Δευτέρα, Δεκεμβρίου 31, 2012
κανέλλα καὶ γαρύφαλο
Μὲ κυρίευσε μιὰ συστολὴ σχεδὸν δυὸ ὀκάδες βαριὰ διότι ἡ
κόκκυγά μου ἐζήτει αὐτοῦ τὴν προσοχὴ μὰ γὼ τὴν ἔβλεπα (ὄχι, τὴν κόκκυγα ῥέ, τὴν
τύπισσα ἀπέναντι) καὶ μιὰ ἀνάδευσις ὡσὰν τὴν πηρουνάτη μάνητα τοῦ Ποσειδῶνος στὰ
ὕδατα τοῦ Τσιρίγου, κατσικωνόταν ζμπούτσαμ.
Εἶχε βολευτεῖ, εἶχε ἀράξει, εἶχε χυθεῖ στὸν ἀναμονῆς ὀδοντιάτρῳ
καναπὲ καὶ διάβαζε πολὺ ἀεράτα τὸ νάσιοναλ τζηογκράφικ ὀχτώβρης 1974, λίγο πρὶν
ὁ ἰατρὸς τῆς πάρει μάτι τοὺς τραπεζίτας. Ἤμανε ἀπέναντί της ὅπως σὲ εἶπα καὶ ἐκμεταλλευθεὶς
τὰ καθρέπτης γυαλιά μου μποροῦσα καὶ τὴν ἔκοβα ἀπὸ τὰ πάνω ὣς τὰ κάτω. Προέκυψε
μιὰ wireless σύνδεσις τῶν σκελῶν αὐτῆς μὲ τὰ λερὸ
μυαλό μου ὅπερ ἔστειλε σῆμα στὸ ἁπτὸ τεκμήριο ποὺ μὲ ὁδηγεῖ στὶς καφενείων τουαλέττες
ὅπου κατουροῦν ὄρθιοι.
Ἡ φορεσιά της μαρτυροῦσε τὰ πάντα, ἔτσι διαρθρωμένη πάνω της·
μοῦ προβάριζε πολὺ ῥὸκ ἒντ ῥὼλ φάση καὶ ἄξαφνα μιὰ ἀπορία μοῦ σκλάβωσε τὰ γκάζια
τῆς φαιᾶς μου οὐσίης: Στὶς πόσες ἄραγε μοῖρες τὰ σκέλη ἑνὸς τέτοιου σώματος θὰ ἄνοιγαν,
καθὼς θὰ ἦσαν πάνω στοὺς ὤμους μου ἐνόσω θὰ τῆς τρυγοῦσα τὸ δυὸ πόρτες ἔχει ἡ ζωή,
ἄνοιξα μιὰ καὶ μπῆκα;
Μὰ μὲ πονοῦσε τόσο ὁ φρονιμίτης, πονοῦσε καὶ ἡ κόκκυγα, πονοῦσε
καὶ τὸ μυαλό μου μὲ ὅλες αὐτὲς τὶς μαλακίες καὶ ἐν τέλει ἀκύρωσα· ἀφοσιώθην στὸ
Ὀδοντιατρικὰ Χρονικά. Τὸ μόνο πονηρὸ ποὺ μοῦ ἀπέμενε, ἦταν νὰ σαλιώνω τὸ δάκτυλό
μου κατὰ τὸ γύρω τῶν σελίδων καθὼς περίμενα νὰ τελέψει ὁ ἰατρὸς τὶς μαγγανεῖες στὸν
πρίν.
Παρασκευή, Δεκεμβρίου 28, 2012
εἶδα σε
Σοῦ εἶδα
στὴν πλατεία Ναυαρίνου, Σάββατο πρωί, Σεπτέμβρη μήνα, μᾶλλον πέρυσι. Καθόμανε
κι ἔπινα ἕναν sancaf καὶ διάβαζα τὴν Ἑστία μὲ πλάτη πρὸς τὰ πίσω,
τὸ κυρίως σῶμα τοῦ καφενείου γιὰ νὰ μὴν δώκω στόχο στοὺς ἀναρχοάπλυτους καὶ μοῦ
δείρουνε. Περνοῦσες μὲ πορεία δυτικὰ ἤτοι πρὸς τῆν Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανοῦ· ὁ
ἥλιος μοῦ στράβωνε γι’αὐτὸ καὶ κυττοῦσα πρὸς τὰ σένα, ἐπίμονα κυττοῦσα παραπάνω
τοῦ δέοντος γιὰ ἕνα ἀγόρι γιὰ σπίτι ὅπως εἶμαι καὶ διαφημίζομαι σὲ ἀγγελίες στὸ
OKM. Κύτταξες κι ἐσύ, ἐμένα δηλαδὴ καίτοι δὲν σοῦ στράβωνε
ὁ ἥλιος καὶ γατζώθηκες σὲ ἕναν συνεσταλμένο μου μορφασμό, παρθένιον τοιοῦτον. Καλημέρα
σὲ εἶπα, καλημέρα μὲ εἶπες καὶ ἄνθισαν ὅλες οἱ βρωμοκαρυδιὲς τοῦ
βορείου ἡμισφαιρίου. Τὴν ξές, μοῦ ῥώτησε ὁ ὁμοτράπεζος φίλος ὅστις ἔπινε
φραππέ, ὄχι τὸν εἶπα καὶ φεῦ σ’αὐτὸ τὸ διάστημα ποὺ ἔστρεψα αὐτῷ τὸ
βλέμμα μου, προσπέρασες κι ἔτσι δὲν μπόρεσα νὰ διακρίνω ἂν εἶχες μεγάλα βυζιά,
συνεπῶς καὶ νομοτελειακῶς παρητήθην τῆς ἄγρας.
Μοῦ θυμᾶσαι; Ἂν ναὶ κι ἂν βεβαίως, ἔχῃς μεγάλα βυζιά, περιμένω μήνυμα.
Μοῦ θυμᾶσαι; Ἂν ναὶ κι ἂν βεβαίως, ἔχῃς μεγάλα βυζιά, περιμένω μήνυμα.