Πέμπτη, Δεκεμβρίου 25, 2014
Τετάρτη, Δεκεμβρίου 17, 2014
Τρίτη, Δεκεμβρίου 16, 2014
ἀντὶ στὰρ
ἂς βάλω κι ἕνα τὸ μόνον σημεῖον στίξεως ἤπρεπε διαρρήδην ἐδῶ
Τρίτη, Δεκεμβρίου 09, 2014
Λόγῳ τῆς ἡμέρας
Στὰ νησιὰ Γκαλαπάγκος
ὑπάρχει ἕνα πολὺ ἐνδιαφέρον ἔθιμο σχετικῶς μὲ τὸ πῶς εὔχονται σὲ ἑορτάζουσες.
Τέλος πάντων, διάγομεν τὴν νηστείαν τῶν Χριστουγέννων καὶ δὲν δύναμαι νὰ
προσθέσω ἔτι περισσότερα.
Ὅλο τοῦτο συνειρμικῶς, δὲν ξέρω πόθεν προέκυψεν, ἀλλὰ μόλις φυλλοβόλισα ἕνα χαρτὶ ἀπὸ τὸ μερολόγιον κι ἀντελήφθην ὅτι μία κόρη ἑορτάζει.
Καὶ ἐπειδὴς εἶμαι ζητιάνος τοῦ κοκοῦ, γιὰ ἕνα γλυκάκι, θὰ ἔκανα τὰ πάντα. Ἕνα φιλὶ θὰ ἔδινα, πολὺ εἰλικρινές, πολὺ ἀθῶο, δεδομένου τοῦ ὅτι δὲν θὰ δινόταν στὰ χείλη ἀλλὰ λίγα (ἕνα δύο) ἑκατοστά μακρύτερα αὐτῶν! Πόσο πονηρὸ πιὰ εἶναι ἕνα φιλὶ ποὺ δὲν δίνεται στὰ χείλη, ἔ;
Ναί! Ὄχι στὰ χείλη!
Οὐχί!
Λίγο παραπάνω ὅμως!
Παραπάνω τῶν χειλέων!
Ποῦ;
Ἂχ καὶ νὰ ηὐχόμην ἁσπασματοειδῶς στὴν Ἄννα, μὲ φιλιὰ ἀσταμάτητα ὄχι στὰ χείλη, ἀλλὰ στὴν κλειτορίδα της, κι αὐτὴ νὰ μοῦ τινάζῃ κουραμπιὲ (ἐκ τῶν τραταρευομένων γλυκῶν τῆς σήμερον ἔνεκα ἡ ἡμέρα) κι ἡ ζάχαρη ἄχνη νὰ προσγειοῦται (πλὴν τοῦ προσώπου μου) στὸ γιομάτο ὑγρασίαν καὶ ἔξαψιν ὄργανόν της μὲ ἐμένα σκυμμένο καὶ βουτηγμένο ἐκεῖ, γλυκασμένον λίαν, νὰ παλεύω ἑλληνορωμαϊκήν, ἡ γλῶσσα μου δηλαδὴ νὰ παλαίῃ ἑλληνορωμαϊκὴν καὶ ἐλευθέραν με τὸ γλωσσίδι της. Τοῦ γαλιδίου της τὸ γλωσσίδι (χρόνια πολλὰ) νὰ πιλάτευε ἡ (ὅ,τι ἐπιθυμεῖς) γλῶττα μου (καὶ τοῦ χρόνου) σὲ σαυρικούς, ἰγκουανικοὺς ῥυθμοὺς ὥσπου ἀπηυδυσμένη θὰ πέταγε μακρυὰ τὸν καραφλὸ πιὰ κουραμπιέ, θὰ ἔγερνε ἐλαφρῶς ἀνάσκελα, θὰ σφράγιζε τοὺς ὀφθαλμούς της σφικτὰ καὶ τραβῶντας μου δυνατὰ τὰ μαλλιὰ καὶ κλείνοντας ἀπότομα τὰ μέχρι τοῦδε ἀνοικτά της σκέλη στὸ κεφάλι* μου, νὰ φώναζε: μὴν σταματᾷς πρόστυχε μαλάκα, κι ἄλλο γάμα διὰ τῆς γλώττης σου τό μουνάκι μου, συνέχισον, πόσο τέλεια τὸ πᾷς βρωμιάρη πορνοβοσκέ, κι ἄλλο κι ἄλλο ἂχ ἂχ ἂχ πόσο γουστάρω ποὺ θὰ μὲ ἀποτελειώσῃς κιόλας σὲ λίγο διὰ τῆς ζηλευτῆς ψωλῆς σου, γιατί νὰ τὸ κρύψωμεν ἄλλως τε;
Εἶναι βασικόν, πάει καὶ τελείωσε. Τὸ φιλὶ δέον νὰ δίδῃται ὄοοοοοοοοοοχι σὲ χείλη ἀλλὰ σὲ ἀλλαχοῦ μέρη ἵνα μὴ πρὸς παρεξήγησιν! Βέβαια!
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!
* Τὸ ῥετιρὲ κεφάλι, καθ’ὅσον ἔκανα γλυφομούνι ἐὰν ἐνθυμῇσθε τὴν περιγραφήν- βάσει τῆς γεωγραφίας βεβαίως βεβαίως.
Ὅλο τοῦτο συνειρμικῶς, δὲν ξέρω πόθεν προέκυψεν, ἀλλὰ μόλις φυλλοβόλισα ἕνα χαρτὶ ἀπὸ τὸ μερολόγιον κι ἀντελήφθην ὅτι μία κόρη ἑορτάζει.
Καὶ ἐπειδὴς εἶμαι ζητιάνος τοῦ κοκοῦ, γιὰ ἕνα γλυκάκι, θὰ ἔκανα τὰ πάντα. Ἕνα φιλὶ θὰ ἔδινα, πολὺ εἰλικρινές, πολὺ ἀθῶο, δεδομένου τοῦ ὅτι δὲν θὰ δινόταν στὰ χείλη ἀλλὰ λίγα (ἕνα δύο) ἑκατοστά μακρύτερα αὐτῶν! Πόσο πονηρὸ πιὰ εἶναι ἕνα φιλὶ ποὺ δὲν δίνεται στὰ χείλη, ἔ;
Ναί! Ὄχι στὰ χείλη!
Οὐχί!
Λίγο παραπάνω ὅμως!
Παραπάνω τῶν χειλέων!
Ποῦ;
Ἂχ καὶ νὰ ηὐχόμην ἁσπασματοειδῶς στὴν Ἄννα, μὲ φιλιὰ ἀσταμάτητα ὄχι στὰ χείλη, ἀλλὰ στὴν κλειτορίδα της, κι αὐτὴ νὰ μοῦ τινάζῃ κουραμπιὲ (ἐκ τῶν τραταρευομένων γλυκῶν τῆς σήμερον ἔνεκα ἡ ἡμέρα) κι ἡ ζάχαρη ἄχνη νὰ προσγειοῦται (πλὴν τοῦ προσώπου μου) στὸ γιομάτο ὑγρασίαν καὶ ἔξαψιν ὄργανόν της μὲ ἐμένα σκυμμένο καὶ βουτηγμένο ἐκεῖ, γλυκασμένον λίαν, νὰ παλεύω ἑλληνορωμαϊκήν, ἡ γλῶσσα μου δηλαδὴ νὰ παλαίῃ ἑλληνορωμαϊκὴν καὶ ἐλευθέραν με τὸ γλωσσίδι της. Τοῦ γαλιδίου της τὸ γλωσσίδι (χρόνια πολλὰ) νὰ πιλάτευε ἡ (ὅ,τι ἐπιθυμεῖς) γλῶττα μου (καὶ τοῦ χρόνου) σὲ σαυρικούς, ἰγκουανικοὺς ῥυθμοὺς ὥσπου ἀπηυδυσμένη θὰ πέταγε μακρυὰ τὸν καραφλὸ πιὰ κουραμπιέ, θὰ ἔγερνε ἐλαφρῶς ἀνάσκελα, θὰ σφράγιζε τοὺς ὀφθαλμούς της σφικτὰ καὶ τραβῶντας μου δυνατὰ τὰ μαλλιὰ καὶ κλείνοντας ἀπότομα τὰ μέχρι τοῦδε ἀνοικτά της σκέλη στὸ κεφάλι* μου, νὰ φώναζε: μὴν σταματᾷς πρόστυχε μαλάκα, κι ἄλλο γάμα διὰ τῆς γλώττης σου τό μουνάκι μου, συνέχισον, πόσο τέλεια τὸ πᾷς βρωμιάρη πορνοβοσκέ, κι ἄλλο κι ἄλλο ἂχ ἂχ ἂχ πόσο γουστάρω ποὺ θὰ μὲ ἀποτελειώσῃς κιόλας σὲ λίγο διὰ τῆς ζηλευτῆς ψωλῆς σου, γιατί νὰ τὸ κρύψωμεν ἄλλως τε;
Εἶναι βασικόν, πάει καὶ τελείωσε. Τὸ φιλὶ δέον νὰ δίδῃται ὄοοοοοοοοοοχι σὲ χείλη ἀλλὰ σὲ ἀλλαχοῦ μέρη ἵνα μὴ πρὸς παρεξήγησιν! Βέβαια!
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!
* Τὸ ῥετιρὲ κεφάλι, καθ’ὅσον ἔκανα γλυφομούνι ἐὰν ἐνθυμῇσθε τὴν περιγραφήν- βάσει τῆς γεωγραφίας βεβαίως βεβαίως.
Δευτέρα, Δεκεμβρίου 01, 2014
goodbye my love
Δὲν ξέρω ποιός σκύλας
γυιὸς μὲ εἶχε μουτζώσει καὶ εἶχα βρεθεῖ σ’ ἐκεῖνο τὸ μέγαρο ντεμεκισμοῦ· σὲ
τραπέζι μὲ ῥακόμελα λέει καὶ κάμποσα ἄλλα τερψιλαρύγγια λέει, λίαν προτιμώμενα
ἀπὸ καρακαταδῆθεν γκομενάκια. Καὶ ἤμανε ἀπέναντί της προσπαθώντας νὰ πνίξω τὰ ἀλλεπάλληλα
χασμουρητὰ ποὺ μοῦ προκαλοῦσαν οἱ κατὰ ῥιπὰς δηθενιές της – εἰδικῶς ὅταν
ἀρχίνησε νὰ μὲ λέει διάφορα περὶ κινηματόγραφου· μὰ δὲν τὴν εἶχα ῥωτήσει
τίποτις ὁ δόλιος, τὁρκίζουμαι! Κι ἔλεγε γιὰ σκηνοθέτες ποὺ ποτὲς δὲν εἶχα ἀκούσει τὰ ὀνόματά των καὶ ποὺ ἂν μὲ ῥώταγες τί
εἶναι πιχὶ γκοντὰρ θὰ σοι ἔλεγα γιὰ τὸ κάποιο μαγκιώρικο σύστημα ποὺ ἔχουν τὰ
πεζὸ στὸν ντῆζελ κινητήρα. Εἶχα γιομίσει ἐνοχὲς διότι τῆς ἔβλεπα τὸ βλέμμα νὰ συνοφρυώνεται
ἐνώπιον τῆς λουμπενιᾶς μου καὶ ἡ σκέψις της, τὸ δίχως ἄλλο, κατακλυόταν ἀπὸ
στηλιτεύσεις ὅπως τί θέλω ἐγὼ ἐδῶ μ’αὐτὸν τὸν λοῦστρο! Μὰ πίσω ἔχει τὴν οὐρὰ ἡ
ἀχλάδα! Ἐξόχως πεντηκοστιανῶς, εἶδον στὰ προσεχῶς, ἕνα κάτι τόσο ὑπέροχο, τόσο
φωτεινό, τόσο θεσπέσιο διὰ τοῦ ὁποίου θὰ τῆς βουλώσω τὸ στόμα καὶ θὰ τῆς ἀλλάξω
τὶς σκέψεις τόσο ῥηξικέλευθα!
Ὁ ἠλίθιος κι ὁ πανηλίθιος νούμερο δύο, εἴκοσι χρόνια μετά!
Ἄχ!
Τέσσερις Δεκεμβρίου!
Ὁ ἠλίθιος κι ὁ πανηλίθιος νούμερο δύο, εἴκοσι χρόνια μετά!
Ἄχ!
Τέσσερις Δεκεμβρίου!