Τετάρτη, Ιανουαρίου 25, 2012

18 Ἰανουαρίου 2012


Τὸ μοιρογνωμόνιο καὶ δύο χάρακες, πάνω σὲ μιὰν μὲ προγνωστικὰ ἀγώνων ποδοσφαίρου στὴν ὀπίσθια πλευρὰ Α4 κόλλα καὶ ἕνα σκληρότητος μολύβι 2Η, ναί, μόλις εἶχα τελειώσει τὴν πορεία στὸν χάρτη γιὰ τὸ ἐπίλοιπο τῆς ἡμέρας. Ἐν τάξει, καλὸ φαινόταν τώρα ποὺ τὸ κυττοῦσα ἐξεταστικῶς καίτοι εἶχε ἀρκετὲς συνθῆκες καὶ πολλὰ ἐφὅσον καὶ ἐάν. Ἂς ἦτανἩσύχασα λίγο, ἔγειρα πίσω στὴν βελουτὲ καρέκλα καὶ ἔπιασα νὰ γεμίζω ἕνα καπνοσυρίγγι, ὁλόφτυστος ἤμουν μαντζουριανὸς κεφαλλονίτης! Ἔπιασα μάλιστα νὰ μαζεύω ὅλη τὴν πραγμάτεια ποὺ ἁπλώνω κάθε ἐννέα καὶ ἑπτὰ πρῶτα λεπτὰ καθημερινῶς ἐκτὸς Σαββάτου καὶ Κυριακῆς, πάνω στὸ γραφεῖο.

Σκολοῦσα ἐντὸς ἐλαχίστου.

Ἴσως νὰ ἔπρεπε νὰ εἶχα ψυλλιαστῇ ὅτι δὲν προδιαγράφοντο λίαν εὐοίωνα τὰ σχέδια γιὰ τὸ ἀπόγευμα καὶ τὸ βράδυ, ὅταν ἐλάχιστα λεπτὰ πρὸ τοῦ καλὸ ἀπόγευμα, μιά πιεστική πελάτις μέ πρόλαβε καὶ ἄρχισε ἕναν ὑστερικὸ σὰν κάτι ἀπὸ μονόλογο γιά ἕνα πρόβλημα παραλαβῆς κάπου μακρυά. Ἀιντααά, αὐτὸ μοῦ ἔλειπε τώρα, σκέφτηκα, μὰ κάθε λεπτό εἶναι πολύτιμο γιὰ τὴν εὐόδωση τοῦ ἀποψινοῦ μου σχεδίου ποὺ λίγο ἤθελα γιὰ νὰ ἀρχινίσω νὰ τὸ γράφω μὲ κεφαλαῖο τὸ σού! Ἐν τέλει καὶ πάντως, καλά, δὲν ἐξελίχθηκε σὲ κάτι χρονοβόρο τὸ θεματάκι μὲ τὴν πελάτιδα ποὺ καθησυχάστηκε - ἔστω μόνον διὀλίγας ὥρας.

Κι ἔφυγα στὶς 17:00 καλὸ ἀπόγευμα ἀγαποῦλες, νἆστε πάντα καλά!

Γιὰ τὴν Βούλα.

Βγῆκα στὸν δρόμο, ἔσπευσα στὸ αὐτοκίνητο. Μπῆκα. Καὶ τί κάνετε πρῶτα πρῶτα ὅταν μπαίνετε στὸ τουτού; Ὄχι, δὲν σκύβετε γιὰ πίπα στὸν ὁδηγό, ἐγὼ ἤμουν ὁ ὁδηγὸς καὶ ἤμουν μόνος! Ἔβαλα τὸ κλειδάκι στὴν μίζα, τὸ γύρισα, ἄ! Ὅμορφα! Τὸ πρῶτο τσὲκ ἦταν ἐν τάξει, κανένα πορτοκαλὶ σημάδι στὸ ταμπλὼ τοῦ ἁμαξιοῦ. Καὶ ἔφυγα.  

Τσούλησα διὰ τῆς παραλιακῆς πρὸς ἀνατολικὰ γρήγορα γρήγορα κι ἔφθασα στὸ ἰατρεῖο.

Ὁ ἰατρὸς ἐπίσης ἐν τάξει, μοῦ συνέστησε ἕναν ὠριλά, εἴπαμε γιὰ τὸ
take the money and run – θὰ ἤσαστε ἀγέννητος φυσικὰ, ὅταν προβλήθηκε ~~~~ τότες τί τὸν θέλεις τὸν πληθυντικό, μοῦ λές; - καὶ σκέφτηκα (στὴν ἑπομένη συνεδρία) νὰ τοῦ σιάξω μιὰν κόπιαν τῆς ταινίας – κάτι τέτοια, καλὸ θὰ μοῦ κάνουν μπὰς καὶ τροχοπεδίσει τὴν αὔξηση τῆς ἀμοιβῆς του, τώρα μάλιστα ποὺ ἄλλαξε κι ὁ ἔτος. Τελειώσαμε λίαν συντόμως, ἐντὸς δεκαπέντε λεπτῶν, τί κρίμα ποὺ αὐτὴ ἡ ἐπίδοσις ὄχι σὲ ὅλες μου τὶς δραστηριότητες, δηλαδὴ τί ὅλες; Μόνον σ’ ἐκείνη τὴν ἄχ, ἂς εἶχα κάτι παραπάνω ποὺ τελειώνω σὲ 15 δευτερόλεπτα, ἂχ πολλὰ τὰ κρίμα!

Γειά σας κύριε γιατρέ, εὐχαριστῶ πολύ!

Νὰ πᾶτε στὸ καλὸ κύριε ἀσθενῆ, ἐγὼ εὐχαριστῶ!

Ξανὰ στὸν δρόμο, σὰν νὰ ἦταν κι ὁ Κέρουακ ἐκεῖ, κάπου ἐκεῖ σὲ ἕνα γειτονικὸ προποτζίδικο, κατηφόρισα κι ὁ ἥλιος πέρα κάτω σὲ ἕναν σομὸν ἐπιθανάτιο ῥόγχο, σπουδαῖα κι ὅμορφα ποὺ ἤντουσταν ναοῦμε, λίαν ῥομαντικά, σὲ τέτοιες φάσεις πόσο ταιριαστὰ κολλᾷ ἕνα ἀγκαζὲ μὲ μεναγκό, μωρὲ νὰ ἀνάψω τσιγάρο; Ἄσε, στὸ τουτού, ἔφθασα κιόλας.

Ξεκλείδωσα, μπῆκα, κάθισα, ζωνίστηκα, ἔτριψα παλάμες καὶ διακόρευσα τὴν μίζα. Ἡ ὁποία τὴν εἶδε λίγο πονοκεφάλου καὶ μοῦ γύρισε πλευρό.

Ἡ πορτοκαλιὰ ἔνδειξη, ἀμετάπειστη, ἐπίμονος καὶ φωτεινότατη.

Car security μεγάλε!

Εὐχαριστῶ πολύ, ὑποχρεώθην τί νὰ σὲ λέω!

Ὠιμὲ δὲν ἔπαιρνε μπρὸς τὸ αὐτοκίνητο, μὰ δὲν ἤθελα μπρός, ὄπισθεν ἤθελα κατ’ἀρχὰς γιὰ νὰ βγῶ ἀπὸ τὸ πάρκιν, δὲν τὄνοιαζε τούτη ἡ λεπτομέρεια, δὲν ἔπαιρνε μπρὸς τὸ αὐτοκίνητο ὠιμέ. 

Κι ἐκεῖ λοιπὸν καταράσθην τὰ σχέδια χάρτου ποὺ εἶχα κάνει στὴν δουλειά, γιὰ ἀπόψε τ’ἀπόγευμα καὶ τὸ βράδυ. Μὲ κυρίευσε μάλιστα μιὰ μυσταγωγικὴ διάθεσις θρησκευτικῆς χροιᾶς ἀνακαλώντας ἕνα ἰησουΐτικο ῥητὸ πὼς ὅταν ὁ ἄθρωπας κάνει σχέδια, ὁ Θεὸς γελᾷ.

Κι ἀφοῦ ἠρέμησε ἀπὸ τὰ γέλια, μὲ ῥώτησε ὁ Παντοδύναμος:

Δὲν μὲ λὲς ῥὲ χάλια, γιατί τόσος νταλγκὰς καὶ σχέδια ἐπὶ χάρτου γιὰ ἕνα τόσο δὰ ἀπόγευμα;

Λοιπόν. Εἶχα, ἀπὸ μιὰ νοέμβρια ἀγορά, δύο ἐπιταγοῦλες ἐκπτώσεως τὶς ὁποῖες θὰ μποροῦσα νὰ ἐξαργύρωνα σὲ μελλοντικὰ ψώνια. Τὸ ποσὸν αὐτῆς, ἔξι χιλιάδες ὀκτακόσιες δεκαπέντε δραχμές. Καλούλι, γιὰ ἕναν μάλιστα τόσο τσιφούταρο ὅπως ὁ γράφων ὅστις μπορεῖ νὰ δολοφονήσῃ τὸ ἡλιοβασίλεμα γιὰ δυὸ εὐρώ. Προϋπόθεσις τῆς προσφορᾶς, ἡ ἀγορὰ μόνον Τετάρτες, ἴσχυε δὲ μέχρι 18 Ἰανουαρίου. Κι ἀπὸ τὸν Νοέμβριο, ἤμουν στὸ τροπάριο ὅλο τὴν ἑπόμενη ἑβδομάδα θὰ πάω, τὴν ἄλλη Τετάρτη σίγουρα, ἔχω ἀκόμα μωρὲ καιρὸ σιγά, νὲξτ γουὴκ μὴ μὲ πρήζεις, ἑαυτέ. Χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω, ἔφθασα πιτσιφυτιλάτα, τὴν τελευταία, 18 Ἰανουαρίου!

Ἐπειδὴ μάλιστα ψιλοβαριόμουν νὰ ἔβγω στὰ μαγαζιά, συνδυασθέντος τοῦ γεγονότος τοῦ ἐρχομοῦ τῶν γονέων ἀπὸ τὸ χωριὸ (γιὰ ἕνα θέμα κληρονομίας τὸ ὁποῖον ἐὰν ἐνεῖχε κτήματα καὶ γῆ, σίγουρα θὰ κατέληγε σὲ καπνισμένες κάνες, εὐτυχῶς ποὺ μόνον κάτι χαρτιὰ - ὁμολογίες ἦταν οἱ πρωταγωνιστὲς τῶν κληροδοτήσεων) εἶπον τῇ μητρὶ νὰ ὑπάγῃ αὐτή. Καὶ εἶχα ἀφήσει τὶς ἐπιταγὲς στὴν οἰκία.

Τὴν προηγουμένη, ὡστόσο, μιὰ ἔρις σχετικὴ μὲ τὴν δέουσα ἕνεκα τῆς κακοκαιρίας, θέση τῶν βασιλικῶν καὶ τῶν γαρδενιῶν, μᾶς ἔκανε νὰ διακόψωμε τὰς διπλωματικὰς ἡμῶν σχέσεις. Κι ὅταν τὸ πρωί, ἀπὸ τὴν δουλειά, τῆς ὑπενθύμισα τὸ θέμα τῆς ἀγορᾶς μὲ τὰ κουπόνια, μόνο ποὺ δὲν μοῦ εἶπε νὰ τὰ βάλω στὸν κῷλο (sic) μου.

Συνεπῶς, ἕνα μποῦλλετ στὰ σχέδια τ’ ἀποψινὰ ἦταν ἡ ἀγορὰ μὲ τὰ κουπόνια.

Πόθεν; Ἀπὸ Ἀθήναις κατάστημα, κέντρῳ.

Ξανὰ συνεπῶς, θὰ ἔπρεπε ἀπὸ τὴν Βούλα, νὰ σπεύσω οὐχὶ στὸν πλησιέστερο στὰ νότια προάστεια, σταθμὸ τοῦ μετροῦ κι ἀπὸ ἐκεῖ στὸ κέντρο τῶν Ἀθηνῶν, μὰ στὴν Νίκαια, ὥστε νὰ πάρω τὰ κουπόνια. Ὑπῆρχε κι ἕνα χρονικὸ ὅριο· τὸ κατάστημα ἔκλεινε ὥρα τίτλου ταινίας τοῦ Φελίνι, ἄντε ἐννέα.

Τὸ ἁμάξι πάπαλα ὅπως προεῖπα, τόν ἀκούνητο εἶχε. Προσπάθησα λίγο ἀλλὰ ἡ πορτοκαλὶ ἔνδειξις στὸ ταμπλὼ καὶ ἕνα ἀλὲρτ κὰρ σεκιούριτυ νοιαζόταν τόσο γιὰ τὸ καλό μου ποὺ εἶχε στυλώσει τὰ πόδια καὶ δὲν ξεκινοῦσε!

Ἡ ὥρα ἦταν ὁ μεγάλος δείκτης λίγο δεξιὰ τοῦ πάνω πάνω ἀριθμοῦ καὶ ὁ μικρὸς ἐντελῶς κάτω, σχημάτιζαν μιὰ σχεδὸν εὐθεία γωνία - ἔξι καὶ πέντε μετὰ μεσημβρίας θὰ τὸ μετέφραζε κάποιος ἀγεωμέτρητος. Δυόμιση – τρεῖς ὧρες στὴν διάθεσή μου, γιὰ δρομολόγιο μὲ λεωφορεῖο Βούλα Πειραιᾶς καὶ Πειραιᾶς Νίκαια καὶ Κορυδαλλὸς Αἰγάλεω (μὲ ἐνδιάμεση στάση οἴκοι νὰ τσιμπήσω τὰ γαμημένα τὰ κουπόνια) καὶ μὲ μετρὸ Αἰγάλεω Σύνταγμα κι ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Κολωνάκι γιὰ τὸ μαγαζί, δὲν ἦταν κάτι τὸ ἀδύνατο, ἀλλὰ εἶχα ἕνα ἄλλο μποῦλετ στὰ ἀποψινά:

Σινεμὰς στὴν Ἅγιο Δημήτριο καὶ ὥρα δέκα ἀκριβῶς.

Ὁ ὁποῖος σινεμὰς θὰ ἔδειχνε ἔργο διαρκείας ἄνω τῶν δύο ὡρῶν τὸ ὁποῖο μᾶς κάνει Πέμπτη, δηλαδὴ θὰ ἔγραφε δὴ ἒντ πέραν τῆς δωδεκάτης νυκτερινῆς δηλαδὴ λεωφορεῖα καὶ μετρὰ σχολασμένα, δηλαδὴ ταξί, δηλαδὴ μὲ τὴν καμμία, δὲν μπαίνω σὲ ταξὶ ποὺ νὰ μοῦ ἔχουν σπάσει τὰ νερά, ποὺ νὰ γεννάω λέμε.

Ἔτσι, οὐὰνς ἀγκαίν, στὰ μπουλετάκια, εἶχα σχεδιάσει ἀπὸ Βούλα Νίκαια μὲ τὸ ἁμάξι, νὰ πάρω τὰ κουπόνια (πωπώωωω) κατόπιν πάλι μὲ τὸ τουτοὺ πρὸς Ἅγιο Δημήτριο, κάπου ἐκεῖ νὰ ἄφηνα τὸ αὐτοκίνητο, μὲ τὸ μετρὸ στὸ Σύνταγμα – Κολωνάκι γιὰ κἄνα ῥουχαλάκι, ἐπιστροφὴ καὶ ἄφιξη στὸν σινεμὰ στὶς λίγο μετὰ τὶς ἐννέα. Ἔπρεπε νὰ χωρέσω στὸ πρόγραμμα καὶ τὰ σινεφιλικά μου καθήκοντα.

Σινεφιλικά;

Παπάρια!

Οὔτε πῶς τὸ ἔλεγαν τὸ ἔργο δὲν ἤξερα ὁ κατές, ποῖοι οἱ πρωταγωνισταί, τίς ὁ σκηνοθέτης καὶ τί θέλει νὰ μᾶς πῇ διὰ τοῦ πονήματός του σὲ μιὰ χολερικὴ στρατευμένη τέχνη! Ἁπλά, ἁπλούστατα μετὰ ἀπὸ ἑβδομηνταοκτὼ ἑβδομάδες στενοῦ μαρκαρίσματος μιᾶς δεσποινίδος, κατάφερα καὶ ἀπέσπασα τὸ ναί της γιὰ μιὰν ἔξοδο. Δὲν μὲ ἔνοιαξε διόλου κάτι ποὺ μοῦ εἶχε πεῖ πὼς θἄπρεπε στὶς δωδεκάμισυ νὰ εἶναι σπίτι καταπὼς ἐπιτάσσει ἕνας ἄγριος καὶ παλαιῶν ἀρχῶν μπαμπᾶς. Ὄχι ἐπειδὴ γνωρίζω ὅτι ὁ μπαμπᾶς της εἶναι σὲ κάποιο χωριὸ τῆς Θράκης μέγας στραγαλοπαραγωγός, ἀλλὰ διότι πόσο νὰ νοιαστῇ μὲ τέτοιες δικαιολογίες ἕνας δῶ καὶ ἑβδομηνταοκτὼ ἑβδομάδες κάτοχος τοῦ πιὸ γλοιώδους παρουσιαστικοῦ ἀθηνῶν πειραιῶς καὶ περιχώρων;

Γιατρὸς Ψώνια Σινεμάς.

Τὸ ὁποῖον:  

Ἔξι καὶ δέκα – (μέχρι) ὀκτώμισυ ἐννέα – Δέκα.

Θεέ μας, ὅλο αὐτὸ τὸ δαιδαλῶδες σχέδιο ποὺ εἶχα ἐκπονήσει στὴν δουλειά, τώρα μὲ τὴν ἐξέλιξη τῆς ἀποχῆς τοῦ ἁμαξιοῦ, εἶχε γίνει τόσο πολυπλόκαμο! Τόσο πολυπλόκαμο ποὺ θύμιζε τὸ σύμπλεγμα ποὺ πρότεινε ὁ πατέρας τῆς Ζυστὶν διὰ στόματος Ντολμανσέ:

Ζητῶ συγγνώμη, ὡραία Εὐγενία: ἂν πράγματι τὸ ἐπιθυμεῖτε, δὲ θά’μαι ἐγὼ ποὺ θὰ σβήσω τὶς φωτιὲς ποὺ ἄναψα. Ἀγαπητό μου παιδί, παρουσιάζετε γιὰ μένα τὸ μεγάλο μειονέκτημα ὅτι εἶστε γυναίκα. Εἶχα τὴν μεγάλη καλοσύνη νὰ ξεχάσω πολλὰ προκειμένου νὰ δρέψω τὴν παρθενιά σας· νὰ τὸ θεωρήσετε τίμιο ἐκ μέρους μου ποὺ δὲν προχωρῶ πιὸ πέρα: ὁ ἱππότης θ’ἀναλάβει τὸ καθῆκον. Ἡ ἀδελφή του, ἐφοδιασμένη μ’αὐτὸν τὸν τεχνητὸ ποῦτσο, θὰ δώσει τὰ πιὸ φοβερὰ πλήγματα στὸν κῶλο τοῦ ἀδελφοῦ της καὶ ταυτόχρονα θὰ προσφέρει τὰ εὐγενικὰ πισινά της στὸν Αὐγουστῖνο ποὺ θὰ τῆς τὸν χώσει, ἐνῷ θὰ τὸν γαμῶ ἐγώ· γιατὶ δὲν μπορῶ νὰ τὸ κρύψω, ὁ κῶλος αὐτοῦ τοῦ ὡραίου ἀγοριοῦ μοῦ γνέφει ἐδῶ καὶ μιὰν ὥρα καὶ θέλω νὰ τοῦ ἀνταποδώσω ὅσα μοῦ ἔκανε.

Τὸ τουτοὺ λοιπόν, εἶχε μείνει σχεδὸν ἐπὶ τῆς παραλιακῆς. Κι ἀφοῦ διέκοψα τὰ χάδια στὸ τιμόνι μπὰς καὶ κατέφερνα τίποτε, ἐξῆλθον. Περπάτησα (ἐλάχιστα) μέχρι τό γειτονικὸ νοσοκομεῖο καὶ περίμενα λεωφορεῖο.

Κοντὰ σὲ ὅλα, εἶχα κι ἕνα σκαθάρι στὴν τσέπη μου νὰ σφαδάζῃ κάθε λίγο καὶ λιγάκι. Δηλαδὴ ὄχι σκαθάρι μὲ σάρκα καὶ ὀστὰ (ἔχουν ὀστὰ τὰ ἔντομα;) ἀλλὰ τὸ κινητό μου ψόφαγε, ἡ μπαταρία ξερνοῦσε τὰ λυσσακά της. Ὁπότε τυχὸν συνεννοήσεις πῶς θὰ γίνονταν;

Συνεννοήσεις; Γιατί; Μὲ ποῖον;

Σκέφθηκα τὸν πατέρα μου. Ὁ ὁποῖος ἀνέκαθεν καὶ ἐσαεί, ἐπιτήδειος οὐδέτερος σὲ ξεκατινιάσματα ἐνδοοικογενειακὰ καὶ μή, δὲν μοῦ κρατοῦσε μοῦτρα. Τὸν κάλεσα καὶ μὲ τὸ φόβον τῆς θνησκούσης μπαταρίας κινητοῦ, σχεδὸν μορσικῶς, τηλεγραφικῶς (διετηροῦσα ἀκόμα τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ ἐκ Μαντζουρίας Κεφαλλονίτου) τοῦ ζήτησα νὰ ἐρχόταν μὲ τὸ δικό του ἁμάξι, νὰ ἔλθῃ νὰ μὲ μαζώξῃ ἀπὸ τὸν Ἁλιμο, ἔνθα ἡ πιτσαρία, ἡ δουλειά μου δηλαδή.

Πάτερ ἐμοῦ ἐλθὲ Ἁλίμῳ νὰ μὲ μαζώξῃς.

Δὲν εἶπε ὄχι. Διέκρινα ὡστόσο μιὰ δυσανασχέτηση ποὺ τὸν ξεσήκωνα ἀλλὰ ἡ ντροπὴ εἶναι ἕνα χαρακτηριστικὸ ποὺ χάθηκε μαζὺ μὲ τὰ πρῶτα μου δόντια, στὰ χρόνια τοῦ νηπιαγωγείου.

Ἒ μά!

Λεωφορειάτα Βούλα Πειραιᾶς καί μετὰ Πειραιᾶς Νίκαια;

Ἔχω μποῦλετς λέμε! Δὲν θὰ προλάβαινα!

Πωπώωωωω!

Σκέφθηκα πρὸς στιγμὴν νὰ τοῦ ἔλεγα νὰ ἔφερνε μαζύ του τὰ κουπόνια, νὰ μὲ πήγαινε στὸν Ἅγιο Δημήτριο, ἐκεῖ νὰ ἀφήναμε τὸ αὐτοκίνητο καὶ ἐν συνεχείᾳ νὰ γύριζε αὐτὸς λεωφορειάτα στὸ σπίτι (κι ἐγὼ νὰ συνέχιζα τὸ πρόγραμμα) ἀλλὰ κάποια ψήγματα αἰδοῦς ἔχουν μικροαστικῶς ἀπομείνει ἐντός μου καὶ δὲν τοῦ τὸ προέτεινα. Μαγκώθηκα λίγο μὲ τὴν σκέψη ἐκείνη, ἔψαξα τσιγάρα, ἔβαλα ἕνα στὰ χείλη νὰ σταματήσουν νὰ κινοῦνται σὲ ἕναν ἀγχωμένο μονόλογο, μὰ δὲν εἶχα φωτιά. Μικρὸ ἦταν τὸ κακό, εἶχε ἀφιχθῇ τὸ λεωφορεῖο.

Τὸ ὁποῖον εἶχε πορεία μόνον παραλιακῶς. Θὰ ἔπρεπε νὰ περπατήσω, νὰ ἀνηφορίσω κεντρική τινα λεωφόρο, περίπου μέτρα ὀκτακόσια, ὥστε νὰ πάω στὴν δουλειά μου. Ἐκεῖ ἦταν ἕνα ἀσφαλὲς μέρος γιὰ νὰ ἔλθῃ ὁ πατὴρ καθ’ὅσον δὲν τὸ ἔχει μὲ τὰ κινητὰ καὶ δὲν θὰ ἦταν δύσκολο ἂν τοῦ προέτεινα μέρος ἐπὶ τῆς παραλιακῆς, νὰ χανόμασταν καὶ νὰ τζίφιαζαν καὶ ψώνια ἀλλὰ καὶ ὁ σινεμάς – δηλαδὴ ποιός σινεμάς, τὸ γκομενάκι! Τὸ μετὰ ἀπὸ ἑβδομῆντα ὀκτὼ ἑβδομάδες ἀνερρυθρίαστο κολλητιλίκι! Βασικὰ ὑπῆρχε κι ἄλλος λόγος γιὰ νὰ πάω στὴν δουλειά· ἐκεῖ ὑπῆρχε κι ἕνας φορτιστής. Θὰ ἔπρεπε νὰ φορτίσω τὸ τηλέφωνο διότι δὲν διέθετα φορτιστὴ αὐτοκινήτου (πλέον οὔτε αὐτοκίνητο δὲν διέθετα ὁ κερατάς!) καὶ γιὰ φαντάσου νὰ προλάβαινα τὰ πάντα ἀλλὰ φθάνοντας στὶς ἐννιάμισυ στὸν σινεμά, νὰ μὴν εὕρισκα κάπου στὸ φιλοθεάμον καὶ καλότεχνο πλῆθος τὴν γκομενίτσα! Ἀνατριχιαστικό!

Σταμάτησα σέ μιά στάση, ἀλλὰ μὲ τὸ μυαλὸ ἀλλοῦ, βιάστηκα. Καὶ κατέβηκα μία στάση πρίν. Ἀνηφόρισα γιά τήν δουλειά, περίπου 800 μέτρα. Πέρασα μάλιστα κι ἀπό τό χοτέλ μέ ἐκεῖνον τόν μέγα καθρέπτη πού μᾶς ἔπαιρνε μάτι καθὼς ἔγλυφε ὁ ἕνας τὰ δάκρυα τοῦ ἄλλου, θυμᾶσαι Ἀπόστολε;

Φθάνω.

Στὴν δουλειά.

Κι ἀρχίζω νὰ περιμένω τόν πάδρε.

Ἀλλά συγχρόνως πέφτει και τό τηλέφωνο ἀπό μπαταρία. Ἔπρεπε φόρτισις.

Οἱ πρίζες ὅμως εἶναι μέσα στὰ κτήρια, τὰ αὐτοκίνητα ἔξω, στοὺς δρόμοι. Ἔπρεπε συνδυασμός.

Τέλος πάντων, πρίζισα τὸ τηλέφωνο καὶ μπαινόβγαινα πρὸς ἔλεγχον ἀφικνουμένου πατρικοῦ αὐτοκινήτου κι ἂς ἤμουν λιγουλάκι ἱδρωμένος. Ἔπρεπε προσοχή.

Κάτι κόρνες μὲ φώναξαν κάποια στιγμὴ καὶ ἐν τάξει, εἶχε ἔρθει.

Μέ μαζεύει.

Πᾶμε σπίτι.

Παίρνω τά πραγματάκια.

Φεύγω μέ τό τουτού του.

Χωρὶς πρὶν νὰ τοῦ πῶ ἕνα ἀπαραίτητο εὐχαριστῶ.

Τῇ ἀχαριστίᾳ ἕπεται ἡ ἀναισχυντία.

Ὦ, τί καλὸς οἰωνὸς ἐν ὄψει γκομενακίου!

Φεύγω μέ τό τουτού του.

Σπεύδω Ἅγιο Δημήτριο.

Ἐν τάξει, χωρὶς πολλὴ κίνηση.

Παρκάρω λίγο μακρὰν τοῦ μετρό.

Περπατῶ.

Φθάνω καί ἀκυρώνω τό εἰσιτήριο. Μιὰ τρίχα μου ἀσπρίζει.

Σύνταγμα. Ἀνέρχομαι τὴν ἀπότομη κλίμακα καὶ θωρῶ τὰ παλαιὰ ἀνάκτορα. Ἔσεται ἥμαρ.

Εὔζωνοι ἄλλαζαν φρουρά.

Ἀνέρχομαι τὴν Βασιλίσσης Σοφίας. Εἶχα τὴν ἐντύπωση ὅτι ἡ ὁδὸς τοῦ μαγαζιοῦ (Κανάρη) ἐξέβαλλε στὴν ἐφαπτομένη τῶν ἀνακτόρων λεωφόρο. Συνέχιζα νὰ τὴν ἀνέρχωμαι κυττώντας τὶς κυανὲς πινακίδες τῶν καθέτων δρόμων της, ἀλλὰ πουθενὰ ὁ ἥρως τοῦ 21. Ὅταν ἔφθασα στὴν Λέσχη Ἀξιωματικῶν, χαμπάριασα ὅτι μαλακίσθην καὶ ξέφυγα τοῦ προορισμοῦ. Ῥώτησα περαστικοὺς καὶ μὲ ψιλοκατηύθυναν. Ἀνέβηκα δὲν θυμᾶμαι ποῖα ὁδόν, ἔφθασα στὴν πλατεία Κολωνακίου.

Ὁδὸς Κανάρη ἀριθμὸς κάτι. Ἀρξάμενος τῆς πλατείας, κατηφόρισα πρὸς Ἀκαδημίας τὴν Κανάρη, πουθενὰ ὁ μαγαζής. Ἔπιασα νὰ τὴν ἀνεβαίνω μὲ πιὸ ἐξεταστικὸ μάτι αὐτὴν τὴν φορά. Εἰσῆλθον μάλιστα σὲ ἕνα ἔρημο μπογατσοπωλεῖο, δὲν μὲ λὲς μωρή, εἶναι πιὸ πάνω τὸ μαγαζί (ἀνέφερα τὴν φίρμα) ἐπὶ τῆς Κανάρη; Μισὸ λεπτό, Γιάννηηηηη τὸ μαγαζὶ οὕτινος δὲν ἀναφέρουμε τὴν φίρμα εἶναι πιὸ πάνω; Κάτι ἤκουσε ποὺ ἐγὼ δὲν καὶ γυρνώντας σὲ μένα, ναὶ μοῦ εἶπε ἡ κάργια. Δηλαδὴς πιὸ πρὶν ἀπὸ τὴν πλατεία; Ναίιιι ἀπήντησε καὶ μὲ καθησύχασε ἡ ῥουφιάνα. Ἀνέβηκα πάλι τήν Κανάρη, ἔφθασα στὴν πλατεία, πουθενὰ τὸ μαγαζί. Καριόλα γυναίκα!  
Τί κάνουμε τώρα;

Προσπαθοῦσα νὰ σκεφτῶ τί καὶ ποῖα ὕβρι εἶχα κάμει ὥστε νᾶ μὲ μαστιγώνουν ἔτσι οἱ θεοί, μὰ δὲν εἶχα τυφλώσει καὶ τὸν Πολύφημο ῥὲ μάγκες, κουλάρετε γαμῶτο!

Μᾶλλον κούλαραν, μπορεῖ καὶ νὰ βοήθησε μιὰ παραδίπλα τσίκνα ἀπὸ κάποιο σουβλατζίδικο, ναὶ κούλαραν στάνταρ.

Διότι τότες, θυμήθηκα ἕνα κάτι μοναδικό χρήσιμο πού εἶχα κάμει. Εἶχα σημειώσει τό τηλέφωνο τοῦ μαγαζιοῦ, γειά σας, ναίιιι μέ ἀκοῦτεεεε; Εἶστε Κανάρη τόσο; Ὄχι, Τσακάλωφ χῖ. Γαμῶτοοοοοοοοοοο!

Πάλι καλὰ πάντως.

Κι ἀνηφόρισα.

Σκεπτόμην συνεχῶς τὴν βρωμιάρα ποὺ μοῦ εἶχε πεῖ ψέμματα.

Ἐκεῖνο τὸ ναί της, σὰν τῆς Μόλλυ τὸ ναὶ εἶπα ναί· ψεύτρα γυναίκα – πλεονασμὸς φυσικά!

Ἀνηφόριζα.

Εἶχε κρύο μὰ μοῦ φαινόταν σὰν Ἰούνιος, σὰν δεκάξι τοῦ Ἰουνίου, τοῦ 04, ὄχι στὸ μιλλένιουμ.

Ἀνηφόριζα.

Κολωνάκι.

Ἀθήνα.

Κακοφτιαγμένη γριὰ σκύλα.

Τοὺς βρῆκα.

Ἦταν ἐκεῖ! Καὶ ἦταν ἀνοικτά! Μπορεῖ καὶ ὀλίγον ἀπὸ δάκρυ νὰ νότιζε τὸ μαγουλάκι μου, ἂ ὑπέροχα, σίγουρα ἔτσι θὰ ἔνοιωσε, ὅταν ἀντίκρυσε τὸν καπνὸ τοῦ σπιτιοῦ του τὸ πρότυπο τοῦ συζύγου τῆς Μόλλυ.

Καλὲ εἶχα φθάσει.

Καὶ εὐτυχῶς ὥρα καλή.

Μπῆκα, χωρὶς καθόλου μὰ καθόλου σκέψη, ἀπόδιωξα μὲ τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ τὶς, ἀπὸ τοὺς ὑπαλλῆλοι ποὺ μὲ εἶδαν τέτοια ὥρα νὰ εἰσέρχωμαι, κατάρες γιὰ ἄμεσο κι ἐπώδυνο θάνατο καὶ στάθηκα σὲ ῥάφια, στὰ ἐν αὐτοῖς ῥουχαλάκια δηλαδή.

Πολλά!

Καὶ διάφορα!

Καὶ τσιγκλίζοντα!

Φυσικά, δέν μποροῦσα νά διαλέξω, γαμῶ τὴν ἐλευθέρα σας ἀγορά, ῥησπὲκτ στὴν γκρὶ φόρμα τοῦ ἀνωνύμου ἐργάτου σὲ κάποια φάμπρικα στὴν Πυόνγιανγκ!

Ἐν τάξει ὅμως, κάτι βρῆκα.

Δὲν σᾶς λέω τί.

Πλέρωσα σὲ ἕναν ὑπάλληλο ποὺ οὔτε μισὸ βλέμμα δὲν μοῦ ἔριξε, μὲ τί καρδιὰ νὰ ἀντικρύσῃς μελλοθάνατο;

Κι ἔφυγα.

Βιαζόμην γιά νά μὴν πλερώσω ἄλλο εἰσιτήριο στὸ μετρό! Ἄμ πῶς!

Θὰ προλάβαινα, δὲν πλέρωσα. Καὶ ἡ ἄρτι λευκανθεῖσα τρίχα, τὸ ξαναγύρισε στὸ μαῦρο.

Μετρό καί Ἅγ. Δημήτριος.

Κρύο. Καὶ κουμπώθηκα.

Μπῆκα στὸ μῶλλ.

Ἐνδιαφέρουσα ἡ ἀνθρωπογεωγραφία του.

Ἀνέβηκα δύο πατώματα.

Ἐνδιαφέρουσα ἡ ἀνθρωπογεωγραφία τους.

Ἔσπευσα στήν κοχλιώδη οὐρά.

Ἐνδιαφέρουσα ἡ ἀνθρωπογεωγραφία της.

Καί εἶδα, σὲ κάτι ὀθόνες πάνω ἀπὸ τὰ γκισέ, κόκκινο τόν τίτλο τῆς ταινίας.

Ὅπου κόκκινο, ἐξηντληθεῖσαι αἱ θέσεις.

Λογικό, κόκκινο τὸ χρῶμα τοῦ κακοῦ, τοῦ παρὰ φύσει, τῆς ἀνωμαλίας, ἐρεβικό, ἀποτρόπαιο, ἀπωθητικό.

Ἐξαντληθεῖσαι θέσεις.

Φάκ!

Ὡραία ἡ χλαπάτσα, χὰ χὰ χά, γελοῦσε ὁ ἐπουράνιος Πατήρ.

Προηγουμένως, πηγαίνοντας γιὰ νὰ κατουρήσω κι ἐνῷ μοῦ εἶχα πεῖ (ἦταν κι αὐτὸ στὰ μποῦλλετς) πὼς δὲν θὰ ῥωτοῦσα τίποτε, δὲν θὰ ἐπεδίωκα νὰ μάθω τὸ παραμικρὸ περὶ τὸ μὰτς τοῦ κυπέλλου μὲ τὸν ζμπάοκ παρὰ μόνον ὅταν θὰ γύριζα σπίτι, θὰ ἔβλεπα εἰδήσεις γιὰ τὸ ἀποτέλεσμα, ἀσυναίσθητα ἐστράφην σὲ μιὰν μεγάλη ὀθόνη. Οὔτε ποὺ θυμόμην ὅτι παίζαμε.

Καὶ εἶδα, ἔτσι ἀπότομα, πράσινη ὀθόνη, γήπεδο μπάλας, εἶδα ὅτι χάναμε.

Δύο μηδέν.

Ὡραῖααααααααααααααα!

Στάθηκα καὶ χύθηκα σὲ ἕναν καναπέ. Πολλὲς οἱ ἀγωνίες σήμερις.

Μὰ ὁ δεκαψήφιος ἀριθμὸς ποὺ σχηματίζετο στὴν ὀθόνη τοῦ κινητοῦ μου, ὑπέσχετο σφουγγαρισμένη τῶν ὅλων πρίν, ἀνταμοιβή, μιὰ τὰ πάντα διορθώζουσα ῥέφα!

Ναί;
Ἔλα.
Ἐγώ; Ἐσύ!

Δὲν τῆς περιέγραψα τοὺς Λαιστρυγόνες, τοὺς Κύκλωπες, τὴν Κίρκη, τὴν χῶρα τῶν Κιμμερίων, τὶς Σειρῆνες, τὴν Σκύλλα καὶ τὴν Χάρυβδι. Παρὰ μόνον τὴν περίμενα, γλυκιὰ Ναυσικά, νὰ μὲ συλλάβῃ γυμνὸ καὶ ἔτοιμο γιὰ γούτσου γούτσου.

Τί; Πῶς; Δὲν ἔχει εἰσιτήρια; Ἂ εὐτυχῶς ποὺ σὲ πρόλαβα καὶ δὲν ἔχω ξεκινήσει ἀκόμα. Ἂς τὸ ἀκυρώσωμε, τὰ λέμε αὔριο στὴν δουλειά!

Μάλιστα.

Καὶ σηκώθηκα μὲ ἕναν βαρύτατο ἀναστεναγμό, μαζεύοντας δυνάμεις.

Καθ’ὅσον μὲ περίμεναν τόσοι μνηστῆρες στὸ σπίτι.

Καὶ δὲν εἶχα καὶ ἁμάξι.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats