Παρασκευή, Δεκεμβρίου 28, 2007

Έφθασε τό νέο έτος, φούστα πού θά φάς καί φέτος...


Όχι μόνο σκοτείνιαζε, όχι μόνο έβρεχε μιά στάλα, όχι μόνο μπιτζίνα δέν υπήρχε αλλά είχα λησμονήσει καί νά μεριμνήσω γιά τήν πάχυνση τού πορτοφολιού μου! Κι όλα ταύτα ολίγον πρό μιάς εξόδου ήντινα καιρό πολύ (πάρα πολύ) προσεπάθουν νά δρομολογήσω. Όλα στραβά γαμώ τό στανιό μου. Καί ειδικά τώρα μέ παρέα εκλεκτή δίπλα μου... Ποιός σκύλας γυιός μάς μούτζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι;


Τό περίπτερο τής γειτονιάς, ήταν κάτι σάν σελιδοδείκτης στόν κεντρικό μας δρόμο, άχ κι αυτή η μελαχροινή μέσα του! Πάντα τήν έβλεπα νά είναι εκεί, πίσω από μανταλακιασμένα περιοδικά, τσιχλοκαραμέλες, σακουλάκια μέ ξηροί καρποί. Μπρελόκ (αφαιρώντας τήν προοπτική) έμπλεκαν στά μαλλιά της, κάποιες σοκολάτες στό στέρνο της καί ένα μακρουλό κοκό (καρύδα ήτο, θαρρώ) σημάδευε τήν μαστοδιώρυγά της.

Κάθε φορά, όποτε τύχαινε καί περνούσα από εκεί, έστρεφα πάντα τό κεφάλι πρός τό περίπτερον. Τήν έβλεπα κι ευχαριστιόμουν, κέφαρα πολύ μέ τήν θέα της· έστω μέ τήν μέσα από τό ανοικτό παραθύρι τού περιπτέρου, πού δέν φαίνοντο πολλά. Μόνο τό πρόσωπό της καί λίγο μπούστο διέκρινα, μού αρκούσε ωστόσο, καίτοι η εικόνα της έφερνε σέ φωτογραφία ταυτότητας...

Προσπαθώντας τρόπους προσεγγίσεως, είχα εντρυφήσει σέ γκρουπούσκουλα τής άκρας αριστεράς, είχα μάθει εφημερίδες των πού δέν τίς γνώριζε ούτε ο αρχισυντάκτης των ώστε ζητώντας τες, η περιπτερού νά ψάχνη σέ στοίβες περιθωριακών εντύπων ώρα πολλή, κι εγώ, αδιάφορος καί καλά, νά τήν κυττώ προσπαθώντας νά μαζώξω κάποιες λεπτομέρειες τών χαρακτηριστικών της.

Μιάς Κυριακής μεσημέρι, μετά από τό μπούγιο τού πρωινού οπότε πολλοί φροντίζουν γιά τήν εφημερίδα τους, είχα σταθεί εκεί μπροστά της· κάμποσες σοκοφρέτες καί χώλλς μάς χώριζαν. Ο δύων ήλιος τήν χτυπούσε κατάματα καί μόρφαζε καθώς μέ κυττούσε. Έσχον μιάν αμφιβολία, τί κουβέντα ν’άρχιζα ώστε νά τής κέντριζα τό ενδιαφέρον; Τό δυσθεώρητο iq μου, έδωσε γρήγορα τήν λύσι:

- Δεκαπέντε φράγκα; Δεκαπέντε φράγκα η τσίχλα; Τσκ τσκ τσκ! Η κίσς; Εικοσιδυό δραχμές; Ψέ! Καί τά Καρέλια...! Τά θυμάμαι είκοσι οκτώ,ναί ναί! Πού φθάσανε...;! Τί ακρίβεια! Ώ Κουτσόγιωργά μου!

Καί η κοπελιά, κινούσε συγκαταβατικά τό κεφάλι της, ή μήπως έψαχνε στάση γιά νά μήν τήν στραβώνη ο ήλιος; Φάκ, δέν εδυνάμην νά καταλάβω! Δέν μπορούσα νά αντιληφθώ εάν τήν είχα, όχι μωρέ συνεπάρει αλλά εάν τής είχε κάνει ένα, έστω τοσοδούλι, κλίκ η παρουσία μου.

Άφησα τήν σερενάτα στό κυτίον μέ τίς άλλες, ανέβασα καί τά δύο μου πόδια στό πεζοδρόμιο καί στάθηκα μπροστά της κρύβοντας τόν ήλιο. Άνοιξε τά μάτια της καλά καλά καί μέ κύτταξε. Κάτι σάν νά περίμενε. Νά μέ περίμενε. Κι εγώ, χωρίς κομπασμούς, τήν ρώτησα:

- Πού σπεύδει, όταν τόν πιάνη κατούρημα, ο αξιολάτρευτος τε καί αξιοσέβαστος πατήρ σας;

Σάν πτώση μιάς αρμαθιάς κερμάτων στό τσίγκινο ταμείο, τό φωναχτερό γελάκι της, άχ! Ανέτειλλε πάλι η Κυριακή! Η ολόρρυθρη γλωσσίτσα της ίσα πού φαινόταν καί χανόταν τή συμβολή τών λευκών οδοντακίων (σίκ) δίκην πατρικής αυστηράς (συ)στάσεως...

- Είσαι αστειούλης! Τό ξέρεις; Είσαι αστειούλης! Χιχί χίχιχιχιχιί!

Ήτις δέν άργησε.

Νά’μεθα λοιπόν στό τραπέζι μιάς μεταταβέρνας παραθαλασσίου προαστείου, μέ τά μενού ανά χείρας. Ωϊμέ! Τά’παμε στήν αρχή! Ζόρι μεγάλο... Βλέπαμε τά τού μαγείρου προσφερόμενα όταν αντελήφθην τό ισχνό πορτοφόλι μου. Καί προσπαθούσα νά διορθώσω τά αδιόρθωτα. Ίδρωνα καί ξίδρωνα, μιά οδοντογλυφίδα στόν στόμα (επιρροαί θείου Νώντα) προσπαθούσε νά μέ αγχωλύση, κροτάλιζα τά δάκτυλα, έπαιζα μέ τόν αναπτήρα. Οι τιμές κόντευαν σέ τριψήφια νούμερα κι εγώ χρήματα είχα πού αρκούσαν μόνο γιά λέπια, πού κάνα φαγκρί..!

Η κοπέλα δέν φαινόταν νά ψυλλιάζεται τό δράμα μου. Αυτό τό σταράτο μελαχροινώδες προσωπάκι γύρω από χείλη τεταρδιάστατα, παρέμενε μέ ένα μειδίαμα, ώσπου άρθρωσε ένα ράπισμα:

- Πωπώωωω πώς πεινώωωωω!

Πανικός. Όχι, δέν συμβαίνει στ'αλήθεια! Στράφηκα στό μενού, ψάχνοντας, δέν ήξερα τί έψαχνα, τά μπαρμπούνια, οι κουτσομούρες, οι συναγρίδες, οι ροφοί καί οι ξιφίες, είχαν σταυρώσει τά χέρια καί μέ κυττούσαν μέ χαμόγελο σαρδόνιο, τά λιθρίνια μάλιστα φαίνοντο νά ξεκαρδισμένα μέ τήν έκφρασή μου. Ώσπου κι εγώ, αφίχθην στίς τσιπούρες:

Τσιπούρες ιχθυοτροφείου 29 €
Τσιπούρες αλανιάρες 60 €

Ώστε τήν έσωζα τήν παρτίδα; Έτσι φαινόταν! Θά φθάναν τά λεφτά; Θά φθάναν τά λεφτά, θά παρηγγέλναμε, έστω ιχθοτροφείου ψαρικό καί θά καλοτρώγαμε! Αυτό τό ντεμπούτο θά προοικονομούσε αύρες θετικές... Γιά μετά θά κατσαρώναμε από τόν οίνο, θά μάς αφήναμε λίγο περισσότερο νά χαζογελάσουμε καί κατά τήν αποχώρηση θά έκανα αυτό πού πάντα κάνω μέ τίς κόρες καί τελικά εισπράττω ρόδα τού Ισπραχάρ...

Μόνο πού... Μοίρα κακιά έφτυσε τά φασκιά μου... Δίνοντας, προσφέροντας τό μενού στήν δίπλα μου, μετακίνησα τό δάκτυλό μου καί μού απεκαλύφθη μιά προειδοποίηση στό μενού. Μέχρι τότε ο δείκτης μου, κάλυπτε ένα «(σώθηκαν)» δίπλα στίς 39ευρες τσιπούρες...

Πάλι νηστισμός...

Παντού...

3 σχόλια:

Ο χρήστης Blogger Marina είπε...

Νηστικό αρκούδι δεν χορεύει..
"Χόρεψες" τουλάχιστον?

7/1/08, 7:51 μ.μ.  
Ο χρήστης Blogger vangelakas είπε...

Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

9/1/08, 2:14 μ.μ.  
Ο χρήστης Blogger vangelakas είπε...

Άν χόρεψα; Προγαμιαίως;


ΠΟΤΕΣ!

9/1/08, 2:14 μ.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats