Παρασκευή, Ιανουαρίου 06, 2012

dial M

Σαράντα πέντε μάστοροι κι ἐξῆντα μαθητάδες δὲν μπόρεσαν τελικῶς νὰ εὕρουν τὸ γιατί δὲν ἐδυνάμην νὰ τονίσω τὶς λέξεις, καθὼς ἔγραφα, στὸ βετεράνικο πισάκι μου. Κομβίωνα τὸ δίπλα στὸ λάμδα ψηφίο πρὶν ἀπὸ τὸ ποθητὸ φωνῆεν ἀλλὰ τζίφος καὶ πάπαλα - ἀτονία ἀτονια ατονια. Ἔκανα τὶς προβλεπόμενες ἑβδομῆντα καὶ ὀκτὼ ἐπανεκκινήσεις, νάδα. Λιβάνισα τὸ σπίτι καὶ ἔψαλλα ὅ,τι πιὸ εὐλαβὲς βρῆκα στὴν Σύνοψη, νιέντε. Μέχρι καὶ ἀναβάθμιση τοῦ ὑποσχέθηκα, νίλτς!

Κατόπιν, ἀποτάθηκα στοὺς γύρω μου. Ὅλες μὰ ὅλες, οἱ - διὰ τοῦ φίλτρου τοῦ τζάμπα φυσικά - προσφυγές μου σὲ εἰδήμονες φίλους, γνωστούς, γειτόνους μπὰς καὶ μοῦ τὸ γιάτρευαν, ἐπέστρεψαν ἄνεργες καὶ ἀτελέσφορες πενθίζοντάς με στὸ ἀναφανδόν.

Κάποιος συνάδελφος, εἰδὼν κι ἀποειδὼν ἀπὸ τὴν ψυχολογικὴ πίεση ποὺ ἤσκει αὐτῷ ἡ κακοδιάθετος μεγαλοπαρασκευιάτικη μουτσουνάρα μου κάθε μὰ κάθε ἡμέρα, μοῦ συνέστησε κάποιον τίνι τρόπῳ πρακτικό. Μοῦ ἔδωσε τὴν διεύθυνσή του, ζήτησε νὰ μεταφέρω κάποια χαιρετίσματα καὶ μὲ ἕναν χαζὸ μορφασμὸ μοῦ ἔδωσε νὰ καταλάβω ὅτι γκαραντί!

Γράπωσα καὶ τράβηξα τὰ μαλλιά μου, ἀνέκραξα ἕνα ἄου καὶ τὸ αὐτὸ κιόλας ἀπόγευμα, ἀφοῦ σχόλασα, μὲ τὸ λαπτοπάκι μου στὸ ἀναρτήσατε κίνησα γιὰ τὴν ἐσχάτη μου ἐλπίδα. Ἡ καρδιά μου κτυποῦσε δυνατά, ἡ ἀγωνία μοῦ εἶχε ἐξαντλήσει τὶς τῆς κύστης ἀντοχὲς καὶ ὁ στόμας στέγνωνε ἀφύσικα γρηγορότερα τοῦ συνήθους· ἕνα σκηνικὸ ἐξαντλητικὰ ὅμοιο μὲ ἐκεῖνα τῶν πρώτων σ’ἀγαπῶ σ’ἀγαπῶ, ποῦ μὲ βάζεις. Παρὰ ταῦτα, καλῶς ἐχόντων τῶν πραγμάτων, τὴν φορὰ αὐτὴ θὰ ἔτρωγα κοκό – μᾶλλον, ἴσως κι εἴθε. Εἶχε σκοτεινιάσει ὅταν ἔφθασα, τὸ σπίτι του μάστορος ἦταν σὲ κάποια κάθετο τῆς Χαριλάου Τρικούπη, ἀρκετὰ ψηλά, μεγάλη ἡ χάρη Σου λαπτοπάκι μου νὰ ἀναγκαστῶ νὰ ἁπλωθῶ σ’αὐτὸ τῆς πόλης τὸ μέρος.

Φθάνοντας, τὸν κάλεσα σὲ ἕνα νούμερο ποὺ μοῦ’χε δώσει ὁ συστήσας συνάδελφος - δὲν ὑπῆρχε βλέπεις, ἐξήγηση στὸ κουδούνι τῆς πολυκατοικίας· παρὰ μόνον ἕνα πυκνωτάκι ἀντὶ γιὰ ὄνομα, ἄντε νὰ μάντευα ὅτι τοῦτο ἦτο τοῦ μάστορος ἐξυπνάς. Κι ἀφοῦ συνεννοηθήκαμε καὶ μοῦ ξήγησε, χτύπησα ἐκεῖ, ηὗρα ἀνταπόκριση καὶ εἰσῆλθον. Μπῆκα στὴν εἴσοδο, ὅλο πάνω, ὅσο πάνω πάει μεγάλε, τὸν ἄκουσα νὰ μὲ κατευθύνῃ σκοτεινῷ ἀντιλάλῳ ὁ περὶ οὗ, ἡ μου τελευταία ἐλπὶς καὶ προσφυγή, ἕνας ὡραῖος κι ἀόρατος φυσικά, Θεός.

Τελειώσας τὸ ἀσανσέρ, μὲ τὸ ὅλο πάνω κατὰ νοῦ, ἐξηκολούθησα. Ἔπιασα μερικὰ σκαλιὰ καὶ ἔψαχνα νὰ βρῶ ποῦ καὶ πῶς θὰ τὸν εὕρισκα - ἡ φωνὴ εἶχε παύσει, ἐγὼ συνέχιζα νὰ ἀνεβαίνω. Μέχρι τὴν ταράτσα ἐξῆλθα ὁ δυστυχής, πουθενὰ ὁ μέχρι πρίν. Γύρισα λίγο τὰ μέρη ἐκεῖ, μήπως καὶ ὑπῆρχε καμιὰ ντροπαλὴ εἴσοδος δὲν βρῆκα ὅμως κάτι. Ἄαα, διόλου καλὸς οἰωνός, δὲν εἶχα καὶ τὸ τζιπιὲς μαζύ μου! Ἔκανα σλάλομ σὲ κάτι ἀνεμίζουσες μπουγαγολευκόρουχα, ἀπέφυγα κι ἕναν πάντως δεμένον κόπρο, ζαχάρωσα δυὸ μπουκάλες μὲ στὸν ἥλιο ἀφημένο λικὲρ βύσσινο καὶ εἶδα στὴν πόρτα τοῦ κλιμακοστασίου ἕνα χέρι νὰ μοῦ προτείνεται. Ἐδῶ εἴμαστε! Ἐφάνη καὶ τὸ ὑπόλοιπο σὲτ τοῦ σώματος, κατάλαβα ὅτι ἦταν ὁ περὶ οὗ. Χάρηκε πολύ, μὲ ῥώτησε γιὰ τὴν ὑγίεια τοῦ μεσολαβήσαντος ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν δική μου καὶ μὲ τράβηξε πρὸς τὸ διαμέρισμά του. Εὐτυχῶς δὲν πολυλόγισε.

Περίμενα νὰ συνεχίσῃ τὸ τράβηγμα καὶ νὰ μπαίναμε σὲ κάποιο στοιχειωδῶν προδιαγραφῶν σπίτι, ἀλλὰ σταμάτησε ξαφνικὰ καὶ μοῦ πρότεινε νὰ καθίσω. Γυρίστηκα μοῖρες διακόσιες ἐξῆντα καὶ τέσσερις πέριξ τοῦ ἄξονός μου καὶ πεντέξι ὀθόνες, δύο πληκτρολόγια, μπόλικοι πύργοι, τρία τερματικὰ, ἕνα γραφεῖο, μερικὲς καρέκλες, ἕνα κρεβάτι δήλωναν ὅτι εἶχα φθάσει στὸ διαμέρισμά του, μὰ ἐδῶ; Ἐδῶ ἦταν τὸ δωμάτιο τοῦ μηχανισμοῦ τοῦ ἀνελκυστῆρος! Τέλος πάντων, πολὺ γκόμενα τὸ ἔπαιζα, δὲν θὰ μοῦ προέτεινε καὶ συγκατοίκηση, μιὰν ἀβαρία ἤθελα, ὑποχρεωμένος θὰ ἔφευγα ἀπὸ ἐκεῖ! Καὶ σὲ τί ἄτομο ὑποχρέωση! Ἀμέτρητοι οἱ παράσιτοι μικροοργανισμοὶ στὸν μεγαλοργανισμὸ ποὺ μόλις μοῦ εἶχε προτείνει τὸ κάτσε. Ἀμέτρητοι καὶ βάλε, στὸ ἀξύριστο πρόσωπό του, στὸ ἀχτένιστο κεφάλι, στὴν ἀναδυομένη ἐκ μάλης κρεμμυδίλα, στὸν ἀπὸ λαδιὲς τοῦ Αἰγαίου χάρτη ὡς σιδερότυπο ἐπὶ τοῦ κάποτε λευκοῦ φανελλακίου.

Κυττοῦσα τὸ Καρντὰκ ὅταν μὲ ῥώτησε γιὰ τὸ πρόβλημα. Τοῦ ἐξήγησα ὅτι ὅλα λειτουργοῦσαν τζάμι στὸ πισί, ἀλλὰ ὅταν ἤθελα νὰ τονίσω μιὰ λέξη, αὐτή παρέμενε ἀσκεπής. Ἐκείνην πάντως τὴν στιγμή, τόνιζα μὲ μεγαλόπρεπη ἐπιτυχία τὶς λέξεις διότι συχνάκις καὶ περιοδικῶς κάποιος χρησιμοποιοῦσε τὸν ἀνελκυστήρα καὶ ὁ θόρυβος μᾶς μούτρωνε τὴν συνεννόηση. Ἔ, μὴν τὰ μακρυγορῶ, ὁ τυπὰς ἀφοσιώθηκε στὸ ἐργαλεῖο κι ἐγὼ κύκλιζα τὸ βλέμμα στὸ διαμέρισμά του διαπιστώνοντας σὲ κάθε ματιᾶς στάση ὅτι ὑπάρχουν καὶ χειρώτερα. Ἄ, ναί! Κρεμόμουν καὶ σὲ κάθε ἐπιφώνημά του.

Ἑπτάμισυ οἰκτιρμούς του μετά, γύρισε πρὸς τὰ μένα καὶ ἀνέτειλλε ἕναν χαμογελαστὸν οἰημένον μορφασμόν. «Ἔτοιμη ἡ νύφη» εἶπε «κουμπάρε, σὲ ἔφτιαξα, ἔτοιμος εἶσαι». Ἀλήθεια ἔλεγε, πρὸς ἐπίρρωσιν τῶν λεγομένων, τοῦ ἔβλεπα δυὸ κλὶκ στὸ πληκτρολόγιο, συνεχῶς δύο κλὶκ καὶ φωτιζόταν ἕνα τονισμένο ἄλφα στὴν ὀθόνη, πώπω θρίαμβος, μὰ ὁ Χουντίνης εἶσαι, ἀδελφέ; Πῶς τὸν εἶχα συμπαθήσει! Κι ὅταν στὰ τί χρωστῶ μου, ἀπεκρίθῃ κάτι ἀκατάληπτα μὲ τὴν εὐλογημένη κατάληξη τίποτε, τότε...

Ἐν τούτοις, ἀναγκάστηκα νὰ ξεπαραδιαστῶ· τὴν ἑπομένη κέρασα τὸν συνάδελφο γιὰ τὴν χαλύβδινη μεσιτεία του, ὁ ὁποῖος τὴν κι ἄλλο ἑπομένη, στὸ διάλειμμα τῆς βάρδιας, μὲ τράταρε ἕνα σιντί. Εἶναι ἀπὸ τὸν ἔτσι, ποῖος ὁ ἔτσης; ὁ μάστορας ντέ! Ἄ, ὁ μάστορας! Καλὸ παιδί!

Διαλείμματος περατωθέντος, ἐπέστρεψα στὸ γραφεῖο. Πῆρα τὸ σιντὶ καὶ τὄβαλα νὰ δῶ τί εἶχε στείλει ὁ βλάμης. Ἡ αὐτόματη ἐκτέλεση ἐντελῶς ντετὲ μοῦ ἔστειλε κοπέλες (παντοίας ἡλικίας, ἰδιότητος καὶ σκυροδέματος) ἀδαμιαίᾳ (σίκ) περιβολῇ σὲ ἀναίσχυντες πόζες νὰ ἐπιδεικνύουν μέρη τοῦ σώματός των καθὼς κάναν ἔρωτα μὲ πλαστικοὺς κασκαντέρ! Ἄναψα, κοκκίνησα     ἀπὸ τὸ κακό μου ποὺ εἶχε ὁ μάστωρ σκεφτῇ ὅτι θέλγομαι ἀπὸ τέτοιου εἴδους θεάματα καὶ ἐξανέστην. Κατὰ τὴν σχόλη ἔδωσα τὸ σιντὶ στὸν συνάδελφο ἵνα τὸ ἐπιστρέψῃ, τοῦ ἐπεσήμανα μάλιστα νὰ μεταφέρῃ στὸν ἔτσι τὴν δυσαρέσκειά μου. Δὲν τοῦ ἀπεκάλυψα πάντως ὅτι εἶχα κάνει ἕνα ἀντίγραφο στὸ πισὶ τῆς δουλειᾶς γιὰ καθαρὰ μπαντγουϊθικοὺς λόγους – σιγὰ μὴν δὲν τὸ παρεξηγοῦσε!

Δυὸ μέρες μετά (μὰ δὲν ὑπάρχει σαββατοκύριακο στὴν κωλοαφήγηση πιά; ἔλεος!) ἤμουν στὴν δουλειά, κατὰ τὸ σχόλασμα αὐτῆς γιὰ τὴν ἀκρίβεια, κύλησα παρέα μὲ τὸ σούσουρο τῶν τελειωμένων στὸν τῆς ἑταιρείας χῶρο σταθμεύσεως. Τὸν εἶδα νὰ στέκεται ἔξω. Μιλοῦσε μὲ τὸν συνάδελφο (τὸν γνωστὸ ντὲ) καὶ μόλις μὲ εἶδε, ἀναβρότατα, ἄφησε τὴν παρέα του καὶ μὲ προσέγγισε. Γλοιῶδες τὸ ὕφος του γιὰ μιὰ στάλα στιγμές, αὐστηρὸ καὶ γεροντοκορίστικο το δικό μου τὸ ὁποῖον ὅμως θυμηθὲν τὴν μείζονα ξυπηρέτα του, γλύκανε κουταλιὲς τρεῖς. Ἦταν ὁ μάστωρ.

«Πῶς πάει τὸ ἐργαλεῖο; Καλὰ ἔ; Γιατρέ μου, μὲ παραξήγησες. Δὲν ἤθελα νὰ σὲ προσβάλλω μὲ ὅ,τι σοῦ ἔστειλα. Ἁπλὰ νόμιζα πώς... Τέλος πάντων...»

Τέλος πάντων σκέφτηκα κι ἐγώ, τὸν συγχώρησα καὶ τὸν κέρασα τσιγάρο. Ἄφησα τὸ ἁμάξι πίσω καὶ περπατήσαμε λίγο, μιλούσαμε γιὰ διάφορα. Καθὼς τοῦ ἔβλεπα τὴν ἀνασιαία δύναμη ποὺ ἔβαζε στὶς τζοῦρες λὲς καὶ ἦταν τὸ ἔσχατο τσιγάρο ἑνὸς θανάτῳ καταδικασθέντος καὶ θυμήθηκα τὰ πιὸ προσωπικά, τὰ δικά του, ἔτσι ποὺ τὸν εἶδα ἀπόβλητο, λιγάκι λοξό, κάπως παραστρατημένο τοῦ κοινοῦ φέρεσθαι, συνειδητοποίησα ὅτι θὰ μποροῦσε πολὺ μὰ πάρα πολὺ νὰ φαινόταν χρήσιμος τῷ καιρῷ τῷ μέλλοντι.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
Ὁ Στάθης εἶναι παρτάιμερ συμβασιοῦχος ὑπάλληλος σὲ μιὰν ὑπηρεσία τοῦ ὑπουργείου γεωργίας στὴν Κυψέλη· τὰ ἀπογεύματα συμπληρώνει τὸ εἰσόδημά του φτιάχνοντας κόπιες ταινιῶν.

Εἶναι δυσλεκτικός, πάσχει ἀπὸ ἀνηδονία καὶ ἡ ὁμάδα τοῦ αἵματός του εἶναι ἡ μηδὲν θετικό. Φοβᾶται τὶς βελόνες καὶ πάσχει ἀπὸ στίγμα μεσογειακῆς ἀναιμίας. Κρίσεις πανικοῦ τὸν ταλαιπωροῦν τὴν κάθε Κυριακὴ μετὰ ἀπὸ τὴν πρώτη πανσέληνο τοῦ θερινοῦ ἠλιοστασίου καὶ ἔχει δώδεκα χιλιάδες εὐρὼ στὸ ταμιευτήριο. Στρογγυλά.

Σπούδασε ἰχθυοκαλλιέργεια στὸ Καζακστὰν καὶ ἀπέκτησε διδακτορικὸ τέτοιας στὴν Οὑγγαρία. Μιλάει μόνον ὅταν οἱ συνομιλητές του καταπίνουν τὸ φαγητὸ καὶ ἀγγλικὰ ἐπιπέδου πάλσο. Διαβάζει ἀθλητικὲς ἐφημερίδες καὶ αὐτὲς τῶν δημοπρασιῶν καὶ εἶναι ἀπολιτίκ.

Ἔχει σχέση μὲ τὴν Γιάννα ἀλλὰ δὲν περνᾷ καὶ πολὺ καλά. (Ἡ Γιάννα).

Βάφτισε τὴν κόρη ἑνὸς ξαδέλφου του, τοῦ Τόλη, τὸ καλοκαίρι ποὺ πέρασε, ὁ ὁποῖος κάθε Σάββατο τοῦ παραπονιέται πὼς δὲν πῆγε τρὶς κατὰ τὰ εἰωθότα, τὴν βαφτιστήρα του στὴν ἐκκλησία γιὰ τὰ δέοντα. Τὸν ἀποφεύγει μὲ κάτι γελοῖες δικαιολογίες. Ἔχει σὲ μεγάλο σέβας ἕναν γείτονα ὀνόματι Ἰγνάτιο ὁ ὁποῖος εἶναι δημοτικὸς σύμβουλος, μέγας παρλαπίπας καὶ ὀφθαλμοπόρνος.

Χόμπυ του τὸ κυνήγι καρδερινῶν· τοὐλάχιστον δεκαπέντε Κυριακὲς στὸ «ἐπιτρεπόμενο» ἐξάμηνο πηγαίνει μὲ τὸν Ἰγνάτιο σὲ ἕνα ἰδανικὸ πρὸς θήρα μέρος πλησίον τῶν Κεχριῶν Κορινθίας. Κερνᾷ κατόπιν καρδερίνες, φλώρους καὶ σπίνους τὸν Τόλη ὡς ἔμπρακτο ἄλλοθι γιὰ τὴν ἀδυναμία του νὰ πάῃ στὴν ἐκκλησία τὴν βαφτησιμιά του. Ἡ τελευταία δὲν φαίνεται νὰ συγκινῇται μὲ τὰ δῶρα αὐτά.

Ἡ Γιάννα ἐργάζεται στὰ ΕλΤὰ τῆς πλατείας Βικτωρίας.

Δικά της χόμπυ ὁ χορός, αἱ ἔξοδοι, ἡ παρακολούθηση τάλεντ ῥηάλιτυ καὶ ὁ ποῦτσος ἢ κάλλιον οἱ ποῦτσοι. Οἱουδήποτε μεγέθους, χρώματος, κλίσεως καὶ ἰδιοκτητῶν - τί ἄλλο, ἄραγε, κατηγοροποιεῖ τὶς ποῦτσες;

Ἔχει μιὰν ἀδελφὴ ἡ ὁποία εἶναι λογίστρια σὲ μιὰν μεγάλη ἑταιρεία καὶ περιμένει ξερνώντας στὸν κόρφο της τὰ χρόνια, τὸν ἱππότη μὲ τὴν slk ποὺ θὰ ἔρθῃ γιὰ νὰ τὴν πάρῃ νὰ πᾶνε στὸ φεγγάρι. Ἐκεῖ, βάσει τοῦ αἰσθαντικοτάτου σχεδίου της, θὰ τῆς τραγουδᾷ μὲ καστιγιάνικη προφορὰ μπαλάντες, ἐκθειάζουσες τὴν σοδομία καὶ τὴν κατὰ τὰ δέοντα, χαμηλὴ θερμοκρασία πλύσεως τῶν ἐσωρούχων.

Ὁ ἱππότης αὐτὸς τῷ ὄντι ὑπάρχει. Κατάγεται ἀπὸ τοὺς ἁγίους τόπους, παίζει μελόντικα, εἶναι φυγόστρατος, πρώην ὀνεδίτης νῦν κουκουές, ἐθελοντὴς στὸ Κέντρο Περίθαλψης Ἀγρίων Ζώων στὸ Νυμφαῖον Φλωρίνης καὶ καλὸς γαμίκος ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὸ ξεροστάλιασμα τῆς ἀδελφῆς τῆς Γιάννας· Ἑλεωνόρα τὴν λένε, δὲν τ’ἀναφέραμε πρίν. Ἡ ὁποία Λεωνόρα, καίτοι γνωρίζει πὼς ὁ slkάτος ἱππότης – ποὺ γυρίζει τὸ ἀρρενωπὸ προσωπάκι του ὅταν ἀκούει Ἀναξίμανδρος – εἶναι ἀρραβωνιασμένος, αὐτὴ ἐξακολουθεῖ νὰ περιμένῃ κάτι τζούφιες, οὔτε κὰν ὑποσχέσεις, πομφόλυγές του γιὰ τὸ ὅτι τῷ μέλλοντι θὰ φτιάξουνε γκεζὶ τὰ δυό τους.

Μιὰ Τετάρτη ἑνὸς Ἰουλίου ὁ ὑπολογιστής τοῦ Στάθη κρασάρει ἀπὸ ἕνα σουφλὲ τρόγιαν προερχόμενο ὄχι ἀπὸ δαναοὺς ἀλλὰ ἀπὸ ἕνα ῥὸζ σάιτ μὲ εἰδίκευση σὲ εὐρύστερνες κυρίες μὲ ἀποτέλεσμα - ἐκτὸς ὅλων τῶν ἄλλων - νὰ μὴν μπορῇ νὰ ἀντιγράφῃ ταινίες. Ὁποία συμφορά!

Ἀπευθύνεται σὲ ἕναν ἀπὸ τὸν στρατὸ φίλο, τὸν Περικλῆ, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ πρῶτα τοῦ πεῖ ὅτι δὲν ἔχει μυρωδιὰ ἀπὸ ὑπολογιστές, ἐν τέλει τοῦ ὑπενθυμίζει ὅτι ὁ οἰονεὶ μπατζανάκης του ἔχει κάποιους γνωστοὺς στὸ κέντρο περίθαλψης οἱ ὁποῖοι ἴσως καὶ νὰ τὸν βοηθήσουν.

Καλεῖ τὸν Ἀναξίμανδρο τὸν ὁποῖον δὲν βρίσκει, ξεγεννᾷ μιὰ προβατοκάμηλο, τοῦ λένε ἀπὸ τὸ τηλεφωνικὸ κέντρο τοῦ κέντρου. Θέλετε νὰ ἀφήσετε μήνυμα; Μπορεῖ καὶ νὰ ἤθελε μὰ τοὺς κλείνει ἀπότομα διότι ἀκούει τὸν χαρακτηριστικὸ θόρυβο κι ἄλλης εἰσερχομένης κλήσεως καὶ ἀπαντᾷ ἄρον ἄρον. Εἶναι ὁ Τόλης ὁ ὁποῖος τὸν ῥωτᾷ ἂν τὴν προσεχῆ Κυριακὴ περάσῃ νὰ πάρῃ τὴν Ὀλγίτσα γιὰ τὴν θεία λειτουργία. Ὁ Στάθης, αἰφνιδιασθεὶς κατ’ἀρχάς, ἐν συνεχείᾳ συνέρχεται καὶ ἀναφέρει στὸν κουμπάρο του ὅτι ὁ τῆς οἰκογενείας ἰατρὸς τοῦ διέγνωσε βουβωνικὴ πανώλη καὶ τὴν Κυριακὴ περιμένει μιὰν ὁμοιοπαθητικὸ νὰ τοῦ περάσῃ βεντοῦζες. Μὲ μιὰν ἐμφανὴ ἀπογοήτευση ὁ Τόλης κλείνει χωρὶς νὰ εὐχηθῇ περαστικὰ κάτι τὸ ὁποῖον πειράζει τὸν Στάθη. 

Ὁ Ἀναξίμανδρος ἢ δὲν ἔλαβε τὸ μήνυμα ἀπὸ τὴν τηλεφωνήτρια τοῦ κέντρου τοῦ κέντρου, μιὰ ἀφηρημένη σλαβομακεδόνισσα κολλημένη στὰ σουντόκου, ἢ ἀγνοεῖ τὸν Στάθη – τὸ πιὸ πιθανὸ ἐνδεχόμενο.

Ὁ ὁποῖος Στάθης, διάγει ἐναγώνια φάση, περιφέρεται στὸ σπίτι τρώγοντας τὰ νύχια του καὶ κάθε βλέμμα στὸν πονεμένο ὑπολογιστὴ τὸν μαστιγώνει σὲ μέρος εὐαίσθητο. Πάνω στὸν πανικό του, τηλεφωνεῖ στὸν Ἰγνάτιο.

Ὁ Ἰγνάτιος δὲν καταλαβαίνει πρᾶμμα διότι ὁ Στάθης λυγμωδῶς τοῦ περιγράφει τὴν κατάσταση κι ὁ καημὸς δὲν τὸν ἀφήνει νὰ ἐκφέρῃ τὰ φωνήεντα. Ἀνησυχεῖ ὁ Ἰγνάτιος ἢ ἔστω βρίσκει εὐκαιρία καὶ ζητᾷ νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸ δημαρχεῖο γιὰ κάτι πολὺ σημαντικὸ ὅπως λέει στὸν ἀπουσιολόγο.

Φθάνει στὸ σπίτι τοῦ Στάθη καὶ τοῦ ζητᾷ νὰ γράψῃ τὰ φωνήεντα ποὺ λείπουν ἀπὸ τὸν θούρειο ἐπικήδειο ποὺ τηλεφωνικῶς τοῦ ἔψαλλε πρίν.

Κάθεται καὶ ἀντιπαραβάλλει τὰ πρὶν μουγκὰ ὠιμὲ μὲ κάτι νῦν φωναχτερὰ ἐπιφωνήματα ἐνόσω ὁ Στάθης εἶναι στὴν κουζίνα καὶ τοῦ φτιάχνει καφέ. Ὁ ὁποῖος καφὲς δὲν φθάνει γιὰ δύο καὶ ἀναγκάζεται νὰ σπεύσῃ στὸ γειτονικὸ ψιλικατζίδικο. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Ἰγνάτιος ἔχει βγάλει κάποια ἄκρη μὲ τὴν αἰτία τοῦ θρήνου τοῦ φίλου του καὶ στέκεται ἐξεταστικῶς πάνω ἀπὸ τὸν ὑπολογιστή. Δὲν ἀργεῖ νὰ καταλάβῃ (ἀκριβῶς τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ Στάθης μπαίνει καὶ εὔχεται σπέρα καλὴ στὴν κυρία Δέσποινα τῶν ψιλικῶν) ὅτι τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι πρόβλημα τοῦ πισιοῦ μὰ πρόβλημα τοῦ ἰδιοκτήτη του. Μιὰ κολλώδης οὐσία ποὺ ἔχει μπαστουκωθῇ σὲ ἕνα κουμπί, δὲν ἐπιτρέπει στὸν ὑπολογιστὴ νὰ λειτουργήσῃ κανονικῶς τὸ λογισμικό του κατὰ τὴν ἔναρξη. Παίρνει μιὰ χαρτοπετσέτα, παίρνει καὶ τὸ οἰνόπνευμα καὶ τὸ ἀπομακρύνει, ἐνῷ κι ὁ Στάθης ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸ ψιλικατζίδικο βαρυνθεὶς μὲ ἑκατὸ γραμμάρια καφέ.

Ὁ ὑπολογιστὴς ἀρχίζει πιὰ κανονικὰ καὶ πολὺ γρήγορα, πρὶν ὁ Στάθης γυρίσει, ἡ ἐπιφάνεια ἐργασίας του φωτεινὴ καὶ σχεδὸν θριαμβικὴ κυττᾷ τὸν Ἰγνάτιο ποὺ σκέπτεται ἒ ῥὲ χαρὲς ποὺ θὰ κάνῃ ὁ μπαγλαμᾶς! Καθὼς περνᾷ λιγουλάκι ἡ ὥρα μὰ μυρωδιὰ καφὲ ψητοῦ δὲν ἀναδύεται κουζίνοθεν, σέρνει τὴν καρέκλα, τὴν εὐθυγραμμίζει στὸ γραφεῖο καὶ κάθεται.

Ἀναπαυτικά.

Κυττᾷ πίσω, πρὸς τὸ μέρος ὅπου θὰ ἀκουστῇ ὅταν φθάσῃ ὁ ὁσονούπω χαρούμενος μπαγλαμᾶς καὶ σὲ μιὰ ἀπόλυτη ἡσυχία ἀκούγονται νὰ στενάζουν τὰ κουμπιὰ ποὺ χρειάζονται γιὰ νὰ πληκτρολογηθῇ ἐντολὴ ἀναζήτησης ὅλων τῶν φωτογραφιῶν ποὺ ὑπάρχουν στὸν χαίροντα ἄκρας ὑγίειας πιά, ὑπολογιστή.

Ἀστερίσκος
τελεία
j
p
g
Καὶ ἔντερ.

Τὰ βλέφαρά του τανύζονται καθὼς βλέπει ἕναν χείμαρρο ἀπὸ εἰκονιδιάκια νὰ γεμίζουν τὴν ὀθόνη. Κλικάρει σὲ μερικὰ
καὶ ἔντερ.

Πρωταγωνίστρια στὶς φωτογραφίες μιὰ μελαχροινή.

Σχεδὸν πρωταγωνίστρια διότι ὑπάρχουν οὐκ ὀλίγες πόζες στὶς ὁποῖες φαίνεται μόνον ἕνα ζεῦγος στήθους.

Ὁρφανό.

Ποὺ κάτι κακὸ ἔχει κάνει ὡς φαίνεται, διότι δεῖκτες καὶ μέσοι δακτύλων ἀπὸ δύο παλάμες, τοῦ τιμωροῦν τὶς θηλὲς μὲ τσιμπιές.

Καταπίνει ἀργά. Ὁ Ἰγνάτιος.

Σὲ κάποιες ἄλλες, κι αὐτὲς κάμποσες, πουθενὰ ἡ μελαχροινή. Μὰ κάποια ὀπίσθια, ἀγενῶς, καταλαμβάνουν τὰ τρία περίπου πέμπτα τοῦ κάδρου. Σ’ αὐτά, ἐξίσου κοσμίας διαγωγῆς, διακρίνονται κοκκινίλες προφανῶς ἀπὸ δήμια χέρια.

Ὁ Ἰγνάτιος γουστάρει.

Μὰ κυττᾷ καὶ πίσω.

Αὐτιά, ἀνοικτά.

Ἡσυχία.

Ἐπανέρχεται στὴν ὀθόνη, κλικάρει κι ἀλλοῦ.

Μιὰ ξυρισμένη σχισμὴ ποὺ λαμπυρίζει ὄχι μόνον ἀπὸ τὸ φλὰς γκρὸ πλὰν σὲ πολλὲς φωτογραφίες. Κατακόκκινη, μᾶλλον ἀσθενής, ἴσως γι’αὐτὸ δύο δάκτυλα χωρίζουν τὰ χείλη της λὲς καὶ πρέπει νὰ ἱαθῇ μιὰ ἂς ποῦμε ἀναφυλλαξία, μιὰ συγκαΐλα.

Ὁ Ἰγνάτιος ἱδρώνει.

Δὲν χάνει περισσότερο χρόνο. Βγάζει ἀπὸ μιὰ τσέπη τὸ μπρελόκ του. Ἐκεῖ, δίπλα ἀπὸ τὸ κλειδὶ τοῦ σκοῦτερ, μιὰ φορητὴ μνήμη.

Τὴν τοποθετεῖ σὲ μιὰ πρόθυμη ὀπὴ καὶ πράττει τὰ δέοντα.

Ἐπαναδιατάσσει μάλιστα, τὴν θέση τοῦ ἐρεθισμένου του ὀργάνου στὸ στενὸ δίμιτο πανταλόνι.

Ὁ ῥυθμὸς παραγωγῆς τοῦ ἱδρῶτα αὐξάνεται ῥαγδαίως, καθὼς παρατηρεῖ τὴν πορεία τῆς ἀντιγραφῆς τῶν φωτογραφιῶν· ὁ ῥυθμὸς γίνεται καλπάζων ὅταν ἀκούῃ κλειδιὰ στὴν πόρτα.

Ἄιντε παιδί μουυυυυ!

Μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ λεπτὰ τραβᾷν ἀμφότεροι τὴν πρώτη τζούρα καϊμακλίδικου καφέ. Ὁ Στάθης εἶναι εὐτυχισμένος – σκέπτεται μάλιστα νὰ τηρήσῃ τὴν προσεχῆ Κυριακὴ τὸ ἂς ποῦμε τάμα στὴν βαφτισημιά του – κι ὁ Ἰγνάτιος ἐπίσης χαρούμενος εἶναι, μὰ βιάζεται νὰ φύγῃ.

Ὄρθιοι ἐπὶ τῆς ἐξώπορτας, ὁ ἐπισκέπτης κτυπᾷ τὰ κλειδιά του μπεγλεριστὶ καθὼς ἀκούει τὸν Στάθη νὰ ἀναλώνεται σὲ ἀτέρμονες εὐχαριστίες.

Τὸν διακόπτει μιὰ κλήση. Ζητᾷ συγγνώμη ἀπὸ τὸν Ἰγνάτιο ὁ ὁποῖος ὡστόσο τὸν χαιρετᾷ καὶ φεύγει ἐνῷ ὁ Στάθης μιλᾷ στὸ τηλέφωνο. Εἶναι ὁ Τόλης, ῥωτᾷ γιὰ τὴν ὑγίεια του καὶ προτείνει νὰ στείλῃ τὴν μητέρα του νὰ τὸν τρίψῃ, θαύματα κάνουν οἱ ἐντριβὲς τῆς κυρα Μαρίας, περδίκι θὰ γενῇς ἄμεσα καὶ θὰ μπορέσῃς νὰ πᾷς τὴν Ὀλγίτσα στὴν λειτουργία τὴν θεία. 

Ὁ Στάθης ἐτοιμάζει ἕνα ξερὸ ὄχι μὰ ξαφνικὰ θυμᾶται τὸν Ἀναξίμανδρο. Ζητᾷ συγγνώμη ἀπὸ τὸν συνομιλητή του καὶ τοῦ τὸ κλείνει πρὶν ὁ τελευταῖος προλάβει νὰ τοῦ ἀποσπάσῃ συμφωνία.

Ἀνησυχεῖ γιὰ τὸν Ἀναξίμανδρο. Μπορεῖ νὰ ἔχῃ λυθῇ τὸ πρόβλημά του καὶ νὰ μὴν εἶναι πολλὲς οἱ ὧρες ποὺ δὲν ἔχει μάθει νέα του, ἀλλὰ ἀκατανοήτως γιατί, ἕνα κάποιο ἄσχημο προαίσθημα τὸν τριβελίζει.

Καλεῖ ξανὰ στὸ κέντρο περίθαλψης ἀγρίων ζώων.

Ἡ τηλεφωνήτρια τὸν θυμᾶται καὶ τοῦ μιλᾷ σὲ οἰκεῖο τόνο.

Ἀφήνει μήνυμα.

Κι αὐτὴ ἐγκάρδια τοῦ ζητᾷ νὰ μὴν ἀνησυχῇ καὶ τερματίζει τὴν συνδιάλεξη.

Ὁ Στάθης δὲν ἀκούει καλὰ καὶ νομίζει ὅτι τοῦ εἶπε νὰ ἀνησυχῇ.

Κι ἀνησυχεῖ.

Καλεῖ τὴν Ἑλεωνόρα.

Προσπαθεῖ νὰ ἀποδιώξῃ χροιὰ ἀγωνιώδους φωνῆς.

Τὰ καταφέρνει.

Μὰ δὲν καταφέρνει νὰ ῥωτήσῃ ἂν ἔχῃ νέα ἀπὸ τὸν Ἀναξίμανδρο.

Κλείνει τὸ τηλέφωνο.

Ξύνεται, ψάχνοντας κάποια ἰδέα.

Ἐν τέλει θυμᾶται τὸν Θανάση.

Ὁ Θανάσης εἶναι ψυκτικὸς καὶ παιδικὸς φίλος τοῦ Ἀναξιμάνδρου.

Τὸν καλεῖ.

Δὲν τὸν βρίσκει.

Ἔχει πάει στὴν ἐφορία, τὸν πληροφορεῖ ἕνας λακές.

Ἡ βαθμηδὸν ἀνελισσομένη ἀγωνία τὸν κουρελιάζει κι αὐτὴ ἡ παθογένεια τοῦ δημοσίου διόλου δὲν βοηθᾷ!

Ἀγωνιᾷ.

Πολύ.

Ματωμένα τὰ δάκτυλά του στὴν ὁριογραμμὴ τῆς δύσεως τῶν νυχιῶν, δὲν ἔχει ἄλλα νὰ φάῃ ἀγχωλυτικῶς.

Κι ἐνῷ σκέπτεται μήπως καὶ νὰ μασήσῃ τὰ τῶν ποδιῶν, ἀκούγεται τὸ τηλέφωνο.

Ἡ ταχύτης ἀπαντήσεως συναγωνίζεται τὴν ἀντίστοιχη τῆς κόρνας στὸ μόλις πράσινο φανάρι.

Ἀπαντᾷ καὶ αὐθυποβολίζει, πρέπει νὰ εἶσαι ἐσύ, Ἀναξίμανδρε!

Φεῦ! Εἶναι ὁ Περικλῆς ὁ ὁποῖος παραπονιέται ἐπειδὴ δὲν ἔχει μεγάλο μερίδιο στὴν πλοκή.

Ὁρίστε;

Ὁ Στάθης δὲν πολυκαταλαβαίνει, εἰδικῶς αὐτὸ τὸ ἀπονεννοημένο ἐρώτημα τοῦ Περικλέους δὲν καταλαβαίνει, ἀλλὰ δὲν τοῦ ἐπιτρέπει περισσότερα γιατί ἡ κατάστασή του. Τοῦ κλείνει τὸ τηλέφωνο χωρὶς τὴν παραμικρὰ τύψη.

Μὰ γιατί τόση ταραχὴ πιά;

Τὸ χαλαρωμένο παχιὸ ἔντερό του τοῦ ζητᾷ λίγη σημασία.

Καὶ πάει στὴν τουαλέττα.

Πάνω στὸν μπιντὲ ἀκούγεται τὸ κουδούνι.

Ὄχι τὸ τηλέφωνο.

Τὸ κουδούνι.

Εἶναι ἡ Γιάννα.

Μπαίνει καὶ πετᾷ τὴν τσάντα της στὸν καναπέ. Ἕνα βιαστικὸ φιλὶ μεσολαβεῖ σὲ ζόρικο ἀναστεναγμὸ καὶ καριολίκια γιὰ τὴν δουλειά.

Τὰ τελευταῖα ἐκφέρονται ἀπνευστί.

Μὲ ταχύτητα ὑπερηχητικοῦ ἀεροσκάφους.

Ἡ ὁποία ταχύτης οὐδόλως ἐπηρεάζει τὴν ποιότητα τῶν ἐκφερομένων μπινελικίων.

Γκρίνια.

Πολλή.

Καὶ τοῦτο, δὲν εἶναι ὅ,τι καλλίτερο γιὰ τὸν ἀπεγνωσμένο Στάθη – εἰδικῶς τώρα.

Ὁ ὁποῖος κουνᾷ συγκαταβατικὰ τὸ κεφάλι του στὶς παντοῦ κατάρες τῆς Γιάννας.

Ἡ ὁποία ξαπλώνει στὸν καναπέ.

Ὁ Στάθης τὴν προσεγγίζει.

Τὰ χέρια του γυροφέρνουν τὶς καμπύλες της, ἔχει στὸν νοῦ του μιὰ ἀγχωμένη διεισδυσούλα, μὰ ἡ συμβία του, ἐξαντληθεῖσα ἀπὸ μερικές πρὸ ὀλίγων ὡρῶν ἐν ἐργασίᾳ, προτιμᾷ ὕπνο.

Ἐγείρεται ὁ Στάθης. Ἀναστενάζει καὶ ἀνάβει τσιγάρο. Πῶς δὲν τὸ εἶχε σκεφτεῖ καὶ πρίν!

Μιὰ στιγμιαία διέγερση τὸν κυριεύει· ὅμοια μὲ τὴν πρὶν μὴ κατὰ τ’ἄλλα ἐπιτευχθεῖσα, καθὼς ὁ καπνὸς διεισδύει στὸ αἷμα καὶ τοὺς νευρῶνες τοῦ νευρικοῦ του συστήματος.

Κατόπιν ἠρεμεῖ.

Πολύ.

Τόσο ποὺ τὸ κουδουνιζόμενο τηλέφωνο δὲν τὸν ἠλεκτρίζει.

Περπατᾷ ἀργὰ πρὸς τὰ ἐκεῖ.

Εἶναι ὁ Θανάσης.

Εἶχε ἀφήσει μήνυμα στὸν λακέ; Δὲν θυμᾶται. Μὰ δὲν πειράζει.

Ὁ Θανάσης.

Πολὺ ἀλέγκρο.

Πολὺ μπλὰ μπλά.

Πολὺ πιάρ. 

Σὲ παραιτημένη πλέον κατάσταση ὁ Στάθης, ἐξέλιπεν κι ἐκείνη ἡ μέχρι πρότινος ζέση πέριξ τοῦ τίνι τρόπῳ μπατζανακίου του.

Ὁ Ἀναξίμανδρος; Χαχαχά, δὲν μοῦ λὲς ῥὲ Στάθη, τί τρέχει μὲ τὴν Ἑλεωνόρα; Εἶναι μαζύ; Σίγουρα; Καλά, ἄσε τί λέει αὐτή, ἄσε τί κάνει, τὸ ξέρω, δὲν νομίζω νὰ σταματήσῃ νὰ καθημερινῶς φροντίζῃ τὰ καναρίνια του ἀκόμα κι ἂν πληρωθῇ ὁ χρόνος καὶ ψοφήσουν! Ἀλλὰ γιὰ πές, ξέρει κάτι, τὴν βλέπεις καθόλου ὑποψιασμένη; Ὁ Ἀναξίμανδρος; Χαχαχά! Ἄκου... Ποὺ λές, τοῦ ἀνέφεραν ἀπὸ τὸ κέντρο ἐκεῖ μὲ τὰ ἄγρια τὰ ζὰ ὅτι δὲν ὑπάρχουν πολλοὶ πόροι καὶ κονδύλια κι ὅτι καλὰ θὰ ἔκανε νὰ ἔψαχνε νὰ βρῇ κάτι ἄλλο – καιρὸ αὐτό, ναί, πόσο ἀκριβῶς δὲν ξέρω, στάκα μωρέ, δὲν εἶναι ἐκεῖ ἡ οὐσία. Ἔστειλε λοιπὸν βιογραφικὰ μπόλικα παντοῦ. Καὶ γιὰ κάθε θέση, ὅ,τι μπορεῖς νά φανταστῇς, μέχρι καὶ γιὰ θέση καρδιολόγου ἔστειλε ὁ τζερεμές! Ἒ μὴν στὰ πολυλογῶ, εὑρέθη μιὰ θέσις σὲ νησί, μακρυνὸ νησὶ καὶ πολλὰ χιλιόμετρα μακρυά. Πολλά. Πῆγε, ὢ ναί! Καιρό εἶναι, ὢ ναὶ ξανά. Καὶ ποὺ λές, πρὶν φύγῃ, νυμφεύτηκε, ὄχι βρέ, δὲν θὰ τὸ μάθαινες; Μὲ μιὰ ῥωσίδα χορεύτρια ἔνωσε τὶς τύχες του καὶ ἔσπευσε στὴν νῆσον τὴν μακρυνήν μὲ σχέδια μεγαλεπήβολα! Ἐγώ, ναί, τὸ γνώριζα, ἄλλωστε εἶχα ἰδιότητα σημαντικὴ στὴν ὁμήγυρι κι ἄσε νὰ λένε οἱ σουρουκλεμέδες! Ἀλλὰ γιὰ τὴν Ἑλεωνόρα... Χὸ χὸ χό! Τί ἄλλο πρέπει δηλαδή; Χὸ χὸ χό! Ἀπίστευτο ντουγάνι, ἐπίπεδο ἀξιοπρέπειας, ἐγωισμοῦ στὰ τάρταρα! Βέβαια ντάξ, κάποιος πρέπει νὰ καθαρίζῃ τὶς κουτσουλιὲς ἀπὸ τὰ λούγαρα, τὰ σκαρθιὰ καὶ τὶς παπαδίτσες, ἀλλὰ χὸ χὸ χό, δὲν εἶναι πολὺ ἀστεῖο;

Ὁ Στάθης ἔχει κλείσει, ἐκτὸς ἀπὸ χαιρετισμό, συνεφώνησε ὅτι ναὶ εἶναι πολὺ ἀστεῖο ἀλλὰ τὸν πειράζει λίγο ὅλο αὐτὸ τὸ νέο, τὸν πειράζει καθὼς βλέπει τὴν Γιάννα κοιμωμένη.

Ἡ ὁποία βλέπει στὸν ὕπνο της τὸν Ἰγνάτιο –περίεργο, δὲν εἶχε ποτὲ θέμα μὲ αὐτόν, νὰ θελήσῃ νὰ τὸν πάρῃ δηλαδή.

Τὸν βλέπῃ νὰ βολτάρῃ στὸ ἄστυ καὶ νὰ χάνῃ τὸ μπρελὸκ μὲ τὰ κλειδιά του.

Τὸ ὁποῖον εὑρίσκει στὴν ὁδὸ Γερανίου στὴν Ὁμόνοια ἕνας φέρελπις καθαριστὴς παμπρὶζ ἀπὸ τὴν Ντάκα τοῦ Μπαγκλαντές.

Ὁ ὁποῖος τὸ πηγαίνει στὸ πρῶτο μαγαζὶ μὲ ὑπολογιστὲς ποὺ βρίσκει μπροστά του.

Τὸ ὁποῖον ἀνήκει στὸν Περικλῆ, παραπονιάρα φιγούρα γιὰ τὴν μὴ μεγάλης διάρκειας παρουσία τῆς περσόνας του στὴν πλοκὴ τοῦ παρόντος. Πρόκειται γιὰ μαγαζὶ ἐμπορίας μελάνης γιὰ ἐκτυπωτές.

Τοῦ φτιάχνει μιὰ κόπια μὲ ὅλες τίς, περιεχόμενες στὴν δίπλα στὰ κλειδιὰ τοῦ Ἰγνάτιου φλὰς μνήμη, φωτογραφίες.

Οἱ ὁποῖες φωτογραφίες, ἐντὸς ψηφιακοῦ πολυμορφικοῦ δίσκου σὲ περίπου ἔξι ἐργάσιμες φθάνουν στὸ Μπαγκλαντές, ῥεγάλο στοὺς ἔφηβους ἀδελφοξαδέλφους τοῦ εὐρώσαντος. Ἀπὸ ἐκεῖ στὸ ἕτερο ἱνδικὸ ἰσλαμικὸ κράτος ἀλλὰ καὶ πρὸς ἀνατολάς, μέχρι τὴν Ἱνδοκίνα. Διὰ τῆς μεθόδου τῆς πυραμίδος, οἱ φωτογραφίες δὲν ἀργοῦν νὰ φθάσουν ἕως τὴν ἀμερικανικὴ σαμόα.

Διασκελίζουν μάλιστα τὴν νοητὴ γραμμὴ τῆς ἡμερομηνίας καὶ διὰ τῆς Χονολουλοῦ, ἀρριβάρουν καὶ στὸν Νέο Κόσμο, west coast.

Κατηφορίζουν καὶ πρὸς τὴν λατινικὴ Ἀμερική, ἀφικνοῦνται τάχιστα στὴν Γῆ τοῦ Πυρὸς, περνοῦν κι ἀπέναντι στὶς νήσους Φώκλαντς.

Ἡ Ἀνταρκτικὴ ἀπὸ ἐκεῖ δὲν εἶναι τίποτε, σχεδὸν ἕνα τσιγάρο σάλτο.

Κι ἀπὸ ἐκεῖ μὲ ἕναν πήδουλα, προσγειώνονται στὸ ἀκρωτήρι τῆς καλῆς ἐλπίδος. Ἀνέρχονται τῆς Ἀφρικῆς μὲ γοργὸ ῥυθμὸ καὶ βῆμα ταχύ, σύμπασα ἡ μαύρη ἥπειρος γονυπετήσασα ἠτένισεν αυτὴν εὐλαβῶς.

Ἡ ὑφηλίῳ βόλτα τῆς δεσποινίδος, ὁλοκληροῦται στὴν Λαπωνία, ἀφοῦ προηγουμένως διέλθῃ τὸν παλαιὸν κόσμον, ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον.

Προηγουμένως, ὁ Περικλῆς ἀντιληφθεὶς τὴν ταυτότητα τῆς ἡρωΐδος καὶ τὴν σχέση της μὲ τὸν τύπο ποὺ τὸν «ἔριξε» στὸ κάστινγκ τῆς παρούσης, διοχετεύει τὶς φωτογραφίες σὲ (στὸ ὅριον τῆς νομιμότητος) φόρουμς (sic), (πριβὲ ἢ ἀνοικτὰ) τορρεντάδικα, ἱστοσελίδες (διακηρύσσουσες τὸ ἀληθὲς καὶ τὸ ἐρασιτεχνικὸ τοῦ περιεχομένου των).

Κι ἔτσι, ἐντὸς ἐλαχίστου χρονικοῦ διαστήματος, ὁ ἥλιος δὲν δύει ποτὲ στὰ μέρη ὅπου θαυμάζεται ὁ τιμωρηθεὶς ἀτίθασος τῆς Γιάννας κῶλος, τὰ ἐξίσου ἀπείθαρχα βυζιά της, τὸ σὰν φιλάσθενο συναχωθέν, ὑγρὸ μουνάκι της.

Κι αὐτὴ ἡ ἔστω σὲ ὄνειρο, συνειδητοποίηση, κάνει τὴν Γιάννα νὰ τελειώνῃ φορὲς τρεῖς.  

Ὄχι τέσσερις διότι ξυπνᾷ.

Ἀπὸ ἦχο τηλεφώνου.

Ἀμὰν πιὰ αὐτὰ τὰ τηλέφωνα σήμερα.

Εἶναι ὁ Τόλης, ῥωτᾷ τὸν Στάθη ἂν αὐτὴν τὴν Κυριακὴ θὰ συνοδεύσῃ τὴν Ὀλγίτσα στὴν ἐκκλησία.

Ὄχι Τόλη μου, ὄχι, θὰ πάω τσάρκα μὲ ἕναν φίλο γείτονα στὸ κέντρο. Ἴσως τὴν ἑπομένη. Μπορεῖ καὶ ναί.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats