶ ἀτελέσφορες πενθίζοντάς με στὸ ἀναφανδόν.

Κάποιος συνάδελφος, εἰδὼν κι ἀποειδὼν ἀπὸ τὴν ψυχολογικὴ πίεση ποὺ ἤσκει αὐτῷ ἡ κακοδιάθετος μεγαλοπαρασκευιάτικη μουτσουνάρα μου κάθε μὰ κάθε ἡμέρα, μοῦ συνέστησε κάποιον τίνι τρόπῳ πρακτικό. Μοῦ ἔδωσε τὴν διεύθυνσή του, ζήτησε νὰ μεταφέρω κάποια χαιρετίσματα καὶ μὲ ἕναν χαζὸ μορφασμὸ μοῦ ἔδωσε νὰ καταλάβω ὅτι γκαραντί!

Γράπωσα καὶ τράβηξα τὰ μαλλιά μου, ἀνέκραξα ἕνα ἄου καὶ τὸ αὐτὸ κιόλας ἀπόγευμα, ἀφοῦ σχόλασα, μὲ τὸ λαπτοπάκι μου στὸ ἀναρτήσατε κίνησα γιὰ τὴν ἐσχάτη μου ἐλπίδα. Ἡ καρδιά μου κτυποῦσε δυνατά, ἡ ἀγωνία μοῦ εἶχε ἐξαντλήσει τὶς τῆς κύστης ἀντοχὲς καὶ ὁ στόμας στέγνωνε ἀφύσικα γρηγορότερα τοῦ συνήθους· ἕνα σκηνικὸ ἐξαντλητικὰ ὅμοιο μὲ ἐκεῖνα τῶν πρώτων σ’ἀγαπῶ σ’ἀγαπῶ, ποῦ μὲ βάζεις. Παρὰ ταῦτα, καλῶς ἐχόντων τῶν πραγμάτων, τὴν φορὰ αὐτὴ θὰ ἔτρωγα κοκό – μᾶλλον, ἴσως κι εἴθε. Εἶχε σκοτεινιάσει ὅταν ἔφθασα, τὸ σπίτι του μάστορος ἦταν σὲ κάποια κάθετο τῆς Χαριλάου Τρικούπη, ἀρκετὰ ψηλά, μεγάλη ἡ χάρη Σου λαπτοπάκι μου νὰ ἀναγκαστῶ νὰ ἁπλωθῶ σ’αὐτὸ τῆς πόλης τὸ μέρος.

Φθάνοντας, τὸν κάλεσα σὲ ἕνα νούμερο ποὺ μοῦ’χε δώσει ὁ συστήσας συνάδελφος - δὲν ὑπῆρχε βλέπεις, ἐξήγηση στὸ κουδούνι τῆς πολυκατοικίας· παρὰ μόνον ἕνα πυκνωτάκι ἀντὶ γιὰ ὄνομα, ἄντε νὰ μάντευα ὅτι τοῦτο ἦτο τοῦ μάστορος ἐξυπνάς. Κι ἀφοῦ συνεννοηθήκαμε καὶ μοῦ ξήγησε, χτύπησα ἐκεῖ, ηὗρα ἀνταπόκριση καὶ εἰσῆλθον. Μπῆκα στὴν εἴσοδο, ὅλο πάνω, ὅσο πάνω πάει μεγάλε, τὸν ἄκουσα νὰ μὲ κατευθύνῃ σκοτεινῷ ἀντιλάλῳ ὁ περὶ οὗ, ἡ μου τελευταία ἐλπὶς καὶ προσφυγή, ἕνας ὡραῖος κι ἀόρατος φυσικά, Θεός.

Τελειώσας τὸ ἀσανσέρ, μὲ τὸ ὅλο πάνω κατὰ νοῦ, ἐξηκολούθησα. Ἔπιασα μερικὰ σκαλιὰ καὶ ἔψαχνα νὰ βρῶ ποῦ καὶ πῶς θὰ τὸν εὕρισκα - ἡ φωνὴ εἶχε παύσει, ἐγὼ συνέχιζα νὰ ἀνεβαίνω. Μέχρι τὴν ταράτσα ἐξῆλθα ὁ δυστυχής, πουθενὰ ὁ μέχρι πρίν. Γύρισα λίγο τὰ μέρη ἐκεῖ, μήπως καὶ ὑπῆρχε καμιὰ ντροπαλὴ εἴσοδος δὲν βρῆκα ὅμως κάτι. Ἄαα, διόλου καλὸς οἰωνός, δὲν εἶχα καὶ τὸ τζιπιὲς μαζύ μου! Ἔκανα σλάλομ σὲ κάτι ἀνεμίζουσες μπουγαγολευκόρουχα, ἀπέφυγα κι ἕναν πάντως δεμένον κόπρο, ζαχάρωσα δυὸ μπουκάλες μὲ στὸν ἥλιο ἀφημένο λικὲρ βύσσινο καὶ εἶδα στὴν πόρτα τοῦ κλιμακοστασίου ἕνα χέρι νὰ μοῦ προτείνεται. Ἐδῶ εἴμαστε! Ἐφάνη καὶ τὸ ὑπόλοιπο σὲτ τοῦ σώματος, κατάλαβα ὅτι ἦταν ὁ περὶ οὗ. Χάρηκε πολύ, μὲ ῥώτησε γιὰ τὴν ὑγίεια τοῦ μεσολαβήσαντος ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν δική μου καὶ μὲ τράβηξε πρὸς τὸ διαμέρισμά του. Εὐτυχῶς δὲν πολυλόγισε.

Περίμενα νὰ συνεχίσῃ τὸ τράβηγμα καὶ νὰ μπαίναμε σὲ κάποιο στοιχειωδῶν προδιαγραφῶν σπίτι, ἀλλὰ σταμάτησε ξαφνικὰ καὶ μοῦ πρότεινε νὰ καθίσω. Γυρίστηκα μοῖρες διακόσιες ἐξῆντα καὶ τέσσερις πέριξ τοῦ ἄξονός μου καὶ πεντέξι ὀθόνες, δύο πληκτρολόγια, μπόλικοι πύργοι, τρία τερματικὰ, ἕνα γραφεῖο, μερικὲς καρέκλες, ἕνα κρεβάτι δήλωναν ὅτι εἶχα φθάσει στὸ διαμέρισμά του, μὰ ἐδῶ; Ἐδῶ ἦταν τὸ δωμάτιο τοῦ μηχανισμοῦ τοῦ ἀνελκυστῆρος! Τέλος πάντων, πολὺ γκόμενα τὸ ἔπαιζα, δὲν θὰ μοῦ προέτεινε καὶ συγκατοίκηση, μιὰν ἀβαρία ἤθελα, ὑποχρεωμένος θὰ ἔφευγα ἀπὸ ἐκεῖ! Καὶ σὲ τί ἄτομο ὑποχρέωση! Ἀμέτρητοι οἱ παράσιτοι μικροοργανισμοὶ στὸν μεγαλοργανισμὸ ποὺ μόλις μοῦ εἶχε προτείνει τὸ κάτσε. Ἀμέτρητοι καὶ βάλε, στὸ ἀξύριστο πρόσωπό του, στὸ ἀχτένιστο κεφάλι, στὴν ἀναδυομένη ἐκ μάλης κρεμμυδίλα, στὸν ἀπὸ λαδιὲς τοῦ Αἰγαίου χάρτη ὡς σιδερότυπο ἐπὶ τοῦ κάποτε λευκοῦ φανελλακίου.

Κυττοῦσα τὸ Καρντὰκ ὅταν μὲ ῥώτησε γιὰ τὸ πρόβλημα. Τοῦ ἐξήγησα ὅτι ὅλα λειτουργοῦσαν τζάμι στὸ πισί, ἀλλὰ ὅταν ἤθελα νὰ τονίσω μιὰ λέξη, αὐτή παρέμενε ἀσκεπής. Ἐκείνην πάντως τὴν στιγμή, τόνιζα μὲ μεγαλόπρεπη ἐπιτυχία τὶς λέξεις διότι συχνάκις καὶ περιοδικῶς κάποιος χρησιμοποιοῦσε τὸν ἀνελκυστήρα καὶ ὁ θόρυβος μᾶς μούτρωνε τὴν συνεννόηση. Ἔ, μὴν τὰ μακρυγορῶ, ὁ τυπὰς ἀφοσιώθηκε στὸ ἐργαλεῖο κι ἐγὼ κύκλιζα τὸ βλέμμα στὸ διαμέρισμά του διαπιστώνοντας σὲ κάθε ματιᾶς στάση ὅτι ὑπάρχουν καὶ χειρώτερα. Ἄ, ναί! Κρεμόμουν καὶ σὲ κάθε ἐπιφώνημά του.

Ἑπτάμισυ οἰκτιρμούς του μετά, γύρισε πρὸς τὰ μένα καὶ ἀνέτειλλε ἕναν χαμογελαστὸν οἰημένον μορφασμόν. «Ἔτοιμη ἡ νύφη» εἶπε «κουμπάρε, σὲ ἔφτιαξα, ἔτοιμος εἶσαι». Ἀλήθεια ἔλεγε, πρὸς ἐπίρρωσιν τῶν λεγομένων, τοῦ ἔβλεπα δυὸ κλὶκ στὸ πληκτρολόγιο, συνεχῶς δύο κλὶκ καὶ φωτιζόταν ἕνα τονισμένο ἄλφα στὴν ὀθόνη, πώπω θρίαμβος, μὰ ὁ Χουντίνης εἶσαι, ἀδελφέ; Πῶς τὸν εἶχα συμπαθήσει! Κι ὅταν στὰ τί χρωστῶ μου, ἀπεκρίθῃ κάτι ἀκατάληπτα μὲ τὴν εὐλογημένη κατάληξη τίποτε, τότε...

Ἐν τούτοις, ἀναγκάστηκα νὰ ξεπαραδιαστῶ· τὴν ἑπομένη κέρασα τὸν συνάδελφο γιὰ τὴν χαλύβδινη μεσιτεία του, ὁ ὁποῖος τὴν κι ἄλλο ἑπομένη, στὸ διάλειμμα τῆς βάρδιας, μὲ τράταρε ἕνα σιντί. Εἶναι ἀπὸ τὸν ἔτσι, ποῖος ὁ ἔτσης; ὁ μάστορας ντέ! Ἄ, ὁ μάστορας! Καλὸ παιδί!

Διαλείμματος περατωθέντος, ἐπέστρεψα στὸ γραφεῖο. Πῆρα τὸ σιντὶ καὶ τὄβαλα νὰ δῶ τί εἶχε στείλει ὁ βλάμης. Ἡ αὐτόματη ἐκτέλεση ἐντελῶς ντετὲ μοῦ ἔστειλε κοπέλες (παντοίας ἡλικίας, ἰδιότητος καὶ σκυροδέματος) ἀδαμιαίᾳ (σίκ) περιβολῇ σὲ ἀναίσχυντες πόζες νὰ ἐπιδεικνύουν μέρη τοῦ σώματός των καθὼς κάναν ἔρωτα μὲ πλαστικοὺς κασκαντέρ! Ἄναψα, κοκκίνησα     ἀπὸ τὸ κακό μου ποὺ εἶχε ὁ μάστωρ σκεφτῇ ὅτι θέλγομαι ἀπὸ τέτοιου εἴδους θεάματα καὶ ἐξανέστην. Κατὰ τὴν σχόλη ἔδωσα τὸ σιντὶ στὸν συνάδελφο ἵνα τὸ ἐπιστρέψῃ, τοῦ ἐπεσήμανα μάλιστα νὰ μεταφέρῃ στὸν ἔτσι τὴν δυσαρέσκειά μου. Δὲν τοῦ ἀπεκάλυψα πάντως ὅτι εἶχα κάνει ἕνα ἀντίγραφο στὸ πισὶ τῆς δουλειᾶς γιὰ καθαρὰ μπαντγουϊθικοὺς λόγους – σιγὰ μὴν δὲν τὸ παρεξηγοῦσε!

Δυὸ μέρες μετά (μὰ δὲν ὑπάρχει σαββατοκύριακο στὴν κωλοαφήγηση πιά; ἔλεος!) ἤμουν στὴν δουλειά, κατὰ τὸ σχόλασμα αὐτῆς γιὰ τὴν ἀκρίβεια, κύλησα παρέα μὲ τὸ σούσουρο τῶν τελειωμένων στὸν τῆς ἑταιρείας χῶρο σταθμεύσεως. Τὸν εἶδα νὰ στέκεται ἔξω. Μιλοῦσε μὲ τὸν συνάδελφο (τὸν γνωστὸ ντὲ) καὶ μόλις μὲ εἶδε, ἀναβρότατα, ἄφησε τὴν παρέα του καὶ μὲ προσέγγισε. Γλοιῶδες τὸ ὕφος του γιὰ μιὰ στάλα στιγμές, αὐστηρὸ καὶ γεροντοκορίστικο το δικό μου τὸ ὁποῖον ὅμως θυμηθὲν τὴν μείζονα ξυπηρέτα του, γλύκανε κουταλιὲς τρεῖς. Ἦταν ὁ μάστωρ.

«Πῶς πάει τὸ ἐργαλεῖο; Καλὰ ἔ; Γιατρέ μου, μὲ παραξήγησες. Δὲν ἤθελα νὰ σὲ προσβάλλω μὲ ὅ,τι σοῦ ἔστειλα. Ἁπλὰ νόμιζα πώς... Τέλος πάντων...»

Τέλος πάντων σκέφτηκα κι ἐγώ, τὸν συγχώρησα καὶ τὸν κέρασα τσιγάρο. Ἄφησα τὸ ἁμάξι πίσω καὶ περπατήσαμε λίγο, μιλούσαμε γιὰ διάφορα. Καθὼς τοῦ ἔβλεπα τὴν ἀνασιαία δύναμη ποὺ ἔβαζε στὶς τζοῦρες λὲς καὶ ἦταν τὸ ἔσχατο τσιγάρο ἑνὸς θανάτῳ καταδικασθέντος καὶ θυμήθηκα τὰ πιὸ προσωπικά, τὰ δικά του, ἔτσι ποὺ τὸν εἶδα ἀπόβλητο, λιγάκι λοξό, κάπως παραστρατημένο τοῦ κοινοῦ φέρεσθαι, συνειδητοποίησα ὅτι θὰ μποροῦσε πολὺ μὰ πάρα πολὺ νὰ φαινόταν χρήσιμος τῷ καιρῷ τῷ μέλλοντι.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
Ὁ Στάθης εἶναι παρτάιμερ συμβασιοῦχος ὑπάλληλος σὲ μιὰν ὑπηρεσία τοῦ ὑπουργείου γεωργίας στὴν Κυψέλη· τὰ ἀπογεύματα συμπληρώνει τὸ εἰσόδημά του φτιάχνοντας κόπιες ταινιῶν.

Εἶναι δυσλεκτικός, πάσχει ἀπὸ ἀνηδονία καὶ ἡ ὁμάδα τοῦ αἵματός του εἶναι ἡ μηδὲν θετικό. Φοβᾶται τὶς βελόνες καὶ πάσχει ἀπὸ στίγμα μεσογειακῆς ἀναιμίας. Κρίσεις πανικοῦ τὸν ταλαιπωροῦν τὴν κάθε Κυριακὴ μετὰ ἀπὸ τὴν πρώτη πανσέληνο τοῦ θερινοῦ ἠλιοστασίου καὶ ἔχει δώδεκα χιλιάδες εὐρὼ στὸ ταμιευτήριο. Στρογγυλά.

Σπούδασε ἰχθυοκαλλιέργεια στὸ Καζακστὰν καὶ ἀπέκτησε διδακτορικὸ τέτοιας στὴν Οὑγγαρία. Μιλάει μόνον ὅταν οἱ συνομιλητές του καταπίνουν τὸ φαγητὸ καὶ ἀγγλικὰ ἐπιπέδου πάλσο. Διαβάζει ἀθλητικὲς ἐφημερίδες καὶ αὐτὲς τῶν δημοπρασιῶν καὶ εἶναι ἀπολιτίκ.

Ἔχει σχέση μὲ τὴν Γιάννα ἀλλὰ δὲν περνᾷ καὶ πολὺ καλά. (Ἡ Γιάννα).

Βάφτισε τὴν κόρη ἑνὸς ξαδέλφου του, τοῦ Τόλη, τὸ καλοκαίρι ποὺ πέρασε, ὁ ὁποῖος κάθε Σάββατο τοῦ παραπονιέται πὼς δὲν πῆγε τρὶς κατὰ τὰ εἰωθότα, τὴν βαφτιστήρα του στὴν ἐκκλησία γιὰ τὰ δέοντα. Τὸν ἀποφεύγει μὲ κάτι γελοῖες δικαιολογίες. Ἔχει σὲ μεγάλο σέβας ἕναν γείτονα ὀνόματι Ἰγνάτιο ὁ ὁποῖος εἶναι δημοτικὸς σύμβουλος, μέγας παρλαπίπας καὶ ὀφθαλμοπόρνος.

Χόμπυ του τὸ κυνήγι καρδερινῶν· τοὐλάχιστον δεκαπέντε Κυριακὲς στὸ «ἐπιτρεπόμενο» ἐξάμηνο πηγαίνει μὲ τὸν Ἰγνάτιο σὲ ἕνα ἰδανικὸ πρὸς θήρα μέρος πλησίον τῶν Κεχριῶν Κορινθίας. Κερνᾷ κατόπιν καρδερίνες, φλώρους καὶ σπίνους τὸν Τόλη ὡς ἔμπρακτο ἄλλοθι γιὰ τὴν ἀδυναμία του νὰ πάῃ στὴν ἐκκλησία τὴν βαφτησιμιά του. Ἡ τελευταία δὲν φαίνεται νὰ συγκινῇται μὲ τὰ δῶρα αὐτά.

Ἡ Γιάννα ἐργάζεται στὰ ΕλΤὰ τῆς πλατείας Βικτωρίας.

Δικά της χόμπυ ὁ χορός, αἱ ἔξοδοι, ἡ παρακολούθηση τάλεντ ῥηάλιτυ καὶ ὁ ποῦτσος ἢ κάλλιον οἱ ποῦτσοι. Οἱουδήποτε μεγέθους, χρώματος, κλίσεως καὶ ἰδιοκτητῶν - τί ἄλλο, ἄραγε, κατηγοροποιεῖ τὶς ποῦτσες;

Ἔχει μιὰν ἀδελφὴ ἡ ὁποία εἶναι λογίστρια σὲ μιὰν μεγάλη ἑταιρεία καὶ περιμένει ξερνώντας στὸν κόρφο της τὰ χρόνια, τὸν ἱππότη μὲ τὴν slk ποὺ θὰ ἔρθῃ γιὰ νὰ τὴν πάρῃ νὰ πᾶνε στὸ φεγγάρι. Ἐκεῖ, βάσει τοῦ αἰσθαντικοτάτου σχεδίου της, θὰ τῆς τραγουδᾷ μὲ καστιγιάνικη προφορὰ μπαλάντες, ἐκθειάζουσες τὴν σοδομία καὶ τὴν κατὰ τὰ δέοντα, χαμηλὴ θερμοκρασία πλύσεως τῶν ἐσωρούχων.

Ὁ ἱππότης αὐτὸς τῷ ὄντι ὑπάρχει. Κατάγεται ἀπὸ τοὺς ἁγίους τόπους, παίζει μελόντικα, εἶναι φυγόστρατος, πρώην ὀνεδίτης νῦν κουκουές, ἐθελοντὴς στὸ Κέντρο Περίθαλψης Ἀγρίων Ζώων στὸ Νυμφαῖον Φλωρίνης καὶ καλὸς γαμίκος ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὸ ξεροστάλιασμα τῆς ἀδελφῆς τῆς Γιάννας· Ἑλεωνόρα τὴν λένε, δὲν τ’ἀναφέραμε πρίν. Ἡ ὁποία Λεωνόρα, καίτοι γνωρίζει πὼς ὁ slkάτος ἱππότης – ποὺ γυρίζει τὸ ἀρρενωπὸ προσωπάκι του ὅταν ἀκούει Ἀναξίμανδρος – εἶναι ἀρραβωνιασμένος, αὐτὴ ἐξακολουθεῖ νὰ περιμένῃ κάτι τζούφιες, οὔτε κὰν ὑποσχέσεις, πομφόλυγές του γιὰ τὸ ὅτι τῷ μέλλοντι θὰ φτιάξουνε γκεζὶ τὰ δυό τους.

Μιὰ Τετάρτη ἑνὸς Ἰουλίου ὁ ὑπολογιστής τοῦ Στάθη κρασάρει ἀπὸ ἕνα σουφλὲ τρόγιαν προερχόμενο ὄχι ἀπὸ δαναοὺς ἀλλὰ ἀπὸ ἕνα ῥὸζ σάιτ μὲ εἰδίκευση σὲ εὐρύστερνες κυρίες μὲ ἀποτέλεσμα - ἐκτὸς ὅλων τῶν ἄλλων - νὰ μὴν μπορῇ νὰ ἀντιγράφῃ ταινίες. Ὁποία συμφορά!

Ἀπευθύνεται σὲ ἕναν ἀπὸ τὸν στρατὸ φίλο, τὸν Περικλῆ, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ πρῶτα τοῦ πεῖ ὅτι δὲν ἔχει μυρωδιὰ ἀπὸ ὑπολογιστές, ἐν τέλει τοῦ ὑπενθυμίζει ὅτι ὁ οἰονεὶ μπατζανάκης του ἔχει κάποιους γνωστοὺς στὸ κέντρο περίθαλψης οἱ ὁποῖοι ἴσως καὶ νὰ τὸν βοηθήσουν.

Καλεῖ τὸν Ἀναξίμανδρο τὸν ὁποῖον δὲν βρίσκει, ξεγεννᾷ μιὰ προβατοκάμηλο, τοῦ λένε ἀπὸ τὸ τηλεφωνικὸ κέντρο τοῦ κέντρου. Θέλετε νὰ ἀφήσετε μήνυμα; Μπορεῖ καὶ νὰ ἤθελε μὰ τοὺς κλείνει ἀπότομα διότι ἀκούει τὸν χαρακτηριστικὸ θόρυβο κι ἄλλης εἰσερχομένης κλήσεως καὶ ἀπαντᾷ ἄρον ἄρον. Εἶναι ὁ Τόλης ὁ ὁποῖος τὸν ῥωτᾷ ἂν τὴν προσεχῆ Κυριακὴ περάσῃ νὰ πάρῃ τὴν Ὀλγίτσα γιὰ τὴν θεία λειτουργία. Ὁ Στάθης, αἰφνιδιασθεὶς κατ’ἀρχάς, ἐν συνεχείᾳ συνέρχεται καὶ ἀναφέρει στὸν κουμπάρο του ὅτι ὁ τῆς οἰκογενείας ἰατρὸς τοῦ διέγνωσε βουβωνικὴ πανώλη καὶ τὴν Κυριακὴ περιμένει μιὰν ὁμοιοπαθητικὸ νὰ τοῦ περάσῃ βεντοῦζες. Μὲ μιὰν ἐμφανὴ ἀπογοήτευση ὁ Τόλης κλείνει χωρὶς νὰ εὐχηθῇ περαστικὰ κάτι τὸ ὁποῖον πειράζει τὸν Στάθη. 

Ὁ Ἀναξίμανδρος ἢ δὲν ἔλαβε τὸ μήνυμα ἀπὸ τὴν τηλεφωνήτρια τοῦ κέντρου τοῦ κέντρου, μιὰ ἀφηρημένη σλαβομακεδόνισσα κολλημένη στὰ σουντόκου, ἢ ἀγνοεῖ τὸν Στάθη – τὸ πιὸ πιθανὸ ἐνδεχόμενο.

Ὁ ὁποῖος Στάθης, διάγει ἐναγώνια φάση, περιφέρεται στὸ σπίτι τρώγοντας τὰ νύχια του καὶ κάθε βλέμμα στὸν πονεμένο ὑπολογιστὴ τὸν μαστιγώνει σὲ μέρος εὐαίσθητο. Πάνω στὸν πανικό του, τηλεφωνεῖ στὸν Ἰγνάτιο.

Ὁ Ἰγνάτιος δὲν καταλαβαίνει πρᾶμμα διότι ὁ Στάθης λυγμωδῶς τοῦ περιγράφει τὴν κατάσταση κι ὁ καημὸς δὲν τὸν ἀφήνει νὰ ἐκφέρῃ τὰ φωνήεντα. Ἀνησυχεῖ ὁ Ἰγνάτιος ἢ ἔστω βρίσκει εὐκαιρία καὶ ζητᾷ νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸ δημαρχεῖο γιὰ κάτι πολὺ σημαντικὸ ὅπως λέει στὸν ἀπουσιολόγο.

Φθάνει στὸ σπίτι τοῦ Στάθη καὶ τοῦ ζητᾷ νὰ γράψῃ τὰ φωνήεντα ποὺ λείπουν ἀπὸ τὸν θούρειο ἐπικήδειο ποὺ τηλεφωνικῶς τοῦ ἔψαλλε πρίν.

Κάθεται καὶ ἀντιπαραβάλλει τὰ πρὶν μουγκὰ ὠιμὲ μὲ κάτι νῦν φωναχτερὰ ἐπιφωνήματα ἐνόσω ὁ Στάθης εἶναι στὴν κουζίνα καὶ τοῦ φτιάχνει καφέ. Ὁ ὁποῖος καφὲς δὲν φθάνει γιὰ δύο καὶ ἀναγκάζεται νὰ σπεύσῃ στὸ γειτονικὸ ψιλικατζίδικο. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Ἰγνάτιος ἔχει βγάλει κάποια ἄκρη μὲ τὴν αἰτία τοῦ θρήνου τοῦ φίλου του καὶ στέκεται ἐξεταστικῶς πάνω ἀπὸ τὸν ὑπολογιστή. Δὲν ἀργεῖ νὰ καταλάβῃ (ἀκριβῶς τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ Στάθης μπαίνει καὶ εὔχεται σπέρα καλὴ στὴν κυρία Δέσποινα τῶν ψιλικῶν) ὅτι τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι πρόβλημα τοῦ πισιοῦ μὰ πρόβλημα τοῦ ἰδιοκτήτη του. Μιὰ κολλώδης οὐσία ποὺ ἔχει μπαστουκωθῇ σὲ ἕνα κουμπί, δὲν ἐπιτρέπει στὸν ὑπολογιστὴ νὰ λειτουργήσῃ κανονικῶς τὸ λογισμικό του κατὰ τὴν ἔναρξη. Παίρνει μιὰ χαρτοπετσέτα, παίρνει καὶ τὸ οἰνόπνευμα καὶ τὸ ἀπομακρύνει, ἐνῷ κι ὁ Στάθης ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸ ψιλικατζίδικο βαρυνθεὶς μὲ ἑκατὸ γραμμάρια καφέ.

Ὁ ὑπολογιστὴς ἀρχίζει πιὰ κανονικὰ καὶ πολὺ γρήγορα, πρὶν ὁ Στάθης γυρίσει, ἡ ἐπιφάνεια ἐργασίας του φωτεινὴ καὶ σχεδὸν θριαμβικὴ κυττᾷ τὸν Ἰγνάτιο ποὺ σκέπτεται ἒ ῥὲ χαρὲς ποὺ θὰ κάνῃ ὁ μπαγλαμᾶς! Καθὼς περνᾷ λιγουλάκι ἡ ὥρα μὰ μυρωδιὰ καφὲ ψητοῦ δὲν ἀναδύεται κουζίνοθεν, σέρνει τὴν καρέκλα, τὴν εὐθυγραμμίζει στὸ γραφεῖο καὶ κάθεται.

Ἀναπαυτικά.

Κυττᾷ πίσω, πρὸς τὸ μέρος ὅπου θὰ ἀκουστῇ ὅταν φθάσῃ ὁ ὁσονούπω χαρούμενος μπαγλαμᾶς καὶ σὲ μιὰ ἀπόλυτη ἡσυχία ἀκούγονται νὰ στενάζουν τὰ κουμπιὰ ποὺ χρειάζονται γιὰ νὰ πληκτρολογηθῇ ἐντολὴ ἀναζήτησης ὅλων τῶν φωτογραφιῶν ποὺ ὑπάρχουν στὸν χαίροντα ἄκρας ὑγίειας πιά, ὑπολογιστή.

Ἀστερίσκος
τελεία
j
p
g
Καὶ ἔντερ.

Τὰ βλέφαρά του τανύζονται καθὼς βλέπει ἕναν χείμαρρο ἀπὸ εἰκονιδιάκια νὰ γεμίζουν τὴν ὀθόνη. Κλικάρει σὲ μερικὰ
καὶ ἔντερ.

Πρωταγωνίστρια στὶς φωτογραφίες μιὰ μελαχροινή.

Σχεδὸν πρωταγωνίστρια διότι ὑπάρχουν οὐκ ὀλίγες πόζες στὶς ὁποῖες φαίνεται μόνον ἕνα ζεῦγος στήθους.

Ὁρφανό.

Ποὺ κάτι κακὸ ἔχει κάνει ὡς φαίνεται, διότι δεῖκτες καὶ μέσοι δακτύλων ἀπὸ δύο παλάμες, τοῦ τιμωροῦν τὶς θηλὲς μὲ τσιμπιές.

Καταπίνει ἀργά. Ὁ Ἰγνάτιος.

Σὲ κάποιες ἄλλες, κι αὐτὲς κάμποσες, πουθενὰ ἡ μελαχροινή. Μὰ κάποια ὀπίσθια, ἀγενῶς, καταλαμβάνουν τὰ τρία περίπου πέμπτα τοῦ κάδρου. Σ’ αὐτά, ἐξίσου κοσμίας διαγωγῆς, διακρίνονται κοκκινίλες προφανῶς ἀπὸ δήμια χέρια.

Ὁ Ἰγνάτιος γουστάρει.

Μὰ κυττᾷ καὶ πίσω.

Αὐτιά, ἀνοικτά.

Ἡσυχία.

Ἐπανέρχεται στὴν ὀθόνη, κλικάρει κι ἀλλοῦ.

Μιὰ ξυρισμένη σχισμὴ ποὺ λαμπυρίζει ὄχι μόνον ἀπὸ τὸ φλὰς γκρὸ πλὰν σὲ πολλὲς φωτογραφίες. Κατακόκκινη, μᾶλλον ἀσθενής, ἴσως γι’αὐτὸ δύο δάκτυλα χωρίζουν τὰ χείλη της λὲς καὶ πρέπει νὰ ἱαθῇ μιὰ ἂς ποῦμε ἀναφυλλαξία, μιὰ συγκαΐλα.

Ὁ Ἰγνάτιος ἱδρώνει.

Δὲν χάνει περισσότερο χρόνο. Βγάζει ἀπὸ μιὰ τσέπη τὸ μπρελόκ του. Ἐκεῖ, δίπλα ἀπὸ τὸ κλειδὶ τοῦ σκοῦτερ, μιὰ φορητὴ μνήμη.

Τὴν τοποθετεῖ σὲ μιὰ πρόθυμη ὀπὴ καὶ πράττει τὰ δέοντα.

Ἐπαναδιατάσσει μάλιστα, τὴν θέση τοῦ ἐρεθισμένου του ὀργάνου στὸ στενὸ δίμιτο πανταλόνι.

Ὁ ῥυθμὸς παραγωγῆς τοῦ ἱδρῶτα αὐξάνεται ῥαγδαίως, καθὼς παρατηρεῖ τὴν πορεία τῆς ἀντιγραφῆς τῶν φωτογραφιῶν· ὁ ῥυθμὸς γίνεται καλπάζων ὅταν ἀκούῃ κλειδιὰ στὴν πόρτα.

Ἄιντε παιδί μουυυυυ!

Μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ λεπτὰ τραβᾷν ἀμφότεροι τὴν πρώτη τζούρα καϊμακλίδικου καφέ. Ὁ Στάθης εἶναι εὐτυχισμένος – σκέπτεται μάλιστα νὰ τηρήσῃ τὴν προσεχῆ Κυριακὴ τὸ ἂς ποῦμε τάμα στὴν βαφτισημιά του – κι ὁ Ἰγνάτιος ἐπίσης χαρούμενος εἶναι, μὰ βιάζεται νὰ φύγῃ.

Ὄρθιοι ἐπὶ τῆς ἐξώπορτας, ὁ ἐπισκέπτης κτυπᾷ τὰ κλειδιά του μπεγλεριστὶ καθὼς ἀκούει τὸν Στάθη νὰ ἀναλώνεται σὲ ἀτέρμονες εὐχαριστίες.

Τὸν διακόπτει μιὰ κλήση. Ζητᾷ συγγνώμη ἀπὸ τὸν Ἰγνάτιο ὁ ὁποῖος ὡστόσο τὸν χαιρετᾷ καὶ φεύγει ἐνῷ ὁ Στάθης μιλᾷ στὸ τηλέφωνο. Εἶναι ὁ Τόλης, ῥωτᾷ γιὰ τὴν ὑγίεια του καὶ προτείνει νὰ στείλῃ τὴν μητέρα του νὰ τὸν τρίψῃ, θαύματα κάνουν οἱ ἐντριβὲς τῆς κυρα Μαρίας, περδίκι θὰ γενῇς ἄμεσα καὶ θὰ μπορέσῃς νὰ πᾷς τὴν Ὀλγίτσα στὴν λειτουργία τὴν θεία. 

Ὁ Στάθης ἐτοιμάζει ἕνα ξερὸ ὄχι μὰ ξαφνικὰ θυμᾶται τὸν Ἀναξίμανδρο. Ζητᾷ συγγνώμη ἀπὸ τὸν συνομιλητή του καὶ τοῦ τὸ κλείνει πρὶν ὁ τελευταῖος προλάβει νὰ τοῦ ἀποσπάσῃ συμφωνία.

Ἀνησυχεῖ γιὰ τὸν Ἀναξίμανδρο. Μπορεῖ νὰ ἔχῃ λυθῇ τὸ πρόβλημά του καὶ νὰ μὴν εἶναι πολλὲς οἱ ὧρες ποὺ δὲν ἔχει μάθει νέα του, ἀλλὰ ἀκατανοήτως γιατί, ἕνα κάποιο ἄσχημο προαίσθημα τὸν τριβελίζει.

Καλεῖ ξανὰ στὸ κέντρο περίθαλψης ἀγρίων ζώων.

Ἡ τηλεφωνήτρια τὸν θυμᾶται καὶ τοῦ μιλᾷ σὲ οἰκεῖο τόνο.

Ἀφήνει μήνυμα.

Κι αὐτὴ ἐγκάρδια τοῦ ζητᾷ νὰ μὴν ἀνησυχῇ καὶ τερματίζει τὴν συνδιάλεξη.

Ὁ Στάθης δὲν ἀκούει καλὰ καὶ νομίζει ὅτι τοῦ εἶπε νὰ ἀνησυχῇ.

Κι ἀνησυχεῖ.

Καλεῖ τὴν Ἑλεωνόρα.

Προσπαθεῖ νὰ ἀποδιώξῃ χροιὰ ἀγωνιώδους φωνῆς.

Τὰ καταφέρνει.

Μὰ δὲν καταφέρνει νὰ ῥωτήσῃ ἂν ἔχῃ νέα ἀπὸ τὸν Ἀναξίμανδρο.

Κλείνει τὸ τηλέφωνο.

Ξύνεται, ψάχνοντας κάποια ἰδέα.

Ἐν τέλει θυμᾶται τὸν Θανάση.

Ὁ Θανάσης εἶναι ψυκτικὸς καὶ παιδικὸς φίλος τοῦ Ἀναξιμάνδρου.

Τὸν καλεῖ.

Δὲν τὸν βρίσκει.

Ἔχει πάει στὴν ἐφορία, τὸν πληροφορεῖ ἕνας λακές.

Ἡ βαθμηδὸν ἀνελισσομένη ἀγωνία τὸν κουρελιάζει κι αὐτὴ ἡ παθογένεια τοῦ δημοσίου διόλου δὲν βοηθᾷ!

Ἀγωνιᾷ.

Πολύ.

Ματωμένα τὰ δάκτυλά του στὴν ὁριογραμμὴ τῆς δύσεως τῶν νυχιῶν, δὲν ἔχει ἄλλα νὰ φάῃ ἀγχωλυτικῶς.

Κι ἐνῷ σκέπτεται μήπως καὶ νὰ μασήσῃ τὰ τῶν ποδιῶν, ἀκούγεται τὸ τηλέφωνο.

Ἡ ταχύτης ἀπαντήσεως συναγωνίζεται τὴν ἀντίστοιχη τῆς κόρνας στὸ μόλις πράσινο φανάρι.

Ἀπαντᾷ καὶ αὐθυποβολίζει, πρέπει νὰ εἶσαι ἐσύ, Ἀναξίμανδρε!

Φεῦ! Εἶναι ὁ Περικλῆς ὁ ὁποῖος παραπονιέται ἐπειδὴ δὲν ἔχει μεγάλο μερίδιο στὴν πλοκή.

Ὁρίστε;

Ὁ Στάθης δὲν πολυκαταλαβαίνει, εἰδικῶς αὐτὸ τὸ ἀπονεννοημένο ἐρώτημα τοῦ Περικλέους δὲν καταλαβαίνει, ἀλλὰ δὲν τοῦ ἐπιτρέπει περισσότερα γιατί ἡ κατάστασή του. Τοῦ κλείνει τὸ τηλέφωνο χωρὶς τὴν παραμικρὰ τύψη.

Μὰ γιατί τόση ταραχὴ πιά;

Τὸ χαλαρωμένο παχιὸ ἔντερό του τοῦ ζητᾷ λίγη σημασία.

Καὶ πάει στὴν τουαλέττα.

Πάνω στὸν μπιντὲ ἀκούγεται τὸ κουδούνι.

Ὄχι τὸ τηλέφωνο.

Τὸ κουδούνι.

Εἶναι ἡ Γιάννα.

Μπαίνει καὶ πετᾷ τὴν τσάντα της στὸν καναπέ. Ἕνα βιαστικὸ φιλὶ μεσολαβεῖ σὲ ζόρικο ἀναστεναγμὸ καὶ καριολίκια γιὰ τὴν δουλειά.

Τὰ τελευταῖα ἐκφέρονται ἀπνευστί.

Μὲ ταχύτητα ὑπερηχητικοῦ ἀεροσκάφους.

Ἡ ὁποία ταχύτης οὐδόλως ἐπηρεάζει τὴν ποιότητα τῶν ἐκφερομένων μπινελικίων.

Γκρίνια.

Πολλή.

Καὶ τοῦτο, δὲν εἶναι ὅ,τι καλλίτερο γιὰ τὸν ἀπεγνωσμένο Στάθη – εἰδικῶς τώρα.

Ὁ ὁποῖος κουνᾷ συγκαταβατικὰ τὸ κεφάλι του στὶς παντοῦ κατάρες τῆς Γιάννας.

Ἡ ὁποία ξαπλώνει στὸν καναπέ.

Ὁ Στάθης τὴν προσεγγίζει.

Τὰ χέρια του γυροφέρνουν τὶς καμπύλες της, ἔχει στὸν νοῦ του μιὰ ἀγχωμένη διεισδυσούλα, μὰ ἡ συμβία του, ἐξαντληθεῖσα ἀπὸ μερικές πρὸ ὀλίγων ὡρῶν ἐν ἐργασίᾳ, προτιμᾷ ὕπνο.

Ἐγείρεται ὁ Στάθης. Ἀναστενάζει καὶ ἀνάβει τσιγάρο. Πῶς δὲν τὸ εἶχε σκεφτεῖ καὶ πρίν!

Μιὰ στιγμιαία διέγερση τὸν κυριεύει· ὅμοια μὲ τὴν πρὶν μὴ κατὰ τ’ἄλλα ἐπιτευχθεῖσα, καθὼς ὁ καπνὸς διεισδύει στὸ αἷμα καὶ τοὺς νευρῶνες τοῦ νευρικοῦ του συστήματος.

Κατόπιν ἠρεμεῖ.

Πολύ.

Τόσο ποὺ τὸ κουδουνιζόμενο τηλέφωνο δὲν τὸν ἠλεκτρίζει.

Περπατᾷ ἀργὰ πρὸς τὰ ἐκεῖ.

Εἶναι ὁ Θανάσης.

Εἶχε ἀφήσει μήνυμα στὸν λακέ; Δὲν θυμᾶται. Μὰ δὲν πειράζει.

Ὁ Θανάσης.

Πολὺ ἀλέγκρο.

Πολὺ μπλὰ μπλά.

Πολὺ πιάρ. 

Σὲ παραιτημένη πλέον κατάσταση ὁ Στάθης, ἐξέλιπεν κι ἐκείνη ἡ μέχρι πρότινος ζέση πέριξ τοῦ τίνι τρόπῳ μπατζανακίου του.

Ὁ Ἀναξίμανδρος; Χαχαχά, δὲν μοῦ λὲς ῥὲ Στάθη, τί τρέχει μὲ τὴν Ἑλεωνόρα; Εἶναι μαζύ; Σίγουρα; Καλά, ἄσε τί λέει αὐτή, ἄσε τί κάνει, τὸ ξέρω, δὲν νομίζω νὰ σταματήσῃ νὰ καθημερινῶς φροντίζῃ τὰ καναρίνια του ἀκόμα κι ἂν πληρωθῇ ὁ χρόνος καὶ ψοφήσουν! Ἀλλὰ γιὰ πές, ξέρει κάτι, τὴν βλέπεις καθόλου ὑποψιασμένη; Ὁ Ἀναξίμανδρος; Χαχαχά! Ἄκου... Ποὺ λές, τοῦ ἀνέφεραν ἀπὸ τὸ κέντρο ἐκεῖ μὲ τὰ ἄγρια τὰ ζὰ ὅτι δὲν ὑπάρχουν πολλοὶ πόροι καὶ κονδύλια κι ὅτι καλὰ θὰ ἔκανε νὰ ἔψαχνε νὰ βρῇ κάτι ἄλλο – καιρὸ αὐτό, ναί, πόσο ἀκριβῶς δὲν ξέρω, στάκα μωρέ, δὲν εἶναι ἐκεῖ ἡ οὐσία. Ἔστειλε λοιπὸν βιογραφικὰ μπόλικα παντοῦ. Καὶ γιὰ κάθε θέση, ὅ,τι μπορεῖς νά φανταστῇς, μέχρι καὶ γιὰ θέση καρδιολόγου ἔστειλε ὁ τζερεμές! Ἒ μὴν στὰ πολυλογῶ, εὑρέθη μιὰ θέσις σὲ νησί, μακρυνὸ νησὶ καὶ πολλὰ χιλιόμετρα μακρυά. Πολλά. Πῆγε, ὢ ναί! Καιρό εἶναι, ὢ ναὶ ξανά. Καὶ ποὺ λές, πρὶν φύγῃ, νυμφεύτηκε, ὄχι βρέ, δὲν θὰ τὸ μάθαινες; Μὲ μιὰ ῥωσίδα χορεύτρια ἔνωσε τὶς τύχες του καὶ ἔσπευσε στὴν νῆσον τὴν μακρυνήν μὲ σχέδια μεγαλεπήβολα! Ἐγώ, ναί, τὸ γνώριζα, ἄλλωστε εἶχα ἰδιότητα σημαντικὴ στὴν ὁμήγυρι κι ἄσε νὰ λένε οἱ σουρουκλεμέδες! Ἀλλὰ γιὰ τὴν Ἑλεωνόρα... Χὸ χὸ χό! Τί ἄλλο πρέπει δηλαδή; Χὸ χὸ χό! Ἀπίστευτο ντουγάνι, ἐπίπεδο ἀξιοπρέπειας, ἐγωισμοῦ στὰ τάρταρα! Βέβαια ντάξ, κάποιος πρέπει νὰ καθαρίζῃ τὶς κουτσουλιὲς ἀπὸ τὰ λούγαρα, τὰ σκαρθιὰ καὶ τὶς παπαδίτσες, ἀλλὰ χὸ χὸ χό, δὲν εἶναι πολὺ ἀστεῖο;

Ὁ Στάθης ἔχει κλείσει, ἐκτὸς ἀπὸ χαιρετισμό, συνεφώνησε ὅτι ναὶ εἶναι πολὺ ἀστεῖο ἀλλὰ τὸν πειράζει λίγο ὅλο αὐτὸ τὸ νέο, τὸν πειράζει καθὼς βλέπει τὴν Γιάννα κοιμωμένη.

Ἡ ὁποία βλέπει στὸν ὕπνο της τὸν Ἰγνάτιο –περίεργο, δὲν εἶχε ποτὲ θέμα μὲ αὐτόν, νὰ θελήσῃ νὰ τὸν πάρῃ δηλαδή.

Τὸν βλέπῃ νὰ βολτάρῃ στὸ ἄστυ καὶ νὰ χάνῃ τὸ μπρελὸκ μὲ τὰ κλειδιά του.

Τὸ ὁποῖον εὑρίσκει στὴν ὁδὸ Γερανίου στὴν Ὁμόνοια ἕνας φέρελπις καθαριστὴς παμπρὶζ ἀπὸ τὴν Ντάκα τοῦ Μπαγκλαντές.

Ὁ ὁποῖος τὸ πηγαίνει στὸ πρῶτο μαγαζὶ μὲ ὑπολογιστὲς ποὺ βρίσκει μπροστά του.

Τὸ ὁποῖον ἀνήκει στὸν Περικλῆ, παραπονιάρα φιγούρα γιὰ τὴν μὴ μεγάλης διάρκειας παρουσία τῆς περσόνας του στὴν πλοκὴ τοῦ παρόντος. Πρόκειται γιὰ μαγαζὶ ἐμπορίας μελάνης γιὰ ἐκτυπωτές.

Τοῦ φτιάχνει μιὰ κόπια μὲ ὅλες τίς, περιεχόμενες στὴν δίπλα στὰ κλειδιὰ τοῦ Ἰγνάτιου φλὰς μνήμη, φωτογραφίες.

Οἱ ὁποῖες φωτογραφίες, ἐντὸς ψηφιακοῦ πολυμορφικοῦ δίσκου σὲ περίπου ἔξι ἐργάσιμες φθάνουν στὸ Μπαγκλαντές, ῥεγάλο στοὺς ἔφηβους ἀδελφοξαδέλφους τοῦ εὐρώσαντος. Ἀπὸ ἐκεῖ στὸ ἕτερο ἱνδικὸ ἰσλαμικὸ κράτος ἀλλὰ καὶ πρὸς ἀνατολάς, μέχρι τὴν Ἱνδοκίνα. Διὰ τῆς μεθόδου τῆς πυραμίδος, οἱ φωτογραφίες δὲν ἀργοῦν νὰ φθάσουν ἕως τὴν ἀμερικανικὴ σαμόα.

Διασκελίζουν μάλιστα τὴν νοητὴ γραμμὴ τῆς ἡμερομηνίας καὶ διὰ τῆς Χονολουλοῦ, ἀρριβάρουν καὶ στὸν Νέο Κόσμο, west coast.

Κατηφορίζουν καὶ πρὸς τὴν λατινικὴ Ἀμερική, ἀφικνοῦνται τάχιστα στὴν Γῆ τοῦ Πυρὸς, περνοῦν κι ἀπέναντι στὶς νήσους Φώκλαντς.

Ἡ Ἀνταρκτικὴ ἀπὸ ἐκεῖ δὲν εἶναι τίποτε, σχεδὸν ἕνα τσιγάρο σάλτο.

Κι ἀπὸ ἐκεῖ μὲ ἕναν πήδουλα, προσγειώνονται στὸ ἀκρωτήρι τῆς καλῆς ἐλπίδος. Ἀνέρχονται τῆς Ἀφρικῆς μὲ γοργὸ ῥυθμὸ καὶ βῆμα ταχύ, σύμπασα ἡ μαύρη ἥπειρος γονυπετήσασα ἠτένισεν αυτὴν εὐλαβῶς.

Ἡ ὑφηλίῳ βόλτα τῆς δεσποινίδος, ὁλοκληροῦται στὴν Λαπωνία, ἀφοῦ προηγουμένως διέλθῃ τὸν παλαιὸν κόσμον, ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον.

Προηγουμένως, ὁ Περικλῆς ἀντιληφθεὶς τὴν ταυτότητα τῆς ἡρωΐδος καὶ τὴν σχέση της μὲ τὸν τύπο ποὺ τὸν «ἔριξε» στὸ κάστινγκ τῆς παρούσης, διοχετεύει τὶς φωτογραφίες σὲ (στὸ ὅριον τῆς νομιμότητος) φόρουμς (sic), (πριβὲ ἢ ἀνοικτὰ) τορρεντάδικα, ἱστοσελίδες (διακηρύσσουσες τὸ ἀληθὲς καὶ τὸ ἐρασιτεχνικὸ τοῦ περιεχομένου των).

Κι ἔτσι, ἐντὸς ἐλαχίστου χρονικοῦ διαστήματος, ὁ ἥλιος δὲν δύει ποτὲ στὰ μέρη ὅπου θαυμάζεται ὁ τιμωρηθεὶς ἀτίθασος τῆς Γιάννας κῶλος, τὰ ἐξίσου ἀπείθαρχα βυζιά της, τὸ σὰν φιλάσθενο συναχωθέν, ὑγρὸ μουνάκι της.

Κι αὐτὴ ἡ ἔστω σὲ ὄνειρο, συνειδητοποίηση, κάνει τὴν Γιάννα νὰ τελειώνῃ φορὲς τρεῖς.  

Ὄχι τέσσερις διότι ξυπνᾷ.

Ἀπὸ ἦχο τηλεφώνου.

Ἀμὰν πιὰ αὐτὰ τὰ τηλέφωνα σήμερα.

Εἶναι ὁ Τόλης, ῥωτᾷ τὸν Στάθη ἂν αὐτὴν τὴν Κυριακὴ θὰ συνοδεύσῃ τὴν Ὀλγίτσα στὴν ἐκκλησία.

Ὄχι Τόλη μου, ὄχι, θὰ πάω τσάρκα μὲ ἕναν φίλο γείτονα στὸ κέντρο. Ἴσως τὴν ἑπομένη. Μπορεῖ καὶ ναί.
blog stats