Tί νά πρωτοπρολάβης σέ ένα 10λεπτο διάλειμμα μεταξύ ανθρωπολογίας καί κειμένων νεοελληνικής λογοτεχνίας; Νά κάψης (καί όχι νά καπνίσης) ένα τσιγάρο, νά φάς έναν λουκουμά, ή νά διηγήσαι ιστορίες τού ανατέλλοντος ανδρισμού σου;
Εστιάζαμε στό τελευταίο· είχε έξαλλο σουξέ στόν κύκλο μας, αλλά, άχ! αυτά τά δέκα λεπτά, τί χωρέσουν; Χωρούσαν διηγήσεις τού Γ. από αμέτρητά του τούρ στήν οδό Φυλής, το δίχαντρο μπεγλέρι εκτυπάτο/χτυπιότανε καγκουριστί, κρατώντας ρυθμό. Επειδή όμως τά ψέμματά του ήσαν περισσότερα από αυτά πού ειπώνονται (1) πρίν από τίς εκλογές, (2) κατά τήν διάρκεια πολέμων καί (3) μετά από κυνήγι, στρέφαμε αλλαχού τήν προσοχή μας. Στόν Μ..
Ο Μ. συνήθιζε νά διηγήται πλοκή από ερωτικές ταινίες (τίς οποίες έβλεπε, εννοείται). Κι εγώ, άβγαλτος ών, άπειρος όχι μόνον τότε αλλά καί γιά τά επόμενα έντεκα χρόνια περίπου, δέν μιλούσα καθόλου. Ευτάκτως προσηλωνόμην στίς γλαφυρές περιγραφές του, πρoσηλωνόμην πολύ, μέχρι τού σημείου οι άλλοι, νά μέ χαρακτηρίζουν, κατά τό ματάκια, αυτάκια. Καί δώστου νά κοκκινίζουν τ’αυτάκια μου, από ντροπή λόγω τών κοδοϊριών τών άλλων αλλά κι από μιά δυσανεξία στίς περιγραφές τού Μ. καί δώστου νά θέλω νά ακού(σ)ω κι άλλα κι άλλα, κι άς χτυπούσε τό κουδούνι, πές μου κι άλλα, θά μού πής καί μέσα έ; δέν θά μάς ακούσει κανείς...
Η πιό ενδιαφέρουσα μου στιγμή, τό καλλίτερό μου, ήταν όταν είχε διηγηθεί τό εκπάγλου καλλονής τίτλου φιλμάκι: «
Πιό βαθιά τό αγγούρι κύριε Χόλμς». Επρόκειτο γιά τήν προσπάθεια μιάς λόγω συνθηκών κι ουχί ένεκα πεποιθήσεων vegeterian κορασίδος ήτις έσχε θέσει έν τώ οφθαλμώ αυτής έναν γείτονά της, νά τόν βάλη μέσα σέ άλλο όργανό της. Ο συνεσταλμένος ούτος νεανίας καλλίπυγος, εύμορφος, μέ τεράστια καί χοντρά δάκτυλα, πλάτες σφύζουσες εμπιστοσύνη, πηγούνι τρίφατσο, μέτωπο συμμετρικού τραπεζίου, μύτη μεγάλη αλλά περήφανη οία, διέθετε φυσιογνωμία υβριδίου ζωώδους ιντελεκτουέλ. Προέφερε όλα τά φωνήεντα, μακρά, ενώ στά σύμφωνα προσέθετε ένα οδοντικό αμυδρόν ήχο.
Καθώς τόν συναντούσε τά πρωινά στήν γειτονιά, καθώς τού έβλεπε τό μήλο τού μακρέως του λαιμού ν’ανεβοκατεβαίνη στίς ανάσες του, η ηρωίδα ένοιωθε μιάν ανάδευσιν σέ χαμηλά σημεία της, επεθύμει τήν γλώττα της στό στόμα του. Νά συνδράμη στό εύρυθμον τής αναπνοής του καί νά προκαταρκτίση μιά εκστρατεία στό κορμί του.
Έλα όμως πού ο νέος ήταν ντλοπαλούλης. Καί όσο ντροπαλώς απέκρουε τά βέλη τής δεσποίνης, τόσο η δέσποινα ίδρωνε. Μέχρι πού γιά κάποιον λόγο (δέν μάθαμε ποτέ τόν λόγο. Εξάλλου εάν
πράγματι υπήρχε λόγος, η ταινία θά ήταν αισθηματική καί θά θύμιζε τό
Τέλος Μιάς Σχέσεως. Αυτή άλλωστε η διαφορά μιάς αισθηματικής από μιά τσόντα. Η υπεραπλούστευση στίς διαπροσωπικές σχέσεις καί στήν ύπαρξη κενών στήν πλοκή) ο κούρος ενέδωσε. Η χαρά (μου) τού αυτάκια συναντούσε σημείο καμπής. Δέν άρχιζε όμως τό παντιρντί! Υπήρχε πρόσκομμα. Ο ήρως ναί μέν είχε δεχθεί νά στραγγίση τήν ηρωϊδα αλλά μέ έναν όρο:
Δέν θά ενεφάνιζε τό μόριόν του.
Η όλη μυσταγωγία θά εγένετο δι’ενός αγγουριού.
Διότι ντρεπόταν, ντρεπόταν κάργα ο νεανίσκος, καί ο λόγος τής αιδούς, μεγεθικός. Όθεν, θά τήν κανόνιζε μέ τό έν λόγω λαχανικό.
Η ηρωϊδα εδέχθη, καπάτσα ούσα, όλο καί κάτι θά σκαρφιζόταν γιά νά βγάλη στήν κουϊντα στόν Τζάκ τόν σαρκομπήχτη... Συνέχιζαν λοιπόν οι αγάπες – νηστείες τίνι τρόπω, συνέχιζε καί η αφήγηση μέχρι πού απήυδυσαν όλοι.
Διότι
λείπει η ωραία πραγμάτωσιςτου έρωτος· λείπει η πραγμάτωσιςπου πρέπει νάναι κι απ’ τους δυο μ’ έντασιν επιθυμητή.Oύτω έγραψε ο αλεξανδρινός ποιητής... Μπορούμε νά τού πάμε κόντρα;
Απηύδυσε η κοπέλα τού έργου (ήθελε τσιτσί!) αλλά κι εμείς! Χασάπη! Εικόνα! Σάρκινη εικόνα, πραγματική!
Επείσθη ο νέος (δέν ξέρουμε τό γιατί, εάν τό γνωρίζαμε, θά βλέπαμε τόν
Άγγλο Ασθενή καί όχι κάποια τσόντα), καί ένα βράδυ, εκεί κοντά στό τέλος, έλυσε τό βρακί καί μέ συστολή πού ξεχείλιζε μέχρι καί από τούς ανύπαρκτους υπότιτλους, τό παρουσίασε στήν συμπρωταγωνίστρια. Αυτή, κύτταξε μέ απορία, έκπληξη, ταραχή καί οχεία:
«Μά αυτό κύριε Χόλμς είναι ένα τεράστιο kαuλi! Πρός τί οι ντροπές σας πού ωδήγησαν σέ χάσιμο χρόνου κύριε Χόλμς; Ε;»
Η επιδοκιμασία τής παρτεναίρ του, τού όρθωσε τήν αυτοπεποίθηση. Απάντησε μέ ερώτηση αλλά δέν εδύνατο νά λάβη απάντηση· η παρτεναίρ είχε ήδη σκύψει καί γαργαλούσε μέ τά χείλη της τό καλοφλεβατωμένο πέος. Κι έτσι, η Τσιτσιολίνα (διό περί αυτής επρόκειτο, έλεγε ο Μ.) αφηνόταν σέ μιά ισχυρών απωθημένων long play συνουσία μέ τόν Τζών Χόλμς, υπέρλαμπρο άστρο τών αγαπησιάρικων ταινιών.
Δέν θυμάμαι εάν η αφήγησις τελείωνε στόν αύλιο χώρο τού 9ου Γυμνασίου ή στήν αίθουσα. Πού νά θυμάσαι τέτοιες λεπτομέρειες μετά 16 έτη; Γενικώς, δέν θυμόμουν καθόλου εκείνες τίς στιγμές.
Όλως αιφνιδίως, όλο τό παραπάνω, μού ήρθε πάλι στό μυαλό χθές, όταν, βλέποντας αθλητικά, είδα μιά φώτο. Φωτογραφία πανώ οπαδών τού Ολυμπιακού απευθυνόμενο στό Ριβάλντο:
Ρίμπο, οι μεγάλοι παίκτες, παίζουν σέ μεγάλες ομάδες.