Κυριακή, Νοεμβρίου 27, 2011

Γιὰ ἔλα κι ἐσὺ


Πορφυρογέννητος Γωνιὰ


Ἒ ναί, νὰ ποῦμε, τί νὰ λέμε...













ΑΕΚ Ἀστὴρ Τριπόλεως 2-0 (ΟΑΚΑ) 19/11/2011
Πρωτάθλημα – 10η Ἀγωνιστικὴ
99 Ἀραμπατζῆς, 2 Κοντοές, 15 Καράμπελας (46΄ 31 Γεωργέας), 4 Μανωλᾶς, 5 Δέλλας, 14 Μάκος, 1 Καφές, 9 Λεονάρντο, 8 Μπέλεκ (46΄ 13 Ῥίκκα), 10 Κάρλος (81; 11 Σιαλμᾶς), 33 Λυμπερόπουλος
Σκόρερ: 13΄ Λυμπερόπουλος 65΄ Λεονάρντο
Κίτριναι: Μανωλᾶς Λυμπερόπουλος
Διαιτητής: Βοσκάκης


ΑΕΚ Λεβαδειακὸς 2-1 (ΟΑΚΑ) 23/11/2011
Πρωτάθλημα – 1η Ἀγωνιστικὴ
99 Ἀραμπατζῆς, 2 Κοντοές, 15 Καράμπελας, 4 Μανωλᾶς, 5 Δέλλας, 14 Μάκος (59΄ 13 Ῥίκκα), 1 Καφές (70΄ 8 Μπέλεκ), 21 Βάργκας, 9 Λεονάρντο (79΄ 11 Σιαλμᾶς), 10 Κάρλος, 33 Λυμπερόπουλος
Σκόρερ: Λεονάρντο 42΄ (πέν.) 51΄
Κίτριναι: Λυμπερόπουλος Σιαλμᾶς
Κόκκιναι: Ῥίκκα (δύο κίτρ.)
Διαιτητής: Δελφάκης









Παναιτωλικὸς ΑΕΚ 0-2 (ΓΦΣ Παναιτωλικὸς) 26/11/2011
Πρωτάθλημα – 11η Ἀγωνιστικὴ 
99 Ἀραμπατζῆς, 2 Κοντοές, 15 Καράμπελας, 4 Μανωλᾶς, 5 Δέλλας, 14 Μάκος (70΄ 6 Κάλα), 31 Γεωργέας, 8 Μπέλεκ, 9 Λεονάρντο (60΄ 11 Σιαλμᾶς), 10 Κάρλος, 33 Λυμπερόπουλος (83΄ 77 Κλωναρίδης)
Σκόρερ: 21΄ 91΄ Μπέλεκ
Κίτριναι: Δέλλας Καράμπελας Γεωργέας
Διαιτητής: Ἀρετόπουλος

Σάββατο, Νοεμβρίου 26, 2011

Τοῦ εἰκοσιένα ἡ ἐποχὴ καὶ ἡ εἰκοσιμιὰ τοῦ Ἀπρίλη


Be ShockedΣοκ Joint προκαλείScared η In Loo πληροφορία Gossipπου Toilet Reading δημοσιεύει το Missing TeethΒήμα της Κυριακής, σύμφωνα με την οποία μετά την εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στη Σχολή Ευελπίδων για την Relievedεπέτειο του Peeing In The SnowΠολυτεχνείου, στις 17 Νοεμβρίου, ορισμένοι ευέλπιδεςBig Smile τραγούδησαν τονBeating Heart ύμνο της Raise The Roof21ης Απριλίου.
Σύμφωνα Chattyμε το Being sick δημοσίευμα Whip, μετά το επίσημο μέρος της εκδήλωσης ο You Are The Manαρχηγός των ευελπίδων (το όνομα του οποίου βρίσκεται στη διάθεση της Mooningεφημερίδας) σηκώθηκε στο βήμα, ζήτησε να κλείσουν Sleazy οι πόρτες και άρχισε να Bathtimeεξηγεί στους Bow Down Together συναδέλφους του ότι «η Bravoεπανάσταση της 21ης Απριλίου» είχε διαστρεβλωθεί. Hubba hubba
Στη συνέχεια, μαζί με άλλα πέντε άτομα τραγούδησαν In love τον ύμνο της Thumbs Up 221ης Απριλίου. Η πλειονότητα High Five Great των ευελπίδων Bow Down Waveπαρέμεινε Thumbs Up 1στις θέσεις τους Bounceζητωκραυγάζοντας σχετικά συνθήματα.








Κυριακή, Νοεμβρίου 20, 2011

ὁ κόσμος ὅλος


Εἶχε σταματήσει ἡ βροχή, ἦταν εἰσέτι νωρίς, ἄσε ποὺ διήνυα καὶ τὴν ἐσχάτη ἡμέρα ὁπότε θὰ ἤντουνα ῥεζιλίκι μέγα νὰ μὴν εἶχα δοκιμάσει καὶ μιὰ σιεφταλιὰ στὸ λίκνο της. Μόλις εἴχαμε μιλήσει καὶ χαιρετηθῇ, θυμᾶσαι Τάσο;  

Ἤμην ποὺ λὲς στὸ λεωφορεῖο γιὰ τὸ χοτὲλ καὶ ζήτησα ἀπὸ τὸν μάστορα ἐκεῖ δεξιά, νὰ μοῦ κατεβάσῃ στὴν δέουσα στάση. Κάθησα ἐφησυχασμένα λοιπόν, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν στὴν γιὰ ἀμέα θέση, καὶ κυττοῦσα ἀφηρημένα ἔξω ἀπὸ τὸ τζάμι ὅσο ἐπέτρεπον οἱ ζόρικες καὶ πολλὲς ἕνεκα ὁ πρωΐνοθεν ὑετός, ὑαλεφιδρώσεις.

Συνειδητοποίησα, πολλοῦ ἀριθμοῦ φώτων διανυθέντων, ὅτι τῷ ὄντι, ἦταν μακρὰ ἡ ἀπόστασις ἀπὸ τὸν παλαιὸ λιμένα· ποῦ τόσο νὰ περπατήσῃς, ἄσε ποὺ εἶχα καὶ τὸ βάσανο πότε στὰ δεξιὰ καὶ πότε στὰ ἀριστερά – ποῦ τὸ βάζεις αὐτό; ἀριστερὰ ἢ δεξιά! ἐν τάξει τὄπιασα. Ἦταν ἀκριβῶς πάνω ποὺ ἤθελα νὰ τὸ ῥωτήσω μὲ τί κριτήριο ἄλλαζε πλευρὸ μὰ τὸ φλοῦ ἔξω βλέμμα μου διέκρινε μιὰν ταμπέλα μὲ τριφύλλι καὶ νύξεις γιὰ σκοῦρες μπύρες. Ὡς λοιπὸν ἀπὸ τὰ προχθεσινά, ἀντελήφθην ὅτι εἴχομεν περάσει, εἴχομεν ξεφύγει τοῦ προορισμοῦ - φόκ οὖντ κάτσο! Ἔσπευσα διὰ σλάλομ διαδρόμῳ, στὰ μπούνια ἐπιμελὴς ἵνα μὴν πέσω σὲ κἄνα μελαχροινότατο ἀνυποψίαστο γκομενάκι, στὸν ὁδηγό, παίχτη τὸ περάσαμε ἔ; Πωπὼ καὶ σόρρυ μοῦ ἀπελογήθη, ντὰξ ντὰξ μὴ σκᾷς παληκαρούι μου, ποῦ νὰ θυμᾶσαι τί κάθε ἐπιβάτης ζητᾷ, θὰ κάνῃς με πρὸς ῥέφα μιάν χάριν; 

Ποῦ ἔχει καλὴ σιεφταλιά, ξές;

Καὶ ἤξερε.

Μὲ ἔστειλε κάπου τέλος πάντων, μοῦ προέτεινε δηλαδή, παρὰ τοῦ ἀρτοπωλείου εἶναι ἕνας (sic) ὅστις σιάχνει τὰ ἀνυπερβλητοκαλλίτερα σουβλάκια στὴν Λεμεσόν. Εἶναι καλά; Εἶναι ναί, προσκοπάκια τὶς πρὸ μεσημβρίας ὧρες, βοηθοῦν γραῖες νὰ περνοῦν ἀπέναντι. Θὰ σοῦ ἀφήσω στὴν στάση δῶ νανὰ καὶ στὰ φῶτα ἐκεῖ νανὰ μὲ βαλὲ ἀριστερά, θὰ τὸ βρῇς. Θὰ κόψῃς ἐννοάω, ἄβγαλτο εἶσαι ἔ;

Θύμωσα λίγο μὲ τὴν ἐπιτήμησή του, μὰ τὸν εἶχα ἀνάγκη, μπορεῖ ἂν ἁρπαζόμην καὶ τοῦ ἀπαντοῦσα ὁμοχρώμως, νὰ τὸ κρατοῦσε καὶ ῥεβανσιστικὰ νὰ μὲ ἄφηνε σὲ ἕνα πιὸ παρακάτω φῶτο καὶ ἀντὶς σιεφταλιοπωλείου νὰ συναντοῦσα τίποτις ἀντιπροσωπεῖες τράφικινγκ καὶ οἱ ἐνταῦθα εὐγενεῖς φυσιογνωμίαι νὰ μοῦ ζητοῦσαν νὰ τοὺς δάνειζα τὸ βάσανο – γιὰ τέτοια ἠμαστᾶνε; Κατάπια τὴν χλεύην καὶ χαμογέλασα συγκαταβατικῶς, κωλοδάκτυλο πρώτης! Μὰ ὁ καλός μου, δὲν εἶχε κακίες μέσα του· διότι σταματήσας τὸ φωφορεῖον, ἄνοιξε τὴν δική του θύρα, θύρα ἥτις ἦταν μόνον γιὰ τοὺς εἰσερχομένους, πώπω βλέμμα ῥοντβάιλερ ποὺ φανέρωνε σὲ ὅποιον, προηγουμένως, ἀπετόλμει κάθοδον ἀπὸ ἐκεῖ! Ἰδοῦ, εἶπεν, μὲ τὶς ὑγίειες σας, τσῆερς κι ὠρεβουάρ! Σφύριξα στὸ βάσανο, παραμέρισα δεξιὰ ὥστε νὰ μὲ χουφτώσῃ στὰ ἀριστερὰ καὶ κατηφόρισα κλίμακα τριῶν ἐπιπέδων.

Προσγείωσις στὸ πεζοδρόμι.

Σκοτάδια παντοῦ μὲ διακοπὲς ὡστόσο ἀπὸ τὰ πολύχρωμα πανταχόθεν ῥεκλαμῶν φῶτα (sic), ὑγρασίες παχιὲς ποὺ βρόχες τριῶν ἡμερῶν καταφέρνουν, ἐρημιὲς γιὰ τοὺς ἴδιους λόγους μὰ κι ἐπειδὴ τὸ ψηφίο ποὺ ἀναπαριστᾷ τὸν διανυόμενο μήνα τοῦ ἔτους διψήφιο εἶναι. Ἂν μάλιστα καὶ αἱ ἐξατμιζόμεναι ἀναπνοαὶ ἡμῶν ἦσαν μεγαλυτέρας διαρκείας θὰ τὸ πίστευα πολὺ εἰδυλλιακὸν τὸ περιβάλλον. Μὴν κι ἄλλο γκρινιάζῃς, ἡ ἐπικειμένη μάσα ἐξάλλου ἔστελνε τὸ βράδυ αὐτὸ (sic) στὸν ὄλυμπο τῆς γραφικότητος, ἄσε δὲ ποὺ ἡ ἀλλαγὴ ἀπασχολήσεως πλευροῦ μου ἀπὸ τὸ βάσανο δὲν εἶχε διόλου χῶραν λάβει ἀπὸ τὴν ὥρα τῆς ἀπολεωφοροποίησης, χμ... Ἀκουγόταν, ἀπὸ κάτου δεξιά, τὸ χτικιὸ τῶν κυμάτων στὴν ἀμμουδιὰ, καθυστερημένες στάλες μᾶς ἔβρεχαν τὴν μάπα κι ἀέρηδες χάλαγαν τὴν φράντζα κι αὐτὴ ἡ ὑγρασία μωρὲ παιδί μου... Σοδομοῦσε ξαναμμένα στὰ μαλλιὰ τῆς διπλανῆς μου (ἀριστερὰ ἀκόμα ἦταν) μὰ δὲν παρεπονεῖτο, ἂχ αὐτὴ ἡ προσμονὴ τοῦ μάμ!

Νὰ τὰ φῶτα, χιχιχιχί, κόψαμε αριστερὰ καὶ μπήκαμε σὲ ἕναν δρόμο οὕτινος ἡ εἰκὼν πρὸς στιγμὴν μὲ αἰφνιδίασε, μὰ ἄμεσα τσίκνες μεγαλόπρεπες καὶ καθησυχαστικὲς χύμηξαν στὰ ρουθούνια νοιώθοντάς με Δίας σωστός! Τηρῶντες βῆμα ἐθνικῆς φρουρᾶς προσεγγίσαμε καὶ φθάσαμε καὶ κοντέψαμε. Ἀνέλαβα μικροαστικὴ ἀγκύλωση καὶ γρηγορέψας τὰ τρία τελευταῖα βήματα, ἄνοιξα τὴν πόρτα στὸ βάσανο, ὄχι ἀπὸ εὐγένεια μωρή, μὲ βάρυνες πολὺ μ’αὐτὴν τὴν ἐμμονή σου νὰ εἶσαι σφιχτὰ πάνω μου.

Λοιπὸν ἡ πρώτη ἐντύπωσις ποὺ μοῦ ἐδώθη ἀπὸ τὸν τυπὰ ποὺ μᾶς ὑπεδέχθη ἦταν νὰ μὴν τοῦ ἀφήκω διόλου φιλοδώρημα στὸ τέλο.

- Δεδομένου τοῦ ὅτι δὲν ἀφήνεις ποτές, ξῆγα μας, καλὴ ἡ ἐντύπωσις ἢ κακή;
- Μαλακίες λές. Λόγῳ ποὺ νωπὸ τὸ παρὰ μοῦ, βάσανον, ἀκολουθῶ ζαμπούνειον συμβουλήν ἤτοι, τὸ τὶπ δέον νὰ εἴῃ στὸ δεκαπέντε τοῖς ἑκατὸ τοῦ ὕψους τῆς λυπητερῆς, γκέγκε;

Μπήκαμε ποὺ λὲς καὶ ἐν τάξει, δὲν πρόσεξα τὴν πόρτα ποὺ εἶχε παραμείνει ἀνοικτή, σὺ τί θὰ πρόσεχες; τὴν πίσω πόρτα ἢ τὸν σειάμενο τε καὶ πολλὰ ὑποσχόμενο πάτο τῆς μπροστινῆς σου; Κι ὁ μινάρας ὁ τραπεζοκόμος, τσάκωσε ὕφος τμηματάρχου δημοσίας ὑπηρεσίας σὲ κάποιο κεφαλοχώρι κάπου στὴν Ἥπειρο, ποὺ λόγῳ αἰφνιδίας ἀσθενείας τοῦ κλητῆρος ἀνέλαβε αὐτὸς τὰ καθήκοντα τοῦ ὑφισταμένου του κι ὑποχρεώθηκε νὰ ξυπηρετήσῃ τοὺς χωριανούς. Πῶς θὰ ἔλεγε συνεπῶς, στὸν μπαρμπα Μῆτρο ὅτι πρρρρρρ ἄει ῥέεεεε, πόρτααααα. Κάπως ἔτσι κι ὁ γκαρσόνης μοῦ τὸ εἶπε, δηλαδὴς δὲν τὸ εἶπε μὲ λέξεις καὶ ἐπιφωνήματα μὰ πῆρε ἕναν μορφασμὸ ὁ κρετίνος, τί νὰ σὲ λέω...

Τέλος πάντων, καθήσαμε.

Γυμνὸ πολὺ τὸ περιβάλλον, λευκοὶ καὶ ἄδειοι οἱ τοῖχοι, λὲς καὶ τοὺς πετύχαμε στὰ πρὶν τοῦ οfficial opening. Μπορεῖ καὶ λογίζοντές μας ὡς ἐλαιοχρωματιστὰς νὰ μᾶς ἐζήτουν νὰ πιάσωμε τὸ πινέλο τίς οἶδε, μὰ ἐν τάξει, μὲ εἶχε πιάσει ἡ μαλακία καὶ τὰ ἔβλεπα ὅλα στραβά. Κάπως ἴσιωσα εἰδὼν κόσμον πολὺ στὰ πέριξ τραπέζια, ἒ κάτι λέει τοῦτο, νό; Τουρτουροῦσα λίγο, κούμπωσα τὸ πανωφοράκι, ἔσιαξα τὸ καπέλο καὶ μοῦ ἔφτιαξα σταυροπόδι, δηλαδὴ προσπάθησα διότι κάποια παλάμη μοῦ ἐμπόδιζε τὸ ἀνεμπόδιστο ἀκροβατικό. Καλὲ εἶσαι κι ἐσὺ ἐδῶ! Ὅποτε δὲν κρεμόταν πάνω μου, ἀποκτοῦσα μνήμη χρυσόψαρου, μπορεῖ καὶ μαλαματινόψαρου καὶ τὴν ξεχνοῦσα τήν... Πῶς σὲ εἴπαμε;

Χιχιχιχί, ἀστειεύομαι! Τί θὰ φᾶμε ναοῦμε; 

Καὶ ῥεύτηκα.

Μὰ ἀκόμα δὲν φάγαμε!

Φαντάσου μετά!

Μωρό μουυυυυυυυυυυυυυυυ! Ποῦ βρῆκα σε, θησαυρέ μου, ἄχ!

Κάτι τέτοια κάνω καὶ τὶς σκλαβώνω τὶς γυναῖκαι ἀσοῦμε!

Ἀρκετὰ γρήγορα ἔρθεν μιὰ τύπισσα νὰ μᾶς πάρῃ παραγγελία.

Δὲν ἔχω καρδιά μου τέτοια, παραγγελία τὴν εἶπες; Δὲν ἔχω, κἄνα τσιγαράκι θές;

Χιχιχιχί, ἀστειεύομαι!

Ἔρθεν γρήγορα ἡ γκαρσόνισσα ποὺ λές, ὅταν ἀργοῦν πόσο γκρινιάζω Θεέ μου κι ἀρχίζω καὶ βάζω χρονόμετρο· ἂν δὲν ἔλθωσιν σὲ 8 λεπτά, τὴν κάνουμε - ἀληθῶς ἔτσι κάνω.

Μωρό μουυυυυυυυυυυυυυυυ! Ποῦ βρῆκα σε, θησαυρέ μου, ἄχ!

Φοροῦσε (ἡ γκαρσόνα λέμε) μαῦρο κολλητὸ τζὴν καὶ μαύρη ζιβάγκο, κολλητὴ κι αὐτὴ ἀλλὰ δὲν μπόρεσα νὰ διαπιστώσω ἂν εἶχε μεγάλα βυζιά, φοροῦσε ἀπὸ πάνω μιὰν ἐπίσης μαύρη ποδιὰ μὲ ἕνα σύνθημα ἐντελῶς αὐθυποβολικόν· ἄι λὰβ σουβλάκια.

Τί νὰ σᾶς φέρω; 

Ἡ προφορά της μοῦ θύμισε τὴν ὑπηρέτρια τῆς οἰκογενείας Φόρεστερ στὴν τόλμη καὶ γοητεία καὶ ἔβαλα τὰ δυνατά μου νὰ μὴν ὁμιλήσω λογίως ὥστε νὰ τρώγαμε κάποια βλογημένη στιγμή. Ἔτσι, ἀνέλαβε τὸ βάσανο.

Σιεφταλιές. Φέρτε μας. Δύο μερίδαι. Καὶ κόκκινο κρασί. Ξηρόν.

Τζατζίκι; Ὄχι. Φέτα; Ὄχι. Πατάται; Ὄχι.

Σιεφταλιές. Φέρτε μας. Δύο μερίδαι. Καὶ κόκκινο κρασί. Ξηρόν.

Τὸ κατάλαβε ἡ τρώγλη καὶ μὲ ὕφος λὲς καὶ εἶχε μυρίσει ὄσπριον κλανιά μου ἐντὸς μάλιστα τεμένους μάσας, σηκώθηκε τζιαὶ ἔφυγε.

- Πώπω λατρεία μου, νομίζω ὅτι θὰ φτύσῃ στὰ φαγιά μας, διόλου δὲν μᾶς συμπάθησε!  
- Λές;
- Χιχιχιχί, ἀστειεύομαι!
- Μωρό μουυυυυυυυυυυυυυυυ! Ποῦ βρῆκα σε, θησαυρέ μου, ἄχ!

Κι ἐγὼ ἄχ, ἂχ πόσο ντράπηκα μ’αὐτὸν τὸν διθύραμβο ὑψιπετοῦς ἔρωτος ὁ κερατάς, ἔσκυψα τὸ κεφάλι, ἀποστρέψας ἀπὸ αὐτὴν τὸ βλέμμα, ἄρχιζα κι ἔπαιζα τὸν ῥόλον ἐγὼ τῆς γκόμενας, μωρὲ λὲς καὶ νὰ κοκκίνησα; κάτι δὲν πήγαινε καλὰ μὰ θὰ ἐρχόταν σὲ λίγο (πόσο ἄραγε;) τὸ καὶ κόκκινο κρασὶ ξηρόν. Κι ὡς ἐκ τούτου θὰ ἰσιώναμε. Πετάλιασα γι’ἀλλοῦ τὴν ματιά μου, ἔσσω στὸ μαγαζὶ αἱ παρέαι ἤντουσταν ἀπὸ ὅλα εἶχε ὁ μπαξές, ζευγαράκια (ὅλου τοῦ ἡλικιακοῦ φάσματος) μπακουροπαρέες, ἐπαγγελματικαὶ παρέαι καὶ ἄλλα. Φαινόσαντε νὰ τὸ φχαριστιοῦνται ὁπότε ἤλπισα κι ἐγὼ καὶ χαμογέλασα χαμόγελο κάμποσης διαρκείας. Κράτησε κάμποσης διάρκειας μέχρι ποὺ τὰ μάτια μου ἐπανῆλθον σ’αὐτήν, ἡ αὐτὴ ἀπήλαυσε τὸ πρόσωπο τοῦ θησαυροῦ της καὶ ποῦ βρῆκε με, πραγματικὰ δὲν θυμόμουν.

Ἂν προσπαθοῦσα λίγο θὰ τὸ θυμόμανε μὰ νάτη κατέφθασε ἡ μελαχροινοτάτη κοπελίτσα ποὺ ἔκανε τὴν γκαρσόνα. Εἶχε δίσκο μὲ μιὰν φιάλη οἴνου ἐρυθροῦ, δύο οἰνοποτήρια καὶ ἄλλα δύο ὑδροτέτοια μὰ πουθενὰ τὸ νερό. Μὲ τὸ τιρμπουσὸν ἀνὰ χείρας καὶ τὴν φιάλη, φαινόταν ἀπίθανο νὰ μποροῦσε ἀνίδρωτα νὰ τὴν ἐκπωματίσῃ. Ἀλλὰ σὲ χρόνο ντετὲ ποὺ λένε καὶ οἱ φυσικοὶ εἶχε πλαγίως τὴν φιάλη καὶ μᾶς σερβίριζε μάλιστα, ἀσύνηθες γιὰ ἕνα ψητοπωλεῖο.

- Λοιπὸν καρδιά μου, ἄκυρο, τὴν συμπαθῶ τὴν δεσποινίς.
- Στὴν ὑγιειά σου!
- Στὴν ὑγιειά μας μωρή! Ἔχεις θέμα μὲ αὐτὸ ποὺ λένε συντροφικότητα ἔ; Ἄαααα!

Κι ἐπειδὴς ἐν οἴνῳ ἡ ἀλήθεια, θὰ τὴν πότιζα ἔτι μᾶλλον τὴν γκαργιόλα καὶ θὰ τῆς ἐκμαίευα κι ἄλλα γιὰ μένα, γιὰ μᾶς, γιὰ τὴν κατάσταση ἐν γένει, ἀκόμα καὶ γιὰ τὰ τοξικὰ ὁμόλογα θὰ τὴν ῥωτοῦσα. Διότι ἂχ δὲν θὰ ἄντεχα κι ἄλλες πληγώσεις κι ἄλλους καημοὺς κι ἄλλα στραπατσαρίσματα. Δὲν θὰ πάλευα τὴν συνειδητοποίηση πὼς κι αὐτὴ θὰ ἦταν σὰν ὅλες τὶς ἄλλες, πὼς θἄθελε δηλαδὴς νὰ ἐκμεταλλευθῇ τὸ κορμί μου καὶ μετὰ νὰ μὲ πέταγε σὰν στημένη λεμον

Λεμονάκι στὰ σιεφταλιές; Θές;

Καλὲ εἶχε ἔρθει τὸ μάμ! Χαμπάρι δὲν εἶχα πάρει!

Βάλε, μωράκι μου!

Τέσσερα κομμάτια κρέατος χρώματος μακρᾶς συναφείας μὲ τὸ ἀείζωον πῦρ, ντομάτες, ἀγγούρια, μαϊντανοί καὶ πολλὰ κρεμμύδια σκέπαζαν τὸ τσιτσί. Πῆγα πρῶτα στὸ κρεμμύδι. Τὸ ἔκοβα σὲ κυβάκια. Μετὰ στὸν μαϊντανό. Τὸν ἔκοβα σὲ κυβάκια. Κατόπιν στὶς ντομάτες. Τὶς ἔκοβα σὲ κυβάκια. Κι ὅταν τέλεψα, τὰ πῆγα σὲ μιὰν ἄκρη τζιαὶ τὰ ἀνακάτωσα τζιαὶ πῆρα ὅσο γινόταν περισσότερα τζιαὶ τὰ πῆγα κοντὰ στὴν σιεφταλιά. Ἔκοψα ὄχι μὲ τὸ μαχαίρι ἀλλὰ μὲ τὴν πλάγια ῥάχη τῆς πρότσας ἕνα κομμάτι κρέας καὶ μαζὺ μὲ τὸ ζαρζαβατικὸ ἔφτιαξα μιὰ βδελυρὴ ἐπιμειξία τὴν ὁποίαν ἔφαγα. Ἀκούγεται λίγο σιχαμένο, δὲν φαίνεται ὅτι εἶναι κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο πληρώνεις γιὰ νὰ τὸ φᾷς, μὰ ἦταν ὡραῖο. 

Σ’ἀρέσει;

Τῆς ῥεύεσαι τώρα ἄει μωρὴ μαλάκω εἴμαστε καὶ κοντὰ στὴν ἀραβία! ἢ ἀφήνεις ἀσχολίαστη τὴν μαλακία της;

Δὲν τῆς εἶπα πάντως κάτι, παρὰ μόνον τῆς τσούγκρισα καὶ περίμενα τὸ ἐγκλιτικὸ μετὰ ἀπὸ τὸ «στὴν ὑγιειὰ». Πέτυχε τὸ σωστὸ (αὐτὸ ἔλειπε!) μὰ ἡ βρωμιάρα δὲν εἶχε σκουπίσει τὸν στόμα της πρὶν ἀπὸ τὴν γουλιά, τὸ ποτήρι εἶχε γεμίσει λιπαροὺς λεκέδες, πώπω οὐράνιο τόξο θὰ ἔκανε τὴν πoύτσα μου μετὰ ὅταν θὰ γυρίζαμε στὸ χοτέλ.

Τέλος πάντων, ἐσχάτη ἡμέρα εἴπαμε, ἤδη ἦταν νύχτα καὶ κάπως θὰ τὴν βολεύαμε, μπορεῖ καὶ νὰ ἀποκτοῦσα πονοκέφαλο ὅταν θὰ εἴμαστε στὸ δωμάτιο. Καὶ ντρέπομαι ποὺ τὸ λέω τώρα, ντράπηκα καὶ τότες, γιὰ μιὰν στιγμὴ σκέφτηκα πὼς δὲν θὰ ἦταν καὶ τόσο ἄσχημα νὰ μᾶς δούλευε ὁ τοῦ φωφορείου ὁδηγὸς καὶ νὰ μᾶς ἔστελνε σὲ τίποτις σωματέμπορες...

Μὰ ὅλα αὐτὰ ἦσαν βρώμικες καὶ ἀχάριστες σκέψεις κι ἤπρεπε ἄμεσα νὰ διασκεδαστοῦν, ἔπιασα τὸ χέρι της καὶ εἶπα κάτι πολὺ ἄρλεκιν, κάτι ποὺ τελικὰ μὲ ἔκανε καὶ ντράπηκα ἐξίσου μὲ τὴν πρὶν ντροπή, πόσο ντεμὲκ θὰ τῆς φάνηκα, πόσο γελοῖος, κήβδιλος καὶ κάλπης! Μὰ αὐτὴ μᾶλλον κρασισμένη κάμποσο δὲν φάνηκε νὰ σκεπτικίζεται μὲ τὶς παπαριές μου, τοὐνάντιον!

Μωρό μουυυυυυυυυυυυυυυυ! Ποῦ βρῆκα σε, θησαυρέ μου, ἄχ!

Ἄ, ἐντάξει, καλὰ (τὰ) κρασά! Αἰσθάνθηκα μιὰ βαθειὰ ἀποστροφὴ γιὰ τὴν πάρτη της, τί μοῦ συνέβαινε, γιατί αὐτὴ ἡ ξάφνου ἀποφόρτισις τοῦ νταλγκᾶ; Ἀλλὰ τὰ ὑπαρξιακὰ μετά, πάνω στὴν χώνεψη, τώρα σειρὰ γιὰ ἀπάντηση, εἶχαν ἄλλα ῥωτήματα.

Τί ἄλλο θὰ πάρουμε κοκόνα μου;

Διότι εἶχα δεῖ στὸ μενοὺ κάτι νὰ ἀναφέρῃ περὶ παστουρμᾶ, ὤπα συμπάθειά μου, κι ἂς λένε κάτι ξενέρωτοι κουτόφραγκοι περὶ μυρωδιῶν τοῦ σώματος μετὰ ποὺ θὰ ἔχῃς φάει, σιγὰ κλάιν μάιν... Δηλαδὴ ὅταν βουτᾷς τὴν γλῶσσα σου σὲ ἐρωτιάρικες ὀπὲς ποὺ φιλοξενοῦν τρισεκατομμύρια μικροβίων δὲν σὲ πειράζει; Πειράζει μόνον ποὺ ἡ ἀμασχάλη θὰ θυμίζῃ τὴν Γούναρη στὸν Περαῖα; Ὁπότε μᾶς ἔπρεπε καὶ λίγος παστουρμᾶς! Ἀλλὰ ἔτρωγα ἤδη τὴν σιεφταλιὰ καὶ τὸ μυτζιροῦσα, καθ’ ὅσον τηροῦμε καὶ μιὰν σιλουέττα, ἂμ πῶς!

Θέλεις νὰ πάρουμε ἔτσι γιὰ τὴν μυρωδιά, ἕναν παστουρμᾶ;

Τῆς εἶδα νὰ συνταράσσεται τὸ εἶναι, ἕνας ἰσχυρὸς σπασμὸς προφανῶς ὀργασμικὸς τὴν δίπλωσε στὰ δυὸ καὶ κροτάλισε τὰ δόντια της. Ἂχ τὸ καημένο μου, μοῦ εἶχε πλειστάκις ζητήσει νὰ εἶμαι προσεκτικὸς μὲ τὴν γοητεία μου καὶ τὶς μεθόδους ἐκφράσεώς της, εἶχε ζητήσει νὰ τῆς σερβίρω διακριτικῶς μερικὰ ἐξόχως σκανδαλιστικά. Κατάφερνα ὁ θέουλας, μὲ κάτι τέτοια νὰ τὴν στέλνω σὲ χῶρες ὑπέρτατης ἠδονῆς μέσα σὲ δευτερόλεπτα. Καὶ τώρα προφανῶς, ἡ εἰκόνα τοῦ δίπλα της, βουτηγμένου σὲ παστουρμάδες καὶ τὰ ῥέστα, ἦτο τὸ δίχως ἄλλο, λίαν καυλιδερὴ εἰκὼν ἐγγυωμένη μάλιστα τὰ κάλλιστα!

Ἤθελε!

Κροτάλισα κι ἐγὼ τὰ δάκτυλά μου στὸ μαγαζὶ γενικῶς καὶ ἐστράφη σὲ μᾶς ὁ ἄλλος γκαρσόν, ὁ ἐκεῖνος ὁ πρῶτος.

- Μάστορα, θὰ μᾶς φέρῃς ἕναν παστουρμᾶ; Πῶς εἶναι ὁ παστουρμᾶς; Μωρὲ μπὰς καὶ τὸν ἔχουτε ἔτσι σὲ φέτες καὶ καλὰ ὀρεκτικόν;
- Ὄχι, παιδί μου, περὶ κρεατικὸν πρόκειται, μὰ εἶναι πῶς τὸ λέτε, σπάισυ! Λίαν σπάισυ!
- Μέσα εἶσαι! Μὰ μὴ φέρῃς μερίδας, σένιαρε το σὲ δυὸ πιτοῦλες, ἔτσι νὰ λάβωμεν ἰδέαν καθ’ὅσον φάγαμε ὅπως γλέπεις.

Ἔνευσε ναὶ καὶ ἔφυγε. Κι ἐγὼ συνερπασίστηκα! Μωρὲ παστουρμᾶς σὲ κυμῶδες κρεατικό; Δὲν τὸ εἶχα ξαναδεῖ! Θὰ τοῦ φτιάχνῃ πολὺ γευσάρα, αὐτὰ εἶναι! Γούσταρα πολὺ καὶ τί παράξενο, ξεκίνησα νὰ ὑφαίνω στύση. Περίεργο – μὰ γιὰ τέτοιον λόγον στύσις; Ἢ μήπως τούτη ὀφείλετο καὶ εἰς τὸ ὅτι ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ εἴχομεν καθήσει, τὸ χέρι τῆς διπλανῆς μου ποτὲς δὲν εἶχε ἐγκαταλείψει τὰ πεδία τοῦ σταυροποδιοῦ μου; Εἶχε μάλιστα, τώρα ποὺ εἴχαμε ἀποφάγει κι ἐλευθερώσει τὰς χεῖράς μας, ἀνελιχθῇ σὲ βορειότερα πεδία. Τὸ μακρὺ τραπεζομάντηλο ἀπέκλειε κάθε ἐνδεχόμενο λάθρου ματάκια τὸ ὁποῖον ἀντελήφθη ἡ καλή μου καὶ ταπείνωσε τὸ φερμουάρ. Ἐντρύφησε βαθύτερα χωρὶς πολύστιγμη ἀναζήτηση καὶ γρήγορα πῆρε τὸ λίνγκα μου στὴν παλάμη της. Κρατώντας το ἀπὸ τὴν ῥίζα καὶ μὲ κάποιους ἐλιγμοὺς στὴν κίνηση, τὸ ἔφερε στό, φιλτραρισμένο ἀπὸ τὸ λευκὸ τραπεζομάντηλο, φῶς. Εἴχαμε γίνει τρεῖς, δὲν νομίζω νὰ ζητοῦσε κι αὐτὸ νὰ φάῃ, ψημένο κρέας δηλαδή, δὲν ἤμαστε ἄλλως τε γιὰ περιττὰ ἔξοδα. Ἡ ἀγαπημένη μου μὲ κυττοῦσε μὲ ἕνα περίεργο βλέμμα, σὰν νὰ περίμενε νὰ τῆς ἐξηγήσω τὰ περὶ νομικῆς ὑπόστασης τῆς τουρκικῆς δημοκρατίας τῆς βορείου Κύπρου. Κύτταξα γύρω μου, ὁ κόσμος ἔτρωγε, ἔπινε, γελοῦσε καὶ μίλαγε, κανεὶς δὲν ἔδινε σημασία σὲ ὅ,τι γινόταν δίπλα, ἒ μπορεῖ καὶ νὰ πέταγε καμιὰ ματιὰ πρὸς τὰ δῶ, σιγὰ τὸ πράμμα! Παρὰ ταῦτα, τὸ σκηνικὸ ἦταν ἀρκετὰ γουστόζικο, ἔστειλε μάλιστα μιὰν ἰσχυρὰ ῥοὴ αἵματος στὸν τρίτο τῆς παρέας κάτι ποὺ ἀντελήφθη τὸ μανάρι μου κι ἄρχισε νὰ παλεύῃ μαζύ του παλαμιαίως.

Ξάπλωσα τὴν πλάτη μου στὴν ἀντίστοιχη τῆς καρέκλας, ἄνοιξα καὶ λίγο τὰ πόδια μου, ἔφερα καὶ τὸ ποτήρι στὰ χείλη, βαρβάτη κρασάτη τζούρα καὶ ἀπολάμβανα τὸ ὑπογάστριον γαργαλητό! Ἄααααχ! Τελικὰ ἴσως καὶ νὰ μὴν μὲ ἔπιανε πονοκέφαλος κατόπιν! Εἶχα ἀποστρέψει καὶ καλὰ ξεκαρφωματικῶς τὸ βλέμμα μου ἀπὸ αὐτήν, ποῦ καὶ ποῦ κάτι τῆς ἔλεγα ὑψηλοφώνως, κάτι χαζό, τῆς ἔδειχνα καὶ ἔξω, κάτι μαλακίες δηλαδή, τί νὰ λέμε, μαλακίες καὶ καλὰ γιὰ νὰ μὴν μᾶς πάρουν εἴδηση! Μὰ δὲν ἦταν διόλου μαλακίες· τὸ νὰ ἀναφέρῃς κάτι γιὰ τὴν πράσινη γραμμὴ καὶ τὴν εὐθύνη τῆς χούντας τῶν Ἀθηνῶν στὸ σημερινὸ status quo τῆς μεγαλονήσου λειτουργοῦσε πολὺ ντεκαυλὲ καὶ ἐπέτεινε τὴν καταρτώδη μου κατάσταση, ὑγρὴ μάλιστα ἕνεκα ἀέρηδων ποὺ πολὺ πρὶν εἴχαμε ἀναφέρει. Ἡ πῶς σὲ εἴπαμε βρέ, μὲ τὸ διαθέσιμο στὸ φῶς χέρι, τὸ ἐλεύθερο τέτοιο, εἶχε λάβει ἀκροατοῦ στάση. Τὸ εἶχε σφίξει καὶ θέσει ὑπὸ τῆς σιαγόνος καὶ ἤκουγε προσεκτικῶς ὅ,τι ἤλεγα περὶ τὴν κατάσταση γενικῶς. Ἡ εἰκόνα της πάντως, ἡ εἰκόνα τῆς δεξιᾶς χειρός, τοῦ βραχίονός της γιὰ τὴν ἀκρίβεια, ἡ κίνησις αὐτοῦ, ἡ ὁποία γινόταν ὅσο τὸ δυνατὸν συγκρατημένα ὥστε νὰ μὴν μαρτυριέται, ἦταν πολὺ ἐρεθιστική. Πολὺ – χωρὶς ὡστόσο νὰ ἀποτελῇ αἴτιο γιὰ ὑγρὲς ἀναταράξεις ἐκ μέρους μου. Τὸ ἀπολάμβανα, ἀφοῦ πολιτικολογοῦσα ἄλλωστε, τράβαγα καὶ τὸ κρασάκι μου, ἂν ἔπαιζε δὲ καὶ κἄνα τσιγαράκι... Ὑπάρχει κάτι καλλίτερο; ὄι πῇτε μου! Ὁ χρόνος ἄρχισε νὰ κινῇται διαφορετικά, τὸ πῶς τὸν ἀντιλαμβανόμουν δηλαδή, πότε ἀργὰ σὰν νὰ εἶχε πέσει σὲ βάζο μὲ μέλι καὶ πότε γρήγορα σὰν νὰ εἶχε μπολιαστῇ μὲ χημικὰ παραισθησιογόνα.

Καλὸ καὶ ἅγιο τὸ χειρογλύκανο μὰ γιὰ μὰμ εἴχαμε ἔλθει ἐδῶ, νὰ στὸ θυμήσω ἂν τὸ ξέχασες. Κι ἂν τὄχε λησμονήσει τὸ λατρειάκι μου, δὲν γινόταν νὰ τὸ παραβλέψῃ ὁ μέγας ἀρχιερεὺς τῆς θράκας! Τὰ σουβλάκια ἦταν ἔτοιμα, εἶχαν ἀφεθῇ στὸν πάγκο πρὸς διακομιδή. Καὶ εἶδα τὴν κοντούλα γκαρσὸν μὲ μπόλικα πιάτα στὰ δυό της χέρια σχεδὸν ἀκροβατικῶς νὰ προσεγγίζῃ τὸ σαλόνι. Φαινόταν νὰ μᾶς ἔχῃ στὶς τρεῖς πρῶτες στάσεις μὰ τὸ τζουτζουκάκι μου δὲν ἔδειξε νὰ σκιάζεται. Ζήτησε νὰ μάθῃ γιὰ τὸ καθεστὼς τῶν περιοχῶν Δεκελείας καὶ Ἀκρωτηρίου, τὸ ἔσχατο ἀποκύημα τῆς ἀποικιοκρατίας στὴν νῆσο καὶ ὅ,τι διημήφθη στὴν Ζυρίχη τότε, κάτω ἀπὸ τὸ τραπέζι. Κάτω ἀπὸ τὸ τραπέζι τὸ δικό μας, ὁμοίως, συνεχιζόταν τὸ ἀλσιβερίσι τῆς ντροπῆς. Ἄφησα τὶς τεμπέλικες συνήθειές μου καὶ κινήθηκα λίγο, κέντραρα στὴν παλάμη της, κινήθηκα ὅσο γινόταν διακριτικῶς, τσιγκλίστηκε ὀλίγον τί καὶ τὸ μωράκι μου μωράκι μου καὶ χωρὶς καμμιὰν ἔγνοια γιὰ τοὺς γύρω, τυμπάνισε ἐξάκις τὸ χεράκι της πάνω στὸν βίλλο μου κάνοντάς τον νὰ τὰ ξεράσῃ ὅλα τάνγκα στὸ πατταλόνι μου.

Ἂχ εὐχαριστῶ!

Μελιστάλαξα αὐτὸ τὸ πανάγιον ῥῆμα, ἀπευθυνόμενο στὴν ἀνακουφίσασά με, ὅπερ μπέρδεψε καὶ τὴν γκαρσὸν ἡ ὁποία νομίσασα ὅτι αὐτὴν εὐχαρίστησα, τὴν ἔκανε νὰ χαμογελάσῃ καθὼς μᾶς ἄφηνε τὰ δυὸ πινάκια, τί περίεργο, λὲς νὰ μᾶς κατάλαβε μανάρι μου, αὐτὴ δὲν χαμογελοῦσε οὔτε μὲ λήφτινγκ, λές;

Τρῶε μωρό μου, θὰ κρυώσουν!

Καὶ ἀρχίνησα, μᾶλλον ἄρχισα νὰ τὴν ψάχνω τὴν φάση.

Ἡ πίττα εἶχε ἀγκαλιάσει τὸ περιεχόμενό της μὲ πολλὲς γυροβολιές, τὴν ξετύλιξα καὶ εἶδα τὸν παστουρμᾶ ὁ ὁποῖος ἦταν μπιφτέκης στὴν θέα, μικρός, ὄχι χοντρὸς ὅσο τὸν περίμενα, ἐνῷ οὐρανισκογλωσσικῶς ἔφερνε περισσότερο σὲ σουτζούκι. Κεῖ μέσα εἶχε τὰ συνήθη – στὴν πίττα ντὲ – μὰ δὲν εἶχε κἄνα πιπεράκι, τίποτις μπούκοβο δηλαδὴ γιὰ νὰ γινόταν ἐντελῶς τοῦρμπο τὸ σπάισυ. Ζήτησα ἕνα συγγνώμη πολὺ λεβαντίνικο ἀπὸ τὸ φουντουκάκι μου καὶ ἔσπευσα, μετὰ τοῦ πινακίου, στὰ ἐνδότερα. Μὲ πρόλαβε ὁ γκαρσόνης, ἐκεῖνος ὁ πρῶτος. Σήκωσε τὸ φρύδι ἐρωτηματικῶς.

Μπὰ κι ἔχουτε τίποτις καυτερὰ πιπέρια ναοῦμε νὰ τὸ κάνουμε τὸ θεματάκι φωτιὰ καὶ λάβρα;

Ἔσμιξε τὰ χείλια του καὶ τὰ ἔσμπρωξε δεξιά.

Δώμου τὸ πιάτο καὶ κάτσε, θὰ σ’τὸ φέρω ἐγώ.

Πωπὼ πῶς ἐξέφερε τὸ ἐγώ, τὸ κολλητὰ στὸ φέρω! Λὲς καὶ θὰ πήγαινε στὲς Ἱντίες νὰ φέρῃ τὸ πιὸ ἐκλεκτῆς ποικιλίας. Τὸν θαύμαξα πάντως, ἦταν καὶ ψηλότερός μου, ψάρωσα κάπως καὶ γύρισα στὸ τραπέζι. Ἐκεῖ ἡ συνοδός μου, ἀφοσιωμένη στὸ φαγητό, εἶχε σκύψει, γείρει μοῖρες ἀρκετές, εἶχε πιάσει τὴν πίττα μὲ τὰ δυό της χέρια, σὰν σὲ θέση πεολειχίας ἦταν ἡ καλή μου καὶ δὲν ἤθελα ἐπ’οὐδενὶ νὰ τὴν διακόψω! Ἐπανάληψις μήτηρ μαθήσεως ποὺ λέγαν κι οἱ ἀρχαῖοι - ὄχι πὼς εἶχε ἀνάγκη βεβαίως, ἄσε ποὺ τέτοια προσβολὴ ἂν τὴν ἄκουγε, δὲν θὰ τὴν κατάπινε τόσο εὔκολα ὅσο καταπίνει π.χ. χμ… τί καταπίνουν τέλος πάντων αἱ γυναῖκαι. Ἔσουρα τὴν καρέκλα λίγο ὄξω γιὰ νὰ χωρέσω νὰ καθήσω, εἰσῆλθον στὸ βεληνεκές της, ξανασούρθηκα γιὰ νὰ μοῦ τακτοποιήσω τὴν θέση, ἔβγαλα τὸ κομπολόι καὶ βαρώντας το, εἶπα στὶς χάντρες νὰ κεχριμπαροδείξουν δυνατὰ τοῖς πᾶσι πόσα κιλὰ μάγκας εἶμαι! Ἄτσα λέμε! Ξεκίνησα μάλιστα νὰ προσπαθῶ νὰ βγάλω μὲ τὴν γλῶσσα καὶ μπόλικα ντεσιμπέλ, κάτι ἀπολειφάδια κρεάτου ἀπὸ τοὺς φρονιμῆται, γιόμισα κράσον μόνο τὸ δικό μου ποτήρι καὶ τράβηξα μπάνικια τζούρα, πολλὴ μαγκιὰ σὲ λέω! Θὰ μοῦ ἔβαζα καὶ δάχτυλο στοὺς κυνόδοντας γιὰ κάτι μαϊντανοί μὰ ἕνα κῦμα ἀέρος ἀπὸ δίπλα μὲ ἐπανέφερε στὰ τῆς παρέας.

- Τί’ναι ἀγαπούλα μου;
- Μωρό μουυυυυυυυυυυυυυυυ! Ποῦ βρῆκα σε, θησαυρέ μου, ἄχ!

Ἀπὸ αὐτὴν ἦταν ἐκεῖνος ὁ αναστεναγμός! Μὲ θωροῦσε ὅπως θωροῦνε κάτι ἄγουρες μαθητριοῦλες τὸν γκριζοκροτάφη βαθιᾶς μπάσας φωνῆς βεροῦχο μαθηματικό. Μὲ ἀμηχάνισε λίγο τὸ βλέμμα της, ἐν τάξει μὲ τὰ γεωπολιτικὰ τῆς Κύπρου μὰ ἀπὸ μαθηματικὰ μόνον τὸ πυθαγόρειο θεώρημα θυμόμανε, ἄντε χάριν ἀστεϊσμοῦ νὰ τῆς τὸ ἀναπαριστοῦσα μὲ τὰ ἐναπομείναντα καλαμάκια ἢ ἂν εἶχε κι ἄλλην ὄρεξη, μὲ τὰ σκέλη μου· τζείνη θὰ ἔπρεπε νὰ βάλῃ τὸ δικό της γιὰ ὑποτείνουσα. Ἀλλὰ αἰφνιδιάστηκα λίγο μὲ αὐτὴν τὴν ἀπότομη ἀγαπουλίστικη ἀποστροφή, μὲ τρόμαξε, βαρὺ φορτίο νὰ ξὲς ὅτι σ’ἀγαπᾶνε μὲ τέτοιες στὸ χάσιμο διακηρύξεις! Τί νὰ ἔκανα; Μοῦ σχημάτισμα ἔκφραση ὀγδονταπέντε τοῖς ἑκατὸ χαμόγελου μὲ δεκαπέντε μελαγχολίας κι ἔγινα στίχος Κώστα Βίρβου, φὶλμ Τζέημς Ἄιβορυ, λέλουδο ἀκανθῶδες. Θὰ ἄρχιζα νὰ σχολιάζω ἀθλητικὰ (Ἀπολλωνάρα!) γιὰ νὰ τὴν ξενέρωνα λιγουλάκι μὰ τὸ σουβλάκι σας!

Εὐχαριστῶ!

Πολὺ χαρωπὸς ἦταν αὐτὴν τὴν φορὰ καθὼς μοῦ ἔφερε τὴν πίττα· γελοῦσε λίγο ὁ γκαρσόνης, ἔφυγε μάλιστα γρηγορότερα τοῦ κανονικοῦ. Δὲν πά’ νὰ γαμηθῇ... Ὡραῖα ποὺ θὰ ἦταν, νὰ τρέχουν οἱ μύτες, νὰ δακρύζῃς ἀπὸ τὸ καυτερόταρο ἔδεσμα, νὰ κοκκινίζουν, νὰ πρήζωνται τὰ χείλη καθὼς τρώεις τοῦρμπο σάντουϊτς! Ξεκούμπωσα τὸ περιτύλιγμα καὶ εἶδα ἀντὶ πιπέριων στιγμάτων, ἑπτὰ ὀκτὼ πράσινες πιπεριὲς νὰ ἔχουν τοποθετηθῇ ἔξω ἀπὸ τὴν πίττα. Κάνουμε καὶ πλακίτσες ἔ;

Κάνανε καὶ πλακίτσες, γέλασε καὶ τὸ φουντουκάκι μου, συφιλιάστηκα λίγο ἀλλὰ εἶχε ἔλθει σὲ καλὴ στιγμὴ ἡ ἀποδόμησίς μου στὰ μάτια της, τελικὰ οὐδὲν κακόν... Καὶ ἐπειδὴ μόλις εἶχα ἀναφερθῇ σὲ κακά, θὰ πάγαινα μετὰ στὸν καμπινέ τους, νὰ βούλωνα μὲ κωλόχαρτα τὶς χέστρες των, σὲ μένα ἀστειάκια μωρὴ γαμιόλα; Γελοῦσα ὡστόσο! Φωναχτὰ ἀκολουθοῦσε ὁ γέλως μου τὸν ξυπνητζῆ ἐστιάτορα, τὄπαιζα ἄνεσης στὴν δίπλα μου! Μὰ τί σκατὰ ἤθελα πιά;

Νὰ μαζέψουν τὸ τραπέζι ἀπὸ τὰ ὁρφανὰ πιάτα. Ἦλθε ἡ γκαρσόνα, ποῦ νὰ φαινόταν ὁ ἄλλος! Ἐξακολούθησα νὰ τὸ παίζω χαχανούλης καὶ σ’ αὐτήν.

- Ζήτησα λίγο καυτερὸ πιπεράκι καὶ κύττα τί μοῦ ἔφερε ὁ συνάδελφός σου!
- Δὲν εἶναι ἀδελφός μου!
- Συνάδελφος! Σύν! Σταυρός! Στὰ κομπιουτεράκια ἡ πρόσθεση! Στὶς ἐκκλησιὲς ὁ πρῶτος στὴν μαρκίζα, ἡ φίρμα!
- Οὔτε ξάδελφος εἶναι!

Μάλιστα, ἡ προφορά της ἔφερνε λίγο σὲ ἑλληνικὰ τῆς κασπίας θάλασσας ἀλλὰ κι αὐτὴ ἡ ἐπιμονή της... Παρητήθην τῆς ξεκαρδιστικῆς φυσικὰ ἀφηγήσεως καὶ τὄριξα στὸ κομπολόι καὶ ὀλίγον ἀπὸ παστουρμᾶ. Τὸ ταίρι μου ὡστόσο, κένταγε γελάκι ὑποχθόνιο...

- Ἕλληνας εἶσαι;
- Ναί. Ἐσύ; Λιβανέζα;

Ὅ,τι πιὸ πρόχειρο μοῦ ἐρχόταν, ἂν καὶ ἡ ἀπόχρωση τῆς μελαχροινάδας της θὰ ἔκανε ἕναν βηρυτέζο συγκριτικῶς νὰ μοιάζῃ ἄριος.

- Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀπὸ’δῶ.
- Σώωωωωωωπα! Καλὲ δὲν σοῦ φαίνεται!
- Ἡ μάνα μου εἶναι ἀπὸ Ῥωσσία, ὁ πατέρας μου ἀπὸ Βουλγαρία.
- Ῥωσογύφτισσα ἡ μάνα, βούλγαρος ῥομὰ ὁ μπαμπᾶς;
- Ἔ;
- Λίγο κρασὶ ἀκόμα, παρακαλῶ.

Μέχρι νὰ τὸ φέρῃ, ηὗρα ἕνα κενό καθ’ὅσον ἤπρεπε νὰ κρυώσῃ λιγουλάκι κι ὁ παστουρμᾶς. Συγχώρησιν ζήτησα καὶ φίλησα τὴν καλή μου παράσχοντάς της, πλὴν κάποιων μικρογραμμαρίων σιέλου καὶ ἕνα μικρότατο τεῦχος κρεμμυδιοῦ καὶ ἠγέρθην. Βοὺρ γιὰ τὸν καμπινέ. Καλὸς φαινόταν. Λευκὸς φυσικὰ ὁ νιφτῆρας μὲ αὐτόματο τὸν σχετικὸν ἐξοπλισμὸν ἤτοι σάπων, πετσέται καὶ τὰ ῥέστα. Εἶδα ἕνα πινακιδάτο στρουμπουλὸ ἀγοράκι στὴν πόρτα νὰ μοῦ ὑποδεικνύῃ πὼς ἐκεῖ ἀνῆκα καὶ ἐν τάξει, μπῆκα. Κατούρησα πρῶτα, τράβηξα τὸ καζανάκι καὶ σκουπίστηκα διότι ὑπῆρχον κι ἀλλότρια τοῦ οὔρου, ὑγρά. Κατόπιν χούφτωσα τὸ ῥολὸ κι ἄρχισα νὰ τὸ ξετυλιγάω ὡσὰν περγαμηνὴ τῆς βιβλιοθήκης τῆς Ἀλεξανδρείας. Τὸ ἔριξα στὴν τρούπα καὶ παίρνοντας τὸ βουρτσάκι, ξανατράβηξα τὸ καζανάκι σπρώχνοντας τὸ χαρτὶ ὅσο πάγαινε μέσα. Τοῦτο τὸ ξανάκανα δίς, ὥσπου εἶδα τὸ νερὸ νὰ φουσκώνῃ καὶ νὰ ἀνέρχεται ἡ στάθμη του λὲς καὶ παρτουζιόσαντε ἐκεῖ κάτω νηρηίδες μὲ τὸν Τρίτωνα. Ἄφησα λοιπὸν τὶς ὑδάτινες θεότητες νὰ βγάλουν τὰ μάτια τους καὶ ἔστριψα νὰ φύγω ἀφοῦ πρῶτα στράβωσα τὸν στὴν πόρτα γάντζο ποὺ ὑπῆρχε ὥστε νὰ διασφαλίζῃ πράιβεσυ κατὰ τὰ σφιξίματα τῶν μερακλήδων θαμώνων.

Ὅλα καλά, ναί!

Καὶ κάθησα νὰ ἀπολαύσω τὸν περιβόητο πιὰ παστουρμᾶ. Τὸ βασανάκι μου εἶχε τελειώσει καὶ τυραννοῦσε λίγο κρασί. Ἔφερε τὸ χέρι της πάνω στὸ τραπέζι καὶ γράπωσε τὸ δικό μου. Ἦταν ζεστὸ πολύ, ἐλαφρῶς ἱδρωμένο μὰ καὶ τὸ πρόσωπό της ἀναψοκοκκινισμένο. Προφανῶς εἶχε συνεισφέρει ὁ οἶνος στὸ χρῶμα της, χρῶμα ποὺ μαρτυροῦσε κάτι σὰν ἔξαψη στὰ χαρακτηριστικά της. Σὰν νὰ περίμενε κάτι, σὰν νὰ ἤθελε κάτι, κάτι νὰ πῇ, νὰ μοῦ πῇ.

Νοιώθω τόσο ὑπέροχα καὶ ὅμορφα μαζύ σου μὰ αὐτὴ ἡ ὁμορφιὰ τὴν βλέπω χάνεται καὶ τὴν θέση της παίρνει ἡ μελαγχολία ἐπειδὴ τελειώνει αὐτὴ ἡ ἐκδρομὴ ἡ πρώτη μας ἐκδρομὴ αἰσθάνομαι τόσο περίεργα ποὺ ἀντιλαμβάνομαι χρόνο μὲ τὸν χρόνο νὰ ἑλκύωμαι τόσο ἀπὸ σένα κι ἀγωνιῶ τρελλαίνομαι ἀνασφαλῶ ἂν κι ἐσὺ νοιώθῃς ἔτσι ἢ μόνο ἐγὼ διαθέτω τέτοια συναισθήματα αὐτὰ τὰ αἰσθήματα ἴσως νὰ κάνω λάθος ποὺ τὰ λέω ὅλα αὐτὰ ποὺ στὰ παραδέχομαι ποὺ ξεγυμνώνομαι μπροστά σου ὅταν κάποια φωνὴ μέσα μου μοῦ λέει ὅτι ἐσὺ ὄχι ὄχι δὲν μπορεῖ τὸ βλέπω στὰ μάτια σου πόσο κι ἐσὺ μὲ θέλεις καὶ μὲ θέλεις μὲ θέλεις ἔτσι δὲν εἶναι δὲν εἶναι ἐντύπωση μου μὴ μὲ παρεξηγῇς μὴ γελᾷς ἀπὸ μέσα σου μὴ μὲ κοροϊδεύῃς μὲ κοροϊδεύεις καὶ μὲ περνᾷς γιὰ τρελλὴ ποὺ τόσο σύντομα σοῦ ἐκμυστηρεύομαι ὅλα αὐτὰ δὲν ξέρω γιατί ἴσως νὰ φταίῃ τὸ κρασὶ ἀλλὰ πόσο ἤπια δὲν ἤπια μπορεῖ νὰ ἦταν τόσο ἀρκετὸ γιὰ νὰ στὰ πῶ νὰ σοῦ μιλήσω καὶ νὰ καταλάβῃς θὰ καταλάβῃς; 

Ὄχι δὲν ἦταν ποὺ τὰ εἶπε ὅλα αὐτὰ ἀπνευστί, χωρὶς τὴν παραμικρὴ παύση καὶ τὰ πάντα ἀκούστηκαν θολά, διφορούμενα καὶ συνεσταλμένα. Δὲν εἶμαι γόμαρος, ἐκτιμῶ κάτι τέτοια στὶς γυναῖκαι, μὰ φυσικά! Ἀλλὰ νὰ μωρὲ πῶς νὰ τὸ κάνῃς... Μοῦ εἶχε πέσει βαρὺς πολὺ βαρύς, πιστέψετέ με, ὁ παστουρμᾶς καὶ ῥεύτηκα, ῥεύτηκα τόσο δυνατὰ ποὺ σχεδὸν ἔγδαρα τὸν οἰσοφάγο μου. Σχεδὸν λέγω, ἦταν στὸ ὅριο πόνου καὶ γαργαλητοῦ, γιὰ γαργαλητὸ μοῦ φάνηκε ἐν τέλει καὶ ἄρχισα νὰ γελάω. Καὶ ὅπως διέκρινα τὴν ἔκφρασή της, ἔκπληξη μὲ τὴν ἀντίδρασή μου, μοῦ φάνηκε πιότερο ἀστεῖα καὶ συνέχισα τὸν γέλωτα πιὸ ὀξύ. Κι ὁ πιὸ ἔντονος γέλως τῆς ἔφτιαχνε ἕναν φοβερὸ κλιμακούμενο μορφασμὸ στὸ πρόσωπο, ἡ συνειδητοποίησις ὅτι ἡ ἐξομολόγησίς της μὲ εἶχε ὡδηγήσει σὲ ῥέψιμο καὶ γέλια, γέλια μάλιστα παραληρηματικά.

Σηκώθηκε ἀπότομα καὶ μὲ ἕνα πᾶμε, ἔδωσε τέλος στὴν σεμνὴ τελετή. Ἔψαχνα νὰ βρῶ τὸ κατάλληλο χαρτονόμισμα νὰ ἀφήσω στὸ τραπέζι μὰ τὰ δάκρυα ἀπὸ τὰ γέλια δὲν μ’ἄφηναν νὰ δῶ. Ἀπὸ τὶς διαστάσεις τελικῶς, τοῦ χαρτονομίσματος ἔκρινα τὸ ἁρμόζον καὶ τὴν ἀκολούθησα ἔξω βήχοντας.

Τελικὰ ἴσως καὶ νὰ ἦταν καλλίτερα, ἂν ψάχνοντας γιὰ στιατόριο, πέφταμε σὲ μαστρωπούς.









Στὸν Τάσο.




Σάββατο, Νοεμβρίου 19, 2011

Πορφυρογέννητος Γωνιὰ


ΟΦΗ ΑΕΚ 3-1 (Γεντὶ Κουλὲ) 23/10/2011
Πρωτάθλημα – 7η Ἀγωνιστικὴ
99 Ἀραμπατζῆς, 2 Κοντοές, 15 Καράμπελας, 4 Μανωλάς, 5 Δέλλας, 1 Καφές, 21 Βάργκας (84' 90 Γκέντσογλου), 9 Λεονάρντο, 11 Σιαλμάς (46' 8 Μπέλεκ), 10 Κάρλος (46' 7 Γκερέιρο), 33 Λυμπερόπουλος
Σκόρερ: 59΄ Μπέλεκ
Κίτρινες: Βάργκας Δέλλας
Διαιτητής: Στυλιάρας



ΑΕΚ Ἄρης 3-0 (ΟΑΚΑ) 30/10/2011
Πρωτάθλημα – 8η Ἀγωνιστικὴ
99 Ἀραμπατζῆς, 2 Κοντοές, 15 Καράμπελας, 5 Δέλλας (81΄ 4 Μανωλᾶς), 6 Κάλα, 14 Μάκος, 21 Βάργκας (46' 90 Γκέντσογλου), 1 Καφές, 9 Λεονάρντο (68΄ 9 Λαγός), 33 Λυμπερόπουλος, 8 Μπέλεκ
Σκόρερ: 10 αὐτογκόλ, 39΄ Λυμπερόπουλος 78΄ Κάλα
Κίτρινες: Λεονάρντο Κάλα Λυμπερόπουλος Μάκος
Διαιτητής: Κάκος



ΑΕΚ Λοκομοτὶβ 1-3 (OAKA) 3/11/2011
Γιουρόπα Λῆγκ –Πλέυ ὂφφς – 4ος ἀγὼν
99 Ἀραμπατζῆς, 31 Γεωργέας, 19 Λαγός, 4 Μανωλᾶς, 3 Χέλγκαρσον (46΄ 2 Κοντοὲς), 90 Γκέντζογλου, 14 Μάκος, 24 Μπέρνς (46΄ 9 Λεονάρντο), 8 Μπέλεκ, 10 Κάρλος, 11 Σιαλμᾶς (69΄ 7 Γκερέιρο)
Σκόρερ: 60΄ Λεονάρντο (πέν.)
Κίτριναι: Μάκος
Διαιτητής: Κόλλουμ (Σκῶτος) 



ΠΑΟ ΑΕΚ 3-2 (ΟΑΚΑ) 6/11/2011
Πρωτάθλημα – 9η Ἀγωνιστικὴ
99 Ἀραμπατζῆς, 2 Κοντοές, 15 Καράμπελας (56΄ 19 Λαγὸς) (76΄ 31 Γεωργέας), 4 Μανωλᾶς, 6 Κάλα, 14 Μάκος (69΄ 10 Κάρλος), 21 Βάργκας, 1 Καφές, 9 Λεονάρντο, 33 Λυμπερόπουλος, 8 Μπέλεκ
Σκόρερ: 61΄ Μπέλεκ 89΄ Λεονάρντο
Κίτριναι: Καράμπελας Κάλα Καφὲς Λυμπερόπουλος Βάργκας
Διαιτητής: Σπάθας

Τετάρτη, Νοεμβρίου 09, 2011

Θὰ τρέξω μιὰν αὐγή, χωρὶς διαταγὴ


Πέρασε μέσα, ἔλα, τί κάνουν οἱ γονεῖς σου;

Ἀπάντησα καλὰ καθὼς καθόμουν μὰ τὸ θέμα ἤμουν ἐγὼ - ἐγὼ δὲν ἤμουν πολὺ καλὰ τελευταίως καὶ γι’αὐτὸ ἐξάλλου εἶχα ἔρθει στὸν ἰατρό.

Δηλαδὴ εἶχα ἔρθει δίς. Ἡ πρώτη ἦταν πρὸ δεκαημέρου, ὁπότε ξομολογήθην πάθια καὶ ἀνομήματα. Eἶχα λάβει παραπεμπτικὰ γιὰ πλὲς ἐξέτασες καὶ τώρα πάλι χθὲς ἵνα λάβω διάγνωσες καὶ δὲον νά.

Kι ὁ γιατρὸς ἀπέναντί μου, σὲ γραφεῖο καρφωμένος, κάτω ἀπὸ ἕναν συρρεαλιστικὸ πίνακα, ἀκριβῶς - προοπτικῆς ἀφαιρουμένης – μέσα σὲ ἕναν χείμαρρο ἀπὸ κλειδιὰ τοῦ σὸλ καὶ μὲ ἐκεῖ πιρόγες μπλὲ φωνητικῶν χορδῶν, ἔκανε ὅλα αὐτὰ ποὺ βλέπουμε σὲ ταινίες νὰ γίνωνται πρὶν ἀπὸ σοβαρὲς ἀνακοινώσεις σὲ ἀγωνιασμένους ἀσθενεῖς: Ἀποδιοπτροφόρηση μὲ ταυτόχρονο βῆχα καὶ ἔκφραση λὲς καὶ μόλις ἔφαγες τζούφιο σάπιο θεόπικρο ἡλιοσποράκι.

Λοιπὸν νέε μου.

Τί ὡραία εἰσαγωγή!

Καὶ ἄρχισε νὰ λέῃ καὶ νὰ λέῃ καὶ νὰ λέῃ. Ἂν μοῦ διάβαζε τὸ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ, λιγώτερη ὥρα θὰ χρειαζότανε. Εἶπε πάμπολλα καὶ ἐγὼ σημείωνα ὅ,τι προλάβαινα· γιὰ ὅ,τι δέν, εἶχα κοντὰ ἕνα δημοσιογραφικὸ μαγνητοφωνάκι. Θὰ τὰ ἀποδελτίωνα μετά.

Κάποια στιγμή, ἐδέησε ὁ Κύριος καὶ τελείωσε. Ἔξω εἶχε νυχτώσει γιὰ τὰ καλὰ (οὔτε ποὺ τὸ εἶχα πάρει εἴδηση) καὶ ἕνα θύραθεν τριζόνι ἀκουγόταν νὰ σχολιάζῃ τὰ εὐρήματα: τσζ τσζ τσζ. Μὰ ἂν κι αὐτὸ δὲν πίστευε ὅλο αὐτὸ τὸ πακέτο διαγνώσεων, ἂν τοῦ φαινόταν τόσο τιτάνιο καὶ δυσαναντιμετωπίσιμο, πῶς θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ δεχθῶ ἐγώ, ὁ ἄμεσα ἐνδιαφερόμενος, ἄμοιρος παθός; Ἔξω εἶχε νυχτώσει καὶ ὁ χειμαρρώδης φιλιππικὸς τοῦ γιατροῦ τοῦ εἶχε ξεχάσει νὰ ἀνάψῃ κάποιο φῶς, ἦταν σκοτάδι. Παχιὸ μαῦρο περιβάλλον στὸ δωμάτιο μὲ μοναδικὴ διαρραγή του κάτι ἐκλάμψεις τῆς καύτρας τῶν εὐάριθμων τσιγάρων τοῦ γιατροῦ ποὺ ξεχώριζε καὶ διάρθρωνε ἔτσι τὶς ὁμοβροντίες τῶν διαγνώσεων. Μὲ χωρὶς σπουδαγμένη ὁπτικὴ ἐπαφὴ μὲ τὸν ἀπέναντι, δὲν μ’ἔνοιαζε νὰ συγκρατῶ τοὺς προσώπου μορφασμούς, ἄμεσα συναρτώμενους μὲ τὴν ψυχική μου κατάσταση τὴν μόλις δημιουργηθεῖσα ἀπὸ ὅ,τι εἶχα ἀκούσει. Παύση ἀσήκωτη, ἡσυχία βαριά, μέχρι καὶ τὸ τριζόνι εἶχε σταματήσει. Μπόρεσα νὰ τοῦ δῶ τὰ χέρια τοῦ ἰατροῦ νὰ πηγαίνουν πίσω ἀπὸ τὸ κεφάλι του· κροτάλισε τὰ δάκτυλα καὶ σηκώθηκε. Ἄναψε τὸ φῶς καὶ ἐπιστρέψας στὴν θέση του, τράβηξε μιὰ σούμα, τί δέον γενέσθαι στὸ ἑξῆς.

Δὲν ζήτησε νὰ κόψω τὸ ἁλάτι, οὔτε τὰ τηγανητά. Δὲν ἀπαγόρευσε τὰ ἁλκοόλια οὔτε τὸ σιγάρο. Δὲν ἐμπάργκισε τὰ πολυακόρεστα καὶ λιπαρά.

Ἀλλὰ μοῦ ἔβαλε πόστα γιὰ πολλὰ ἄλλα διότι ὅπως εἶπε ἡ διπολικὴ διαταραχὴ δὲν εἶναι παῖξε γέλασε κι οὔτε περνᾷ ἂν σὲ τρίψῃ ἡ σύζυγος, κατάλαβες; Πρῶτα ἀπὸ ὅλα κομμένο τὸ τιμόνι.  

Μάλιστα, κομμένο τὸ τιμόνι.

Κι ἔτσι λοιπόν, νἆμαι ἐδῶ σήμερα νὰ πηγαίνω στὴν δουλειὰ καθήμενος ὄχι μπροστὰ κι ἀριστερὰ μὰ δεξιά. Ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα γιὰ τὰ ὁποῖα ἐξεπόνησε τζὶζ ὁ ἰατρὸς ἦταν ἡ ὁδήγησις. Κίνδυνος θάνατος, εἶπε, γιὰ πεζούς, ὁδηγοὺς, μπάρες, δένδρα, θάμνους, στύλους κι ἄλλα ἔμψυχα τε καὶ ἄψυχα ἀποτελεῖ κάποιος διπολικῆς διαταραχῆς μαστιζόμενος, καὶ τῷ ὄντι! Θυμήθηκα πόσο ὅμορφα ἔνοιωθα κάθε ποὺ ἔβλεπα πράσινο στοὺς σηματοδότοι καὶ πόσο ἤθελα νὰ στρέψω τὸ τιμόνι αὐτοκτονικὰ δεξιὰ ὅποτε κόκκινο μὲ σταματοῦσε – κι ὅλα τοῦτα μὲ χρονικὴ ἀπόσταση ἑκατὸν εἰκοσιτεσσάρων δευτερολέπτων. Γιὰ νὰ μὴν λοιπὸν ἀποκτήσουμε θέμα μὲ τὰ τῆς τροχαίας ἀνακριτικά, πάπαλα ἡ ὁδήγησις, τάδε ἔφη ὁ γιάτρουρας.

Κομμένο τὸ τιμόνι.

Εἶπα λοιπὸν στὸν Βλαδίμηρο τὸν κηπουρό μου ὅτι τὰ πρωινὰ πλέον θὰ γίνεται σωφέρ. Τοῦ ἠγόρασα μάλιστα κι ἕνα πηλίκιον ἀπὸ ἕνα ἡμιυπόγειον σχεδὸ πιλοποιεῖον στὴν ἀκτὴ Μιαούλη καὶ τοῦ ἔμαθα νὰ κτυπᾷ προσοχὴ - καθ’ὅσον τὰ χρόνια τοῦ 70 ἦταν ἀντιρρησίας συνείδησης καὶ ἔβαζε γαρούφαλα στὶς κάνες ἀντὶ νὰ ἐκπαιδεύῃται νὰ σκοτώνῃ ἄντρες τῆς ἐπιχείρησης εἰρήνης στὴν Kibris.

Εἶναι πρωί, τὸ πρῶτο στήν μου ὁδικὴ καινούργια τέτοια ἰδιότητα, πρωὶ ἐργασίμου μὲ μένα στὴν θέση τοῦ συνοδηγοῦ γιὰ τὴν δουλειά, νὰ μὲ πηγαίνῃ ὁ Βλαδίμηρος δηλαδή. Ἤδη νοιώθω κάπως ἄχρηστος, σὰν νὰ διαθέτω ἐγκεφαλικοῦ προσπορισμένο πρόβλημα κινητικό, κλινήρης ὢν καὶ νὰ μοῦ χώνῃ τὴν πάπια γιὰ τὰ στερνὰ ἑνὸς κάποιου φαγητοῦ. Ἀνάβω σιγάρο καὶ ἕλκω τζούρα τιτανική, γιομάτη νταλγκὰ καὶ αἰτία ἄσπρης τρίχας. Φοβοῦμαι γιὰ τὸ πῶς θὰ εἶμαι στὴν δουλειά, φοβοῦμαι πολὺ διότι, ἀλήθεια, εἶναι λίαν σημαντικὸν νὰ φέρῃς καλὴ ψυχολογία ἐν ἐργασίᾳ. Δουλεύω ὡς τηλεφωνητὴς σὲ μιὰν μεγάλη ἑταιρεία ἡ ὁποία ἔχει ἀποκλειστικῶς ἀναλάβει παραγγελίες πίτσας μιᾶς γνωστοτάτης πολλῶν καταστημάτων φίρμας. Πρέπει ἀπὸ τηλεφώνου νὰ διακρίνῃται ἕνας πωλήσεως ζῆλος, μιὰ ὄρεξις, μιὰ εὐδιαθεσία πρὸς τὸν πελάτη καὶ τὴν ἀνάγκη του, προσανατολισθέντα ὅλα τοῦτα πρὸς τὴν μεγιστοποίησιν τοῦ τζίρου ἡμῶν. Πῶς λοιπὸν θὰ μεταδώσῃς στὸν παραγγελιοδίνοντα, μιὰν ἀκόρεστη διάθεση γιὰ μιὰν ζόρικια μὲ σουτζούκια, μανιτάρια, σάλτσες καὶ πιπεριὲς καὶ ζαμπὸν καὶ τυριὰ ὅταν ἐσὺ εἶσαι ντάουν;

Σκατά...

Νὰ δοῦμε πῶς θὰ τσουλήσῃ ἡ κατάσταση. Πολὺ φοβοῦμαι πάντως.

Εἶναι πρωί, τὸ πρῶτο ποὺ μὲ πᾶνε, μὲ πάει ὁ Βλαδίμηρος, στὴν δουλειά.

Προσπαθῶ ἐν τούτοις γιὰ νὰ μὴν μὲ πάρῃ παντελείως ἀπὸ κάτω, νὰ βρίσκω κάποια θετικὰ σ’αὐτὴν τὴν καινούρια μου φάση.

Κατ’ἀρχάς, ὡς συνοδηγός, βλέπεις μέρη – κατὰ τὴν διαδρομὴ - ποὺ ναὶ μὲν τὰ ῎ηξερες, μὰ τὶς λεπτομέρειές τους δὲν γινόταν νὰ διακρίνῃς ὀδηγὸς ὤν. Καὶ ἔτσι, καθὼς ἐπισημαίνεις τὶς λεπτομέρειες, φανερώνεται ἡ ὡραιάδα τους κι ἐσὺ κάνεις κέφι, σὰν τουρίστας περίπου, περίπου μωρέ! Στὴν παραλιακὴ δηλαδή, κύριο θέατρο τῆς διαδρομῆς μου, διατηρώντας στὴν θάλασσα τὸ βλέμμα, μπορεῖς καὶ τῆς ἀνθολογεῖς κάθε κάλλους στοιχεῖο. Μιὰ γενικῶς κυανὴ ἐπιφάνεια ὅπως τὴν συνελάμβανες ὡς ὁδηγὸς μὲ δυὸ δευτερολέπτων ματιά, μετατρέπεται σὲ σιέλ, γαλάζια, κυανοπράσινη. Μὲ λευκὰ πάνω της στίγματα, ἄσπρες ἀναταράξεις, μὲ γλαρόνια νὰ ἀράζουν, μὲ κάποια πλεούμενα πάνω της· σήμερα μάλιστα διακρίνω τὸν ΝΗΡΕΑ μὲ τὸν Μεγαλειότατο στὸ πηδάλιόν του. Κι ἀριστερά, ἀντίστροφα, χωρὶς κάτι εὔσχημο καὶ ἑλκυστικό, χωρὶς εὐχαρίστηση αὐτὰ ποὺ διακρίνεις. Τὰ γκρίζα τῆς πόλης, ἀριστερά. Κόσμος μουρτζούφλης νὰ ἀναμένῃ στὶς στάσεις τὸ λεωφορεῖο γιὰ τὸ μεροκάματο, καταστήματα πίσω τους ἐπίσης ὁμίχλεια ἀναδουλειασμένα, πολλὰ μάλιστα μὲ τὴν ἐρυθρὰ ταμπέλλα ἐνοικιάσεως. Δένδρα μὲ πάθη φθινοπώρου, ἀδέσποτα παρασιτίζοντα γατοσκύλια καὶ ἐπαῖτες νὰ ζητοῦν παρὰ τῶν μὴ ἐχόντων.

Ὅλα αὐτά, δεξιὰ κι ἀριστερά. Ὅσον ἀφορᾷ τὰ στὸν ἀσφάλτου στίβου τεκταινόμενα εἶναι δύσκολο νὰ τὰ κατατάξῃς σὲ λυρικὰ ἢ κενῶς πεζά. Στὸν δρόμο μπροστά μου, τὰ ἐπίλοιπα αὐτοκίνητα ἔχουν λιγοστέψει· εἶναι κι αὐτὸ σύμπτωμα τῆς κρίσεως. Παρὰ ταῦτα δὲν διακρίνω λίγα μὲ γυναῖκες ὁδηγούς, διότι εἴπαμε! Πλέον μπορῶ καὶ βλέπω πολλὰ περισσότερα τοῦ μέχρι ἐχθές συνήθους!

Ὡς ὁδηγὸς ἂν ἤθελα νὰ κυττάξω ἕνα παρακείμενό μου ἁμάξι, ἀναμένον κι αὐτὸ τὸν σηματοδότη, γύριζα καὶ τὸ παρατηροῦσα· ἁπλό. Δηλαδή, ἐν τάξει, ὄχι τὸ αὐτοκίνητο, μὰ τὸν σωφέρ, τὴν σωφὲρ γιὰ τὴν ἀκρίβεια. Κατ’ἀρχὰς τὸ μάτι στεκόταν στὸ κεφάλι διότι ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπὸ τὴν γωνία παρατηρήσεως εἶχα ὁρατότητα μέχρι τὸν λαιμὸ ἂς ποῦμε. Κι ὅταν ἤθελα νὰ κατρακυλήσω, πάντα δηλαδή, γιὰ νὰ παρατηρήσω πιότερα χαρακτηριστικὰ τῆς μαντάμ, πάντα δηλαδή, τὸ κόκκινο ὡρίμαζε σὲ πράσινο – μὰ ποῦ στὴν φύσι τὸ ἔχεις δεῖ αὐτό; καὶ ἔφευγα καὶ ἔφευγε. Δὲν προλάβαινα τίποτε.

Τώρα ὅμως! Σήμερα, ναί!

Σήμερα, καθὼς σπόταρα ἕνα χιουντάι τὸ ὁποῖο ἦταν στ’ἀριστερά μας, ἄρχισα νὰ κουνιέμαι λὲς καὶ τρίλιτρα κατουριόμουν, γιὰ νὰ μπορέσω νὰ εὕρω τὴν τὰ μέγιστα προσφέρουσα θέαμα, θέση. Ἀμέσως μετὰ ἀπὸ τὸ μελαχροινὸ μαλλὶ καὶ κρύβουσα κάμποσα γυαλὶ μάσκα, κατηφόρισα στὸ μποῦστο της. Παπαριὲς μοῦ εἶπα καὶ ξαναμάζεψα τὸ σαρκίο μου στὶς κανονικές του διαστάσεις. Ὁ Βλαδίμηρος ἀντελήφθη τὴν διαστολὴ καὶ συστολὴ καὶ μὲ ῥώτησε κάτι χρησιμοποιώντας, ἀναφερόμενος σὲ μένα, τρίτο πρόσωπο ἑνικοῦ μὰ δὲν τοῦ ἀπήντησα κἄν· αὐτὸ ἔλειπε τώρα, νὰ δίδωμε ἀναφορὰ καὶ στοὺς παρίες. Ἔβαλα τὸ δάκτυλό μου στὴν μύτη καὶ στράφηκα μπροστά.

Τὸ πράσινο ἦρθε ἀργότερα τοῦ συνήθους καὶ ξεκινήσαμε. Ἄλλαξα συχνότητα στὸ ῥαδιόφωνο καὶ ἔψαχνα κάποια φωνὴ πολλῶν ντεσιμπὲλ μὲ σαλιάρικους φιλιππικοὺς ὑπὲρ τῆς δραχμῆς· στάθηκα στὸν Μάριο τὸν Μπλάκμαν. Ὥσπου κάποιο πεζοφάναρο μᾶς ἔκοψε τὴν φόρα. Πάλι ἀριστερά, σὲ ἕνα σμὰρτ φαινόταν ἕνα ἀφανῶδες ξανθοκάστανο μαλλὶ ποὺ στεφάνωνε στόμα μὲ τσιγάρο. Μουγκάνισα λίγο, σούφρωσα προσδοκιστὶ τὰ χείλη καὶ στράφηκα ἐκεῖ. Μπόρεσα νὰ δῶ προσωπάκι, προσωπάκι σὰν ἀχνιστὴ βάφλα γεύσεως καστάνου· πολλὲς θερμίδες μὲ ἐχέγγυα ὡστόσο γιὰ φορτσάτη καύση αὐτῶν. Κι ἡ ζώνη ἀσφαλείας... Ἂχ ἠ ζώνη ἀσφαλείας. Ἔπαιζε τὸν ῥόλον τοῦ Πηνειοῦ, μιὰ γραφικοτάτη κοιλάδα τῶν Τεμπῶν χωρίζουσα τὴν Ὄσσα καὶ τὸν Ὄλυμπο, πώπω τί βυζιὰ ἦταν ἐκεῖνα! Μοῦ χαμογέλασα λίγο καὶ ἔπιασα νὰ ὑφαίνω καλοσχηματισμένες ἀτάκες ποὺ μόνον συμπάθεια θὰ προκαλοῦσαν στὸν πατέρα της κατὰ τὴν πρώτη μου ἐπίσκεψιν στὴν οἰκίαν τους συνοδείᾳ ἰδιοτελῶν ἀνθέων. Γιὰ μιὰν στιγμὴν ἡ εὐφορία ἐξηφανίσθη καὶ ἕνας οἰκτιρμὸς πῆρε τὴν θέση της, οἰκτιρμὸς κι ἀνησυχία διότι δὲν ἐδυνάμην νὰ δῶ καὶ ἐλέγξω τὴν λεκάνη της· θὰ ἦταν ἄραγε εὐρεία ὥστε ἡ τεκνογονία ἡμῶν νὰ γίνεται ἀπροσκόπτως καὶ ἄνευ περιορισμῶν; Πέταξα ἕνα οὒφ πάντως, τέτοιοι μαστοὶ ἐγγυῶνται, δύνανται νὰ μεγαλώσουν πολλλλὰ παιδιά. Πάνω στὶς ὠδίνες τοῦ τοκετοῦ, χωρὶς νὰ ἔχω ὑπολογίσει τὸν αὔξοντα ἀριθμό του, σὰν ἕνα ἀνεμογκάστρι ὀκτώμισυ μηνῶν, ἕνας ἀμβλώσεων ἰατρὸς τὸ πράσινο φανάρι ξεμάκρυνε τὸ σμὰρτ ἀπὸ μένα καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ὄνειρα… Πώπω ἡ τόσο ἔντονος, σήμερα, ἐπαφὴ μὲ τὸ ἀπέραντον τῆς θαλάσσης μὲ ἔκανε τόσο ῥομαντικό…

Ἀπὸ φανάρια ὅμως στὴν πόλη αὐτή... Καὶ δὲν τὰ θωροῦσα διόλου μὲ μοχθηρὸ βλέμμα σήμερα. Γύρισα λιγουλάκι τὸ σῶμα, τὸ πῆγα ἔτσι, τὸ ἔφερα ἀλλέως, τίποτε. Ἀνάξια ἀναφορᾶς τὰ ὅσα εἶδα. Μὰ ἀστραπηδὸν ἐμβόλιμα ἦρθε κι ἔσκασε πλαγίως δίπλα μας ἕνα τετρακίνητο τζήπ, ἡ ὁδηγός του ζητοῦσε κορνάροντας ὅσο γινόταν πιὸ ἥσυχα, νὰ ἀλλάξῃ λωρίδα, νὰ ἔλθῃ στὴν δική μας διότι προφανῶς ἤθελε στὸ ἀμέσως ἑπόμενο στενὸ νὰ στρίψῃ δεξιά. Μπίπ, ἔκανε τσαχπίνικα τὸ κλάξον της. Ξανὰ μπίπ, λίγο συνεσταλμένα ποὺ δὲν εἶχε ἀκόμη ἀποσπάσει τὴν προσοχή μας. Διότι ὁ κόπανος ὁ Βλαδίμηρος, μὴ συνηθίσας εἰσέτι (σ)τὸ ἁμάξι καὶ τὸν ἐντὸς αὐτοῦ ἐξοπλισμόν του, πειράζων τὴν περίοδον ταχύτητος τῶν ὑαλοκαθαριστήρων εἶχε ἐκεῖ ἀφοσιωθεῖ, σοῦ κορνάρουν ῥὲ μαλάκα, τοῦ φώναξα σκουντώντας τον. Ζήτησε συγγνώμη, κύτταξε πρὸς τὰ ’κεῖ, κατάλαβε καὶ μὲ νεῦμα συνήνεσε. Κι ἐγὼ χαμογελοῦσα στὸ δικό της ἐπίσης χαμόγελο, αὐτὸ τὸ ψεύτικο, τὸ παραχωρητικὸ ποὺ κάνουμε ὅταν μᾶς κάνουν χάρη. Ἂχ νὰ ἐρχόταν πιότερο πάνω μας καὶ νὰ μᾶς τσαλάκωνε λίγο τὸ φτερό, νὰ βγαίναμε ἔξω καὶ νὰ ἀλλάζαμε ἔστω ὑπὸ τέτοιων συνθηκῶν τὰ τηλέφωνά μας. Τὸ δικό μου θὰ ἔδινα, ὄχι τὸ τοῦ Βλαδιμήρου, πρίτς! Σαρωνικοὶ τῆς θαλάσσης θεοί, τί παιδί ἦταν αὐτό! Καλά, ὄχι ἐντελῶς παιδί, παιδιὰ μόλις θὰ εἶχε ἀφήσει στὸ σχολεῖο κι αὐτὴ τώρα, κλασσικὴ ἑλληνὶς μάνα τσιμπήσασα τὸ τζὴπ τοῦ συζύγου θὰ χύμαγε στὰ παραλιακὰ καφὲ γιὰ σαλιαρίσματα, προφορικὸ χαμούρεμα καὶ τίς οἷδε, πισκέψεις σὲ δίωρα χοτὲλς μὲ κάποιον μοῦργο καὶ τὰ τακούνια της νὰ σημαδεύουν τὸ πολύφωτο τοῦ δωματίου. Αὐτὰ εἶναι! Γιατί νὰ μὴν εἶμαι εἰκοσιπέντε χρόνια μικρότερος; Ἄφησα στὴν ἄκρη αὐτὴν τὴν εἰκασιοπιθανολογία ποὺ εἶχε κάτι ἀπὸ παραγωγὲς ῥὸζ ταινιῶν καὶ ἁπλώθηκα 16 ἑκατοστὰ γιὰ νὰ τῆς παρατηρήσω τὴν ἀνατομία. Ζώνη δὲν φοροῦσε ἡ ἀπίθανη, κρίμα, μὰ τὸ μποῦστο της ἦταν φωτεινὰ καὶ πολύχρωμα βεγγαλικὰ σὲ σκοτεινὸ ἑορτῆς οὐρανό, μελίσσια σὲ ἄνθη μυγδαλιᾶς, γέλιο κελαρυστὸ κι ἀνυπόκριτο μικροῦ παιδιοῦ, μυρωδιὰ ὡραίου γλυκοῦ τῆς Κυριακῆς, χαμόγελο τῆς πτωχῆς πλὴν τίμιας νιόνυμφης συζύγου στὸν μόλις γυρίσαντα ἐκ τῆς οἰκοδομῆς καλόν της! Θὰ ἔβαζα κι ἄλλες λυρικὲς παρομοιώσεις μὰ ὁ ἐλλοχεύων κίνδυνος τοῦ πρασίνου φαναριοῦ μὲ ἔκοψε ἀπὸ αὐτές. Ἄλλα θεάματα ἄξιζαν προσηλώσεως, τὸ φούσκωμα στὸ πουκάμισό της φαινόταν τόσο ἀφύσικο! Μοῦ ἀπέσπασε τὸ βλέμμα ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες βόλτες ποὺ θὰ ἔκανα πάνω της γιὰ νὰ ἤλεγχα τὸ ὅλο πακέτο ἀλλὰ διόλου δὲν μὲ πείραζε ἐν τέλει. Μὰ δέν, ὄχι, πῶς, γαμῶτο, ἦταν πολὺ ἀφύσικες οἱ δίπλες τοῦ ὑποκαμίσου πάνω της, δὲν γίνεται νὰ εἶναι πραγματικές, μήπως ὁ ἰατρὸς δὲν μοῦ εἶχε ἐν τῷ μεταξύ, ἐπισημάνει ὀφθαλμιατρικὰ κουσούρια; Μὰ δέν, ὄχι, πῶς, γαμῶτο, εἶχα χάσει τὰ λόγια μου κι ἐπειδὴ κάποιοι σοφοὶ μᾶς πρόλαβαν καὶ ντιρεκτίβες ἔβγαλαν, ἔβγαλα κι ἐγὼ τὴν κάμερά μου γιὰ νὰ ἀπαθανατίσω τὴν εἰκόνα! Ἔβγαλα, μιὰ λέξη εἶναι, ξέθαψα καλλίτερα, προσπάθησα νὰ ξεθάψω ἀπὸ τὴν τσάντα μου, τὴν φωτογραφική, κάπου ἐδῶ εἶναι, στάσου, κάτω ἀπὸ τὰ χαρτομάντηλα καὶ τὰ χάπια τῆς πίεσης, μπορεῖ καὶ νὰ τὴν κρύβῃ ἡ σακουλίτσα μὲ τὸ τάπερ τοῦ κολατσιοῦ ἢ μήπως στὸ μικρὸ τσεπάκι ποὺ προστατεύεται μάλιστα ἀπὸ φερμουάρ; Ναί, μᾶλλον ἐκεῖ, μέχρι καὶ τὸ αὐτοκίνητο συμφώνησε μὲ ἕνα κούνημά του, ἀλλὰ ἦταν κούνημα ἐκκίνησης, ὁ Βλαδίμηρος δὲν εἶχε ἀκόμα συνηθίσει τὸ κιβώτιο τοῦ ἁμαξιοῦ, πεταχτὲς τὶς ἔριχνε ὁ κάγκουρας, εἴχαμε ξεκινήσει ἂν ἔχῃς τὸν Θεό σου καὶ μπροστὰ ἀρκετὰ μπροστὰ ξέφευγε τὸ τζηπάκι μὲ τὴν τύπισσα, ἔφευγε ἔφευγε ἔφευγε...  

Δὲν μιλιόμουν γιὰ τὸ ὑπόλοιπο τῆς διαδρομῆς. Μιὰ μεγάλη Παρασκευὴ εἶχε ἁπλώσει μὼβ κορδέλες πάνω μου, μέσα μου, καμπάνες πένθιμες μοῦ ἔκοβαν κάθε διάθεση νὰ πῶ τὸ παραμικρὸ - ὄχι ὅτι μιλοῦσα μὲ τὸν Βλαδίμηρο… Περισυλλογῆς ἔκφραση μοῦ εἶχε σφραγίσει τὰ χείλη καὶ κυττοῦσα ἔξω ἀπὸ τὸ παράθυρο, ὄχι σ’ἄλλα αὐτοκίνητα, ψηλὰ δεξιά, πέρα σὲ μπρούτζινο οὐρανὸ σ’ἀνάλογες διαθέσεις.

Κι ἔφθασα ὁ δόλιος στὴν δουλειά, μὲ ψυχολογία πρόσφυγα, διάθεση ναυαγοῦ, εἰκόνα ῥετάλι. Δὲν θυμᾶμαι ἂν χαιρέτησα τὸν Βλαδίμηρο, ἂν τοῦ’πα νὰ μὴν τὸ ῥίξῃ σὲ βόλτες πρὸς τίποτε Σούνια, σημάδεψα τὰ χιλιόμετρα τοῦ κοντέρ, ἀπατεώνα! Προσπαθοῦσα νὰ μὴν δείχνωμαι τόσο πένθος καθὼς μπῆκα στὸ κτήριον τῆς δουλειᾶς, προσπαθοῦσα ἀλήθεια, μὰ ὁ ἐργοδηγὸς μὲ εἶδε καὶ κατάλαβε. Ἄνθρωπας δίκαιος καὶ σωστὸς μοῦ εἶπε ἀντὶ καλημέρας, τί ἔχεις ῥέ; Καὶ τοῦ’πα. Καὶ μοῦ’πε ἄραξε νὰ κάνῃς τσιγάρο, ἠρέμησε κι ὅταν θελήσῃς καὶ μπορέσῃς, ἔλα. Φυσικά, οἱ ὧρες ποὺ θὰ λείψῃς, θὰ σοῦ ἀφαιρεθοῦν ἀπὸ τὸ σύνολο τῆς ἑβδομάδος. Καὶ τοῦ’πα εὐχαριστῶ, μὰ δὲν τοῦ’πα μᾶς ὑποχρέωσες.

Βγῆκα στὸ μπαλκονάκι τοῦ πρώτου πατώματος καὶ κάθησα στὴν μπέτινη βάση τοῦ κιγκλιδώματος. Εἶχα τσιγαράκια μαζύ μου, εἶχα καὶ φωτιὰ κι ἄρχισα νὰ ἀναλύω τοὺς καημοὺς στὶς τολύπες τῶν καπνῶν. Ἄααααχ! Κεῖ παραδίπλα ὁ κάδος ἀνακύκλωσης, ἔβγαλα ἀπὸ μέσα κάτι κόλλες, τσίμπησα καὶ ἕνα στυλὸ ποὺ δὲν κατάλαβα πῶς εἶχε βρεθῇ κοντὰ καὶ μουτζούρωνα τὰ χαρτιά, αὐτὸ μωρὲ ποὺ κάνουμε ἐντελῶς στὸ φλοῦ ὅταν μιλᾶμε στὸ τηλέφωνο μὲ τὶς ὧρες καὶ μποροῦν μετὰ ψυχολόγοι ἀπὸ τὰ σχέδια καὶ τὶς παραστάσεις νὰ ἀναλύσουν τὰ ἐσώτερά μας. Ἀπαπαπὰ σκέφτηκα καὶ τὸ μίλησα κιόλας, μοῦ μίλησα δηλαδὴ πὼς δὲν εἴμαστε γιὰ περαιτέρω καταρρακώσεις ἀπὸ γιατροὺς γιὰ τὸ κατατεθλιμμένο ἐγὼ καὶ τὰ ῥέστα κι ἔτσι, πολὺ φυσικά, ἐντελῶς φυσικὰ ἔπαυσα καὶ τὸ γύρισα.

Στὴν ἀρχὴ ἔγραψα στιχάκια, στιχάκια τοῦ καημοῦ καὶ τῆς ἀπόγνωσης μὰ τὸ μέτρο πῆγε ἄκλαφτο καὶ τράβηξα ὑποτείνουσες στὴν σελίδα. Κατόπιν ἔπιασα νὰ συντάσσω ἐπιστολές, τηρώντας μάλιστα ὅλους τοὺς κανόνες τῆς ἐπιστολογραφίας, εἶχα σκοπὸ νὰ ἐντυπωσιάσω! Μὰ δὲν ἤξερα τίποτε γιὰ τὰ πεδία πάνω δεξιά, ποῦ θὰ ἔστελνα τὸ γράμμα ὁ δόλιος; Συνειδητοποίησα ὅτι δὲν εἶχα τὴν παραμικρὴ δυνατότητα συγκέντρωσης, σηκώθηκα πέταξα τὴν παρὰ δύο τζουρῶν γόπα καὶ ἐπέστρεψα στὸ γραφεῖο.

Ἔνευσα στὸν ὑπεύθυνο βάρδιας ὄτι εἶχα γυρίσει γιὰ νὰ διακόψῃ τὸ κερβέριο χρονομέτρημα καὶ κάθησα στὸ γραφεῖο. Ἄνοιξα τὰ συστήματα, παρήγγειλα καὶ καφέ, χαιρέτησα γείτονες συναδέλφους, ἀντήλλαξα δυὸ λόγια μαζύ τους μήπως καὶ μοῦ ἀλλαξοκαιρίσει τὸ μέσα μὰ δὲν ἔλεγε νὰ μὲ ἀφήσῃ αὐτὸ τὸ πλάκωμα. Κι ἔτσι ἀσήκωτο καθὼς ἦταν, μὲ ἔκανε νὰ ἀλητέψω μιὰ στάλα, μιὰ χαμινιάρικη ἰδέα μὲ τσίγκλησε, ἔψαξα νὰ βρῶ καὶ μιὰ δικαιολογία καὶ τελικὰ τὸ πῆρα ἀπόφαση. Δὲν θὰ δούλευα σήμερα…

Πῆρα πάλι μερικὰ λευκὰ ἀτσαλάκωτα χαρτιὰ μπροστά μου, ἕνα στυλὸ ἐπίσης. Μέσα σ’αὐτὸν τὸν κυκεῶνα τῆς ἀπογοήτευσης μπόρεσα καὶ ἀξιολόγησα ὅ,τι εἶδα σήμερα. Ἀξιολόγησα, ἀποσταγμάτισα καὶ ταξινόμησα – δὲν εἶδα μόνον ὅτι πρὶν περιέγραψα. Ἕνα στυλὸ ἐπίσης, σὲ μερικὰ λευκὰ ἀτσαλάκωτα χαρτιὰ καὶ ἐπικεφάλισα.

ΔΟΚΙΜΙΟΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΗΜΕΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΜΕΓΕΘΟΥΣ ΤΩΝ ΜΑΣΤΩΝ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΕΝ ΣΧΕΣΕΙ ΜΕ ΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤOΝ ΠΟΥ ΟΔΗΓΟΥΝ.

Ε ἰ σ α γ ω γ ὴ - Ἐ ξ ή γ η σ ι ς
Ὑπάρχει ἕνας μυστικὸς ἀλγόριθμος, χαμένος ἀπὸ τὰ πανάρχαια χρόνια ποὺ συνδέει τὸ βάρος, τὶς διαστάσεις, τὴν μορφολογία τοῦ μαστοῦ (ἀλλὰ καὶ τῆς θηλῆς) γυναικῶν μὲ τὸ αὐτοκίνητο ποὺ ἔχουν. Κι ἂν ἕνας κοινὸς νοῦς ἐνίσταται ἐπειδὴ στὰ πανάρχαια χρόνια δὲν ὑπῆρχαν αὐτοκίνητα, τοῦτο ἀποδεικνύει πόσο κοινὸς εἶναι. Πόσο κοινὸς καὶ μὲ καμμία ἐλπίδα νὰ ἀντιληφθῇ τὴν μελέτη αυτή. Σοφοὶ γιόγκι, ἀσκητὲς σὲ ἀπώτατα μέρη τοῦ πολιτισμοῦ μακράν, μὲ δεκαετιῶν θητεία κι ἐφαρμογὴ μεθόδων ποὺ τοὺς ἐπέτρεψαν νὰ θεωθοῦν, κράτησαν μακρυὰ ἀπὸ τὰ μέηνστριμ μονοπάτια τὴν γνώση, μιὰ τέτοια γνώση. Ἡ ὁποία ὅμως ἄυλη καὶ ἄσαρκη καὶ ἄναρχη καὶ ἄλογη, παροῦσα ἐν ὑπνώσει πανταχοῦ στὶς διάνοιες ὅλων, φανερώνεται σὲ ὅποιον μπορέσει νὰ τῆς ἀντιληφθῇ τὴν οὐσία, ὠθούμενος ἀπὸ μιὰ ὑπέρτατη ἀναγκαιότητα. Αὐτὴ ἡ δυνατότητα κάποιου νὰ τὴν ἐγκολπωθῇ, δὲν προϋποθέτει κάποια κατάρτιση, ζυμώνεται μέσα ἀπὸ μιὰ πολυπλόκαμη ἐσωτερικὴ πάλη ἡ ὁποία γεννᾷται σὲ στιγμὲς ἐντόνου ὑπαρξιακοῦ πάθους.

Σ χ ε δ ὸ ν  ν τ ι σ κ λ έ η μ ε ρ
Οἱ γυναῖκες ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρουν ἐδῶ, δὲν χρειάζεται νὰ πληροῦν πολλὲς προϋποθέσεις. Νὰ εἶναι π.χ. ἄγαμες, μελαχροινές, ἀριστερόχειρες, εὔπορες, ἄθρησκες, ἀκτήμονες, ὅμορφες, καπνίστριες, ἀνοργασμικές, μεσήλικες. Ἡ μοναδικὴ προϋπόθεσις ποὺ ἵσταται ὡς σπάθη δαμόκλειος ἐπὶ τῶν κεφαλῶν ἡμῶν εἶναι νὰ διαθέτουν εὐμεγέθεις γαλακτοφόρους ἀδένας.

Πῶς ὁρίζεται ἕνας μαστὸς ὡς εὐμεγέθης.

Νὰ μὴν ἀρκοῦν δύο παλάμες (ἐν ἀνατάσει) γιὰ νὰ τὸν καλύψουν καὶ νὰ μένῃ ἔκθετον τοὐλάχιστον ἕνα τετραγωνικὸ ἑκατοστὸ σάρκας.

Καὶ

Ἡ διάσταση τοῦ κύκλου τῆς θηλῆς νὰ εἶναι μεγαλύτερη τῆς ἀντίστοιχης τοῦ κύκλου ποτηριοῦ κούπας στὴν ὁποίαν σερβίρεται ζεστὸς στιγμιαῖος καφές.

Περαιτέρω προτιμήσεις (χρῶμα θηλῆς, σχῆμα μαστοῦ, εὐαισθησία σὲ ἐξωτερικοὺς παράγοντες, μορφὴ ἐν σχέσει μὲ φυσικὰ φαινόμενα ὅπως ἡ βαρύτητα) δὲν πρέπει νὰ ληφθοῦν ὡς δεσμευτικές, ἁπλῶς ὡς προτιμήσεις.

Ἡ θεωρία τοῦ χάους δὲν συναντᾶται μόνον σὲ ψαγμένες δοκιμιώδεις μελέτες - βιβλία τὰ ὁποῖα ἐγγράφησαν ἐπειδὴ κυρίως ὁ συγγραφεὺς ἔψαχνε νὰ γαμήσῃ. Ἐφαρμόζεται σὲ κάθε πτυχὴ τοῦ καθημερινοῦ μας βίου, εἰδικῶς ὅταν προκύπτῃ μιὰ ἀνάγκη ἡ ἐκπλήρωσις τῆς ὁποίας εἶναι ἐπιτακτική. Ἡ προσοχή μας τότε γίνεται οξυτάτη, ἡ παρατήρησις ἀντιλαμβάνεται πράγματα καὶ φαινόμενα ποὺ ἄλλως δὲν φαίνοντο καὶ τότε πολλὰ πορίσματα, διαπιστώσεις, συμπεράσματα ἐξάγονται ἀπὸ μιὰ τίνι τρόπῳ πρωινὴ βόλτα μὲ τὸ ἁμάξι.

Ἤγουν: 

Αὐτοκίνητα προσφερόμενα μὲ μικρὴ προκαταβολὴ καὶ εὐκολίες πληρωμῆς συναντῶνται σὲ γυναῖκες μὲ σκοῦρα ἀπόχρωση ῥώγας ἡ ὁποία δύει στὴν καμπύλη τοῦ τέλους τῆς σφαίρας. Εἶναι κατὰ κανόνα στήθη πανδρεμένης μητέρας τέκνων τοὐλάχιστον δύο, χρησιμοποιημένα κατὰ τὸ δέον, σὲ θηλασμὸ τοὐλάχιστον 13 μῆνες (ἀθροιστικῶς) καὶ ὑπὲρ ἀφροδισίων, σὲ χρόνια ἐγγάμου βίου, ἀριθμοῦ διψηφίου χρόνου ἀναλογοῦντα στὸ 2,8 τοῖς χιλίοις τοῦ χρόνου συνουσίας, περιλαμβανομένων τῶν προκαταρκτικῶν. Ἐὰν αὐτὰ τὰ αὐτοκίνητα διαθέτουν ἐξάτμιση διαφορετική, θορυβεστέρας καὶ μεγαλυτέρας διαμέτρου τῆς «μητρικῆς» τότε ἡ ὁδηγὸς εἶναι ἀπόφοιτος μέσης ἐκπαιδεύσεως καὶ μετρίου ἐπιπέδου κάτοχος μιᾶς ξένης γλώσσης, συνήθως ἀγγλικῆς.

Τρίθυρα κουπὲ ἁμάξια, μὲ ὑάλους φιμὲ καὶ ἀεραγωγοὺς στὰ ὀπίσθια, κατὰ κανόνα ἀνήκουν σὲ μὲ κοντὰ πόδια γυναῖκες ἀπὸ προάστεια τοῦ Πειραιῶς, περιοχῶν ἀκινήτων ἀντικειμενικῆς ἀξίας τῆς πλέον χαμηλοτέρας. Τὰ στήθη των εἶναι ἐπίσης χαμηλωμένα, ἡ βαρύτης τὰ ἔχει ταλαιπωρήσει ἀλλὰ μόνον αὐτά. Ἡ αὐτοπεποίθησις τῶν κατόχων τους εὑρίσκεται ὑψηλά, κυρίως λόγῳ τῆς μὴ δυσαρεσκείας τοῦ συζύγου των. Προφανῶς διότι ἕνα στῆθος μὲ μεγαλύτερο βεληνεκὲς κινήσεως ποὺ μπορεῖ καὶ διαθέτει ἕνα ἐλαφρῶς πεσθέν, ἡ εὐελιξία του αὐτὴ δύναται καὶ δημιουργεῖ ἕναν τρίτο πόλο φαλλικῆς διεισδύσεως κατὰ τὴν συνουσία, ἐξοῦ καὶ ἡ ἱκανοποίησις τῶν συζύγων. Μιὰ ὑποκατηγορία τῆς ἐδῶ μελετουμένης εἶναι αὐτοκίνητα ἀγορασθέντα ὄχι καινουργή, ποὺ ἔχουν δεχθῇ πολλὲς αἰσθητικὲς παρεμβάσεις ἀπὸ τοὺς κατόχους. Χαμηλωμένα, μὲ παχιὲς ζάντες, νικελωμένες μετῶπες· σὲ τέτοια αὐτοκίνητα πᾶνε μαζὺ ἑλληνικῷ τῷ τρόπῳ ξανθές, κομμώσεως περμανὰντ οἱ ὁποῖες ἔχουν κωλυώσει στὴν γκαρνταρόμπα τους ντεκολτὲ ποὺ ἐπιτρέπει ἔκθεση στὸν ἥλιο τοὐλάχιστον τῶν πέντε ἑβδόμων τῆς ἐπιφανείας τοῦ μαστοῦ. Οἱ θηλὲς ἔχουν ἀποκτήσει ἀναισθησία δευτέρου βαθμοῦ καὶ εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ἀνταποκριθοῦν ἀκόμη καὶ σὲ δήγματα ὀδόντων μὲ ὀρθοδοντικὲς ἀνωμαλίες, χάδια ἀπὸ μὲ ῥόζους δάκτυλα καὶ τσιγκλιστικὰ κτυπήματα ἀπὸ ὑγρὲς βαλάνους.

Κάποια τρίπορτα ἰαπωνικῆς προελεύσεως, μὲ χωρὶς πολλὴ φινέτσα στὴν κατασκευὴ ἀλλὰ σαφῆ αὐτοπεποίθηση ἕνεκα ἡ σίγουρη κατασκευή, ἀπαιτουμένου ποσοῦ ἀγορᾶς προσιτοῦ σὲ μικρομεσαῖα εἰσοδήματα φιλοξενοῦν κατὰ κανόνα, ἀγάμους κυρίες, σ’ἄλλες ἐποχές, δεσποινίδες. Αὐτές, μὲ περιβολὴ ἐξόχως ἀποκαλυπτική, πάρτυ ὀφθαλμῶν σὲ ορθίους λεωφορείων ὅταν αυτὰ σταματοῦν παρὰ τῶν ἐν λόγῳ ἁμαξιῶν, ἀφοῦ μποροῦν καὶ διακρίνουν ἀφ’ὑψηλοῦ τὴν ὑπὸ στρογγυλοτάτων σφαιρῶν σχηματισθεῖσα χαράδρα. Σκλαβωμένες σὲ μιὰν ὡραιοπάθεια ὅπως τοὺς τὶς ἔχουν σμιλεύσει τρέντυ περιοδικὰ ἀλλὰ καὶ ὁ κοινωνικὸς κύκλος τους, προσφέρουν γιὰ μάτιασμα σὲ ὅλους τοὺς ἀρσενικούς, χωρὶς τὴν παραμικρὰ διάκριση ἢ ἐπιλεκτικότητα, τὸ ἰδιαίτερο προσὸν ποὺ τοὺς χάρισε ἡ φύση. Ἡ νυμφομανία τους τὶς ἔχει κάνει νὰ δηλώνουν στὸ Ε9, ὡς ἀκίνητο τὸ αὐτοκίνητο ἀφοῦ ἔχει πολλάκις παίξει ῥόλον κρεβατοκάμαρας, θέατρο αφροδισίων λίαν συχνάκις καὶ παρὰ φύσει. Χωρὶς πολλὰ μπιχλιμπίδια στὸ σαλόνι τοῦ ἁμαξιοῦ, ἕνα μινιμὰλ σκηνικὸ στὸ πίσω μέρος του ὅπου ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον σὲ ἀπομακρυσμένα τῆς πρωτευούσης μέρη πλησίον τοῦ ὁρεινοῦ ὄγκου, ἀφήνονται σὲ ἀφαλατώσεις διὰ τοῦ φάρυγγα, υγρῶν τοῦ (ἑτέρου) σώματος. Καίτοι προικισμένες ὅπως τονίστηκε πάλι, παραμένουν σὲ μιὰν συνεχῆ ἄρνηση, μιὰν ἀκατάσχετη γκρίνια γιὰ τὸ ποιὸν τοῦ στήθους τους ἤτοι μὲ ῥαγάδες, πεσμένο, περασμένα μεγαλεῖα καὶ διηγώντας τα νὰ κλαῖς. Αἱ θηλαὶ ὁμόχρωμοι μὲ τὸ λοιπὸ τμῆμα τοῦ μαστοῦ καὶ εὐαίσθητοι σὲ σύνηθες βαθμὸ ἂν καὶ καταπιεσμένοι διότι θυλακώνονται σὲ στηθόδεσμους τοὐλάχιστον 2 μεγεθῶν μικρότερους.

Μητέρες ἄνω τῶν τεσσαράκοντα ἀλλὰ ὄχι λίαν ἀπομεμακρυσμένες αὐτῶν, περιποιημένες λόγῳ συνειδητοποίησης γιὰ τὸν πανδαμάτορα χρόνο καὶ τὰ σημάδια του, κόμης καστανῆς, ἀκύμαντης - οὐχὶ ἀρυτίδωτης - μὲ χείλη ἐπιτηδευμένως τροφαντὰ τηρῶντα μιὰν οἴηση γιὰ τοὺς γύρω. Τέτοιες γυναῖκες ὑπάρχουν σὲ αὐτοκίνητα κινήσεως καὶ στοὺς τέσσαρες τροχούς, μέχρι πρότινος τεκμήριο εὐζωίας. Ἐξυπακουομένης διαμονῆς στὰ βόρεια προάστεια, μὲ σύζυγο πρώην πρότυπο στὶς 90’s κλικάτες μελέτες περὶ γιάππι καὶ μιὰν ἀνυπόφορη ἀνία. Ἡ ὁποία πάντως διασκεδάζεται σὲ ξενοδοχεῖα κατὰ τὸ μᾶλλον ἀπομακρυσμένα τῆς ἑστίας τους, ὁλιγόωρης παραμονῆς. Ἐκεῖ, σέρνοντας τὰ συμπλέγματα μιᾶς περασμένης ζωῆς γεμάτης συμπλέγματα γιὰ κάποια ἐλάχιστα κιλὰ διαχεόμενα στὶς πιὸ ἐρωτογόνες περιοχὲς ὡστόσο, ἀρνεῖται (sic) νὰ ἀφεθῇ λυτρωτικὰ στὶς ἀγχωλυτικὲς ἐπανορθωτικὲς παρεμβάσεις τοῦ πρώτου τυχόντος επιβήτορά της, καλυπτομένη· καλύπτοντας τὸ περήφανο μποῦστο της. Χωρὶς καμμιὰν αισθητικὴ ξενοχειρία, ἄνευ τοῦ παραμικροῦ ψεγαδιοῦ, περήφανο θέλει νὰ σταθῇ ἐνώπιον (καὶ μέτοχος) τῶν μοιχαλιδῶν περιστάσεων, μὰ ἡ κάτοχος ἀρνεῖται ἐρρυθριωμένη. Εἶναι γυμνὴ καὶ καβαλᾷ τὸν ἐραστή της, τὸ φανελλάκι τὴν καλύπτει καὶ οἱ τσιτωμένες θηλὲς μαρτυρᾷν μὰ καὶ τσιγκλᾷν τὸ ταίρι της. Κάθε βαλάντωμα διείσδυσης ταρακουνᾷ λίαν ἱμερικῶς τὸν σφαίρινο ὄγκο ποὺ κρύβεται στὸ βαμβακερὸ πέτασμα μὲ ἀντίθετο τῶν ἐπιδιωκομένων ἀποτέλεσμα. Ἐὰν ὁ τρυγὼν αὐτήν, ἦταν περισσότερο θαρραλέος καὶ ἄφηνε χῶρο ζωτικὸ στὴν λίμπιντό του σκίζοντας τὸ λευκὸ φανελλάκι, θὰ φανερώντο κατάμαυρες θηλὲς σὰν βοτσαλάκι παραλίας ἰονίου μὲ θηλαία ἄλω διαστάσεων ψηφιακοῦ δίσκου. Τετρακίνητα αὐτοκίνητα μὲ ἀτσαλάκωτη ταπετσαρία, μὲ καθεβδομαδιαῖο καθάρισμα σὲ πλυντήριο τῆς γειτονιᾶς, ἐταζιέρες ξύλινες, ἐπενδεδυμένα μὲ δέρμα μάτ, στερεοφωνικὸ μὴ ἔχον τί νὰ ζηλέψῃ ἀπὸ τὰ οἰκιακά, ἔξι σχέσεων ἀλλὰ καὶ αὐτομάτου κιβωτίου, ἀρωματισμένα μὲ μέθοδον ἐργοστασιακή ἀνήκοντα σὲ γυναῖκες~γυναῖκες σὲ ζενίθια ἡλικία ἀναφορικῶς τὰ σαρκικά, μὲ στήθη σὲ ἔριδα μὲ τὴν ἐγκόσμιον ἀντίληψη τῆς ἀφῆς, τῆς ὁράσεως ἴσως δὲ καὶ τῆς γεύσεως. Παντοῦ λόγοι χρυσῆς τομῆς στὶς καμπύλες τῶν βαρέων μαστῶν, συμμετρικῶς τέλειες οἱ ῥῶγες, ἴδιο χρῶμα μὲ τὰ χείλη τοῦ αἰδοίου καὶ τοῦ στόματος. Ἕνα ἔπαθλο τὸ ὁποῖο ποτὲ δὲν θέλησε νὰ ἀπονείμῃ σὲ κάποιον, τὸ διετήρησε σὲ ἀχλὺ αἰδοῦς ἴσως ἐπειδὴ περίμενε τὸν ἕναν ὁ ὁποῖος ἐν τούτοις ποτὲ δὲν ἦλθε.  






Ἄδεια ὅλα τὰ πέριξ γραφεῖα, εἶχαν φύγει ὅλοι γύρω μου, μὰ πρέπει λογικὰ νὰ τοὺς ἀντιχαιρέτησα στὰ γειά τους, δὲν γίνεται νὰ μήν, δὲν θυμόμουν ὅμως τίποτε. Τὰ φῶτα εἶχαν σβήσει καὶ εἶχε σκοτεινιάσει. Ἄφησα ἀτάκτως τὰ χαρτιὰ στὸ γραφεῖο καὶ κίνησα νὰ φύγω. Κάτω μὲ περίμενε ὑπομονετικὰ ὁ Βλαδίμηρος. Μπαίνοντας, κύτταξα τὸ στροφόμετρο, εἶχε σίγουρα βολτάρει στὶς παραλίες μὰ δὲν τοῦ εἶπα τίποτε.
blog stats