Τρίτη, Αυγούστου 31, 2010

ὅλως τυχαίως

Σβηνόταν ὁ χρόνος καὶ ἐκφυλίζονταν τὰ ὅριά του ἐδῶ στὸ Δορκαδονήσι κι ὄχι μόνο λόγῳ τοῦ ἀλήτη ἥλιου ἢ τῆς μυρωδιᾶς τῆς θάλασσας – ήθελα πολύ να αδειάσω, το είχα ανάγκη.....

Ἡ Ἕντεκα ἦταν τὸ φάρμακό μου, ἐσαεὶ πρόθυμος νὰ συνοδοιπορίσῃ σὲ κάθε μου ἀπόφαση, ἡ Πέντε ὡς εἴθισται σοβαρὴ κι αὐστηρὰ μὲ ἔκρινε ἀλλὰ μὲ πολλὴν ἀνοχὴ καὶ κατανόηση τὴν φορὰ αὐτή. Συζητούσαμε, συνεβούλευαν, ἀπεφασίζα, κυρίως δὲ ἐξιστοροῦσα καὶ ἀφηγούμην, πέριξ κυλίκων νηφελοκοκκόζωμου καὶ μάλιστα εἴχομεν ἐκπονήσει καὶ τὸ διὰ ταῦτα.

Ἀκούγοντάς με νὰ ἀπαντῶ στὸ τηλέφωνο, νὰ λέω ποῦ εὑρίσκομαι μεθ’ ὁδηγιῶν μάλιστα γιὰ τὸ πῶς μπορεῖ νὰ ἔλθῃ τις, ἀντελήφθησαν. Ἠγέρθησαν ἐξαπινιαίως, δὲν εἶπον οὐδὲν παρὰ μόνον ἐνθαρρυντικῶς μὲ κύτταξαν κι ἀπεχώρησαν.

Ἔμεινα μόνη καὶ σύγκορμα ἐταράχθην λόγῳ βεβαίως τῆς ἀναμονῆς (50 μόλις μίλια μᾶς χώριζαν…) κι ὅ,τι θὰ ἐπηκολούθει· οἱ σφυγμοὶ κραύγαζαν, κόμπος ἐγκατεστάθη στὸ στομάχι κι εἷς τὸν ἀνήξερο ποιὼν παλαμιαῖος ἵδρως ἐζήτει λεπτομερείας. Ἀφέθην ἱαματικῶς στὴν θέα τοῦ Μυρτώου ἥτις συνοδευομένη τῆς ἰούλιας αὔρας μὲ ἡμέρευε, μὲ ἠρέμευε…

Ἀρκετὲς στιγμὲς κατόπιν ἀλλὰ μία σκέψη μετά, ἤκουσα τὰ βήματά του καὶ τὴν καρδιά μου νὰ γρηγορεύῃ. Συνεκράτησα τὸ βλέμμα μου στὴν θάλαττα κι σφράγισα τὰ ὄμματα υἱοθετοῦσα πλῆρες ἡδυπαθείας ὕφος. Ἐστράφην αὐτῷ ὅταν ἔσβησαν τὰ προσεγγίζοντα ἴχνη· ἦταν ἀπὸ πάνω μου καὶ τοῦ χάρισα ἕνα συγκρατημένο μειδίαμα μὲ ψῆγμα ἀνυπομονησίας.

Κάθησε παρ’ ἐμοῦ καὶ παρήγγειλε. Ὁ ἥλιος πέρα, προσέγγιζε τὸ ὕδασι εἴδωλό του δημιουργὼν ἁλουργεῖς ἐπιφανείας. Νέφη τινά, εἰς ἀκατανοήτους σχηματισμοὺς συνεχῶς μεταβαλλομένους λόγῳ τοῦ ἀέρος, διέκοπταν τὸ ὑακίνθινο τοῦ οὐρανοῦ καὶ προσεπάθουν νὰ διατηρήσουν ἐκεῖ τὴν προσοχή μου. Εἰς μάτην...

Ὁ κόσμος ἔφυγε σιγὰ σιγά, μείναμε σχεδὸν μόνοι· πλὴν ἑνὸς ἄλλου ζεύγους σὲ μιὰν ἄκρη τοῦ χώρου.


Συμβαίνει… μοῦ εἶπε λιτῶς, λακωνικῶς ὡς ἄλλως τε ἐπέβαλλον τὰ μέρη…

Συνέβη τὸν διόρθωσα καὶ χαμογέλασα ἀναβλέπουσα αὐτῷ ἄνευ στροφῆς τῆς κεφαλῆς· παρὰ μόνον τὶς κόρες μου ἔστειλα στὸ ἄκρον τῆς κόγχης τῶν ὀφθαλμῶν πρὸς τὸ μέρος του.

Τὸ ἀπομεῖναν ζεῦγος, ἀπογευθέν, ξεκίνησε νὰ φύγῃ - μᾶς ἄφησε μόνους. Τότε, ἐξόχως χαμαιτυπικῶς ἀντελήφθην ὅτι ἔπρεπε, μοῦ ἔπρεπε.

Σηκώθηκα καὶ τὸν κύτταξα ἐπίμονα μὲ ἕνα ἀνέκφραστο καὶ κενὸ βλέμμα. Τὸν προσέγγισα, ἔσκυψα ἐνώπιόν του καὶ κάθησα στὶς κνῆμες. Ἄφησα τὸ κεφάλι μου στὰ σκέλη του ὡς ἔκθετον μειράκιον, χρείαν ἔχον προστασίας τε καὶ στοργῆς καὶ ἄρχισα νὰ τρίβωμαι πάνω του. Νοιώσασα τὶς χεῖρες του θωπεύουσες τὴν κόμη μου, διέκοψα τὴν τριβὴ στὸ σημεῖον του ὅπερ ἔνοιωθα ὡς τὸ πλέον ἀνταποκριθέν. Ἄνοιξα τοὺς ὀφθαλμούς μου, τὸν κύτταξα ἔτι ἅπαξ καὶ εἰδὼν τὸ θέλω του νὰ ξεχειλίζῃ πανταχόθεν, ἐξηκολούθησα. Ἐστράφην στὸν γναμπτήρα τῆς περισκελίδος του καὶ διὰ τῶν ὀδόντων μου τὸν κατηφόρισα. Ἀδιαλείπτησα αὖθι τὸ χάδι διὰ τὼν παρειῶν μου ἐντυπωσιασθεῖσα μὲ την θέρμη τῆς θελήσεώς του. Ῥάδιον λίαν νὰ μὴν ἀνελίξω τὴν προσπάθειά μου, πρὸς τοῦτο βούτηξα τὰ χείλη μου εἰς τὸ ἐρεβῶδες σημεῖον. Αἱ χεῖρες μου μὴ δυνάμεναι νὰ ἀνθέξουν τὸ ἡδονικῶς κλιμακούμενο, τουτοσὶ τὸ ἀκροποδητὶ ἱμέριον, κατὰ τ’ ἄλλα μυσταγωγικόν, συνέδραμον. Ἔφερα(ν) στὸ φῶς τὸ ποθούμενον τὸ ὁποῖον δι’ ἐλάχιστον παρέμεινε στὰ πεδία τοῦ τὰ πανθ’ὁρά. Ἄνοιξα τὸ στόμα μου σὲ μιὰν προσευχὴ καὶ τοῦ ἀλήθευσα τὴν ποσότητα τῆς θελήσεώς του ἡ δὲ γλῶττα μου σὲ συνεχεῖς ἀσπασμοὺς ἀνέδειξε τὴν ποιότητα τοῦ θέλω του.

Αἱ χειλόγλωσσαι μαλάξεις συνεχίζοντο σὲ ῥυθμὸν ἀενάως ἐξελισσόμενον ἐκμαιεύουσαι μιὰν ἀνθηρὰν μεγαλοπρέπειαν ἥτις μοι λέρωνε τὸ φιλί. Προσεπάθουν νὰ τοῦ δῶ τὴν ἔκφρασιν καθὼς ἐν στόματι τὸν ἔσχον ἀλλὰ δὲν ἐδυνάμην, τοῦ ἄκουγα ὡστόσο τοὺς μυγμούς, τοὺς γογγυσμούς, καὶ φανταζόμην τὰ πλήρους ὀχείας χαρακτηριστικά του.

Μὲ σφραγισμένους ὀφθαλμοὺς ἀπελάμβανα τοὺς σιωπηλοὺς λαρυγγισμούς μου ἐπὶ τοῦ μεγαλοπρεποῦς μυὸς τὸν ὁποῖον ἔκρυβα οὐρανίσκῳ μὲ μιαρὰ συναισθήματα ἰδιοκτησίας. Ὥσπου τὸν κύτταξα, οὐχὶ καλῶς – δὲν φαινόταν σύμπασα ἡ μεγαλορρημοσύνη του, ὄθεν κίνησα τὴν κεφαλὴ ἐς τούμπαλιν καὶ ὀλίσθησα εἰς τὴν αὐτὴν κατεύθυνσιν τὴν γλῶσσα καὶ τὰ χείλη μου χωρὶς νὰ παύσω τὴν ἐπαφή. Τὸν εἶχα μπροστά μου, σημάδευε τὸ τρίτο μου μάτι καθὼς ἀνέλαβα μὲ ὅμοιον πυρετὸν τὸ σημεῖον τῆς βάσεως, τὸ λίκνο τοῦ εἶναι του.


Μετ’ ὀλίγον, θέσασα τὶς χεῖρες μου ἐς ἔδαφος, διέκοψα πᾶσα λείχασιν. Τὸν κύτταξα ἀλλὰ οὗτος δὲν ἄδραξε τὸ βλέμμα μου. Ἐκύττει ψηλὰ καὶ συνεταράσσετο μὲ βαριὲς ἀνάσες. Ἐστάθην στὸ ὄρθιο καὶ περίπυστο ὄργανόν του καὶ ἀνέλαβα θέσιν. Τὰ χείλη μου ἀγκάλιασαν τὴν στιλπνὴ βάλανο του καὶ μουρμούρισα ἕνα παλαιὸν ᾆσμα. Ἡ γλῶττα μου σχεδίαζε ἐπ’αὐτῆς, βουδηστροφηδόν, τὸ σ’ ἀγαπῶ στὶς κοῖλες ἐπιφάνειες τῆς κατερρύθρου καὶ κάθιδρής του. Μὲ ἔστειλα κατόπιν, στὸ ἀπερίτμητο σημεῖον του κι ἀφῆκα ἐλεύθερες ἄπειρες χρυσαλλίδες νὰ τοῦ τὸ ψαύσουν.

Ἄνευ τῆς παραμικρᾶς βοηθείας ἐκ τῶν χειρῶν μου αἵτινες παρέμενον στὸ πάτωμα, ἐγκατέλειψα τὰ ὑψηλὰ μέρη τοῦ φαλλοῦ του καὶ ἀργὰ - ὅσο ἔπρεπε ἀργὰ ὥστε νὰ αἰσθανθῶ (καὶ αἰσθανθῇ) σὲ ὅλη της τὴν μεγαλοπρέπεια καὶ μὲ πᾶσα λεπτομέρεια, τὴν λείχινη συνουσία (ἀλλὰ ὄχι τόσο ὥστε νὰ ἀπωλεσθῇ ὁ ρυθμός) συνέχιζα πρὸς τὰ κάτω. Ἀφικνουμένη στὰ πλουτώνεια μέρη τοῦ μορίου του, ἐκροφοῦσα τὰς ἀνατολὰς τοῦ ὀσχέου του καὶ περσεφονικῶς ἐπανερχόμην ἄνω τηρῶσα εὐλαβικῶς τὴν αὐτὴ διάρκεια. Τοῦτο, ἡ μητρικῇ ἐνσίελος κάτω καὶ ἄνω ἄνω καὶ κάτω κάτω καὶ ἄνω κηδεία τοῦ δόρατός του συνέβη πολλάκις καὶ σὺν τοῖς ἄλλοις, ἀπελάμβανα τὶς μεταλλαγὲς τῆς χροιᾶς τῶν οἰμωγῶν του. Ἔστειλα τὶς παλάμες μου στὸν θώρακα καὶ τὸν γαστήρα του ὅστις ἐναλλὰξ ἔσφιγγε καὶ χαλάρωνε, χαλάρωνε τὶς στιγμὲς τῆς ἡδείας ἐκπνοῆς στεναγμῶν.

Δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ χαλάσῃ τὴν στιγμὴν κάποια κλῆσις κι ἕνα μήνυμα ὀλίγον μετά. Τοὐναντίον· μαντέψασα τὸν καλούντα συνέχισα ἔτι μαινομένη τὰς μαλάξεις στὸ εὔγραμμο στῆθος του καὶ λυσσαλέως τρικυμίασα τὸ ὑπ’ ἐμοῦ ὀρεγόμενο ὄργανό του στὸν ξενιστή του. Ἡ χείρ του ἄδραξε προειδοποιητικῶς τὸν ὦμο μου καὶ ἐλάττωσα τὴν μονῳδία.

Ἔθεσα τὶς χεῖρες μου ὑπὸ τοῦ γόνυ καὶ βράχυνα τὴν ἐμμέλεια μὴ ἐγκαταλείψασα βεβαίως τὸ ἄρτιον τῆς συχνότητος τῆς πεολουσίας. Ἐξηκολούθησα ἀντιληφθεῖσα ὡστόσο ὅτι τὸ πέρας δὲν ἔκειτο μακράν. Ἡ γλῶττα μου ὑποχθονίως μάλαζε τὴν κεντρικὴ φλέβα, ὡς αὖλαξ τὴν ἐκάλυπτεν, τὴν φανέρωνε, ἀδιαλείπτως, βραδέως καὶ σχολαίως. Ἐλάχιστα μετὰ τὴν ἠσθάνθην νὰ διαστέλλῃται. Εἷς κόμπος τὴν διέτρεξεν ἀπ’ἄκρου εἰς ἄκρον καὶ ἀπολήξασα ἔνοιωσα ὑγρὲς μηνῶν ἐπιδοκιμασίες καὶ ἐμμονές. Περάτωσα κι ἐγὼ τὴν κίνησή μου καὶ κατέσθησα ὅλον τὸ ὑπόχρουν ἀπωθημένο του αἰσθανομένη ἕναν πλήρη καὶ ὑγιῆ ἔρωτα, πρωτόφαντο, ἀξεπέραστο καὶ κατάδικό μου! Ἴσως καὶ μοναδικό μου!

Ἀργώτερον, ὅτε ἤδη εἴχομεν ἐπανέλθει εἰς τὴν προτεραίαν θέσιν καὶ κατάστασιν ἡμῶν μὲ χαμόγελα τρυφερότητος ἀντέδρασα στὴν (ἀχρείαστη ναί!) δικαιολογία του περὶ βραχείας διαρκείας· ἡ ἰδανικὴ πεολειχία, ἔφα, εἶναι ἡ ἄνευ χειρῶν. Τοιουτοτρόπως μαρτυρᾶται μιὰ ὑψιπετὴς ἐμπειρία ἥτις πραγματοποιουμένη ἐξάπτει, ἐκφλέγει τὸν ἄνδρα καὶ τὸν κάνει νά περατώνῃ προώρως… Ἂχ γιατί προώρως νὰ μὴν ἔχουν γίνει τόσα ἄλλα ἀκόμα; Ἔστω… Κάλλιο ἀργά…

Παρασκευή, Αυγούστου 27, 2010

604,8 Mega Seconds πρίν.

Εἶνε ὑπέροχος αὐτὸς ὁ ἐφετεινὸς Αὔγουστος. Γιὰ κάμποσους λόγους. Πάντα ἔλεγα ὅτι ἡ πόλη εἶνε ἀπολαυστικὴ στοὺς ἄδειους δρόμους της (ἐξ οὖ καὶ αἱ ἰουλίῳ μόνον ἀδειολήψεις) ἀλλὰ ὁ ἄθλιος δὲν πήγαινα πουθενὰ τοὺς περασμένων ἐτῶν. Ἐφέτος, ἀποσείσας ψυχολογικὸν ἄχθος ψιλογυρνοφέρνω τὰ ἀπογευματόβραδα σὲ κάποιους προορισμοὺς καὶ μέρη ἄξια σημειολογικῶς χωρὶς τὴν βλαστήμια τῆς κίνησης καὶ τῆς στάθμευσης. Κάνω πράγματα ποὺ θέλω, τὰ ὁποῖα σὲ Νοέμβριους π.χ. ἀκυρώνω ἅμα τῇ ἀφίξει στὸ σπίτι.

Τὸν Ἰούνιο μοῦ εἶχε ξεφύγει μιὰ ταινία, μοῦ ξέφυγε ἀλλὰ ἐπανῆλθε σὲ μιὰν θερινὴ αἴθουσα κάπου στὸ Γαλάτσι. Ἤλεγξα τὶς ὧρες προβολῆς καὶ ἔσπευσα. Πῆγα καὶ κάθησα ὅπως κάθομαι πάντα· γεμάτος ἄγχος μὴ καὶ ἔρθουν κάποιοι μπροστὰ ἢ δίπλα ἢ πίσω καὶ μοῦ χαλάσουν τὴν θέα, τὴν ἠσυχία· ὅ,τι κατὰ σύστημα διακορεύεται σ’ἄλλους μῆνες. Εἶνε Αὔγουστος ὅμως εἴπαμε!

Ἐκεῖ μπροστά, στὸ μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγο μέγα λευκὸ πανί, μόλις εἶχε ἐλλιμενισθῇ τὸ ἐξ Ἀμερικῆς πλοῖο καὶ εἶχε φθάσει ὁ Mark Halliday. Τότε μόνον τὴν κατάλαβα νὰ εἶνε παραδίπλα μου· μᾶς χώριζε ἕνα κάθισμα ὅπου εἶχε ἀποθέσει μιὰ μεγάλη μαύρη τσάντα. Δὲν ἔδωσα σημασία, ἄλλως τε δὲν μποροῦσα νὰ τὴν κυττάξω παρὰ μόνον ἐὰν ἔστρεφα πολλὲς μαρτυριάρικες μοῖρες τὸ κεφάλι ὁπότε συνέχισα νὰ παρακολουθῶ τὸ φίλμ.

Στὸ φιλὶ τῆς Margot Wendice στὸν Mark μοῦ ἦρθε ἕνα ἄρωμα βανίλιας – σὰν λάδι ἀνθηλιακό καὶ ἠλεκτρίστηκα πρὸς στιγμὴν νομίζοντάς με ἀλλοῦ. Στράφηκα λίγο ἀριστερά, λίγο, ἀνώδυνα λίγο ὥστε νὰ μὴν φανερωθῶ καὶ τὴν εἶδα νὰ ἀναδεύεται. Εἶχε βγάλει τὰ σανδάλια της καί εἶχε διπλώσει τὰ πόδια της πάνω στὸ κάθισμα, θυλακώνοντάς τα κάτω ἀπὸ τὸ μακρύ της φόρεμα. Παράλληλα μὲ τὰ πόδια, εἶχε στρεβλώσει τὸν κορμό της ἀφήνοντας τὸ κεφάλι της πάνω στὸ προσκέφαλο τῆς πολυθρόνας. Ἡ σχεδὸν ἐμβρυϊκὴ στάση της μοῦ ἐπέτρεπε νὰ τὴν κυττῶ καλλίτερα καὶ περισσότερο· ἤξερα ἄλλωστε καλὰ τὴν ἐκβιάζουσα κουβέντα τοῦ Tony Wendice πρὸς τὸν Λοχαγὸ Lesgate· δὲν μὲ πείραζε τὸ ἐκ τῆς ταινίας παραστράτημα.

Τὰ μακρυὰ καστανὰ μαλλιά της, μόλις εἶχαν ἀπαλλαχθῇ ἀπὸ ἕνα κοκκαλάκι φανερώνοντας μιὰν θελγητρίζουσα θηλυκότητα ὅπως γίνεται πάντοτε ὅταν φέρνῃς τὸ μαλλὶ στὴν κανονική του διάσταση καὶ μορφή. Δὲν καλοδιέκρινα τὸ πρόσωπο, τὰ ἐκεῖ χαρακτηριστικά της. Ἔβλεπα ὅμως τὰ χέρια της ἐντόνως καλοκαιρινοῦ χρώματος, ἀπὸ τοὺς ἐλεύθερους ὤμους της μέχρι τὰ ἀνάργυρα δάκτυλά της.

Ἡ θέα της, ἡ στάση της μοῦ δημιούργησε τόσο ἀπότομα μιὰ τρυφερότητα ποὺ εἶχα πολὺ πολὺ καιρὸ νὰ νοιώσω· μέχρι ποὺ ἀναρωτήθηκα εὰν τὸ συναίσθημα ἦταν ὄντως αὐτό. Λιγώθηκα καὶ δαγκώθηκα ποὺ τῆς ἔβλεπα τὴν παιδικότητα νὰ παραμένῃ ἐκεῖ ἀσκεπὴς κι ἅπλωσα τὸ χέρι μου ξεχωρίζοντας μὲ τὰ δάκτυλά μου κάποια ὕστερα διαμερίσματα τῶν μακριῶν μαλλιῶν της – ἀπὸ αὐτὰ ποὺ δὲν πρόλαβε νὰ τακτοποιήσῃ ὅταν ἔλυσε τὸ κοτσιδάκι στέλνοντάς μου τὴν ἀρωμάτινη αὕρα της.

Προφανῶς δὲν μὲ κατάλαβε, ἦταν προσηλωμένη στὴν μεγάλη ὀθόνη, σ’ ὅ,τι πλεκτάνευε ὁ Tony Wendice, γύρισα κι ἐγὼ μπροστά, σταματώντας τὴν κίνησή μου ἀλλὰ ἀφήνοντας τὸ χέρι μου ἐκεῖ, κοντά της. Εἶχα ἀπερίσκεπτα κάνει κάτι τόσο ἀσυνήθιστο γιὰ τὰ δεδομένα μου· οὔτε ποὺ μποροῦσα νὰ φανταστῶ τί σόι αὐθορμητισμὸς μὲ ὤθησε. Μὲ τὸ χέρι μου σχεδὸν πάνω της, ἔνοιωθα ἕναν περίεργο ἠλεκτρισμό, μιὰ ταραχὴ ἡ ὁποία ὅμως, τί περίεργο, μὲ γαλήνευε. Μὲ γαλήνευε ἀπομακρύνοντάς με ἀπὸ μιὰν ἀνεξήγητα εἰσέτι προσκόλλησή μου σὲ κάτι σάπιο.

Στὴν σκηνὴ τοῦ κλάμπ, καθὼς κορυφωνόταν τὸ πάνινο δράμα κι ἐνῷ ἐγὼ ἀδιάλειπτα στρεφόμουν κυττώντας την ὅσο γινόταν διακριτικά, τὴν εἶδα νὰ γυρίζῃ το κεφάλι της ἐλαφρῶς πρὸς τὸ μέρος μου χωρὶς πάντως νὰ ἀλλάξῃ τὸν προορισμὸ τοῦ βλέμματός της. Κόμπλαρα λίγο, αἰφνιδιάστηκα, ντράπηκα καὶ τράβηξα τὸ χέρι μου ἀπὸ πάνω της δίχως νὰ τὸ φέρω σὲ μένα ὡστόσο. Τὴν κύτταξα ἐλεγκτικὰ αὐτὴν τὴν φορά, περίμενα ἀμήχανα καὶ φοβισμένα μιὰν κάποια δυσανασχέτηση, μιὰν ἀποδοκιμασία – πῶς θὰ τὴν ἐξέφραζε ἄραγε;

Δὲν εἶπε τίποτε· δὲν κινήθηκε κἄν, διετήρησε τὸ κεφάλι της στὴν ἴδια θέση καὶ παρέμενε στὴν ταινία ἡ προσοχή της. Ἦταν σκοτεινά, δὲν μποροῦσα νὰ διακρίνω τὸ πρόσωπό της παρότι εἶχα πλέον ὁρατότητα πρὸς αὐτό, ἦταν σκοτεινὰ καὶ βλέπαμε, ἔβλεπε μᾶλλον τὸν Charles Alexander Swann aka Λοχαγὸ Lesgate νὰ παραφυλᾷ τὴν Margot πίσω ἀπὸ τὴν κουρτίνα ὅταν τὸ τηλέφωνο κτύπησε.

Παρακαλῶ; Παρακαλῶ; Παρακαλῶ;

Γύρευε ἀπάντηση ἡ Margot, εἰς μάτην· ἐνόσω ὁ Swann πίσω της ἐτοίμαζε τὸν βρόγχο. Καθὼς τῆς ἐπιτέθηκε κι ἄρχισε ἡ πάλη, τὸ πλάνο ἄλλαξε καὶ γέμισε φῶς ἡ ὀθόνη διότι στὸ κάδρο μπῆκε τὸ φωτισμένο, μέσα, ὑπνοδωμάτιο. Φῶς ἦλθε καὶ σὲ μᾶς, φωτίστηκε τὸ πρόσωπό της, τὸ εἶδα χλωμὸ καὶ ἄκρως ταιριαστὸ μὲ ὅ,τι μοῦ ἀπέπνεε ἡ μέχρι τότε παρουσία της. Μισάνοικτο τὸ στόμα της –ὅπως ἐπέτασσε ἡ ἐν ἐξελίξει δολοφονικὴ ἀπόπειρα πέρα ψηλὰ– χείλη ἀμυδρῶς κινούμενα καὶ τὰ μάτια της. Πράσινα, σκοῦρα πράσινα, τόσο ἀσυνήθη ὅμορφα καὶ σπάνια κι ἀκόμα πιὸ ἐλκυστικὰ λόγῳ μιᾶς ἐλαφρᾶς πρὸς τὰ κάτω κλίσης ποὺ δημιουργοῦσαν μιὰν ἀνεπαίσθητη μόνιμη μελαγχολία. Πρόλαβα καὶ τἄδα ὅλα αὐτά, δὲν τὰ φαντάστηκα, τὸ φῶς ἦταν ἀρκετὸ γιὰ νὰ μοῦ τὰ μαρτυρήσῃ. Ἔνοιωσα μιὰν πιότερη ἔλξη, μιὰ ζάλη ἡ ὁποία μὲ γαλήνευσε, ἀπομακρύνοντάς με ἀπὸ μιὰν ἀνεξήγητά ποτε προσκόλλησή μου σὲ κάτι σάπιο.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

Χμ…

Ἐν τάξει, δὲν συνέβησαν ἀκριβῶς ἔτσι, ἀλλὰ τὰ βασικὰ εἶνε ἀληθινά. Ἐσύ; Μοῦ (μὲ) τὰ κατάλαβες ἄραγε;

Lust at last!

Θέλω ὁμοῦ νὰ δοῦμε τὸ λυκαυγὲς καὶ τὴν ἀνατολὴ

στὴν γέννα τῆς μέρας νὰ πνίξω ἕνα σου φιλὶ

στὸν ὦμο σου ἀφημένη, μὲ ἀνάσες κοινὲς

ὁ χρόνος νεκρός, πουλιὰ προσευχὲς


Θέλω μαζύ σου νὰ χαρῶ τὴν ἀνατολὴ

προτοῦ ἡ πόλη ἀρχίσῃ νὰ θορυβῇ

πρὶν τὰ μουγκρητὰ ἀπὸ τὰ ἀπορριματοφόρα

νὰ γείρῃς ἐπάνω μου σὰν θερμοφόρα.


Πρίν μαζέψουν λεμονόκουπα καὶ ἐρυθρὴ σερβιέτα

πρὶν βγοῦν οἱ σκουπιδιαραῖοι γιὰ δουλειὰ

νὰ ἀφεθοῦμε ἐγὼ κι ἐσὺ σ’ἀγκαλιὰ

σ’ ὅ,τι καιρὸ λαχταρούσαμε· δὲν εἶναι πιὰ ξεπέτα


Πλεγμένα τὰ δάκτυλα

σφιχτὲς ἀγκαλιὲς

δάκρυα χαρᾶς

ἠδονῆς γουλιὲς


Ἀγάπη παραληρηματικὴ

μὲ τόσο κόπο πλασμένη

χρόνο πολὺ σ’ἀναμονὴ

κι ὁ πόθος περιμένει


Θέλω μαζὺ νὰ δοῦμε τὸν οὐρανὸ

μὲ προσευχὲς γιὰ σένα καὶ γιὰ μένα

σὲ ἰκέα κρεβάτι μὰ καθόλου φτηνὸ

σὲ σύμπλεγμα μαιανδρικό,

τὰ πόδια μας πλεγμένα


Ὅ,τι ἔχω καὶ δὲν ἔχω δίνω

ἀπὸ τῆς τραπέζης μου τὸν λογαριασμὸ

γιὰ νὰ βρεθῶ καλό μου γουργουρίνο

στοῦ μάτσο κορμιοῦ σου τὸν βυθὸ


Θέλω μαζύ σου νὰ χαρῶ τὴν ἀνατολὴ

τοῦ ἔρωτά μας τὴν ἀνέκαθεν πληγὴ

στεντόρεια νὰ σοῦ φωνάξω

πὼς ἀπ’ἀγάπη θέλω νὰ κλάψω


Μαλακίες λέω...

Μπορεῖ νὰ μ’ἀκοῦς νὰ σοῦ ψιθυρίζω...

Πὼς θέλω ὁμοῦ νὰ δοῦμε τὴν ἀνατολὴ

μὰ ἀλλοῦ στραμμένη ἡ μου προσοχὴ

καὶ ὅ,τι σοῦ ὁρίζω:


ἀντὶ γιὰ τὴν ἀνατολή...

θέλω νὰ σκύψω καὶ νὰ καταπιῶ τὸ φλεβάτο σου καυλί.




Πέμπτη, Αυγούστου 26, 2010

ἡμερολόγιο καταστρώματος

ἡμέρα πρώτη

Ὥρα 11.56

Λίγο πρίν, ἀνασκαλεύοντας τὸ πορτοφόλι μου, βρῆκα μιὰν ἀπόδειξη ἀγορᾶς ἀπὸ κάποιο ἰχθυοπωλεῖο – μισὸ κιλὸ κουτσομούρα.

Τὴν ἔσκισα καὶ ἐντελῶς ἐνστικτωδῶς πέταξα τὸ χαρτὶ στὴν θέση της.

Δὲν ἄκουσα ὅμως κάποια ἀποδοκιμασία ὡς εἴθισται...

Μοῦ λείπει ἤδη τρομερά... :-(

Ὥρα 12.40


Σήμερα εἶμαι 11-19, ἕνα ὡράριο πού τόσο συμπάσχει μαζύ μου... Βλέπεις κι αὐτό, οὐδέποτε τήν ἔχει δεῖ, οὐδέποτε ἔχουν συνυπάρξει ἐδῶ, οὐδέποτε κοινοπερπάτησαν...

Ὥρα 14.09

Λίγο μετὰ ἀπὸ τὸ μάμ. Τώρα, θὰ εἶχε φάει τὰ λαχανικά της καὶ θὰ στρέβλωνε τὸν κορμό της ξαπλώνοντας στὴν καρέκλα. Ἡ τέλεια ἐπαγγελματικὴ στάση!

Ὥρα 15.00

Μόλις εἶπα: "ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ" !

καί οἱ φθόγγοι τῆς λέξεως αὐτῆς, ἐκφερόμενοι μοῦ τόνισαν τήν ἀπουσία της.

Μοῦ λείπει! :-(

Ὥρα 16.27

ἡ ὥρα 16:27 καί ἡ πληγή ἔχει ἀρχίσει νά γειάνῃ ἀφοῦ τέτοιες ὧρες ποτέ δέν ἦταν ἐδῶ...

Ὥρα 16. 34

Βρῆκα τί γιατρικό θά μοῦ παράσχω ἐν ὄψει τόσων ἡμερῶν ἀπουσίας...

Μιᾶς καί εἶμαι μέχρι τίς 19.00 ἐδῶ, ὅταν ὅλοι θά ἔχουν φύγει, μετά τίς 19.00 θά πάω στήν καρέκλα της καί θά τῆς κάνω ἔρωτα.

ἡμέρα δευτέρα

Ὥρα 11. 43

Χτυπώντας τόν χόνδρο τοῦ μεσαίου δακτύλου μου στὸ γραφεῖο ἀπόρροια νεύρων τῇ ἐπιδράσει γκαγκά πελάτη, θυμήθηκα ὅτι τέτοιος θόρυβος ἠκούγετο ὅταν ἐρχόταν καμαρωτή καμαρωτή, μεγαλοπρεπής, ἀπολλώνεια ἀλλά καί λικνιζομένη στό γραφεῖο. Oἱ συνολικῆς ἐπιφανείας 2 τετραγωνικῶν ἑκατοστῶν μύτες τῶν τακουνιῶν της ἔκαναν τέτοια, ὅμοια φασαρία μέ ὅ,τι μόλις δημιούργησαν τά δάκτυλα μου. Ἄχ! Πόσο θά ἤθελα αὐτά τά τακούνια νά ἐγκατέλειπαν τά πεζά ἐπίγεια καί νά ἔστρεφαν τό βλέμμα πρός τά πάνω, στόν κόσμο τῶν ἰδεῶν, νά κυττοῦν στό ταβάνι ἐνόσῳ τό ὑπόλοιπο κορμί ἀφήνεται σέ ἀναλόγους λικνισμούς...

Ὥρα 15. 35

Ποῦ νἆναι τώρα... Κλάψ...!

Ὥρα 15. 46

Ὥρα τέσσερις παρά... Ἡ ὥρα τῆς σιέστας ἀκόμη κι ἐδῶ, στήν δουλειά. Ἀφηνόταν στήν καρεκλίτσα καί ῥαθύμιζε.

Κι ὅταν κάποια ξαφνική φωνή ἀπό δίπλα τήν καλοῦσε, γύριζε καί στρεφόταν πρός τά ἐκεῖ ἀποκαλύπτοντας στήν περιοχή τοῦ κόκκυγος κάποια λευκά δαντελάκια...

Ἄχ! Πόσο μοῦ λείπει!

ἡμέρα Τρίτη

Ὥρα 13.15

Κλείνοντας ἕναν πελάτη σαπρόφυτο προσπάθησα νά γειάνω ἀναζητώντας τήν μορφή της.

Δέν εἶναι ὅμως ἐδῶ...

Μοῦ λείπει... Μοῦ λείπει ἐπώδυνα.

Ὥρα 15.46

Ἔχει ζέστη ἔξω καί σκεπτόμουν πόσο ἰδανικά γιά μπάνιο εἶναι...

Στήν σκέψη καί τήν εἰκόνα τῆς **** λουομένης, ἡ ἀνατριχίλα ἦταν τέτοια πού ἦλθε ἀπότομα ὁ χειμώνας...

Ὥρα 16.50

Nόμιζα ὅτι ἡ ἐξάρτηση ἦταν ἐγκεφαλική καί ψυχολογική ἀλλά παρατηρώντας μιὰν δυσανεξία στὰ ἄκρα μου ἀντιλαμβάνομαι ὅτι ἡ ἔλλειψίς της εἶναι καὶ σωματική.

Ἡ ἀναπνοή μου δὲν κινεῖται κανονικῶς, ἡ ἐφίδρωσις ἄτακτος, αἱ στύσεις συνεχεῖς...

Ἄχ! Τί θὰ κάνω πιά...

Ὥρα 18.33

Τέτοια ὥρα θὰ παίρνῃ τὸ μπάνιο της, θὰ ξεπλένεται ἀπὸ τὰ ἁλάτια τῆς θάλασσας...

Ἄχ! Γιατί οἱ μοῖρες μὲ ἔκαναν ἄνθρωπο καὶ ὄχι σαμπουὰν κι ἀφρόλουτρο;

Νὰ περιδιαβαίνω σὲ ὑγρὸ δέρμα καὶ νὰ φροντίζω γιὰ τὴν καθαριότητά του... Nὰ ἀφήνωμαι σὲ χέρι μὲ μακρυὰ δάκτυλα καὶ διὰ τῆς τριβῆς νὰ άφρίζω... Νὰ ἀνακαλύπτω κάθε ἑκατοστὸ τοῦ κορμιοῦ καὶ νὰ συστήνωμαι μὲ σκοπὸ τὴν ἐπανάκαμψη κάποιες ἄλλες στιγμές...

Ἄχ!

Καὶ καθὼς θά................ ἂς σταματήσω διότι θὰ μὲ πιάσῃ ἀκράτεια...

ἡμέρα τετάρτη

Ὥρα 11.19

Πόσο φρικτό Θεέ μου νά ἔρχωμαι καί νά ἀντικρύζω μαύρη καρέκλα χωρίς αὐτήν πάνω...

The Horror! The Ηorror! πού ἔλεγε κι ὁ Σχης Κοῦντζ στό Ἀποκάλυψη Τώρα!

Ὥρα 14.32

ἔφερα λίπασμα σήμερα, λίπασμα γιά τό μπονσαϊάκι μου.

Τό φορτώνω μέ μεγάλη ποσότητα ὥστε νά φουντώσῃ καί νά μήν διακρίνεται τό κενό πού διακρίνω, ἐκεῖ ἔνθα ἦτο ἡ ****...

Μοῦ φαίνεται ὅτι θά καταντήσω Sotis Βολάνης, πόσο μοῦ λείπει ἡ ζεστή ἀγκαλιά σουυυυυυυυυυυυυυ!

ἡμέρα πέμπτη

Ὥρα 12.24

Ἡ μία ἀπό τίς δύο τοῦ διαβόλου ἑβδομάδες τελειώνει.

Θά ἔπρεπε νά χαιρόμουν ἀλλά σκέπτομαι τό ἐπερχόμενο σ/κ.

Δύο ἡμέρες χωρίς τήν τήν σκέψη της ἀπασχολοῦσα, δουλειά.

Ἡ σκέψη πού ἀπασχολεῖται ἀπό ἀλλότρια καί δέν θύεται στήν εἰκόνα της μέ ἀποτέλεσμα τήν ὀξεία μελαγχολία...

Ὥρα 14.42

Τό ξανθό μαλλί της, μέ φράτζα ἤ ὄχι, βαμμένη ἔντονα ἤ διακριτικά, τά μέ πεῖσμα χείλη της, τά μακρυά ὅμορφα δάκτυλά της, τό βελζεβούλικο ντεκολτέ της.

Ἐν τάξει, δέν τήν ἔχω ξεχάσει ἀκόμη...

Ὥρα 15.52

Τήν φαντάζομαι τώρα ἐντελῶς τώρα, στό τραπέζι, νά ἔχῃ τελειώσει τό γεῦμα της καί νά ἀπολαμβάνῃ κάποια κρύα μπύρα. Τό ἁλκοόλ σέ συνδυασμό μέ τήν ζέστη θά τήν ἔχῃ ζαλίσῃ μέ ἀποτέλεσμα γέλια καί κοκκινισμένο πρόσωπο...

Πῶς θά ἤθελα νά ἤμουν ὁμοτράπεζος, νά ἐκμεταλλευόμουν τήν εὐκαιρία καί ἐν τέλει νά καταλήγαμε ὁμοκρέβατοι...

ἡμέρα ἔκτη

Ὥρα 08.43

Eἴμαστε ἐκτός συστήματος μέ δεμένα χέρια, τό σύστημα παραπαῖον μιά σταλιὰ πομπηῖζον λίγο πρίν ἀπό τό βεζούβιο μποῦμ!

Παρά ταῦτα, ἔχω μιά μικρούλα εὐδιαθεσία ἐπειδή διέβημεν τό ἥμισυ τοῦ καημοῦ.

Ὥρα 10.42

Λείπει πολὺς γαλονάτος ντουνιᾶς (χχχχχχ, yyyyyy, ωωωωω) ἀλλὰ δὲν νοιώθω τόσο ἐλεύθερος...

Γνωστὴ γὰρ ἡ αἰτία...

Ὥρα 14.46

Εἶμαι χάλια... Ἀμὰν πιά!

ἡμέρα ἑβδόμη

Ὥρα 11.17

Μὲ νοιώθω σὲ ἀδιέξοδο. Ἤλπιζα αὐτὴν τὴν ἑβδομάδα νὰ εἶναι κάπως καλλίτερα τὰ πράγματα ἀλλὰ σνὶφ κλὰψ κλίψ!

Ἐντελῶς.

Ἴσως νὰ μὴν ἔχῃ νόημα τὸ παρὸν πιά... Μὲ πονάει τόοοοοσο!

ἡμέρα ὀγδόη

Ὥρα 14.14

Μόλις ἔφαγα καὶ νύσταξα λίγο, ἡ ὥρα δύο κι ἔχω γείρει λίγο...

Πῶς θὰ ἦταν ἄραγε νὰ ξάπλωνα σὲ δροσερὰ σεντόνια δωματίου σπιτιοῦ περιοχῆς νησιοῦ τοῦ ἀνατολικοῦ αἰγαίου καὶ νὰ ἀπολάμβανα μιὰ τρελλὴ ἀναμονὴ μέχρι νὰ τελειώσῃ ἡ περὶ ἧς ὁ πόνος, τὸ μπάνιο της...

Βγαίνοντας, μὲ μιὰ λευκὴ πετσετούλα προσώπου ἐκουσίως τοποθετημένη στὸ σῶμα της ἀφήνοντας ἔτσι πολλὲς λιγωτικὲς ὑποσχέσεις μὲ ἕνα σοβαρό, οὐδέτερο βλέμμα προσποιούμενη ὅτι δὲν μὲ βλέπει καθὼς εἶμαι ξαπλωμένος στὸ κρεβάτι καὶ παίζω τὴν φλογέρα μου γι'αὐτήν.

ἡμέρα ἐνάτη

Ὥρα 12.46

Ἀπὸ τὴν μία μὲ τραβᾷ ἡ τοσοήμερη ἔλλειψη ποὺ κάνει τόσο θολὴ τὴν εἰκόνα της.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη, μὲ σκουντᾷ τὸ πλησίασμα στὴν Δευτέρα ὁπότε θὰ τὴν δῶ πάλι καὶ θὰ δακρύσῃ κάθε στενὴ ὁπὴ τοῦ κορμιοῦ μου.

Τόσες ἡμέρες ζῶ στὴν σκιὰ ἀφοῦ δὲν βλέπω κάθε πρωὶ ἀπέναντί μου νὰ ἀνατέλλῃ ὁ ξανθὸς ἥλιος....

Ὥρα 12.54

ἄραγε ἄραγε ἄραγε ἄραγε ἄραγε ἄραγε ἄραγε ἄραγε μὲ ἔχει σκεφτῇ μισὴ τοῦ μισοῦ φορὰ σ'ὅλο αὐτὸ διάστημα;

Ὥρα 15.22

Noμίζω ὅτι ἔχω ἀρχίσει νὰ ξεχνῶ τὴν χροιὰ τῆς φωνῆς της.

Ὅταν ἐπιστρέψῃ θὰ σπεύσω κοντά της καὶ θὰ τῆς ζητήσω νά... σουρπράααααιζ!

ἡμέρα δεκάτη

Ὥρα 08.53

Γιούπι γιὰ γιὰ γιούπι γιούπι γιάαααα! Γιούπι γιὰ γιὰ γιούπι γιούπι γιάαααα, γιούπι γιὰ γιὰ γιούπι γιούπι γιάαααα, γιούπι γιὰ γιὰ γιούπι γιούπι γιάαααα!!

Ὥρα 09.47

Πάντα τὸ ἔλεγα ἐγὼ γιὰ τὶς Παρασκευές!

Βρὲ γιούπι λέγω!

Ὥρα 13.32

Φέτος θὰ κάνω Πάσχα καὶ Λαμπρὴ ὀκτὼ μῆνες νωρίτερα!

Ἔτσι νοιώθω! Σὰν ἀνάσταση νὰ εἶναι!

Ὥρα 14.46

Νοιώθω (φέρνοντας στὸν νοῦ μου τὴν εἰκόνα της τὴν ἐρχόμενη Δευτέρα) σὰν ἄβγαλτο ἀγοράκι ποὺ κοκκινίζει καὶ νοιώθει τὰ πόδια του νὰ παραλύουν καθὼς εἰσέρχεται σὲ σκοτεινὸ χῶρο, στέκι ἀγοραίου ἔρωτα καὶ βλέπει τὴν ἰέρεια.

blog stats